Η πρόσφατη δικαστική απόφαση που βγάζει αθώες περιστερές τους
Ματατζήδες για το “τίμιο ξύλο” που έριξαν τον Ιούνιο του 11′, σε
συνδυασμό με μια πληροφορία από τη δίκη της χρυσής αυγής, που φέρει τον
Κασιδιάρη να αναρωτιέται αυτοκριτικά γιατί δεν πηγαίνουν οι χρυσαυγίτες
στις πλατείες των Αγανακτισμένων, άνοιξε ξανά τη σχετική κουβέντα στο
μικρόκοσμο των social media. Επτά χρόνια μετά, ίσως δε μένει κάτι που να
μην έχει ειπωθεί, αλλά είναι πάντα χρήσιμη η υπόμνηση κάποιων βασικών
σημείων.
Η άγρια αστυνομική καταστολή έλαβε χώρα το διήμερο 28-29 Ιουνίου. Δεν ήταν γενικά πάνω στην περίοδο των πλατειών, αλλά στην 48ωρη γενική απεργία, την πρώτη που προκηρύχθηκε μετά από πάρα πολλά χρόνια και ενώ είχε προηγηθεί μια άλλη απεργιακή κινητοποίηση στις 15 του ίδιου μήνα. Αυτό που στόχευσαν, γιατί φοβούνταν, οι δυνάμεις καταστολής και η πολιτική τους ηγεσία ήταν σαφώς το οργανωμένο μαζικό κίνημα κι η σύνδεσή του με το χύμα κόσμο που μπορεί να βρισκόταν στις πλατείες, εκείνες τις μέρες. Αυτούς που διεκδικούσαν απεργώντας κι όχι αυτούς που κατέβαιναν στο δρόμο στον ελεύθερό τους χρόνο κι ήταν ζήτημα χρόνου να διαλυθούν -το καλοκαίρι η αστυνομική επιχείρηση-σκούπα εναντίον των λίγων κατασκηνωτών που είχαν μείνει στην πλατεία ήταν αναίμακτη και σχετικά εύκολη.
Έχει ειλικρινά μικρή σημασία να διαπιστώσει κανείς ποιες ομάδες ήταν ήδη εκεί, δρώντας εξ αρχής συνειδητά και στοχευμένα και ποιες ευνοήθηκαν αντικειμενικά στην πορεία. Το πιο πιθανό είναι πως συνυπήρχαν κι οι δύο τάσεις. Για παράδειγμα, ο Βαρουφάκης, ο Τσακαλώτος κι ο Κατρούγκαλος δε βρέθηκαν εκεί ως μέλη ή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η μεταγενέστερη ένταξη και υπουργοποίησή τους κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν υπήρχαν φασίστες στις πλατείες και σε αυτό δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί σοβαρά να το αρνηθεί. Τι άλλο μπορεί να ήταν αυτοί που προπηλάκισαν πχ μέλη του μ-λ χώρου που παρέμβαιναν ως “Αριστερά στην Πλατεία”, όσοι είχαν αλλεργία με τα Συνδικάτα, το ΠΑΜΕ, την ΕΛΜΕ, με οτιδήποτε οργανωμένο, όσοι φορούσαν τις ελληνικές σημαίες σαν μπέρτες εν είδει Ελληνο-Σούπερμαν, όσοι φώναζαν “και οι 300 στο Γουδή”; Εξάλλου κι οι ίδιοι οι διαδηλωτές έκαναν το διαχωρισμό μεταξύ Άνω και Κάτω Πλατείας -όπου θεωρητικά στην πρώτη ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, ενώ η δεύτερη είχε άλλο πρόσημο. Ούτε αυτή όμως είναι άμοιρη ευθυνών για τη λογική “έξω τα κόμματα” που καλλιέργησε, την ανάδειξη “φυρερίσκων” τύπου Καζάκη κ.ά.
Ένα κλασικό αντεπιχείρημα είναι πως αυτή η μικτή, ετερόκλιτη σύνθεση είναι αναπόφευκτη σε κάθε μαζικό εγχείρημα που ξεφεύγει από την πεπατημένη και έχει έντονη συμμετοχή του αυθόρμητου στοιχείου -ενώ κάποιοι προσθέτουν μια φράση του Λένιν που λέει πως δεν μπορούμε να φανταζόμαστε στείρα και δυναμικά το κινηματικό προτσές με έναν έτοιμο “στρατό της επανάστασης”, αυστηρά διαχωρισμένο από το αντίπαλο στρατόπεδο. Όλα αυτά είναι γενικά σωστά, αλλά είναι η μισή αλήθεια και αποφεύγουν την άλλη μισή και το συγκεκριμένο ερώτημα επί της ουσίας: όχι τι βρήκε, αλλά τι καλλιέργησε κι άφησε ως παρακαταθήκη στον κόσμο το κίνημα των αγανακτισμένων, τι καρπούς είχε, τι πολιτική έκφραση βρήκαν κτλ;
Για να μη χάνουμε ωστόσο την ουσία στις λεπτομέρειες. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε ως κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, είχε καταθέσει μήνυση κατά των αστυνομικών δυνάμεων για την ακραία καταστολή που μεταχειριζόταν ως μέσο. Σήμερα είναι κυβέρνηση, είναι αυτός η πολιτική ηγεσία των Μπαλούρδων που χτυπάνε το κίνημα και δεν καταθέτει μήνυση κατά του εαυτού του -μολονότι χρησιμοποιεί τη συνταγή Λαλιώτη “άλλο το κόμμα κι άλλο η κυβέρνηση”. Ενώ οι φασίστες συνεχίζουν να αλωνίζουν σχεδόν ανενόχλητοι κι ατιμώρητοι.
Επ’ αυτού πρέπει να γίνει η όποια κριτική κι έμπρακτη αυτοκριτική όσων είδαν τότε χίμαιρες κι ανεμόμυλους στην κυβερνητική ελπίδα που ερχόταν, την κουβαλήσανε και τους κουβάλησε στον ανεμόμυλο…
Η άγρια αστυνομική καταστολή έλαβε χώρα το διήμερο 28-29 Ιουνίου. Δεν ήταν γενικά πάνω στην περίοδο των πλατειών, αλλά στην 48ωρη γενική απεργία, την πρώτη που προκηρύχθηκε μετά από πάρα πολλά χρόνια και ενώ είχε προηγηθεί μια άλλη απεργιακή κινητοποίηση στις 15 του ίδιου μήνα. Αυτό που στόχευσαν, γιατί φοβούνταν, οι δυνάμεις καταστολής και η πολιτική τους ηγεσία ήταν σαφώς το οργανωμένο μαζικό κίνημα κι η σύνδεσή του με το χύμα κόσμο που μπορεί να βρισκόταν στις πλατείες, εκείνες τις μέρες. Αυτούς που διεκδικούσαν απεργώντας κι όχι αυτούς που κατέβαιναν στο δρόμο στον ελεύθερό τους χρόνο κι ήταν ζήτημα χρόνου να διαλυθούν -το καλοκαίρι η αστυνομική επιχείρηση-σκούπα εναντίον των λίγων κατασκηνωτών που είχαν μείνει στην πλατεία ήταν αναίμακτη και σχετικά εύκολη.
Έχει ειλικρινά μικρή σημασία να διαπιστώσει κανείς ποιες ομάδες ήταν ήδη εκεί, δρώντας εξ αρχής συνειδητά και στοχευμένα και ποιες ευνοήθηκαν αντικειμενικά στην πορεία. Το πιο πιθανό είναι πως συνυπήρχαν κι οι δύο τάσεις. Για παράδειγμα, ο Βαρουφάκης, ο Τσακαλώτος κι ο Κατρούγκαλος δε βρέθηκαν εκεί ως μέλη ή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η μεταγενέστερη ένταξη και υπουργοποίησή τους κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Το ερώτημα λοιπόν είναι αν υπήρχαν φασίστες στις πλατείες και σε αυτό δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί σοβαρά να το αρνηθεί. Τι άλλο μπορεί να ήταν αυτοί που προπηλάκισαν πχ μέλη του μ-λ χώρου που παρέμβαιναν ως “Αριστερά στην Πλατεία”, όσοι είχαν αλλεργία με τα Συνδικάτα, το ΠΑΜΕ, την ΕΛΜΕ, με οτιδήποτε οργανωμένο, όσοι φορούσαν τις ελληνικές σημαίες σαν μπέρτες εν είδει Ελληνο-Σούπερμαν, όσοι φώναζαν “και οι 300 στο Γουδή”; Εξάλλου κι οι ίδιοι οι διαδηλωτές έκαναν το διαχωρισμό μεταξύ Άνω και Κάτω Πλατείας -όπου θεωρητικά στην πρώτη ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, ενώ η δεύτερη είχε άλλο πρόσημο. Ούτε αυτή όμως είναι άμοιρη ευθυνών για τη λογική “έξω τα κόμματα” που καλλιέργησε, την ανάδειξη “φυρερίσκων” τύπου Καζάκη κ.ά.
Ένα κλασικό αντεπιχείρημα είναι πως αυτή η μικτή, ετερόκλιτη σύνθεση είναι αναπόφευκτη σε κάθε μαζικό εγχείρημα που ξεφεύγει από την πεπατημένη και έχει έντονη συμμετοχή του αυθόρμητου στοιχείου -ενώ κάποιοι προσθέτουν μια φράση του Λένιν που λέει πως δεν μπορούμε να φανταζόμαστε στείρα και δυναμικά το κινηματικό προτσές με έναν έτοιμο “στρατό της επανάστασης”, αυστηρά διαχωρισμένο από το αντίπαλο στρατόπεδο. Όλα αυτά είναι γενικά σωστά, αλλά είναι η μισή αλήθεια και αποφεύγουν την άλλη μισή και το συγκεκριμένο ερώτημα επί της ουσίας: όχι τι βρήκε, αλλά τι καλλιέργησε κι άφησε ως παρακαταθήκη στον κόσμο το κίνημα των αγανακτισμένων, τι καρπούς είχε, τι πολιτική έκφραση βρήκαν κτλ;
Για να μη χάνουμε ωστόσο την ουσία στις λεπτομέρειες. Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε ως κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, είχε καταθέσει μήνυση κατά των αστυνομικών δυνάμεων για την ακραία καταστολή που μεταχειριζόταν ως μέσο. Σήμερα είναι κυβέρνηση, είναι αυτός η πολιτική ηγεσία των Μπαλούρδων που χτυπάνε το κίνημα και δεν καταθέτει μήνυση κατά του εαυτού του -μολονότι χρησιμοποιεί τη συνταγή Λαλιώτη “άλλο το κόμμα κι άλλο η κυβέρνηση”. Ενώ οι φασίστες συνεχίζουν να αλωνίζουν σχεδόν ανενόχλητοι κι ατιμώρητοι.
Επ’ αυτού πρέπει να γίνει η όποια κριτική κι έμπρακτη αυτοκριτική όσων είδαν τότε χίμαιρες κι ανεμόμυλους στην κυβερνητική ελπίδα που ερχόταν, την κουβαλήσανε και τους κουβάλησε στον ανεμόμυλο…