Οι
αναμνήσεις του καζαντζάκη από τα ταξίδια του στη σοβιετική ένωση, όπως μας τις δίνει
συγκεντρωμένες στο βιβλίο του «ταξιδεύοντας στη ρουσία», είναι τόσο πλούσιες σε
υλικό κι εύστοχες αξιολογικές κρίσεις, που δεν είναι εύκολο να συνοψιστούν και
να παρουσιαστούν σ’ ένα μόνο κείμενο. Σε κάποια σημεία, νιώθει κανείς την
ανάγκη να πάρει αυτούσια κάποια κεφάλαια και να τα τρίψει στη μούρη διάφορων «έγκυρων
σοβιετολόγων» που δεν έχουν (όχι το ταλέντο και τη διεισδυτικότητα του
συγγραφέα καζαντζάκη αλλά έστω) την έντιμη κριτική ματιά ενός ανθρώπου που μόνο
κομμουνιστής δεν μπορεί να θεωρηθεί –παρά μόνο με μια πολύ ευρεία και χαλαρή
έννοια.
Ένα τέτοιο
απόσπασμα είναι και το παρακάτω κεφάλαιο, όπου ο καζαντζάκης μιλάει για τις ερυθρές
φυλακές, δηλ για την εμπειρία του από το σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα. Και έχει
κατά τη γνώμη μου μια ιδιαίτερη αξία, όχι μόνο επειδή μας δίνει τις βασικές
αρχές του συστήματος και σημαντικές πληροφορίες για ένα θέμα στο οποίο οι «γνώσεις»
των περισσότερων εξαντλούνται στη λέξη γκούλαγκ,
χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να μάθουν κάτι πέραν αυτού· αλλά ακόμα και για το
συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει στην τελευταία πρότασή του –που είναι από τους βασικούς
‘νόμους’ που ακολουθεί κάθε επαναστατικό εγχείρημα. Καλή ανάγνωση.
Ο
Παναγής Σκουριώτης της Σοβιετικής Ρουσίας είναι, όπως κι ο δικός μας, ένας
ισχυρός οργανισμός, όλος φλόγα, αφιερωμένος με φανατισμό στο σκοπό που έθεσε
στη ζωή του: ν’ αναμορφώσει τις φυλακές. Ξανθός, γαλάζια μάτια, ξεχειλισμένος
από χαρά, σαν τους ανθρώπους που, κυριεμένοι από ένα μεγάλο πάθος, το
ικανοποιούν και χαίρουνται. Χαρούμενος, γοργοκίνητος, με άρπαξε στο αυτοκίνητό
του και μ’ έφερε στις μεγάλες φυλακές έξω από τη Μόσχα.
Μέσα
στην πυκνήν ομίχλη, το πρωί εκείνο, τα σπίτια κι οι εκκλησιές γυάλιζαν αχνά,
εξαϋλωμένα, σα χτίρια ξωτικά καμωμένα από καπνούς κι υγρασία. Τα ηλεχτρικά ήταν
αναμμένα κι έφεγγαν θαμπά τους δρόμους και τις παγωμένες βιτρίνες. Κοράκια
περνούσαν σιωπηλά και κάθιζαν στα κρυσταλλωμένα δέντρα, τα σπίτια όλο και
λιγόστευαν, είχαμε πια βγει στο μοσχοβίτικο κάμπο, φτάναμε στις φυλακές.
Σε
όλο το δρόμο ο νέος σύντροφός μου μου ξηγούσε ότι η Σοβιετική Ρουσία αντικρίζει
και το δύσκολο πρόβλημα φυλακών και φυλακισμένων:
-Δύο
είναι οι βασικές αρχές μας: α) η μόρφωση του κατάδικου β) η εργασία
α)
Κάθε φυλακή έχει: το σκολειό της για τους αναλφάβητους· όλοι, όταν θα βγουν από
τη φυλακή, πρέπει να ξέρουν ανάγνωση και γραφή· έχει τη λέσχη της, το θέατρό
της, τον κινηματογράφο της, τη βιβλιοθήκη της· στη λέσχη συζητούν, γίνουνται
ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις, διαβάζουν και μορφώνουνται. Κάθε φυλακή έχει τη
δική της «εφημερίδα του τοίχου», όπου οι ίδιοι οι φυλακισμένοι γράφουν με
απόλυτη ελευτερία για όλα τα θέματα που αφορούν την υλική ή πνευματική ζωή
τους. Οι φυλακισμένοι διαιρούνται σε διάφορες ομάδες και καθεμιά αναλαβαίνει
ορισμένο κλάδο: υπάρχουν ομάδες για τη μόρφωση, για την πολιτική, τα
οικονομικά, την υγιεινή, άλλες αναλαβαίνουν τη φιλολογία, τη μουσική, τις
γιορτές. Όλες οι ομάδες αποτελούνται από φυλακισμένους και μονάχα ο πρόεδρός
τους είναι κρατικός υπάλληλος. Μεγάλη προσοχή συνάμα δίνουμε στο κορμί:
καθαριότητα, ηλιοθεραπεία, αεροθεραπεία, γυμναστική, εκδρομές.
β)
Σύμφωνα με τη δεύτερή μας αρχή, όσοι κατάδικοι μπορούν, πρέπει να εργάζουνται.
Η εργασία δεν έχει σκοπό την τιμωρία του φυλακισμένου, παρά την ανθρωπιστική κι
επαγγελματική του μόρφωση· γι’ αυτό η εργασία πρέπει να ‘ναι ανάλογη με την
κλίση και τις ικανότητες του κάθε ατόμου. Σωματική ή ψυχική ποινή απαγορεύεται,
όχι μονάχα γιατί αντιστρατεύεται στις σοβιετικές μας αρχές παρά και γιατί
εξαγριώνει τον άνθρωπο και του γεννάει μίσος για την κοινωνία. Η πείρα μας
απόδειξε πως τίποτα δεν επιδράει τόσο ευεργετικά στο φυλακισμένο, όσο ο σεβασμός στην ατομικότητά του.
Ευτύς
ως ο κατάδικος μπει στη φυλακή, πάνε και τον βλέπουν ο διευθυντής κι οι
προϊστάμενοι στο μορφωτικό ή εργατικό τμήμα. Κουβεντιάζουν μαζί του, μελετούν
το χαραχτήρα και τη μόρφωσή του, τις επαγγελματικές του ικανότητες. Την άλλη
μέρα του δίνουνε το βιβλιάριο, όπου αναγράφουνται τα δικαιώματα και τα χρέη του.
Οι
φυλακισμένοι διαιρούνται σε τρεις τάξες: Κατώτατη, μέση κι ανώτατη. Κάθε
φυλακισμένος παραμένει υποχρεωτικά ορισμένο χρονικό διάστημα στην τάξη όπου
κατατάχτηκε, ωσότου η διεύθυνση του επιτρέψει να μετατοπιστεί στην αμέσως
ανώτερη. Η παραμονή του στην ίδια τάξη ή η μετάθεση σε άλλη εξαρτάται από την
πρόοδο του φυλακισμένου στην εργασία του και στη συμπεριφορά του, και γενικά
από την επίδραση που είχε απάνω του το σωφρονιστικό σύστημα.
Η
προαγωγή σε ανώτερη τάξη συνεπάγεται ορισμένα προνόμια: Αλαφρώνουν οι όροι του
κανονισμού, μπορεί ν’ απολυθεί ο κατάδικος προτού λήξει ο χρόνος της ποινής
κτλ. Όσοι ανήκουν στην κατώτατη τάξη δικαιούνται να δέχουνται επίσκεψες και να
‘χουν αλληλογραφία κάθε 15 μέρες· όσοι στην ανώτατη, κάθε μέρα. Όσο ανεβαίνουν
σε ανώτερη τάξη αποχτούν και μεγαλύτερη ελευτερία να διαχειρίζουνται τα
χρηματικά ποσά που κερδίζουν και ν’ αγοράζουν τρόφιμα, φορέματα, βιβλία. Όσοι
ανήκουν στη μεσαία τάξη δικαιούνται εφτά μέρες άδεια το χρόνο· όσοι στην
ανώτατη δεκατέσσερεις. Επίσης μπορεί να χορηγηθεί στους αγρότες που έδειξαν
καλή διαγωγή άδεια απουσίας τρεις τέσσερεις μήνες, να πάνε στα χωριά τους και
να βοηθήσουν στο θερισμό. Οι μήνες αυτοί υπολογίζουνται ως φυλακή.
Έχουμε
διάφορους τύπους φυλακές, ανάλογα με τα διάφορα μέτρα της κοινωνικής
προστασίας:
α)
Σωφρονιστικές· αυτές υποδιαιρούνται: σε οίκους φυλακής· σωφρονιστικούς οίκους
προστασίας· παροικίες αγροτικές, επαγγελματικές, βιομηχανικές· ειδικά
απομονωτήρια· μεταβατικούς, σωφρονιστικούς οίκους.
β)
Γιατροπαιδαγωγικές· υποδιαιρούνται σε οίκους εργασίας για ανηλίκους· σε οίκους
εργασίας για εγκληματίες προερχόμενους από αγροτοεργατική νεολαία.
γ)
θεραπευτικές· υποδιαιρούνται: σε ιδρύματα για ψυχικά ανισόρροπους και σωματικά
άρρωστους· σε ινστιτούτα ψυχιατρικής θεραπείας, νοσοκομεία κτλ.
Το
σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα θέσπισε ακόμα μια σημαντική καινοτομία: Ως
σήμερα, επικρατούσε η Ιδέα πως το δικαστήριο είναι ο μόνος ρυθμιστής της
ποινής· σ’ εμάς όμως η δικαστική κι η σωφρονιστική εξουσία είναι δυο ισότιμοι
παράγοντες της ενιαίας ποινικής πολιτικής του Κράτους. Το έργο της σωφρονιστικής
εξουσίας δεν έχει σε μας μηχανικό χαραχτήρα· έγινε καθαρά δημιουργικό.
Από
τη στιγμή που, ευτύς μετά τη δίκη, το κέντρο του βάρους μεταφέρεται στη
σωφρονιστική εξουσία, τα εχτελεστικά σωφρονιστικά όργανα επιδίδουνται στη
μελέτη –ψυχική, σωματική, πνευματική- των καταδίκων. Τους ταξινομούν, ορίζουν
ειδικούς κανονισμούς, χρησιμοποιούν διάφορα, ανάλογα με την κάθε κατηγορία,
μέσα σωφρονισμού και μόρφωσης.
Και
το σπουδαιότερο: μπορούν όχι μονάχα ν’ αλλάξουν τους όρους της εχτέλεσης των
δικαστικών αποφάσεων, παρά και να συντομέψουν το χρόνο της ποινής που όρισε το
δικαστήριο και να μεταβάλουν ριζικά τα μέτρα της κοινωνικής προστασίας. Η
Σοβιετική Ρουσία κλόνισε την αρχή πως οι δικαστικές ετυμηγορίες είναι
απαραβίαστες· τα εχτελεστικά όργανα μπορούν, ανάλογα με τη διαγωγή του
κατάδικου, να τροποποιήσουν ριζικά την ποινή.
Με τα
μέσα αυτά προσπαθούμε όχι να τιμωρήσουμε τον κατάδικο παρά να τον κάμουμε ικανό
να συνεργαστεί κι αυτός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία: του μαθαίνουμε γράμματα,
του θεραπεύουμε την ψυχή και το σώμα, του διδάσκουμε μιαν τέχνη για να μπορεί
να ζήσει και να φανεί χρήσιμος στο σύνολο.
Κάνουμε
ό,τι μπορούμε να νικήσουμε το σκοτάδι του μυαλού και της ψυχής του ανθρώπου.
Μέσα
από την πυκνήν ομίχλη έβλεπα τα υπερβόρεια μάτια του συντρόφου μου να λάμπουν
σα δυο φλόγες. Μπαίναμε στη μεγάλη αυλή της φυλακής.
Το
χτίριο είναι παλιό, απέραντο και ξεμοναχεμένο στην πεδιάδα. Κάμποσοι
φυλακισμένοι έκοβαν ξύλα, άλλοι κουβαλούσαν κάρβουνα· ο διευθυντής χαιρέτησε
τους «συντρόφους φυλακισμένους» μ’ εγκαρδιότητα. Μπήκαμε σ’ ένα μακρύ,
φωτισμένο διάδρομο· ευτύς εξαρχής σου γεννιέται η εντύπωση πως δε βρίσκεσαι σε
φυλακή παρά σε σιωπηλό, πειθαρχημένο εργοστάσιο.
Ανοίγαμε
τις πόρτες κατά σειρά και βρισκόμασταν πάντα μπροστά σ’ ένα καινούρια
αργαστήρι: Εδώ το τυπογραφείο που αναλαβαίνει, με τη φίρμα της φυλακής, να
εκδίδει βιβλία, παραπέρα το βιβλιοδετείο, έπειτα το ξυλουργείο, το
παπουτσίδικο, το σιδεράδικο, το ψωμάδικο. Οι ίδιοι οι φυλακισμένοι ζυμώνουν,
φουρνίζουν, μαγερεύουν, πλένουν. Παντού μας υποδέχουνται χαρούμενα κι εγκάρδια·
πουθενά δεν είδα φύλακες με στολή ή με όπλα· ελάχιστοι οι φύλακες και ντυμένοι
πολιτικά. Οι κατάδικοι πάλι φορούν ό,τι ρούχα τους αρέσουν, τίποτα δε σου
θυμίζει πως βρίσκεσαι σε φυλακή.
Πολλοί
μαθαίνοντας πως είμαι ξένος, με ζυγώνουν με περιέργεια και σφοδρό ανθρώπινο
ενδιαφέρον και με ρωτούν για την πατρίδα μου: «Τι γίνεται εκεί κάτω, υπάρχουν
άνθρωποι να εκμεταλλεύουνται ανθρώπους, υπάρχουν σύντροφοι που να υποφέρουν; Τι
ενέργεια κάνετε να φωτιστεί, να λευτερωθεί ο λαός;» Ρωτούσαν, μ’ έπιαναν από τα
χέρια, με κοίταζαν, περίμεναν κι εγώ απαντούσα με αοριστία.
Στο
σιδεράδικο ένα φυλακισμένος στέκουνταν σε μια γωνιά με σταυρωμένα χέρια:
-Αυτός
δε θέλει να δουλέψει, μου ξήγησε ο διευθυντής χαμογελώντας· μα σε λίγες μέρες
θα βαρεθεί, θα ντραπεί, θα ζουλέψει και θα πιάσει κι αυτός δουλειά. Όταν ένας
κατάδικος έρθει, τον ρωτούμε αν θέλει να δουλέψει και πού· μερικοί
αποκρίνουνται πως καμιά διάθεση δεν έχουν για δουλειά κι εμείς τότε τους
αφήνουμε· καθένας είναι λεύτερος. Όμως φροντίζουμε να παραστέκουν άνεργοι μαζί
μ’ εκείνους που δουλεύουν και πάντα, ύστερα από λίγες μέρες, έρχουνται μόνοι
τους και μας παρακαλούν να τους δώσουμε εργασία.
Πήγαμε
στη λέσχη. Ήταν άλλοτε εκκλησία και σώζουνται ακόμα μερικές αγιογραφικές τοιχογραφίες
απάνω από το ιερό· τώρα είναι καταστόλιστη με κόκκινες σημαίες και κόκκινα
ρητά· και στο βάθος, όπου μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγία Τράπεζα, είναι
τώρα η μαρμαρένια προτομή του Λένιν δεξιά του, το ξύλινο αντίγραφο του Μνημείου
του στην Κόκκινη Πλατεία· κι αριστερά, το αποτύπωμα της φτωχικιάς ίσμπας που
είχε καταφύγει ο Λένιν όταν τον κυνηγούσαν τα όρνια του Τσάρου.
Ως
μπήκαμε, μια ορχήστρα από φυλακισμένους έπαιξε τη Διεθνή, η αυλαία άνοιξε και
φάνηκαν στη σκηνή μια τριανταριά μεσόγυμνοι αθλητές κι άρχισαν να εχτελούν
διάφορα δύσκολα γυμνάσματα.
-Μια
από τις μεγαλύτερες φροντίδες μας είναι και τούτη, μου κάνει ο διευθυντής:
μαθαίνουμε τους συντρόφους φυλακισμένους ν’ αναπνέουν, να γυμνάζουν το σώμα
τους, να το διατηρούν γερό και καθαρό· να ζουν όσο το δυνατό περισσότερο στο
ύπαιθρο. Γι’ αυτό τους βλέπετε τόσο ζωηρούς και ροδοκόκκινους.
Ήταν
πια μεσημέρι. Καθίσαμε και φάγαμε όλοι μαζί στους μεγάλους ξύλινους πάγκους:
σούπα, κρέας με πατάτες, τσάι. Οι φυλακισμένοι έρχουνταν από τ’ αργαστήρια τους,
πλένουνταν και κάθιζαν κεφάτοι κι έτρωγαν.
Έλεγα
στο διευθνυτή:
-Κι
εμείς στην Ελλάδα προσπαθούμε κάποτε με την εργασία να καλυτερέψουμε την ψυχή
και το σώμα των φυλακισμένων κι εμείς ξέρουμε τις θεωρητικές αρχές που
εφαρμόζετε και προσπαθούμε να τις πραγματοποιήσουμε. Έχω ένα φίλο που ‘χει
αφιερώσει τη ζωή του για τη μεγάλη τούτη αποστολή. Τον λένε Παναγή Σκουριώτη.
Ο
διευθυντής κούνησε το κεφάλι του:
-Σε
όλο τον κόσμο, αποκρίθηκε, υπάρχει η προσπάθεια που λέτε· όλες οι θεωρίες είναι
γνωστές και κυκλοφορούνε στον αγέρα της εποχής μας· παντού κάποιος αγνός και
φλογερός ιδεολόγος θα βρεθεί, που θα θυσιάσει τη ζωή του για να τις εφαρμόσει·
όμως, θαρρώ, του κάκου. Καμιά γενναία ριζική μεταβολή δεν μπορούν να πετύχουν
και στο ζήτημα αυτό οι αστικές χώρες· είναι κι οι φυλακές μέρος ενός συνόλου
και καμιά ριζική αναμόρφωση δεν μπορεί ποτέ να γίνει ξεκάρφωτη.
Στις
αστικές χώρες, οι χαραχτηριζόμενες αξιόποινες πράξες αιτία έχουν συχνότατα όχι
την ατομική διάθεση του φταίχτη παρά το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών.
Συχνότατα, στις αστικές κοινωνίες, ο εγκληματίας σπρώχνεται απ’ όλη την
κοινωνία στο έγκλημα. Κι όταν τον κλείνουν στη φυλακή, έχει βαθιά του την
πεποίθηση πως δεν είναι αυτός ο κακούργος παρά ολάκερη η κοινωνία· αυτός είναι
το θύμα. Κι η πεποίθησή του αυτή τον γιομώνει πίκρα και μίσος. Με τέτοια
ψυχολογία είναι φυσικό ν’ αντιδράει σε κάθε προσπάθεια που κάνει μια τέτοια
κοινωνία για να τον καλυτερέψει.
Η
αστική προσπάθεια για αναμόρφωση δεν μπορεί να ‘ναι ούτε ολοκληρωτική ούτε
συνεχής. Είναι στη φύση του αστικού Κράτους να μη θέλει ποτέ –γιατί δεν το
συφέρει- να ξυπνήσει εντελώς την ψυχή του λαού. Δε συφέρει να δει ο λαός πόσο
κι από ποιους αδικιέται, ούτε να νιώσει πως έχει στα χέρια του όλη τη δύναμη.
Γι’ αυτό, αν σε οποιοδήποτε κλάδο κρατικής ή κοινωνικής ενέργειας ξεπεταχτεί
μια στιγμή μια αγνή προσπάθεια, η προσπάθεια αυτή είναι, αναγκαστικά,
ξεμοναχιασμένη και μισερή, οφείλεται σε κανένα απροσάρμοστο στη γύρα του σαπίλα
ιδεολόγο, βρίσκει οργανωμένη λυσσαλέα αντίδραση, φανερή ή κρυφή και γρήγορα
ξεθυμαίνει.
Την
άλλη μέρα, κάποιος γνώριμός μου Πολωνοεβραίος, παμπόνηρος κι αντιδραστικός, που
του διηγήθηκα την επίσκεψή μου στις σοβιετικές φυλακές, καθώς κι όλα τα θαμαστά
που ‘βλεπα κάθε μέρα, μου αποκρίθηκε σατανικά χαμογελώντας:
-Ο
Ποτιέμκιν, όταν έβγαζε σε περιοδεία την αυτοκρατορικιά μετρέσα του, τη Μεγάλη
Αικατερίνη, έστελνε μπροστά έτοιμα χωριά από καρτόνι και τα στερέωνε κοντά στα
μέρη απ’ όπου θα περνούσαν. Χωριάτες και χωριάτισσες, ντυμένοι λαμπερά
κοστούμια, γλεντούσαν ευτυχισμένοι κάτω από τα δέντρα, έπαιζαν μπαλαλάικα,
πηδοκοπούσαν και ζητωκραύγαζαν την αυτοκρατόρισσα. Δεν ήταν χωριάτες και
χωριάτισσες· ήταν ηθοποιοί που τους είχε νοικιάσει ο Ποτιέμκιν· κι η ερωτευμένη
χοντρο-Κατερίνα δάκρυζε από κατάνυξη κι ευτυχία.
Όμοια
κι οι μπολσεβίκοι σας περιοδεύουν στη Μόσχα –στη μεγάλη από καρτόνι, από
ηθοποιούς και μπαλαλάικες βιτρίνα της Ρουσίας –και σας δείχνουν (οι Ρούσοι
είναι, κατά παράδοση, περίφημοι σκηνοθέτες) μερικά καλοβαλμένα, πιτήδεια
τρουκαρισμένα θεάματα: σκολειά, σανατόρια, φυλακές, δικαστήρια, οι σειρήνες των
εργοστασίων όταν περνάτε σφυρίζουν, τάχατε πως δουλεύουν ακατάπαυτα, οι ίδιες
πάντα γεωργικές μηχανές περνούν από τους δρόμους που είναι για να περάσετε,
τάχατε έτσι, κατά τύχη… Και σεις χάσκετε, οι κουτόφραγκοι, και πέφτετε στην
παγίδα Ποτιέμκιν νεότατου συστήματος –στην παγίδα «Καρλ Μαρξ».
Γελούσε
ο φίλος μου σαρκαστικά και με κοίταζε με τα παμπόνηρα ματάκια. Με διαπέρασε
αλαφριά ανατριχίλα. Ανάμεσα στους φλογερούς στενοκέφαλους πιστούς που δουλεύουν
με αγάπη και πείσμα, υπάρχουν οι πολύ μορφωμένοι, χαριτωμένοι και χαιρέκακοι
άπιστοι. Τούτοι όλα τα ξέρουν, τίποτα δεν μπορεί να τους ξεγελάσει, πολύ έξυπνα
αποσυνθέτουν και καταγγέλνουν τον «ιερό δόλο», που χωρίς αυτόν ποτέ δεν μπόρεσε
να θεμελιωθεί μια νέα θρησκεία.
Όλα
τα ξέρουν οι φίνοι τούτοι άπιστοι· μονάχα τούτο ξεχνούν: πως μονάχα
επιθυμώντας, απατώμενος κι απατώντας –δηλαδή πιστεύοντας- ο άνθρωπος μπορεί ν’
αλλάξει το πρόσωπο της γης.