Μέρα Μαγιού
Την
πρωτομαγιά άλλοι τρέχουν να πιάσουν μια (ακόμα) χαμένη άνοιξη που δεν τους
αγγίζει, με πικ-νικ, μπάρμπεκιου κι άλλα πατροπαράδοτα έθιμα· εάν δε δουλεύουν
δηλ, γιατί η μέρα δεν ανήκει στις επίσημα αναγνωρισμένες αλλά στις κατ’ έθιμο
αργίες, που είναι λέει στη διακριτική ευχέρεια του «εργοδότη» να σου τις δώσει
–ένα από τα πολλά παράπλευρα καλούδια του μνημονίου. Και άλλοι τρέχουμε στους
δρόμους, με τρία κόκκινα γράμματα, να βρούμε την χαμένη συνείδηση της τάξης
μας. Κάποιοι θυμούνται τον άιρτον σένα, που πριν από είκοσι χρόνια πήρε αντί
για την καταραμένη στροφή την ευθεία οδό για το πάντοκ της ιστορίας. Κι άλλοι
πάλι σκεφτόμαστε το γιάννη ρίτσο, που γεννήθηκε τέτοια μέρα, 105 χρόνια πριν κι
έφυγε νοέμβρη του 90’ –υποψιασμένος για αυτά που θα ακολουθούσαν, αλλά χωρίς να
προλάβει να δει το τέλος (της ιστορίας)- συνδέοντας το όνομά του με τον
επιτάφιο και το μάη της θεσσαλονίκης, τον κόκκινο μάη του σικάγο και της
αντιφασιστικής νίκης των λαών.
Και
το ‘χε καμάρι που ‘χε γεννηθεί τέτοια μέρα, για αυτό και δε δέχτηκε να
μετατοπίσει χρονικά τα γενέθλιά του με την υιοθέτηση του καινούριου ημερολογίου
και τα γιόρταζε πάντα πρωτομαγιά. Πώς να μη μας πούνε μετά δηλ
παλαιοημερολογίτες κομμουνιστές, σφε, οι ρεβιζιονιστές της νέας τάξης πραγμάτων
που γιόρταζαν την πτώση του υπαρκτού;
Όλα
αυτά τα ακούσαμε χτες στην εκδήλωση της σπουδάζουσας της πάτρας –που έχει μια
σταθερή δυναμική τα τελευταία χρόνια κι η πανσπουδαστική κοντράρει σχεδόν στα
ίσια τη δαπ, απειλώντας να την εκθρονίσει φέτος υπό προϋποθέσεις. Και τα
ακούσαμε από την κόρη του μεγάλου ποιητή, την έρη ρίτσου, που είναι φέτος στο
ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος. Και η οποία μεγάλωσε όπως λέγαμε σε μια
οικογένεια, όπου ο πατέρας της ήταν περήφανα γεννημένος την εργατική
πρωτομαγιά, η μάνα της η φαλίτσα είχε γενέθλια ανήμερα της επετείου της
οκτωβριανής επανάστασης (7 νοέμβρη), ενώ η ίδια ήταν γεννημένη την επάρατο 4η
αυγούστου, με τη δικτατορία του μεταξά.
Η έρη
ρίτσου κέρδισε από το πρώτο λεπτό, όχι μόνο εμένα, αλλά και όσους άλλους
βρέθηκαν στο αμφιθέατρο της πρυτανείας και γοητεύτηκαν από το λόγο, τον τρόπο
της και το περιεχόμενο όσων έλεγε. Και λέω από το πρώτο λεπτό, γιατί ανέβηκε
στο βήμα, χωρίς να έχει καν γραπτές σημειώσεις, πήρε το μικρόφωνο στα χέρια,
για να μην το έχει «έτσι παλουκωμένο» και την εγκλωβίσει, και ήθελε να
(μπορούσε να) υπάρχει κι ένα ακόμα μικρόφωνο στο ακροατήριο, για να υπάρχει
άμεση, ζωντανή επαφή, για να σπάσει το από καθέδρας και να βάλει στην εξίσωση
το κοινό, με ενεργό ρόλο, περίπου σαν μπρεχτικό θεατρικό έργο με
αποστασιοποίηση. Για ν’ ακολουθήσει ένας προφορικός χείμαρρος που είναι δύσκολο
να συμπυκνωθεί στις όχθες ενός κειμένου, χωρίς να χαθεί κάτι από την ορμή και
τη δροσιά του, ή από τα μέρη που πρόλαβε να περάσει.
Όπως
την πολιτική ταυτότητα του πατέρα της και την προσπάθεια που κάνουν πολλοί να
τον βάλουν σε ένα χειρουργικό τραπέζι, για να κρατήσουν τα κομμάτια που θέλουν
και να πετάξουν ό,τι δεν τους συμφέρει. Αλλά δεν πρέπει να τσιμπάμε, γιατί τα
«τρία κόκκινα γράμματα» του ποιητή, μιλάνε από μόνα τους και εννοούν ΚΚΕ, όχι BBQ για το μπαρμπεκιού πχ –για να θυμηθούμε
και αυτούς που θέλουν να πιάσουν διαφορετικά το μάη.
Πρέπει
αντιθέτως να πλατύνουμε την έννοια του κομμουνιστή, που παλεύει κάθε μέρα με
τον εαυτό του. Και το βασικό του γνώρισμα δεν είναι ο αφηρημένος ουμανισμός,
αλλά μια διαρκής διαδικασία γίγνεσθαι, διαμόρφωσης, που τίποτα δεν της είναι
ξένο· ούτε ο έρωτας, ούτε το πάθος, ούτε βέβαια οι υπαρξιακές αναζητήσεις
–γιατί αν δεν αναρωτηθεί ο κομμουνιστής «ποιος είμαι» και «τι θέλω», ποιος θα
το κάνει αλήθεια;
Κι ο
ρίτσος ακριβώς επειδή είναι κομμουνιστής, έχει ανησυχίες και γράφει ποιήματα
σαν τον ορέστη και την ισμήνη, όπου σκάβει τα θεμέλια της ηρωίδας αντιγόνης με
τα πρέπει, ανατρέπει τα αρχαία πρότυπα και κάνει πολλούς να αναρωτηθούν αν
είναι όντως κομμουνιστής αυτός που τα γράφει. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι
ρομποτάκια, αλλά πολύπλευρες προσωπικότητες που ενσωματώνουν πολλά στοιχεία
στην πολιτισμική τους ταυτότητα. Ο ρίτσος πχ, αν και άθεος, έχει έντονα παιδικά
βιώματα από την ορθόδοξη παράδοση κι αντλεί στοιχεία από αυτήν, ενώ στις
δύσκολες στιγμές βρίσκει πάντα καταφύγιο στη δημοτική παράδοση και τον δεκαπεντασύλλαβο.
Ο
προβληματισμός του δε σταματά πχ στα «Επικαιρικά» και την πρακτική του συμβολή
στο κίνημα, αλλά καλύπτει όλο το ανθρώπινο φάσμα –«ψωμί και τριαντάφυλλα», όπως
έλεγε ένα παλιό σύνθημα. Κι ο λυρισμός του όμως, πχ για «το κυκλάμινο στη
σχισμάδα του βράχου» δεν εστιάζει απλά σε ένα ωραίο λουλουδάκι, όπως σημειώνουν
μερικά εγχειρίδια, αλλά στην αγάπη και τον αγώνα για τη ζωή. Ο επιτάφιος δεν
είναι ένας μοιρολατρικός θρήνος της μάνας για το χαμό του γιου της, καθώς
τελικά παίρνει το όπλο του και τη θέση του στη μάχη. Κι εδώ φαίνεται η δύναμη
της μελοποίησης, που ‘ναι ευχή και κατάρα από μια άποψη, γιατί βάζει την ποίηση
σε πολλά σπίτια, όπου δε θα έμπαινε αλλιώς, αλλά ύστερα πολλοί νομίζουν
λανθασμένα πως γνωρίζουν ολόκληρο το έργο, χωρίς να μπούνε στον κόπο να το
διαβάσουν ως το τέλος. Αλλά κι αυτός ο χριστιανός άφησε οκτώ χιλιάδες έργο πίσω
του και είναι πρακτικά αδύνατο να έχεις συνολική εικόνα, οπότε είναι
προτιμότερο να μελετήσεις κάποια επιλεγμένα έργα στο σύνολό τους, παρά να
διαβάσει λίγο απ’ όλα και να μην κατέχεις τίποτα.
Όταν της
μετέφεραν την άποψη (μιας εκπαιδευτικού νομίζω), ότι ο ρίτσος στην «τέταρτη
διάσταση» απορρίπτει και αποκηρύσσει την ιδεολογία του, αρχικά κρατήθηκε να μην
κάνει μια παλινδρομική χειρονομία –γιατί είναι κι υποψήφια ευρωβουλευτής και τώρα
μετράνε αυτά- αλλά μετά δεν άντεξε κι είπε πως αυτά είναι «παπαριές», με το
συμπάθιο –άντε να το πω πιο.. καλλιτεχνικά, ανοησία. Κι όταν της μετέφεραν κάτι
άλλο αντίστοιχο, που το ‘πε κάποια που δήλωνε αριστερή, απάντησε πως κι αυτή
μπορεί να δηλώσει δίμετρη, ξανθιά σουηδή αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Παλιά
δήλωναν σοσιαλιστές, σου λέει. Κι αυτή θυμάται κάτι πράσινους, γυαλιστερούς πασόκους
να φωνάζουν χαρούμενοι επί ανδρέα «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» και εμάς να
απαντάμε: ο αγώνας πάντα συνεχίζεται. Γιατί είναι μια συνεχής διαδικασία, που
μπορεί να μη φέρνει πάντα άμεσα αποτελέσματα, ως προς τους στόχους που βάζουμε,
αλλά είναι απαραίτητη για να πάμε ένα βήμα μπροστά ή να μην πισωγυρίσουμε.
Κι η
στρατευμένη τέχνη; Μα ως ένα βαθμό κάθε στάση είναι πολιτική και στρατευμένη. Το
απολιτίκ δεν υφίσταται ούτε στη ζωή –γιατί
εσύ γλυκιά μου, μπορεί να σιχαίνεσαι τους πολιτικούς, αλλά κυβέρνηση θα βγει
ούτως ή άλλως και θα μας τη φορέσει σε όλους ανεξαιρέτως- ούτε προφανώς και
στην τέχνη –γιατί αν κάποιος θέλει να μας δείξει πόσο ευαίσθητη ψυχή είναι, επειδή
του αρέσουν ο ήλιος και τα φεγγάρια, την ίδια στιγμή μένει εντελώς αναίσθητος
με αυτόν που δεν έχει να φάει δίπλα του· κι όταν εμείς του δείχνουμε τα γήινα,
τη φτώχια και την αδικία, αυτός είχε μείνει να κοιτάζει το φεγγάρι.
Είπε πολλά
ακόμα.
Για τη
σονάτα του σεληνόφωτος και μια λανθασμένη εκτίμηση του λίνου πολίτη (που ήταν
μεγάλη μορφή, αλλά δεν ήταν ‘ειδικός ριτσολόγος’)· και για τη «γαλλίδα
κυρά-νίτσα» που πήγε υποτίθεται στον αραγκόν και του ‘πε τάχα: ξέρεις λουί, δεν είναι έτσι που το κατάλαβες
το ποίημα.
Για το
πρόβλημα κατανόησης του λαού με τον ποιητή, που δεν πρέπει ωστόσο να κάνει
εκπτώσεις στο έργο του, αλλά να του δώσει τα φώτα του, για να γίνει
εγγράμματος. Για τους πολλούς τρόπους που υπάρχουν να κρατήσεις τα παιδιά του
λαού αμόρφωτα –κι ένας εγγυημένος είναι, όπως τώρα, να τα βομβαρδίσεις με
ασύνδετες πληροφορίες, για μη συγκρατήσουν τίποτα.
Για το
όργανο της λέξης, που χωρίς αυτό χάνεται κι η σκέψη. Και για κάτι 15χρονα που
πέτυχε στις συγκοινωνίες και σχολίαζαν –τρόπος του λέγειν- μια ωραία κοπέλα που
είχαν δει. Και δεν έλεγαν για τις καμπύλες της και πόσο κούκλα ήταν, αλλά σε
κάθε τρεις λέξεις, οι δύο ήταν: μαλάκα, γκόμενα – λέξη, μαλάκα, γκόμενα – λέξη…
Και να
φανταστείς πως δε μίλησε πολλή ώρα, γιατί έβλεπε πως είχαμε αρχίσει να πεινάμε.
Ήταν όμως αρκετή για να μας κερδίσει και να διαπιστώσουμε πως η έρη ρίτσου δεν
έχει μείνει αρνητικά προσκολλημένη στη σκιά του πατέρα της, ούτε χρησιμοποιεί
το όνομά του για να αναδειχθεί, αλλά φέρει κάτι από την ποιητική του αύρα –αν και
αυτή ασχολήθηκε με πεζογραφία, γιατί η φλέβα ήταν μεγάλη και στέρεψε στον
πατέρα, χωρίς να πάει παρακάτω. Και πως δεν έρχεται στο ψηφοδέλτιο του κκε για
να του δώσει απλώς ένα άλλοθι συνεργασίας με κόσμο πέρα από τη στενή του
επιρροή, αλλά για να μεταφέρει αυτή τη δροσερή αύρα.
Αν λοιπόν
βρείτε την ευκαιρία τις επόμενες μέες, σε κάποια εκδήλωση, να τη δείτε από
κοντά και να έρθετε σε επαφή μαζί της, μην την αφήσετε να πάει χαμένη.