Μια χούντα θα μας… φεσώσει
Ήταν σκληροί, σκότωσαν και μερικούς αλλά τουλάχιστον ήταν
«αδιάφθοροι» και «πέθαναν στην ψάθα». Χονδροειδή ψέμματα σαν κι αυτά
ακούγονται όλο και συχνότερα για τα στελέχη της χούντας των
συνταγματαρχών.
Γιατί όμως τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού δεν τα διαψεύδουν με μια ομοβροντία δημοσιευμάτων και δηλώσεων; Ίσως γιατί ανοίγοντας το φάκελο «διαφθορά στη χούντα» θα βρεθούν αντιμέτωποι με επιχειρηματίες και πολιτικούς που κυβερνούν ακόμη και σήμερα τη χώρα.
Η Ντέλλα Ρουφογάλη, ένα από τα γνωστότερα φωτομοντέλα της δεκαετίας του ‘60, έλαμπε πραγματικά στο νυφικό της. Και είχε κάθε λόγο. Το ημερολόγιο έγραφε 1973 και κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια εξέγερση φοιτητών στο Πολυτεχνείο θα άλλαζε ύστερα από μερικούς μήνες την πορεία της χώρας.
Ο κύριος με το ατσαλάκωτο γαμπριάτικο κουστούμι δίπλα της ήταν ο διοικητής της ΚΥΠ και στη θέση των καλεσμένων καθόταν η αφρόκρεμα των επιχειρηματιών που συγχρωτιζόταν με τη χούντα: Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’, ο Τομ Πάππας, ο Γιάννης Λάτσης και πολλοί άλλοι.
Από τις δεκάδες ιστορίες σχετικά με το όργιο διαφθοράς, της επταετίας, το «ημερολόγιο της Ντέλλας» περιέχει ίσως τις πιο γλαφυρές εικόνες για ένα καθεστώς που δεν διέφερε σε τίποτα από τις λατινοαμερικάνικες μπανανίες της δεκαετίας του ’70.
«Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου» θυμόταν η Ρουφογάλη και συνέχιζε: «Φέρομαι φιλικά προς τους… πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια [...] Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει». Σε ένα άλλο σημείο περιγράφει τις «αυτοκρατορικές» διακοπές που πέρασε στο Παρίσι μαζί με τη σύζυγο του δικτάτορα Παπαδόπουλου –πάντα με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων. «Μένουμε σε μεγάλες σουίτες στο Intercontinental. Έρχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης».
Το όργιο διαφοράς που χαρακτήρισε την επταετία έχει περιγράψει με εξαιρετική επάρκεια και γλαφυρότητα η δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού της Κυριακής» και πολύ πιο πρόσφατα η εφημερίδα ΠΡΙΝ και ο Διονύσης Ελευθεράτος. Πριν σταχυολογήσουμε όμως και εμείς ορισμένες στιγμές από το φαγαπότι, που πραγματοποίησαν τα μεγαλύτερα «λαμόγια» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αξίζει να δούμε ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους η θεωρία των «αδιάφθορων στρατηγών» επανέρχεται σε διάφορες περιοχές του πλανήτη.
Ζητούνται αστοί
Για αρκετές αγροτικές κοινωνίες που πέρασαν βίαια στον «γενναίο, νέο, κόσμο» του καπιταλισμού ο στρατός κλήθηκε, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, να παίξει το ρόλο της ανύπαρκτης αστικής τάξης. Όταν λόγου χάρη ο Ατατούρκ παρέλαβε μια χώρα με αφανισμένη την υπάρχουσα αστική τάξη των Αρμενίων και των Ελλήνων οι συνάδελφοι αξιωματικοί αποτελούσαν το καλύτερο υποκατάστατο. Ακόμη και ο Λέον Τρότσκι, που εκείνη την περίοδο ζούσε εξόριστος στα Πριγκιποννήσια έβλεπε τους νεαρούς αξιωματικούς σαν μια «κριτικά σκεπτόμενη και δυσφορούσα πρωτοπορία». «Τα καλύτερα εκπαιδευμένα τμήματα της τουρκικής ιντελιγκέντσιας» θα γράψει στα απομνημονεύματά του «όπως οι καθηγητές και οι μηχανικοί, μην βρίσκοντας πώς να αξιοποιήσουν το ταλέντο τους στα σχολεία και τα εργοστάσια, αποφάσισαν να γίνουν αξιωματικοί του στρατού [...] Το κράτος είχε εκθρέψει μέσα στα ίδια του τα σπλάχνα τη μάχιμη πρωτοπορία του φιλόδοξου αστικού κράτους».
Το παράδειγμά του Ατατούρκ θα ακολουθήσουν αρκετές δεκαετίες αργότερα ο Περόν στην Αργεντινή αλλά ακόμη και ηγέτες του αραβικού εθνικισμού που ισορροπούσαν άτσαλα ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κελεύσματα της ΕΣΣΔ και στον αστικό εκσυγχρονισμό της Δύσης.
Το γεγονός βέβαια ότι όλοι αυτοί οι αξιωματικοί έφερναν έναν αέρα εκσυγχρονισμού, και πειθαρχίας σε οπισθοδρομικές κοινωνίες, δεν τους καθιστά σε καμία περίπτωση αδιάφθορους – με τον ίδιο τρόπο που σύγχρονες εταιρείες όπως η Enron ή η Siemens δεν είναι λιγότερο διεφθαρμένες από τους ζάμπλουτος δικτάτορες της υποσαχάρειας Αφρικής. Απλώς η διαφθορά των πρώτων είναι θεσμοθετημένη στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα και πιο δύσκολα αναγνωρίσιμη.
Σε όλα τα καθεστώτα πάντως όπου οι στρατιωτικοί έπαιξαν το ρόλο μιας πρώιμης αστικής τάξης δημιουργήθηκαν μαφιόζικου τύπου μονοπώλια με τα οποία οι αξιωματικοί λυμαίνονται τη δημόσια περιουσία. Στην περίπτωση της Τουρκίας το γιγαντιαίο Ταμείο Αλληλοβοήθειας Στρατού (ΟΥΑΚ), είχε μετατραπεί σε μια υπερ-εταιρεία που έλεγχε μέχρι πρότινος τους πυλώνες της οικονομίας.
Η κατάσταση θα επιδεινωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη με το ξέσπασμα του ψυχρού πολέμου, όταν οι ΗΠΑ αναθέτουν σε ομάδες στρατιωτικών να ανατρέψουν εχθρικές προς την Ουάσινγκτον κυβερνήσεις. Η πρόβα τζενεράλε γίνεται στο Ιράν με την ανατροπή του Μοσάντεκ, το 1953, για να ακολουθήσει η Γουατεμάλα και να ξεκινήσει έτσι το ντόμινο των πραξικοπημάτων της CIA στη Λατινική Αμερική. Οι νέοι δικτάτορες όχι μόνο δεν φέρνουν τον αέρα μιας κοινωνικής πρωτοπορίας αλλά συνήθως είναι τα αιματοβαμμένα πρωτοπαλίκαρα παρακρατικών μηχανισμών. Με πρόσχημα την αναχαίτιση της «ερυθράς απειλής» υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, που συνήθως έχουν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ μετατρέπονται σε ντίλερ αμερικανικών πολυεθνικών.
Το παράδειγμα του δικτάτορα Πινοσέτ οποίος επέστρεψε τα εθνικοποιημένα ορυχεία χαλκού στην αμερικανική ΑΤΤ και άνοιξε τις πύλες της Χιλής στο αμερικανικό κεφάλαιο είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο μια ολόκληρης περιόδου. Στη Μιανμάρ το στρατιωτικό καθεστώς είχε φτάσει να προσφέρει πολίτες του σαν σκλάβους σε αμερικανικές και γαλλικές πολυεθνικές όπως η Halliburton και η Total.
Ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους οι νέοι δικτάτορες βούταγαν το δάχτυλο στο μέλι των δημόσιων ταμείων ενώ προσέφεραν χρυσοφόρα συμβόλαια στις εγχώριες οικονομικές ελίτ. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, από τη χούντα του Γκαλτιέρι στην Αργεντινή μέχρι τη δικτατορία του Σουχάρτο στην Ινδονησία, η διαφθορά γιγαντώθηκε ακόμη και σε σχέση με τις χειρότερες πολιτικές κυβερνήσεις στέλνοντας στα ουράνια και το δημόσιο χρέος.
Πάντα Coca Cola
Η περίπτωση της Ελληνικής χούντας όχι μόνο δεν θα αποτελέσει εξαίρεση αλλά θα δώσει ορισμένα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα διαφθοράς στην ιστορία του 20ου αιώνα.
Πρώτοι ευργετηθέντες είναι Αμερικανοί και ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες, οι οποίοι λειτουργούν και σαν σύνδεσμοι με το Λευκό Οίκο. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, ο οποίος υπήρξε σύνδεσμος της CIA με τις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών, δίνει προτεραιότητα στους «εργοδότες» του στην αντίπερα πλευρά του Ατλαντικού και κρατά για τον εαυτό του μόνο τρία «κωλόσπιτα» – όπως αποκαλούνταν οι βίλες επί πασοκικής παντοκρατορίας – στο Ψυχικό, την Πάρνηθα και το Λαγονήσι (η τελευταία ήταν προσφορά του Ωνάση).
Ο περίφημος Τομ Πάππας, ο οποίος αποτέλεσε και βασικό χρηματοδότη στην προεκλογική εκστρατεία του Ρίτσαρντ Νίξον, αποτέλεσε εμβληματική φιγούρα της εποχής. Έχοντας εξασφαλίσει από το 1962 λεόντειο θέση στην ελληνική αγορά ενέργειας με το διυλιστήριο της ESSO, με τη χούντα απαλλάσσεται και από αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας.
Παράλληλα λαμβάνει άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola – μια σκανδαλώδης σύμβαση η οποία θα βυθίσει για πάντα την ελληνική βιομηχανία αναψυκτικών. Η Ελλάδα είναι πλέον και επισήμως οικονομικό προτεκτοράτο των ΗΠΑ, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί όταν ένας υπάλληλος του Τομ Πάπας διορίζεται το 1967, υπουργός Δημόσιας Τάξης (με την ίδια άνεση που η κυβέρνηση Παπανδρέου διόριζε τα στελέχη της Goldman Sachs σε θέσεις κλειδιά του κρατικού μηχανισμού).
Το ξεπούλημα σε αμερικανικές πολυεθνικές συνεχίζεται με την εταιρεία Litton η οποία υπογράφει ληστρική «αναπτυξιακή σύμβαση» (την οποία όπως διαβάζουμε στον «Ιό της Κυριακής» πρώτος είχε προτείνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αλλά απορρίφθηκε από τη βουλή το 1966). Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δώρο προς την αμερικανική εταιρεία η οποία υποσχέθηκε να φέρει στη χώρα δάνεια 800.000.000 δολαρίων και αντ’ αυτού έφυγε νύχτα έχοντας τσεπώσει μερικά εκατομμύρια του ελληνικού δημοσίου.
Με ζημιά εκατοντάδων εκατομμυρίων βρέθηκε ζημιωμένο το δημόσιο και από την ανάθεση από τον μακαρέζο στον Αμερικανό εργολάβο Robert McDonald της κατασκευής της Εγνατίας.
Προφανώς η ρεμούλα δεν θα μπορούσε να λείπει και από τον κατεξοχήν «προσωπικό» χώρο των στρατηγών, δηλαδή τις προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων. Μιλώντας στο Unfollow, ταξίαρχος ε.α που υπηρέτησε με αρκετές δυσμενείς μεταθέσεις στα χρόνια της δικτατορίας, περιγράφει ένα σκηνικό πραγματικής ληστείας από τις μικρότερες παραγγελίες τροφίμων μέχρι τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα. «Φτιάχτηκαν οικογένειες με αυτό τον τρόπο» υποστηρίζει ο ταξίαρχος ο οποίος θεωρεί ότι μέσα από τη βουλή έχουν περάσει και κομματάρχες που δεν θα βρίσκονταν εκεί αν οι πατεράδες τους δεν είχαν υπάρξει προμηθευτές του ελληνικού στρατού.
Το μεγάλο παιχνίδι στο εσωτερικό όμως παίζεται με τα μεγάλα τζάκια της χώρας – ορισμένα από τα οποία είχαν ξεκινήσει την «καριέρα» τους ως συνεργάτες των ναζί στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σε αρκετές περιπτώσεις τα ανώτερα στελέχη της χούντας δρούσαν σαν εντολοδόχοι συγκεκριμένων επιχειρηματιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κατασκευή του τρίτου διυλιστηρίου της χώρας το οποίο διεκδικούσε ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, ο Βαρδινογιάννης, ο Ανδρεάδης και ο Λάτσης. Όπως εξηγούσε ο δημοσιογράφος, Διονύσης Ελευθεράτος, ο Παπαδόπουλος είχε ταχθεί εξ’αρχής στο πλευρό του Ωνάση ενώ ο Μακαρέζος στήριζε τον Νιάρχο. Τελικά ύστερα από πολυετή υπόγεια σύγκρουση, που απείλησε την σταθερότητα του καθεστώτος, ο Ωνάσης αποχώρησε αφήνοντας το τρίτο διυλιστήριο στους Ανδρεάδη – Λάτση ενώ ένα τέταρτο δόθηκε στον Βαρδινογιάννη.
Παράλληλα με το μεγάλο παιχνίδι, πάντως, οι πρωτεργάτες της δικτατορίας δεν ξέχασαν και τις τρέχουσες οικονομικές ανάγκες τους. Το ρουσφέτι γίνεται ο κανόνας και όλοι σπεύδουν να πλουτίσουν σαν να μην υπάρχει αύριο.
Από τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης τους οι πραξικοπηματίες στρατηγοί υπερδιπλασιάσουν τους μισθούς του πρωθυπουργού και των υπουργών (από 23 σε 25 χιλιάδες δραχμές και από 22 σε 35 αντίστοιχα) ενώ ανακαλύπτουν τα «εκτός έδρας» και αρκετά επιδόματα. Παράλληλα αρχίζουν να μοιράζουν σε συγγενείς και φίλους οφίτσια και μεγάλα δημόσια έργα. Τα αδέρφια του Παπαδόπουλου, Κωνστντίνος και Χαράλαμπος καταλαμβάνουν τις θέσεις «υπουργού παρά το πρωθυπουργώ» και Γ.Γ Δημόσιας τάξης, αντίστοιχα ενώ ο Μακαρέζος διορίζει τον κουνιάδο του υπουργό Γεωργίας και αργότερα Βορείου Ελλάδας. Για να διασφαλίσουν μάλιστα τον εαυτό τους από τυχόν μελλοντικές διώξεις θεσμοθετούν νέες ρυθμίσεις περί ευθύνης υπουργών με τις σχεδόν εξασφαλίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να κινηθεί δικαστικά εναντίον τους χωρίς την έγκριση των «συναδέλφων» τους – ουσιαστικά δηλαδή των ιδίων.
Και η ιστορία όπως φαίνεται επαναλαμβάνεται και θα επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Ο Μιχαλολιάκος, ο πρώτος γραμματέας που διόρισε ο Παπαδόπουλος στη Νεολαία ΕΠΕΝ (πριν από τον Βορίδη) δήλωνε πριν από μερικούς μήνες ότι «ο τόπος είδε προκοπή μόνο επί Γεωργίου Παπαδόπουλου και 21ης Απριλίου». Το κόμμα του μάλιστα ξιφουλκούσε κατά της φορολόγησης των εφοπλιστών, διαιωνίζοντας την φοροασυλία του ναυτιλιακού κεφαλαίου που θεσμοθέτησε… η χούντα.
Άρης Χατζηστεφάνου
Γιατί όμως τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού δεν τα διαψεύδουν με μια ομοβροντία δημοσιευμάτων και δηλώσεων; Ίσως γιατί ανοίγοντας το φάκελο «διαφθορά στη χούντα» θα βρεθούν αντιμέτωποι με επιχειρηματίες και πολιτικούς που κυβερνούν ακόμη και σήμερα τη χώρα.
Η Ντέλλα Ρουφογάλη, ένα από τα γνωστότερα φωτομοντέλα της δεκαετίας του ‘60, έλαμπε πραγματικά στο νυφικό της. Και είχε κάθε λόγο. Το ημερολόγιο έγραφε 1973 και κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια εξέγερση φοιτητών στο Πολυτεχνείο θα άλλαζε ύστερα από μερικούς μήνες την πορεία της χώρας.
Ο κύριος με το ατσαλάκωτο γαμπριάτικο κουστούμι δίπλα της ήταν ο διοικητής της ΚΥΠ και στη θέση των καλεσμένων καθόταν η αφρόκρεμα των επιχειρηματιών που συγχρωτιζόταν με τη χούντα: Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’, ο Τομ Πάππας, ο Γιάννης Λάτσης και πολλοί άλλοι.
Από τις δεκάδες ιστορίες σχετικά με το όργιο διαφθοράς, της επταετίας, το «ημερολόγιο της Ντέλλας» περιέχει ίσως τις πιο γλαφυρές εικόνες για ένα καθεστώς που δεν διέφερε σε τίποτα από τις λατινοαμερικάνικες μπανανίες της δεκαετίας του ’70.
«Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου» θυμόταν η Ρουφογάλη και συνέχιζε: «Φέρομαι φιλικά προς τους… πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια [...] Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει». Σε ένα άλλο σημείο περιγράφει τις «αυτοκρατορικές» διακοπές που πέρασε στο Παρίσι μαζί με τη σύζυγο του δικτάτορα Παπαδόπουλου –πάντα με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων. «Μένουμε σε μεγάλες σουίτες στο Intercontinental. Έρχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης».
Το όργιο διαφοράς που χαρακτήρισε την επταετία έχει περιγράψει με εξαιρετική επάρκεια και γλαφυρότητα η δημοσιογραφική ομάδα του «Ιού της Κυριακής» και πολύ πιο πρόσφατα η εφημερίδα ΠΡΙΝ και ο Διονύσης Ελευθεράτος. Πριν σταχυολογήσουμε όμως και εμείς ορισμένες στιγμές από το φαγαπότι, που πραγματοποίησαν τα μεγαλύτερα «λαμόγια» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αξίζει να δούμε ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους η θεωρία των «αδιάφθορων στρατηγών» επανέρχεται σε διάφορες περιοχές του πλανήτη.
Ζητούνται αστοί
Για αρκετές αγροτικές κοινωνίες που πέρασαν βίαια στον «γενναίο, νέο, κόσμο» του καπιταλισμού ο στρατός κλήθηκε, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, να παίξει το ρόλο της ανύπαρκτης αστικής τάξης. Όταν λόγου χάρη ο Ατατούρκ παρέλαβε μια χώρα με αφανισμένη την υπάρχουσα αστική τάξη των Αρμενίων και των Ελλήνων οι συνάδελφοι αξιωματικοί αποτελούσαν το καλύτερο υποκατάστατο. Ακόμη και ο Λέον Τρότσκι, που εκείνη την περίοδο ζούσε εξόριστος στα Πριγκιποννήσια έβλεπε τους νεαρούς αξιωματικούς σαν μια «κριτικά σκεπτόμενη και δυσφορούσα πρωτοπορία». «Τα καλύτερα εκπαιδευμένα τμήματα της τουρκικής ιντελιγκέντσιας» θα γράψει στα απομνημονεύματά του «όπως οι καθηγητές και οι μηχανικοί, μην βρίσκοντας πώς να αξιοποιήσουν το ταλέντο τους στα σχολεία και τα εργοστάσια, αποφάσισαν να γίνουν αξιωματικοί του στρατού [...] Το κράτος είχε εκθρέψει μέσα στα ίδια του τα σπλάχνα τη μάχιμη πρωτοπορία του φιλόδοξου αστικού κράτους».
Το παράδειγμά του Ατατούρκ θα ακολουθήσουν αρκετές δεκαετίες αργότερα ο Περόν στην Αργεντινή αλλά ακόμη και ηγέτες του αραβικού εθνικισμού που ισορροπούσαν άτσαλα ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κελεύσματα της ΕΣΣΔ και στον αστικό εκσυγχρονισμό της Δύσης.
Το γεγονός βέβαια ότι όλοι αυτοί οι αξιωματικοί έφερναν έναν αέρα εκσυγχρονισμού, και πειθαρχίας σε οπισθοδρομικές κοινωνίες, δεν τους καθιστά σε καμία περίπτωση αδιάφθορους – με τον ίδιο τρόπο που σύγχρονες εταιρείες όπως η Enron ή η Siemens δεν είναι λιγότερο διεφθαρμένες από τους ζάμπλουτος δικτάτορες της υποσαχάρειας Αφρικής. Απλώς η διαφθορά των πρώτων είναι θεσμοθετημένη στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα και πιο δύσκολα αναγνωρίσιμη.
Σε όλα τα καθεστώτα πάντως όπου οι στρατιωτικοί έπαιξαν το ρόλο μιας πρώιμης αστικής τάξης δημιουργήθηκαν μαφιόζικου τύπου μονοπώλια με τα οποία οι αξιωματικοί λυμαίνονται τη δημόσια περιουσία. Στην περίπτωση της Τουρκίας το γιγαντιαίο Ταμείο Αλληλοβοήθειας Στρατού (ΟΥΑΚ), είχε μετατραπεί σε μια υπερ-εταιρεία που έλεγχε μέχρι πρότινος τους πυλώνες της οικονομίας.
Η κατάσταση θα επιδεινωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη με το ξέσπασμα του ψυχρού πολέμου, όταν οι ΗΠΑ αναθέτουν σε ομάδες στρατιωτικών να ανατρέψουν εχθρικές προς την Ουάσινγκτον κυβερνήσεις. Η πρόβα τζενεράλε γίνεται στο Ιράν με την ανατροπή του Μοσάντεκ, το 1953, για να ακολουθήσει η Γουατεμάλα και να ξεκινήσει έτσι το ντόμινο των πραξικοπημάτων της CIA στη Λατινική Αμερική. Οι νέοι δικτάτορες όχι μόνο δεν φέρνουν τον αέρα μιας κοινωνικής πρωτοπορίας αλλά συνήθως είναι τα αιματοβαμμένα πρωτοπαλίκαρα παρακρατικών μηχανισμών. Με πρόσχημα την αναχαίτιση της «ερυθράς απειλής» υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, που συνήθως έχουν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ μετατρέπονται σε ντίλερ αμερικανικών πολυεθνικών.
Το παράδειγμα του δικτάτορα Πινοσέτ οποίος επέστρεψε τα εθνικοποιημένα ορυχεία χαλκού στην αμερικανική ΑΤΤ και άνοιξε τις πύλες της Χιλής στο αμερικανικό κεφάλαιο είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο μια ολόκληρης περιόδου. Στη Μιανμάρ το στρατιωτικό καθεστώς είχε φτάσει να προσφέρει πολίτες του σαν σκλάβους σε αμερικανικές και γαλλικές πολυεθνικές όπως η Halliburton και η Total.
Ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους οι νέοι δικτάτορες βούταγαν το δάχτυλο στο μέλι των δημόσιων ταμείων ενώ προσέφεραν χρυσοφόρα συμβόλαια στις εγχώριες οικονομικές ελίτ. Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις, από τη χούντα του Γκαλτιέρι στην Αργεντινή μέχρι τη δικτατορία του Σουχάρτο στην Ινδονησία, η διαφθορά γιγαντώθηκε ακόμη και σε σχέση με τις χειρότερες πολιτικές κυβερνήσεις στέλνοντας στα ουράνια και το δημόσιο χρέος.
Πάντα Coca Cola
Η περίπτωση της Ελληνικής χούντας όχι μόνο δεν θα αποτελέσει εξαίρεση αλλά θα δώσει ορισμένα από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα διαφθοράς στην ιστορία του 20ου αιώνα.
Πρώτοι ευργετηθέντες είναι Αμερικανοί και ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες, οι οποίοι λειτουργούν και σαν σύνδεσμοι με το Λευκό Οίκο. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, ο οποίος υπήρξε σύνδεσμος της CIA με τις ελληνικές υπηρεσίες πληροφοριών, δίνει προτεραιότητα στους «εργοδότες» του στην αντίπερα πλευρά του Ατλαντικού και κρατά για τον εαυτό του μόνο τρία «κωλόσπιτα» – όπως αποκαλούνταν οι βίλες επί πασοκικής παντοκρατορίας – στο Ψυχικό, την Πάρνηθα και το Λαγονήσι (η τελευταία ήταν προσφορά του Ωνάση).
Ο περίφημος Τομ Πάππας, ο οποίος αποτέλεσε και βασικό χρηματοδότη στην προεκλογική εκστρατεία του Ρίτσαρντ Νίξον, αποτέλεσε εμβληματική φιγούρα της εποχής. Έχοντας εξασφαλίσει από το 1962 λεόντειο θέση στην ελληνική αγορά ενέργειας με το διυλιστήριο της ESSO, με τη χούντα απαλλάσσεται και από αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας.
Παράλληλα λαμβάνει άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola – μια σκανδαλώδης σύμβαση η οποία θα βυθίσει για πάντα την ελληνική βιομηχανία αναψυκτικών. Η Ελλάδα είναι πλέον και επισήμως οικονομικό προτεκτοράτο των ΗΠΑ, γεγονός που θα επιβεβαιωθεί όταν ένας υπάλληλος του Τομ Πάπας διορίζεται το 1967, υπουργός Δημόσιας Τάξης (με την ίδια άνεση που η κυβέρνηση Παπανδρέου διόριζε τα στελέχη της Goldman Sachs σε θέσεις κλειδιά του κρατικού μηχανισμού).
Το ξεπούλημα σε αμερικανικές πολυεθνικές συνεχίζεται με την εταιρεία Litton η οποία υπογράφει ληστρική «αναπτυξιακή σύμβαση» (την οποία όπως διαβάζουμε στον «Ιό της Κυριακής» πρώτος είχε προτείνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αλλά απορρίφθηκε από τη βουλή το 1966). Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δώρο προς την αμερικανική εταιρεία η οποία υποσχέθηκε να φέρει στη χώρα δάνεια 800.000.000 δολαρίων και αντ’ αυτού έφυγε νύχτα έχοντας τσεπώσει μερικά εκατομμύρια του ελληνικού δημοσίου.
Με ζημιά εκατοντάδων εκατομμυρίων βρέθηκε ζημιωμένο το δημόσιο και από την ανάθεση από τον μακαρέζο στον Αμερικανό εργολάβο Robert McDonald της κατασκευής της Εγνατίας.
Προφανώς η ρεμούλα δεν θα μπορούσε να λείπει και από τον κατεξοχήν «προσωπικό» χώρο των στρατηγών, δηλαδή τις προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων. Μιλώντας στο Unfollow, ταξίαρχος ε.α που υπηρέτησε με αρκετές δυσμενείς μεταθέσεις στα χρόνια της δικτατορίας, περιγράφει ένα σκηνικό πραγματικής ληστείας από τις μικρότερες παραγγελίες τροφίμων μέχρι τα μεγαλύτερα εξοπλιστικά προγράμματα. «Φτιάχτηκαν οικογένειες με αυτό τον τρόπο» υποστηρίζει ο ταξίαρχος ο οποίος θεωρεί ότι μέσα από τη βουλή έχουν περάσει και κομματάρχες που δεν θα βρίσκονταν εκεί αν οι πατεράδες τους δεν είχαν υπάρξει προμηθευτές του ελληνικού στρατού.
Το μεγάλο παιχνίδι στο εσωτερικό όμως παίζεται με τα μεγάλα τζάκια της χώρας – ορισμένα από τα οποία είχαν ξεκινήσει την «καριέρα» τους ως συνεργάτες των ναζί στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Σε αρκετές περιπτώσεις τα ανώτερα στελέχη της χούντας δρούσαν σαν εντολοδόχοι συγκεκριμένων επιχειρηματιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κατασκευή του τρίτου διυλιστηρίου της χώρας το οποίο διεκδικούσε ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, ο Βαρδινογιάννης, ο Ανδρεάδης και ο Λάτσης. Όπως εξηγούσε ο δημοσιογράφος, Διονύσης Ελευθεράτος, ο Παπαδόπουλος είχε ταχθεί εξ’αρχής στο πλευρό του Ωνάση ενώ ο Μακαρέζος στήριζε τον Νιάρχο. Τελικά ύστερα από πολυετή υπόγεια σύγκρουση, που απείλησε την σταθερότητα του καθεστώτος, ο Ωνάσης αποχώρησε αφήνοντας το τρίτο διυλιστήριο στους Ανδρεάδη – Λάτση ενώ ένα τέταρτο δόθηκε στον Βαρδινογιάννη.
Παράλληλα με το μεγάλο παιχνίδι, πάντως, οι πρωτεργάτες της δικτατορίας δεν ξέχασαν και τις τρέχουσες οικονομικές ανάγκες τους. Το ρουσφέτι γίνεται ο κανόνας και όλοι σπεύδουν να πλουτίσουν σαν να μην υπάρχει αύριο.
Από τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης τους οι πραξικοπηματίες στρατηγοί υπερδιπλασιάσουν τους μισθούς του πρωθυπουργού και των υπουργών (από 23 σε 25 χιλιάδες δραχμές και από 22 σε 35 αντίστοιχα) ενώ ανακαλύπτουν τα «εκτός έδρας» και αρκετά επιδόματα. Παράλληλα αρχίζουν να μοιράζουν σε συγγενείς και φίλους οφίτσια και μεγάλα δημόσια έργα. Τα αδέρφια του Παπαδόπουλου, Κωνστντίνος και Χαράλαμπος καταλαμβάνουν τις θέσεις «υπουργού παρά το πρωθυπουργώ» και Γ.Γ Δημόσιας τάξης, αντίστοιχα ενώ ο Μακαρέζος διορίζει τον κουνιάδο του υπουργό Γεωργίας και αργότερα Βορείου Ελλάδας. Για να διασφαλίσουν μάλιστα τον εαυτό τους από τυχόν μελλοντικές διώξεις θεσμοθετούν νέες ρυθμίσεις περί ευθύνης υπουργών με τις σχεδόν εξασφαλίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να κινηθεί δικαστικά εναντίον τους χωρίς την έγκριση των «συναδέλφων» τους – ουσιαστικά δηλαδή των ιδίων.
Και η ιστορία όπως φαίνεται επαναλαμβάνεται και θα επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Ο Μιχαλολιάκος, ο πρώτος γραμματέας που διόρισε ο Παπαδόπουλος στη Νεολαία ΕΠΕΝ (πριν από τον Βορίδη) δήλωνε πριν από μερικούς μήνες ότι «ο τόπος είδε προκοπή μόνο επί Γεωργίου Παπαδόπουλου και 21ης Απριλίου». Το κόμμα του μάλιστα ξιφουλκούσε κατά της φορολόγησης των εφοπλιστών, διαιωνίζοντας την φοροασυλία του ναυτιλιακού κεφαλαίου που θεσμοθέτησε… η χούντα.
Άρης Χατζηστεφάνου