Σκλαβοπάζαρο σε εποχές
Covid-19. Ερευνα του Lighthouse Reports σε συνεργασία με τα Der
Spiegel, Mediapart και Euronews καταδεικνύει πως οι εποχικοί εργάτες
είναι εξίσου αόρατοι στη νότια όσο και στη βόρεια Ευρώπη.
των Νικόλα Ζηργάνου & Σταύρου Μαλιχούδη
Από τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας και της Χουέλβα, στην Ισπανία, έως
τις φάρμες με τα σπαράγγια της Γερμανίας, τα σφαγεία της Ολλανδίας και
τις καλλιέργειες με τα βιολογικά καρότα της Γαλλίας, εκατοντάδες
χιλιάδες εποχικοί εργάτες γης εργάστηκαν ως σύγχρονοι σκλάβοι, εν μέσω
της πανδημίας του κορονοϊού, για να γεμίσουν τα ράφια των σουπερμάρκετ
με τα αγαπημένα προϊόντα των Ευρωπαίων καταναλωτών. Ρίσκαραν τη ζωή
τους, πληρώθηκαν πολύ κάτω από το βασικό μεροκάματο, εργάστηκαν
απλήρωτες υπερωρίες, συχνά ανασφάλιστοι, απροστάτευτοι από τις
αυθαιρεσίες των εργοδοτών τους, τους οποίους δεν γνώρισαν ποτέ, τις
περισσότερες φορές.
Τις απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν και εργάζονται την
εποχή του κορονοϊού οι εποχικοί ξένοι εργάτες στις ευρωπαϊκές φάρμες που
επιδοτούνται πλουσιοπάροχα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε.
αναδεικνύει πολύμηνη πανευρωπαϊκή κοινή έρευνα του Lighthouse Reports σε
συνεργασία με τα Der Spiegel, Mediapart και Euronews. Tα συμπεράσματα
της διεθνούς έρευνας καθώς και την έρευνα που αφορά τη Μανωλάδα
παρουσιάζει σήμερα η «Εφ.Συν.». Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης αγροτικές
επιχειρήσεις σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο και
Ρουμανία.
Κοινό συμπέρασμα είναι πως οι εποχικοί εργάτες είναι εξίσου αόρατοι στη
νότια όσο και στη βόρεια Ευρώπη. Η εκμετάλλευσή τους είναι συστηματική,
οι συνθήκες εργασίας συχνά επικίνδυνες, αν όχι απάνθρωπες, οι συνθήκες
ενδιαίτησης προσομοιάζουν συχνά με αυτοσχέδιους οικισμούς τύπου φαβέλα,
χωρίς στοιχειώδεις υποδομές υγιεινής, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και
ηλεκτρικό.
Οι εποχικοί εργάτες τυγχάνουν εκτεταμένης εκμετάλλευσης, με τον
εκπρόσωπο της γαλλικής CGT, Μπερνάρ Ντεγκρέ, να κάνει λόγο για «έναν
τρόπο επιχειρείν που μπορούμε να τον παρομοιάσουμε με διακίνηση
ανθρώπων. Οι προσλήψεις γίνονται κυρίως σε τρίτες χώρες και δίνονται
υποσχέσεις για μεροκάματα και συνθήκες εργασίας που δεν τηρούνται
καθόλου. Αντίθετα, οι συνθήκες εργασίας και διαμονής είναι απάνθρωπες
και απαράδεκτες».
Αν στον Νότο το μοντέλο εκμετάλλευσης των εποχικών εργατών γης είναι
σχετικά «πρωτόγονο», στον Βορρά τη βρόμικη δουλειά την κάνουν κυρίως οι
ενδιάμεσες εταιρείες που νοικιάζουν εργαζόμενους. Τους χρεώνουν –σχεδόν
πάντα με υπερβολικά και ανεξέλεγκτα ποσά– τη μεταφορά από τη χώρα
καταγωγής τους, συχνά τη Ρουμανία ή την Πολωνία, την ενδιαίτηση και κάθε
άλλο έξοδο, δεν τους ασφαλίζουν, τους απολύουν χωρίς καμία αποζημίωση
αν τραυματιστούν ή αρρωστήσουν κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, δεν
τηρείται καμία αργία, δουλεύουν ακατάπαυστα, ενώ δεν πληρώνονται
υπερωρίες.
Συνήθως στο τέλος της σεζόν, η οποία διαρκεί περίπου δύο με τρεις μήνες,
λαμβάνουν πολύ λιγότερα, έως και τα μισά, χρήματα από όσα υπολόγιζαν ή
τους είχαν υποσχεθεί οι ενδιάμεσοι επιτήδειοι. Οι εποχικοί εργάτες γης
δεν γνωρίζουν αν και ποια δικαιώματα έχουν, ενώ είναι συχνά σε τέτοια
ένδεια, που αποτελούν εύκολα θύματα για τους εκμεταλλευτές τους.
Ο Φαμπιέν Τρουχίλο της γαλλικής ΠΑΣΕΓΕΣ επισημαίνει ότι «η κρίση του
κορονοϊού έφερε στην επιφάνεια προβληματικές συνθήκες που τις
καταδικάζουμε εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται για ένα δομημένο σύστημα
“σκλαβοπάζαρου”. Οι εργάτες φοβούνται τόσο πολύ για αντίποινα, που δεν
τολμούν ούτε καν να μιλήσουν με τους συνδικαλιστές».
Στο έλεος του Covid-19
Κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, που η απαρχή της σχεδόν
συνέπεσε με την αρχή της συγκομιδής βασικών αγροτικών προϊόντων στην
Ε.Ε., δεν τηρήθηκαν από τους εργοδότες βασικοί κανόνες για τους
εποχικούς εργάτες, όπως η αποφυγή συγχρωτισμού. Συχνά οι ίδιοι οι
εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να αγοράσουν την ατομική μάσκα προστασίας και
τα γάντια μιας χρήσης, ενώ δεν ήταν πάντα διαθέσιμα αντισηπτικά, νερό
και σαπούνι.
Ισως το πιο σοκαριστικό που αναδεικνύεται από την έρευνα είναι πως τα
ζώα έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους ξένους εργάτες που εργάζονται
στα σφαγεία, ενώ για τα σπαράγγια, τις φράουλες και τα ροδάκινα, η
Ευρώπη έχει μεριμνήσει να ψηφίσει πληθώρα κανονισμών που ρυθμίζουν
σχεδόν τα πάντα, αλλά δεν έχει αφιερώσει ούτε μία γραμμή στους εργάτες
γης που τα συλλέγουν. Είναι οι αόρατοι εποχικοί εργαζόμενοι που έγιναν
ορατοί χάρη στον κορονοϊό, όταν κινδύνεψε να σαπίσει στα χωράφια η
ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή λόγω της έλλειψης εργατικών χεριών και
απαγόρευσης των μετακινήσεων.
Η με κάθε νόμιμο, νομιμοφανή ή και παράνομο ή παράτυπο τρόπο συμπίεση
του εργατικού κόστους στον αγροτικό τομέα είναι αποτέλεσμα και της
επιθετικής πολιτικής για συμπίεση τιμών παραγωγού που ασκούν οι μεγάλοι
προμηθευτές-αλυσίδες σουπερμάρκετ στις αγροτικές επιχειρήσεις. Πάντως,
αυτές οι ίδιες επιχειρήσεις παραγωγής και μεταποίησης αγροτικών
προϊόντων που παραβιάζουν βασικά εργατικά δικαιώματα, επωφελούνται από
την απλόχερη επιδοματική πολιτική της Ε.Ε.
Αν και δεν ελήφθη καμία απολύτως μέριμνα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική
για τους εποχικούς εργάτες γης την περίοδο του κορονοϊού, εκταμιεύτηκαν
επειγόντως από τα ευρωπαϊκά ταμεία 58 δισ. ευρώ για ενισχύσεις και
επιδοτήσεις προς τις αγροτοδιατροφικές επιχειρήσεις.
Η εργατική νομοθεσία
Πρώτη φορά, μόλις στις 19 Ιουνίου, το Ευρωκοινοβούλιο αναγνώρισε
ορισμένα από τα θέματα που θίγει η έρευνα και με ψήφισμα επισημαίνει: «Η
πανδημία επιδείνωσε το κοινωνικό “ντάμπινγκ” και την επισφάλεια των
διασυνοριακών εποχικών εργατών και καταδεικνύει ότι υπάρχουν κενά στην
εφαρμογή και επιβολή της υπάρχουσας νομοθεσίας προστασίας τους». Το
ψήφισμα, που πέρασε με 593 θετικές ψήφους σε σύνολο 705 βουλευτών,
προτρέπει σε μεταρρυθμίσεις, ενώ ευρωβουλευτές, όπως ο Ερίκ Αντριού,
πρότειναν να ακυρώνονται οι επιδοτήσεις σε εταιρείες που δεν τηρούν την
εργατική νομοθεσία.
Επίσης, η έρευνα καταρρίπτει έναν μύθο που προσπάθησαν σχεδόν όλες οι
ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συντηρήσουν από την αρχή της κρίσης. Αυτόν της
επιστροφής Ευρωπαίων ανέργων από τον αστικό ιστό στην αγροτική παραγωγή
με την ιδιότητα του εποχικού εργάτη γης. Από τους πολλούς χιλιάδες
ενδιαφερόμενους που έκαναν αιτήσεις ανά την Ευρώπη, μόνο ένα πολύ μικρό
ποσοστό άρχισε να δουλεύει στα χωράφια, κι από αυτούς, η συντριπτική
πλειονότητα τα παράτησε μέσα στην πρώτη εβδομάδα όταν ανακάλυψε το
σκληρό τίμημα. Οι εποχικοί εργάτες γης αξίζουν τον σεβασμό μας για όσα
κάνουν και οφείλουμε ως Ευρώπη να τους ανασύρουμε από την αφάνεια και να
προστατέψουμε τα δικαιώματά τους.
Οταν στις αρχές του περασμένου Μαρτίου ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού,
δημιουργήθηκε πανικός ανά την Ευρώπη: πώς θα μπορούσε να διαφυλαχθεί η
αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων, ενώ επιβάλλονται μέτρα κοινωνικής
αποστασιοποίησης και οι χώρες κλείνουν τα σύνορά τους η μια μετά την
άλλη;
Τις επόμενες εβδομάδες, παραγωγοί του πρωτογενούς τομέα σε όλη την
ήπειρο αναγκάζονταν να πετάξουν τα προϊόντα τους, καθώς δεν μπορούσαν να
διατεθούν στην εγχώρια αγορά ή να εξαχθούν. Σύντομα αποφασίστηκε η
διάθεση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την ενίσχυσή τους.
Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας, Νίκος
Χαρδαλιάς, δήλωνε πως μια βεβαίωση από τους εργοδότες τους θα αρκούσε
ώστε οι εργάτες γης να μπορούν να κινούνται από και προς την εργασία
τους. Οπως είπε: «Οι καλλιεργητές πρέπει να δώσουν βεβαίωση εργοδότη,
και θέλω την προσοχή σας σε αυτό, σε όλους τους υπαλλήλους τους,
ημεδαπούς ή αλλοδαπούς. Ο έλεγχος θα γίνεται επί των βεβαιώσεων και
μόνο».
Σύμβαση 50 ετών
Με αφορμή αυτή τη δήλωση του υφυπουργού, ασκήθηκε κριτική για ό,τι έγινε
αντιληπτό ως υπαναχώρηση της κυβέρνησης από την ευθύνη της, ουσιαστικά,
για πραγματοποίηση ελέγχων στα χωράφια.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως ο αγροτικός τομέας αποτελεί από πάντα
έναν αχαρτογράφητο τόπο για το ελληνικό κράτος. Κι αυτό γιατί μια
διεθνής σύμβαση ηλικίας πενήντα ετών, που αφορά τη λειτουργία της
Επιθεώρησης Εργασίας, ακόμη δεν έχει κυρωθεί.
Η Επιθεώρηση Εργασίας στην Ελλάδα έχει ιδρυθεί και λειτουργεί, έως και
σήμερα, με βάση την 81η Διεθνή Σύμβαση «Για την επιθεώρηση εργασίας στη
βιομηχανία και το εμπόριο», που υπογράφηκε από τη Διεθνή Οργάνωση
Εργασίας στη Γενεύη το 1947 και κυρώθηκε από την Ελλάδα το 1955.
Το 1969, αναγνωρίζοντας πως η Επιθεώρηση Εργασίας στην αγροτική παραγωγή
έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και απαιτήσεις, η Διεθνής Οργάνωση
Εργασίας υπέγραψε στην ίδια πόλη την 129η Διεθνή Σύμβαση «Για την
επιθεώρηση εργασίας στη γεωργία».
Τα συνολικά 35 άρθρα της Σύμβασης θέτουν το πλαίσιο για την
πραγματοποίηση ελέγχων στον αγροτικό τομέα, ορίζοντας πως σε κάθε χώρα
που την κυρώνει θα πρέπει να λειτουργεί ειδικό τμήμα επιθεωρητών
εργασίας με αντικείμενο συγκεκριμένα την επιθεώρηση των συνθηκών
εργασίας στη γεωργία.
Ακόμη και σήμερα όμως, 50 χρόνια μετά, η Ελλάδα δεν έχει κυρώσει τη
σύμβαση. Σημείο που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι πως οι διεργασίες από
την αρμόδια νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που ήταν επιφορτισμένη με τη
σύνταξη σε νομοσχέδιο που θα κληθεί να ψηφίσει η Βουλή όσων η σύμβαση
προβλέπει, έχουν ολοκληρωθεί και οι δύο προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν
από πλευράς τους εκφράσει την πρόθεση να κυρώσουν τη σύμβαση.
Ελεγχοι υπό στέγη
«Στο πλαίσιο της εκπόνησης της σχετικής επιστημονικής μελέτης ζητήθηκε
και από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) να συμβάλουμε με
ιδέες και προτάσεις για την τυπική κατοχύρωση και οργάνωση των ελέγχων
στην αγροτική αγορά εργασίας», λέει ο δρ Απόστολος Καψάλης, ερευνητής
εργασιακών σχέσεων στο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και πρώην ειδικός γραμματέας του Σώματος
Επιθεώρησης Εργασίας.
«Το παραδοτέο των διεθνών εμπειρογνωμόνων προς το υπουργείο κρίνεται
ολοκληρωμένο και επαρκές», συμπληρώνει. «Συνεπώς, η αναβλητικότητα του
κράτους να κυρωθεί η εν λόγω σύμβαση είναι ενδεικτική της παγιωμένης,
πλέον, πεποίθησης ότι η ανομία και η εκτεταμένη παραβατικότητα στον
πρωτογενή τομέα αποτελούν αναπτυξιακούς παράγοντες και προϋπόθεση για
την οικονομική πρόοδο της οικονομίας της υπαίθρου».
Η κύρωση της σύμβασης θεωρείται πως θα μπορούσε να προσφέρει το
απαραίτητο οπλοστάσιο για την καταπολέμηση ζητημάτων εργασιακής
εκμετάλλευσης στον αγροτικό τομέα, εξισώνοντάς τον με άλλους χώρους
εργασίας. Αλλά έως και σήμερα, οι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά βάση
όχι σε χωράφια, καθώς η σχετική πρόβλεψη δεν υπάρχει, αλλά κυρίως σε
κλειστούς χώρους (π.χ. συσκευαστήρια), αφού η 81η Διεθνής Σύμβαση, με
την οποία γίνεται η επιθεώρηση, ορίζει πως οι έλεγχοι θα πρέπει να
γίνονται σε στεγασμένους χώρους.
Κύκλος εργασιών 4-10 εκατομμυρίων, απασχολούμενοι εργάτες... πέντε-έξι!
Στα χωράφια της Ηλείας και της Δυτικής Αχαΐας, οι έως και 8.500 εργάτες
γης που εργάζονται στην περιοχή που σχηματικά ονομάζεται «Μανωλάδα» (και
περιλαμβάνει Νέα Μανωλάδα, Λάππα, Βάρδα, Βουπράσιο) κατά την κορύφωση
της σεζόν της φράουλας δεν παραμένουν αόρατοι μονάχα από τους ελέγχους
των επιθεωρητών Εργασίας, αλλά και από τα επίσημα έγγραφα των παραγωγών
για τους οποίους εργάζονται.
Οι παραγωγοί φράουλας της παραγωγής έχουν επαινεθεί από πολιτικούς για
τον «κόκκινο χρυσό» τους, με τον τζίρο από το προϊόν, που σε ποσοστό άνω
του 90% εξάγεται, να αγγίζει σύμφωνα με τους ίδιους τα 100 εκατ. ευρώ
ετησίως.
Εξετάσαμε τους δημοσιευμένους ετήσιους ισολογισμούς των τριών
μεγαλύτερων παραγωγών φράουλας στην ευρύτερη περιοχή. Η ανάλυσή μας
δείχνει πως, μολονότι κάθε εταιρεία εμφανίζει ετήσιο κύκλο εργασιών
ανώτερο τουλάχιστον των 4 εκατ. ευρώ και που μπορεί ακόμα και να
ξεπεράσει τα 10 εκατ. ευρώ ορισμένες χρονιές, στους ισολογισμούς τους οι
εταιρείες εμφανίζονται να απασχολούν μόλις έξι, εφτά, δέκα, ή και τρεις
μονάχα εργάτες γης.
«Φράουλες Κυριαζή Α.Ε.»
Ο αριθμός του προσωπικού έρχεται σε αναντιστοιχία και με την έκταση των
καλλιεργούμενων εκτάσεων των εταιρειών. Για παράδειγμα, η εταιρεία
«Φράουλες Κυριαζή Α.Ε.», που θεωρείται η μεγαλύτερη στην ευρύτερη
περιοχή της Μανωλάδας, με καθαρό κύκλο εργασιών 8,6 εκατ. ευρώ για το
2017 και 8,1 εκατ. ευρώ για το 2018 αντίστοιχα, δηλώνει τόσο στην
ιστοσελίδα όσο και στους ισολογισμούς της πως κατέχει 1.200 στρέμματα
στα οποία παράγεται φράουλα, καθώς και συσκευαστήριο.
Σύμφωνα με τους ίδιους τους εργάτες γης της περιοχής, τα μέλη της
οικογένειας Κυριαζή που συμμετέχουν στην εταιρεία απασχολούν στα χωράφια
τους συνολικά περισσότερους από 700 εργάτες γης. Αλλά στους
δημοσιευμένους ισολογισμούς βρίσκουμε την εταιρεία να απασχολεί ως
εργατοτεχνικό προσωπικό κατά το 2017 και το 2018 μόλις 10 και 18 άτομα
αντίστοιχα. Σε ετήσιο ισολογισμό της εταιρείας, οι μισθοί εμφανίζονται
να αντιστοιχούν μόλις στο 1,44% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών.
Απευθυνθήκαμε στην εταιρεία ζητώντας να μάθουμε πόσους εργάτες γης
απασχολεί συνολικά και με ποιο καθεστώς εργασίας. Η εταιρεία μάς
απάντησε πως αποτελεί μια «αμιγώς εξαγωγική εμπορική εταιρεία», που δεν
απασχολεί εργάτες γης. Συγκεκριμένα, «δεν έχει καμία σχέση με την
παραγωγή της φράουλας, ούτε διαθέτει στην κατοχή της στρέμματα γης είτε
ως ιδιοκτησία είτε ως ενοικιαζόμενα. Απασχολούμαστε καθαρά με την
τυποποίηση και την εξαγωγή του προϊόντος και όχι με την παραγωγή του».
Τόσο στους ισολογισμούς της εταιρείας, όμως, όσο και στην ίδια την
ιστοσελίδα της αναφέρεται: «H εταιρεία μας διαθέτει δική της παραγωγή
φράουλας, έκτασης 1.200 στρεμμάτων, τα οποία ανήκουν στους μετόχους της
εταιρείας». Ταυτόχρονα, οι μέτοχοι της «Κυριαζής Α.Ε.» εμφανίζονται κατά
τα προηγούμενα έτη να έχουν λάβει χρηματική ενίσχυση από τον Ελληνικό
Οργανισμό Πληρωμών των Κοινοτικών Ενισχύσεων, μέσω της Κοινής Αγροτικής
Πολιτικής, που απευθύνεται σε παραγωγούς.
Οι εργάτες σαν «λίπασμα» και το τέχνασμα με το εργόσημο
Εγκυρες πηγές εκτιμούν πως μόλις ένας στους είκοσι εργάτες στην ευρύτερη
περιοχή της Μανωλάδας εργάζεται με ασφάλιση. Την ίδια στιγμή είναι προς
συμφέρον των παραγωγών, για φορολογικούς σκοπούς, να εμφανίζουν έξοδα.
Τότε είναι που αναλαμβάνουν οι λογιστές. Ετσι, η απουσία ουσιαστικών
ελέγχων δίνει τη δυνατότητα σε παραγωγούς να εμφανίζουν τα ποσά που
έχουν δοθεί (μαύρα) στους εργάτες γης ως λίπασμα στους ισολογισμούς των
εταιρειών τους.
Οπως σχολίασε μια πηγή από την περιοχή: «Εάν κοιτάξει κανείς τα σχετικά
δελτία, θα διαπιστώσει πως η Μανωλάδα εμφανίζεται να αγοράζει το λίπασμα
που αντιστοιχεί σε ολόκληρη τη χώρα».
Το δεύτερο τέχνασμα που αξιοποιείται είναι μέσω των λίγων
Μπανγκλαντεσιανών, που έχουν ελληνικό λογαριασμό τραπέζης και μπορούν να
εργαστούν με εργόσημο. Οι παραγωγοί βάζουν στους λογαριασμούς τους
χρήματα που αντιστοιχούν για πολλούς συμπατριώτες τους και εκείνοι με τη
σειρά τους τα μοιράζουν. Ετσι, υπάρχουν λογαριασμοί εργατών γης που
μπορεί να βρεθούν με δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε έναν μήνα.
Την ίδια στιγμή, πέραν των εσόδων τους, οι ντόπιοι παραγωγοί έχουν
πρόσβαση σε κοινοτικές ενισχύσεις μέσω της ΚΑΠ. Σημαντικά ποσά πρόκειται
να τους διατεθούν και λόγω του κορονοϊού, αλλά οι ευρωπαϊκές
προδιαγραφές δείχνουν να εστιάζουν περισσότερο στην προστασία των
καλλιεργειών, την ώρα που οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτές παραμένουν
αόρατοι.
Εργάτες γης την εποχή του κορονοϊού
Το σύστημα μαστούρ και το τράφικινγκ εργασίας
Δεν μαζεύει πια φράουλες σε εφτάωρες, εξαντλητικές βάρδιες, από τις 6 το
πρωί ώς τις 13.00. Φορά σαγιονάρες και όχι λασπωμένες μπότες ή
παπούτσια. Τζιν και όχι φόρμα εργασίας ή σορτς. Η σιγουριά με την οποία
κινείται ανάμεσα στους συμπατριώτες του μαρτυρά πως είναι «μαστούρ», ή «κουμάντο»,
όπως ονομάζονται οι Μπανγκλαντεσιανοί που επιτελούν ρόλο διαμεσολαβητή
ανάμεσα στους παραγωγούς φράουλας και τους συμπατριώτες τους που
δουλεύουν στα χωράφια
Οι Μπανγκλαντεσιανοί, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των
εργατών γης στην περιοχή, πέρασαν την καραντίνα ανησυχώντας για τους
συγγενείς τους πίσω στη χώρα τους, όπου τα κρούσματα έχουν πλέον
ξεπεράσει τα 180.000. Και πίσω στη Μανωλάδα; Εκεί δεν μπορούσαν να
κάνουν και πολλά. Αλλωστε, ο κορονοϊός τούς βρήκε σε συνθήκες διαβίωσης
που, σύμφωνα με τους ίδιους, σχετίζονται με την απώλεια ζωής τεσσάρων
συμπατριωτών τους κάθε χρόνο.
Σπαρμένοι στα χωράφια περιφερειακά των χωριών της περιοχής, βρίσκονται
δεκάδες ιδιότυποι καταυλισμοί, που αποτελούνται από παράγκες από καλάμι
για βάση και νάιλον θερμοκηπίου για κάλυμμα, στις οποίες μένουν έως και
είκοσι άτομα.
Πρόκειται για συνθήκες όπου εξ ορισμού είναι αδύνατο να τηρηθούν
αποστάσεις ασφαλείας. Οι οδηγίες για «κοινωνική αποστασιοποίηση» είναι
πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστούν και κατά τη μετακίνηση των εργατών γης
προς τη δουλειά, καθώς όσοι δεν εργάζονται σε χωράφια που βρίσκονται
κοντά στον καταυλισμό όπου μένουν, και άρα περπατούν ώς εκεί,
μεταφέρονταν σύμφωνα με την αυτοψία μας στην περιοχή τον Μάιο και τον
Ιούνιο με φορτηγάκια που κανονικά χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά
εμπορευμάτων ή και μεγαλύτερα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη
μεταφορά ζώων.
Οι καταυλισμοί δεν έχουν τρεχούμενο νερό – χρησιμοποιούν αυτοσχέδια
ντους και τουαλέτες που στην ουσία είναι μια τρύπα στο χώμα. Η δυσωδία
από ούρα είναι έντονη και όταν βρέχει το έδαφος γρήγορα λασπώνει.
Για να μείνουν σε αυτές τις συνθήκες, οι Μπανγκλαντεσιανοί πληρώνουν
στον ιδιοκτήτη του χωραφιού μηνιαίο ενοίκιο ύψους 30-50 ευρώ έκαστος.
Αλλά δεν δίνουν τα χρήματα σε εκείνον, που συχνά μπορεί να μη γνωρίζουν
καν ποιος είναι ή να τους έχουν δοθεί ψευδείς πληροφορίες. Τα χρήματα
συγκεντρώνει ο κάθε «μαστούρ», υπό την εξουσία του οποίου βρίσκεται ο
καταυλισμός.
Δώδεκα χρόνια πριν, βρισκόταν στην Αθήνα κι έψαχνε δουλειά, όταν ένας
φίλος τού έδωσε το τηλέφωνο ενός συμπατριώτη τους που μπορούσε να
καλέσει. Πήρε τηλέφωνο και ο άνδρας στην άλλη γραμμή του είπε να μπει
στο ΚΤΕΛ και να πάει να τον βρει. Τώρα, όταν άλλοι Μπανγκλαντεσιανοί
μπαινοβγαίνουν στα μίνι μάρκετ ομοεθνών τους στα δρομάκια κάτω από την
Ομόνοια αναζητώντας εργασία, τους λένε να καλέσουν εκείνον.
Η ζωή του Ιναμντάρ, του άνδρα με το πονηρεμένο βλέμμα και την αργόσυρτη
εκφορά στα ελληνικά, που κάθεται στο διπλό κρεβάτι του μες την παράγκα
μπροστά από έναν περιστρεφόμενο ανεμιστήρα, έχει αλλάξει από την ημέρα
που έφτασε στη Μανωλάδα.
«Δεν υπάρχουν έλεγχοι»
Δεν μαζεύει πια φράουλες σε εφτάωρες, εξαντλητικές βάρδιες, από τις
06.00 το πρωί ώς τις 13.00, όταν η ζέστη εντός των θερμοκηπίων έχει ήδη
καταστήσει αδύνατο το να συνεχίσει κανείς να εργάζεται σε αυτά. Φορά
σαγιονάρες και όχι λασπωμένες μπότες ή παπούτσια. Τζιν και όχι φόρμα
εργασίας ή σορτς.
Η σιγουριά με την οποία κινείται ανάμεσα στους συμπατριώτες του μαρτυρά
πως είναι «μαστούρ», ή «κουμάντο» όπως είναι η τοπική ορολογία για τους
Μπανγκλαντεσιανούς που επιτελούν ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στους
παραγωγούς φράουλας και τους συμπατριώτες τους που δουλεύουν στα χωράφια
τους.
Οι «μαστούρ» όπως εκείνος έχουν καταστεί απαραίτητοι για εκείνους που
δίχως χαρτιά ύστερα ακόμη και από πολλά χρόνια στην Ελλάδα αναζητούν
εργασία μακριά από αστικά κέντρα, όπου θα μπορούσαν να γίνουν πιο εύκολα
αντιληπτοί από τις αρχές.
«Εδώ δεν υπάρχουν έλεγχοι από την αστυνομία», ξεκαθαρίζει ο Ιναμντάρ,
και συμπληρώνει γελώντας πως «εδώ ο ίδιος, ο αρχηγός» δεν έχει άδεια
παραμονής. «Οι εργάτες είναι απαραίτητοι. Τα αφεντικά λένε εάν πιάσεις
τους εργάτες μου, ποιος θα πάει για δουλειά;».
Οι «μαστούρ» έχουν αποδειχθεί απαραίτητοι και για την αλματώδη επέκταση
της φράουλας, από 1.200 στρέμματα το 2003 σε τουλάχιστον 14.000
στρέμματα σήμερα. Εκείνοι συνδέουν τους ντόπιους παραγωγούς με τους
εργάτες γης.
«Κάθε αφεντικό λέει στον μαστούρ πόσα άτομα χρειάζεται στο χωράφι του.
Μετά ο μαστούρ απευθύνεται στους εργάτες του καταυλισμού του και
μοιράζει τις διαθέσιμες δουλειές», λέει ο 27χρονος Ραχμάντ, που έφτασε
στην Ελλάδα το 2018 και από τότε δουλεύει στις φράουλες.
Αυτό σημαίνει πως αφενός οι εργάτες γης που μένουν στον ίδιο καταυλισμό
σπάνια εργάζονται στο σύνολό τους για τον ίδιο εργοδότη. Αφετέρου πως
δεν είναι ασυνήθιστο, με βάση και τη διαθεσιμότητα των μεροκάματων,
κάποιος να δουλεύει για διαφορετικούς εργοδότες κατά τη διάρκεια της
σεζόν ή και να μη γνωρίζει καν για ποιον ακριβώς εργάζεται μια δεδομένη
στιγμή, καθώς η επικοινωνία του γίνεται με τον μαστούρ και από εκείνον
λαμβάνει συνήθως την αμοιβή του στο τέλος του μήνα.
Ενας μέσος μαστούρ έχει 50 άτομα γύρω του, ενώ οι μεγάλοι μπορεί να
έχουν έως και 100. Η αμοιβή τους συνήθως είναι ένα ευρώ από τα 24 που
αποτελούν το μεροκάματο των «παιδιών», όπως συχνά αναφέρονται ακόμα και
οι εργάτες γης που έχουν περάσει τα σαράντα.
Δεν αρκούνται πάντα σε αυτό: ο Ραχμάντ λέει πως χρειάστηκε να πληρώσει
ακόμη 100 ευρώ στον μαστούρ για να του βρει δουλειά, ενώ ο Αλί, που
δουλεύει τέσσερα χρόνια στη Μανωλάδα, υποστηρίζει πως στην αρχή της
σεζόν της φράουλας φέτος έδωσε 200 ευρώ.
Κατά κανόνα, οι μαστούρ έχουν προηγουμένως δουλέψει κι εκείνοι στα
χωράφια, τυγχάνουν της εμπιστοσύνης των τοπικών παραγωγών και μπορούν να
συνεννοηθούν στα ελληνικά. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, επιτελούν τον
ρόλο που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιστοιχεί σε γραφεία
διαμεσολάβησης: εξασφαλίζουν στους παραγωγούς το δυναμικό που
χρειάζονται, δίχως εκείνοι όχι απλώς να ασχοληθούν, αλλά κυρίως να
φαίνονται.
Σε μια περιοχή όπως η Μανωλάδα, αυτός ο ρόλος έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις.
«Η μη κατανόηση του πώς λειτουργεί η εργασιακή εκμετάλλευση στη
Μανωλάδα, η παράβλεψη του γεγονότος ότι οι Ελληνες εργοδότες
χρησιμοποιούν τους μαστούρ για τη διασφάλιση φτηνού εργατικού δυναμικού,
καθώς και το ότι οι αρχές δεν επιθυμούν να “τραβήξουν την κουρτίνα” σε
όλο αυτό το σύστημα εκμετάλλευσης είναι οι βασικοί λόγοι που το ελληνικό
κράτος έχει αποτύχει στην αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό
την εργασιακή εκμετάλλευση που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα», σχολιάζει ο
Βασίλης Κερασιώτης, νομικός εκπρόσωπος των θυμάτων στη γνωστή υπόθεση
του 2013, όταν Μπανγκλαντεσιανοί εργάτες γης που ζητούσαν τα
δεδουλευμένα τους τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς των επιστατών τους.
Η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά παρότι βρίσκεται υπό
ενισχυμένη εποπτεία, ελάχιστα έχουν αλλάξει ως προς τις συνθήκες
διαβίωσης και εργασίας.
«Η πραγματική συμμόρφωση με το δεδικασμένο θα ήταν μέσω της ρύθμισης της
εργασίας και ενός νόμιμου σχήματος εργατών γης», λέει ο Β. Κερασιώτης.
Αυτό όμως δεν έχει έως και σήμερα συμβεί.