ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι
πρόσφατες εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα απασχόλησαν ιδιαίτερα
τα αστικά επικοινωνιακά επιτελεία. Η εκτίμηση της κρίσης ως κρίσης του
χρηματοπιστωτικού τομέα, η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ο
γύρος συγχωνεύσεων που συνδέθηκε με την ανακεφαλαιοποίηση και οι
αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου βρέθηκαν στις κεντρικές σελίδες των
εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων τους τελευταίους μήνες.
Τμήμα
αυτής της ενασχόλησης εντάσσεται φυσικά στη γενικότερη επικοινωνιακή -
ιδεολογική στρατηγική της άρχουσας τάξης, την ανάγκη προώθησης της
πολιτικής του κεφαλαίου ως της αναγκαίας εθνικής πολιτικής και
αντίστοιχα της ιδεολογίας του κεφαλαίου ως εθνικής ιδεολογίας.
Καλλιεργήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα μια σειρά ιδεολογήματα που
σχετίζονται και με το τραπεζικό σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, η
αντικειμενική ανάγκη του κεφαλαίου για ισχυρές τράπεζες βαφτίστηκε ως
ανάγκη ύπαρξης εθνικών πρωταθλητών στον τραπεζικό τομέα. Η
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών εμφανίστηκε ως γενική κοινωνική απαίτηση
και άρα οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα «εξασφάλιζαν» τη «θετική
γνώμη» των δανειστών και επομένως την εξεύρεση κεφαλαίων για την
ανακεφαλαιοποίηση παρουσιάστηκαν ως αναγκαιότητα. Η ανακεφαλαιοποίηση
των τραπεζών εντάχτηκε οργανικά στο γνωστό δίλημμα «μέτρα και δόση ή
καταστροφή», με το οποίο επιχειρήθηκε η κοινωνική συναίνεση για την
κλιμάκωση της επίθεσης στα λαϊκά στρώματα όλο το προηγούμενο διάστημα.
Επιχειρήθηκε να συνδεθεί η τύχη κάθε τράπεζας με την τύχη των
εργαζομένων σ’ αυτήν, στο πλαίσιο καλλιέργειας κοινωνικού αυτοματισμού,
προσπάθειας διάσπασης της εργατικής τάξης, υποταγής των εργαζομένων πίσω
από τα συμφέροντα του ενός ή του άλλου ξεχωριστού κεφαλαίου. Η
προσέλκυση επενδύσεων στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών
αναδείχτηκε ως ο προπομπός της μελλοντικής καπιταλιστικής ανάπτυξης που
τάχα θα σηματοδοτήσει και τη λαϊκή ευημερία.
Ωστόσο
η μεγάλη ενασχόληση του αστικού Τύπου με την ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών δεν εκφράζει απλά και μόνο αστική προπαγάνδα. Γύρω από το
ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ξεδιπλώθηκε μια σημαντική
αντιπαράθεση μέσα στους κόλπους της άρχουσας τάξης σχετικά με τον έλεγχο
του τραπεζικού συστήματος, τις προτεραιότητες δανειοδότησης κλάδων της
οικονομίας κλπ., αντιπαράθεση που σχετίζεται με την ίδια την εξέλιξη του
αστικού σχεδίου για την καπιταλιστική ανάπτυξη της ερχόμενης περιόδου.
Ο
σχεδιασμός μας στο χώρο των τραπεζών, αλλά και γενικότερα, πρέπει να
λαμβάνει υπόψη τόσο τις αντικειμενικές μεταβολές που συντελέστηκαν την
περίοδο αυτή, τις αντιθέσεις που εκφράστηκαν σχετικά με τη διαδικασία
της ανακεφαλαιοποίησης, ώστε να καταλήξει σε συμπεράσματα σχετικά με τις
μελλοντικές εξελίξεις. Κυρίως όμως πρέπει ν’ απαντά πειστικά και
αποκαλυπτικά στα αστικά ιδεολογήματα σχετικά με το ρόλο των τραπεζών και
τις επιπτώσεις των εξελίξεων.
Στο
άρθρο αυτό, επιχειρούμε να εξετάσουμε συνοπτικά τις εξελίξεις του
τελευταίου διαστήματος στο τραπεζικό σύστημα και ν’ αναδείξουμε τις
επιδράσεις στους εργαζομένους του κλάδου, στη λαϊκή οικογένεια και στην
εγχώρια οικονομική δραστηριότητα. Σε προηγούμενο σημείωμα (ΚΟΜΕΠ τ.
5/2007) είχαμε εξετάσει την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος πριν την
εκδήλωση της κρίσης. Εδώ εξετάζουμε τις μεταβολές στο εγχώριο τραπεζικό
σύστημα που επέφερε η εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Ορισμένα
θεωρητικά ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία των τραπεζών αναπτύχτηκαν
στο προαναφερθέν άρθρο και δεν κρίνεται σκόπιμη η επανάληψή τους.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Οι
τράπεζες, γενικότερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα, βρέθηκαν, με τη
γνωστή θεωρία του «καζινοκαπιταλισμού», ειδικά στις αρχές της κρίσης,
στο επίκεντρο μιας συζήτησης που αναγόρευε τις τράπεζες σε αιτία της
κρίσης, της ύφεσης της βιομηχανίας.
Η
θεωρία αυτή έχει διάφορες «παραφυάδες» και διαφορετικές ονομασίες (π.χ.
κρίση της χρηματιστικοποίησης, αγγλιστί «financialization» κλπ.) που
ωστόσο διαθέτουν έναν κοινό λογικό πυρήνα. Υποστηρίζουν ότι αιτία της
κρίσης είναι ένα «εκτός ελέγχου», υπερμεγεθυμένο χρηματοπιστωτικό
σύστημα, το τεράστιου ύψους πλασματικό κεφάλαιο που αυτονομήθηκε από την
πραγματική παραγωγή, την οδήγησε σε «ασφυξία» λόγω της έντονης
απομύζησής της, μέσω του ελλιπούς ελέγχου και της απορρύθμισης που αυτό
επέφερε.
Ο
πραγματικός στόχος αυτής της θεώρησης δεν είναι άλλος από το να
συσκοτίσει την πραγματική αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων, την όξυνση
της βασικής αντίθεσης του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε
τελευταία ανάλυση, του ίδιου του καπιταλισμού. Η θεωρία αυτή υπόσχεται
τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής διαχείρισης του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής, όπου ο μεγαλύτερος έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος
και η προτεραιότητα στην πραγματική, παραγωγική οικονομία θα θεραπεύσει
από την εμφάνιση των κρίσεων και από τα δεινά που οι κρίσεις φέρνουν
στους εργαζομένους. Πρόκειται για μια θεωρία, πλευρές της οποίας
αξιοποιούν και οι δύο βασικοί πόλοι της αστικής διαχείρισης, η
επεκτατική και η περιοριστική πολιτική, αλλά αντικειμενικά έχει στοιχεία
που προσιδιάζουν περισσότερο στον επεκτατικό, σοσιαλδημοκρατικό πόλο.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίες οι συνεχείς αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ στην ανάγκη
«παραγωγικής ανασυγκρότησης» της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Συμπέρασμα της θεώρησης αυτής είναι ότι δεν ευθύνεται ο καπιταλισμός και
οι νομοτέλειές του για τις κρίσεις, την εξαθλίωση, τους πολέμους, αλλά ο
«καζινοκαπιταλισμός», η νεοφιλελεύθερη «ασύδοτη» διαχείριση.
Αντικειμενικά πρόκειται για θεώρηση που αθωώνει και που τελικά σκοπεύει
στη διαιώνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ταυτόχρονα η συζήτηση
αποτυπώνει και μια σειρά αντιθέσεις. Τις υπαρκτές αντιθέσεις ανάμεσα
στα ξεχωριστά, ειδικά συμφέροντα του χρηματικού-πιστωτικού κεφαλαίου και
του χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω του οποίου τοποθετείται στην
παραγωγή, με τα συμφέροντα του βιομηχανικού και του εμπορικού κεφαλαίου,
αναφορικά με τη διανομή της συνολικής υπεραξίας. Επίσης σχετίζεται και
με τις αντιθέσεις ανάμεσα στο χρηματιστικό κεφάλαιο κάθε χώρας, στη
διαπάλη για τις διεθνείς αγορές.
Η παραπάνω θεώρηση απολυτοποιεί με λαθεμένο τρόπο πραγματικές πλευρές
του αναπτυγμένου σύγχρονου καπιταλισμού. Η δυνατότητα κεφαλαιοκρατών του
χρήματος να παρασιτούν, ν’ απομυζούν υπεραξία που έχει παραχθεί στην
άλλη άκρη του κόσμου όπου έχουν τοποθετήσει τα κεφάλαιά τους, είναι
νομοτελειακό αποτέλεσμα του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού, της
μετοχικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αυτή είναι και η
βάση της ύπαρξης του πλασματικού κεφαλαίου, δηλαδή της κεφαλαιακής
αποτίμησης της μελλοντικής απόσπασης υπεραξίας. Ομως τα μερίσματα σε
τελευταία ανάλυση είναι τμήμα της παραγόμενης υπεραξίας από το
εργοστάσιο και τελικά οι τιμές των μετοχών έρχονται ν’ αντιστοιχηθούν με
το ύψος των μερισμάτων. Η ίδια η ύπαρξη συνεπώς του πλασματικού
κεφαλαίου και των κερδών του δε βρίσκεται στον αέρα. «Γειώνεται»
αναγκαστικά στην παραγωγή υπεραξίας στη βιομηχανία, στην εκμετάλλευση
της εργατικής δύναμης, στις νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής. Ταυτόχρονα, η εκτίναξη του παρασιτισμού επίσης δεν αποτελεί
«εκτροπή» από τα φυσιολογικά. Αντίθετα, η ίδια η φύση του καπιταλισμού
οδηγεί στην υπερπαραγωγή και υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και στη διόγκωση
του πλασματικού κεφαλαίου και, στη συνέχεια, στη διακοπή της και στην
απαξίωση του κεφαλαίου ως συνέπεια της κρίσης.
Η
θεώρηση μιας ασφυξίας του παραγωγικού κεφαλαίου από το πιστωτικό είναι
εξίσου λαθεμένη. Η πίστη στον καπιταλισμό επιταχύνει τη διακλαδική
μεταφορά κεφαλαίων για να εξισωθεί το ποσοστό κέρδους και κυρίως
συγκεντρώνει αναπασχόλητα κεφάλαια και τα μετατρέπει σε παραγωγικά.
Προκύπτει αυθόρμητα από την ίδια τη φύση του καπιταλισμού, στον οποίο
ταυτόχρονα βρίσκονται καπιταλιστές με προσωρινό πλεόνασμα κεφαλαίου που
δεν μπορεί ν’ αξιοποιηθεί άμεσα στην παραγωγή (π.χ. γιατί δεν έχει έρθει
ακόμα η ώρα αναπλήρωσης του σταθερού κεφαλαίου) και καπιταλιστές με
ανάγκη για πρόσθετα κεφάλαια (δυνατότητα απόσπασης πρόσθετης υπεραξίας
με κατάλληλη επένδυση σε σταθερό κεφάλαιο, αλλά έλλειψη τέτοιων
κεφαλαίων). Η διαφορετική ταχύτητα περιστροφής των κεφαλαίων σε κάθε
κλάδο, η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού κλπ. είναι μερικοί
παράγοντες που οδηγούν σ’ αυτήν τη «διπλή σύμπτωση». Το πιστωτικό
κεφάλαιο όχι απλά δεν οδηγεί το βιομηχανικό σε «ασφυξία», αλλά αποτελεί
βασικό μηχανισμό που αυξάνει το μέσο ποσοστό κέρδους. Αλλωστε η ανάπτυξη
του καπιταλισμού όλες τις προηγούμενες δεκαετίες βασίζεται ακριβώς σ’
αυτήν την αλληλοσύνδεση. Το πλασματικό κεφάλαιο εκφράζει μια
«αισιοδοξία» για τη δυνατότητα μελλοντικής κερδοφορίας των τοποθετημένων
κεφαλαίων, δυνατότητα ωστόσο που είναι αίολη, καθώς η ίδια η συσσώρευση
του κεφαλαίου οδηγεί στην υπερσυσσώρευση και απαιτεί την κρίση ως
κάθαρση. Ετσι η φερόμενη ως «ασφυξία» του παραγωγικού από το πιστωτικό ή
του πραγματικού από το πλασματικό κεφάλαιο αποτελεί αντανάκλαση της
ασφυξίας του κεφαλαίου από τον εαυτό του, της αδυναμίας του κεφαλαίου ν’
αυτοαυξάνεται, αποτελεί δηλαδή αντανάκλαση της ίδιας της
υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, της ίδιας της κρίσης.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα της σημασίας της πίστης για την καπιταλιστική ανάπτυξη είναι
η σημαντική αύξηση της δανειοδότησης, η χρηματοδότηση της ελληνικής
καπιταλιστικής οικονομίας από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα την τελευταία
δεκαετία τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά μεγέθη.
Το
2001, η συνολική χρηματοδότηση βρισκόταν στο 80% του ΑΕΠ, ενώ σημαντικό
τμήμα της, περίπου 40% της συνολικής χρηματοδότησης, αφορούσε
χρηματοδότηση της γενικής κυβέρνησης. Στο τέλος του 2009, πριν την
εκδήλωση της κρίσης, η χρηματοδότηση της οικονομίας προσέγγισε το 130%
του ΑΕΠ, ενώ αφορούσε κυρίως χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών
και λιγότερο χρηματοδότηση της γενικής κυβέρνησης.
Ωστόσο,
όπως αναφέραμε, τα συγκεκριμένα επίπεδα χρηματοδότησης της οικονομίας
από το τραπεζικό σύστημα δεν αφορούν ελληνική πρωτοτυπία. Δε συνάδουν με
τη λαθεμένη άποψη περί «υπερδανεισμού» στην ελληνική καπιταλιστική
οικονομία σε αφύσικα επίπεδα και καπιταλιστικής κρίσης οφειλόμενης σ’
αυτόν.
Αντίθετα,
η αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης που σημειώθηκε μετά από την
είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, με βασικότερο ίσως παράγοντα τη
σχετική νομισματική σταθερότητα του ευρώ, είχε ως αποτέλεσμα την
προσέγγιση του μέσου όρου της ΕΕ. Η χρηματοδότηση της ελληνικής
καπιταλιστικής οικονομίας από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα παραμένει σε
χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Ο
ρυθμός πιστωτικής επέκτασης αυξήθηκε σημαντικά πριν την εκδήλωση της
καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Στην τριετία 2006-2009, ο συνολικός
δανεισμός αυξήθηκε κατά 80,2 δισ. ευρώ, κατά 36,5%, παρουσιάζοντας μέση
ετήσια αύξηση που προσέγγιζε το 11%, ενώ η αύξηση του τραπεζικού
δανεισμού αφορά τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά, σε
αντιδιαστολή με την περίοδο 2004-2006 που το μεγαλύτερο μέρος της
αύξησης του δανεισμού από τις τράπεζες κατευθύνθηκε στα νοικοκυριά.
Η
εκδήλωση της κρίσης συνοδεύτηκε με τη συρρίκνωση της χρηματοδότησης του
ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Πράγματι, ο δανεισμός τόσο των
επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών σημειώνει πτώση μετά από το 2009,
ενώ ο δανεισμός των επιχειρήσεων φαίνεται να σταθεροποιείται στις αρχές
του 2013. Συνολικά η εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης είχε ως
αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της τραπεζικής χρηματοδότησης της
καπιταλιστικής οικονομίας, από 320 δισ. ευρώ το 2011, σε 245 δισ. ευρώ
το 2013. Ωστόσο, το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της μείωσης του τραπεζικού
δανεισμού αφορά το χρέος της γενικής κυβέρνησης προς τις τράπεζες. Από
τα 75 δισ. ευρώ μείωση της χρηματοδότησης, τα 42 δισ., σχεδόν το 60%,
αφορούν μείωση της χρηματοδότησης προς τη γενική κυβέρνηση και
συνίστανται στην επίπτωση του κουρέματος του ελληνικού κρατικού χρέους
με τη διαδικασία του PSI. Οι απομειώσεις και διαγραφές δανείων του
ιδιωτικού τομέα είναι ακόμα σχετικά περιορισμένες.
Το
συγκεκριμένο γεγονός δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως η
σημερινή κακή κατάσταση των τραπεζών είναι αποτέλεσμα του PSI, όπως
επιχειρούν να προτάξουν για επικοινωνιακούς λόγους οι τράπεζες. Από τη
μια, το κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση
της απαξίωσης κεφαλαίου, είναι δηλαδή συνέπεια της καπιταλιστικής
κρίσης, τελικά του ίδιου του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης στον οποίο
οι τράπεζες έχουν κρίσιμο ρόλο. Από την άλλη, ο τραπεζικός κλάδος αύξησε
κατά 25 δισ. ευρώ, κατά 67%, το δανεισμό του προς τη γενική κυβέρνηση
τη διετία 2009-2010. Οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις δεν έγιναν τυχαία.
Εγιναν καθώς το τραπεζικό κεφάλαιο επιζητούσε τη μεγιστοποίηση της
κερδοφορίας του από τη μια κι επιδίωκε τις περισσότερο κερδοφόρες
τοποθετήσεις, ενώ τμήμα τους αντανακλά και πρακτικά υποχρεωτικό δανεισμό
των τραπεζών λόγω των εγγυήσεων ύψους δεκάδων δισ. ευρώ που έλαβαν από
το ελληνικό κράτος την ίδια περίοδο, εγγυήσεις που εκείνη την περίοδο
ήταν απαραίτητες για να καλυφτούν οι ζημιές και οι επισφάλειες των
τραπεζών, που με τη σειρά τους αντανακλούσαν την εκδήλωση της
καπιταλιστικής κρίσης.
Ωστόσο,
το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η πιθανότητα το ερχόμενο χρονικό
διάστημα οι τράπεζες ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλες απώλειες λόγω
αναδιαρθρώσεων και διαγραφών δανείων του ιδιωτικού τομέα είναι αυξημένη.
Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (δανείων που καθυστερούν)
εκτιμάται στο 28%, ενώ με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην
τελευταία Εκθεση του ΔΝΤ μόλις το 5% των εταιρικών δανείων έχουν
αναδιαρθρωθεί.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΛΑΔΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Το
τραπεζικό σύστημα έχει ιδιαίτερη σημασία στο σύγχρονο καπιταλισμό,
καθώς χρηματοδοτεί συνολικά την οικονομία, από τη βιομηχανία και τη
γεωργία μέχρι τα μεγάλα έργα που πραγματοποιούνται. Σημειώνουμε πως
αντανάκλαση της οργανικής σημασίας του πιστωτικού κεφαλαίου και των
τραπεζών στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι ο δείκτης ξένων προς ίδια
κεφάλαια που φτάνει το 164%1 για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Αυτή η οπτική γωνία αντανακλάται στην έντονη διαπάλη ανάμεσα σε επιχειρηματικούς ομίλους και σε ιμπεριαλιστικά κέντρα για τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.
Η κατανομή της χρηματοδότησης ανά κλάδο αντανακλά την ανισόμετρη
εκδήλωση της οικονομικής κρίσης που επιτάχυνε τις ανακατατάξεις στη δομή
της οικονομίας.
Η χρηματοδότηση της γεωργίας, από 3,1 δισ. ευρώ το 2006 και 3,2% της
συνολικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, συρρικνώθηκε στα 1,5
δισ. ευρώ και στο 1,4% της συνολικής χρηματοδότησης το Φλεβάρη του 2013.
Η
χρηματοδότηση της βιομηχανίας, από 19,5 δισ. και 20,5% της συνολικής
τραπεζικής χρηματοδότησης, αυξήθηκε ελαφρά πριν την εκδήλωση της κρίσης,
φτάνοντας στα 24,8 δισ. ευρώ το 2008, σημειώνοντας ωστόσο μικρότερη
αύξηση από τη συνολική χρηματοδότηση, της οποίας αποτελούσε το 18,8%. Η
εκδήλωση της κρίσης ελάττωσε τη χρηματοδότηση προς τη βιομηχανία στα 22
δισ. ευρώ και στο 20,6% της συνολικής χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις,
το Φλεβάρη του 2013.
Η
χρηματοδότηση του κλάδου του εμπορίου εκτινάχτηκε πριν την εκδήλωση της
κρίσης από 23,7 δισ. και 25,3% το 2006 σε 33,7 δισ. το πρώτο εξάμηνο
του 2009, διατηρώντας το ίδιο ποσοστό στο σύνολο της χρηματοδότησης, ενώ
με την εκδήλωση της κρίσης συρρικνώθηκε απότομα στα 21,6 δισ. και 20,3%
της συνολικής χρηματοδότησης το Φλεβάρη του 2013. Η ταχεία μεταβολή της
χρηματοδότησης προς το εμπόριο υποδηλώνει το βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα
της, φαίνεται ν’ αφορά κυκλοφοριακό κεφάλαιο.
Η
χρηματοδότηση του κλάδου των κατασκευών αυξήθηκε σημαντικά πριν την
εκδήλωση της κρίσης, από 6,5 δισ. και 6,9% της συνολικής το 2006 σε 11,3
δισ. και 8,8% της συνολικής χρηματοδότησης, και σημειώνει μικρή
υποχώρηση έκτοτε, στα 10,5 δισ. και 10% της συνολικής το Μάρτη του 2013.
Η υποχώρηση είναι σημαντικά μικρότερη από τη συρρίκνωση της
χρηματοδότησης προς το σύνολο των επιχειρήσεων.
Η
χρηματοδότηση προς τον κλάδο του τουρισμού σημειώνει σημαντική αύξηση,
ανάλογη με τη συνολική πιστωτική επέκταση, πριν την εκδήλωση της κρίσης,
από 4,7 δισ. και 5% το 2006 σε 7 δισ. και 5,4%, ενώ αυξάνεται ελαφρά
και κατά τη διάρκεια της κρίσης, στα 7,5 δισ. και στο 7,1% της συνολικής
το Μάρτη του 2013.
Σημαντική
ενίσχυση σημειώνει η χρηματοδότηση προς τη ναυτιλία. Από 6 δισ. και
6,5% ανεβαίνει στα 10 δισ. και 7,5% το 2008, ενώ με την εκδήλωση της
κρίσης η χρηματοδότηση της ναυτιλίας αυξάνει σημαντικά φτάνοντας τα 18
δισ. και 15% της συνολικής χρηματοδότησης το 2011, για να υποχωρήσει στα
12,3 δισ. και 11,7% της συνολικής χρηματοδότησης το Μάρτη του 2013,
σημαντικά αυξημένη σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση.
Ο
κλάδος ηλεκτρισμού - ύδρευσης - αερίου σημειώνει επίσης σημαντική
αύξηση του δανεισμού του. Από 1,8 δισ. και 1,9% το 2006 σε 3,5 δισ. και
2,5% το 2008, για να φτάσει στα 6 δισ. και 5,6% το Μάρτη του 2013.
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΡΓΩΝ
Οι
μεγάλες εγχώριες τράπεζες διαδραματίζουν ισχυρό ρόλο στην κατασκευή των
έργων οδοποιίας. Με βάση δημοσιογραφικές πληροφορίες, οι μεγάλες
τράπεζες χρηματοδοτούν το 50% των μεγάλων οδικών έργων, με την υπόλοιπη
χρηματοδότηση να προέρχεται από τράπεζες του εξωτερικού, με την
Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) να βρίσκεται στην πρώτη θέση, που
χρηματοδοτεί με 350 εκατ. ευρώ τις συμβάσεις παραχωρήσεις, ενώ προχώρησε
και σε δάνειο 650 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα για τη συνέχιση των έργων,
ήδη από το 2012. Το σύνολο της τραπεζικής χρηματοδότησης των συμβάσεων
παραχωρήσεων ανέρχεται σε 3.3 δισ. ευρώ, ενώ πρωταθλητής της
δανειοδότησης οδικών έργων έχει ανακηρυχτεί η Τράπεζα Πειραιώς, που με
την απορρόφηση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΑΤΕ) και Γενικής
ανεβάζει σε 900 εκατ. ευρώ το δανεισμό προς τα κατασκευαστικά μονοπώλια
(περίπου 25% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης). Η ALPHA κινείται
σε μικρότερα επίπεδα, στα 500 εκατ. ευρώ και 15% της συνολικής
χρηματοδότησης, ενώ Εθνική Τράπεζα Ελλάδας (ΕΤΕ) και Eurobank έχουν
δανείσει περί τα 310 εκατ. ευρώ και 270 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Αρχές
του 2011, ο ΟΤΕ άντλησε από κοινοπραξία τραπεζών (8 ελληνικές και 8
εκτός Ελλάδας), επικεφαλής της οποίας ήταν η Eurobank, δάνειο συνολικού
ύψους 900 εκατ. ευρώ, για την κάλυψη προηγούμενου ομολογιακού δανείου
που έληγε. Εξάλλου η χρηματοδότηση μεγάλων έργων γίνεται συχνά μέσω
κοινοπραξιών στις οποίες συμμετέχουν πολλές διαφορετικές τράπεζες,
εγχώριες και μη. Για παράδειγμα, η ΕΤΕ συμμετέχει, το προηγούμενο
διάστημα, στη χρηματοδότηση των ακόλουθων έργων με διάφορους ρόλους:
Γέφυρα AΕ, 445 εκατ. ευρώ - Γέφυρα Ρίου - Αντιρρίου, Zellstoff Stendal
Gmbh (Γερμανία) 1.038 εκατ. ευρώ - Εργοστάσιο Παραγωγής Χαρτοπολτού,
Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου ΑΕ 596 εκατ. ευρώ - αυτοκινητόδρομος Τμήμα ΠΑΘΕ
Μαλιακός - Κλειδί, Νέα Οδός ΑΕ 401 εκατ. ευρώ - Αυτοκινητόδρομος Ιονίας
Οδού, Οδός Κεντρικής Ελλάδος ΑΕ 1.506 εκατ. ευρώ - Αυτοκινητόδρομος
Ε-65, Ολυμπία Οδός ΑΕ 1.685 εκατ. ευρώ - Αυτοκινητόδρομος
Ελευσίνα-Κόρινθος-Πάτρα-Πύργος-Τσακώνα, Μωρέας ΑΕ 833 εκατ. ευρώ -
Αυτοκινητόδρομος Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα και κλάδος Λεύκτρο-Σπάρτη,
Bina Istra d.d. (Κροατία) 693,5 εκατ. ευρώ - Αυτοκινητόδρομος Istria Y,
Hermes Airports Limited (Κύπρος) 542,25 εκατ. ευρώ - Αεροδρόμια Πάφου
και Λάρνακας. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, η ακριβής συμμετοχή και ο
βαθμός ελέγχου κάθε τράπεζας στα διάφορα έργα δεν μπορεί να εξακριβωθεί
εύκολα. Για τη χρηματοδότηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων υποδομής
γίνεται διαπάλη μεγάλων τραπεζικών μονοπωλίων, ενώ συχνά εγχώριες
τράπεζες συμμετέχουν στη χρηματοδότηση ως μέλη των κοινοπραξιών.
Ενδεικτικά σημειώνουμε, για παράδειγμα, πως ο σύμβουλος χρηματοδότησης
του αγωγού ΤΑΡ είναι η γαλλική Societe General, η κατασκευή της
Πτολεμαΐδας 5 από τη ΔΕΗ χρηματοδοτήθηκε με δάνειο 700 εκατ. ευρώ από τη
γερμανική KfW.
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ - ΣΥΓΚΕΝΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ.
Η
σημαντική αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την καπιταλιστική
οικονομία το προηγούμενο διάστημα συνοδεύτηκε και από σημαντική
συγκέντρωση κεφαλαίου στον τραπεζικό κλάδο, που εκφράστηκε με μια τάση
σημαντικής αύξησης του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών και με μια
τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, τόσο σε απόλυτο όσο και σε σχετικό
μέγεθος, στις μεγαλύτερες τράπεζες.
Από
το 1997 στο 2008, το μερίδιο των πέντε μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων
στις συνολικές καταθέσεις αυξήθηκε από 60,7% στο 80,1%, ενώ οι τρεις
μεγαλύτερες τράπεζες έλεγχαν το 57,1% των συνολικών καταθέσεων.
Αντίστοιχα, το 2008 το 73,7% του συνολικού δανεισμού προερχόταν από τις
πέντε μεγαλύτερες τράπεζες, ενώ οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες έλεγχαν το
54% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού. Η τάση συγκέντρωσης των
μεριδίων της αγοράς στις μεγαλύτερες τράπεζες ακολουθεί την αντίστοιχη
τάση σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπου το μερίδιο αγοράς των μεγαλύτερων
τραπεζικών ομίλων αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία.
Αναφορικά
με τις συγχωνεύσεις, τη δεκαετία 2000-2010, ο αριθμός των τραπεζικών
ιδρυμάτων παρέμεινε περίπου σταθερός, με μικρές διακυμάνσεις γύρω από
τις 65 τράπεζες. Ο προηγούμενος μεγάλος γύρος ιδιωτικοποιήσεων, εξαγορών
και συγχωνεύσεων στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στα
τέλη της δεκαετίας του 1990, με αποτέλεσμα στις αρχές του 2000 η
τραπεζική αγορά να έχει φτάσει να κυριαρχείται από πέντε μεγάλους
τραπεζικούς ομίλους. Η πορεία της συγκεντροποίησης στο ελληνικό
χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν ακολουθεί ακριβώς την αντίστοιχη πορεία
στην ΕΕ στη δεκαετία του 2000, όπου υπήρξε σημαντική μείωση του αριθμού
των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων την αντίστοιχη περίοδο. Στην Ευρωζώνη ο
αριθμός των χρηματοπιστωτικών ινστιτούτων μειώθηκε από 8.000 στις 6.000
περίπου, παρά το γεγονός της ένταξης νέων κρατών στη ζώνη του ευρώ.
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΛΟΓΩ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η
εκδήλωση της κρίσης και η κρατική πολιτική διαχείρισής της από τη μια,
και οι γενικότερες μεταβολές στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής
εποπτείας, στις οποίες θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια, επιτάχυναν δραστικά
την προαναφερθείσα τάση συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης στον τραπεζικό
κλάδο.
Με
επίκεντρο τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζικών
ιδρυμάτων, τον τελευταίο χρόνο ο τραπεζικός χάρτης της Ελλάδας άλλαξε
εντυπωσιακά. Η κρατική πολιτική της ανακεφαλαιοποίησης οδήγησε, στην
πραγματικότητα, σ’ ένα νέο μεγάλο γύρο εξαγορών και συγχωνεύσεων
τραπεζικών ιδρυμάτων την τελευταία διετία. Η κατάληξη αυτού του γύρου
είναι η διαμόρφωση ενός τραπεζικού χάρτη όπου οι τέσσερις μεγάλες
τράπεζες που κρίθηκαν ως συστημικές κατά τη διαδικασία της
ανακεφαλαιοποίησης να ελέγχουν σχεδόν εξολοκλήρου την ελληνική
κεφαλαιαγορά.
Οι
τέσσερις μεγάλες τράπεζες ελέγχουν αθροιστικά περισσότερο από το 90%
των συνολικών δανείων και καταθέσεων στην ελληνική αγορά, ενώ σημειώθηκε
και μια αξιοσημείωτη μεταβολή στην κατάταξη των τραπεζών, καθώς η ΕΤΕ
έχασε την πρώτη θέση που κατείχε στην εγχώρια αγορά δανείων και
καταθέσεων. Ωστόσο η ΕΤΕ παραμένει η μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα αν
υπολογίσει κανείς το ενεργητικό της και τις διεθνείς δραστηριότητές της.
Στην
πραγματικότητα, οι συστημικές τράπεζες πρακτικά ανακεφαλαιοποιήθηκαν με
κρατικό (ευρωπαϊκό) χρήμα, ενώ οι μη συστημικές θα έπρεπε ν’
ανακεφαλαιοποιηθούν με ιδιωτικά κεφάλαια. Καθώς δε βρέθηκαν τ’ αναγκαία
κεφάλαια για την ανακεφαλαιοποίηση των μικρών και μεσαίων τραπεζών (πλην
της Τράπεζας Αττικής, που ωστόσο ανακεφαλαιοποιήθηκε με νέα τοποθέτηση
κεφαλαίων από το ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ στο οποίο ανήκε το 42% των μετοχών της), οι
τράπεζες αυτές εξαγοράστηκαν από τις μεγάλες συστημικές τράπεζες. Οι
εξαγορές των τραπεζών είχαν ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα στους
ισολογισμούς των μεγάλων συστημικών τραπεζών, τόσο από πλευράς όγκου
ενεργητικού, δανείων και καταθέσεων όσο και από πλευράς δεικτών
τραπεζικής ευρωστίας, όπως, για παράδειγμα, ο λόγος δανείων προς
καταθέσεις των συστημικών τραπεζών βελτιώθηκε σημαντικά με την
απορρόφηση των μικρότερων τραπεζικών ιδρυμάτων.3
Ο γύρος συγχωνεύσεων μικρών και μεσαίων ελληνικών τραπεζών ήταν
αποτέλεσμα της κρίσης από τη μια και της ανάγκης εξεύρεσης νέων
κεφαλαίων για αντιμετώπιση των συνεπειών της, και από την άλλη της
διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που επέτρεψε την κρατική
ανακεφαλαιοποίηση μόνο των μεγάλων «συστημικών» τραπεζών.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Με
τον όρο ανακεφαλαιοποίηση αναφερόμαστε στη διαδικασία κεφαλαιακής
ενίσχυσης των τραπεζών για ν’ αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της
καπιταλιστικής κρίσης. Αποτελεί την κύρια εξέλιξη του τελευταίου
διαστήματος.
Οπως
περιγράφεται στην τελευταία αναθεώρηση του μνημονίου, η πολιτική για
την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος βασίζεται σε τέσσερις άξονες: α)
ανακεφαλαιοποίηση των βιώσιμων τραπεζών β) τακτική διάλυσης των μη
βιώσιμων τραπεζών γ) αναδόμηση του τραπεζικού συστήματος και δ)
ενδυνάμωση της διακυβέρνησης, της εποπτείας και των ρυθμίσεων.
Η
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία
στην οποία διαπλέκονται: α) Η ανάγκη διαχείρισης της απαξίωσης κεφαλαίου
λόγω κρίσης όπως αυτή εκφράζεται στο τραπεζικό σύστημα. β) Η ανάγκη
διασφάλισης της ύπαρξης του τραπεζικού συστήματος για την εξασφάλιση της
καπιταλιστικής αναπαραγωγής. γ) Οι πρακτικά χρεοκοπημένες ελληνικές
τράπεζες, η ρευστότητα των οποίων διασφαλιζόταν από την ΕΚΤ. δ) Το κοινό
νόμισμα και η αδυναμία άμεσης κρατικής στήριξης των τραπεζών με εγχώριο
νόμισμα. στ) Η κρατική υπερχρέωση και η αδυναμία παροχής εγγυήσεων. ε)
Οι διαφορετικές σχέσεις κάθε τραπεζικού ομίλου με κλάδο της οικονομίας
και η ανισόμετρη επίδραση της κρίσης. ζ) Η ελευθερία κίνησης κεφαλαίου
και η δυνατότητα μεταφοράς χρήματος και κεφαλαίων σε ολόκληρη την ΕΕ,
χωρίς περιορισμούς.
Η
ανακεφαλαιοποίηση πρακτικά απαίτησε νέο σημαντικό κρατικό δανεισμό
(τόσο με τη μορφή πιστώσεων από το ευρωσύστημα, τελικός υπεύθυνος των
οποίων είναι η Τράπεζα της Ελλάδας [ΤτΕ], όσο και με τη μορφή κρατικού
δανείου που διοχετεύτηκε στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας [ΤΧΣ]
κι από εκεί στις ελληνικές τράπεζες). Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας
αναπτύσσονται επιμέρους ειδικά συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου και
ανταγωνισμοί μονοπωλιακών ομίλων απ’ όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα
σχετικά με τη μελλοντική μετοχική σύνθεση των τραπεζών, τους όρους
χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο μετά από την κρίση,
τον επιμερισμό των βαρών απαξίωσης κεφαλαίου ανάμεσα σε μερίδες του
κεφαλαίου στην Ελλάδα, ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους και κράτη-μέλη
της ΕΕ.
Οι
επιπτώσεις της κρίσης και του κουρέματος των κρατικών ομολόγων (PSI)
δεν είναι ομοιόμορφες στις ελληνικές τράπεζες. Για παράδειγμα, το
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (ΤΤ) καταγράφει τον κύριο όγκο των απωλειών του,
λόγω του PSI, καθώς η συμμετοχή των κρατικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιο
δανείων του ήταν πολύ υψηλότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες τράπεζες. Από
την άλλη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει πλέον το 21% για
τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ενώ δεν
είναι ξεκάθαρη η κίνηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το ερχόμενο
διάστημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα δάνεια σε καθυστέρηση
υπερτετραπλασιάστηκαν από 5% το 2008 σε 21.4% το 2012.
Στην
ουσία η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κάλυψε τις ζημιές που είχαν
καταγράψει οι τράπεζες και ως αποτέλεσμα των οποίων τα ίδια κεφάλαια των
τραπεζών βρίσκονταν σε αρνητικά επίπεδα. Η ΤτΕ υπολόγισε, με τη βοήθεια
μιας αποτίμησης που εκτέλεσε η αμερικανική εταιρία BlackRock, τα
ελάχιστα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια που έπρεπε να διαθέτει κάθε τράπεζα..
Οι
τράπεζες χωρίστηκαν από την αξιολόγηση της BlackRock και της ΤτΕ σε 4
«συστημικές» τράπεζες (Eurobank, Αλφα, Εθνική και Πειραιώς), που τελικά
ανακεφαλαιοποιήθηκαν με πόρους από το ΤΧΣ, και στις υπόλοιπες μικρότερες
«μη συστημικές» τράπεζες, η ανακεφαλαιοποίηση των οποίων θα έπρεπε να
γίνει αποκλειστικά με ιδιωτικά κεφάλαια. Μόνο η Τράπεζα Αττικής
«συγκέντρωσε» τα απαραίτητα κεφάλαια, χρησιμοποιώντας στην
πραγματικότητα τ’ αποθεματικά του Ταμείου Μηχανικών. Ως «συστημικές»
τράπεζες θεωρούνται εκείνες με μεγάλο σχετικό ενεργητικό που
διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν
σαφή όρια για το ποιες τράπεζες εντάσσονται στην κατηγορία των
συστημικών. Είναι όμως προφανές ότι η ένταξη μιας τράπεζας στην
κατηγορία των συστημικών τραπεζών είχε σημαντική επίδραση στην τελική
«τύχη» της τράπεζας, καθώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες πρακτικά
απορρόφησαν όλες τις υπόλοιπες.
Για
τις συστημικές τράπεζες, καθορίστηκε ότι, αν η ιδιωτική συμμετοχή στην
ανακεφαλαιοποίηση κάλυπτε το 10% των απαιτούμενων κεφαλαίων, οι ιδιώτες
μέτοχοι θα κρατούσαν το management των τραπεζικών ιδρυμάτων, ενώ τα
υπόλοιπα αναγκαία κεφάλαια θα καλύπτονταν από το ΤΧΣ, με τις μετοχές του
τελευταίου να είναι χωρίς δικαίωμα ψήφου. Στην περίπτωση αυτή, το ΤΧΣ
θα είχε το δικαίωμα πώλησης των μετοχών του μετά από μια πενταετία από
την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ γι’ αυτό το χρονικό διάστημα οι
ιδιώτες μέτοχοι θα έχουν τη δυνατότητα εξαγοράς των μετοχών του ΤΧΣ στην
τιμή που καθορίστηκε κατά την αρχική ΑΜΚ. Οσες συστημικές τράπεζες δεν
κάλυπταν τον προαναφερθέντα στόχο του 10%, θα πέρναγαν στα χέρια του ΤΧΣ
με στόχο την άμεση πώλησή τους. Τελικά, τρεις από τις τέσσερις
συστημικές τράπεζες, Εθνική, Πειραιώς και ALPHA, κάλυψαν την αναγκαία
συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στην ανακεφαλαιοποίηση και το management
έχει παραμείνει στα χέρια των προηγούμενων διοικήσεων.
Η
Eurobank δεν πέτυχε το στόχο της συμμετοχής ιδιωτών σε ποσοστό 10% και
πέρασε εξολοκλήρου στο ΤΧΣ. Η αδυναμία κάλυψης της συμμετοχής 10% από
τους υφιστάμενους μετόχους ήταν αναμενόμενη, αφού η Eurobank ήταν
ιδιοκτησία της ΕΤΕ, μετά από τη διαδικασία ανταλλαγής μετοχών των δύο
τραπεζών που ξεκίνησε στα τέλη του 2012 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του
2013. Οι μέτοχοι των δύο τραπεζών συμφώνησαν πρακτικά στην εξαγορά της
Eurobank από την ΕΤΕ, με ανταλλαγή μετοχών της πρώτης με μετοχές της
δεύτερης. Με τον τρόπο αυτό, το μεγαλύτερο τμήμα των μετοχών της
Eurobank θα πέρναγε στα χέρια της ΕΤΕ και οι μέτοχοι της Eurobank θα
έπαιρναν ως αντάλλαγμα μετοχές της ΕΤΕ. Η προώθηση της συγχώνευσης θα
οδηγούσε στη δημιουργία ενός γιγαντιαίου τραπεζικού ομίλου με ενεργητικό
που υπολειπόταν ελάχιστα από το συνολικό ΑΕΠ της χώρας. Η ολοκλήρωση
της συγχώνευσης θα οδηγούσε στον έλεγχο του 34% των καταθέσεων και του
33% των δανείων, ενώ στο μετοχικό κεφάλαιο του ομίλου περιλαμβανόταν και
το 12% του ΤΤ.
Ωστόσο,
αν και η ανταλλαγή των μετοχών ολοκληρώθηκε, η συγχώνευση των δύο
τραπεζών τελικά ανακόπηκε και δεν επιτράπηκε από τις ρυθμιστικές αρχές η
ανακεφαλαιοποίηση μετά από τη συγχώνευση. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε ότι η
ΕΤΕ, στην οποία ανήκε το 80% περίπου των μετοχών της Eurobank, θα έπρεπε
να καταβάλει περίπου 500 εκατ. ευρώ για να διατηρήσει τον έλεγχο της
Εurobank, πράγμα αδύνατο, αφού η ΕΤΕ είχε με τη σειρά της κεφαλαιακές
απαιτήσεις που δεν καλύπτονταν. Το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας
ήταν η ΕΤΕ να χάσει πρακτικά το σύνολο των μετοχών που διέθετε στην
Εurobank και οι πρώην μεγαλομέτοχοι της Eurobank να μετατραπούν σε
μεγαλομετόχους της νέας ΕΤΕ. Για παράδειγμα, ο όμιλος Λάτση, στον οποίο
ανήκε το 45% περίπου των μετοχών της Εurobank, βρέθηκε να είναι
μεγαλομέτοχος της ΕΤΕ, με ποσοστό περίπου 12%.
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Γύρω
από το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης και των τραπεζικών επιτρόπων που
την συνοδεύουν έχει ξεδιπλωθεί μια διαπάλη στο εσωτερικό της άρχουσας
τάξης που αφορά μια σειρά ζητήματα: α) Το υποχρεωτικό ποσοστό συμμετοχής
των ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση, από το οποίο θα εξαρτιόταν η
μελλοντική διατήρηση του ελέγχου της τράπεζας από τους σημερινούς
μετόχους ή θα οδηγούσε στη διαχείριση της τράπεζας από το ΤΧΣ ή σε
επιθετική εξαγορά της από άλλους τραπεζικούς ομίλους του εσωτερικού ή
κυρίως του εξωτερικού. β) Τη δυνατότητα επιθετικής εξαγοράς των τραπεζών
μετά από την παρέλευση 5ετίας, αφού θα είναι αδύνατη η εξεύρεση
κεφαλαίων από την ελληνική οικονομία για να επαναγοραστούν οι υπόλοιπες
μετοχές, που φτάνουν το 90%. γ) Τους αυστηρούς όρους επιτροπείας που θα
μεταβάλουν τους μέχρι σήμερα όρους χρηματοδότησης της ελληνικής
οικονομίας.
Ταυτόχρονα,
στο έδαφος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, εκδηλώνονται και μια
σειρά άλλες, γενικότερες αντιθέσεις της άρχουσας τάξης. Πρέπει να
σημειώσουμε την έντονη αντιπαράθεση σχετικά με τις προτεραιότητες
χρηματοδότησης (κλάδων κλπ.) της οικονομίας, που κορυφώθηκε με προτάσεις
για ρήτρες διοχέτευσης από τα κεφάλαια της ανακεφαλαιοποίησης στην
πραγματική οικονομία, για ν’ απαντήσει ο τραπεζικός κόσμος -πρώτα μέσω
της ALPHA και στη συνέχεια διά στόματος του Γ. Προβόπουλου- ότι τα
κεφάλαια ανακεφαλαιοποίησης δε θα διοχετευτούν στην πραγματική
οικονομία, καθώς πρόκειται για εποπτικά κεφάλαια. Η πίεση για
χρηματοδότηση της βιομηχανίας και του εμπορίου αντανακλά την ανάγκη του
κεφαλαίου που βρίσκεται σ’ αυτούς τους τομείς για ενίσχυση του
τραπεζικού δανεισμού κι έχει αντικειμενικά χαρακτηριστικά, από τη σκοπιά
του καπιταλισμού. Ωστόσο απολυτοποιεί τον πραγματικό, σύνθετο,
χαρακτήρα της ανακεφαλαιοποίησης.
Η
έντονη διαπάλη στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης γύρω από τα ζητήματα
των τραπεζών, της ανακεφαλαιοποίησης και της χρηματοδότησης της
οικονομίας αποτελεί μέρος των γενικότερων διεργασιών στην άρχουσα τάξη
σχετικά με το ζήτημα του ευρώ. Ενα τμήμα του κεφαλαίου που
δραστηριοποιείται στον τραπεζικό κλάδο βλέπει ως καταστρεπτικό το
ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ, ενώ, αντίθετα, τμήματα της εγχώριας
μεταποίησης και γενικότερα βιομηχανίας με εξαγωγικό προσανατολισμό που
αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας αντιλαμβάνονται τη νομισματική
ελευθερία ως πολλαπλασιαστική για την κερδοφορία τους, αντιμετωπίζοντας
με τελείως διαφορετικούς όρους τα ζητήματα της ανακεφαλαιοποίησης των
τραπεζών. Ταυτόχρονα, για πρώτη φορά, εμφανίζεται προβληματισμός σχετικά
με την παραμονή στο ευρώ και λόγω των όρων ανακεφαλαιοποίησης και του
εποπτικού ελέγχου των τραπεζών που την συνοδεύουν.
Γενικότερα
πρέπει να σημειώσουμε την επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης και της
διαχείρισής της, μέσα από την αναγκαστική για την έξοδο από την κρίση
καταστροφή κάποιων από τα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια, στην αλλαγή της
σύνθεσης της ίδιας της τάξης των καπιταλιστών, με την εμφάνιση νέων
καπιταλιστών στο προσκήνιο. Πρόκειται για μια διαδικασία αλληλένδετη με
τις κρίσεις.
Οι
όροι ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ισοδυναμούν με γενναία
χρηματοδότηση του τραπεζικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα προβλέπονται
πολλαπλές δυνατότητες επιστροφής του δανείου στο ΤΧΣ, αξιοποιώντας τη
μελλοντική κερδοφορία των τραπεζών. Από την άλλη, η ανακεφαλαιοποίηση
οδηγεί σε σημαντική μείωση της τρέχουσας θέσης των μεγαλομετόχων,
υποχρεώνοντάς τους είτε να καταθέσουν σημαντικά κεφάλαια στις τράπεζες
τους είτε να χάσουν τον έλεγχό τους. Επιπλέον, το παιχνίδι με την
επαναγορά μετοχών, τις μεταβολές των μετατρέψιμων ομολογιών σε μετοχές,
τις μεταβολές στις τιμές των δικαιωμάτων αγοράς -που θα
διαπραγματεύονται ελεύθερα στο χρηματιστήριο και θα μεταβάλλονται
ανάλογα με την πορεία των κερδών του τραπεζικού ομίλου σε σχέση με τη
σταθερή τιμή στην οποία θα γίνει η προσφορά των μετοχών που θα έχει στα
χέρια του το ΤΧΣ στο τέλος της πενταετίας- ουσιαστικά σημαίνει ότι η
μελλοντική μετοχική σύνθεση των τραπεζών είναι αδιευκρίνιστη και θα
παραμείνει γενικά αδιευκρίνιστη για την επόμενη πενταετία (μέχρι να
λήξουν τα δικαιώματα επαναγοράς, να προσδιοριστούν οι πραγματικές ζημιές
των τραπεζών από τα στεγαστικά δάνεια κλπ.).
Πρέπει
να σημειώσουμε ότι το πραγματικό επίπεδο των επισφαλειών στο εγχώριο
τραπεζικό σύστημα πιθανότατα δεν αντανακλάται στις εκτιμήσεις της
BlackRock και της ΤτΕ. Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που
συνεχώς αυξάνεται, το βάθεμα της κρίσης και η προοπτική κλεισίματος
πολλών επιχειρήσεων, η εκτόξευση της ανεργίας και οι μεγάλες μειώσεις
στους μισθούς ιδιωτικών και δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και το μεγάλο
ποσοστό στεγαστικών δανείων που ενδέχεται να μην μπορούν να
εξυπηρετηθούν λόγω των μειώσεων αυτών, οδηγούν στην πιθανότητα πολύ
μεγαλύτερων επισφαλειών από τις καταγεγραμμένες και συνεπώς σε πολύ
μεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σχέση με τις προϋπολογισμένες.
Συγχρόνως, η σημαντική απόσυρση καταθέσεων επιτείνει το πρόβλημα
ρευστότητας των τραπεζών. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε: α) Τη σταδιακή
επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Με βάση στοιχεία
της ΤτΕ, από τον Ιούλη του 2012 έχουν επιστρέψει περισσότερα από 17 δισ.
ευρώ. β) Τους πολλαπλούς μηχανισμούς παροχής διασυνοριακής ρευστότητας
μέσα από την ΕΚΤ .
Η
Εκθεση του ΔΝΤ για την πορεία του ελληνικού προγράμματος αντανακλά
αυτήν την πραγματικότητα όταν αναφέρεται στην ανάγκη επανεξέτασης των
αναγκαίων κεφαλαίων ανακεφαλαιοποίησης, λόγω των αλλαγών στο οικονομικό
περιβάλλον, των επιδράσεων της Κύπρου κλπ. Προκρίνει ένα νέο strees-test
των τραπεζών στο τέλος του έτους προκειμένου να διαπιστωθεί το ύψος των
αναγκαίων κεφαλαίων.
Στην
πραγματικότητα προδιαγράφεται μια μελλοντική νέα ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών λόγω σημαντικής αύξησης των επισφαλειών, που θα γίνει με τους
όρους που διαμορφώνονται από το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο (π.χ. κούρεμα
καταθέσεων κλπ.) ώστε να μην επωμιστούν το σύνολο των βαρών της
απαξίωσης οι μεγαλομέτοχοι.
Σημαντικό
τμήμα της αντιπαράθεσης αφορά τον τελικό έλεγχο της τραπεζικής αγοράς
μετά από την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Η διαπάλη
αυτή αφορά τόσο τον έλεγχο κάθε τραπεζικού ομίλου όσο και τα τελικά
μερίδια αγοράς των ομίλων. Η διαπάλη έχει και διεθνή διάσταση, καθώς
αφορά και ξένους ομίλους που έχουν ή τοποθέτησαν κεφάλαια στο ελληνικό
τραπεζικό σύστημα, ενώ υπεισέρχονται και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα που
στηρίζουν τους ομίλους.
Οπως
αναφέραμε προηγουμένως, η ύπαρξη τεσσάρων τραπεζών που θα κυριαρχήσουν
στην ελληνική αγορά καθορίστηκε επί της ουσίας μετά από σχετική
κανονιστική απόφαση της ΤτΕ με βάση την Εκθεση της BlackRock. Το πρώτο
σημείο αντιπαράθεσης μέσα στους κόλπους της άρχουσας τάξης ήταν πόσες
και ποιες τράπεζες θα θεωρηθούν συστημικές, θα παραμείνουν δηλαδή μετά
από τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης. Επίσης ξεδιπλώθηκε μια
αντιπαράθεση σχετικά με την προνομιακή αντιμετώπιση των συστημικών
τραπεζών έναντι των μη συστημικών, κυρίως από τους μετόχους των μη
συστημικών τραπεζών.
Οπως
αναφέραμε, τα τελικά μερίδια αγοράς καθορίστηκαν από τις εξαγορές και
συγχωνεύσεις των μικρότερων τραπεζών και ως εκ τούτου ήταν καθοριστικές
οι αποφάσεις του ΤΧΣ για το ποια τράπεζα θ’ απορροφούσε καθεμιά από τις
μικρότερες τράπεζες. Αξίζει να σημειώσουμε πως το ΤΧΣ δεν προέκρινε την
εξαγορά των κυπριακών υποκαταστημάτων από την ΕΤΕ και προέκρινε την
εξαγορά τους από την Πειραιώς, με το επιχείρημα ότι η ΕΤΕ είχε
συγχωνευτεί με την Eurobank και ήδη αποτελούσε κυρίαρχο παίκτη στην
ελληνική αγορά. Ωστόσο στη συνέχεια το ΤΧΣ προέκρινε, όπως αναφέραμε,
την ξεχωριστή ανακεφαλαιοποίηση ΕΤΕ-Eurobank. Με σειρά αποφάσεων, η
Τράπεζα Πειραιώς μέσα σ’ ένα χρόνο απορρόφησε 4 τράπεζες και το
ενεργητικό της πρακτικά διπλασιάστηκε (από 47 δισ. ευρώ σε 99 δισ.
ευρώ).
Στις
αρχές Ιούλη, αντίστοιχη επιλογή του ΤΧΣ καθόρισε την τύχη του ΤΤ.
Επιλέχτηκε η προσφορά της Eurobank, που τελικά το εξαγόρασε. Η εξαγορά
του από την Eurobank προκρίθηκε μετά από αλλαγή στους όρους του σχετικού
διεθνούς διαγωνισμού που είχε προκηρυχτεί, αλλαγή που έγινε λίγο πριν
την καταληκτική ημερομηνία του διαγωνισμού. Δημοσιογραφικές πηγές
ενημέρωναν για έντονη διαπάλη στο εσωτερικό του ΤΧΣ, ενώ έγινε λόγος
ακόμα και για πιθανή παραίτηση της διευθύνουσας συμβούλου του Ταμείου
λόγω της διαπάλης για την τελική τύχη του ΤΤ.
Με
την εξαγορά του ΤΤ, η Eurobank καθίσταται η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα
της ελληνικής αγοράς. Το ΤΧΣ έχει ήδη ανακοινώσει την επικείμενη πώληση
της Eurobank, ενώ έχουν δει το φως της δημοσιότητας δημοσιογραφικές
πληροφορίες4 σχετικά με πιθανούς αγοραστές
σημαντικού πακέτου μετοχών της τράπεζας. Μέσα στους φερόμενους ως
αγοραστές συγκαταλέγονται μεγάλα αμερικανικά επενδυτικά σχήματα, όπως το
Fairfax Holdings που συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της θυγατρικής
Eurobank Properties, το Third Point, καθώς και το Eaglevale Partners,
συνιδρυτής του οποίου είναι ο Mαρκ Mεζβίνσκι, γαμπρός της οικογένειας
Κλίντον. Η πρόθεση πώλησης της Eurobank και η σχετική δυσκολία πώλησης
της ΕΤΕ ή του ομίλου ΕΤΕ-Εurobank φαίνεται να έπαιξε ρόλο στην απόφαση
ξεχωριστής ανακεφαλαιοποίησης των δύο τραπεζών.
Τμήμα
της διαπάλης αφορά και τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό των τραπεζικών
ομίλων, σχετικά με το ποιος θα ελέγχει το πλειοψηφικό πακέτο. Αναφέραμε
ήδη τις σημαντικές μεταβολές στη μετοχική σύνθεση της ΕΤΕ. Αντίστοιχα, η
ανακεφαλαιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μεταβολή της
μετοχικής σύνθεσης της ALPHA, με την είσοδο του επενδυτικού σχήματος
Paramount, που στηρίζεται από κεφάλαια του Κατάρ, σε ποσοστό 9% (με την
πλήρη άσκηση των δικαιωμάτων αγοράς).
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Ο
νέος γύρος συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης στο τραπεζικό σύστημα θα
έχει δραστικές αρνητικές επιπτώσεις για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων,
τόσο για τους εργαζομένους στις τράπεζες όσο και για τα υπόλοιπα λαϊκά
στρώματα, ως καταθέτες και δανειολήπτες από τις τράπεζες.
Η
εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης και οι μέχρι σήμερα συγχωνεύσεις
έχουν οδηγήσει ήδη σε δραστική μείωση του προσωπικού που εργάζεται στο
χρηματοπιστωτικό τομέα, από 66 χιλιάδες το 2008, σε 57 χιλιάδες το 2012.
Η ολοκλήρωση των συγχωνεύσεων θα συνοδευτεί με δραστική περικοπή των
θέσεων εργασίας το ερχόμενο διάστημα. Το ΤΤ έχει ήδη προβεί σε 600
απολύσεις με τη μορφή της εθελούσιας εξόδου και, μετά την απορρόφησή του
από την Eurobank, προετοιμάζεται νέος γύρος 500 απολύσεων. Ο όμιλος της
Τράπεζας Πειραιώς ετοιμάζει 2.000 απολύσεις με τη μορφή της εθελούσιας
εξόδου, ενώ την ερχόμενη 3ετία αναμένεται ν’ αποχωρήσουν επιπλέον 2.000
εργαζόμενοι της Αγροτικής Τράπεζας λόγω συνταξιοδότησης. Στην ΕΤΕ το
αντίστοιχο πρόγραμμα αφορά περίπου 1.800-2.000 εργαζομένους. Συνολικά οι
«αποχωρήσεις» με διάφορα προγράμματα «εθελούσιας εξόδου» στα οποία
προχωρούν οι τραπεζικοί όμιλοι εκτιμώνται σε περισσότερες από 4.500
μέχρι το τέλος του 2014, ενώ εκτιμάται ότι θα κλείσουν έως και 500
τραπεζικά καταστήματα.
Οι
δραστικές περικοπές προσωπικού ισοδυναμούν και με σημαντική
εντατικοποίηση της εργασίας στο τραπεζικό κλάδο. Σε όρους 7ετίας, η
μείωση του προσωπικού προσεγγίζει το 25%, ενώ συγχρόνως προετοιμάζεται
νέος γύρος επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων του κλάδου.
Ηδη έχει θεσμοθετηθεί το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας ορισμένων
καταστημάτων ανά τράπεζα, ενώ η ανατροπή του 5ήμερου συνολικά θα έχει
δραστικές επιπτώσεις και στις τράπεζες.
Συγχρόνως,
με τη διαδικασία απαξίωσης της εργατικής δύναμης, οι εργαζόμενοι στις
τράπεζες βιώνουν ήδη σημαντικές περικοπές σε μισθούς και συνολικά
δικαιώματα. Η νέα ΣΣΕ που υπέγραψε η συμβιβασμένη ηγεσία της ΟΤΟΕ
προβλέπει περικοπές στους μισθούς με 6% μείωση του βασικού μισθού και
κατάργηση του επιδόματος ισολογισμού, συνολικού ύψους 3,5%. Η σταδιακή
καθιέρωση στον κλάδο υπεργολαβικής απασχόλησης και ενοικιαζόμενων
εργαζομένων οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση του εισοδήματος των
τραπεζοϋπαλλήλων. Η μείωση των μισθών των τραπεζοϋπαλλήλων αποτελεί
βασική συνιστώσα με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση της κερδοφορίας του
τραπεζικού κεφαλαίου.
Η
συγκεκριμένη εξέλιξη αντανακλά τη γενικότερη επίθεση στα δικαιώματα των
εργαζομένων συνολικά. Οι μισθοί των εργαζομένων σ’ έναν κλάδο της
οικονομίας γενικά ακολουθούν τη συνολική κίνηση των μισθών, καθώς η
μετακίνηση του εργατικού δυναμικού από κλάδο σε κλάδο οδηγεί, σε
τελευταία ανάλυση, στην εξίσωση και του μισθού. Συγχρόνως, το τραπεζικό
κεφάλαιο έχει πολλαπλούς λόγους να πρωτοστατεί στην αύξηση του βαθμού
εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Το κέρδος του τραπεζικού κεφαλαίου
προέρχεται γενικά από τον τόκο5 και ο τόκος
είναι τμήμα της υπεραξίας που παράγεται στην καπιταλιστική οικονομία
συνολικά. Η αύξηση του τραπεζικού κέρδους είναι απολύτως συμβατή με την
αύξηση της υπεραξίας, δηλαδή του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων
συνολικά. Για το λόγο αυτό, οι εκπρόσωποι του τραπεζικού κεφαλαίου δε
χάνουν καμιά ευκαιρία ν’ αναδείξουν την ανάγκη θωράκισης της
ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων, την ανάγκη προώθησης
μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στη θωράκιση της κερδοφορίας των
μονοπωλίων. Από την άλλη, οι τραπεζικοί όμιλοι έχουν ανάγκη να
επαναγοράσουν τα μετοχικά πακέτα που βρίσκονται στην ιδιοκτησία του ΤΧΣ
μέσα στην ερχόμενη πενταετία, ανάγκη που δημιουργεί πρόσθετες πιέσεις
γι’ αύξηση της κερδοφορίας τους ώστε ν’ ανταπεξέλθουν σε αυτές τις
αυξημένες δαπάνες.
Η
ίδια αντικειμενική αναγκαιότητα θωράκισης της κερδοφορίας του
τραπεζικού κεφαλαίου προμηνύει αρνητικές συνέπειες για το σύνολο των
λαϊκών στρωμάτων. Η κερδοφορία των τραπεζών προϋποθέτει επιδείνωση των
όρων καταθέσεων και δανεισμού των λαϊκών στρωμάτων, περνάει μέσα από την
αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων για
τα λαϊκά στρώματα. Η ουσιαστική κυριαρχία τεσσάρων τραπεζικών ομίλων
στην τραπεζική αγορά, η απορρόφηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που
εξασφάλιζε καλύτερους όρους ταμιευτηρίου σε πλατιά λαϊκά στρώματα, το
κλείσιμο τριών συνεταιριστικών τραπεζών και η σταδιακή απαξίωσή τους
γενικά, οδηγούν σε σημαντικές αλλαγές στους όρους με τους οποίους
αποταμιεύουν και δανείζονται τα λαϊκά στρώματα.
Τέλος,
το ενδεχόμενο συμμετοχής των λαϊκών αποταμιευτών σε μια μελλοντική νέα
ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών είναι ανοιχτό. Το εύρος των
συνεπειών της νέας κεφαλαιοποίησης στις λαϊκές αποταμιεύσεις δεν μπορεί
να προδιαγραφεί.
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ
Οι
εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος αφορούν την υπογραφή της τρίτης
κατά σειρά σύμβασης της Βασιλείας και τις σχετικές προσαρμογές στο
ευρωπαϊκό πλαίσιο, καθώς και την προώθηση σχεδίων για μεγαλύτερη
ενοποίηση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, με πρώτο βήμα την
υιοθέτηση ενός Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για τις τράπεζες της ΕΕ.
Αναφέρονται επίσης σε διάφορες επεξεργασίες της ΕΕ και επόμενα βήματα
προς αυτήν την κατεύθυνση, με την υιοθέτηση κοινών κανόνων εποπτείας
(έχει ήδη ιδρυθεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για να υλοποιήσει αυτό το
καθήκον), με υιοθέτηση ενός Πανευρωπαϊκού Εγγυητικού Μηχανισμού για τις
καταθέσεις κλπ.
Ωστόσο
η καπιταλιστική κρίση, η εντεινόμενη δυσκολία διαχείρισης της αναγκαίας
απαξίωσης κεφαλαίου και οι αντιθέσεις που οξύνονται δυσχεραίνουν την
επίτευξη ενός στέρεου μακροπρόθεσμου συμβιβασμού, όπως της Πανευρωπαϊκής
Ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αλλά ακόμα και
βραχυπρόθεσμους συμβιβασμούς σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης.
Αλλωστε η Ευρωζώνη δεν έχει ξεπεράσει την καπιταλιστική κρίση. Σχετικά
δημοσιεύματα κάνουν λόγο για πιθανότητα εκδήλωσης σημαντικών αναταραχών
στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης το ερχόμενο διάστημα, λόγω του
υψηλού τραπεζικού δανεισμού.
Οι
πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Schaeuble για
ανάγκη αλλαγής της Ευρωπαϊκής Συνθήκης προκειμένου να προχωρήσει ο
Πανευρωπαϊκός Μηχανισμός Διαχείρισης Τραπεζών υπό πτώχευση έχει αυτόν το
χαρακτήρα. Μια μεταβολή στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη, που προϋποθέτει
εκτεταμένες συζητήσεις και έγκριση από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών,
είναι μια διαδικασία πολύ δυσκολότερη από μια νέα συνθήκη και η ανάδειξη
από τη γερμανική πλευρά της αλλαγής της συνθήκης ως προϋπόθεσης για την
τραπεζική ενοποίηση σχολιάστηκε από το διεθνή Τύπο ως προσπάθεια
καθυστέρησης κι ένδειξης ότι η Γερμανία δεν επιθυμεί την προώθηση της
τραπεζικής ενοποίησης.
Ωστόσο
η προσπάθεια της γερμανικής πλευράς δεν πρέπει να κατανοείται
μονοδιάστατα, ως προσπάθεια αποφυγής της τραπεζικής ένωσης γενικά, όπως
εμφανίζεται από πλευρά του αστικού Τύπου. Αντίθετα, πρέπει να κατανοηθεί
ως εξειδίκευση στο χρηματοπιστωτικό τομέα της γενικής κατεύθυνσης που
θέτει η γερμανική αστική τάξη, δηλαδή της προώθησης της ενοποίησης υπό
όρους που αντανακλούν τα συμφέροντά της.
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΤΩΝ ΣΤΙΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΔΙΑΣΩΣΕΙΣ
Σε
αυτήν την κατεύθυνση, οι εξελίξεις στην Κύπρο που προετοίμασαν τη
γενική συμμετοχή των καταθετών σε μελλοντικές ανακεφαλαιοποιήσεις των
τραπεζών είναι χωρίς αμφιβολία η σημαντικότερη εξέλιξη του τελευταίου
διαστήματος. Στην περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου, οι μη εγγυημένες
καταθέσεις (>100.000 ευρώ) «κουρεύτηκαν» κατά 47,5%. Η περίπτωση της
Κύπρου αρχικά παρουσιάστηκε ως ειδική, ξεχωριστή περίπτωση, που
σχετιζόταν με το μεγάλο σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας (ενεργητικό
~ 8 φορές του ΑΕΠ) χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ευνοϊκό φορολογικό
καθεστώς και την κατηγορία περί ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος μέσω Off
Shore τριών τραπεζών, που εμμέσως πλην σαφώς στρεφόταν κατά των ειδικών
σχέσεων της Κύπρου με ρωσικά κεφάλαια. Ωστόσο, όπως είχαμε επισημάνει, η
ΕΕ αποφάσισε τη γενική ισχύ του bail-in, δηλαδή της συμμετοχής και των
καταθετών σε μελλοντική διάσωση των τραπεζών. Η απόφαση καταρχάς
περιέχει δικλείδες προστασίας των μεγαλομετόχων και των μεγαλοεπενδυτών
των τραπεζών, αφού κάνει λόγο για υποχρεωτική συμμετοχή τους στις ζημιές
σε ποσοστό μόλις 8% των συνολικών τραπεζικών απαιτήσεων. Για τις
υπόλοιπες τραπεζικές απαιτήσεις, οι κρατικές αρχές θ’ απορροφούν τις
απώλειες και θα μπορούν ν’ ανακεφαλαιοποιούν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Συγχρόνως
ακόμα και η διαφημιζόμενη προστασία των καταθέσεων κάτω από 100.000
ευρώ είναι επισφαλής κι έχει στόχο να συσκοτίσει τη σημαντική πιθανότητα
ενός μελλοντικού κουρέματος όλων των καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων
και αυτών που είναι κάτω από τις 100.000 ευρώ.
Από
τη μια, η ίδια η απόφαση αναφέρει ρητά την πιθανότητα συμμετοχής στη
διάσωση των τραπεζών και άλλων πηγών εκτός των μη διασφαλισμένων
καταθέσεων, σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης των απαιτήσεων από αυτές,
προδιαγράφοντας ουσιαστικά τη συμμετοχή και καταθέσεων κάτω από 100.000
ευρώ «σε περίπτωση ανάγκης». Στην Ελλάδα το 90% των καταθέσεων είναι
κάτω από 10.000 ευρώ. Είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής
διάσωσης των τραπεζών, όπου οι εγγυημένες καταθέσεις δε θα επαρκούν να
καλύψουν τη «μαύρη τρύπα», με συνέπεια να ενεργοποιηθούν οι ρήτρες
ανάγκης που μεταφέρουν το βάρος της διάσωσης στις πλάτες εκατοντάδων
χιλιάδων λαϊκών αποταμιευτών που θα δουν τις καταθέσεις τους να
«κουρεύονται».
Από
την άλλη, μια απόφαση για «κούρεμα» δεν προαναγγέλλεται, καθώς μια
προαναγγελία απλά επισημαίνει τον κίνδυνο και καλεί τους ενδιαφερόμενους
να πάρουν μέτρα (π.χ. μεταφορές κεφαλαίων εκτός Ελλάδας, σπάσιμο
καταθέσεων σε πολλούς μικρότερους λογαριασμούς κλπ.). Συνεπώς, ο
πραγματικός στόχος μιας τέτοιας απόφασης δεν είναι άλλος παρά να
πειστούν οι λαϊκοί αποταμιευτές για την ασφάλεια των καταθέσεών τους και
το «κούρεμα» να πέσει «ως κεραυνός εν αιθρία».
Οι
κυβερνητικές επικλήσεις για βάρη διάσωσης που δε θα πέσουν στους
φορολογούμενους, αλλά στους επενδυτές και στους καταθέτες, προκαλούν
γέλιο. Οι μεγαλοκαταθέτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, έχουν και την
τεχνική και την οικονομική δυνατότητα να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους
σε άλλους ασφαλέστερους τραπεζικούς προορισμούς. Η μαζική φυγή κεφαλαίων
από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Αντίθετα, οι λαϊκοί αποταμιευτές, που «κρατούν στην άκρη» μερικές
χιλιάδες ευρώ για να καλύψουν κάποια έξοδα σε ώρα ανάγκης, δεν έχουν τη
δυνατότητα να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους σε άλλους προορισμούς.
Είναι αυτοί που θα υποστούν τις συνέπειες του κουρέματος των καταθέσεων.
Σε τελευταία ανάλυση, τις ζημιές της καπιταλιστικής κρίσης τις
πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα, είτε ως φορολογούμενοι είτε ως λαϊκοί
αποταμιευτές.
Η
απόφαση ταυτόχρονα αποτελεί και υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται
μια συζήτηση σχετικά με ασφαλείς τράπεζες και ασφαλείς τραπεζικούς
προορισμούς. Η ρητή συμμετοχή των καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ σε
μια πιθανή τραπεζική διάσωση μιας προβληματικής τράπεζας αντικειμενικά
οδηγεί σε φυγή κεφαλαίων προς τραπεζικούς προορισμούς που θεωρούνται
ασφαλέστεροι. Καθώς η καπιταλιστική κρίση δεν εκδηλώθηκε στο ίδιο βάθος
σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι τραπεζικοί όμιλοι της Γερμανίας και
άλλων χωρών της ΕΕ, όπου η κρίση δεν ήταν τόσο βαθιά, δεν αντιμετωπίζουν
στον ίδιο βαθμό πιθανότητα χρεοκοπίας και ανάγκης διάσωσης, άρα και
πιθανότητα «κουρέματος» των καταθέσεων.
Η
συμφωνία αποτυπώνει πως οι καταθέσεις σε αυτές τις τράπεζες είναι
τελικά ασφαλέστερες. Αντικειμενικά, η συμφωνία θα έχει ως αποτέλεσμα τη
μαζική μετακίνηση κεφαλαίων προς αυτούς τους τραπεζικούς ομίλους
(Γερμανίας, Ολλανδίας κλπ.), αλλά και προς τους τραπεζικούς ομίλους της
Βρετανίας, όπου θεωρείται διαχρονικά χρηματοπιστωτικό κέντρο υψηλής
ασφάλειας. Η εισροή κεφαλαίων σ’ έναν τραπεζικό όμιλο αυξάνει τις
δυνατότητες παροχής δανείων, του δίνει τη δυνατότητα απόκτησης
μεγαλύτερης πίτας στις αγορές κεφαλαίου. Ετσι, η συγκεκριμένη απόφαση
της ΕΕ αντανακλά την όξυνση των αντιθέσεων μονοπωλιακών ομίλων και
ιμπεριαλιστικών κρατών σχετικά με το μοίρασμα της πίτας των διεθνών
κεφαλαιαγορών. Δεν είναι τυχαίο ότι η απόφαση χαιρετίστηκε ως σημαντική,
τόσο από το Γερμανό όσο και από τον Ολλανδό υπουργό Οικονομικών.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη συμβαδίζει με την προσπάθεια της γερμανικής
πλευράς να ελαχιστοποιήσει το βάρος της απαξίωσης κεφαλαίου που θα
επωμιστεί σε μια πιθανή τραπεζική ένωση, ενώ και ο περιορισμός του
πλαφόν για κεφάλαια που θα χορηγεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας
(ΕΜΣ) για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, στα 50-70 δισ. ευρώ,
συμβαδίζει με τη θέση μεταφοράς τμήματος της αναγκαίας
ανακεφαλαιοποίησης στους καταθέτες.
Η
απαξίωση της αξίας του ενεργητικού των τραπεζών, κατά βάση των
χορηγήσεων, εξαιτίας της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, των
πτωχεύσεων επιχειρήσεων, την υποτίμηση της αξίας των ακινήτων που
αποτελούν εμπράγματες εξασφαλίσεις των ενυπόθηκων δανείων, είναι
αντικειμενικό να οδηγεί σε απαξίωση των καταθέσεων που αποτελούν
σημαντικό μέρος του παθητικού των τραπεζών, καθώς είναι κυρίως εκείνες
που μετατρέπονται, μέσω της κίνησης του τραπεζικού κεφαλαίου, σε δάνεια
για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ωστόσο είναι απαραίτητο να
διευκρινιστεί, τόσο για τις ανάγκες της προπαγάνδας, αλλά και της
βαθύτερης κατανόησης από τις δυνάμεις μας, ότι οι μικροκαταθέτες των
τραπεζών δεν καταθέτουν κεφάλαια στην τράπεζα, αλλά χρηματικά διαθέσιμα.
Ο Μαρξ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μικρά ποσά, που το κάθε ένα από αυτά
είναι ανίκανο να δράσει σα χρηματικό κεφάλαιο, συνενώνονται σε μεγάλες
μάζες και αποτελούν έτσι μια χρηματική δύναμη. Αυτή η συνάθροιση μικρών
ποσών, σαν ιδιαίτερο αποτέλεσμα του τραπεζικού συστήματος, πρέπει να
διακριθεί από τη μεσολάβησή του ανάμεσα στους καθεαυτό κεφαλαιοκράτες
του χρήματος και τους δανειζόμενους»6. Στην
περίπτωση των μικροκαταθετών, ο ρόλος της τράπεζας συνίσταται στη
μετατροπή τους σε κεφάλαιο που διαχειρίζεται το τραπεζικό σύστημα υπ’
ευθύνη του.
Η
επισήμανση αυτή έχει σημαντικό πολιτικό χαρακτήρα. Ενα πιθανό «κούρεμα»
καταθέσεων στην Ελλάδα ενδέχεται ν’ αφορά τελικά και μικροκαταθέτες με
αποτέλεσμα μια άμεση επιπρόσθετη μείωση του λαϊκού εισοδήματος.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με βάση στοιχεία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών
το 92% των καταθετών έχει καταθέσεις κάτω των 10.000 ευρώ, ενώ το 82%
κάτω των 2.000 ευρώ. Επίσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι μη
χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχουν συνολικό δανεισμό 106 δισ. ευρώ και
συνολικές καταθέσεις 18 δισ. ευρώ. Είναι προφανές ότι ένα κούρεμα
καταθέσεων λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μεταφορά του
απαξιωμένου κεφαλαίου των επιχειρήσεων που κλείνουν, των εμπορευμάτων
που δεν πωλούνται, στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων. Είναι μια μορφή
διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης στις πλάτες των λαϊκών και των
μεσαίων στρωμάτων που διαθέτουν τραπεζικές καταθέσεις.
ΤΟ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΙΙΙ
Στο
θέμα της εποπτείας, μια βασική εξέλιξη του τελευταίου διαστήματος είναι
η επιτάχυνση της ενσωμάτωσης της Βασιλείας ΙΙΙ στην ΕΕ. Στις 27 Μάρτη
το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων κατέληξε σ’ ένα πλαίσιο συμβιβασμού
σχετικά με την υιοθέτηση των προβλέψεων της Βασιλείας ΙΙΙ, το οποίο
τελικά τέθηκε σε ισχύ από τα μέσα Ιούλη. Η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ
ενσωματώθηκε στο κοινοτικό δίκαιο με δύο κείμενα, που αναφέρονται ως
«κείμενα συμβιβασμού» (compromise text) στην ίδια την απόφαση του
συμβουλίου, αντανακλώντας ότι το περιεχόμενό τους δεν αποτελεί κάτι
διαφορετικό από ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε αντικρουόμενα συμφέροντα του
χρηματιστικού κεφαλαίου στις διάφορες χώρες της ΕΕ. Τα κείμενα περιέχουν
λεπτομέρειες για τον τρόπο χαρακτηρισμού των κεφαλαίων σε κεφάλαια Tier
17 κλπ., ενώ προβλέπεται επίσης
διαφοροποίηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων ανάλογα με τη «συστηματικότητα»
της τράπεζας (οι τράπεζες διαχωρίζονται σε διάφορα επίπεδα
συστηματικότητας και το ύψος των αναγκαίων κεφαλαίων μεταβάλλεται
ανάλογα με το επίπεδο συστηματικότητας). Επίσης, προβλέπονται
περιορισμοί στις αμοιβές των τραπεζικών στελεχών, θέτοντας ως ανώτερο
όριο το 200% του κανονικού μισθού, καθώς και μια σειρά επιπλέον κανόνες
ρύθμισης σχετικά με τη ρευστότητα, τα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια με το
συνολικό ενεργητικό χωρίς στάθμιση κινδύνου8
κλπ. Ο συμβιβασμός αντανακλάται και στο γεγονός ότι το νέο πλαίσιο
αποτελείται από έναν κανονισμό που είναι άμεσα εκτελεστός ως κοινοτικό
δίκαιο και από μια οδηγία, η ισχύς της οποίας επαφίεται στην υιοθέτησή
της ως εθνικού δικαίου σε κάθε κράτος-μέλος. Ειδικότερα, υπό την αίρεση
κάθε κράτους-μέλους βρίσκονται ορισμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις που
προβλέπει το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ (π.χ. αντικυκλικός λογαριασμός), ο
περιορισμός στις αμοιβές των τραπεζικών στελεχών, ο έλεγχος των
τραπεζικών ιδρυμάτων σχετικά με τη μεθοδολογία εκτίμησης του κινδύνου.
Γενικά,
οι βασικές μεταβολές που φέρνει η Βασιλεία ΙΙΙ αφορούν τον τρόπο
προσμέτρησης κάθε τύπου κεφαλαίου στα κεφαλαιακά διαθέσιμα των τραπεζών
(αυστηροποιώντας τις προδιαγραφές για το είδος των κεφαλαίων που
θεωρούνται ως κεφάλαια Tier 1 κλπ.) και ταυτόχρονα το ύψος των αναγκαίων
κεφαλαίων ως ποσοστό του ενεργητικού των τραπεζών. Ειδικότερα, η
συνθήκη αυξάνει τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια από 2,5% των σταθμισμένων
ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού (RWA, Risk Weighted
Assets) σε 4,5%, αυξάνει τα επίπεδα των κεφαλαίων Tier 1 από 4% σε 6%,
προστίθεται ένας επιπλέον λογαριασμός ύψους 2,5% στα ίδια κεφάλαια, ενώ
εισάγεται κι ένας αντικυκλικός λογαριασμός από 0 έως 2,5%. Οι συνολικές
κεφαλαιακές απαιτήσεις αυξάνονται σε 10,5% συνολικά, ενώ, αν
συνυπολογιστεί και ο αντικυκλικός λογαριασμός, φτάνουν στο 13%.
Προβλέπονται μεταβατικές ρυθμίσεις, με την απαίτηση του 8% (στα συνολικά
κεφάλαια) να υιοθετείται από το 2013, και η απαίτηση του 10,5% από το
2019. Ειδικότερα, στα ενδιάμεσα στάδια, προβλέπεται η απαίτηση για 3,5%
ίδια κεφάλαια, 4,5% κεφάλαια Tier 1 και 8% συνολικό κεφάλαιο από 1
Γενάρη 2013.
Η
αυστηροποίηση του εποπτικού πλαισίου, αρχής γενομένης από τη Βασιλεία
Ι, εκφράζει: α) Την ανάγκη ρυθμιστικής αντιμετώπισης της μεγάλης
διασύνδεσης των τραπεζικών συστημάτων που δημιούργησε η απελευθέρωση
στην κίνηση του διεθνούς κεφαλαίου. Η ραγδαία αύξηση του μεγέθους και
της πολυπλοκότητας της χρηματαγοράς υποχρεώνει τα διάφορα ιμπεριαλιστικά
οικονομικά κέντρα και τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν μια σειρά μέτρων και
να θεσπίζουν κανόνες προκειμένου να διασφαλίσουν στο μέτρο που είναι
δυνατόν τη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. β) Τις
αντιθέσεις ανάμεσα στ’ αυτοτελή συμφέροντα του τραπεζικού και του
χρηματικού κεφαλαίου, σε αντιπαράθεση με το γενικό συμφέρον της άρχουσας
τάξης για διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. γ) Τις
αντιθέσεις ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους του χρηματιστικού
κεφαλαίου, στα ιμπεριαλιστικά κέντρα για το μοίρασμα των διεθνών αγορών
κεφαλαίου και την κυριαρχία επί του σχετικού οικονομικού εδάφους. δ) Την
ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης του
κεφαλαίου μέσα από τη συγκέντρωση κεφαλαίου που επιβάλλει ευθέως και τις
συγχωνεύσεις στις οποίες εξωθεί η αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας.
Αναφορικά
με τις προβλέψεις της συμφωνίας αυτής, πρέπει να επισημάνουμε τα
ακόλουθα, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής μας:
•
Η περαιτέρω, αυστηρότερη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αν
κι επιβάλλεται από τις τεράστιες διαστάσεις της διεθνοποίησης του
κεφαλαίου, της αλληλεπίδρασης κρισιακών καταστάσεων από τη μια χώρα στην
άλλη, ωστόσο δεν μπορεί ν’ απαλείψει την εκδήλωση των καπιταλιστικών
κρίσεων, αφού η αιτία τους βρίσκεται στον πυρήνα της καπιταλιστικής
εμπορευματικής παραγωγής και όχι αποκλειστικά στην κυκλοφορία του
κεφαλαίου στη χρηματική του μορφή.
•
Ο υπολογισμός των αναγκαίων κεφαλαίων γίνεται στη βάση «σταθμισμένων ως
προς τον κίνδυνο» στοιχείων. Ο τρόπος στάθμισης επηρεάζει το ύψος των
εποπτικών κεφαλαίων. Η συμφωνία της Βασιλείας ΙΙΙ μετέβαλε
(αυστηροποίησε) και τον τρόπο στάθμισης. Πρέπει να εξετάσουμε
διεξοδικότερα τις μεταβολές αυτές, πώς επηρέασαν συγκριτικά τους
τραπεζικούς ομίλους σε ΕΕ, ΗΠΑ, Ιαπωνία (π.χ. στάθμιση κρατικών
ομολόγων, διαφορετική έκθεση κλπ.). Να σημειώσουμε ότι ο τρόπος
στάθμισης δεν είναι πλήρως ενιαιοποιημένος από χώρα σε χώρα, όπως
επισημαίνεται σε πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ «Why Do RWAs Differ Across
Countries and What Can Be Done About It?», 2012, ενώ οι διαφορές αυτές,
που αντανακλούν τα αποκλίνοντα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου
από χώρα σε χώρα, επιδρούν στο ύψος των αναγκαίων εποπτικών κεφαλαίων
και τελικά στον ενδοτραπεζικό ανταγωνισμό. Γενικά, στη Β. Αμερική τα RWA
βρίσκονταν το 2011 στο 57% του συνολικού ενεργητικού, στην Ευρώπη στο
35% και στην Ασία στο 51%.
•
Η αναγκαία αύξηση στα τραπεζικά κεφάλαια μέσα από τη συγκεκριμένη
διαδικασία επιταχύνει ταυτόχρονα τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και τη
συγκεντροποίηση (λόγω επιτάχυνσης εξαγορών και συγχωνεύσεων στη βάση
μεγάλων κεφαλαιακών απαιτήσεων). Αναφέρουμε ότι σχετική μελέτη
υπολογίζει τα απαιτούμενα πρόσθετα κεφάλαια για τις τράπεζες της ΕΕ ν’
ανέρχονται στα 1,1 τρισ. ευρώ από την πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ.
ΕΝΙΑΙΟΣ ΕΠΟΠΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΕ
Σημαντική
εξέλιξη του τελευταίου διαστήματος αφορά την υιοθέτηση ενός ευρωπαϊκού
εποπτικού μηχανισμού για τις τράπεζες της ΕΕ. Ο Ενιαίος Εποπτικός
Μηχανισμός (ΕΕΜ) αποφασίστηκε τελικά στις 13 Δεκέμβρη του 2012, μετά από
πολύμηνες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, που
εκφράστηκαν επίσης και σε αντιθέσεις ανάμεσα στα όργανα της ΕΕ. Η αρχική
πρόταση της Κομισιόν για τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό μπλοκαρίστηκε
από τη γερμανική πλευρά και η πρόταση που προέκυψε αποτελεί συμβιβασμό,
τόσο αναφορικά με το περιεχόμενο όσο και με το χρονοδιάγραμμα
υλοποίησης.
Οι
βασικές προβλέψεις του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, όπως υιοθετήθηκε,
είναι η ανάθεση της εποπτείας των τραπεζικών ιδρυμάτων (έγκριση και
αναστολή λειτουργίας, εποπτεία σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια κλπ.)
στην ΕΚΤ από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες που διαχειρίζονται την
τραπεζική εποπτεία σήμερα. Η εποπτεία από την ΕΚΤ είναι υποχρεωτική για
τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και προαιρετική για τα υπόλοιπα κράτη της
ΕΕ. Η Βρετανία, η Σουηδία και η Πολωνία κατέστησαν σαφές ότι δε θα
συμμετάσχουν στον εν λόγω μηχανισμό εποπτείας.
Στον τελικό συμβιβασμό, η ΕΚΤ δε θα παρακολουθεί απευθείας όλα τα
τραπεζικά ιδρύματα, αλλά μόνο τα τραπεζικά ιδρύματα με συνολικά
περιουσιακά στοιχεία άνω των 30 δισ. ευρώ, αφήνοντας έτσι εκτός άμεσης
εποπτείας από την ΕΚΤ τις γερμανικές Landesbanken (αποταμιευτικές
τράπεζες), με το ρόλο της να περιορίζεται στην έμμεση εποπτεία τους.
Σημειώνουμε ότι στην αρχική πρόταση της Κομισιόν για το θέμα γινόταν
ιδιαίτερη μνεία στην ανάγκη ενιαίας εποπτείας όλων των τραπεζών της ΕΕ,
ανεξαρτήτως μεγέθους. Επίσης, η Γερμανία είναι η μοναδική από τις
τέσσερις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης στις οποίες οι μικρές τράπεζες
παίζουν ένα σημαντικό οικονομικό ρόλο. Στη Γερμανία πάνω από 10% του
ενεργητικού βρίσκεται σε μικρές τράπεζες, που αντιστοιχεί σε περίπου 1
τρισ. ευρώ. Το μέσο ενεργητικό ανά τραπεζικό ίδρυμα στη Γερμανία
ανερχόταν το 2010 σε περίπου 3,5 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι οι μικρές
τράπεζες έχουν ακόμα μικρότερο μέσο ενεργητικό. Πρέπει να σημειώσουμε
την ειδική σχέση αυτών των μικρών τραπεζικών ιδρυμάτων στη Γερμανία με
τις γερμανικές ΜΜΕ επιχειρήσεις, που είναι γνωστές ως Mittelstand.
Σχετική έκθεση του ΔΝΤ ανέφερε συγκεκριμένα αυτήν τη στενή συσχέτιση,
αποδίδοντας «τον υψηλό λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων των κρατικών
μικρών και συνεταιριστικών τραπεζών στον υψηλό δανεισμό που έχουν προς
τις ΜΜΕ (τις Mittelstand)»9. Συνυπολογίζοντας τον αυξημένο ρόλο των Mittelstand στις γερμανικές εξαγωγές10
και τη σημασία του φθηνού δανεισμού των επιχειρήσεων αυτών από τις
μικρές κρατικές και συνεταιριστικές τράπεζες, γίνεται κατανοητή η
επιμονή της Γερμανίας να μην υπαχθούν και αυτές οι τράπεζες στον έλεγχο
της ΕΕ. Γενικότερα, το μέσο ύψος των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών
της ΕΕ ανέρχεται περίπου σε 5 δισ. ευρώ ανά τράπεζα (42 τρισ. ευρώ
συνολικά περιουσιακά στοιχεία, σε 8.000 τράπεζες), υποδηλώνοντας ότι
μεγάλο τμήμα του συνολικού αριθμού των τραπεζών της ΕΕ δε θα υπόκειται
στις εν λόγω ρυθμίσεις. Εκτιμάται ότι η τραπεζική ενοποίηση αφορά
περίπου 200-300 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε ολόκληρη την ΕΕ.
Δεύτερο
σημείο τριβής ήταν το χρονοδιάγραμμα ανάληψης της εποπτείας από τον εν
λόγω μηχανισμό, μεταθέτοντας την έναρξη του ΕΕΜ τουλάχιστον μέχρι το
Μάρτη του 2014, ενώ φαίνεται ότι η γερμανική απαίτηση είναι να μετατεθεί
περαιτέρω. Υπενθυμίζουμε ότι, με βάση τις αποφάσεις του Eurogroup, η
απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών προϋποθέτει τη λειτουργία του
ΕΕΜ, συσχέτιση που ως ένα βαθμό μορφώνει και τις γερμανικές αντιρρήσεις
αναβολής της λειτουργίας του.
Τρίτο
σημείο αντιπαράθεσης σχετικά με τον ΕΕΜ ήταν η συσχέτισή του με την
Ενιαία Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) (European Banking Authority) που
δημιουργήθηκε στο Λονδίνο στις αρχές του 2011 με στόχο να χαράσσει τις
αρχές εποπτείας των τραπεζών σε ολόκληρη την ΕΕ-27, με τις χώρες που δεν
ανήκουν στην Ευρωζώνη να προβάλλουν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις. Η
συμφωνία που προέκυψε προβλέπει τη διατήρηση της ΕΑΤ ως κανονιστικής
αρχής (που προετοιμάζει τον ενιαίο κανονισμό) και προβλέπει ειδικές
ρυθμίσεις ώστε ν’ «αποφεύγεται η υπέρμετρη κυριαρχία των χωρών που
συμμετέχουν στον ΕΕΜ στο συμβούλιο εποπτών της ΕΑΤ».
Στην
πραγματικότητα οι εξελίξεις αναφορικά με τις τράπεζες, η τραπεζική
ενοποίηση και ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός των τραπεζών δεν είναι
αυτοτελή ζητήματα, αλλά αποτελούν τμήμα του γενικότερου ανταγωνισμού που
αναπτύσσεται στο εσωτερικό της ΕΕ, που σχετίζεται με το βάθεμα της
κρίσης και της κατανομής των βαρών της, και τις εξελίξεις στην ίδια την
πορεία της Ευρωζώνης, αντανακλούν ανάγκες λόγω ενιαίου νομίσματος, και
ανταγωνισμούς λόγω μη ενιαίας οικονομίας, μη ενιαίας κρατικής υπόστασης,
αλλά και ανταγωνισμούς μεταξύ της ηγετικής δύναμης της Ευρωζώνης, της
Γερμανίας και της Βρετανίας - μέλους της ΕΕ, αλλά όχι της Ευρωζώνης.
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Βασικό
επιχείρημα που προτάσσεται είναι ο κίνδυνος του «αφελληνισμού» του
τραπεζικού συστήματος λόγω της διαδικασίας της ανακεφαλαιοποίησης και
κατ’ επέκταση της ανάγκης το συνδικαλιστικό κίνημα να προστατεύσει το
σημερινό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Με άξονα αυτό το επιχείρημα, η
συνδικαλιστική ηγεσία στις τράπεζες καλούσε τους εργαζομένους να πιέσουν
την κυβέρνηση για μεγαλύτερη προστασία των σημερινών διοικήσεων, για
πιο ευνοϊκή συμμετοχή τους στις αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου ως
μέτρο στήριξής τους. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την «εθνική»
ιδεολογική μεταμφίεση συμφερόντων ισχυρών τμημάτων της άρχουσας τάξης
που καλούν τους εργαζομένους να στοιχηθούν με το δικό τους μέρος στην
αντίθεσή τους με άλλα τμήματα και του εγχώριου κεφαλαίου, όπως ήδη
έδειξε η εξέλιξη ανακεφαλαιοποίησης των «συστημικών τραπεζών». Η
απάντηση πρέπει να δοθεί ανοίγοντας το ρόλο του τραπεζικού συστήματος,
την αναγκαιότητά του για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τον τόκο ως
τμήμα της συνολικής υπεραξίας, που εξηγούν γιατί σημασία δεν έχει η
εθνικότητα του πιστωτικού κεφαλαίου, αλλά ο ίδιος ο καπιταλιστικός
δρόμος ανάπτυξης. Εξάλλου, το τραπεζικό σύστημα της χώρας έχει
ιδιαίτερες διεθνείς αλληλεπιδράσεις, πολύ πριν την κρίση και το
μνημόνιο. Η συμμετοχή επενδυτών από το εξωτερικό στο μετοχικό κεφάλαιο
των μεγάλων τραπεζών ήταν σημαντική (ΕΤΕ 25%, Πειραιώς 30%, ALPHA 44%).
Αντίστοιχα, οι μεγάλες διεθνείς επενδύσεις των ελληνικών τραπεζών όλο το
προηγούμενο διάστημα αποδεικνύουν ότι το κεφάλαιο μετακινείται με
γνώμονα το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.
Εξειδίκευση
του ίδιου επιχειρήματος είναι η πρόταξη, από το συνδικαλιστικό κίνημα
στις τράπεζες, της σωτηρίας της κάθε τράπεζας ως προϋπόθεση για τη
σωτηρία των εργαζομένων και κατ’ επέκταση στην ανάγκη μιας σειράς θυσιών
που πρέπει να κάνουν οι εργαζόμενοι για να διασφαλίσουν τη σωτηρία της
τράπεζάς τους. Ωστόσο επιδίωξη κάθε τράπεζας είναι η μεγιστοποίηση της
κερδοφορίας της. Βασική οδός για την αύξηση της κερδοφορίας τους είναι η
μείωση του συνολικού κόστους εργασίας των τραπεζοϋπαλλήλων. Η ανάγκη
τους γι’ ακόμα μεγαλύτερα κέρδη στο άμεσο μέλλον για την επαναγορά των
μετοχών από το ΤΧΣ προϋποθέτει απολύσεις στις τράπεζες, μείωση μισθών
και εργασιακών δικαιωμάτων. Η νέα ΣΣΕ που υπογράφηκε αποδεικνύει πως οι
τραπεζοϋπάλληλοι δεν έχουν κοινά συμφέροντα με το τραπεζικό κεφάλαιο,
αντίθετα, έχουν κοινά συμφέροντα με την υπόλοιπη εργατική τάξη, να
οργανώσουν την αντεπίθεση των εργαζομένων σε πορεία ρήξης και σύγκρουσης
με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.
Η
ΟΤΟΕ θεωρεί πως στο τραπεζικό σύστημα πρέπει να διατηρείται η «παρουσία
του Δημοσίου στα πλαίσια μιας μικτής οικονομίας, όπου κράτος και
ιδιώτες έχουν ισότιμη και ανταγωνιστική παρουσία», προτείνοντας
ειδικότερα ένα σύστημα με δύο πυλώνες, έναν κρατικό πυλώνα με «μια
δημόσια τράπεζα επενδύσεων» κι ένα δεύτερο ιδιωτικό πυλώνα αποτελούμενο
από «ισχυρές εμπορικές τράπεζες». Η τοποθέτηση αυτή συσκοτίζει πως σε
μια απελευθερωμένη αγορά κεφαλαίου η κρατική τράπεζα θα πρέπει, για ν’
αντέχει στον ανταγωνισμό με τις ιδιωτικές τράπεζες, να δανείζει, να
δανείζεται και ν’ απασχολεί εργαζομένους με ταυτόσημους όρους με τις
υπόλοιπες τράπεζες, να τοποθετεί τα κεφάλαια που διαχειρίζεται με τους
ίδιους όρους.
Η
ΟΤΟΕ εστιάζει στην ανάγκη ενός νέου πλαισίου ρύθμισης του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, που, με πρόσχημα τον αναπροσανατολισμό του
από τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία προς την υλοποίηση άλλων στόχων από
τους σημερινούς, τάχα φιλολαϊκούς, υιοθετεί τις θέσεις συγκεκριμένων
τμημάτων του κεφαλαίου. Η πρόταση της ΟΤΟΕ συσκοτίζει τον ίδιο το ρόλο
του πιστωτικού συστήματος στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Οσο
υφίσταται το κέρδος ως κατηγορία, το πιστωτικό σύστημα δεν μπορεί παρά
να τοποθετεί τα κεφάλαια με κριτήριο ακριβώς αυτήν την κερδοφορία.
Συνεπώς, καμιά ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν μπορεί να
εξαναγκάσει την παροχή κεφαλαίων σε δραστηριότητες που δε θα είναι
κερδοφόρες. Μια κρατική τράπεζα στο πλαίσιο της απελευθερωμένης
κεφαλαιαγοράς είτε θα είναι ζημιογόνα, φορτώνοντας στα λαϊκά στρώματα
τις ζημιές της, είτε θα λειτουργεί με τους ίδιους όρους με τις άλλες,
ανταγωνιστικές προς αυτήν ιδιωτικές τράπεζες, χωρίς κάποιο φιλολαϊκό
αποτέλεσμα σε καμιά από τις δυο.
Αναμασιέται
επίσης η αποπροσανατολιστική θέση περί «αντιπαραγωγικού»
προσανατολισμού των επενδύσεων και του ελληνικού καπιταλισμού μέχρι
σήμερα, μέσω της θέσης για πρόταξη παραγωγικών επενδύσεων, με προφανή
στόχο την αθώωση του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, καθώς η κρίση
φορτώνεται στον αντιπαραγωγικό προσανατολισμό της καπιταλιστικής
ανάπτυξης μέχρι σήμερα. Αφενός όλες οι επενδύσεις είναι παραγωγικές, από
τη σκοπιά του κεφαλαίου (γίνονται με κριτήριο την αυτοαύξηση του
κεφαλαίου), αφετέρου ο προσανατολισμός τους γίνεται επίσης στη βάση της
μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Συνεπώς, από τη σκοπιά του
κεφαλαίου οι πραγματοποιούμενες επενδύσεις είναι πάντα οι περισσότερο
παραγωγικές. Η υιοθέτηση στόχων όπως «επενδύσεις με εξαγωγικό
προσανατολισμό», η «υποκατάσταση εισαγωγών», η «χρηματοδότηση
συγκεκριμένων κλάδων αναπτυξιακής προτεραιότητας» μαρτυρούν ότι σε
τελευταία ανάλυση οι θέσεις της ΟΤΟΕ εκφράζουν τις προτεραιότητες
συγκεκριμένων μερίδων της αστικής τάξης, συγκεκριμένα εκείνων των
μερίδων του βιομηχανικού κεφαλαίου με εξαγωγικό προσανατολισμό. Το κύριο
λοιπόν είναι ότι η ΟΤΟΕ, αντί να υπερασπίζεται αυτοτελώς τα συμφέροντα
των εργαζομένων, τους σπρώχνει σε μια μορφή ταξικής συνεργασίας, που
σημαίνει υποταγή τους στα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Η
ανάπτυξη που γενικά προτάσσει και η ΟΤΟΕ δεν είναι φιλολαϊκή. Πρόκειται
για καπιταλιστική ανάπτυξη στην οποία οι εργαζόμενοι θα βρίσκονται
αντιμέτωποι με τη σχετική εξαθλίωσή τους, πρόκειται για καπιταλιστική
ανάπτυξη που νομοτελειακά οδηγεί σε νέες, βαθύτερες κρίσεις. Η κρίση δεν
οφείλεται στον «αντιπαραγωγικό» χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και
στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, αλλά στην ανάπτυξη των εσωτερικών
αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Πρόκειται για κρίση
υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και όχι για κρίση χρηματοπιστωτική, κρίση
χρέους.
Από
την άλλη, η δημόσια κι επίσημη έκφραση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για το
χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε μια πορεία εξέλιξης, ακολουθώντας
τις εξελίξεις διαμόρφωσής του ως ενιαίου κόμματος και αντίστοιχα την
ενιαία έκφραση των θέσεών του για την οικονομία γενικότερα. Οι θέσεις
του για το τραπεζικό σύστημα μεταβάλλονται συνεχώς. Ξεκίνησε
διακηρύττοντας το 200911 την ανάγκη για
καλύτερους κανόνες εποπτείας του τραπεζικού συστήματος («πλήρους και
αποτελεσματικής εποπτείας»), νέα κριτήρια αποδοτικότητας των τραπεζών
μακριά από κερδοσκοπικές λογικές και ισχυρό δημόσιο χρηματοπιστωτικό
δίκτυο που να βασίζεται στην ΕΤΕ. Στη συνέχεια, στο διάστημα πριν τις
εκλογές του 2012, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε σε ανάγκη «εθνικοποίησης
- κοινωνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος»12,
ενώ με τις εκλογές του 2012, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τις
γενικότερες προσαρμογές της γραμμής του, η πρότασή του άλλαξε ελαφρά
και συμπυκνώθηκε στις παρακάτω προτάσεις: Ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
με την έκδοση κοινών μετοχών και δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό
έλεγχο των τραπεζών που ανακεφαλαιοποιούνται με δημόσιο χρήμα, διάλογο
γι’ αποτελεσματικό σύστημα δημόσιου ελέγχου, αναμόρφωση κριτηρίων και
όρων λειτουργίας των τραπεζών, ώστε αυτές να καταστούν μοχλός ανάπτυξης,
στήριξης της πραγματικής οικονομίας και της στοχευμένης παραγωγικής
ανασυγκρότησης. Στη συνέχεια, στα τέλη του 2012, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ
μεταβλήθηκε και πάλι. Συγκεκριμένα, σε μια λογική «maximum» και
«minimum» προγράμματος, με μάξιμουμ «τις διατυπωμένες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ
ΕΚΜ, για εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος με σκοπό να τεθούν οι
τράπεζες στην υπηρεσία της κοινωνίας»13 και
μίνιμουμ την άμεση τροποποίηση του σχετικού νόμου για την
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς επίσης και της πρόσφατης Πράξης
Υπουργικού Συμβουλίου, έτσι ώστε οι ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες να
τεθούν άμεσα υπό δημόσιο έλεγχο, η συμμετοχή 10% στις ΑΜΚ των τραπεζών
να καταβάλλεται σε μετρητά από τους βασικούς μετόχους και η έκδοση
μετατρέψιμων ομολογιών να γίνει μετά τις αυξήσεις και να αναλάβουν
δεσμεύσεις οι ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες για διοχέτευση ρευστότητας
στην αγορά, διευκόλυνση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, διατήρηση του
αριθμού των εργαζομένων στο χρηματοπιστωτικό κλάδο χωρίς απολύσεις, με
αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού με στόχο τη μεγαλύτερη συμβολή τους
στην ανάπτυξη της χώρας.
Τέλος, στο πρόσφατο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, η θέση που υιοθέτησε
συμπυκνώνεται στο εξής σιβυλλικό: «Θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την
ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου
λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του
ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών. Ιδρύουμε δημόσιες τράπεζες
ειδικού σκοπού με αντικείμενο την αγροτική πίστη, τη μικρή και μεσαία
επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη»14, με ταυτόχρονη απόρριψη της πρότασης της «Αριστερής Πλατφόρμας» για εθνικοποίηση των τραπεζών.
Δε
θα υπεισέλθουμε σε μια συζήτηση σχετικά με την πολιτική συνέπεια του
ΣΥΡΙΖΑ (αν και η μεταβολή στις δημόσιες προτάσεις του είναι
χαρακτηριστική των προσαρμογών που επιχειρεί ώστε να γίνει αποδεκτός ως
αστικό κόμμα διακυβέρνησης). Ωστόσο ο πυρήνας της τοποθέτησης παραμένει
ίδιος: Η συνειδητά ουτοπική θέση για την ύπαρξη ενός φιλολαϊκού
τραπεζικού συστήματος με πυρήνα το δημόσιο τομέα που θα χρηματοδοτήσει
την παραγωγική ανασυγκρότηση. Δε διαφοροποιείται στην ουσία του από τις
προτάσεις της ΟΤΟΕ.
Πρέπει
να κλείσουμε το θέμα με μια αναφορά στο ζήτημα της εθνικοποίησης των
τραπεζών σε συνθήκες καπιταλισμού, την τάχα ριζοσπαστική πρόταση του
«Αριστερού Ρεύματος» και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακόμα και ένα τέτοιο θεωρητικό
σχήμα δε μεταβάλλει τους όρους λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Ο
δανεισμός των κεφαλαίων από την κρατική τράπεζα θα γίνεται με γνώμονα
την κερδοφόρα τοποθέτησή τους από το δανειζόμενο, την αναλογική
συμμετοχή του κεφαλαίου αυτού στην εκμετάλλευση του συλλογικού εργάτη.
Το κριτήριο του κέρδους είναι το μοναδικό κριτήριο όσο υφίσταται το
κέρδος ως οικονομική κατηγορία, καθώς ο ανταγωνισμός των ξεχωριστών
κεφαλαίων ελλοχεύει κι εξαφανίζει κάθε μη ανταγωνιστικό, δηλαδή όχι
αρκετά κερδοφόρο κεφάλαιο. Σε τελευταία ανάλυση, αυτήν την πορεία
ακολούθησαν κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
Στη
σημερινή εποχή, η κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή
σηματοδοτεί τη δυνατότητα άλματος, υπέρβασης των σημερινών σχέσεων
παραγωγής που καθυποτάσσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων,
διαμορφώνουν την ανάγκη κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής με στόχο τη
λαϊκή ευημερία, που προϋποθέτει την κατάργηση της κυριαρχίας των
μονοπωλίων στην κοινωνική παραγωγή και της πολιτικής εξουσίας τους. Η
εργατική εξουσία με τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας
και τον εργατικό έλεγχο, που θα διορθώνει τους όποιους υποκειμενισμούς
της διεύθυνσης, θα επιτρέψουν την ανάπτυξη της οικονομίας με γνώμονα την
ικανοποίηση των αυξανόμενων αναγκών των εργαζομένων.
Με
την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και τον κεντρικό
σχεδιασμό της χρησιμοποίησής τους, καθώς και την κατάργηση των
καπιταλιστικών σχέσεων (κατάργηση της δυνατότητας χρησιμοποίησης ξένης
μισθωτής εργασίας), αλλάζει ο ρόλος και η λειτουργία της Κεντρικής
Τράπεζας. Το 19ο Συνέδριο του Κόμματος (Απρίλης 2013) προσδιορίζει ως
εξής τη λειτουργία της: «Η ρύθμιση της λειτουργίας του χρήματος ως μέσου
κυκλοφορίας εμπορευμάτων περιορίζεται στην ανταλλαγή της σοσιαλιστικής
παραγωγής με τη συνεταιρισμένη αγροτική παραγωγή, γενικότερα με την
εμπορευματική παραγωγή ενός μέρους των καταναλωτικών προϊόντων που δεν
παράγονται από σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες, μέχρι την πλήρη
εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής και ύπαρξης
εμπορευματικής παραγωγής. Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει τις ανάλογες
λειτουργίες ορισμένων εξειδικευμένων κρατικών πιστωτικών οργανισμών για
τους αγροτικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς και ορισμένους ατομικούς
εμπορευματοπαραγωγούς.
Η
ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού και η επέκταση της κοινωνικής
ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς καθιστά σταδιακά περιττό το χρήμα, όχι
μόνο στο περιεχόμενο αλλά και στη μορφή, ως αποδεικτικό της ατομικής
συμβολής στην κοινωνική εργασία και μέσο κατανομής του κοινωνικού
προϊόντος που κατανέμεται με βάση την εργασία.
Η
Κεντρική Τράπεζα αποκτά ρόλο στην άσκηση της γενικής κοινωνικής
λογιστικής και συνδέεται με το όργανο και τους στόχους του Κεντρικού
Σχεδιασμού. Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει τις διεθνείς συναλλαγές,
διακρατικές εμπορικές και τουριστικές, για όσο θα υπάρχουν καπιταλιστικά
κράτη στη Γη, συναλλαγές οι οποίες διεξάγονται αποκλειστικά από
κρατικές υπηρεσίες. Ρυθμίζει τα αποθέματα του χρυσού ή άλλου
εμπορεύματος με λειτουργία παγκόσμιου χρήματος ή άλλου γενικού
αποθεματικού»15.
Οι
εργαζόμενοι στις τράπεζες, όπως και κάθε ικανός και ικανή προς εργασία,
θα καταμεριστούν στον αναμορφωμένο κλάδο ή σε άλλο κλάδο της παραγωγής ή
των κοινωνικών υπηρεσιών μέσω του Κεντρικού Σχεδιασμού, ανάλογα με την
ειδίκευσή τους και τις συνολικές ανάγκες. Οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις
είναι αυτές που αποκλειστικά μπορούν να τους παρέχουν εξασφάλιση από την
ανεργία, τη διαθεσιμότητα και οποιασδήποτε μορφής εργασιακή αβεβαιότητα
κι εκμετάλλευση.
Οι
τραπεζοϋπάλληλοι, τμήμα των μισθωτών, έχουν συμφέρον να παλέψουν γι’
αυτήν την προοπτική, να συνδέσουν σε αυτόν τον αγώνα τους και τον
καθημερινό αγώνα για 7ωρο - 5ήμερο - 35ωρο, κλαδικές ΣΣΕ που να
καλύπτουν τις ανάγκες, καμιά συμμετοχή των λαϊκών αποταμιευτών στις
μελλοντικές αναδιαρθρώσεις των τραπεζών, μέτρα προστασίας των
δανειοληπτών, φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι στις
τράπεζες και σε όλους τους κλάδους έχουν καθήκον να οργανώσουν μια λαϊκή
συμμαχία με αντικαπιταλιστικό-αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό, ως
μονόδρομο ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Το δρόμο της ρήξης με τα
μονοπώλια και την εξουσία τους, το δρόμο της αποδέσμευσης από την ΕΕ με
λαϊκή εξουσία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1.
Στοιχεία ICAP 2010. Το μέσο χρέος των επιχειρήσεων (περιλαμβάνονται
όλες οι ΑΕ και ΕΠΕ πλην των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων) ισούται με
το 164% των ιδίων κεφαλαίων τους.
2. Σ.σ. αναφέρεται στους εκάστοτε 5 μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους.
3.
Η Τράπεζα Πειραιώς αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο λόγος δανείων προς
καταθέσεις μεταβλήθηκε από 171% τον Ιούνη του 2012 σε 115% τον Ιούνη του
2013 μετά από τις προαναφερόμενες εξαγορές.
4.
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=522785,
http://www.avgi.gr/article/65
0472/entono-endiaferon-xenon-gia-tin-agora-tis-eurobank
5. Πιο σωστά, από τη διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων και καταθέσεων.
6. Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 508.
7.
Tier 1: «Βασικά Ιδια Κεφάλαια». Πρόκειται για κεφάλαια που θεωρούνται
ως ίδια κεφάλαια από τη σκοπιά της ρυθμιστικής αρχής. Περιλαμβάνονται,
εκτός από το μετοχικό κεφάλαιο, ορισμένα στοιχεία του αποθεματικού και
ορισμένοι τίτλοι που εκδίδει η τράπεζα.
8.
Η Βασιλεία ΙΙΙ υπολογίζει το ενεργητικό των τραπεζών, κατά κύριο λόγο,
ως «σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο». Ο συνολικός «κίνδυνος» στον οποίο
είναι εκτεθειμένη η τράπεζα υπολογίζεται ως το άθροισμα των γινομένων
κάθε στοιχείου του ενεργητικού της τράπεζας (κυρίως δανείων) με ένα
συντελεστή βαρύτητας που αντανακλά την πιθανότητα μη αποπληρωμής (ή
γενικότερα την πιθανότητα απομείωσής του) του εν λόγω στοιχείου
ενεργητικού (κυρίως δανείων). Η Βασιλεία ΙΙΙ μεταβάλλει τους συντελεστές
βαρύτητας των στοιχείων του ενεργητικού. Η εφαρμοστική συνθήκη της ΕΕ
περιλαμβάνει κι επιπλέον περιορισμούς που συνδέουν τα εποπτικά κεφάλαια
με το σύνολο του ενεργητικού.
9. «Germany: Technical Note on Banking Sector Structure», IMF, Δεκέμβρης 2011.
10.
Η σημασία των ΜΜΕ στη γερμανική βιομηχανία τεκμαίρεται και σε επίπεδο
σημειολογίας από το γεγονός ότι περιγράφονται με ξεχωριστό όνομα ως
Mittelstand. Σημειώνουμε ότι μεγάλο τμήμα των γερμανικών εξαγωγών σε
μέσα παραγωγής γίνεται από τέτοιες μεσαίες επιχειρήσεις, που παράγουν
εξειδικευμένα εμπορεύματα σε σχετικά μικρό όγκο.
11. «Συμβολή του ΣΥΝ στο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», 2009.
12.
Ανακοίνωση του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΝ σχετικά με τη
διαστρέβλωση των δηλώσεων του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Στρατούλη για
τις καταθέσεις των πολιτών, 9 Μάη 2012, ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ,
http://www.syn.gr/gr/keimeno. php?id=27032
13.
«Ανακοίνωση του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής για την υπουργική
απόφαση για τους όρους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών», 13 Νοέμβρη
2012, ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ,
http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=29249&PHPSESSID=1ee610dc35adeb4460eaf37f42765fc9
14. Πολιτική απόφαση του 1ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, 22 Ιούλη 2013, http:// synedrio.syriza.gr/politikiApofash.php
15. «Πρόγραμμα του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ τ. 3/2013, σελ. 114-115.