Σε
λίγες μέρες, ως είθισται, θα γιορταστεί η Επανάσταση του 1821, που όμως
ξεκίνησε πριν από τις 25 Μάρτη, όπως δεν άρχισε και με τον Παλαιών
Πατρών Γερμανό, που απλά την σφετερίστηκε, και βεβαίως δεν έγινε για την
του Χριστού Εκκλησία, αλλά για άλλους, πιο σοβαρούς λόγους.
Το χρονολόγιο
Στις
5 με 7 Οκτώβρη 1820, οι ηγέτες της Φιλικής Εταιρείας, με αρχηγό τον
Αλέξανδρο Υψηλάντη, στη σύσκεψη του Ισμαήλ της Βεσσαραβίας αποφάσισαν να
στείλουν τον Παπαφλέσσα (που ήταν από την Πολιανή της Μεσσηνίας και το
όνομά του ήταν Γρηγόριος Δικαίος) στο Μοριά.
Στις 22 Φλεβάρη 1821,
ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η ομάδα του περνάνε από τον Προύθο ποταμό
στη Μολδαβία. Στο Σκουλένι τους περίμεναν 200 καβαλαραίοι. Ολοι μαζί
ξεκίνησαν για το Ιάσιο, όπου ενώθηκαν με τμήματα του Μιχαήλ Βόδα
Σούτσου, ηγεμόνα της Μολδαβίας. Εκεί τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν οι
πρώτες προκηρύξεις που καλούσαν τους Ελληνες στα όπλα.
Στο Ναύπλιο
έχει ήδη φτάσει απ' το Γενάρη ο Παπαφλέσσας, ξαφνιάζοντας τους
προεστούς, λέγοντάς τους ότι δεν χωράει αναβολή, η επανάσταση στη
Μολδαβία πάει καλά, ο Αλή Πασάς αντιστέκεται στον Σουλτάνο και ο Χουρσίτ
με το στρατό του δεν είναι στο Μοριά, αλλά στην Ηπειρο. Τους λέει ακόμα
ότι τα νησιά θα επαναστατήσουν και ότι στη Ρούμελη και στη Μακεδονία
άρχισε το ντουφεκίδι. Μαζί, τους λέει και το αναγκαίο ψέμα, πως η Ρωσία
ήδη στέλνει στόλο, στρατό και όπλα.
Οι διάλογοι μεταξύ τους, που έγιναν στις 26 Γενάρη στη Βοστίτσα (Αίγιο) στο σπίτι του Αντρέα Λόντου, είναι χαρακτηριστικοί:
Ο
Παλαιών Πατρών Γερμανός έφερνε αντιρρήσεις ρωτώντας: «Πού πολεμοφόδια;
Πού όπλα; Πού χρήματα πολυάριθμα; Πού στρατός πεπαιδευμένος; Πού στόλος
εφοδιασμένος;». Ο Σωτήρης Χαραλάμπης πιο αποκαλυπτικός συμπλήρωνε:
«...πιστεύω πως η Ρωσία, όπου έχει την ίδια θρησκεία μ' εμάς, θα συντροφέψει τον Υψηλάντη με στρατεύματα... Μα εμείς εδώ,
αφού
ξεκάνουμε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούμε; Ποιον θα 'χουμε
ανώτερο; Ο ραγιάς αφού πάρει τα όπλα δε θα μας ακούει πια και δε θα μας
σέβεται και θα πέσουμε στα χέρια εκείνου, που δεν μπορεί να κρατήσει το
πιρούνι να φάει!».
Αυτό ήταν το πραγματικό τους πρόβλημα. Ο επαναστατημένος λαός, με τα όπλα, θα αποκτούσε ο ίδιος δικαιώματα.
Και η απάντηση του Παπαφλέσσα:
«Η
επανάσταση είτε θέτε είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς
γυρεύετε να την εμποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω
το λαό και να την κάνω. Και τότες όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι, ας
τον κόψουν...».
Για να του ανταπαντήσει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός:
«Είσαι απατεώνας, άρπαγας, εξωλέστατος!» (Αμβρόσιος Φραντζής «Επιτομή
της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδας, τ. α' σελ. 98).
Ακολούθησαν
διάφορες τραγελαφικές καταστάσεις, με κατάληξη στις 10 Μάρτη ο Παλαιών
Πατρών Γερμανός με τον Αντρέα Ζαΐμη να κρύβονται στα Μεζερά, ενώ την
ίδια ώρα ο Παπαφλέσσας έδινε εντολή στον Νικ. Σουλιώτη μαζί με τον
Πετμεζά να χτυπήσουν - όπως και έγινε - στο Αγρίδι, στις 15 Μάρτη, τρεις
γυφτοχαρατζήδες, καθώς και τρεις ταχυδρόμους, με γράμματα του Καϊμακάνη
της Τριπολιτσάς προς τον Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή Πασά στα
Γιάννενα. Την επόμενη μέρα χτύπησαν άλλους εφτά Τούρκους στα Χάσια.
Παράλληλα, ο Χαραλάμπης με τους Πετμεζαίους μπήκαν στα Καλάβρυτα με
δικούς τους ένοπλους, χτύπησαν τους Τούρκους και τους υποχρέωσαν να
παραδοθούν.
Τα νέα έφτασαν στην Πάτρα, όπου στις 20 Μάρτη ο τσαγκάρης
Π. Καρατζάς κάλεσε το λαό της Πάτρας στην επανάσταση, που άρχισε πλέον
και επισήμως στις 21 Μάρτη. Δυο μέρες μετά πείστηκε και ο Πετρόμπεης
Μαυρομιχάλης της Μάνης να ξεσηκώσει τους Μανιάτες, οι οποίοι με όπλα
που είχε στείλει ο Παπαφλέσσας από τη Σμύρνη, μπήκαν στις 23 Μάρτη στην
Καλαμάτα. Το λόγο πλέον είχαν παντού τα όπλα...
Και η 25η Μάρτη
πώς πρόκυψε; Ο Γερμανός στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι από τα
Μεζερά των Καλαβρύτων πήγαν με τον Ανδρέα Ζαΐμη στις 24 Μάρτη στην
επαναστατημένη Πάτρα και ότι στις 25 Μάρτη συνέταξαν έγγραφο προς τις
Μεγάλες Δυνάμεις με το οποίο γνωστοποιούσαν την ύπαρξη της Επανάστασης.
Μέχρι το 1838 κανένας δεν μιλούσε για έναρξη της Επανάστασης στις 25
Μάρτη. Αυτήν την ημερομηνία την καθιέρωσε με διάταγμά του ο βασιλιάς
Οθωνας στις 15/3/1838. Ενώ η περίφημη σκηνή με τον Πατρών να σηκώνει το
λάβαρο της Επανάστασης έγινε γνωστή μόλις το 1851, όταν ζωγράφισε το
σχετικό πίνακα ο Βρυζάκης.
Τι ήταν η Επανάσταση του 1821
Η
Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική. Ηγέτης της ήταν η
ελληνική αστική τάξη, που συγκρούστηκε με την οθωμανική φεουδαρχική
εξουσία. Το αποτέλεσμα και ο στόχος της Επανάστασης ήταν η συγκρότηση
του ελληνικού αστικού έθνους - κράτους, με την παρέμβαση των ισχυρών
ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών της εποχής (της Βρετανίας και της
Γαλλίας), αλλά και της τσαρικής αυτοκρατορίας στη Ρωσία.
Στην
Επανάσταση κυριάρχησαν τα αιτήματα των αστικών στρωμάτων που
αντικειμενικά είχαν συμφέρον από την εθνική απελευθέρωση, σε συνδυασμό
με τη δημιουργία αστικού κράτους, με στόχο να διαμορφωθεί εσωτερική
εθνική αγορά και να διεκδικηθεί η αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής
αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή.
Οπως σε όλες τις αστικές
επαναστάσεις, η ανερχόμενη αστική τάξη προχώρησε με προσωρινούς
συμβιβασμούς, έτσι και η ελληνική προχώρησε σε συμβιβασμούς με
ελληνόφωνα ορθόδοξα κατώτερα τμήματα του κράτους της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Τέτοια ήταν οι τοπικοί άρχοντες, ως προεστοί και
γαιοκτήμονες, αλλά και οι αρματολοί.
Στην Επανάσταση βέβαια πήραν
μέρος και οι στρατιωτικοί - κλέφτες, γενικά η αγροτιά, που σήκωσαν το
βάρος του ένοπλου αγώνα. Ωστόσο, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να
διαμορφώσουν και δεν διαμόρφωσαν αυτοτελές πρόγραμμα εξουσίας, σε σχέση
με την αναδιανομή της γης και τους συνταγματικούς θεσμούς του νέου
αστικού κράτους. Την πρωτοβουλία ανάπτυξης της Επανάστασης είχε η αστική
τάξη με καθοδηγητικό κέντρο τη Φιλική Εταιρεία.
Η συμβολή στην
προετοιμασία και στη συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα είχε σημαντική
ανομοιογένεια. Η πλειοψηφία των προεστών και του ανώτερου κλήρου δεν
στήριξε και εναντιώθηκε στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το μεγάλο
εφοπλιστικό κεφάλαιο των νησιών του Αιγαίου ταλαντεύτηκε και συνέβαλε
αρχικά άτολμα στην οργάνωση της εξέγερσης.
Την πρωτοβουλία για την
ανάπτυξη και καθοδήγηση της Επανάστασης είχε η αστική τάξη των
παροικιών (ιδιαίτερα της Ρωσίας), έμποροι και πλοιοκτήτες.
Το
βάρος των μαχών σήκωσαν οι τοπικοί στρατιωτικοί άρχοντες, αλλά και οι
κλέφτες και οι αγρότες, ιδιαίτερα οι πιο φτωχοί και οι κολίγοι, οι
οποίοι αντικειμενικά δεν μπορούσαν να διαμορφώσουν αυτοτελές πρόγραμμα
εξουσίας.
Στην προεπαναστατική περίοδο, οι ελληνικές παροικίες των
εμπόρων που δρούσαν στο δυτικό ευρωπαϊκό χώρο ήταν πιο κοντά στην
επίδραση των ριζοσπαστικών ιδεών της Γαλλικής αστικής Επανάστασης. Ομως,
σ' αυτές τις περιοχές δεν κυριαρχούσε ο προσανατολισμός προετοιμασίας
για ένοπλη επαναστατική δράση, αλλά για μακρόχρονη προσπάθεια μορφωτικής
αναβάθμισης των Ελλήνων ραγιάδων.
Στις ανατολικές ελληνικές
παροικίες συνυπήρχαν ο φαναριωτισμός, η δράση της Φιλικής Εταιρείας και η
επίδραση της τσαρικής Ρωσίας, που υποδαύλιζε τις απελευθερωτικές
διαθέσεις για τα δικά της συμφέροντα.
Συγκρούσεις συμφερόντων και ανταγωνισμοί
Εκεί
που αναδεικνύεται καθαρά η σύγκρουση των διαφορετικών ταξικών
συμφερόντων είναι σχετικά με το χαρακτήρα, τους κοινωνικούς και
εδαφικούς στόχους του πρώτου ελληνικού κράτους μετά το ξέσπασμα της
Επανάστασης.
Η αδύναμη και σχετικά ολιγάριθμη αστική τάξη
επιθυμούσε ένα αστικό συγκεντρωτικό κράτος, με Σύνταγμα και κοινοβούλιο,
με ενιαία εθνική αγορά, που σήμαινε κατάργηση των ορίων μεταξύ των
τοπικών αγορών, πάνω στα οποία (όρια) είχαν διαμορφωθεί οικονομικά
συμφέροντα. Καθώς δέσποζε το εφοπλιστικό κεφάλαιο, η αστική πλευρά
επιθυμούσε μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ικανή να συγκεντρώνει κρατικά
έσοδα για να στηρίξει τη διεθνή κίνηση του εμπορικού στόλου.
Ομως,
η μεγάλη διασπορά του ελληνισμού εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και
όχι μόνο δυσκόλευε τη συνοχή και τη συγκρότηση ελληνικής αστικής τάξης,
ικανής να διεκδικήσει τη συγκρότηση κράτους σημαντικού μεγέθους
επικράτειας.
Από την πλευρά τους, οι προεστοί και οι αρματολοί
επιθυμούσαν τη διατήρηση και ενίσχυση των τοπικών προνομίων και εξουσιών
που είχαν προηγουμένως και δεν ήταν πρόθυμοι να ανοίξουν το δρόμο σ'
ένα συγκεντρωτικό αστικό κράτος.
Οι μικροί ιδιοκτήτες και οι
ακτήμονες αγρότες προσδοκούσαν την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων και τη
βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, με την αποτίναξη του
καθεστώτος του ραγιά, περιορισμό των προνομίων των προεστών και του
ανώτερου κλήρου και κάποια διανομή της γης, που δεν είχε όμως ακόμα
διαμορφωθεί σε ισχυρό και σαφές πολιτικό αίτημα.
Τέλος, ο ανώτερος
κλήρος και οι Φαναριώτες δεν είχαν εγκαταλείψει, την περίοδο εκδήλωσης
της Επανάστασης, την ουτοπική προσδοκία μιας ανασύστασης της πολυεθνικής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία θα μπορούσε να υπηρετηθεί πιο
αποτελεσματικά με το μεταρρυθμιστικό δρόμο μέσα στο οθωμανικό κράτος.
Το
κοινωνικό, ταξικό περιεχόμενο της εμφύλιας σύγκρουσης αποτυπώθηκε λίγο
αργότερα και στη διαπάλη για τις αποφάσεις των εθνοσυνελεύσεων της
Επιδαύρου και του Αστρους.
Στη νικηφόρα έκβαση της Επανάστασης
σημαντικό ρόλο έπαιξε ο ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της
εποχής για τη διανομή και αναδιανομή των εδαφών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.
Η Αγγλία, η οποία δεν επιθυμούσε το διαμελισμό της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσανατολιζόταν σε μια εκτεταμένη ελληνική
αυτονομία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.
Η τσαρική Ρωσία είχε
πάγιο στόχο την κυριαρχία στον εμπορικό δρόμο από τη Βαλτική έως το
Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Γι' αυτό και αντικειμενικά ευνόησε
εξεγέρσεις που συνέβαλαν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και
θα της επέτρεπαν να παίξει το ρόλο της προστάτιδας δύναμης των
ορθόδοξων πληθυσμών. Ταυτόχρονα, λόγω του αντιδραστικού χαρακτήρα της,
εναντιωνόταν σε κάθε κίνηση που είχε επαναστατικό αστικοδημοκρατικό
περιεχόμενο.
Μετά την εκδήλωση της Επανάστασης, η Αγγλία
συνηγόρησε στην ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους και στην αξιοποίηση
του δανεισμού, προκειμένου να εδραιώσει την πρωτοκαθεδρία της ως
προστάτιδας δύναμης. Την ίδια περίοδο, η Ρωσία υπέβαλε υπόμνημα για τη
δημιουργία τριών αυτοδιοικούμενων ελληνικών περιοχών, που θα πλήρωναν
φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο.
Η αντιφατική διαπλοκή συμφερόντων
εκφράστηκε ανάγλυφα στη ρευστότητα των κοινωνικών συμμαχιών, στους
προσωρινούς συμβιβασμούς και τις εμφύλιες συγκρούσεις που ακολούθησαν.