Πίσω από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης
Πηγή: Σφυροδρέπανο
Αναθεώρηση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης
Εισαγωγή
Το παρακάτω κείμενο το αλίευσα από εδώ. Η αρετή του είναι ότι συνοψίζει σε 10 περίπου σελίδες όλο το σώμα των εξηγήσεων αναφορικά με την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ.
Το άρθρο
Δοκίμιο που παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο ‘ο Μαρξ τον Μάιο’
Ομάδας Μαρξιστικών Ερευνών – Πανεπιστήμιο Λισσαβόνας, Πορτογαλία 10 Μάιου 2014
Των Roger Keeran και Thomas Kenny
—————————
Το 2004 ο Thomas Kenny και εγώ γράψαμε το Socialism Betrayed: Behind the Collapse of the Soviet Union. Από το 2004, το βιβλίο δημοσιεύτηκε και επανεξετάστηκε στη Βουλγαρία, Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Γαλλία, Κούβα και Ισπανία. Ο ένας ή και οι δύο συγγραφείς ήταν παρόντες σε συζητήσεις για το βιβλίο στην Ελλάδα Πορτογαλία Γαλλία και Κούβα και αρκετοί κριτικοί κριτίκαραν το βιβλίο σε αριστερές εφημερίδες. Σε αυτή την παρουσίαση ο Kenny κι εγώ θα απαντήσουμε σε δύο κριτικές και μία ερώτηση που γεννήθηκαν από το βιβλίο. Στο βιβλίο προσφέραμε μία εξήγηση για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Χρησιμοποιήσαμε τις λέξεις ‘κατάρρευση’ και ‘προδοσία’ στον τίτλο παρά την πιθανή παραπλανητική σημασία και των δυο λέξεων.
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το τι προσπαθούμε να εξηγήσουμε, δηλαδή τη ριζική μεταβολή που οδήγησε στην αντικατάσταση της πολιτικής εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, κατάργησε το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής ιδιοκτησίας, τον κεντρικό σχεδιασμό, και το σύστημα των κοινωνικών υπηρεσιών, και διέλυσε το πολυεθνικό κράτος. Εμείς υποστηρίζουμε ότι η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε επειδή ο σοσιαλισμός απέτυχε. Αντίθετα, το σύστημα του σοσιαλισμού που βασίζεται στη συλλογική ή κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον κρατικό σχεδιασμό, αποδείχθηκε αξιοσημείωτα επιτυχημένο, ιδιαίτερα από την σκοπιά των εργαζομένων. Το σύστημα αποδείχθηκε ικανό να δημιουργήσει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη για πάνω από έξι δεκαετίες, σημαντικές τεχνικές και επιστημονικές καινοτομίες, πρωτοφανή οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για όλους τους πολίτες του, ενώ ταυτόχρονα υπερασπιζόταν τον εαυτό του από την εξωτερική εισβολή, το σαμποτάζ, και τις απειλές, και πρόσφερε οικονομική και τεχνική βοήθεια καθώς και στρατιωτική προστασία σε άλλα έθνη που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους και το σοσιαλισμό.
Η Σοβιετική Ένωση είχε, ωστόσο, προβλήματα-κάποια σχετίζονταν με την πολιτική και ιδεολογική απολίθωση, κάποια σχετίζονταν με την ποσότητα και την ποιότητα της οικονομικής παραγωγής της, και μερικά σχετίζονταν με τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Τα προβλήματα αυτά, ωστόσο, δεν προκάλεσαν την κατάρρευση του συστήματος. Η διάλυση του σοβιετικού σοσιαλισμού οφειλόταν στις πολιτικές που ακολούθησε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Οι πολιτικές αυτές προήλθαν από την πεποίθηση ότι τα προβλήματα του σοσιαλισμού θα μπορούσαν να λυθούν κάνοντας μονομερείς παραχωρήσεις στον ιμπεριαλισμό και ενσωματώνοντας στο σοσιαλισμό ορισμένες ιδέες και πολιτικές του καπιταλισμού. Οι ιδέες του Γκορμπατσόφ είχαν τις ρίζες τους στις πολιτικές διαμάχες στη Σοβιετική Ένωση αλλά ποτέ δεν είχαν θριαμβεύσει τόσο απόλυτα, όπως συνέβη υπό τον Γκορμπατσόφ.
Αυτό που επέτρεψε στις ιδέες αυτές να αποκτήσουν υπεροχή ήταν ότι κατά τα προηγούμενα τριάντα χρόνια είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης ένας μικροαστικός τομέας με τις ρίζες του κυρίως στην παράνομη, ιδιωτική οικονομία. Αυτή η λεγόμενη δεύτερη οικονομία είχε τραυματίσει την πρώτη οικονομία, είχε αποθαρρύνει μέρος του πληθυσμού, είχε διαφθείρει τμήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος και της κυβέρνησης, και παρείχε την κοινωνική βάση για τις πολιτικές που ακολούθησε ο Γκορμπατσόφ. Αντί για τη θεραπεία των προβλημάτων του σοσιαλισμού, οι πολιτικές του Γκορμπατσόφ σε σύντομο χρονικό διάστημα προκάλεσαν ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή και τελικά ανέτρεψαν το σοσιαλισμό.
Κριτική # 1
Μερικοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι η εξήγηση μας αγνοεί μια σημαντική αιτία για την κατάρρευση, δηλαδή ότι η προσπάθεια για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση ήταν καταδικασμένη από την αρχή εξαιτίας της ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Δεν πρόκειται για μια καινούργια ιδέα. Το 1918, ο Καρλ Κάουτσκι είχε δηλώσει ότι η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη για το σοσιαλισμό. Η άποψη αυτή βασιζόταν στους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, οι οποίοι πίστευαν ότι μόνο η πλήρης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατάργηση των τάξεων αλλά και στην περιγραφή του Ένγκελς το 1875 σχετικά με την καθυστέρηση της Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να κινηθεί προς το σοσιαλισμό μόνο αφού επιτρέψει πρώτα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις διαμέσου κοινοπραξιών με τους ξένους καπιταλιστές, και οι δύο αυτές εναλλακτικές θα είχαν συμβεί αν στη Σοβιετική Ένωση είχε συνεχιστεί η λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που εισήγαγε ο Λένιν το 1921. Μια επέκταση αυτής της ιδέας ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να αποφύγει την κατάρρευση αν ακολουθούσε την πορεία της Κίνας και του Βιετνάμ σήμερα, το δρόμο δηλαδή της ‘οικονομίας της αγοράς’.
Αυτή η αιτιολογία παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Δεν είναι καθόλου σαφές ποια πορεία θα θεωρούσαν ενδεδειγμένη ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τους Σοβιετικούς κομμουνιστές το 1920. Αν και οι σοβιετικές συνθήκες μπορεί να μην ήταν ιδανικές για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ο Μαρξ γνώριζε πολύ καλά, όπως έγραψε, το 1853, ότι ‘οι άνθρωποι δημιουργούν τη δική τους ιστορία, αλλά δεν τη δημιουργούν όπως ακριβώς θέλουν, δεν τη δημιουργούν κάτω από περιστάσεις που επιλέγουν οι ίδιοι, αλλά κάτω από τις συνθήκες αντιμετωπίζουν άμεσα, και που δίνονται και προέρχονται από το παρελθόν’.
Επιπλέον η Ρωσία το 1917 δεν ήταν τόσο οπισθοδρομική, όπως η χώρα που περιέγραφε ο Έγκελς το 1875. Διέθετε μερικά από τα μεγαλύτερα εργοστάσια στον κόσμο και το 10% του πληθυσμού δούλευε στη βιομηχανία. Βεβαίως, η νέα Σοβιετική Ένωση παρέμεινε κυρίως μια χώρα αγροτών της υπαίθρου, και σοβιετικοί ηγέτες, όπως ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ αργότερα, αναγνώρισαν ότι η καθυστέρηση ‘επηρέασε αρνητικά το σοσιαλισμό.’ Παρ ‘όλα αυτά, όσοι πιστεύουν ότι η καθυστέρηση όχι μόνο επηρέασε αρνητικά το σοσιαλισμό, αλλά τελικά τον καταδίκασε πρέπει να αντιμετωπίσουν τρεις προκλήσεις. Πρώτον, όσο οπισθοδρομική κι αν ήταν η Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1920, δεν παρέμεινε έτσι. Έχοντας το πλεονέκτημα των πλούσιων φυσικών πόρων, μία πολυμήχανη ηγεσία, και έναν κινητοποιημένο πληθυσμό, η Σοβιετική Ένωση ξεπέρασε την καθυστέρηση της. Στη δεκαετία του 1980, η Σοβιετική Ένωση είχε γίνει μια οικονομική υπερδύναμη, δεύτερη μόνο πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1984 ο οικονομολόγος Harry Shaffer έγραψε: ‘Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακόμα μπροστά από τη Σοβιετική Ένωση τόσο συνολικά όσο και στην ανά κεφαλή παραγωγή, κατανάλωση, και βιοτικό επίπεδο, όμως, η Σοβιετική Ένωση σταθερά πλησιάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες.’
Έτσι, ακόμη και αν οι παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονταν στην αρχή σε κατάσταση υπανάπτυξης, δεν παρέμειναν εκεί το 1985. Αν και η σοβιετική βιομηχανική ανάπτυξη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, μερικοί ωστόσο πιστεύουν ότι η αρχική καθυστέρηση είχε αποδυναμώσει θανάσιμα το σύστημα. Ο Erwin Marquit υποστήριξε ότι η αρχική καθυστέρηση οδήγησε τους Σοβιετικούς να καταφύγουν ‘στο ουτοπικό μοντέλο μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας’ και ότι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία ‘αποδείχτηκε ανίκανη να ταιριάξει με το ρυθμό της υποκινούμενης από την αγορά τεχνολογικής ανάπτυξης της Δύσης.’ Αυτό δεν είναι πειστικό. Στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο είναι η αλήθεια. Διαμέσου της κρατικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού, η σοβιετική οικονομία σημείωσε αξιοσημείωτη πρόοδο, όχι μόνο οικονομικά αλλά και τεχνολογικά. Στη δεκαετία του 1980 η Σοβιετική τεχνολογική εξέλιξη δεν ήταν ίση με εκείνη των ΗΠΑ, αλλά δεν βρισκόταν πολύ πίσω και κέρδιζε συνέχεια έδαφος.
Σε ένα βιβλίο για τη σοσιαλιστική επιστήμη και την τεχνολογία που δημοσιεύθηκε το 1989, ο John W. Kiser III υποστήριξε ότι η όλη ιδέα του ‘τεχνολογικού χάσματος’ ήταν μια υπερβολή που γεννήθηκε από την ‘πεποίθηση της Αμερικής στην εγγενή κατωτερότητα του σοβιετικού συστήματος’. Η Δύση είχε ‘μια μόνιμη τάση να υποτιμά’ το σοβιετικό σύστημα επειδή δεν είχε κίνητρο να εμπορευματοποιήσει τα τεχνολογικά επιτεύγματα του. Ο Kiser επεσήμανε τις τεχνολογικές καινοτομίες που οι Σοβιετικοί και οι Ανατολικοευρωπαίοι είχαν πραγματοποιήσει στους τομείς της μεταλλουργίας, χημείας, επεξεργασίας τροφίμων, της βιοϊατρικής και αλλού.
Όσον αφορά την τεχνολογία των υπολογιστών, το 1986, η CIA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πράγματι χάσμα μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Δύσης, τόσο στο λογισμικό όσο και στο hardware, αλλά επίσης ότι ‘οι Σοβιετικοί εξακολουθούν να προοδεύουν ταχύτατα σε απόλυτους όρους’ και ότι σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια ‘τα κορυφαία Σοβιετικά επιστημονικά ιδρύματα θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα εξοπλισμό συγκρίσιμο με εκείνο των καλύτερων εθνικών εργαστηρίων των ΗΠΑ’.
Με άλλα λόγια, οι τεχνολογικές διαφορές ήταν μικρές και η απόσταση καλυπτόταν. Συνεπώς, η τεχνολογική καθυστέρηση απέχει από το να προσφέρει μια πειστική εξήγηση για την κατάρρευση.Ένα δεύτερο πρόβλημα της θεωρίας της καθυστέρησης, σαν αιτία κατάρρευσης, είναι η παραδοχή που κάνει ότι η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), δηλαδή η προώθηση της ανάπτυξης μέσω της ενθάρρυνσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ξένων επενδύσεων, ήταν μία βιώσιμη επιλογή. Αυτό μοιάζει σαν το επιχείρημα ότι ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν ο Βοράς απλώς επέτρεπε στη δουλεία να πεθάνει με φυσικό τρόπο. Αν και αυτή η ιδέα μπορεί να ελκύει εκείνους που ήθελαν να κατηγορήσουν όσους κατάργησαν τη δουλεία για το μακελειό του Εμφυλίου Πολέμου, είναι λίγοι, αν υπάρχουν καν, οι ιστορικοί που πιστεύουν ότι αυτή ήταν μια βιώσιμη επιλογή το 1960. Ομοίως, το να επιμένουν ότι η ΝΕΠ ήταν μια βιώσιμη επιλογή για τους Σοβιετικούς στη δεκαετία του 1920. Το 1921, οι Σοβιετικοί είχαν στραφεί στη ΝΕΠ για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιούργησαν οι πολιτικές του πολεμικού κομμουνισμού, ιδιαίτερα την αποξένωση των αγροτών που προκάλεσε η κατάσχεση των σιτηρών τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο, η ΝΕΠ ανέπτυξε τα δικά της προβλήματα.
Εξηγώντας γιατί οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν τη ΝΕΠ, ο ιστορικός E.H Carr επεσήμανε τρία σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, το 1922-23, η λεγόμενη κρίση του “ψαλιδιού”, στην διάρκεια της οποίας οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών των σιτηρών οδήγησαν στην έλλειψη τροφίμων, στην ανεργία και τη δυστυχία των φτωχών και μεσαίων αγροτών. Δεύτερον, οι περισσότεροι σοβιετικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν ότι η ΝΕΠ καταδίκαζε τη Σοβιετική Ένωση σε μια μακρά περίοδο βιομηχανικής καθυστέρησης, μία τρομακτική και απαράδεκτη προοπτική για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης απειλής από τον εξωτερικό εχθρό. Τρίτον, το 1927-1928 η μείωση των γεωργικών τιμών οδήγησε τους αγρότες στο να κρύβουν τα προϊόντα τους προκαλώντας λοιμό στις πόλεις. Για τους λόγους αυτούς, η εμπιστοσύνη στην αγορά και τα ιδιωτικά κίνητρα δεν μπορούσε να σταθεί. Έτσι, τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα, καθώς και οι ιδεολογικές τους προτιμήσεις, ανάγκασαν τους σοβιετικούς ηγέτες να υιοθετήσουν νέες πολιτικές, να αποδεχτούν τη δημόσια ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι παράλογο να αποκαλέσει κάποιος την στροφή των σοβιετικών στην κρατική ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό “ουτοπική”. Κάνοντας την στροφή αυτή η Σοβιετική Ένωση εκβιομηχανίστηκε γοργά, νίκησε τους ναζιστές εισβολείς, και ανοικοδομήθηκε γρήγορα μετά τον πόλεμο. Επιπλέον, τα παραπάνω συνέβησαν, ενώ αυξανόταν σταθερά το βιοτικό επίπεδο των σοβιετικών εργαζομένων. Το να φανταστεί κανείς ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να επιτύχουν τα ίδια αποτελέσματα συνεχίζοντας τις προβληματικές πολιτικές της ΝΕΠ αποτελεί το λιγότερο ευσεβή πόθο.
Η καθυστέρηση σαν αιτία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης περιέχει μια τρίτη αδυναμία. Αυτή η αδυναμία αποκαλύπτεται από την ανάλυση των διδαγμάτων που εξάγονται από αυτή την αιτία. Είναι απόλυτα σωστό να κρίνουμε την ορθότητα μιας αιτίας με βάση τα πορίσματα της. Για παράδειγμα, αν ένας βοσκός πέθανε πέφτοντας από ένα βράχο στο βουνό, μόνο ένας ανόητος θα βγάλει το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι πρέπει να αποφεύγουν τη βόσκηση και τα βουνά. Εάν, ωστόσο, κατά τη στιγμή του ατυχήματος, ο βοσκός ήταν μεθυσμένος, ένας λογικός άνθρωπος θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αποφύγουμε να πίνουμε, ενώ βόσκουμε τα πρόβατά στα βράχια του βουνού. Ορισμένοι που συντάσσονται με το επιχείρημα της καθυστέρησης σαν εξήγηση για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βγάζουν το συμπέρασμα ότι η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να αποφύγει τον κεντρικό σχεδιασμό και να ακολουθήσει την πορεία της Κίνας. Αλλά αυτό το συμπέρασμα δεν είναι πιο λογικό από εκείνο της αποφυγής της βόσκησης ή της ορειβασίας. Αυτό το συμπέρασμα είναι το λιγότερο απερίσκεπτο. Οι ίδιοι οι Κινέζοι δεν έχουν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τον Arthur Waldron, ‘η επίσημη Κίνα σήμερα πιστεύει ότι δεν υπήρξε κάποιο σημαντικό ή θεμελιώδες λάθος στη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση, η αποτυχία του σοβιετικού καθεστώτος να συνεχίσει, δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα ευρύ συστημικό φαινόμενο, αλλά μάλλον σε μια πολύ συγκεκριμένη αποτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Επιπλέον, το πού θα οδηγήσει τελικά ο κινέζικος δρόμος και τι θα σημαίνει αυτό για την εργατική τάξη παραμένει ανοικτό. Βραχυπρόθεσμα, ο κινέζικος δρόμος έχει δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη και αύξησε το εισόδημα του αστικού πληθυσμού. Παρ ‘όλα αυτά, από το 2008 τόσο η μείωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης όσο και η εμπλοκή της κινεζικής οικονομίας με τη στασιμότητα της παγκόσμιας αγοράς εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα αυτού του μοντέλου. Σύμφωνα με τους New York Times του Μάρτιου του τρέχοντος έτους, ‘ο ρυθμός αύξησης της Κίνας επιβραδύνθηκε για περισσότερο από μια δεκαετία.’
Επιπλέον, η κινεζική εργατική τάξη πληρώνει υψηλό τίμημα για ένα δρόμο που αποκλίνει σταθερά από το σοσιαλιστικό στόχο. Για μια δεκαετία, η ανεπίσημη ανεργία στις πόλεις παραμένει σταθερά πάνω από το 8%. Η ξένη ιδιοκτησία και οι επενδύσεις ως ποσοστό των συνολικών πωλήσεων της μεταποίησης στην Κίνα έχει περάσει από το 2,3 τοις εκατό το 1990 στο 31,3 τοις εκατό το 2000. Δεδομένου ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα (124 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011) αυξάνονται σε ετήσια βάση και είναι πλέον στη δεύτερη θέση πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, το ποσοστό της ξένης ιδιοκτησίας είναι αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερο τώρα από ότι το 2000. Επιπλέον, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ‘για τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Κίνας’ περιελάμβανε την ‘αυξανόμενη ανεργία, την ανισότητα και την ανασφάλεια, τις περικοπές στη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση, την επιδείνωση της καταπίεσης των γυναικών, την περιθωριοποίηση της γεωργίας και τον πολλαπλασιασμό των περιβαλλοντικών κρίσεων. Στο βαθμό που η οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό παραμένει ένας αμφίβολος δρόμος προς το σοσιαλισμό, παραμένει αμφίβολο το συμπέρασμα που εξάγεται από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Με λίγα λόγια η καθυστέρηση σαν επεξηγηματική αιτία πρέπει να απορριφθεί για τρεις λόγους. Πρώτον, όσο καθυστερημένη κι αν ήταν η Σοβιετική Ένωση το 1917, οι παραγωγικές δυνάμεις της δεν παρέμεναν καθυστερημένες το 1985. Δεύτερον, η εξήγηση αφήνει να εννοηθεί ότι η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε και θα μπορούσε να συνεχιστεί η ΝΕΠ. Αυτή η ιδέα ήταν απαράδεκτη τότε και είναι εντελώς παράλογη εκ των υστέρων. Τρίτον, αν ο κινέζικος δρόμος προς το σοσιαλισμό είναι πιο αξιόπιστος από ότι ο Σοβιετικός μένει να αποδειχτεί.
Κριτική # 2
Ένα δεύτερο σημείο της κριτικής στο βιβλίο μας προέκυψε σχετικά με την αντιμετώπιση του Ιωσήφ Στάλιν. Για ορισμένους κριτικούς, η αποτυχία να καταγγελθεί ο Στάλιν σαν ένας παρανοϊκός εγκληματίας, ένας αντισημίτης, ένας δαίμονας, ένας δικτάτορας και ένας μαζικός δολοφόνος, αποτέλεσε ένα μοιραίο λάθος. Για ορισμένους επικριτές τίποτα δεν θα ήταν ικανοποιητικό παρά αυτό που ο Domenico Losurdo αποκαλεί ‘ένας μαύρος μύθος’. Για ορισμένους κριτικούς, η αποτυχία μας να καταδικάσουμε τη σκληρότητα του Στάλιν ήταν μια ασυγχώρητη παράλειψη. Για αυτό θα ήθελα να απαντήσω όπως ο Λένιν στον Μαξίμ Γκόρκι όταν είχε εκφράσει την ανησυχία του ‘για τη σκληρότητα της επαναστατικής τακτικής.’ Ο Λένιν είπε: ‘Τι θέλετε; …. Είναι δυνατόν να συμπεριφερθούμε με ανθρωπισμό σε έναν αγώνα με τέτοια πρωτοφανή αγριότητα; Πού υπάρχει χώρος για επιείκεια ή γενναιοδωρία; Η Ευρώπη μας έχει αποκλείσει, έχουμε στερηθεί τη βοήθεια του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, η αντεπανάσταση μας τριγυρνά σαν αρκούδα. Τι θέλετε; Δεν έχουμε δίκιο; Θα έπρεπε να μην αγωνιστούμε και να μην αντισταθούμε; Δεν είμαστε ένα τσούρμο βλάκες … Ποιο είναι το κριτήριο σας για να κρίνετε ποια κτυπήματα είναι απαραίτητα και ποια είναι περιττά σε έναν αγώνα;’
Η αλήθεια είναι ότι δεν προσφέραμε μια συνολική εκτίμηση για τον Στάλιν, γιατί θεωρήσαμε ότι ήταν πολύ σημαντική για να το κάνουμε με συνοπτικό τρόπο σε μια μελέτη για κάτι άλλο. Όπως κάθε ιστορικός, θέσαμε ένα συγκεκριμένο ερώτημα -σε αυτή την περίπτωση, τα αίτια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης- και περιορίσαμε τους εαυτούς μας στην προσπάθεια να απαντήσουμε. Ασχοληθήκαμε μόνο με τις ιδέες και τις πολιτικές του Στάλιν που σχετίζονται με την ερμηνεία μας.
Στο βαθμό που η κριτική της θέσης μας για τον Στάλιν αφορά την επεξήγηση της κατάρρευσης, αξίζει μια απάντηση. Εδώ πρέπει να γίνει διάκριση. Όπως είναι γνωστό, υπάρχει μια σχολή σκέψης που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα και πρεσβεύει ότι ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε μια μη αναστρέψιμη πτώση από τότε που απέρριψε τις ιδέες του Λέον Τρότσκι, που μιλούσαν για την ανάγκη μιας διαρκούς παγκόσμιας επανάστασης και τη ματαιότητα της προσπάθειας να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια χώρα και μόνο. Από αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν σοσιαλιστική και η κατάρρευση της δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια υποσημείωση στην εξορία του Τρότσκι. Μόνο εκείνοι που δέχθηκαν αυτές τις αντιλήψεις για τη σημασία του Τρότσκι και της μη ύπαρξης σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση (θέση που είναι περισσότερο πολιτική παρά ιστορική) θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν από μια τροτσκιστική εξήγηση της σοβιετικής ιστορίας.
Υπάρχουν, ωστόσο, κι άλλες απόψεις του Στάλιν και το ρόλο του στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μια τέτοια άποψη υποστηρίζει ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το αποτέλεσμα της ‘σταλινικής παραμόρφωσης’, ένα είδος καθυστερημένης επίπτωσης των πολιτικών του Στάλιν. Η άποψη αυτή πρεσβεύει ότι στη Σοβιετική Ένωση οικοδομήθηκε μια σοσιαλιστική κοινωνία που βασιζόταν στη δημόσια ιδιοκτησία και τον σχεδιασμό που λειτούργησε καλά επιτυγχάνοντας την οικονομική ανάπτυξη, εξασφαλίζοντας τη στρατιωτική άμυνα, παρέχοντας απασχόληση, οικονομική ασφάλεια, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και ένα υψηλό πολιτιστικό επίπεδο στους εργαζόμενους. Παρ ‘όλα αυτά, η αντιμετώπιση της δικής της καθυστέρησης και των εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, καθώς και άλλων προκλήσεων οδήγησε σε αντιδημοκρατικές παραμορφώσεις. Αυτές οι παραμορφώσεις πήραν τη μορφή της ‘λατρείας της προσωπικότητας, της αυταρχικής ενσωμάτωσης όλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων κάτω από τον πειθαρχικό έλεγχο του ΚΚΣΕ, και της υποταγής κάθε επιστημονικής και πολιτιστικής σκέψης και πρακτικής στην πολιτική ιδεολογία’.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν ήταν η σχεδιασμένη οικονομία που δημιούργησε το πρόβλημα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η κληρονομιά του αυταρχισμού του Στάλιν. Ο αυταρχισμός του Στάλιν υπονόμευσε τις προσπάθειες για την αποκέντρωση του ελέγχου και της ευθύνης, υπέσκαψε την πρωτοβουλία, και περιόρισε τη σοσιαλιστική οικονομία από το να αξιοποιήσει το δυναμικό της. Όποιος έχει εξοικειωθεί στοιχειωδώς με τη δυτική ιστοριογραφία για τον Στάλιν και τη Σοβιετική Ένωση δύσκολα θα εκπλαγεί από το γεγονός ότι κάποιοι τον κατηγορούν για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεδομένου ότι ο ένας ή ο άλλος συγγραφέας τον έχουν θεωρήσει υπεύθυνο για σχεδόν κάθε καταστροφή του εικοστού αιώνα. Κάθε πρόσωπο τόσο περίπλοκο όπως ο Στάλιν, ο ηγέτης μιας τεράστιας χώρας που πέρασε πολλές κρίσεις για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, ήταν υποχρεωμένος να αφήσει μια περίπλοκη κληρονομιά. Έτσι, μπορεί εύκολα κανείς να αποδώσει την ύπαρξη των προβλημάτων που παρατέθηκαν στη θεωρία της σταλινικής παραμόρφωσης. Για παράδειγμα, σε μια σχεδιασμένη οικονομία, όπου η φύση και το μέγεθος της παραγωγής καθορίζονται από πάνω, υπάρχει ένα ενδημικό πρόβλημα περιορισμού της πρωτοβουλίας και της ευθύνης των αποκάτω. Η Σοβιετική Ένωση είχε καταπιαστεί με αυτό το πρόβλημα εδώ και χρόνια, και η Κούβα καταπιάνεται με αυτό σήμερα. Αυτό το πρόβλημα δεν προέκυψε μόνο από τον Στάλιν. Επιπλέον, χωρίς να την ονομάζουμε σταλινική παραμόρφωση, αναγνωρίζουμε ότι το μέγεθος και οι μέθοδοι της καταστολής ‘αναμφίβολα άφησε μια κληρονομιά πικρίας, δειλίας, δουλικότητας, ντροπής, και ένας Θεός ξέρει τι άλλο’.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Αξιολογώντας την κληρονομιά του Στάλιν, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ ηθικών και πολιτικών κρίσεων -δηλαδή αν μια ορισμένη συμπεριφορά ή πολιτική ήταν καλή ή κακή, δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη, θετική ή αρνητική- και ιστορικών κρίσεων σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια και τις συνέπειες. Και τα δύο είδη κρίσης είναι δικαιολογημένα αλλά το ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι ένα ερώτημα ιστορικής κρίσης. Δηλαδή: πράγματι οι πολιτικές του Στάλιν ανιχνεύονται στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης;
Ειλικρινά, όσοι έχουν αυτήν την άποψη σχετικά με τη σταλινική παραμόρφωση, έχουν κάνει ελάχιστα για να μετακινήσουν τη συζήτηση από την ηθική αγανάκτηση στην ιστορική εξήγηση. Ο Στάλιν άφησε μια αντιφατική κληρονομιά αναφορικά με το θέμα του αυταρχισμού και της δημοκρατίας. Όσοι ασπάζονται την επεξηγηματική αιτία της σταλινικής παραμόρφωσης, βλέπουν μόνο τη μία πλευρά, ότι ο Στάλιν υπονόμευσε τη σοσιαλιστική δημοκρατία, απογοήτευσε και αποστράτευσε τον σοβιετικό λαό και ότι αυτό τελικά υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα του σοσιαλιστικού συστήματος και ως εκ τούτου οδήγησε στην κατάρρευση. Αλλά πού είναι η απόδειξη αυτής της απογοήτευσης και αποστράτευσης; Τα μεγάλα επιτεύγματα του σοβιετικού λαού μεταξύ 1930 και 1950, η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, η ταχεία εκβιομηχάνιση, η αύξηση του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου του λαού, η ήττα των χιτλερικών εισβολέων, η ανασυγκρότηση της χώρας σε τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή του πολέμου, δύσκολα μπορεί να είναι το έργο ενός απογοητευμένου και αποστρατευμένου πληθυσμού. Το ακριβώς αντίθετο. Για τα επιτεύγματα αυτά απαιτείται ενεργή λαϊκή συμμετοχή.
Επιπλέον, μια καθαρή ματιά της κληρονομιάς του Στάλιν πρέπει να παραδεχτεί ότι περιείχε στοιχεία δημοκρατίας, λαϊκής συμμετοχής, όπως και αυταρχισμό και καταστολή. Το σοβιετικό Σύνταγμα του 1936 συμβόλιζε αυτή την αμφιλεγόμενη κληρονομιά.
Από τη μία μεριά, παρά τις δημοκρατικές υποσχέσεις του Συντάγματος, η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε ένα κράτος όπου η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στο κομμουνιστικό κόμμα και όλο και περισσότερο στον ηγέτη του, οι υποψηφιότητες για τις στελεχικές θέσεις και άλλες πρωτοβουλίες ερχόταν από ψηλά, και θεσμοί, όπως τα Σοβιέτ και των συνδικάτα είχαν στην καλύτερη περίπτωση ένα συμβουλευτικό και επιχειρησιακό ρόλο. Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα αντιπροσώπευε για πρώτη φορά στην ιστορία μια προσπάθεια, κάτω από αντίξοες συνθήκες, να δώσει νόημα στην ιδέα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Το Σύνταγμα προέκυψε έπειτα από μια διαδικασία δύο χρόνων, ενός διαλόγου στον οποίο συμμετείχαν μεγάλα τμήματα των εργατών, των αγροτών και άλλων στρωμάτων, σε μια πανεθνική συζήτηση του προσχεδίου, που την ακολούθησε ένα πανεθνικό δημοψήφισμα. Το Σύνταγμα επέκτεινε τα δημοκρατικά δικαιώματα των σοβιετικών πολιτών αίροντας τους περιορισμούς των εκλογικών δικαιωμάτων των ανθρώπων που σχετίζονταν με το τσαρικό καθεστώς, και αν και νομιμοποιούσε τον αποκλειστικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, προέβλεπε άμεσες εκλογές με πολλούς υποψήφιους και μυστική ψηφοφορία. Διαφέροντας ριζικά από τα αστικά συντάγματα, το σοβιετικό σύνταγμα περιελάμβανε οικονομικά δικαιώματα όπως: το δικαίωμα στην απασχόληση, στις ετήσιες διακοπές με αποδοχές, στις δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, τη δωρεάν εκπαίδευση έως και την έβδομη τάξη, την ίση αμοιβή, τις κρατικές ενισχύσεις στις μητέρες των μεγάλων οικογενειών και στις ανύπαντρες μητέρες, άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές και μαιευτήρια, παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία. [1]
Το Σύνταγμα του 1936 αντανακλούσε και μια άλλη δημοκρατική κληρονομιά, τη Σοβιετική πολιτική προς τις εθνικές μειονότητες. Ο ιστορικός Terry Martin χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ένωση ως ‘την πρώτη αυτοκρατορία στον κόσμο με θετική δράση’. Αυτό που εννοούσε ο Τ. Martin ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση “δεν δημιούργησε μόνο μια ντουζίνα μεγάλες εθνικές δημοκρατίες, αλλά δεκάδες χιλιάδες εθνικές περιοχές διάσπαρτες σε όλη την έκταση της. Νέες εθνικές ελίτ εκπαιδεύονταν και προωθούνταν σε ηγετικές θέσεις στην κυβέρνηση, το σχολείο, και στις βιομηχανικές επιχειρήσεις στις καινούργιες περιοχές. Σε κάθε περιοχή, η εθνική γλώσσα ανακηρύχθηκε επίσημη γλώσσα της κυβέρνησης. Σε δεκάδες περιπτώσεις, αυτό απαιτούσε τη δημιουργία γραπτής γλώσσας, εκεί όπου δεν υπήρχε. Το σοβιετικό κράτος χρηματοδότησε την μαζική παραγωγή βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων ταινίες, όπερες, μουσεία, λαϊκά μουσικά σύνολα, και άλλα πολιτιστικά ιδρύματα σε μη-ρωσική γλώσσα. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε επιχειρηθεί κάτι συγκρίσιμο … και κανένα πολυεθνικό κράτος στη συνέχεια δεν έφτασε το εύρος της Σοβιετικής θετικής δράσης’. [2] Σε μια δημοσκόπηση αρκετών εκατοντάδων σοβιετικών πολιτών πού έγινε από το Πρόγραμμα των συνεντεύξεων του Χάρβαρντ το 1950 – 1951, η ‘συντριπτική πλειοψηφία’ των ερωτηθέντων σχετικά με το Σύνταγμα του 1936 συμφώνησε ότι οι εγγυήσεις της εθνικής ισότητας ήταν στην πραγματικότητα αληθινές. [3]
Η ασάφεια σχετικά με την αυταρχική και δημοκρατική κληρονομιά του Στάλιν εκδηλώθηκε και στη διάρκεια της καταστολής στη δεκαετία του 1930. Η εκστρατεία κατά των τροτσκιστών και των δολιοφθορέων το 1937, που έστειλε εκατομμύρια στην φυλακή και χιλιάδες στο θάνατο, συνέπεσε με ένα μαζικό κίνημα, στα συνδικάτα και στους χώρους δουλειάς για περισσότερη δημοκρατία. Ο επικεφαλής των συνδικάτων, Nikolai Μ. Shvernik, ξεκίνησε αυτό το κίνημα, προκειμένου να φέρει στα συνδικάτα τις υποσχέσεις του Συντάγματος του 1936, δηλαδή, τη μυστική ψηφοφορία, τις πολλαπλές υποψηφιότητες στις εκλογές, τη μεγαλύτερη συμμετοχή των απλών μελών, και τη μεγαλύτερη λογοδοσία των ηγετών των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτή η κίνηση πήγε χέρι-χέρι με μια εκστρατεία, με σκοπό να σταματήσει η λατρεία της ηγεσίας για να απαλλαγούν από διεφθαρμένους ηγέτες, κρυφούς οπαδούς της αντιπολίτευσης και άλλους ‘εχθρούς του λαού’ που είχαν υπεξαιρέσει πόρους της Ένωσης, παραβίαζαν τους κανόνες ασφαλείας και υπονόμευαν τη στέγαση, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την παραγωγή.
Ως αποτέλεσμα αυτού του κινήματος από τα κάτω, από το τέλος του 1937, ‘πάνω από 1.230.000 άνθρωποι είχαν εκλεγεί στα διοικητικά συμβούλια σε 146 ομοσπονδίες και σε εκατοντάδες χιλιάδες σωματεία και εργοστασιακές επιτροπές … Τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν μια σοβαρή αναδιοργάνωση του προσωπικού. Περισσότερο από το 70% των παλαιών μελών των εργοστασιακών επιτροπών, το 66% των 94.000 προέδρων των εργοστασιακών επιτροπών, και το 92% των 30,723 μελών των περιφερειακών επιτροπών αντικαταστάθηκε.’[4] Αυτό που συνέβη στα συνδικάτα και στους χώρους δουλειάς το 1937 δεν ήταν τίποτε λιγότερο από ένα μαζικό δημοκρατικό κίνημα από τα κάτω με σκοπό να εκδιώξει και να τιμωρήσει ορισμένους συνδικαλιστικούς ηγέτες. Η ιστορικός Wendy Goldman το αποκάλεσε ‘δημοκρατική καταστολή’, και έγραψε ότι, ‘η καταστολή δεν ήταν κάτι που συνέβη στον σοβιετικό λαό από ένα κακό ‘άλλο’.’ Υποστηρίχθηκε ενεργά και εξαπλώθηκε από το λαό σε κάθε θεσμό … ‘. [5]
Με λίγα λόγια, αν κοιτάξει κανείς την κληρονομιά του Στάλιν αντικειμενικά, δεν υπάρχει απευθείας σύνδεση του Στάλιν με τον αυταρχισμό την αποστράτευση και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Τουλάχιστον όσο αφορά τη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1936, στο πλαίσιο της πολιτικής για τις εθνικότητες, και στο συνδικαλιστικό δημοκρατικό κίνημα του 1937, ο Στάλιν κινητοποίησε παρά αποστράτευσε τις μάζες. Επιπλέον, εάν οι πολιτικές του Στάλιν είχαν πραγματικά χρησιμεύσει προκειμένου να αποστρατευθούν και να κάμψουν το ηθικό των σοβιετικών ανθρώπων, δύσκολα θα περίμενε κανείς τους Σοβιετικούς να θρηνήσουν το θάνατό του, όπως έκαναν ή να συνεχίζουν να τον τιμούν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του. Ωστόσο, αυτό ακριβώς δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. [6] Με λίγα λόγια μπορεί εύκολα κανείς να αναγνωρίσει ότι η δημοκρατική κληρονομιά του Στάλιν ήταν διφορούμενη. Παρόλα αυτά, μόνο μια μονόπλευρη και διαστρεβλωμένη άποψη για τον Στάλιν θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον να σκεφτεί ότι μια σταλινική παραμόρφωση αποστράτευσε πολιτικά τη μάζα των σοβιετικών εργαζομένων σε τέτοιο βαθμό που να προκαλέσει την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Μια Τρίτη Αντίδραση
Μια τρίτη αντίδραση στο βιβλίο μας δεν ήταν τόσο πολύ μια κριτική όσο μια ερώτηση που εκφράζεται ως εξής: γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα και η σοβιετική εργατική τάξη δεν αντέδρασαν στις πολιτικές του Γκορμπατσόφ και δεν ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν το σοσιαλισμό; Στο βιβλίο, συζητάμε το θέμα αυτό στις σελίδες. 268-273. Βέβαια το γεγονός ότι η αντίσταση των απλών μελών δεν ήταν μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη αποτελεί την πιο ενοχλητική πτυχή της όλης διαδικασίας της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, όσο ανησυχητικό και αν είναι το γεγονός αυτό, από μόνο του δεν δικαιολογεί το άλμα στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κάτι ριζικά λάθος στον Σοβιετικό σοσιαλισμό ή ότι ο Σοβιετικός σοσιαλισμός απογοήτευσε τους σοβιετικούς εργαζομένους με κάποια θεμελιώδη τρόπο.
Η προσέγγιση του Γκορμπατσόφ ήταν μία προσπάθεια να λύσει τα προβλήματα του σοσιαλισμού κάνοντας παραχωρήσεις στους ιμπεριαλιστές και ενσωματώνοντας καπιταλιστικές ιδέες στο σοσιαλισμό. Κάποιες από αυτές αφορούσαν την εισαγωγή πτυχών της αστικής δημοκρατίας, ενώ υπονόμευαν και καταστρατηγούσαν τους παραδοσιακούς θεσμούς της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ παραπέρα για να κατανοήσουμε την αναποτελεσματικότητα της αντίστασης της εργατικής τάξης. Οι Σοβιετικοί κομμουνιστές και εργαζόμενοι στερήθηκαν τις παραδοσιακές διεξόδους της έκφρασης τους ενώ ο κατ’ όνομα ηγέτης τους εισήγαγε σταθερά καπιταλιστικές ιδέες κάτω από την ομιχλώδη έννοια της τελειοποίησης του σοσιαλισμού. Εμείς υποστηρίζουμε ότι θα μπορούσε να μην ήταν αυτός ο τρόπος. Διαφορετικού είδους μεταρρυθμίσεις και μια διαφορετική διαδικασία μεταρρύθμισης που θα κινητοποιούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα και την εργατική τάξη μπορούσαν να είχαν παράγει διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό επιχείρησε ο Γιούρι Αντρόποφ, αλλά η προσπάθεια διεκόπη λόγω της ασθένειας και του θανάτου του.
Δύο πρόσφατα ταξίδια στην Κούβα και η μελέτη των πρόσφατων κουβανέζικων μεταρρυθμίσεων που ονομάζονται “πραγμάτωση” ή “ενημέρωση” ενίσχυσαν το συμπέρασμά μας για την τύχη του σοβιετικού σοσιαλισμού. Προφανώς, η Σοβιετική Ένωση και η Κούβα αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικές χώρες με πολύ διαφορετικές ιστορίες και συνθήκες. Μια σημαντική διαφορά είναι ο οικονομικός, εμπορικός και χρηματιστηριακός αποκλεισμός που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Κούβα. Αν και η Σοβιετική Ένωση γνώρισε επίσης ένα οικονομικό αποκλεισμό για δύο δεκαετίες, ο κουβανικός αποκλεισμός έχει διαρκέσει περισσότερο και το κόστος συγκριτικά είναι μεγαλύτερο.
Σήμερα μετά από πενήντα χρόνια, το κόστος του αποκλεισμού για τους Κουβανούς με βάση συντηρητικές εκτιμήσεις, ξεπερνά τα 104 δισεκατομμύρια δολάρια σε τρέχουσες τιμές και, αν λάβει κανείς υπόψη την υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με την τιμή του χρυσού, τα 975 δισεκατομμύρια δολάρια. [7] Χωρίς το μποϊκοτάζ, το κουβανικό βιοτικό επίπεδο σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ίσο με αυτό της Δυτικής Ευρώπης. [8]
Παρά τις προφανείς διαφορές τους, η Κούβα και η Σοβιετική Ένωση μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά. Τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Κούβα είχαν οικονομίες που βασίζονται στη δημόσια ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό και είχαν στην πολιτική ηγεσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, και οι δύο, η Σοβιετική κοινωνία το 1985 και η κοινωνία της Κούβας το 2011, αντιμετώπισαν ορισμένα παρόμοια προβλήματα, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Για παράδειγμα, οι δύο κοινωνίες είχαν δύο νομίσματα, ένα σκληρό νόμισμα συνδεδεμένο με τα διεθνή νομίσματα και ένα εγχώριο νόμισμα. Το Σοβιετική σκληρό νόμισμα, η χρήση του οποίου ήταν παράνομη για τους περισσότερους πολίτες, περιοριζόταν σε τουρίστες, διπλωμάτες και μερικούς άλλους και χρησιμοποιούταν μόνο σε συγκεκριμένα καταστήματα. Το κουβανικό σκληρό νόμισμα, όμως, δεν είναι παράνομο, και πολλοί Κουβανοί το κερδίζουν νόμιμα από την εργασία στον τουριστικό κλάδο, κερδίζοντας το σαν μπόνους σε ορισμένους χώρους δουλειάς, ή λαμβάνοντάς το νόμιμα μέσω εμβασμάτων από τους συγγενείς στο εξωτερικό.
Η ύπαρξη δύο νομισμάτων δημιούργησε περισσότερα προβλήματα στην Κούβα από ό,τι στη Σοβιετική Ένωση. Η μεγάλη διαφορά στην τιμή μεταξύ πέσος (CUP) και σκληρού νομίσματος (CUC) (25 προς 1), οδήγησε σε μια σειρά από προβλήματα, όπως μια αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ εκείνων που έχουν πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα και εκείνων που δεν έχουν, και μια διαρροή εγκεφάλων από επαγγέλματα, χωρίς πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα σε εκείνα με πρόσβαση, όπως ο τουρισμός. Οδηγώντας ένα ταξί ή λαμβάνοντας φιλοδωρήματα σε σκληρό νόμισμα κάποιος μπορεί να κερδίσει μεγαλύτερο εισόδημα από ό,τι διδάσκοντας. Αυτό είναι σαφώς αποκαρδιωτικό και αναποτελεσματικό. Σε ένα άλλο παράδειγμα, δεύτερη οικονομία, ή μαύρη αγορά υπήρχαν και στις δύο κοινωνίες. Στην Σοβιετική Ένωση, όμως, αντιπροσώπευε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα από ό,τι στην Κούβα. Σε σύγκριση με την Κούβα, η δεύτερη οικονομία στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ήταν πιο διαδεδομένη και πολύ πιο ανεπτυγμένη, και συχνά συνδέονται με τις εθνικές μειονότητες και με μια οργανωμένη «μαφία». [9]Κατά κάποιο τρόπο, τα προβλήματα της Κούβας και της Σοβιετικής ένωσης έμοιαζαν μεταξύ τους. Υπήρχε χαμηλή παραγωγικότητα και αποδοτικότητα, η ποιότητα των καταναλωτικών αγαθών ήταν ανεπαρκής, υπήρχε ένα έλλειμμα πρωτοβουλίας, αίσθησης της ιδιοκτησίας και της ευθύνης στο χώρο δουλειάς, ανεπαρκής διάδοση της τεχνολογίας των υπολογιστών, και ούτω καθεξής. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς εύκολα να βρει ομοιότητες μεταξύ των οικονομικών διορθωτικών μέτρων που προτάθηκαν από τον Γιούρι Αντρόποφ το 1983 ή ακόμα και στις αρχικές πολιτικές του Γκορμπατσόφ και στο πρόγραμμα πραγμάτωσης της Κούβας που προτάθηκε το 2011. Για παράδειγμα, και οι δύο προσπάθειες μεταρρυθμίσεων ήλπιζαν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα, το κίνητρο και την ποιότητα συνδέοντας την αμοιβή με την προσπάθεια, αποκεντρώνοντας το έλεγχο και την ευθύνη, αναπτύσσοντας κοινές επιχειρήσεις με το ξένο κεφάλαιο, ενθαρρύνοντας τους συνεταιρισμούς και αφήνοντας μεγαλύτερο περιθώριο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Οι συνθήκες στην Σοβιετική Ένωση και την Κούβα διέφεραν κατά ένα σημαντικό τρόπο. Στην μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Κούβα τα απλά μέλη του κόμματος συμμετέχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι στη Σοβιετική Ένωση. Στην Κούβα, από την αρχική ανάπτυξη των κατευθυντήριων γραμμών της μεταρρύθμισης το 2010 μέχρι την συνακόλουθη εφαρμογή τους το 2014, η όλη διαδικασία βασίστηκε στη μαζική συμμετοχή και στη συναίνεση των μαζών. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2010 μέχρι το Φεβρουάριο του 2011, με γενικές συζητήσεις με το λαό ακολούθησαν συζητήσεις στο κόμμα σε κάθε επαρχία, και στη συνέχεια ακολούθησαν συζητήσεις στο έκτο συνέδριο του ΚΚΚ τον Απρίλιο. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 163.079 συναντήσεις όπου συμμετείχαν 8.913.838 άτομα. Σε αυτές τις συζητήσεις τροποποιήθηκε ή δημιουργήθηκε το 68% των αρχικών 291 κατευθυντήριων γραμμών, τροποποιήθηκαν 181 και δημιουργήθηκαν 36 νέες κατευθυντήριες γραμμές. [10] Η συζήτηση των κατευθυντήριων γραμμών εξελίχθηκε επίσης μέσα από τις σελίδες της Γκράνμα, το ραδιόφωνο, τα blogs στο διαδίκτυο και τα συνδικάτα [11] Ένας παρατηρητής επεσήμανε: Ένα βασικό σημείο εδώ είναι ότι η σύνταξη της νέας νομοθεσίας για την απασχόληση περιλαμβάνει μια διαδικασία διαβούλευσης με την CTC (η κεντρική συνομοσπονδία των συνδικάτων) τόσο λεπτομερή και εκτενή ώστε οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ένα de facto βέτο’. [12]
Στη Σοβιετική Ένωση, ο Γιούρι Αντρόποφ ξεκίνησε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με συζητήσεις στους χώρους δουλειάς. Κάτω από τον Γκορμπατσόφ, όμως, η συζήτηση των αλλαγών από τα απλά μέλη έλαβε κυρίως τη μορφή δημοσίων σχέσεων και φωτογραφικών ευκαιριών. Οι πλατειές συζητήσεις, η ενθάρρυνση της κριτικής, και της οικοδόμησης της συναίνεσης ήταν αυτά που κυρίως έλειπαν από τη διαδικασία μεταρρύθμισης του Γκορμπατσόφ. Διαφορετικά, δεν θα αναρωτιόμασταν σήμερα που ήταν οι Σοβιετικοί κομμουνιστές και οι εργαζόμενοι.
Αν και οι δύο επικρίσεις # 1 ‘Σοβιετική καθυστέρηση’ και # 2 ‘η σταλινική παραμόρφωση’ είναι μη πειστικές, γιατί παραμένουν τόσο δημοφιλείς; Πιστεύουμε ότι ο λόγος που συνεχίζουν να είναι δημοφιλείς αυτές οι εξηγήσεις είναι ότι βασίζονται και εξαρτούνται από την πανταχού παρούσα ιδεολογία του αντισταλινισμού και του αντικομουνισμού. Ο αντικομουνισμός και ο αντισταλινισμός δεν είναι απλώς μια διαφωνία με το σοσιαλιστικό σύστημα και τις πολιτικές του Στάλιν, αλλά μάλλον η αντιμετώπιση αυτού του συστήματος και αυτού του ατόμου σαν το κυριότερο κακό στον κόσμο. Μεταξύ των περισσότερων δυτικών διανοούμενων, το δόγμα ο Στάλιν-το-τέρας δεν συζητιέται καν. Είναι ένα αξίωμα. Ακόμα χειρότερα, είναι μέρος της ορολογίας τους. Είναι ένα κλειδί πρόσβασης στην οικογένεια των συγγραφέων που είναι αποδεκτοί από το ιδεολογικό κατεστημένο των αμερικάνικων πανεπιστημίων. Ακόμη και εκείνοι με ανορθόδοξες απόψεις, περιλαμβάνουν στις εργασίες τους εχθρικές αναφορές στο Στάλιν, ακόμη κι αν αυτές είναι άσχετες με σοβιετική ιστορία, σαν έναν τρόπο να εξασφαλίσουν την πολιτική αποδοχή.
Το γιατί ο αντισταλινισμός παραμένει λυδία λίθος αξίζει περισσότερη προσοχή από ότι έχει λάβει. Πρόσφατα, μελετητές όπως ο Domenico Losurdo και ο Grover Furr [13] έχουν ρίξει φως στο θέμα αυτό. Ένας παράγοντας σίγουρα είναι ότι η δαιμονοποίηση του Στάλιν έχει την υποστήριξη από την “αριστερά”, μία ‘αριστερή’ κάλυψη, χάρη στον Τρότσκι και το Χρουστσόφ. Ένας άλλος λόγος είναι ότι ο Στάλιν χρησιμεύει σαν ένα βολικό πρόσωπο-σύμβολο της ΕΣΣΔ το 1924-1953, την εποχή της επιτυχούς οικοδόμησης της, αλλά και την εποχή που το σοβιετικό κράτος ήταν ο κύριος εχθρός του ιμπεριαλισμού. Όποιος και αν είναι ο λόγος, που μαρξιστές, όπως ορισμένοι από τους επικριτές μας, αποδέχονται τα αντισταλινικά στερεότυπα και τα χρησιμοποιούν στις αντιπαραθέσεις, μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα σαν μια οπορτουνιστική παραχώρηση στην πίεση της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης. Φυσικά, η ανατροπή του αντι-σταλινισμού δεν θα έρθει από την αγιοποίηση του Στάλιν, με το να τον γεμίζουμε επαίνους, ή ακόμα λιγότερο, αγνοώντας τα προβλήματα που σχετίζονται με την ηγεσία του. Θα γίνει από την υπομονετική ακαδημαϊκή δουλειά που θα χρησιμοποιεί τα ίδια πρότυπα για να τον αξιολογήσει όπως αυτά που χρησιμοποιεί για να αξιολογήσει κάθε ηγέτη του 20ου αιώνα.
Συμπέρασμα
Οι βασικές επικρίσεις ενάντια στα επιχειρήματα του Socialism Betrayed δεν μπορούν να σταθούν σε μια προσεκτική εξέταση. Η ιδέα ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν εκ γενετής ελαττωματική, δηλαδή με οπισθοδρομικές παραγωγικές δυνάμεις, απευθύνεται κυρίως σε όσους ονειρεύονται μία εύκολη, σταδιακή πορεία προς το σοσιαλισμό και σε εκείνους που πιστεύουν ότι οι Κινέζοι έχουν βρει τη χρυσή οδό για το μέλλον. Ωστόσο απαιτεί να αγνοήσουμε τα προβλήματα που ταλάνιζαν τη ΝΕΠ τη δεκαετία του 1920 και την κινεζική σήμερα, και αυτό σημαίνει ότι υποτιμούμε τις δύσκολες επιλογές που αντιμετωπίζουν οι Σοβιετικοί στη δεκαετία του 1920 και του 1930 και την τεράστια πρόοδο που έκαναν ξεπερνώντας την καθυστέρηση.
Η ιδέα ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 οφειλόταν στον αυταρχισμό του Στάλιν στη δεκαετία του 1930 στηρίζεται σε ένα βουνό προκατάληψης ενάντια στο Στάλιν και μία μονόπλευρη ανάγνωση της κληρονομιάς του, που αγνοεί τα ισχυρά, δημοκρατικά στοιχεία της. Τέλος, η αναποτελεσματικότητα των απλών μελών του κόμματος και των εργαζόμενων να αντισταθούν στην καταστροφή του σοσιαλισμού δεν παρέχει αποδείξεις για βαθιά ριζωμένα προβλήματα του σοβιετικού σοσιαλισμού. Δείχνει, ωστόσο, ότι η υπονόμευση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, του σχεδιασμού, των κοινωνικών παροχών και του διεθνισμού απαιτεί την ταυτόχρονη διάβρωση της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και των θεσμών της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Εάν κάποιο καλό προκύψει από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι ότι η Κούβα φαίνεται να έχει μάθει καλά αυτό το μάθημα
Σημειώσεις
[1] Leonard Schapiro, The Communist Party of the Soviet Union (New York: Vintage Books, 1971), 409; Kenneth Neill Cameron, Stalin: Man of Contradiction (Toronto, NC Press Limited, 1987), 80-81.
[2] Terry Martin, The Affirmative Action Empire: Nations and Nationalism in the Soviet Union, 1923-1939 (Ithaca and London: Cornell University Press, 2001), 1-2.
[3] Martin, 387-389.
[4] Goldman, 14.
[5] Goldman, 19.
[6] Richard Pipes, “Flight from Freedom: What Russians Think and Want,” Foreign Affairs (May/June, 2004), 14.
[7] Cuba vs Bloqueo: Cuba’s Report on Resolution 65/6 of the United Nations General Assembl entitled “Necessity of ending the economic, commercial and financial blockade imposed by the United States of America against Cuba” (July 2011), 54.
[8] Interview of Manual Yepe, Havana, Cuba, February 18, 2014.
[9] Interview of Marta Nunez, Havana, Cuba, February 18, 2014.
[10] “Information on the results of the debate on the Economic and Social Policy Guidelines for the Party and the Revolution,” translated by Marce Cameron, [http://cubasocialistrenewal.blogspot.om/2011/05translation-guidelines-debate-summary-1.html], 2.
[11] Steve Ludlam, “Cuba’s Socialist Development Strategy,” Science & Society 76, no. 1 (January 2012), 47.
[12] Ludlam, 51.
[13] Domenico Losurdo, Staline: Histoire et Critique D’Une Légende Noire and Grover Furr, Khrushchev Lied (Kettering, Ohio: Erythros Press and Media, 2011).
http://mltoday.com/the-collapse-of-the-soviet-union-reconsidered