19 Απρ 2015

Πίσω από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης

Πίσω από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης

liss


Πηγή: Σφυροδρέπανο
Αναθεώρηση της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης
Εισαγωγή
Το παρακάτω κείμενο το αλίευσα από εδώ. Η αρετή του είναι ότι συνοψίζει σε 10 περίπου σελίδες όλο το σώμα των εξηγήσεων αναφορικά με την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ.

Το άρθρο
Δοκίμιο που παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο ‘ο Μαρξ τον Μάιο’
Ομάδας Μαρξιστικών Ερευνών – Πανεπιστήμιο Λισσαβόνας, Πορτογαλία 10 Μάιου 2014
Των Roger Keeran και Thomas Kenny

—————————
Το 2004 ο Thomas Kenny και εγώ γράψαμε το Socialism Betrayed: Behind the Collapse of the Soviet Union. Από το 2004, το βιβλίο δημοσιεύτηκε και επανεξετάστηκε στη Βουλγαρία, Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Γαλλία, Κούβα και Ισπανία. Ο ένας ή και οι δύο συγγραφείς ήταν παρόντες σε συζητήσεις για το βιβλίο στην Ελλάδα Πορτογαλία Γαλλία και Κούβα και αρκετοί κριτικοί κριτίκαραν το βιβλίο σε αριστερές εφημερίδες. Σε αυτή την παρουσίαση ο Kenny κι εγώ θα απαντήσουμε σε δύο κριτικές και μία ερώτηση που γεννήθηκαν από το βιβλίο. Στο βιβλίο προσφέραμε μία εξήγηση για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Χρησιμοποιήσαμε τις λέξεις ‘κατάρρευση’ και ‘προδοσία’ στον τίτλο παρά την πιθανή παραπλανητική σημασία και των δυο λέξεων.
Socialism-Betrayed-Keeran-Roger-EB9781450241724
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το τι προσπαθούμε να εξηγήσουμε, δηλαδή τη ριζική μεταβολή που οδήγησε στην αντικατάσταση της πολιτικής εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, κατάργησε το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής ιδιοκτησίας, τον κεντρικό σχεδιασμό, και το σύστημα των κοινωνικών υπηρεσιών, και διέλυσε το πολυεθνικό κράτος. Εμείς υποστηρίζουμε ότι η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε επειδή ο σοσιαλισμός απέτυχε. Αντίθετα, το σύστημα του σοσιαλισμού που βασίζεται στη συλλογική ή κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στον κρατικό σχεδιασμό, αποδείχθηκε αξιοσημείωτα επιτυχημένο, ιδιαίτερα από την σκοπιά των εργαζομένων. Το σύστημα αποδείχθηκε ικανό να δημιουργήσει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη για πάνω από έξι δεκαετίες, σημαντικές τεχνικές και επιστημονικές καινοτομίες, πρωτοφανή οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για όλους τους πολίτες του, ενώ ταυτόχρονα υπερασπιζόταν τον εαυτό του από την εξωτερική εισβολή, το σαμποτάζ, και τις απειλές, και πρόσφερε οικονομική και τεχνική βοήθεια καθώς και στρατιωτική προστασία σε άλλα έθνη που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους και το σοσιαλισμό.
Η Σοβιετική Ένωση είχε, ωστόσο, προβλήματα-κάποια σχετίζονταν με την πολιτική και ιδεολογική απολίθωση, κάποια σχετίζονταν με την ποσότητα και την ποιότητα της οικονομικής παραγωγής της, και μερικά σχετίζονταν με τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Τα προβλήματα αυτά, ωστόσο, δεν προκάλεσαν την κατάρρευση του συστήματος. Η διάλυση του σοβιετικού σοσιαλισμού οφειλόταν στις πολιτικές που ακολούθησε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Οι πολιτικές αυτές προήλθαν από την πεποίθηση ότι τα προβλήματα του σοσιαλισμού θα μπορούσαν να λυθούν κάνοντας μονομερείς παραχωρήσεις στον ιμπεριαλισμό και ενσωματώνοντας στο σοσιαλισμό ορισμένες ιδέες και πολιτικές του καπιταλισμού. Οι ιδέες του Γκορμπατσόφ είχαν τις ρίζες τους στις πολιτικές διαμάχες στη Σοβιετική Ένωση αλλά ποτέ δεν είχαν θριαμβεύσει τόσο απόλυτα, όπως συνέβη υπό τον Γκορμπατσόφ.
Αυτό που επέτρεψε στις ιδέες αυτές να αποκτήσουν υπεροχή ήταν ότι κατά τα προηγούμενα τριάντα χρόνια είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης ένας μικροαστικός τομέας με τις ρίζες του κυρίως στην παράνομη, ιδιωτική οικονομία. Αυτή η λεγόμενη δεύτερη οικονομία είχε τραυματίσει την πρώτη οικονομία, είχε αποθαρρύνει μέρος του πληθυσμού, είχε διαφθείρει τμήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος και της κυβέρνησης, και παρείχε την κοινωνική βάση για τις πολιτικές που ακολούθησε ο Γκορμπατσόφ. Αντί για τη θεραπεία των προβλημάτων του σοσιαλισμού, οι πολιτικές του Γκορμπατσόφ σε σύντομο χρονικό διάστημα προκάλεσαν ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή και τελικά ανέτρεψαν το σοσιαλισμό.
Κριτική # 1
Μερικοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι η εξήγηση μας αγνοεί μια σημαντική αιτία για την κατάρρευση, δηλαδή ότι η προσπάθεια για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση ήταν καταδικασμένη από την αρχή εξαιτίας της ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Δεν πρόκειται για μια καινούργια ιδέα. Το 1918, ο Καρλ Κάουτσκι είχε δηλώσει ότι η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη για το σοσιαλισμό. Η άποψη αυτή βασιζόταν στους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, οι οποίοι πίστευαν ότι μόνο η πλήρης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατάργηση των τάξεων αλλά και στην περιγραφή του Ένγκελς το 1875 σχετικά με την καθυστέρηση της Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να κινηθεί προς το σοσιαλισμό μόνο αφού επιτρέψει πρώτα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις διαμέσου κοινοπραξιών με τους ξένους καπιταλιστές, και οι δύο αυτές εναλλακτικές θα είχαν συμβεί αν στη Σοβιετική Ένωση είχε συνεχιστεί η λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που εισήγαγε ο Λένιν το 1921. Μια επέκταση αυτής της ιδέας ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να αποφύγει την κατάρρευση αν ακολουθούσε την πορεία της Κίνας και του Βιετνάμ σήμερα, το δρόμο δηλαδή της ‘οικονομίας της αγοράς’.
USSR_stamp_Soyuz-15_1974_10k
Αυτή η αιτιολογία παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Δεν είναι καθόλου σαφές ποια πορεία θα θεωρούσαν ενδεδειγμένη ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τους Σοβιετικούς κομμουνιστές το 1920. Αν και οι σοβιετικές συνθήκες μπορεί να μην ήταν ιδανικές για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ο Μαρξ γνώριζε πολύ καλά, όπως έγραψε, το 1853, ότι ‘οι άνθρωποι δημιουργούν τη δική τους ιστορία, αλλά δεν τη δημιουργούν όπως ακριβώς θέλουν, δεν τη δημιουργούν κάτω από περιστάσεις που επιλέγουν οι ίδιοι, αλλά κάτω από τις συνθήκες αντιμετωπίζουν άμεσα, και που δίνονται και προέρχονται από το παρελθόν’.
Επιπλέον η Ρωσία το 1917 δεν ήταν τόσο οπισθοδρομική, όπως η χώρα που περιέγραφε ο Έγκελς το 1875. Διέθετε μερικά από τα μεγαλύτερα εργοστάσια στον κόσμο και το 10% του πληθυσμού δούλευε στη βιομηχανία. Βεβαίως, η νέα Σοβιετική Ένωση παρέμεινε κυρίως μια χώρα αγροτών της υπαίθρου, και σοβιετικοί ηγέτες, όπως ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ αργότερα, αναγνώρισαν ότι η καθυστέρηση ‘επηρέασε αρνητικά το σοσιαλισμό.’ Παρ ‘όλα αυτά, όσοι πιστεύουν ότι η καθυστέρηση όχι μόνο επηρέασε αρνητικά το σοσιαλισμό, αλλά τελικά τον καταδίκασε πρέπει να αντιμετωπίσουν τρεις προκλήσεις. Πρώτον, όσο οπισθοδρομική κι αν ήταν η Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1920, δεν παρέμεινε έτσι. Έχοντας το πλεονέκτημα των πλούσιων φυσικών πόρων, μία πολυμήχανη ηγεσία, και έναν κινητοποιημένο πληθυσμό, η Σοβιετική Ένωση ξεπέρασε την καθυστέρηση της. Στη δεκαετία του 1980, η Σοβιετική Ένωση είχε γίνει μια οικονομική υπερδύναμη, δεύτερη μόνο πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1984 ο οικονομολόγος Harry Shaffer έγραψε: ‘Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακόμα μπροστά από τη Σοβιετική Ένωση τόσο συνολικά όσο και στην ανά κεφαλή παραγωγή, κατανάλωση, και βιοτικό επίπεδο, όμως, η Σοβιετική Ένωση σταθερά πλησιάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες.’
Έτσι, ακόμη και αν οι παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονταν στην αρχή σε κατάσταση υπανάπτυξης, δεν παρέμειναν εκεί το 1985. Αν και η σοβιετική βιομηχανική ανάπτυξη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, μερικοί ωστόσο πιστεύουν ότι η αρχική καθυστέρηση είχε αποδυναμώσει θανάσιμα το σύστημα. Ο Erwin Marquit υποστήριξε ότι η αρχική καθυστέρηση οδήγησε τους Σοβιετικούς να καταφύγουν ‘στο ουτοπικό μοντέλο μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας’ και ότι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία ‘αποδείχτηκε ανίκανη να ταιριάξει με το ρυθμό της υποκινούμενης από την αγορά τεχνολογικής ανάπτυξης της Δύσης.’ Αυτό δεν είναι πειστικό. Στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο είναι η αλήθεια. Διαμέσου της κρατικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού, η σοβιετική οικονομία σημείωσε αξιοσημείωτη πρόοδο, όχι μόνο οικονομικά αλλά και τεχνολογικά. Στη δεκαετία του 1980 η Σοβιετική τεχνολογική εξέλιξη δεν ήταν ίση με εκείνη των ΗΠΑ, αλλά δεν βρισκόταν πολύ πίσω και κέρδιζε συνέχεια έδαφος.
Σε ένα βιβλίο για τη σοσιαλιστική επιστήμη και την τεχνολογία που δημοσιεύθηκε το 1989, ο John W. Kiser III υποστήριξε ότι η όλη ιδέα του ‘τεχνολογικού χάσματος’ ήταν μια υπερβολή που γεννήθηκε από την ‘πεποίθηση της Αμερικής στην εγγενή κατωτερότητα του σοβιετικού συστήματος’. Η Δύση είχε ‘μια μόνιμη τάση να υποτιμά’ το σοβιετικό σύστημα επειδή δεν είχε κίνητρο να εμπορευματοποιήσει τα τεχνολογικά επιτεύγματα του. Ο Kiser επεσήμανε τις τεχνολογικές καινοτομίες που οι Σοβιετικοί και οι Ανατολικοευρωπαίοι είχαν πραγματοποιήσει στους τομείς της μεταλλουργίας, χημείας, επεξεργασίας τροφίμων, της βιοϊατρικής και αλλού.
Όσον αφορά την τεχνολογία των υπολογιστών, το 1986, η CIA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πράγματι χάσμα μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Δύσης, τόσο στο λογισμικό όσο και στο hardware, αλλά επίσης ότι ‘οι Σοβιετικοί εξακολουθούν να προοδεύουν ταχύτατα σε απόλυτους όρους’ και ότι σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια ‘τα κορυφαία Σοβιετικά επιστημονικά ιδρύματα θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα εξοπλισμό συγκρίσιμο με εκείνο των καλύτερων εθνικών εργαστηρίων των ΗΠΑ’.
imagespc
Με άλλα λόγια, οι τεχνολογικές διαφορές ήταν μικρές και η απόσταση καλυπτόταν. Συνεπώς, η τεχνολογική καθυστέρηση απέχει από το να προσφέρει μια πειστική εξήγηση για την κατάρρευση.Ένα δεύτερο πρόβλημα της θεωρίας της καθυστέρησης, σαν αιτία κατάρρευσης, είναι η παραδοχή που κάνει ότι η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), δηλαδή η προώθηση της ανάπτυξης μέσω της ενθάρρυνσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ξένων επενδύσεων, ήταν μία βιώσιμη επιλογή. Αυτό μοιάζει σαν το επιχείρημα ότι ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν ο Βοράς απλώς επέτρεπε στη δουλεία να πεθάνει με φυσικό τρόπο. Αν και αυτή η ιδέα μπορεί να ελκύει εκείνους που ήθελαν να κατηγορήσουν όσους κατάργησαν τη δουλεία για το μακελειό του Εμφυλίου Πολέμου, είναι λίγοι, αν υπάρχουν καν, οι ιστορικοί που πιστεύουν ότι αυτή ήταν μια βιώσιμη επιλογή το 1960. Ομοίως, το να επιμένουν ότι η ΝΕΠ ήταν μια βιώσιμη επιλογή για τους Σοβιετικούς στη δεκαετία του 1920. Το 1921, οι Σοβιετικοί είχαν στραφεί στη ΝΕΠ για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιούργησαν οι πολιτικές του πολεμικού κομμουνισμού, ιδιαίτερα την αποξένωση των αγροτών που προκάλεσε η κατάσχεση των σιτηρών τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο, η ΝΕΠ ανέπτυξε τα δικά της προβλήματα.
Εξηγώντας γιατί οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν τη ΝΕΠ, ο ιστορικός E.H Carr επεσήμανε τρία σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, το 1922-23, η λεγόμενη κρίση του “ψαλιδιού”, στην διάρκεια της οποίας οι μεγάλες ​​διακυμάνσεις των τιμών των σιτηρών οδήγησαν στην έλλειψη τροφίμων, στην ανεργία και τη δυστυχία των φτωχών και μεσαίων αγροτών. Δεύτερον, οι περισσότεροι σοβιετικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν ότι η ΝΕΠ καταδίκαζε τη Σοβιετική Ένωση σε μια μακρά περίοδο βιομηχανικής καθυστέρησης, μία τρομακτική και απαράδεκτη προοπτική για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης απειλής από τον εξωτερικό εχθρό. Τρίτον, το 1927-1928 η μείωση των γεωργικών τιμών οδήγησε τους αγρότες στο να κρύβουν τα προϊόντα τους προκαλώντας λοιμό στις πόλεις. Για τους λόγους αυτούς, η εμπιστοσύνη στην αγορά και τα ιδιωτικά κίνητρα δεν μπορούσε να σταθεί. Έτσι, τα πραγματικά οικονομικά προβλήματα, καθώς και οι ιδεολογικές τους προτιμήσεις, ανάγκασαν τους σοβιετικούς ηγέτες να υιοθετήσουν νέες πολιτικές, να αποδεχτούν τη δημόσια ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι παράλογο να αποκαλέσει κάποιος την στροφή των σοβιετικών στην κρατική ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό “ουτοπική”. Κάνοντας την στροφή αυτή η Σοβιετική Ένωση εκβιομηχανίστηκε γοργά, νίκησε τους ναζιστές εισβολείς, και ανοικοδομήθηκε γρήγορα μετά τον πόλεμο. Επιπλέον, τα παραπάνω συνέβησαν, ενώ αυξανόταν σταθερά το βιοτικό επίπεδο των σοβιετικών εργαζομένων. Το να φανταστεί κανείς ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να επιτύχουν τα ίδια αποτελέσματα συνεχίζοντας τις προβληματικές πολιτικές της ΝΕΠ αποτελεί το λιγότερο ευσεβή πόθο.
Η καθυστέρηση σαν αιτία της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης περιέχει μια τρίτη αδυναμία. Αυτή η αδυναμία αποκαλύπτεται από την ανάλυση των διδαγμάτων που εξάγονται από αυτή την αιτία. Είναι απόλυτα σωστό να κρίνουμε την ορθότητα μιας αιτίας με βάση τα πορίσματα της. Για παράδειγμα, αν ένας βοσκός πέθανε πέφτοντας από ένα βράχο στο βουνό, μόνο ένας ανόητος θα βγάλει το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι πρέπει να αποφεύγουν τη βόσκηση και τα βουνά. Εάν, ωστόσο, κατά τη στιγμή του ατυχήματος, ο βοσκός ήταν μεθυσμένος, ένας λογικός άνθρωπος θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αποφύγουμε να πίνουμε, ενώ βόσκουμε τα πρόβατά στα βράχια του βουνού. Ορισμένοι που συντάσσονται με το επιχείρημα της καθυστέρησης σαν εξήγηση για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βγάζουν το συμπέρασμα ότι η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να αποφύγει τον κεντρικό σχεδιασμό και να ακολουθήσει την πορεία της Κίνας. Αλλά αυτό το συμπέρασμα δεν είναι πιο λογικό από εκείνο της αποφυγής της βόσκησης ή της ορειβασίας. Αυτό το συμπέρασμα είναι το λιγότερο απερίσκεπτο. Οι ίδιοι οι Κινέζοι δεν έχουν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τον Arthur Waldron, ‘η επίσημη Κίνα σήμερα πιστεύει ότι δεν υπήρξε κάποιο σημαντικό ή θεμελιώδες λάθος στη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση, η αποτυχία του σοβιετικού καθεστώτος να συνεχίσει, δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα ευρύ συστημικό φαινόμενο, αλλά μάλλον σε μια πολύ συγκεκριμένη αποτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Επιπλέον, το πού θα οδηγήσει τελικά ο κινέζικος δρόμος και τι θα σημαίνει αυτό για την εργατική τάξη παραμένει ανοικτό. Βραχυπρόθεσμα, ο κινέζικος δρόμος έχει δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη και αύξησε το εισόδημα του αστικού πληθυσμού. Παρ ‘όλα αυτά, από το 2008 τόσο η μείωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης όσο και η εμπλοκή της κινεζικής οικονομίας με τη στασιμότητα της παγκόσμιας αγοράς εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα αυτού του μοντέλου. Σύμφωνα με τους New York Times του Μάρτιου του τρέχοντος έτους, ‘ο ρυθμός αύξησης της Κίνας επιβραδύνθηκε για περισσότερο από μια δεκαετία.’
1303363567-01
Επιπλέον, η κινεζική εργατική τάξη πληρώνει υψηλό τίμημα για ένα δρόμο που αποκλίνει σταθερά από το σοσιαλιστικό στόχο. Για μια δεκαετία, η ανεπίσημη ανεργία στις πόλεις παραμένει σταθερά πάνω από το 8%. Η ξένη ιδιοκτησία και οι επενδύσεις ως ποσοστό των συνολικών πωλήσεων της μεταποίησης στην Κίνα έχει περάσει από το 2,3 τοις εκατό το 1990 στο 31,3 τοις εκατό το 2000. Δεδομένου ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα (124 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011) αυξάνονται σε ετήσια βάση και είναι πλέον στη δεύτερη θέση πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, το ποσοστό της ξένης ιδιοκτησίας είναι αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερο τώρα από ότι το 2000. Επιπλέον, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ‘για τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Κίνας’ περιελάμβανε την ‘αυξανόμενη ανεργία, την ανισότητα και την ανασφάλεια, τις περικοπές στη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση, την επιδείνωση της καταπίεσης των γυναικών, την περιθωριοποίηση της γεωργίας και τον πολλαπλασιασμό των περιβαλλοντικών κρίσεων. Στο βαθμό που η οικονομία της αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό παραμένει ένας αμφίβολος δρόμος προς το σοσιαλισμό, παραμένει αμφίβολο το συμπέρασμα που εξάγεται από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Με λίγα λόγια η καθυστέρηση σαν επεξηγηματική αιτία πρέπει να απορριφθεί για τρεις λόγους. Πρώτον, όσο καθυστερημένη κι αν ήταν η Σοβιετική Ένωση το 1917, οι παραγωγικές δυνάμεις της δεν παρέμεναν καθυστερημένες το 1985. Δεύτερον, η εξήγηση αφήνει να εννοηθεί ότι η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε και θα μπορούσε να συνεχιστεί η ΝΕΠ. Αυτή η ιδέα ήταν απαράδεκτη τότε και είναι εντελώς παράλογη εκ των υστέρων. Τρίτον, αν ο κινέζικος δρόμος προς το σοσιαλισμό είναι πιο αξιόπιστος από ότι ο Σοβιετικός μένει να αποδειχτεί.

Κριτική # 2
Ένα δεύτερο σημείο της κριτικής στο βιβλίο μας προέκυψε σχετικά με την αντιμετώπιση του Ιωσήφ Στάλιν. Για ορισμένους κριτικούς, η αποτυχία να καταγγελθεί ο Στάλιν σαν ένας παρανοϊκός εγκληματίας, ένας αντισημίτης, ένας δαίμονας, ένας δικτάτορας και ένας μαζικός δολοφόνος, αποτέλεσε ένα μοιραίο λάθος. Για ορισμένους επικριτές τίποτα δεν θα ήταν ικανοποιητικό παρά αυτό που ο Domenico Losurdo αποκαλεί ‘ένας μαύρος μύθος’. Για ορισμένους κριτικούς, η αποτυχία μας να καταδικάσουμε τη σκληρότητα του Στάλιν ήταν μια ασυγχώρητη παράλειψη. Για αυτό θα ήθελα να απαντήσω όπως ο Λένιν στον Μαξίμ Γκόρκι όταν είχε εκφράσει την ανησυχία του ‘για τη σκληρότητα της επαναστατικής τακτικής.’ Ο Λένιν είπε: ‘Τι θέλετε; …. Είναι δυνατόν να συμπεριφερθούμε με ανθρωπισμό σε έναν αγώνα με τέτοια πρωτοφανή αγριότητα; Πού υπάρχει χώρος για επιείκεια ή γενναιοδωρία; Η Ευρώπη μας έχει αποκλείσει, έχουμε στερηθεί τη βοήθεια του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, η αντεπανάσταση μας τριγυρνά σαν αρκούδα. Τι θέλετε; Δεν έχουμε δίκιο; Θα έπρεπε να μην αγωνιστούμε και να μην αντισταθούμε; Δεν είμαστε ένα τσούρμο βλάκες … Ποιο είναι το κριτήριο σας για να κρίνετε ποια κτυπήματα είναι απαραίτητα και ποια είναι περιττά σε έναν αγώνα;’
Η αλήθεια είναι ότι δεν προσφέραμε μια συνολική εκτίμηση για τον Στάλιν, γιατί θεωρήσαμε ότι ήταν πολύ σημαντική για να το κάνουμε με συνοπτικό τρόπο σε μια μελέτη για κάτι άλλο. Όπως κάθε ιστορικός, θέσαμε ένα συγκεκριμένο ερώτημα -σε αυτή την περίπτωση, τα αίτια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης- και περιορίσαμε τους εαυτούς μας στην προσπάθεια να απαντήσουμε. Ασχοληθήκαμε μόνο με τις ιδέες και τις πολιτικές του Στάλιν που σχετίζονται με την ερμηνεία μας.
Στο βαθμό που η κριτική της θέσης μας για τον Στάλιν αφορά την επεξήγηση της κατάρρευσης, αξίζει μια απάντηση. Εδώ πρέπει να γίνει διάκριση. Όπως είναι γνωστό, υπάρχει μια σχολή σκέψης που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα και πρεσβεύει ότι ο σοσιαλισμός στη Σοβιετική Ένωση ξεκίνησε μια μη αναστρέψιμη πτώση από τότε που απέρριψε τις ιδέες του Λέον Τρότσκι, που μιλούσαν για την ανάγκη μιας διαρκούς παγκόσμιας επανάστασης και τη ματαιότητα της προσπάθειας να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια χώρα και μόνο. Από αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν σοσιαλιστική και η κατάρρευση της δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια υποσημείωση στην εξορία του Τρότσκι. Μόνο εκείνοι που δέχθηκαν αυτές τις αντιλήψεις για τη σημασία του Τρότσκι και της μη ύπαρξης σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση (θέση που είναι περισσότερο πολιτική παρά ιστορική) θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν από μια τροτσκιστική εξήγηση της σοβιετικής ιστορίας.
cccp_book_t010211
Υπάρχουν, ωστόσο, κι άλλες απόψεις του Στάλιν και το ρόλο του στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Μια τέτοια άποψη υποστηρίζει ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το αποτέλεσμα της ‘σταλινικής παραμόρφωσης’, ένα είδος καθυστερημένης επίπτωσης των πολιτικών του Στάλιν. Η άποψη αυτή πρεσβεύει ότι στη Σοβιετική Ένωση οικοδομήθηκε μια σοσιαλιστική κοινωνία που βασιζόταν στη δημόσια ιδιοκτησία και τον σχεδιασμό που λειτούργησε καλά επιτυγχάνοντας την οικονομική ανάπτυξη, εξασφαλίζοντας τη στρατιωτική άμυνα, παρέχοντας απασχόληση, οικονομική ασφάλεια, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και ένα υψηλό πολιτιστικό επίπεδο στους εργαζόμενους. Παρ ‘όλα αυτά, η αντιμετώπιση της δικής της καθυστέρησης και των εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, καθώς και άλλων προκλήσεων οδήγησε σε αντιδημοκρατικές παραμορφώσεις. Αυτές οι παραμορφώσεις πήραν τη μορφή της ‘λατρείας της προσωπικότητας, της αυταρχικής ενσωμάτωσης όλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων κάτω από τον πειθαρχικό έλεγχο του ΚΚΣΕ, και της υποταγής κάθε επιστημονικής και πολιτιστικής σκέψης και πρακτικής στην πολιτική ιδεολογία’.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν ήταν η σχεδιασμένη οικονομία που δημιούργησε το πρόβλημα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η κληρονομιά του αυταρχισμού του Στάλιν. Ο αυταρχισμός του Στάλιν υπονόμευσε τις προσπάθειες για την αποκέντρωση του ελέγχου και της ευθύνης, υπέσκαψε την πρωτοβουλία, και περιόρισε τη σοσιαλιστική οικονομία από το να αξιοποιήσει το δυναμικό της. Όποιος έχει εξοικειωθεί στοιχειωδώς με τη δυτική ιστοριογραφία για τον Στάλιν και τη Σοβιετική Ένωση δύσκολα θα εκπλαγεί από το γεγονός ότι κάποιοι τον κατηγορούν για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεδομένου ότι ο ένας ή ο άλλος συγγραφέας τον έχουν θεωρήσει υπεύθυνο για σχεδόν κάθε καταστροφή του εικοστού αιώνα. Κάθε πρόσωπο τόσο περίπλοκο όπως ο Στάλιν, ο ηγέτης μιας τεράστιας χώρας που πέρασε πολλές κρίσεις για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, ήταν υποχρεωμένος να αφήσει μια περίπλοκη κληρονομιά. Έτσι, μπορεί εύκολα κανείς να αποδώσει την ύπαρξη των προβλημάτων που παρατέθηκαν στη θεωρία της σταλινικής παραμόρφωσης. Για παράδειγμα, σε μια σχεδιασμένη οικονομία, όπου η φύση και το μέγεθος της παραγωγής καθορίζονται από πάνω, υπάρχει ένα ενδημικό πρόβλημα περιορισμού της πρωτοβουλίας και της ευθύνης των αποκάτω. Η Σοβιετική Ένωση είχε καταπιαστεί με αυτό το πρόβλημα εδώ και χρόνια, και η Κούβα καταπιάνεται με αυτό σήμερα. Αυτό το πρόβλημα δεν προέκυψε μόνο από τον Στάλιν. Επιπλέον, χωρίς να την ονομάζουμε σταλινική παραμόρφωση, αναγνωρίζουμε ότι το μέγεθος και οι μέθοδοι της καταστολής ‘αναμφίβολα άφησε μια κληρονομιά πικρίας, δειλίας, δουλικότητας, ντροπής, και ένας Θεός ξέρει τι άλλο’.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Αξιολογώντας την κληρονομιά του Στάλιν, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ ηθικών και πολιτικών κρίσεων -δηλαδή αν μια ορισμένη συμπεριφορά ή πολιτική ήταν καλή ή κακή, δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη, θετική ή αρνητική- και ιστορικών κρίσεων σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια και τις συνέπειες. Και τα δύο είδη κρίσης είναι δικαιολογημένα αλλά το ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι ένα ερώτημα ιστορικής κρίσης. Δηλαδή: πράγματι οι πολιτικές του Στάλιν ανιχνεύονται στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης;
Anti-Aircraft-Women
Ειλικρινά, όσοι έχουν αυτήν την άποψη σχετικά με τη σταλινική παραμόρφωση, έχουν κάνει ελάχιστα για να μετακινήσουν τη συζήτηση από την ηθική αγανάκτηση στην ιστορική εξήγηση. Ο Στάλιν άφησε μια αντιφατική κληρονομιά αναφορικά με το θέμα του αυταρχισμού και της δημοκρατίας. Όσοι ασπάζονται την επεξηγηματική αιτία της σταλινικής παραμόρφωσης, βλέπουν μόνο τη μία πλευρά, ότι ο Στάλιν υπονόμευσε τη σοσιαλιστική δημοκρατία, απογοήτευσε και αποστράτευσε τον σοβιετικό λαό και ότι αυτό τελικά υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα του σοσιαλιστικού συστήματος και ως εκ τούτου οδήγησε στην κατάρρευση. Αλλά πού είναι η απόδειξη αυτής της απογοήτευσης και αποστράτευσης; Τα μεγάλα επιτεύγματα του σοβιετικού λαού μεταξύ 1930 και 1950, η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, η ταχεία εκβιομηχάνιση, η αύξηση του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου του λαού, η ήττα των χιτλερικών εισβολέων, η ανασυγκρότηση της χώρας σε τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή του πολέμου, δύσκολα μπορεί να είναι το έργο ενός απογοητευμένου και αποστρατευμένου πληθυσμού. Το ακριβώς αντίθετο. Για τα επιτεύγματα αυτά απαιτείται ενεργή λαϊκή συμμετοχή.
Επιπλέον, μια καθαρή ματιά της κληρονομιάς του Στάλιν πρέπει να παραδεχτεί ότι περιείχε στοιχεία δημοκρατίας, λαϊκής συμμετοχής, όπως και αυταρχισμό και καταστολή. Το σοβιετικό Σύνταγμα του 1936 συμβόλιζε αυτή την αμφιλεγόμενη κληρονομιά.
Από τη μία μεριά, παρά τις δημοκρατικές υποσχέσεις του Συντάγματος, η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε ένα κράτος όπου η εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στο κομμουνιστικό κόμμα και όλο και περισσότερο στον ηγέτη του, οι υποψηφιότητες για τις στελεχικές θέσεις και άλλες πρωτοβουλίες ερχόταν από ψηλά, και θεσμοί, όπως τα Σοβιέτ και των συνδικάτα είχαν στην καλύτερη περίπτωση ένα συμβουλευτικό και επιχειρησιακό ρόλο. Από την άλλη πλευρά, το Σύνταγμα αντιπροσώπευε για πρώτη φορά στην ιστορία μια προσπάθεια, κάτω από αντίξοες συνθήκες, να δώσει νόημα στην ιδέα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Το Σύνταγμα προέκυψε έπειτα από μια διαδικασία δύο χρόνων, ενός διαλόγου στον οποίο συμμετείχαν μεγάλα τμήματα των εργατών, των αγροτών και άλλων στρωμάτων, σε μια πανεθνική συζήτηση του προσχεδίου, που την ακολούθησε ένα πανεθνικό δημοψήφισμα. Το Σύνταγμα επέκτεινε τα δημοκρατικά δικαιώματα των σοβιετικών πολιτών αίροντας τους περιορισμούς των εκλογικών δικαιωμάτων των ανθρώπων που σχετίζονταν με το τσαρικό καθεστώς, και αν και νομιμοποιούσε τον αποκλειστικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, προέβλεπε άμεσες εκλογές με πολλούς υποψήφιους και μυστική ψηφοφορία. Διαφέροντας ριζικά από τα αστικά συντάγματα, το σοβιετικό σύνταγμα περιελάμβανε οικονομικά δικαιώματα όπως: το δικαίωμα στην απασχόληση, στις ετήσιες διακοπές με αποδοχές, στις δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, τη δωρεάν εκπαίδευση έως και την έβδομη τάξη, την ίση αμοιβή, τις κρατικές ενισχύσεις στις μητέρες των μεγάλων οικογενειών και στις ανύπαντρες μητέρες, άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές και μαιευτήρια, παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία. [1]

Το Σύνταγμα του 1936 αντανακλούσε και μια άλλη δημοκρατική κληρονομιά, τη Σοβιετική πολιτική προς τις εθνικές μειονότητες. Ο ιστορικός Terry Martin χαρακτήρισε τη Σοβιετική Ένωση ως ‘την πρώτη αυτοκρατορία στον κόσμο με θετική δράση’. Αυτό που εννοούσε ο Τ. Martin ήταν ότι η Σοβιετική Ένωση “δεν δημιούργησε μόνο μια ντουζίνα μεγάλες εθνικές δημοκρατίες, αλλά δεκάδες χιλιάδες εθνικές περιοχές διάσπαρτες σε όλη την έκταση της. Νέες εθνικές ελίτ εκπαιδεύονταν και προωθούνταν σε ηγετικές θέσεις στην κυβέρνηση, το σχολείο, και στις βιομηχανικές επιχειρήσεις στις καινούργιες περιοχές. Σε κάθε περιοχή, η εθνική γλώσσα ανακηρύχθηκε επίσημη γλώσσα της κυβέρνησης. Σε δεκάδες περιπτώσεις, αυτό απαιτούσε τη δημιουργία γραπτής γλώσσας, εκεί όπου δεν υπήρχε. Το σοβιετικό κράτος χρηματοδότησε την μαζική παραγωγή βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων ταινίες, όπερες, μουσεία, λαϊκά μουσικά σύνολα, και άλλα πολιτιστικά ιδρύματα σε μη-ρωσική γλώσσα. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε επιχειρηθεί κάτι συγκρίσιμο … και κανένα πολυεθνικό κράτος στη συνέχεια δεν έφτασε το εύρος της Σοβιετικής θετικής δράσης’. [2] Σε μια δημοσκόπηση αρκετών εκατοντάδων σοβιετικών πολιτών πού έγινε από το Πρόγραμμα των συνεντεύξεων του Χάρβαρντ το 1950 – 1951, η ‘συντριπτική πλειοψηφία’ των ερωτηθέντων σχετικά με το Σύνταγμα του 1936 συμφώνησε ότι οι εγγυήσεις της εθνικής ισότητας ήταν στην πραγματικότητα αληθινές. [3]
Η ασάφεια σχετικά με την αυταρχική και δημοκρατική κληρονομιά του Στάλιν εκδηλώθηκε και στη διάρκεια της καταστολής στη δεκαετία του 1930. Η εκστρατεία κατά των τροτσκιστών και των δολιοφθορέων το 1937, που έστειλε εκατομμύρια στην φυλακή και χιλιάδες στο θάνατο, συνέπεσε με ένα μαζικό κίνημα, στα συνδικάτα και στους χώρους δουλειάς για περισσότερη δημοκρατία. Ο επικεφαλής των συνδικάτων, Nikolai Μ. Shvernik, ξεκίνησε αυτό το κίνημα, προκειμένου να φέρει στα συνδικάτα τις υποσχέσεις του Συντάγματος του 1936, δηλαδή, τη μυστική ψηφοφορία, τις πολλαπλές υποψηφιότητες στις εκλογές, τη μεγαλύτερη συμμετοχή των απλών μελών, και τη μεγαλύτερη λογοδοσία των ηγετών των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτή η κίνηση πήγε χέρι-χέρι με μια εκστρατεία, με σκοπό να σταματήσει η λατρεία της ηγεσίας για να απαλλαγούν από διεφθαρμένους ηγέτες, κρυφούς οπαδούς της αντιπολίτευσης και άλλους ‘εχθρούς του λαού’ που είχαν υπεξαιρέσει πόρους της Ένωσης, παραβίαζαν τους κανόνες ασφαλείας και υπονόμευαν τη στέγαση, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την παραγωγή.
Ως αποτέλεσμα αυτού του κινήματος από τα κάτω, από το τέλος του 1937, ‘πάνω από 1.230.000 άνθρωποι είχαν εκλεγεί στα διοικητικά συμβούλια σε 146 ομοσπονδίες και σε εκατοντάδες χιλιάδες σωματεία και εργοστασιακές επιτροπές … Τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν μια σοβαρή αναδιοργάνωση του προσωπικού. Περισσότερο από το 70% των παλαιών μελών των εργοστασιακών επιτροπών, το 66% των 94.000 προέδρων των εργοστασιακών επιτροπών, και το 92% των 30,723 μελών των περιφερειακών επιτροπών αντικαταστάθηκε.’[4] Αυτό που συνέβη στα συνδικάτα και στους χώρους δουλειάς το 1937 δεν ήταν τίποτε λιγότερο από ένα μαζικό δημοκρατικό κίνημα από τα κάτω με σκοπό να εκδιώξει και να τιμωρήσει ορισμένους συνδικαλιστικούς ηγέτες. Η ιστορικός Wendy Goldman το αποκάλεσε ‘δημοκρατική καταστολή’, και έγραψε ότι, ‘η καταστολή δεν ήταν κάτι που συνέβη στον σοβιετικό λαό από ένα κακό ‘άλλο’.’ Υποστηρίχθηκε ενεργά και εξαπλώθηκε από το λαό σε κάθε θεσμό … ‘. [5]
Με λίγα λόγια, αν κοιτάξει κανείς την κληρονομιά του Στάλιν αντικειμενικά, δεν υπάρχει απευθείας σύνδεση του Στάλιν με τον αυταρχισμό την αποστράτευση και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Τουλάχιστον όσο αφορά τη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1936, στο πλαίσιο της πολιτικής για τις εθνικότητες, και στο συνδικαλιστικό δημοκρατικό κίνημα του 1937, ο Στάλιν κινητοποίησε παρά αποστράτευσε τις μάζες. Επιπλέον, εάν οι πολιτικές του Στάλιν είχαν πραγματικά χρησιμεύσει προκειμένου να αποστρατευθούν και να κάμψουν το ηθικό των σοβιετικών ανθρώπων, δύσκολα θα περίμενε κανείς τους Σοβιετικούς να θρηνήσουν το θάνατό του, όπως έκαναν ή να συνεχίζουν να τον τιμούν πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του. Ωστόσο, αυτό ακριβώς δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. [6] Με λίγα λόγια μπορεί εύκολα κανείς να αναγνωρίσει ότι η δημοκρατική κληρονομιά του Στάλιν ήταν διφορούμενη. Παρόλα αυτά, μόνο μια μονόπλευρη και διαστρεβλωμένη άποψη για τον Στάλιν θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον να σκεφτεί ότι μια σταλινική παραμόρφωση αποστράτευσε πολιτικά τη μάζα των σοβιετικών εργαζομένων σε τέτοιο βαθμό που να προκαλέσει την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
mikosha001-5
Μια Τρίτη Αντίδραση
Μια τρίτη αντίδραση στο βιβλίο μας δεν ήταν τόσο πολύ μια κριτική όσο μια ερώτηση που εκφράζεται ως εξής: γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα και η σοβιετική εργατική τάξη δεν αντέδρασαν στις πολιτικές του Γκορμπατσόφ και δεν ξεσηκώθηκαν για να υπερασπιστούν το σοσιαλισμό; Στο βιβλίο, συζητάμε το θέμα αυτό στις σελίδες. 268-273. Βέβαια το γεγονός ότι η αντίσταση των απλών μελών δεν ήταν μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη αποτελεί την πιο ενοχλητική πτυχή της όλης διαδικασίας της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, όσο ανησυχητικό και αν είναι το γεγονός αυτό, από μόνο του δεν δικαιολογεί το άλμα στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κάτι ριζικά λάθος στον Σοβιετικό σοσιαλισμό ή ότι ο Σοβιετικός σοσιαλισμός απογοήτευσε τους σοβιετικούς εργαζομένους με κάποια θεμελιώδη τρόπο.

Η προσέγγιση του Γκορμπατσόφ ήταν μία προσπάθεια να λύσει τα προβλήματα του σοσιαλισμού κάνοντας παραχωρήσεις στους ιμπεριαλιστές και ενσωματώνοντας καπιταλιστικές ιδέες στο σοσιαλισμό. Κάποιες από αυτές αφορούσαν την εισαγωγή πτυχών της αστικής δημοκρατίας, ενώ υπονόμευαν και καταστρατηγούσαν τους παραδοσιακούς θεσμούς της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ παραπέρα για να κατανοήσουμε την αναποτελεσματικότητα της αντίστασης της εργατικής τάξης. Οι Σοβιετικοί κομμουνιστές και εργαζόμενοι στερήθηκαν τις παραδοσιακές διεξόδους της έκφρασης τους ενώ ο κατ’ όνομα ηγέτης τους εισήγαγε σταθερά καπιταλιστικές ιδέες κάτω από την ομιχλώδη έννοια της τελειοποίησης του σοσιαλισμού. Εμείς υποστηρίζουμε ότι θα μπορούσε να μην ήταν αυτός ο τρόπος. Διαφορετικού είδους μεταρρυθμίσεις και μια διαφορετική διαδικασία μεταρρύθμισης που θα κινητοποιούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα και την εργατική τάξη μπορούσαν να είχαν παράγει διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό επιχείρησε ο Γιούρι Αντρόποφ, αλλά η προσπάθεια διεκόπη λόγω της ασθένειας και του θανάτου του.
Δύο πρόσφατα ταξίδια στην Κούβα και η μελέτη των πρόσφατων κουβανέζικων μεταρρυθμίσεων που ονομάζονται “πραγμάτωση” ή “ενημέρωση” ενίσχυσαν το συμπέρασμά μας για την τύχη του σοβιετικού σοσιαλισμού. Προφανώς, η Σοβιετική Ένωση και η Κούβα αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικές χώρες με πολύ διαφορετικές ιστορίες και συνθήκες. Μια σημαντική διαφορά είναι ο οικονομικός, εμπορικός και χρηματιστηριακός αποκλεισμός που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Κούβα. Αν και η Σοβιετική Ένωση γνώρισε επίσης ένα οικονομικό αποκλεισμό για δύο δεκαετίες, ο κουβανικός αποκλεισμός έχει διαρκέσει περισσότερο και το κόστος συγκριτικά είναι μεγαλύτερο.
Σήμερα μετά από πενήντα χρόνια, το κόστος του αποκλεισμού για τους Κουβανούς με βάση συντηρητικές εκτιμήσεις, ξεπερνά τα 104 δισεκατομμύρια δολάρια σε τρέχουσες τιμές και, αν λάβει κανείς υπόψη την υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με την τιμή του χρυσού, τα 975 δισεκατομμύρια δολάρια. [7] Χωρίς το μποϊκοτάζ, το κουβανικό βιοτικό επίπεδο σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ίσο με αυτό της Δυτικής Ευρώπης. [8]
Παρά τις προφανείς διαφορές τους, η Κούβα και η Σοβιετική Ένωση μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά. Τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και η Κούβα είχαν οικονομίες που βασίζονται στη δημόσια ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό και είχαν στην πολιτική ηγεσία το Κομμουνιστικό Κόμμα, και οι δύο, η Σοβιετική κοινωνία το 1985 και η κοινωνία της Κούβας το 2011, αντιμετώπισαν ορισμένα παρόμοια προβλήματα, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Για παράδειγμα, οι δύο κοινωνίες είχαν δύο νομίσματα, ένα σκληρό νόμισμα συνδεδεμένο με τα διεθνή νομίσματα και ένα εγχώριο νόμισμα. Το Σοβιετική σκληρό νόμισμα, η χρήση του οποίου ήταν παράνομη για τους περισσότερους πολίτες, περιοριζόταν σε τουρίστες, διπλωμάτες και μερικούς άλλους και χρησιμοποιούταν μόνο σε συγκεκριμένα καταστήματα. Το κουβανικό σκληρό νόμισμα, όμως, δεν είναι παράνομο, και πολλοί Κουβανοί το κερδίζουν νόμιμα από την εργασία στον τουριστικό κλάδο, κερδίζοντας το σαν μπόνους σε ορισμένους χώρους δουλειάς, ή λαμβάνοντάς το νόμιμα μέσω εμβασμάτων από τους συγγενείς στο εξωτερικό.

Η ύπαρξη δύο νομισμάτων δημιούργησε περισσότερα προβλήματα στην Κούβα από ό,τι στη Σοβιετική Ένωση. Η μεγάλη διαφορά στην τιμή μεταξύ πέσος (CUP) και σκληρού νομίσματος (CUC) (25 προς 1), οδήγησε σε μια σειρά από προβλήματα, όπως μια αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ εκείνων που έχουν πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα και εκείνων που δεν έχουν, και μια διαρροή εγκεφάλων από επαγγέλματα, χωρίς πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα σε εκείνα με πρόσβαση, όπως ο τουρισμός. Οδηγώντας ένα ταξί ή λαμβάνοντας φιλοδωρήματα σε σκληρό νόμισμα κάποιος μπορεί να κερδίσει μεγαλύτερο εισόδημα από ό,τι διδάσκοντας. Αυτό είναι σαφώς αποκαρδιωτικό και αναποτελεσματικό. Σε ένα άλλο παράδειγμα, δεύτερη οικονομία, ή μαύρη αγορά υπήρχαν και στις δύο κοινωνίες. Στην Σοβιετική Ένωση, όμως, αντιπροσώπευε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα από ό,τι στην Κούβα. Σε σύγκριση με την Κούβα, η δεύτερη οικονομία στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ήταν πιο διαδεδομένη και πολύ πιο ανεπτυγμένη, και συχνά συνδέονται με τις εθνικές μειονότητες και με μια οργανωμένη «μαφία». [9]Κατά κάποιο τρόπο, τα προβλήματα της Κούβας και της Σοβιετικής ένωσης έμοιαζαν μεταξύ τους. Υπήρχε χαμηλή παραγωγικότητα και αποδοτικότητα, η ποιότητα των καταναλωτικών αγαθών ήταν ανεπαρκής, υπήρχε ένα έλλειμμα πρωτοβουλίας, αίσθησης της ιδιοκτησίας και της ευθύνης στο χώρο δουλειάς, ανεπαρκής διάδοση της τεχνολογίας των υπολογιστών, και ούτω καθεξής. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς εύκολα να βρει ομοιότητες μεταξύ των οικονομικών διορθωτικών μέτρων που προτάθηκαν από τον Γιούρι Αντρόποφ το 1983 ή ακόμα και στις αρχικές πολιτικές του Γκορμπατσόφ και στο πρόγραμμα πραγμάτωσης της Κούβας που προτάθηκε το 2011. Για παράδειγμα, και οι δύο προσπάθειες μεταρρυθμίσεων ήλπιζαν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα, το κίνητρο και την ποιότητα συνδέοντας την αμοιβή με την προσπάθεια, αποκεντρώνοντας το έλεγχο και την ευθύνη, αναπτύσσοντας κοινές επιχειρήσεις με το ξένο κεφάλαιο, ενθαρρύνοντας τους συνεταιρισμούς και αφήνοντας μεγαλύτερο περιθώριο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Οι συνθήκες στην Σοβιετική Ένωση και την Κούβα διέφεραν κατά ένα σημαντικό τρόπο. Στην μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Κούβα τα απλά μέλη του κόμματος συμμετέχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι στη Σοβιετική Ένωση. Στην Κούβα, από την αρχική ανάπτυξη των κατευθυντήριων γραμμών της μεταρρύθμισης το 2010 μέχρι την συνακόλουθη εφαρμογή τους το 2014, η όλη διαδικασία βασίστηκε στη μαζική συμμετοχή και στη συναίνεση των μαζών. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2010 μέχρι το Φεβρουάριο του 2011, με γενικές συζητήσεις με το λαό ακολούθησαν συζητήσεις στο κόμμα σε κάθε επαρχία, και στη συνέχεια ακολούθησαν συζητήσεις στο έκτο συνέδριο του ΚΚΚ τον Απρίλιο. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 163.079 συναντήσεις όπου συμμετείχαν 8.913.838 άτομα. Σε αυτές τις συζητήσεις τροποποιήθηκε ή δημιουργήθηκε το 68% των αρχικών 291 κατευθυντήριων γραμμών, τροποποιήθηκαν 181 και δημιουργήθηκαν 36 νέες κατευθυντήριες γραμμές. [10] Η συζήτηση των κατευθυντήριων γραμμών εξελίχθηκε επίσης μέσα από τις σελίδες της Γκράνμα, το ραδιόφωνο, τα blogs στο διαδίκτυο και τα συνδικάτα [11] Ένας παρατηρητής επεσήμανε: Ένα βασικό σημείο εδώ είναι ότι η σύνταξη της νέας νομοθεσίας για την απασχόληση περιλαμβάνει μια διαδικασία διαβούλευσης με την CTC (η κεντρική συνομοσπονδία των συνδικάτων) τόσο λεπτομερή και εκτενή ώστε οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ένα de facto βέτο’. [12]
trainl
Στη Σοβιετική Ένωση, ο Γιούρι Αντρόποφ ξεκίνησε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με συζητήσεις στους χώρους δουλειάς. Κάτω από τον Γκορμπατσόφ, όμως, η συζήτηση των αλλαγών από τα απλά μέλη έλαβε κυρίως τη μορφή δημοσίων σχέσεων και φωτογραφικών ευκαιριών. Οι πλατειές συζητήσεις, η ενθάρρυνση της κριτικής, και της οικοδόμησης της συναίνεσης ήταν αυτά που κυρίως έλειπαν από τη διαδικασία μεταρρύθμισης του Γκορμπατσόφ. Διαφορετικά, δεν θα αναρωτιόμασταν σήμερα που ήταν οι Σοβιετικοί κομμουνιστές και οι εργαζόμενοι.
Αν και οι δύο επικρίσεις # 1 ‘Σοβιετική καθυστέρηση’ και # 2 ‘η σταλινική παραμόρφωση’ είναι μη πειστικές, γιατί παραμένουν τόσο δημοφιλείς; Πιστεύουμε ότι ο λόγος που συνεχίζουν να είναι δημοφιλείς αυτές οι εξηγήσεις είναι ότι βασίζονται και εξαρτούνται από την πανταχού παρούσα ιδεολογία του αντισταλινισμού και του αντικομουνισμού. Ο αντικομουνισμός και ο αντισταλινισμός δεν είναι απλώς μια διαφωνία με το σοσιαλιστικό σύστημα και τις πολιτικές του Στάλιν, αλλά μάλλον η αντιμετώπιση αυτού του συστήματος και αυτού του ατόμου σαν το κυριότερο κακό στον κόσμο. Μεταξύ των περισσότερων δυτικών διανοούμενων, το δόγμα ο Στάλιν-το-τέρας δεν συζητιέται καν. Είναι ένα αξίωμα. Ακόμα χειρότερα, είναι μέρος της ορολογίας τους. Είναι ένα κλειδί πρόσβασης στην οικογένεια των συγγραφέων που είναι αποδεκτοί από το ιδεολογικό κατεστημένο των αμερικάνικων πανεπιστημίων. Ακόμη και εκείνοι με ανορθόδοξες απόψεις, περιλαμβάνουν στις εργασίες τους εχθρικές αναφορές στο Στάλιν, ακόμη κι αν αυτές είναι άσχετες με σοβιετική ιστορία, σαν έναν τρόπο να εξασφαλίσουν την πολιτική αποδοχή.
red flag Reichstag
Το γιατί ο αντισταλινισμός παραμένει λυδία λίθος αξίζει περισσότερη προσοχή από ότι έχει λάβει. Πρόσφατα, μελετητές όπως ο Domenico Losurdo και ο Grover Furr [13] έχουν ρίξει φως στο θέμα αυτό. Ένας παράγοντας σίγουρα είναι ότι η δαιμονοποίηση του Στάλιν έχει την υποστήριξη από την “αριστερά”, μία ‘αριστερή’ κάλυψη, χάρη στον Τρότσκι και το Χρουστσόφ. Ένας άλλος λόγος είναι ότι ο Στάλιν χρησιμεύει σαν ένα βολικό πρόσωπο-σύμβολο της ΕΣΣΔ το 1924-1953, την εποχή της επιτυχούς οικοδόμησης της, αλλά και την εποχή που το σοβιετικό κράτος ήταν ο κύριος εχθρός του ιμπεριαλισμού. Όποιος και αν είναι ο λόγος, που μαρξιστές, όπως ορισμένοι από τους επικριτές μας, αποδέχονται τα αντισταλινικά στερεότυπα και τα χρησιμοποιούν στις αντιπαραθέσεις, μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα σαν μια οπορτουνιστική παραχώρηση στην πίεση της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης. Φυσικά, η ανατροπή του αντι-σταλινισμού δεν θα έρθει από την αγιοποίηση του Στάλιν, με το να τον γεμίζουμε επαίνους, ή ακόμα λιγότερο, αγνοώντας τα προβλήματα που σχετίζονται με την ηγεσία του. Θα γίνει από την υπομονετική ακαδημαϊκή δουλειά που θα χρησιμοποιεί τα ίδια πρότυπα για να τον αξιολογήσει όπως αυτά που χρησιμοποιεί για να αξιολογήσει κάθε ηγέτη του 20ου αιώνα.
Συμπέρασμα
Οι βασικές επικρίσεις ενάντια στα επιχειρήματα του Socialism Betrayed δεν μπορούν να σταθούν σε μια προσεκτική εξέταση. Η ιδέα ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν εκ γενετής ελαττωματική, δηλαδή με οπισθοδρομικές παραγωγικές δυνάμεις, απευθύνεται κυρίως σε όσους ονειρεύονται μία εύκολη, σταδιακή πορεία προς το σοσιαλισμό και σε εκείνους που πιστεύουν ότι οι Κινέζοι έχουν βρει τη χρυσή οδό για το μέλλον. Ωστόσο απαιτεί να αγνοήσουμε τα προβλήματα που ταλάνιζαν τη ΝΕΠ τη δεκαετία του 1920 και την κινεζική σήμερα, και αυτό σημαίνει ότι υποτιμούμε τις δύσκολες επιλογές που αντιμετωπίζουν οι Σοβιετικοί στη δεκαετία του 1920 και του 1930 και την τεράστια πρόοδο που έκαναν ξεπερνώντας την καθυστέρηση.

Η ιδέα ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 οφειλόταν στον αυταρχισμό του Στάλιν στη δεκαετία του 1930 στηρίζεται σε ένα βουνό προκατάληψης ενάντια στο Στάλιν και μία μονόπλευρη ανάγνωση της κληρονομιάς του, που αγνοεί τα ισχυρά, δημοκρατικά στοιχεία της. Τέλος, η αναποτελεσματικότητα των απλών μελών του κόμματος και των εργαζόμενων να αντισταθούν στην καταστροφή του σοσιαλισμού δεν παρέχει αποδείξεις για βαθιά ριζωμένα προβλήματα του σοβιετικού σοσιαλισμού. Δείχνει, ωστόσο, ότι η υπονόμευση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, του σχεδιασμού, των κοινωνικών παροχών και του διεθνισμού απαιτεί την ταυτόχρονη διάβρωση της εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και των θεσμών της σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Εάν κάποιο καλό προκύψει από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι ότι η Κούβα φαίνεται να έχει μάθει καλά αυτό το μάθημα
Η απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι μια σωστή σκέψη εκ μέρους των «δημοκρατών» της Ουκρανίας και των ευρωαμερικανών φίλων τους. Βλέπετε εκεί οι κομμουνιστές γεμίζουν τους δρόμους των πόλεων με αφίσες όπως αυτή με την εικόνα του Λένιν, ο οποίος «ρωτά» τους κατοίκους: «Λοιπόν, πώς τα περνάτε με τον καπιταλισμό;»
”Λοιπόν, πως τα περνάτε στον καπιταλισμό;”

Σημειώσεις
[1] Leonard Schapiro, The Communist Party of the Soviet Union (New York: Vintage Books, 1971), 409; Kenneth Neill Cameron, Stalin: Man of Contradiction (Toronto, NC Press Limited, 1987), 80-81.
[2] Terry Martin, The Affirmative Action Empire: Nations and Nationalism in the Soviet Union, 1923-1939 (Ithaca and London: Cornell University Press, 2001), 1-2.
[3] Martin, 387-389.
[4] Goldman, 14.
[5] Goldman, 19.
[6] Richard Pipes, “Flight from Freedom: What Russians Think and Want,” Foreign Affairs (May/June, 2004), 14.
[7] Cuba vs Bloqueo: Cuba’s Report on Resolution 65/6 of the United Nations General Assembl entitled “Necessity of ending the economic, commercial and financial blockade imposed by the United States of America against Cuba” (July 2011), 54.
[8] Interview of Manual Yepe, Havana, Cuba, February 18, 2014.
[9] Interview of Marta Nunez, Havana, Cuba, February 18, 2014.
[10] “Information on the results of the debate on the Economic and Social Policy Guidelines for the Party and the Revolution,” translated by Marce Cameron, [http://cubasocialistrenewal.blogspot.om/2011/05translation-guidelines-debate-summary-1.html], 2.
[11] Steve Ludlam, “Cuba’s Socialist Development Strategy,” Science & Society 76, no. 1 (January 2012), 47.
[12] Ludlam, 51.
[13] Domenico Losurdo, Staline: Histoire et Critique D’Une Légende Noire and Grover Furr, Khrushchev Lied (Kettering, Ohio: Erythros Press and Media, 2011).

http://mltoday.com/the-collapse-of-the-soviet-union-reconsidered

Ας μιλήσουμε λοιπόν για την δεξιά...

 Ας μιλήσουμε λοιπόν για την δεξιά...

Την άποψή του για τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση με αφορμή την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ' αλλά και τη διάταξη που προβλέπει την αποφυλάκιση κρατουμένων που έχουν εκτίσει το 1/4 της ποινής τους και έχουν αναπηρία άνω του 80%, και αφορά και τον Σάββα Ξηρό, εξέφρασε ο Διονύσης Τεμπονέρας, γιος του δολοφονημένου καθηγητή.

[...]

Ο Διονύσης Τεμπονέρας μέσω facebook τόνισε ότι ο δολοφόνος του πατέρα του, Γιάννης Καλαμπόκας ενώ είχε καταδικαστεί σε πολυετή κάθειρξη, αποφυλακίστηκε 7 χρόνια μετά, ενώ στη δίκη του τον είχαν υπερασπιστεί τρεις δικηγόροι - πρωτοκλασάτα στελέχη της Δεξιάς.

Δείτε την ανάρτηση του Διονύση Τεμπονέρα την οποία αναδημοσίευσε σε άρθρο του για το θέμα το pontiki.gr:
 
 «Ας μιλήσουμε για τη Δεξιά λοιπόν. Αυτή που όχι μόνο μιλά με τους δολοφόνους αλλά για αυτή που τους ενίσχυσε και υλικά και ηθικά και πολιτικά. Να θυμίσουμε στους ευερέθιστους γόνους της δεξιάς ότι ο δολοφόνος του καθηγητή Ν. Τεμπονέρα, ο Γιάννης Καλαμπόκας, δικάστηκε στο Βόλο έχοντας ως συνηγόρους υπεράσπισής του τρία κορυφαία ονόματα του τότε νομικού κόσμου, όλους προερχόμενους πολιτικά από το χώρο του κόμματος της Ν.Δ. και συγκεκριμένα τους Απόστολο Ανδρεουλάκο, Κώστα Κωνσταντινίδη (καθηγητής Ποινικού Δικαίου, γνωστός από τη δίκη για το Σκάνδαλο Κοσκωτά όπου συμμετείχε σαν δημόσιος κατήγορος) και Επαμεινώνδα Ζαφειρόπουλο (πρώην πρόεδρος του ΔΣΑ) καταδικάστηκε πρωτόδικα για φόνο εκ προμελέτης σε ισόβια δεσμά (απόφαση 22-24/93 ΜΟΔ Βόλου), ενώ αργότερα η ποινή του μειώθηκε σε 17 χρόνια και 3 μήνες (απόφαση 59/94 ΜΟΕ Λάρισας).

Αποφυλακίστηκε 7 χρόνια μετά την φυλάκισή του. Σήμερα εργάζεται ως προϊστάμενος της Εθνικής τράπεζας σε παράρτημα του Βόλου.

Δικό τους το αίμα, δική τους και η ενοχή! Θα είναι ΠΑΝΤΑ εκεί να θυμίζει στους φασίστες ότι η Αριστερά απολογείται μόνο στον εργαζόμενο λαό και σε κανέναν άλλο!»

Οι άδειοι τενεκέδες κάνουν τον μεγαλύτερο θόρυβο...

 Οι άδειοι τενεκέδες κάνουν τον μεγαλύτερο θόρυβο...


Και ψεύτης... Γενάρης του 2013: 35 συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ παραπέμπονται σε δίκη για τη συμβολική κατάληψη στο υπουργείο Εργασίας, που έγινε ενάντια στις αντιασφαλιστικές επιδιώξεις της τότε κυβέρνησης.

Απρίλης 2015 (προχτές): Ο σκιτσογράφος Στάθης Σ. γράφει στον «Ενικό» έναν λίβελο, πυρήνας του οποίου είναι ο ισχυρισμός: «Οταν οι μνημονιακές κυβερνήσεις έκοβαν μισθούς και πετσόκοβαν συντάξεις, το ΠΑΜΕ (...) στο υπουργείο Εργασίας δεν είχε μπουκάρει. Τώρα (...) το ΠΑΜΕ μπούκαρε στο υπουργείο Εργασίας»!

Το ψέμα και η διαστρέβλωση βγάζουν μάτι. Εκτός, όμως, από συκοφάντης ο κ. Στάθης είναι και τεμπέλης. Μια τυχαία αναζήτηση στο διαδίκτυο να έκανε θα είχε στην οθόνη του δεκάδες τέτοιου τύπου παρεμβάσεις του ΠΑΜΕ από το μακρινό 2000 έως σήμερα.
Ριζοσπάστης

...και αδιάβαστος. Θα είχε διαβάσει τη δήλωση Σημίτη τον Απρίλη του 2001: «Θέλω να καταγγείλω την κατάληψη που έγινε στο υπουργείο Εργασίας, την κατάληψη που γίνεται στο χώρο της Ακρόπολης και την προσπάθεια κατάληψης και άλλων χώρων. Δείχνουν ότι υπάρχει ένα οργανωμένο σχέδιο».

Θα είχε διαβάσει και την εγκύκλιο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Τέντε, που το 2012, προσπαθώντας να εμποδίσει τις κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ, χαρακτήριζε την κατάληψη «έγκλημα», σημειώνοντας ότι «διώκεται αυτεπαγγέλτως».

Θα είχε διαβάσει και την τότε ανακοίνωση του ΠΑΜΕ που σημείωνε: «Το ΠΑΜΕ θα αξιοποιεί κάθε μορφή πάλης και αγώνα που θα αποφασίζουν οι εργαζόμενοι. Δεν πρόκειται να ζητήσουμε την άδεια καμιάς κυβέρνησης, κανενός μηχανισμού και υπηρεσίας για το πώς και με ποια μορφή θα απαντάμε κάθε φορά απέναντι στα αντιλαϊκά μέτρα».

Θα είχε διαβάσει για τις καταλήψεις στο υπουργείο Οικονομικών, στο Εμπορίου, στο ΙΚΑ, στον ΣΕΒ, σε κτίρια πολυεθνικών και πάει λέγοντας.

Ομως ο Στάθης Σ. δεν ήθελε να διαβάσει. Επρεπε να εκτελέσει την αποστολή που έχει στο πλαίσιο του καταμερισμού της κυβερνητικής προπαγάνδας και ελλείψει επιχειρημάτων κατέφυγε στον γκαιμπελισμό!
Ριζοσπάστης

(Ο τίτλος από τον Οικοδόμο)

Ο Θεοδωράκης για την τρομοκρατία

 Ο Θεοδωράκης για την τρομοκρατία

Φέτος ο μίκης θεοδωράκης κλείνει 90 χρόνια ζωής, και μεταξύ άλλων εκδηλώσεων, έχει οργανώσει, νομίζω, και το κόμμα κάτι, για να τιμήσει το μεγάλο συνθέτη. Η κε του μπλοκ σχεδιάζει κι αυτή με τη σειρά της δυο-τρεις αναρτήσεις, που εστιάζουν πιο πολύ στον πολιτικό θεοδωράκη κι η σημερινή εγκαινιάζει τη σχετική σειρά.

Τα παρακάτω αποσπάσματα περιέχονται στο βιβλίο «ζητείται αριστερά» (ένα αντι-προλεκάλτ διαμάντι, συλλογή κειμένων απ’ την κομβική διετία 89-90) και συγκεκριμένα από την κατάθεσή του στον εισαγγελέα τσεβά για το θέμα της τρομοκρατίας. Ο λόγος που τα αναπαράγω εδώ είναι ότι θεωρώ κάποια στοιχεία που αναφέρονται αρκετά ενδιαφέροντα. Η ανάγνωσή τους όμως πρέπει να γίνει μέσα από μια σειρά φίλτρα και περιορισμούς.

Δεν είναι τυχαίο πως ο θεοδωράκης έχει κερδίσει από φίλους και αντιπάλους (που είναι τα ίδια πρόσωπα) τον τίτλο του κουζουλού του έθνους, και του πολιτικού εκκρεμούς που εκτροχιάστηκε (αυτό το τελευταίο το είχε πει ο κύρκος). Πρέπει επίσης να ‘χουμε υπόψη πως στη συγκεκριμένη συγκυρία, ο θεοδωράκης προσεγγίζει τη νδ, με αφορμή και τον συγκλονισμό του, όπως λέει ο ίδιος, από την εκτέλεση του μπακογιάννη. Παράλληλα, υπάρχει ένα γενικότερο κλίμα όξυνσης, στα πλαίσια της οποίας διάφορες δεξιές εφημερίδες επιχειρούν να παρουσιάσουν, ευθέως ή με υπονοούμενα, τον παπανδρέου ως επικεφαλής της 17νοέμβρη. Κι είναι αρκετά πιθανό, κάποια απ’ όσα αναφέρει στην κατάθεσή του ο θεοδωράκης, να στερούνται σοβαρότητας ή να αφορούν αναξιόπιστα πρόσωπα. (Κάθε σχετική παρατήρηση αναγνώστη, που γνωρίζει περισσότερα για το θέμα, είναι ευπρόσδεκτη).

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ανάγνωση του σχετικού υλικού. Το οποίο περιλαμβάνει αρχικά μια σειρά πραγματικά περιστατικά, τα οποία οδήγησαν το θεοδωράκη στο συμπέρασμα της σύνδεσης της τρομοκρατίας με το πασοκ (τον αυριανισμό ως συνολική αντίληψη, αλλά και συγκεκριμένα στελέχη).

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δικαιολογούν τη δήλωσή μου ανέρχονται σε δεκάδες αν όχι και εκατοντάδες. Εγώ θα περιορισθώ στα εξής:

1. Το Μάρτη του 1983, όταν δολοφονήθηκε ο ιδιοκτήτης της «Βραδυνής» Τζώρτζης Αθανασιάδης, ο τότε πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου από τις Βρυξέλλες όπου ευρίσκετο εδήλωσε δημοσίως: «Ψάξτε στο χώρο των χαρτοπαικτικών λεσχών για το δολοφόνο».
Είτε είχε πληροφορίες ο κ. Παπανδρέου είτε η δήλωσή του αποσκοπούσε σε αποπροσανατολισμό των διωκτικών αρχών, ουδείς εισαγγελικός λειτουργός τον κάλεσε να παράσχει πλείονα στοιχεία.

2. Στις αρχές Απριλίου του 1986, όταν δολοφονήθηκε ο Αγγελόπουλος, ο ευρισκόμενος στο Πεκίνο τότε πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου εδήλωσε δημοσίως: «Γνωρίζω τον εγκέφαλο των δραστών». Και επετίμησε τις Αρχές για έλλειψη φαντασίας που τις παρεμποδίζει να στραφούν προς ορισμένο χώρο.
Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια καταγγελία προερχόταν από τον αρμοδιότερο Έλληνα πολίτη και μάλιστα για την συνωμοτικότερη τρομοκρατική οργάνωση της Ευρώπης, ουδείς και πάλι εισαγγελικός λειτουργός κάλεσε τον κ. Α. Παπανδρέου να παράσχει πλείονα στοιχεία.

3. Τον Μάιο του 1985, στου Γκύζη, από συμπτωματικό γεγονός χτυπήθηκε και σκοτώθηκε ο τρομοκράτης Χρήστος Τσουτσουβής. Και ενώ οι διωκτικές αρχές άρχισαν την έρευνα προς κάθε κατεύθυνση, παραδόξως παρενέβη στο προανακριτικό έργο ο έμπιστος του κ. Παπανδρέου Κώστας Τσίμας, Γενικός Γραμματέας του Υπ. Δημόσιας Τάξης, τότε, ο οποίος αποπροσανατόλισε ολόκληρη την έρευνα. Γράφτηκε στον Τύπο:

α. Ότι στη γιάφκα του Τσουτσουβή στην Κυψέλη βρέθηκαν τρεις τηλεφωνικές συσκευές (συνδέσεις).
β. Ότι στην ατζέντα του Τσουτσουβή υπήρχαν τα προσωπικά τηλέφωνα κυβερνητικών παραγόντων, μεταξύ των οποίων και τριών υπουργών.
γ. Ότι ο Κώστας Τσίμας κατέστρεψε την ατζέντα και άλλα έγγραφα και πειστήρια της γιάφκας. Και
δ. Ότι η κατάφωρη παρέμβαση του Τσίμα ανάγκασε τον προϊστάμενό του υπουργό κ. Αλ. Φλώρο να τον επιτιμήσει δημόσια και να απειλήσει με παραίτηση.
Παρά τα τρομακτικά αυτά πραγματικά περιστατικά, ουδείς εισαγγελικός λειτουργός κάλεσε τους πρωταγωνιστές αυτών των αθλιοτήτων να δώσουν λόγο και ουδείς αποτόλμησε να ασκήσει δίωξη εναντίον τους για καταστροφή πειστηρίων εγκλήματος.

4. Ο συνταγματάρχης Αλεξάκης, ο οποίος υπηρετούσε στην ΚΥΠ, το Νοέμβριο του 1986 κατήγγειλε επωνύμως και δημοσίως μέσω της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ ότι:
Δια του γνωστού πράκτορα Ντάνου Κρυστάλλη είχε κατορθώσει να εισχωρήσει στον προθάλαμο της 17 Νοέμβρη και ότι απείχε από την εξάρθρωσή της μόνο ένα βήμα. Αλλά ότι έκανε το λάθος να παράσχει πληροφορίες για τις επικείμενες αποκαλύψεις του στους ανωτέρους του, δηλ στην κυβέρνηση, με αποτέλεσμα με εντολή του Αττικάρχη Μποσινάκη, στενού συνεργάτη των Τσίμα και Παπανδρέου, να συλληφθεί αυθημερόν ο Κρυστάλλης, γεγονός για το οποίο ο συνταγματάρχης Αλεξάκης είπε: «Όταν το έμαθα λιποθύμησα».
Παρά την επώνυμη και συγκλονιστική αυτή καταγγελία ουδείς εισαγγελικός λειτουργός κάλεσε τον κ. Αλεξάκη ή οποιονδήποτε άλλον να παράσχει διευκρινίσεις και ουδείς άσκησε δίωξη.

5. Την 1η Οκτώβρη 1987 ο Μιχάλης Πρέκας, φερόμενος ως τρομοκράτης και στέλεχος της 17Νοέμβρη, περικυκλώθηκε σε διαμέρισμα της Καλογρέζας. Το γεγονός αυτό αποτελούσε μια μοναδική ευκαιρία να συλληφθεί ζωντανό ένα μέλος της οργάνωσης – φάντασμα και να διευκολύνει το έργο των διωκτικών αρχών.
Κι ενώ ανέμενε όλη η κοινή γνώμη ότι ο αρμόδιος υπουργός και ο πρωθυπουργός προσωπικά θα έδιναν αμέσως εντολή να συλληφθεί ζωντανός, ανεξαρτήτως θυσιών και συνεπειών, ο ουσιαστικά αιχμάλωτος Μ. Πρέκας εκτελείται και μάλιστα με τέτοιο καταιγισμό πυρών ώστε να εξασφαλισθεί ότι δεν πρόκειται να βγάλει κιχ.
Παρά τα πελώρια ερωτηματικά που γεννά η περίεργη τουλάχιστον αυτή εκτέλεση, ουδείς εισαγγελικός λειτουργός διέταξε έρευνα εις βάθος για τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η εκτέλεση και για το ποιος τελικά έδωσε την εντολή της εκτέλεσης.

(…)

7. Ο τέως υπουργός του ΠΑΣΟΚ κ. Γ. Πέτσος, απολογούμενος στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την παραπομπή των υπεύθυνων του σκανδάλου Κοσκωτά, δήλωσε τα εξής: «Ο Πέτσος χρεώνεται στη 17 Νοέμβρη. Πεθαίνει; Τότε του χρεώνουμε όλες τις ΔΕΚΟ. Ήταν ο νεκρός που του χρεώνουμε τα πάντα. Δεν είναι όμως νεκρός…». Και τότε ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας και ενώπιον ολόκληρου του ελληνικού λαού ο οποίος παρακολουθούσε τη συζήτηση, υπήρξε βουλευτής του ΠΑΣΟΚ που ανεφώνησε: «Κρίμα».
Η συγκλονιστική αυτή και σαφέστατη δήλωση του κ. Πέτσου, ότι κάποιοι από την ηγεσία του κόμματός του χρησιμοποίησαν την 17Νοέμβρη για να του κλείσουν το στόμα και η βάρβαρη αλλά εύγλωττη αναφώνηση του βουλευτή του Κινήματος δεν συγκίνησαν κανένα εισαγγελικό λειτουργό να καλέσει τον κ. Πέτσο για να δηλώσει εγγράφως στη Δικαιοσύνη τι εννοεί και ποιους εννοεί.

(…)

9. Ως επισφράγισμα όλων των ανωτέρω, από το 1985 και ’86, οπότε η υπόθεση Τσουτσουβή άρχισε να αποδεικνύει ότι δε λειτουργούν ασφαλώς όλα τα στεγανά των τρομοκρατών, παραδόξως, με νόμο, αφαιρέθηκε η πολιτική διεύθυνση, ΚΥΠ από τον υπουργό Προεδρίας στον οποίον υπαγόταν επί 40 ολόκληρα χρόνια και υπήχθη προσωπικά στον πρωθυπουργό. Ο οποίος πρωθυπουργός τοποθέτησε Διοικητή μεν της ΚΥΠ (ΕΥΠ) τον ανοικτά αποκαλούμενο τρομοκράτη κ. Κώστα Τσίμα, σύνδεσμο δε μεταξύ αυτού και του Τσίμα τον εξ απορρήτων του Γραμματέα και Σύμβουλο Μιχάλη Ζιάγκα.
Μέσα σ’ αυτό το νέο «πλαίσιο» ασφαλείας του τριγώνου Παπανδρέου – Ζιάγκα – Τσίμα, ανατίθεται στον κ. Κ. Ρουμελιώτη, επικεφαλής ως γνωστόν της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων, η φύλαξη του υπόδικου Κοσκωτά. Αυτό το «πλαίσιο» τον φυγαδεύει, αποσκοπώντας –όπως ο ίδιος ο Κοσκωτάς καταγγέλλει- να τον δολοφονήσουν στη Βραζιλία. Η καταγγελία κρίνεται επαρκώς πειστική από το γεγονός ότι επέλεξε τελικά ο ίδιος ο Κοσκωτάς να πάει στις ΗΠΑ, και να φυλακισθεί για να είναι ασφαλής.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά την κίνησή του από τη Βραζιλία στις ΗΠΑ ο μόνος που γνωρίζει τις κινήσεις του είναι ο υιός του Α. Παπανδρέου, Νίκος.

Όλα αυτά είδαν το φως της δημοσιότητας σε ολόκληρο τον ελληνικό και διεθνή Τύπο, αλλά ουδείς εισαγγελικός λειτουργός αισθάνθηκε την ανάγκη να διατάξει τη δικαστική διερεύνησή τους.
Και επειδή αρνούμαι να δεχθώ ότι όλοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί της χώρας υπήρξαν για 8 ολόκληρα χρόνια επιλήσμονες του καθήκοντός τους, είμαι αναγκασμένος να δεχτώ ότι παρέλυε τις αντιδράσεις τους και δυσχέραινε το έργο τους η παπανδρεϊκή εξουσία – κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παρέλυε τις αντιδράσεις και δυσχέραινε το έργο του ελέγχου των αρμόδιων νομισματικών Αρχών στην Τράπεζα του Κοσκωτά.

(…)

Στη συνέχεια ο θεοδωράκης αναφέρεται στο ιδεολογικό-πολιτικό κλίμα που ενισχύει το αρχικό του συμπέρασμα, με αρκετούς τραβηγμένους από τα μαλλιά ισχυρισμούς. Ξεχωρίζω όμως το παρακάτω σημείο.

Στις 10 Απριλίου 1986, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, με αφορμή την προκήρυξη που συνόδευε τη δολοφονία Αγγελόπουλου, εξέδωσε ανακοίνωση την οποία μοίρασε σε όλες τις εφημερίδες και η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Η νέα προκήρυξη της 17Νοέμβρη διαφοροποιείται σημαντικά από όλες τις προηγούμενες και στο ειδικό πνεύμα της και σε ειδικές θέσεις της:

1. Η προκήρυξη δεν είναι γραμμένη από περιθωριακούς. Και παρά την παλαιοκομμουνιστική φρασεολογία της είναι γραμμένη από μικροαστούς διανοούμενους…
2. Η προκήρυξη ασκεί κριτική του ΠΑΣΟΚ ή πιο σωστά ασκεί κριτική προσωπικοτήτων και επιλογών του ΠΑΣΟΚ όχι από αντίπαλη θέση αλλά από τα μέσα, δηλαδή από τις πρώιμα διακηρυγμένες θέσεις του κινήματος…
3. Η προκήρυξη κινείται στο πνεύμα του ΠΑΚ, δηλαδή στο πνεύμα ενός ρομαντικού μικροαστισμού, που για να πείσει μεταχειρίζεται ψευδοεπαναστατική φρασεολογία.
4. Η οικονομική επιχειρηματολογία της προκήρυξης δεν περιέχει καμμιά απολύτως πρωτοτυπία. Τα περισσότερα σημεία της αποτελούν αυτούσια μεταφορά αποσπασμάτων από ομιλίες του ίδιου του κ. Παπανδρέου.
5. Όλα αυτά δείχνουν για τους συντάκτες της προκήρυξης ότι: Πολιτικά και ιδεολογικά ανήκουν στο πρώην ΠΑΣΟΚ (ΠΑΚ) και ότι μαρξιστικά και ιδεολογικά είναι αναλφάβητοι.

-.-.-

Παρά τις εμφανείς σκοπιμότητες της παραπάνω τοποθέτησης, η πραγματικότητα είναι πως ο κουφοντίνας τουλάχιστον είχε όντως πολιτική καταγωγή από το πασόκ και φαίνεται να πληροί αρκετά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Στην κατάθεση αναφέρονται ακόμα κάποιες περίεργες συμπτώσεις πολιτικής πίεσης προς την κυβέρνηση του πασοκ, και επιχειρήσεων της 17ν που μετατόπιζαν αλλού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης –οι περισσότερες εκ των οποίων μου φαίνονται μάλλον τραβηγμένες ή ανόητες, για αυτό και δεν επεκτείνομαι περισσότερο.


Τα παραπάνω δεν αναπαράγονται εδώ για να υπονοήσουν κάτι, αλλά γιατί θεωρώ πως είναι ενδιαφέροντα –μπορεί και να κάνω λάθος. Κάθε παρατήρηση, συμπλήρωση, κτλ, αναγνώστη σχετικά με τα παραπάνω, είναι ευπρόσδεκτη.

Μεθοδεύσεις γύρω από τον κατώτατο μισθό και τις Συλλογικές Συμβάσεις

Μεθοδεύσεις γύρω από τον κατώτατο μισθό και τις Συλλογικές Συμβάσεις

Από παλιότερη κινητοποίηση για τις Συλλογικές Συμβάσεις
Από παλιότερη κινητοποίηση για τις Συλλογικές Συμβάσεις
Τρεις σχεδόν μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, γίνεται φανερό ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσουν την υπόθεση των μισθών και των Συλλογικών Συμβάσεων στα χέρια της νέας κυβέρνησης και των «νομοθετικών της πρωτοβουλιών». Δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήσουν το εργατικό εισόδημα να μετατραπεί σε παίγνιο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές στο εξωτερικό και τις εργοδοτικές ενώσεις στο εσωτερικό, να γίνει έρμαιο των επικοινωνιακών ελιγμών της κυβέρνησης.
Η ανάγκη αυτή επιβεβαιώθηκε ακόμα πιο έντονα την περασμένη εβδομάδα, μετά το λεγόμενο κοινωνικό διάλογο, τον οποίο έστησε το υπουργείο Εργασίας με τη συμμετοχή των εργοδοτικών ενώσεων και της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ. Τι προέκυψε από αυτόν το διάλογο; Οτι μετά την πρώτη υπαναχώρηση της κυβέρνησης από την προεκλογική της δέσμευση να επαναφέρει άμεσα και με νόμο τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ και όλο το νομοθετικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τώρα, μέσω του «διαλόγου», η προοπτική αυτή γίνεται ακόμα πιο μακρινή και αβέβαιη.
Τα παραπέμπουν στη «διαβούλευση»
Ουσιαστικά, η νομοθέτηση εκ μέρους της κυβέρνησης έστω και των ελάχιστων που υποσχέθηκε προεκλογικά στους εργαζόμενους, παραπέμπεται στο αόριστο μέλλον και ρίχνεται στις μυλόπετρες της διαπραγμάτευσης με τους «κοινωνικούς εταίρους». Τώρα, το υπουργείο Εργασίας εγκαταλείπει μεθοδικά και προμελετημένα ακόμα και τη μετεκλογική του θέση για σταδιακή αποκατάσταση του κατώτερου μισθού σε δύο φάσεις μέχρι τον Ιούνη του 2016 και την άμεση επαναφορά ολόκληρου του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Απ' αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του υπουργού Εργασίας Π. Σκουρλέτη μετά την τριμερή συνάντηση, ο οποίος σημείωσε σε ανακοίνωση: «Το σχετικό Σχέδιο Νόμου αναμένεται να διαμορφωθεί στην τελική μορφή του τις επόμενες ημέρες. Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβούλευσης, το Σχέδιο Νόμου θα αποσταλεί στην ΟΚΕ (σ.σ. αύριο Δευτέρα) για γνωμοδότηση και στη συνέχεια προς ψήφιση στη Βουλή».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μέχρι τώρα διαρροές της κυβέρνησης, η ίδια η επιστολή προς τους «κοινωνικούς εταίρους» και τα θέματα που έθετε ήταν στην καλύτερη περίπτωση προτάσεις του υπουργείου Εργασίας, αλλά όχι το σχέδιο νόμου που αναμένεται να πάει στη Βουλή. Αυτό που θα πάει (αν και όταν πάει, αφού κι αυτό δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα...), θα είναι τελικά το αποτέλεσμα της «διαβούλευσης» με τους εργοδότες.
Ακόμα πιο αποκαλυπτική ως προ αυτό ήταν η «Αυγή», η οποία την επομένη έγραφε στον τίτλο του ρεπορτάζ για την τριμερή συνάντηση: «Με διαπραγματεύσεις η επαναφορά του κατώτατου μισθού». Και προσέθετε χαρακτηριστικά για να μην υπάρχουν αμφιβολίες: «Συνδικάτα και εργοδότες θα αποφασίσουν για το βηματισμό προς τα 751 ευρώ. Καταθέτουν προτάσεις μέχρι την προσεχή Δευτέρα...».
Σημαντική παρέμβαση του ΠΑΜΕ
Κατά συνέπεια, η παρέμβαση των συνδικάτων στη διάρκεια του «διαλόγου» στο υπουργείο Εργασίας και η καταγγελία ότι αυτός υπηρετεί τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και των εργοδοτών να πετάξουν ξανά ψίχουλα στους εργαζόμενους, δεν ήταν μόνο δίκαιη, αλλά και επιβεβλημένη. Οχι μόνο επειδή η διαχρονική πείρα των λεγόμενων κοινωνικών διαλόγων έδειξε ότι αυτοί ήταν πάντα σε βάρος των εργατικών συμφερόντων, αλλά και επειδή για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την ίδια μεθόδευση, όπως με το Ασφαλιστικό το 2010 και με τα Εργασιακά το 2012.
Στην πρώτη περίπτωση, το αποτέλεσμα του «διαλόγου για το Ασφαλιστικό» ήταν το έκτρωμα του αντιασφαλιστικού νόμου 3863 (αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, δραματική περικοπή των συντάξεων κ.ά.).
Στη δεύτερη περίπτωση, αφού καθησύχασαν τους εργαζόμενους με τον «κοινωνικό διάλογο» και το «κοινό πλαίσιο» εργοδοτών - συνδικαλιστικής πλειοψηφίας, ήρθε η κυβέρνηση Παπαδήμου να εγκρίνει και να εκδώσει την ΠΥΣ 6/2012 για τα Εργασιακά (κατώτατος μισθός 586 και 511 ευρώ, πάγωμα «ωριμάνσεων» κ.ά.). Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, επρόκειτο για μεθόδευση με τραγικά αποτελέσματα για τα εργατικά συμφέροντα.
Η μεθόδευση αυτή είναι επικίνδυνη και για έναν πρόσθετο λόγο. Διότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δίνει για άλλη μια φορά βήμα στους εργοδότες, και κυρίως στον ΣΕΒ - όπως άλλωστε έκαναν και όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις - να προβάλλουν τις δικές τους αξιώσεις, τα δικά τους ταξικά συμφέροντα, σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Ετσι, όπως ήταν αναμενόμενο, βιομήχανοι, τραπεζίτες, μεγαλοξενοδόχοι, μεγαλέμποροι πήραν την «πάσα» του «κοινωνικού διαλόγου» και ζητάνε και τα ρέστα από τους εργαζόμενους, μπροστά στο ενδεχόμενο να καταθέσει η κυβέρνηση νομοσχέδια για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Τι αξιώνουν οι εργοδότες;
Ετσι, αμέσως μετά την τριμερή και αφού νουθετεί το υπουργείο Εργασίας με προτροπές όπως «περιμένουμε να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος και υιοθέτηση ρεαλιστικών λύσεων, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις», ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ, Κ. Μπίτσιος κάνει καθαρό ότι «η θεσμοθέτηση υψηλότερων αμοιβών και άλλων αμφιλεγόμενων διοικητικών μέτρων μπορεί να διογκώσει περαιτέρω την αδήλωτη εργασία και εισφοροδιαφυγή. Αυτό είναι εις βάρος τόσο των δημόσιων οικονομικών και της υγείας των Ταμείων, όσο και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας».
Η ανταγωνιστικότητα, όμως, των καπιταλιστικών επιχειρήσεων είναι επιδίωξη και της κυβερνητικής πολιτικής. Από αυτήν τη σκοπιά, η υπόθεση του «διαλόγου» πάει γάντι στην τακτική της κυβέρνησης, αφού της δίνει το αναγκαίο άλλοθι να χρονοτριβεί και τελικά να υπαναχωρεί από τις «κουτσές» προεκλογικές της εξαγγελίες, στο όνομα του να προσαρμοστούν τα νομοθετήματα καλύτερα στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και να αποσπάσει τη σύμφωνη γνώμη των εργοδοτών.
Να, γιατί μιλάμε για μεθόδευση εκ μέρους της κυβέρνησης, που έχει στραμμένο το βλέμμα της και στα παζάρια με τους δανειστές, αφού τα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό θεωρούνται από τα «καυτά» ζητήματα στις διαπραγματεύσεις για τις δόσεις. Ανάλογες, όμως, είναι οι αιτιάσεις και των υπόλοιπων εργοδοτικών οργανώσεων, που απ' ό,τι φαίνεται με το «διάλογο έρχεται η όρεξη»! Ετσι, ο εκπρόσωπος των μεγαλοξενοδόχων, Γ. Ρέτσος, έθεσε και πάλι ζήτημα για παραπέρα μείωση των εργοδοτικών εισφορών, τις οποίες θεωρεί υψηλές και έκανε γνωστό ότι στην ΟΚΕ ο ΣΕΤΕ θα πάει με τις δικές του προτάσεις - αξιώσεις.
Στο ίδιο πνεύμα, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, δήλωσε ανοιχτά πως «η όποια παρέμβαση της πολιτείας μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Υπάρχουν θέματα που συζητήσαμε σήμερα, όπως είναι οι ωριμάνσεις που θα φέρουν μια μεγάλη αύξηση στο μισθολογικό κόστος, είναι μεγάλη κουβέντα και γι' αυτό θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης των εταίρων. Το θέμα του ΟΜΕΔ είναι ένα μεγάλο ζήτημα...».
Από κοντά και η τοποθέτηση της ΕΣΕΕ, της οποίας ο πρόεδρος, Β. Κορκίδης, παρουσίασε τις θέσεις των μεγαλεμπόρων που αντιμάχονται και τη νομοθετική επαναφορά των «ωριμάνσεων», δίνοντας πάσα στην κυβέρνηση, αλλά και βάζοντας σοβαρές ενστάσεις για την επαναφορά της λειτουργίας του ΟΜΕΔ σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς.
Σε άλλη ρότα τα εργατικά συμφέροντα
Στην πραγματικότητα και παρά τα «πλατιά χαμόγελα» και τους ύμνους στον «κοινωνικό διάλογο», οι εκπρόσωποι των εργοδοτών δεν έκαναν βήμα πίσω από τις δικές τους αξιώσεις. Το αντίθετο συνέβη. Για μια ακόμη φορά νομιμοποιήθηκαν να προβάλλουν και νέα αιτήματα σε βάρος της εργατικής τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο γίνονται φανερές και οι ευθύνες της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, που υπήρξε διαχρονικά θαμώνας των «κοινωνικών διαλόγων», συμβάλλοντας να αναπαράγεται ο αστικός μύθος τού «όλοι μαζί θα ξεπεράσουμε την κρίση». Λες και δεν είναι το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές που πάνε να φορτώσουν στους εργαζόμενους την ανάκαμψη της κερδοφορίας τους, όπως τους φόρτωσαν την κρίση!
Να, γιατί λέμε ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πέσουν θύματα των μεθοδεύσεων που στήνονται από την κυβέρνηση και τους εργοδότες, αλλά να οργανώσουν άμεσα την πάλη τους, διεκδικώντας από την κυβέρνηση τώρα με νόμο να επαναφέρει τον κατώτερο μισθό στα 751 ευρώ ως βάση των διαπραγματεύσεων με την εργοδοσία και να αποκαταστήσει το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ενας τέτοιος αγώνας θα έχει προοπτική, όσο περισσότερο συνδέεται με την πάλη για ανάκτηση των απωλειών από την περίοδο της κρίσης, ξήλωμα του αντεργατικού αντιλαϊκού πλαισίου και ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.

ΑΛΒΑΝΙΑ Νέες «κορόνες» εθνικισμού

ΑΛΒΑΝΙΑ
Νέες «κορόνες» εθνικισμού

Ενόψει νέου γύρου διαπραγμάτευσης και συγκρότησης δικαστηρίου για τα εγκλήματα του ΟΥΤΣΕΚΑ στην Πρίστινα

ΝΑΤΟικός στρατιώτης υποδύεται το «διαδηλωτή» σε πρόσφατη ΝΑΤΟική άσκηση καταστολής ταραχών στο Κοσσυφοπέδιο
ΝΑΤΟικός στρατιώτης υποδύεται το «διαδηλωτή» σε πρόσφατη ΝΑΤΟική άσκηση καταστολής ταραχών στο Κοσσυφοπέδιο
Νέο λάδι στη φωτιά του αλβανικού εθνικισμού και των κατά καιρούς ιμπεριαλιστικών σχεδίων για επαναχάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια με στόχο τη λεγόμενη Μεγάλη Αλβανία έριξε πριν περίπου μιάμιση βδομάδα ο Αλβανός πρωθυπουργός Εντι Ράμα στη διάρκεια κοινής συνέντευξης που έδωσε με τον Κοσσοβάρο Αλβανό υπουργό Εξωτερικών (πρώην πρωθυπουργό και αρχηγό του πρώην ΟΥΤΣΕΚΑ) Χασίμ Θάτσι στον τηλεοπτικό σταθμό «TV Klan» της Πρίστινας.
«Το Κοσσυφοπέδιο και η Αλβανία έχουν δύο εναλλακτικές λύσεις για τη μελλοντική ένωσή τους και αυτό επαφίεται εξ ολοκλήρου στην ΕΕ. Η πρώτη εναλλακτική είναι η ένωση εντός ΕΕ. Ομως εάν η ΕΕ εξακολουθεί να κλείνει την πόρτα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση του Κοσσόβου, τότε οι δύο χώρες θα αναγκαστούν να ενωθούν με τον κλασικό τρόπο», είπε ο Ράμα. Ο Θάτσι έσπευσε να προσθέσει πως η δήλωση αυτή «δεν είναι απειλή προς την ΕΕ, αλλά μία πραγματικότητα που μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον ως αποτέλεσμα της απομόνωσης του Κοσσόβου από την ΕΕ».
Σε κάθε περίπτωση, η επίμαχη δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στη σερβική κυβέρνηση, αλλά και την ψυχρή αποδοκιμασία αξιωματούχων της ΕΕ, που 16 χρόνια μετά τη συμμετοχή τους στο διαμελισμό της τότε ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, εμφανίζονται επιφυλακτικοί σχετικά με το αν θα ενθαρρύνουν ή όχι μια τέτοια προοπτική.
Πάντως, ο Σέρβος πρωθυπουργός Αλεξάνταρ Βούτσιτς διαβεβαίωσε πως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να γίνει η ένωση της Αλβανίας με το Κοσσυφοπέδιο «ούτε με τον κλασικό, ούτε με άλλον τρόπο». Η Μάγια Κουτσίγιανιτς, εκπρόσωπος της επικεφαλής της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια, χαρακτήρισε τις δηλώσεις «απαράδεκτες προκλήσεις ...σε μια εποχή που απαιτείται περιφερειακή συνεργασία και πρόοδος προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Παρομοίως, εκπρόσωπος της αμερικανικής πρεσβείας στα Τίρανα συνέστησε την αποφυγή δηλώσεων «που δεν εξυπηρετούν την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».
Είναι όμως ενδιαφέρουσα η συγκυρία κατά την οποία ο Ράμα αποφάσισε να ξαναπαίξει το φθηνό, αλλά επικίνδυνο χαρτί του αλβανικού εθνικισμού.
Πιέσεις και διαπραγματεύσεις
Την επόμενη βδομάδα, πιθανώς στις 21/4, αναμένεται ο επόμενος γύρος διαλόγου «ομαλοποίησης» των σχέσεων Βελιγραδίου - Πρίστινας στις Βρυξέλλες, με τη μεσολάβηση της επικεφαλής της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική Φ. Μογκερίνι. Πληροφορίες σερβικών ΜΜΕ αναφέρουν πως δεν αναμένεται τέλμα ή κλιμάκωση της έντασης καθώς τα σημαντικότερα ζητήματα όπως το δικαστικό σύστημα στο Κοσσυφοπέδιο και ο τερματισμός των σερβικών λεγόμενων παράλληλων διοικητικών δομών έχουν λυθεί σε προηγούμενη διαπραγμάτευση.
Εντούτοις, μεγαλύτερο ενδιαφέρον φαίνεται πως προκαλεί το υπό συγκρότηση δικαστήριο στην Πρίστινα για τα εγκλήματα που διέπραξαν πρώην αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ σε βάρος αμάχων στο τέλος της δεκαετίας του '90. Αν και το πιθανότερο είναι να παρακολουθήσουμε νέα παρωδία «δικαιοσύνης» υπό τις πιέσεις της ΕΕ (προς επιβράβευση Σέρβων αξιωματούχων που ενθαρρύνουν τη σύγκλιση με ΕΕ και ΝΑΤΟ), φαίνεται πως, ακόμη και έτσι, δημιουργούνται έντονες αντιδράσεις εντός των αστικών δυνάμεων σε Αλβανία και Κοσσυφοπέδιο.
Χτες, Σάββατο 18 Απρίλη, για παράδειγμα, είχε προγραμματιστεί στην Πρίστινα διαδήλωση με ποικιλία αιτημάτων που ξεκινούσαν από τη διαφθορά αξιωματούχων και κατέληγαν στο δικαστήριο για τα εγκλήματα του ΟΥΤΣΕΚΑ. Διοργανωτές της κινητοποίησης είναι ο πρόεδρος της «Αυτοδιάθεσης» Βισάρ Ιμέρι, ο αρχηγός της «Συμμαχίας για το Μέλλον του Κοσσόβου», πρώην πρωθυπουργός Ράμους Χαραντινάι, και ο επικεφαλής της «Πρωτοβουλίας για το Κόσσοβο» Φατμίρ Λιμάι.
Ανεξάρτητα από την ανταπόκριση στην κινητοποίηση φαίνεται ότι αυτή εκφράζει τη δυσαρέσκεια μέρους της αλβανικής αστικής τάξης, που νιώθει να διαψεύδονται οι προσδοκίες της για γρήγορη «ανάπτυξη» και μπίζνες, βεβαίως άλλες ...μπίζνες (οργανωμένο έγκλημα, διακίνηση ανθρώπων κλπ.) ευδοκιμούν στο ευρωΝΑΤΟικό προτεκτοράτο.

Ο αντικομμουνισμός ως εργαλείο γεωπολιτικής κατοχύρωσης

Ο αντικομμουνισμός ως εργαλείο γεωπολιτικής κατοχύρωσης
Το αντιδραστικό ουκρανικό Κοινοβούλιο διώκει τη δράση των κομμουνιστών την ίδια ώρα που ηρωοποιεί τους υμνητές των φασιστών, όπως συμβαίνει και σε χώρες της ΕΕ

Οι υμνητές των συνεργατών των ναζί που πολέμησαν κατά της Σοβιετικής Ενωσης αναβαθμίζονται από την κυβέρνηση του Κιέβου
Οι υμνητές των συνεργατών των ναζί που πολέμησαν κατά της Σοβιετικής Ενωσης αναβαθμίζονται από την κυβέρνηση του Κιέβου
Στις 9 Απρίλη 2015 η ουκρανική «Ανώτατη Ράντα» (το Κοινοβούλιο της χώρας) ενέκρινε με 254 ψήφους (με απαραίτητες τις 226) το αντικομμουνιστικό νομοσχέδιο, με το οποίο προωθείται η απαράδεκτη ταύτιση του κομμουνισμού με το φασισμό και στη βάση αυτή απαγορεύονται η δράση των κομμουνιστών και η διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών. Επιπλέον, ταυτόχρονα, δικαιώνονται ιστορικά οι ντόπιοι φασίστες, του λεγόμενου «Ουκρανικού απελευθερωτικού στρατού».
Δεν είναι τυχαία η στιγμή
Ο νόμος αυτός έρχεται σε μια στιγμή που χειροτερεύει η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των εργαζομένων και προωθούνται αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα, σε συνεννόηση με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Επιπλέον, ο πρόσφατος διορισμός, στις 6 Απρίλη, του Ντμίτρο Γιάρος, επικεφαλής της ναζιστικής οργάνωσης «Δεξιός Τομέας» στη θέση του συμβούλου στο υπουργείο Αμυνας της Ουκρανίας, δείχνει μεταξύ άλλων πως δεν έχουν εγκαταλειφθεί, αλλά κερδίζουν έδαφος τα σχέδια συνέχισης του εμφυλίου στη Νοτιοανατολική Ουκρανία.
Σε συνθήκες, λοιπόν, όπου δυναμώνει η αντιλαϊκή επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Ουκρανίας, όπου επιπλέον προωθείται η πολεμική αναμέτρηση με τις περιοχές του Ντονμπάς, έρχεται η απαγόρευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, που βέβαια με βάση τα αστικά κριτήρια του σημερινού Συντάγματος της χώρας είναι αντισυνταγματική, για να σπείρει την πολιτική τρομοκρατία σε βάρος των κομμουνιστών, σε βάρος όσων αντιστέκονται στη σημερινή αντιδραστική κυβέρνηση του Κιέβου.
Το ΚΚΕ εξέφρασε την αλληλεγγύη του στους κομμουνιστές της Ουκρανίας και τη σιγουριά του πως η πάλη του λαού της Ουκρανίας, 70 χρόνια μετά την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών, θα αποκρούσει και αυτά τα αντικομμουνιστικά κι αντιλαϊκά σχέδια!
Ο αντικομμουνισμός στη γεωπολιτική
Εδώ, ωστόσο, υπάρχει κι ένα επιπλέον ζήτημα: Αυτό της χρησιμοποίησης του αντικομμουνισμού στα γεωπολιτικά σχέδια και του ρόλου που θα παίξει σ' αυτά η Ουκρανία. Και να γιατί:
Οι σημερινές κυβερνητικές δυνάμεις της Ουκρανίας, που πλειοψηφούν στο Κοινοβούλιο, επιδιώκουν με τον συγκεκριμένο νόμο να ακολουθήσουν το «μοντέλο» των Βαλτικών χωρών. Στις χώρες αυτές εδώ και πάνω από 20 χρόνια εφαρμόζονται ανάλογοι νόμοι ταύτισης κομμουνισμού - φασισμού, την ώρα που οι ντόπιοι φασίστες δικαιώνονται ιστορικά και επιπλέον παρουσιάζονται ως «πατριώτες» και «δημοκράτες» γιατί πολέμησαν κατά της σοβιετικής εξουσίας, στο πλευρό των ναζί. Επιπλέον, οι αστικές τάξεις αυτών των χωρών και οι ξένοι σύμμαχοί τους, για να εμποδίσουν την πολιτική επιρροή της (καπιταλιστικής) Ρωσίας, προχώρησαν από το 1991 στη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ρωσικής καταγωγής. Οι άνθρωποι αυτοί, που δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι ίδιοι οι γονείς τους ζούσαν στις χώρες αυτές και πριν από το 1940, ονομάστηκαν «μη πολίτες» και χρειάστηκε να περάσουν από μια μακρόχρονη διαδικασία επανάκτησης των πολιτικών δικαιωμάτων τους. Ακόμη και σήμερα, όμως, 24 χρόνια μετά, μόλις οι μισοί περίπου από αυτούς έχουν πάρει πίσω το αστικό πολιτικό δικαίωμα της ψήφου.
Η πολιτική αυτή οδήγησε στην ενσωμάτωση αυτών των χωρών (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), μέσα σε κλίμα έντονου αντικομμουνισμού και αντισοβιετισμού, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, κάτι που δεν κρύβουν ότι το επιδιώκουν και οι σημερινοί κυβερνώντες της Ουκρανίας. Η εξέλιξη αυτή απομάκρυνε αυτές τις χώρες από την επιρροή της Ρωσίας, εμπόδισε τη διείσδυση των ρωσικών μονοπωλίων στην οικονομία τους και συνολικότερα έθεσε εμπόδια στο ρόλο της Ρωσίας στην πολιτιστική και κοινωνικοπολιτική ζωή αυτών των χωρών.
Ανάλογη πολιτική, με διακυμάνσεις, εφαρμόστηκε και σε άλλες χώρες, όπως Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν αντικομμουνιστικοί περιορισμοί. Μάλιστα, στην περίπτωση της Πολωνίας, είναι χαρακτηριστικό πως το καθεστώς Γιέλτσιν προχώρησε στην πλαστογράφηση ιστορικών αρχείων, για να δικαιώσει τις αντισοβιετικές συκοφαντίες του Γκέμπελς σχετικά με τη σφαγή που έκαναν οι ναζί στο Κατίν. Θεωρήθηκε πως αν στις αντισοβιετικές κατηγορίες, που έχουν προαχθεί πλέον σε «εθνική ιδέα» στην Πολωνία, συμμετάσχει και η Ρωσία, τότε θα διευκολυνθεί η διείσδυση των ρωσικών κεφαλαίων στην Πολωνία κι αυτή θα χαλαρώσει την αντιρωσική στάση της στα πλαίσια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Στο ζήτημα αυτό ακολούθησε την πολιτική των Γκορμπατσόφ - Γιέλτσιν και η κυβέρνηση Πούτιν, χωρίς, όμως, να επιτύχει ουσιαστικά κέρδη για τα ρωσικά μονοπώλια.
Να, λοιπόν, που ο αντικομμουνισμός, για άλλη μια φορά, γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθεί στα σχέδια ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Μακριά από τον «έντιμο συμβιβασμό» ΗΠΑ - ΕΕ με τη Ρωσία
Το σημερινό ουκρανικό Κοινοβούλιο, όπως είναι γνωστό, έχει προκύψει μέσα από εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες βίας, νοθείας κι εμφύλιου πολέμου. Καταστάσεις, που επικράτησαν εξαιτίας της απροκάλυπτης επέμβασης των ΗΠΑ και της ΕΕ στην Ουκρανία, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού τους με τη Ρωσία. Το ισχυρότερο τμήμα της αστικής τάξης της Ουκρανίας επέλεξε την προσέγγιση με ΕΕ και ΗΠΑ. Ενα άλλο, που επιδίωκε την προσέγγιση της χώρας με τη Ρωσία, αντέδρασε. Σήμερα, ένα χρόνο μετά από αυτές τις εξελίξεις, ένα σημαντικό κομμάτι της χώρας, η Κριμαία, εντάχθηκε στη σύνθεση της Ρωσίας, όπου και βρισκόταν το 18ο και 19ο αιώνα, έως το 1954. Σ' ένα άλλο κομμάτι της χώρας (στις περιοχές του Ντονμπάς) διεξάγεται πόλεμος, ενώ έκρυθμη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η κατάσταση και σε άλλες περιοχές της ανατολικής, κεντρικής και νότιας Ουκρανίας.
Οι συμφωνίες του Μινσκ (μεταξύ των περιοχών του Ντονμπάς και της ουκρανικής κυβέρνησης), με την παρέμβαση των Προέδρων της Ρωσίας, της Γαλλίας και της καγκελαρίου της Γερμανίας, μέσω της «διπλωματικής ασάφειας», επιδίωκαν ένα συμβιβασμό των αντιμαχόμενων μερών. Η Ρωσία είχε περιγράψει με αρκετή σαφήνεια τι θα θεωρούσε «έντιμο συμβιβασμό». Σ' αυτόν περιλαμβανόταν ο σεβασμός από μέρους της ρωσικής πλευράς της νομιμότητας των σημερινών αρχών της Ουκρανίας, με τη διατήρηση της «εδαφικής ακεραιότητας» της Ουκρανίας (εξαιρώντας την Κριμαία), με παράλληλες δεσμεύσεις πως θα δοθούν στις περιοχές της Ουκρανίας μεγάλες εξουσίες αυτονόμησης από την κεντρική πολιτική (έως και ομοσπονδιοποίηση της χώρας) και ταυτόχρονα αυτή δεν θα ενταχθεί στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, ο νέος αντικομμουνιστικός νόμος, που προβλέπει καταστροφή σοβιετικών μνημείων, μετονομασίες πόλεων, ποινές φυλάκισης έως και 5 χρόνια για «κομμουνιστική προπαγάνδα» κ.ά. δείχνει τις πραγματικές προθέσεις αυτών που έχουν αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ουκρανίας. Δείχνει μια κατεύθυνση παραπέρα ρήξης κι αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Η στρατιωτική αναμέτρηση
Σήμερα, με βάση τις εκτιμήσεις των ουκρανικών αρχών, οι ένοπλες δυνάμεις της «Νεορωσίας», δηλαδή των αυτοαποκαλούμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, αριθμούν πάνω από 30 χιλιάδες ενόπλους, κι έχουν πλέον στην κατοχή τους και βαρέα όπλα. Αυτές τις μέρες, πάντα σύμφωνα με τις ουκρανικές «πηγές», η Ρωσία έχει συσσωρεύσει στα σύνορα αυτών των «Δημοκρατιών» μια σημαντική στρατιωτική δύναμη 50 χιλιάδων και 420 τεθωρακισμένων.
Από την άλλη, οι ουκρανικές δυνάμεις που συμμετέχουν στη λεγόμενη «αντιτρομοκρατική επιχείρηση» αριθμούν 50 χιλιάδες κι επίσης έχουν βαρύ οπλισμό, ενώ την ανάμειξή τους στην περιοχή έχουν κάνει οι ΗΠΑ, που έχουν αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση των ουκρανικών δυνάμεων, και το ΝΑΤΟ, που πραγματοποίησε στρατιωτικά γυμνάσια στη Μαύρη Θάλασσα και χερσαία (στη Λιθουανία), ενώ σχεδιάζει ανάλογα και στην Ουκρανία.
Η αντιπαράθεση, βέβαια, δεν διεξάγεται μόνο στην Ουκρανία, όπως δείχνουν η παραλίγο σύγκρουση ενός ρωσικού καταδιωκτικού κι ενός αμερικανικού κατασκοπευτικού αεροπλάνου στη Θάλασσα της Βαλτικής (πριν από μερικές μέρες), η καταγγελία των «διαστημικών δυνάμεων» της Ρωσίας πως μια «δύναμη» προχώρησε στη δημιουργία ομάδας δορυφόρων, με στόχο την κατασκοπεία των τηλεπικοινωνιών της Ρωσίας, καθώς και η ρωσική απόφαση για την παράδοση στο Ιράν των αντιπυραυλικών συστημάτων «S-300». Ούτε είναι μόνο στρατιωτική, όπως φαίνεται από τις προειδοποιήσεις του ρωσικού ενεργειακού μονοπωλίου της «Γκαζπρόμ», στις 13/4, που απευθυνόμενο στην ΕΕ ζήτησε να μην μπουν εμπόδια στην κατασκευή του νέου αγωγού, που προτίθεται να κατασκευάσει από τα νότια, παρακάμπτοντας την Ουκρανία.

TOP READ