9 Νοε 2019

Χιλή: 23 νεκροί, 2.500 τραυματίες, 9.000 υπό κράτηση …αλλά ο λαός παραμένει στους δρόμους

 



Τα άμεσα αιτήματα του κινήματος

Συνεχίζονται οι λαϊκές κινητοποιήσεις στη Χιλή, με τη νεολαία, την εργατική τάξη και τους συνταξιούχους να απορρίπτουν τα «ψίχουλα» που πετά στο τραπέζι η αντιδραστική κυβέρνηση του Σεμπάστιαν Πινιέρα.

Τη Δευτέρα και την Τρίτη η συσπείρωση 115 συνδικαλιστικών και κοινωνικών οργανώσεων, με την επωνυμία «Κοινωνική Ενότητα» (Unidad Social), πραγματοποίησε νέες συγκεντρώσεις και συζητήσεις σε όλη τη χώρα, και την Τρίτη συγκέντρωση έξω από το Κοινοβούλιο στην πρωτεύουσα Σαντιάγκο, καταδικάζοντας τη λεγόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης.

Η συγκεκριμένη συσπείρωση των συνδικαλιστικών και κοινωνικών οργανώσεων περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα συνδικάτα, την Ενωτική Συνομοσπονδία Εργατών Χιλής, τις Ομοσπονδίες Εργαζομένων στη Μεταλλευτική Βιομηχανία, στις Κατασκευές, στα λιμάνια, στην Υγεία, τις Συνταξιουχικές Ενώσεις, το Συνδικάτο Καλλιτεχνών, τις Ενώσεις Καθηγητών και Πανεπιστημιακών, τις Ενώσεις Φοιτητών και Μαθητών και άλλες οργανώσεις.

Ο εργαζόμενος λαός της Χιλής προβάλει το δικό του «μανιφέστο» ενάντια «στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και καλεί σε ουσιαστικές αλλαγές που δεν έγιναν εδώ και 30 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας του Πινοσέτ.

Τα άμεσα αιτήματα είναι: 

  • Νέο Σύνταγμα μέσω Συνταγματικής Συνέλευσης.
  • Σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τιμωρία όσων τα παραβιάζουν.
  • Ελάχιστος μισθός 500.000 πέσος για τους εργαζόμενους τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
  • Πλήρης αναγνώριση των συνδικαλιστικών ελευθεριών σε όλα τα επίπεδα, δικαίωμα στην απεργία και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
  • Ελάχιστη σύνταξη ισοδύναμη με τον ελάχιστο μισθό.
  • Βασικές ποιοτικές υπηρεσίες.
  • Δικαίωμα στις δημόσιες μεταφορές.
  • Μείωση του ωραρίου εργασίας.
  • Προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων στην Υγεία, στην Εκπαίδευση, στη στέγαση.

Οι ελιγμοί της αντιδραστικής κυβέρνησης

Με αυτά τα αιτήματα η Κοινωνική Ενότητα έδωσε την Τρίτη περιθώριο στον Πινιέρα και στην κυβέρνησή του να απαντήσουν σε 5 μέρες και γραπτά, προειδοποιώντας ότι θα κλιμακώσουν τον αγώνα με νέα γενική απεργία και άλλες μορφές πάλης.

Την Τετάρτη ο Πινιέρα υπέγραψε σχέδιο νόμου το οποίο προβλέπει κρατική επιδότηση για την αύξηση του κατώτερου μισθού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης στα 350.000 πέσος (426 ευρώ) μηνιαίως.  Το μέτρο, υπόκειται πάντως στην έγκριση του Κογκρέσου. Ο κατώτερος μισθός ανέρχεται σήμερα σε 301.000 πέσος (366 ευρώ) μηνιαίως.

Τα θύματα της κρατικής καταστολής

Ταυτόχρονα, οργανώσεις για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναφέρουν ότι οι νεκροί διαδηλωτές από πυρά της στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας (καραμπινιέροι) και του στρατού (που μετά από δυο βδομάδες κινητοποιήσεων η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει) φτάνουν τους 23, πάνω από 2.500 είναι οι τραυματίες, ενώ υπό κράτηση βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που σύμφωνα με τους εκπροσώπους των διαδηλωτών φτάνει μέχρι και τους 9.000 ανθρώπους.

Ταυτόχρονα πληθαίνουν καταγγελίες αλλά και τα στοιχεία για μαζικούς βασανισμούς διαδηλωτών. Ταυτόχρονα μια από βασικές προϋποθέσεις των διαδηλωτών για να υπάρξει διάλογος είναι να αφεθούν ελεύθεροι οι κρατούμενοι και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι των δολοφονιών και των βασανισμών.

Πηγή: ημεροδρόμος

ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ



Στην απολογία του ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλιολάκος  προσπαθεί να αποσείσει κάθε ευθύνη για τις εγκληματικές δράσεις της ναζιστικής οργάνωσης που η ψήφος των εκλογέων για επτά χρόνια, από το 2012, την έκανε μέρος του ελληνικού κοινοβουλίου. Για το μπάρμπεκιου με χοιρινό και αλκοόλ που οργανώνει η οργάνωση «ενωμένοι Μακεδόνες» έξω από το κέντρο φιλοξενίας στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, ένας από τους διοργανωτές ισχυρίζεται πως είναι τρόπος διαμαρτυρίας  για να αναδειχτεί ο υποβιβασμός και γκετοποίηση  της περιοχής, θεωρώντας πως οι ίδιοι είναι ανθρωπιστές και δημοκράτες. Η Ντόρα Μπακογιάννη διαφωνεί με την ενέργεια κι αρνείται πως μπορεί βουλευτής της Ν.Δ να υποστηρίζει «την έλλειψη ανθρωπιάς», ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη Γ. Κουμουτσάκος συμφωνώντας μαζί της χαρακτήρισε τις ενέργειες γραφικότητες.  
               Από τον Μιχαλιολάκο μέχρι το βουλευτή Κυρανάκη που κατηγορεί συγκεκριμένα συστήματα που «θέλουν να μου κολλήσουν την ταμπέλα του ρατσιστή, του ακροδεξιού», όλοι αποκηρύσσουν τη φασιστική ιδεολογία, χωρίς να έχουν πρόβλημα όμως να την αναβιώνουν με τις δράσεις τους.
               Ο κυνισμός της πολιτικής, που με την ψήφο των εκλογέων νομιμοποιείται,  επιτρέπει στον κυρίαρχο λόγο να μην εκφράζει ανοιχτά τους στόχους του, αλλά να χρησιμοποιεί μια πιο κωδικοποιημένη γλώσσα που να δικαιολογεί ακόμα και φασιστικές επιλογές, χωρίς όμως να φαίνεται πως  στρέφεται ενάντια στις βασικές αρχές της αστικής δημοκρατίας. Δεν έχει πρόβλημα να υιοθετεί ποικίλα στοιχεία, όπως τη φυλετική διάκριση, την πολιτική ταυτότητας, την υπεροχή και την αριστεία του  έθνους, τη μισαλλοδοξία έναντι άλλων εθνών καθώς και το ρατσισμό και τη ξενοφοβία. Βασίζεται στον κοινωνικό δαρβινισμό και ισχυρίζεται ότι τα έθνη και οι θρησκείες βρίσκονται σε συνεχή αγώνα μεταξύ τους. Χρησιμοποιεί τη συναισθηματική χειραγώγηση ακόμα και κατασκευασμένες ειδήσεις για να κατευθύνει την οργή  σε στόχους που δεν απειλούν τη βάση του καπιταλισμού. Ακόμα και το συνταγματικό πλαίσιο μιας χώρας αναμορφώνεται γι’ αυτό το σκοπό. Εξαλείφονται οι έλεγχοι και οι ισορροπίες, χειραγωγείται  η δικαστική εξουσία, καθοδηγούνται οι εκλογές, εξαπλώνεται η προπαγάνδα, παράγεται πληθώρα νόμων που γίνονται εργαλείο για απόκτηση και διατήρησης της εξουσίας χωρίς έλεγχο. 
               Απ’ αυτήν την άποψη η θέση της ΕΕ είναι αντιπροσωπευτική, γιατί στο λόγο της συγκεκριμενοποιείται ο κυνισμός και η υποκρισία της πολιτικής της. Από τη μια δεν παραλείπει να εκφράζει την οδύνη της σε κάθε ναυάγιο με πρόσφυγες, ενώ μεθοδεύει την κατάρρευση του δικού της  συστήματος δικαιοσύνης της για το άσυλο, με τους πολιτικούς της να μιλούν όλο και πιο συχνά γι’ αυτούς που αιτούν άσυλο ως μια επικίνδυνη ομάδα.
               Στην ίδια λογική και ο  λόγος της  Ντ. Μπακογιάννη, όπως και του Γ.  Κουμουτσάκου.  Οι δηλώσεις τους, ενδεδυμένες με ανθρωπιστικό περίβλημα που δεν συγκεκριμενοποιείται επί του πρακτέου και βέβαια  δεν απορρίπτει επί της ουσίας ενέργειες και λόγια ρατσιστικά βουλευτών του κόμματος που ανήκουν, είναι ενδεικτικές του κυρίαρχου λόγου που δεν εκφράζει ανοιχτά στόχους και προθέσεις. Κανείς από  τους πολιτικούς που ασκεί πολιτική αποκλεισμού δεν παραδέχεται ανοικτά πως αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ως υπανθρώπους ή ότι παραβιάζονται σ’ αυτούς τα περίφημα ανθρώπινα δικαιώματα που κόπτεται πως υπερασπίζεται. Τέλειο παράδειγμα κυνισμού και υποκρισίας της νομοθετημένης κυρίαρχης εξουσίας  είναι η αντιμετώπιση, συνήθως με ανοχή ή αδιαφορία και πιο σπάνια με φραστική αποδοκιμασία, αυτών που ωμά παραδέχονται και εφαρμόζουν πολιτικές χωρίς τα προσχήματα ανθρωπιάς της κυρίαρχης εξουσίας, την οποία όμως υπηρετούν, εισάγοντας στην καθημερινότητά μας την φυσικότητα του αποκλεισμού των προσφύγων.
               Επειδή η κτηνωδία του ναζισμού απονομιμοποίησε την επίκληση στο φασισμό, γι’ αυτό ακόμα κι όταν πολιτικές μοιάζει να έχουν την σφραγίδα του σπεύδουν οι εμπνευστές τους  να αρνηθούν κάθε σχέση μ’ αυτόν, ακόμα κι ο αρχηγός του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής. Κανένα λοιπόν από τα φασίζοντα κόμματα της  ακροδεξιάς ή ακόμα και συντηρητικά που ενσωματώνουν φασίζοντα στοιχεία, όπως η Ν.Δ, δεν τολμά τα εναντιωθεί στις αρχές ή τη ρητορική  της αστικής δημοκρατίας. Δεν παραλείπουν όμως μαζί με την καπιταλιστική κρίση και την πολιτική που στρέφεται ενάντια στους εργαζόμενους να εργάζονται σκληρά για να πείσουν για τον εσωτερικό εχθρό που υπονομεύει τον δημοκρατικό τρόπο ζωής μας. Η αναβάθμιση του Ισλαμ σε καθεστώς δημόσιου εχθρού της Δύσης  δεν ήταν αρκετός, αφού έμοιαζε αρκετά αφηρημένος για να φοβίσει επαρκώς και να συσπειρώσει, μειώνοντας και κατευθύνοντας σε άλλους στόχους τις αντιδράσεις για την καπιταλιστική επίθεση. Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος για να επαναφορτιστεί η διάκριση φίλου –εχθρού ήταν μια φυσικά ενσωματωμένη παρουσία στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Κι αυτός ήταν ο πρόσφυγας και μετανάστης.
               Ανησυχώντας λοιπόν για το φασισμό, το πραγματικό μάθημα από τη δεκαετία του 1930 είναι να εξετάσουμε τις συνθήκες που του έδωσαν ώθηση,  συγκρίνοντας με τις δικές μας. Στις μέρες μας, δεκαετίες ιμπεριαλιστικών πολέμων που δημιουργούν τους πρόσφυγες, γενικές πολιτικές οικονομικής λιτότητας που εξαθλιώνουν τους ντόπιους  λειαίνουν το έδαφος ώστε πρόθυμοι φασίστες, ευελπιστώντας σε διακρίσεις, να προωθούνται από ελίτ εξουσίας σε μια προσπάθεια να ελέγξουν αντιδράσεις. Η κυρίαρχη τάξη για να επιβάλλει την πολιτική προς όφελός της, έχει από καιρό καταλάβει πως αυτό μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματικά με ένα πλήρως υποκριτικά λαϊκιστικό πρόσχημα, αναμειγνύοντας σε μια μάζα τα πάντα: επέκταση της αγοράς σε όλους τους τομείς, σε συνδυασμό με την έξυπνη στοχοθετημένη ανακατανομή, με κοινωνικά προγράμματα που ανακατανέμουν την εξαθλίωση, όλα ένα συνονθύλευμα, μαζί με έκκληση για υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών αλλά και  εκφοβισμό με τη δαιμονοποίηση των ξένων.
               Κι ο καπιταλισμός καλά κρατεί.

TOP READ