Από τον αναγνώστη μας Άρη Ψωμά, λάβαμε και δημοσιεύσουμε το διήγημα που ακολουθεί:
Λοχαγός Valia Brazo
– Στέλλα…Ίσα που του ’βγαινε η φωνή. Καθηλωμένος τρεις μέρες στο κρεβάτι. Πέθαινε.
– Έρχομαι, μπαμπά μου. Ούτε μένα μου ΄βγαινε η φωνή.
Ο μπαμπάς μου, ο θεότρελος, ο τυχοδιώκτης, ο διαφορετικός, ο ψεύτης. Ψεύτης…Όχι κακοήθης. Το αντίθετο. Παραμυθάς και μυθοπλάστης. Και τώρα πέθαινε. Ξαπλωμένος στο κωλοκρέβατο. Και γω… Και γω κοίταζα σα χαζή, στριφογυρνούσα μες στο σπίτι, κουτουλούσα στους τοίχους. Ήθελα μόνο να ουρλιάζω.
«Όλα καλά», του είπε ο γιατρός.
«Όλα καλά», του είπα και γω.
«Πεθαίνω», απάντησε αυτός.
Μια φορά του ήρθε να πει την αλήθεια. Μια φορά. Για να πει: Πεθαίνω. Άλλο ήθελε να πει, βέβαια.
«Πεθαίνω ρε, κόφτε τις μαλακίες , αυτές είναι δικιά μου ειδικότις!!!»
– Στέλλα, ψιθύρισε.
– Εδώ είμαι, μπαμπά.
– Έλα, έχω μια τελευταία ιστορία να σου πω. Άκου, αγάπη μου, το ’68 που είχα μπαρκάρει…
Παραληρούσε. Τον έκοψα, βουρκωμένη.
– Ξεκουράσου, μπαμπά.
– Όχι, άκουσέ με!
Τα μάτια του έλαμπαν. Σαν να αντιστεκόταν μια τελευταία φορά. Πάντα μου έλεγε, η αντίσταση είναι η καταξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτό ήταν το μότο του. Με στόμφο βαρύγδουπο. Αχ, ρε μπαμπά.
– Το ’68 είχα μπαρκάρει. Πιάσαμε λιμάνι. Μπαρανγκουίλα. Δυο νύχτες θα μέναμε, δύσκολη περιοχή. Φάρμακα μεταφέραμε. Τόνους. Ούτε δυο ώρες δεν είχαμε αράξει, νύχτα πίσσα, όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί. Και θόρυβο, ποδοβολητά, φωνές. Σεισμός!
Μου έριξε μια κλεφτή ματιά, να δει αν προσέχω.
– Προσέχω, μπαμπά.
– Ήταν οι αντάρτες. FARC. Δεν ήταν πάνω από 11-12 άτομα. Επικεφαλής μια γυναίκα. Μας ακινητοποίησαν με προτεταμένα τα όπλα τους. Η γυναίκα έκανε ένα βήμα μπροστά.
Και συστήθηκε: Comissaria Doctora, Valia Brazo.
«Επιτάσσουμε το φορτίο σας. Πέντε από σας, θα μας βοηθήσετε στη μεταφορά. Θέλω πέντε εθελοντές. Τώραααα. Vamos, vamos»!!
Όλοι παγωμένοι. Μόνο εγώ χαμογελαστός. Έκανε ένα βήμα ακόμα μπροστά, σχεδόν κόλλησε το πρόσωπό της στο δικό μου και κάτι ρώτησε. Φυσικά, εγώ δεν καταλάβαινα γρι. Έσκυψα μάγκικα στον κολλητό μου δίπλα μου, τον Marco, ισπανόφωνος αυτός.
– Τι λέει, ρε;
– Ρωτάει γιατί γελάς… Θα μας πάρεις στο λαιμό σου, ρε.
– Πες της ότι γελάω, γιατί είναι πολύ όμορφη.
– Είσαι τρελός, ρε; Πες της το εσύ.
Και εννοείται, της το είπα.
«Miss Brazo, της λέω, δε φοβάμαι τα όπλα, δε φοβάμαι να πεθάνω, τώρα που είδα τέτοια όμορφα μάτια σαν τα δικά σου!!!»
– Μπαμπά, όλο χαζομάρες μου λες, του είπα γελώντας βουρκωμένη.
– Στο σταυρό που σου κάνω, απάντησε πονηρά.
Γελάσαμε μαζί. Τον έβλεπα να σβήνει.
– Και μετά, και μετά; Τον σκούντησα να συνεχίσει. Να μείνει λίγο ακόμα μαζί μου. Αυτός και τα ψέματά του…
– Μετά… Μετά μου έδειξε με το δάχτυλο το σήμα στο χακί καπέλο, το βιβλίο με τα σταυρωτά όπλα, το σύμβολο των FARC. Και μετά, το κόκκινο περιβραχιόνιο πάνω από το μανίκι στο λαδί αμπέχωνο.
«Νo miss. Comissaria. Comisssaria Brazo». Και μου φόρτωσε το πρώτο κιβώτιο.
Vamos, vamoooos!!
Στο δρόμο, μιλιά κανείς. Μόνο όταν φτάσαμε στον καταυλισμό, χωρίς να μας κοιτάξει, είπε:
«Όσοι θέλετε να φύγετε, φεύγετε. Όσοι θέλετε να μείνετε μαζί μας, μείνετε».
Τον κοίταξα σουφρώνοντας τα χείλια κοροϊδευτικά.
– Εγώ και ο Μarco μείναμε.
– Μπαμπά, αυτό το ψέμμα, δε μου το έχεις ξαναπεί. Και συ, γιατί έμεινες; Μήπως για τη λοχαγό Brazo;
– Έμεινα γιατί ήθελα να τη βλέπω. Να φοράω και γω το κόκκινο περιβραχιόνιο. Να πολεμάω μαζί της. Να αντιστέκομαι. Η αντίσταση είναι…
– …η καταξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εντάξει μπαμπά, το ξέρω.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Τα έκλεισα και εγώ, αποσβολωμένη. Ήταν τόσο τρελό, που θα μπορούσε να είναι αλήθεια.
– Μπαμπά; Ψιθύρισα.
– Εδώ είμαι…
– Μπαμπά, τι έγινε μετά;
– Ααα, ρουτίνα. Μάθημα ισπανικών, πολιτικής οικονομίας, λάντζα, όπλα και ο καθείς την ευθύνη του. Εγώ ήμουν υπεύθυνος για τα φάρμακα. Ο Μarco για το πολυβόλο.
– Και η λοχαγός Brazo;
– Η λοχαγός ήταν υπεύθυνη για όλους μας, είπε και γέλασε…
– Τι έγινε ρε μπαμπά με τη λοχαγό, εννοώ. Έλεος.
Τώρα με είχε φάει η περιέργεια. Δε θα τον άφηνα σε χλωρό κλαρί.
– Με τη λοχαγό, βρεθήκαμε τρεις μήνες μετά, δυο βράδια όλα κι όλα. Κάτι μπορούσα πια να καταλάβω, κάτι μπορούσα και να πω. Αν και δε χρειαζόντουσαν ούτε αυτά.
– Και τι είπατε;
– Το πρώτο βράδυ της είπα για τον πόλεμο, για το στρατόπεδο συγκέντρωσης, για τη φτώχεια και το κυνηγητό μετά. Κι αυτή μου είπε για τον πόλεμο εκεί, τη δική της φτώχεια και το δικό της κυνηγητό.
– Και το δεύτερο βράδυ;
– Το δεύτερο βράδυ της είπα ότι τη θέλω. Αλλά αυτή με κοίταξε και γέλασε. Νο importa, μου είπε. Δεν έχουν αυτά σημασία, δηλαδή. Άλλα είναι τα σημαντικά.
– Δηλαδή, ποια;
– Η αντίσταση, αγάπη μου. Γιατί η αντίσταση…
– …είναι η καταξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ναι, μπαμπά, το είπαμε.
Ξανάκλεισε τα μάτια. Πήρα τηλέφωνο τη μάνα. Δεν το σήκωσε. Μάλλον θα ήταν στο δρόμο. Αχ ρε μάνα, βιάσου, δε θα προλάβεις.
Βαριανάσαινε.
– Μπαμπά μου;
– Εδώ είμαι.
– Τι άλλο έγινε;
Γέλασε, μόνο με τα μάτια αυτή τη φορά.
– Το τελευταίο βράδυ ανταλλάξαμε φωτογραφίες με αφιερώσεις. Εγώ της έγραψα ότι θέλω να είμαι μαζί της…
– Αυτή… αυτή τι σου έγραψε;
– Μου έγραψε το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο.
– Τι;
– Κάτι στα ισπανικά, δεν έχει σημασία τώρα, δε θυμάμαι και καλά.
– Και;
– Το ξημέρωμα επιτέθηκε ο στρατός. Ο φίλος μου σκοτώθηκε. Εγώ τραυματίστηκα.
Μου έδειξε με το δάχτυλο, μια παλιά πληγή κάτω από τη δεξιά κλείδα, σαν από τραύμα σφαίρας.
– Έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησα, ήμουν στο ιατρείο ενός φορτηγού πλοίου.
Σταμάτησε να μιλάει. Τον έχανα. Που είσαι και συ, ρε μάνα. Πόσο μακριά είναι το νοσοκομείο σου…
– Μπαμπά μου, δε θέλω να σε χάσω. Τον πήρα μια τελευταία αγκαλιά.
– Δε θα με χάσεις… Όσο αντιστέκεσαι. Γιατί η αντίσταση είναι…
– …η καταξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας…
………………………………………………………………
Η κηδεία έγινε την επομένη. Φεύγοντας, έπιασα τη μάνα μου από το χέρι.
– Μαμά, ο μπαμπάς είχε ένα σημάδι κάτω από τη δεξιά κλείδα. Από τι ήταν, ξέρεις;
– Ααα , τόσα πράγματα έκανε ο μπαμπάς. Τόσες περιπέτειες. Τόσες δουλειές… Ίσως, ήταν σε κάποια από τις δουλειές του.
– Ναι, ίσως, είπα και χαμογέλασα πονηρά.
– Γιατί γελάς;
– Τίποτα, μαμά. Περιπετειώδης ο μπαμπάς ,έτσι; Πόσο κομπλικέ οι ζωές των ανθρώπων, ε; Ή μήπως παραμυθατζής;
Σαν να μη με κατάλαβε. Σαν να δυσφορούσε. Με κοίταξε στα μάτια.
– Άκου, Στέλλα, ο μπαμπάς σου άφησε αυτό.
Μου έδωσε έναν μεγάλο ταχυδρομικό φάκελο. Απ’ έξω έγραφε «για τη Στέλλα». Τον άνοιξα. Μέσα είχε ένα χαρτί και μια φωτογραφία. Διάβασα στο χαρτί τα γράμματα του:
«Μωρό μου, αυτή είναι η μόνη μου κληρονομιά. Το μόνο που μπόρεσα να σου αφήσω. Μην το προδώσεις ποτέ.» Έβγαλα τη φωτογραφία, είχε μια αφιέρωση στο πίσω μέρος. Τη γύρισα και την κοίταξα. Παλιά. Λίγο θολή. Και… Έμεινα άγαλμα… Άσπρισα…
Χακί καπέλο. Λαδί αμπέχωνο. Κόκκινο περιβραχιόνιο, όπλο στο χέρι. Και ο στρατιωτικός ιατρικός σάκος κρεμασμένος χιαστί στον ώμο. Πανέμορφη, μιγάδα, λαμπερά μάτια, μακριά μαλλιά. Μα… Κόπηκε η ανάσα μου… Αυτή είναι ίδια η….
– Μαμά, είπα με δάκρυα στα μάτια.
– Ναι, αγάπη μου.
– Ξέρεις ισπανικά;
– Γιατί ρωτάς, κοριτσάκι μου;
Κρατούσα σφιχτά τη φωτογραφία.
– Να, ο μπαμπάς μου άφησε μια φωτογραφία …Και κάτι γράφει στα ισπανικά από πίσω και… Με πιάσαν τα κλάματα. Η μάνα μου με πήρε αγκαλιά και με φίλησε στο κεφάλι.
– Δε χρειάζεται να ξέρεις ισπανικά, μωρό μου. Σε όλες τις γλώσσες, ίδιο είναι. Ξέρεις ήδη τι λέει.
– Τι λέει;
Με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο, χαμογέλασε και απάντησε.
– Η αντίσταση είναι η καταξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.