Αναμνήσεις για τον Άρη
Ρώτησαν λέει τον Πολάκη για το κάδρο με το Βελουχιώτη, αν ο Άρης θα
υπέγραφε ποτέ μνημόνια. Κι απάντησε το καμάρι τσι Κρήτης, πως κι ο Άρης
πρώτα υπέγραψε, κι ύστερα έκανε το αντάρτικο.
Βάστα μάνα και θα γίνει το μεγάλο πήδημα.Αφορμής δοθείσης, στο σημερινό κείμενο η κε του μπλοκ αντιγράφει από τις αναμνήσεις του εξόριστου Βασίλη Γιαννόγκωνα κάποια αποσπάσματα που είναι σχετικά με το Βελουχιώτη κι έχουν, σε κάθε περίπτωση, το δικό τους ενδιαφέρον, ακόμα κι όταν ξεφεύγουν λίγο σε κρίσεις, διατυπώσεις, ακόμα και στη θεματολογία.
Καταρχάς λίγα λόγια για το βιβλίο (εκδόσεις Δίφρος) και το συγγραφέα του, από το οπισθόφυλλο της έκδοσης.
Ο Βασίλης Γιαννόγκωνας, παππούς του ΚΚΕ, που πέρασε όλη τη ζωή στις εξορίες και στις φυλακές, έχει γράψει βιβλία-μαρτυρίες με τις αναμνήσεις του, που τα διακρίνει ο σεβασμός προς την ιστορική αλήθεια, η ρέουσα και με λογοτεχνικά χαρίσματα αφήγηση, η αντικειμενικότητα και η σωστή περιγραφή των γεγονότων.
Στο βιβλίο του "Γαύδος, Αναμνήσεις εξόριστου", πολύτιμη είναι η μαρτυρία για τη ζωή των εξορίστων σ' αυτό το νησί, στο οποίο είχε εξοριστεί το 1933 για ένα χρόνο με το ιδιώνυμο του Βενιζέλου.
Στην αρχή αναφέρει τους συνεξορίστους του, που είναι 18, όλοι στελέχη του ΚΚΕ και του συνδικαλιστικού κινήματος κι ανάμεσά τους ο Άρης Βελουχιώτης.
Αναφέρεται στην οργάνωση της ζωής τους στο νησί, στις σχέσεις τους με την αστυνομία και τον ελάχιστο ντόπιο πληθυσμό, στις εκλογές του 193, που για να ενισχύσουν το Κόμμα οικονομικά, στερηθήκανε επί μια εβδομάδα το βραδινό τους συσσίτιο, και τέλος στην επιστροφή του στον Πειραιά, όταν έληξε η εκτόπισή του.
Στο τέλος της μαρτυρίας του, ο Β. Γιαννόγκωνας, αναφέρεται στους συνεξορίστους του αλλά και σε στελέχη του ΚΚΕ.
Ακολουθούν τα ενδιαφέροντα αποσπάσματα, όπου τηρείται η ορθογραφία του πρωτότυπου.
ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ 1943
Ένα βράδυ που καθόμασταν στο πεζούλι έξω από το σπίτι μετά το συσσίτιο, κάναμε διάφορες συζητήσεις, για διάφορα θέματα, εσωτερικά, εξωτερικά, κι ακόμα λέγαμε αστεία, για να περνά η ώρα μας. Ήρθε και η συζήτηση γύρω από ένα συμβόλαιο που είχαμε κάνει, με την κυρά Ευτυχία ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου, όπου έλεγε θα μας παραχωρήσει το μέρος κι ό,τι υλικά μπορούσε και μεις θα το χτίζαμε με κόπο δικό μας και θα βάζαμε τα κουφώματα. Για δέκα χρόνια, να καθόμαστε δίχως να πληρώνομε ενοίκιο, έως το 1943. Μετά το 43 θα ήτανε δικό της και θα πληρώναμε ενοίκιο. Τα συμβόλαια τα είχε εγκρίνει και η Αστυνομία Γαύδου. Λέω λοιπόν εγώ! γιατί να κάνουμε συμβόλαια, για δέκα χρόνια και όχι για είκοσι μέχρι το 1953 να μην πληρώνουμε ενοίκιο";
-Είσαι κουτός μωρέ Γιαννόγκωνα- μου λέει ο Κλάρας- το 1943 θάχουμε την εξουσία στα χέρια μας. Τα φασιστικά καθεστώτα που εφαρμόζει η αστική τάξη δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό δυναμικό της, αλλά φοβερή αδυναμία της να κυβερνήση δημοκρατικά. Και τώρα μάλιστα, που στο ένα έκτο του κόσμου κυβερνάνε οι κομμουνιστές, στη Σοβιετική Ρωσία, γίνεται πιο δύσκολη η θέση της Αστικής τάξης στο να κυβερνά τους Λαούς. Και ανδρώνουν τα κινήματα στις καπιταλιστικές χώρες και στις αποικίες. Η Κίνα συγκλονίζεται, οι Ινδίες το ίδιο...
Και όμως στην Ευρώπη Γερμανία-Ναζισμός και Ιταλία φασισμός επεκράτησε και σε λίγο στη χώρα μας από τον Γιάννη Μεταξά με την Τετάρτη Αυγούστου του 1906. Τότε εμένα με πιάσανε (το Σεπτέμβρη) στον Πειραιά και με είχαν μαζί με τον Ζαχαριάδη στην Ασφάλεια Πειραιώς και σε ένα μήνα με στείλανε στον Άι Στράτη και στις 25 Μαρτίου 1937 στην Ακροναυπλία και τον Ζαχαριάδη στην Κέρκυρα που από κει έφυγε. Και να λοιπόν το 1943 η προοπτική τον Κλάρα επαλήθεψε με μαθηματική ακρίβεια. Αυτός ήτανε το 1943 αρχηγός του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης και εγώ δεύτερος καπετάνιος του εφεδρικού τάγματος του ΕΛΑΣ στα Ταμπούρια του έκτου συντάγματος Πεζικού του Πειραιώς. Στα βουνά ήταν το μόνιμο και στις πόλεις το εφεδρικό ΕΛΑΣ.
Από την Γαύδο που χωρίσαμε ούτε ξανανταμώσαμε πουθενά με τον Άρη. Τώρα πια περιμένω κι εγώ την πλήρωση του χρόνου ν' ανταμώσουμε στον άλλο παντοτεινό κόσμο, αν υπάρχει...
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΑΛΛΗΛΟΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΑΙ
Στο νησί υπάρχουν ολοχρονίς μερικές πέρδικες, κάτι αγριοκούνελα κι αγριοκάτσικα. Φυσικά οι νησιώτες όποιος έχει όπλο σκοτώνει και κανένα από δαύτα. Έτσι κι ο παπάς πότε-πότε κι αυτός έβγαινε κυνήγι και σκότωνε καμμιά πέρδικα. Επίσης είχε κι έναν ανεμόμυλο κι άλεθε όταν φύσαγε αεράκι το δικό του κριθάρι ο παπάς και συνάμα και των νησιωτών βέβαια, αλλά με πληρωμή. Ακόμα καμμιά φορά ο παπάς έσφαζε και καμμιά γκιόσα κατσίκα στέρφα και πουλούσε κρέας στους νησιώτες. Από αυτόν αγοράζαμε και μεις κι η αστυνομία. Ακόμα και κανένα γέρικο βόδι ή κανένα που χτύπαγε κι ήτανε ανίκανο για ζευγάρι στο χωράφι. Λοιπόν ένα βράδυ κει που καθόμασταν και που μόλις είχαμε αποφάει το λίγο και φτωχικό φαγάκι μας, βλέπουμε κι έρχεται ο παπάς και ήθελε ιδιαιτέρως να πη κάτι στον καπετάνιο γραμματέα της κολεχτίβας τον οποίον προσφωνούσαν καπετάνιο (σκέψου!) οι Γαυδιώτες. Τότες γραμματέας της κολεχτίβας ήτανε ο Θανάσης ο Κλάρας ή Μιζέριας, όπως είπα ο κατοπινά Άρης Βελουχιώτης. Πήγε λοιπόν ο Κλάρας και κάπου μισή ώρα συζητούσαν. Τέλος ο Θανάσης ήρθε και με κεντρισμένο ενδιαφέρον ζητούμε να μάθουμε τι ήθελε ο παπάς από τον "καπετάνιο". Αρχίζει να μας λέει ο Θανάσης τι τούπε ο παπάς. "Ο αστυνόμος του έχει κάνει τρεις μηνύσεις. Και του έχουν έρθει οι κλήσεις για δίκη στο πλημμέλημα Χανίων. Μια για παράνομη θήρα, δεύτερη για κατακρατήσεις σφαγείων και τρίτη για κατακράτηση φόρου επιτηδεύματος που άλεθε με τον ανεμόμυλό του το κριθάρι των Γαυδιωτών. Και οι τρεις μηνύσεις βαθμός πλημμελήματος, όπου θα πήγαινε ο παπάς στα Χανιά να δικαστή. Και για τον παπά ήτανε πρόβλημα και κυρίως οικονομικό μεγάλο να πάη στα Χανιά. Ήθελε πάνω από χίλιες δρχ έξοδα, εξόν αν τον καταδικάζανε κιόλας. Και ήτανε όλο σκασίλα ο παπάς. Και με το δίκιο του. Γι' αυτό λοιπόν ήρθε στην κολεχτίβα, να συμβουλευτή τον καπετάνιο, τι μπορεί να κάνη, κατά του αστυνόμου. Και μεις σ' αυτήν την περίπτωση τι μπορούσαμε να κάνουμε;
Δαίμονας, όπως ήταν ο Κλάρας, αμέσως είχε συλλάβει στην αντίληψή του, τι να πή στον παπά, να κάνη κατά του Αστυνόμου. Λοιπόν λέει ο Θανάσης ότι θα πη στον παπά να κάνη μήνυση, κατά του αστυνόμου περί μοιχείας, που είχε με τη σπιτονοικοκυρά μς, άνομες σχέσεις με την κυρά Ευτυχία. "Ξίστρα", αυτό το παρατσούκλι της είχε δώσει ο Θανάσης. Γιατί, κάθε Σάββατο ο αστυνόμος ερχότανε από το Καστρί στο Συρακίνικο ξυριζότανε, έκοβε τα μαλλιά του στον κουρέα της κολεχτίβας και ύστερα άμα σκοτίνιαζε, πήγαινε λίγο παραπάνω, που ήτανε το σπίτι της κι έμενε όλη τη νύχτα και το πρωί, τράβαγε για το Καστρί. Την πράξη του αυτή την έβλεπαν οι νησιώτες και τη σχολίαζαν ποικιλοτρόπως αλλά και τι μπορούσαν να κάνουν. Αφού το ήθελε κι αυτή. Άλλωστε καπετάνιος ήτανε αυτός, κυρ αστυνόμος, για την τάξη, για το νόμο, για την τιμήν των Ελλήνων. Η κυρά αυτή ήτανε παντρεμμένη μ' έναν τέως Χωροφύλακα που ήτανε στη Γαύδο. Η πατρίδα του κυρίου αυτού ήτανε από τη Χίο και αφού παντρεύτηκε στη Γαύδο έμεινε πια και είχε κάνει και παιδιά με την κυρά Ευτυχία ο Χιώτης τέως χωροφύλακας.
Ήτανε η γυναίκα τότες γύρω στα τριάντα τριανταπέντε, ψιλιά μελαχροινή, νόστιμη και λυγερόκορμη.
Φεύγει ο Θανάσης και πάει πιο πέρα, που τον περίμενε, με υπομονή και αγωνία ο παπάς, για να του πη ο Κλάρας τι μπορή να κάνη. Του λέει λοιπόν ο Κλάρας ότι αν θέλει μπορεί με τη σειρά του κι αυτός να του κάνη μήνυση του αστυνόμου, για τις άνομες σχέσεις του με την κυρά Ευτυχία. Ο παπάς επικρότησε τη γνώμη αυτή ακούοντας την από τον Κλάρα και τον παρακαλεί τώρα να τη γράψωμε εμείς τη μήνυση γιατί αυτός ήτανε αγράμματος. Αφού του την κάναμε την μήνυση και συμφωνούσε βέβαια ο παπάς τώρα θα την πήγαινε στον ενωμοτάρχη και θα του την έδωνε πια στα χέρια του, αυτοπροσώπως, όπως κι έγινε. Την άλλη μέρα βλέπουμε τον ενωμοτάρχη τσουπ, κι έρχεται στην κολεκτίβα και ζητούσε τον Κλάρα. Πήγε ο Κλάρας και πιο πέρα από το σπίτι κουβέντιαζαν πάνω από μία ώρα. Κι η κουβέντα τους βέβαια θα ήτανε για τις μηνύσεις. Ίσως για συμβιβασμό, μα τι συμβιβασμό που δεν χωρούσε, γιατί οι υποθέσεις, ήτανε δικαστηριακές του παπά.
Ο ενωμοτάρχης ήτανε σε ηλικία γύρω στα πενήντα. Κρητικός και παντρεμένος. Με πέντε κορίτσια. Στην ηλικία ένα χρόνο το ένα από το άλλο. Το μικρότερο ήτανε 15 χρονών. Ήθελε λίγους μήνες να συμπληρώση χρόνια συντάξιμα θα έπαιρνε κι ένα εφάπαξ γύρω στις πενήντα χιλ. δραχ. κι έτσι θα κατόρθωνε να τα αποκαταστήση, να τα προικίση. Αφού και τώρα στη Γαύδο έκανε αιματηρές οικονομίες κάνοντας και το σκατό του παξιμάδι και τάστελνε στην Κρήτη στην οικογένειά του.
Λοιπόν σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς του Κράτους της Βασιλ. Χωροφυλακής, όταν λέει και μια μέρα να είχε καταδικασθή από ποινικά δικαστήρια θα έχανε το εφάπαξ και θάπαιρνε μειωμένη σύνταξη. Φανταστήτε τώρα την τραγική θέση αυτού του ενωμοτάρχη. Ολόκληρη ζωή δούλεψε στη Β. Χωροφυλακή και του την έτρωγαν λάχανο. Κι όλα τα όνειρα για τις κόρες του και γενικά της οικογενείας του ήτανε καταστροφή. Γι' αυτό λοιπόν ο κύριος ενωμοτάρχης με τη "Δαμόκλειο σπάθα" πάνω από το κεφάλι του, την μήνυση που του έκανε ο παπάς, έβαλε προπέλα στον πισινό του κι ήρθε στην κολεχτίβα στους δεσμώτες του να βρη σωτηρία. Ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται. Βέβαια να πη κανείς την αλήθεια αυτό ήτανε μεγάλη σατανική έμπνευση του Θανάση και την χειροκροτούσαμε.
Τέλειωσε η εκτόπισή μου και ακόμα δεν έμαθα τι απόγινε η υπόθεση εκείνη.
ΣΥΝΕΞΟΡΙΣΤΟΙ
Ο Άρης Βελουχιώτης γεννήθηκε στη Λαμία σπούδασε γεωπόνος. Μετρίου αναστήματος λεπτός, άσπρο πρόσωπο, φρύδια μουστάκι μαύρα, σοβαρός. Το μπόι του λαμπάδα. Το βήμα του σταθερό. Ήτανε καλός κολυμπητής και το κολύμπι το είχε μάθει μικρός στον Σπερχειό ποταμό. Και όσοι μαθαίνουν μπάνιο σε γλυκό νερό είναι κατά πλειοψηφία καλοί κολυμπητές. Στο Συρακίνικο της Γαύδου κολυμπούσαμε μαζί και τον είδα που κολυμπούσε μαγκιόρα.
Συζητητής καλός. Η κουβέντα του, παρατηρούσες άμα κουβέντιαζες μαζί του λίγο προς το γρήγορο. Λίγο κάπως ανεπαίσθητο το ρο το πρόφερε ελαττωματικό. Αλλά πολύ λίγο.
Στην αμουδιά του Συρακίνικου κάθε βράδυ έκανα βόλτες μαζί του. Τον ακολουθούσε μια κοντόσωμη σκυλίτσα που είχαμε στην κολεχτίβα και την είχε ονομάσει "Ξύστρα". "Ξύστρα" της φώναζε και κείνη πήγαινε μαζί του στη βόλτα. Αυτός την τάιζε από το φαΐ του.
Έκανε και με άλλους βόλτα αλλά περισσότερες φορές μόνος του.
Είχε ένα συνήθειο, βέβαια όλοι μας το είχαμε, αλλά ο Θανάσης περισσότερο, να βγάζουμε αέρια. Από τα όσπρια που τρώγαμε, το νερό, το κλίμα τέλος όλο αέρια βγάζαμε. Ο Θανάσης εκεί που καθότανε κι έτρωγε στο τραπέζι μαζί με τους άλλους σήκωνε το κολομέρι του και δώστου το αέριο .Ευτυχώς που δεν βρωμούσανε. Το είχε παρακάνει. Αφού το φέραμε και στον πυρήνα θέμα το κλάσιμο κατά την ώρα του φαγιού. Το γέλιο του σπάνιο στα χείλια του. Είχε μου φαίνεται χρυσό δόντι και κάποιο σπασμένο. ήτανε ζόρικος και το φόβο δεν το λογάριαζε.
Μια φορά στο Μπογιάτι είχα πάει στη γαλαρία να δω πού κάνανε και δεύτερη, γιατί τώρα είναι διπλή, βραδάκι ήτανε που κατέβαινα από το χτήμα μου στη γραμμή του τραίνου και βρίσκω έναν που φύλαγε το υλικό. Τον χαιρέτησα, αρχίσαμε την κουβέντα, τον ρώτησα από ποιο μέρος είναι και μου λέει από τη Λαμία. "Α, του λέω από το μέρος που ήτανε κι ο Βελουχιώτης". "Ναι" μου λέει και μου εξιστορεί: Τον καιρό του θέρους είπανε στο σπίτι του στο Θανάση να πάη να πάρη καμμιά εικοσαριά θεριστάδες από το παζάρι και να πάη να κάνη αρχή στο θέρος.
Ο Θανάσης πήγε στο παζάρι και λέει: "Παιδιά θέλω καμμιά εικοσαριά από σας να πάμε να θερίσουμε". Πήγανε κοντά του, πήρε είκοσι και πριν ξεκινήσουν τους λέει: "Ακούτε παιδιά, το μεροκάματο έχει σαράντα δρχ. εγώ θα σας δώσω εξήντα τι λέτε, είστε σύμφωνοι;" Μπορούσαν να μην είναι σύμφωνοι!
Στο μεταξύ πήγανε άλλοι Λαμιώτες και έκαναν παράπονο και διαμαρτυρία στο Θανάση, γιατί έδωσε εξήντα δρχ. μεροκάματο.
Τους έκανε πέρα και τους λέει: "Έτσι μ' αρέσει εμένανε".
Αυτό μαθεύτηκε φαρδειά πλατειά στην Λαμία.
Και όταν ο Θανάσης αποφάσισε ν' ανέβη στο βουνό να βγη αντάρτης να χτυπήση τους κατακτητές και φώναξε παιδιά της Λαμίας να πάνε κοντά του, όλη η νεολαία ήθελε να βγη στο βουνό μαζί με το Θανάση. Αυτά μου διηγήθηκε ο φύλακας της ΣΕΚ στη γαλαρία του Μπογιατιού, για το Θανάση Κλάρα. Λυπάμαι πολύ που δε ζήτησα το όνομα του φύλακα να το αναφέρω εδώ στα γραφτά μου.
Ο Θανάσης Κλάρας στον καιρό της Τετάρτης Αυγούστου ήτανε στην Κέρκυρα φυλακή.
(...)
Ο Θανάσης ο Κλάρας έφυγε από την Κέρκυρα με δήλωση. Το αιτιολογικό κατά τον Κλάρα ήτανε, γιατί ο Μανωλέας είχε κάνει δήλωση αφού επί καπιταλισμού είδε οφίτσια. Επίσης γιατί είχε κάνει ο Σκλάβαινας αρχηγός κοινοβουλευτικής ομάδας κι ο Νεφελούδης Γενικός γραμματέας του ΚΚΕ.
Κι όπως έπαιζε το κομπολογάκι του πήγε στην κυκλίδα και λέει στο φύλακα: άνοιξέ μου θα κάνη δήλωση. "Εγώ λέει ο Θανάσης προχθεσινό παιδί μπήκα στο κίνημα, έγινα υπεύθυνος του Ριζοσπάστη και μου κόψαν τα χρόνια του Χριστού στη φυλακή κι ο Σκλάβαινας, Μανωλέας πολλοί σύντροφοι και με οφίτσια έφυγαν κι εγώ θα κάτσω;
Στην Κατοχή όπως ξέρουμε έγραψε ιστορία.
Μπόνους ένα άσχετο απόσπασμα από την ίδια ενότητα για το Γιάννη Σιδέρη, που έχει το δικό του ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Γιατρός, άντρας της ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου. Στην Κέρκυρα έκανε δήλωση και στο Μεταγωγών αντιδήλωση και τον έστειλαν στην Ακροναυπλία. Από την Ακροναυπλία το Δεκέμβριο του 1941 μας πήραν διακόσους οι Ιταλοί μαζί και τον Γιάννη και μας πήγαν στην Κατούνα της Αιτωλοακαρνανίας. ΕΚεί πέθανε και τον ταφιάσαμε στο νεκροταφείο της Κατούνας. Όταν πέθανε είχε έρθει επισκεπτήριο η μάννα του Θανάση Βοσνάκη η κυρά Σίρμα, τώρα μακαρίτα και όπως τον είχαμε στην είσοδο της φυλακης και τον έκλεγαν η μάννα του Ηλία Λιαπάκη κρατουμένου στην Ακροναυπλία μαζί με άλλες δυο Κατουνιώτισσες μπαίνει μέσα η κυρά Σίρμα και όπως τον είδε στην κάσα φωνάζει. "Γιάννη μου Γιάννη σ' έφαγαν οι φασίστες". Ευτυχώς που δεν την άκουσα οι φασίστες να είχαμε καμμιά περιπέτεια. Μας επέτρεψαν και πήγαμε και τον ταφιάσαμε, κρατούμενοι συνοδεία. Εγώ, ο Λυκούρης, ο Κάλφας, τους άλλους δεν θυμάμαι τα ονόματά τους και στο δρόμο που τον περνούσαμε όλη η Νεολαία της Κατούνας κρατούσε από μια παπαρούνα κόκκινη. Οι Ιταλοί ρώτησαν, γιατί κρατάνε παπαρούνα και τους είπανε ότι το έχουνε έθιμον. Και σύμπτωση σε λίγες μέρες πέθανε μια κατουνιώτισσα και κρατούσαν σ' αυτήν παπαρούνες! Να δικαιολογήσουν την κατάσταση.
Όταν έκανε δήλωση η γυναίκα του η Ηλέκτρα, του είπε "Γιάννη μου, εγώ θα σε θεωρώ άντρα μου, θα σε αγαπώ, θα σ' εχτιμώ, μόνο κοίταξε να μην γλυστρήσης παρακάτω". Όταν τον μπάζαμε μέσα στην μάντρα του νεκροταφείου η πόρτα ήτανε στενή και δεν χωρούσαμε και οι τέσσαρες να περάσουμε μέσα, έπιασα εγώ την κάσα από το κεφάλι κι ο Κάλφας από τα πόδια, προχωρώντας εγώ ε τον κώλο, μόλις πέρασα την πόρτα σπάει ο πάτος της κάσας και μας έμεινε η κάσα στα χέρια δίχως τον νεκρόν. Είπαμε κακός οιωνός αυτός. Πήραμε την κάσα, την πήγαμε στο λάκκο, καρφώσαμε τον πάτο και βάλαμε τον νεκρό στα λάκκο. Κι ο Γιάννης έμεινε παντοτεινά στην Κατούνα. Έπασχε από φυματίωση.