Το
λεγόμενο «θετικό» πακέτο μέτρων που τάχα απομένουν να υλοποιήσει για
την επόμενη περίοδο, επιχειρεί να προβάλει σε αυτήν τη φάση η κυβέρνηση,
ενώ παράλληλα διανθίζει και εξωραΐζει την αντιλαϊκή πολιτική με τις
κάλπικες διακηρύξεις περί «μεταμνημονιακής εποχής» με περισσότερες
«δυνατότητες» για τη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων, που έρχονται ως
αποτέλεσμα των ρυθμών οικονομικής ανάκαμψης.
Πρόκειται για μια
ακόμα απάτη ολκής, από αυτές στις οποίες ειδικεύεται η κυβέρνηση. Το
πακέτο των μέτρων αυτών όχι μόνο δεν κλείνει τις πληγές των μνημονίων,
αλλά ούτε καν ανακόπτει έστω το παραπέρα άνοιγμα αυτών των πληγών, που
ανοίγει έτσι κι αλλιώς από χίλιες μεριές η υπόλοιπη αντιλαϊκή πολιτική
της κυβέρνησης.
Δεν είναι παρά η επιστροφή ενός ελάχιστου μέρους
από την τεράστια ληστεία σε βάρος του ελληνικού λαού, που συνεχίζεται
και κλιμακώνεται, και βέβαια ακόμα κι αυτά δεν θα δίνονταν αν δεν
υπήρχαν οι αγώνες του εργατικού - λαϊκού κινήματος, αν δεν υπήρχε η
καθοριστική συμβολή και η πίεση του ΚΚΕ.
Μάλιστα, η κυβέρνηση, που
καλλιεργεί παραπέρα τη μείωση των απαιτήσεων, την αντίληψη ότι δήθεν
δεν μπορεί να γίνει «τίποτα καλύτερο» από αυτά τα ψίχουλα, συνδέει ακόμα
και αυτά με τη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής, τους απαράβατους
όρους για τα «πρωτογενή πλεονάσματα», την παραπέρα κλιμάκωση των
αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, την τόνωση της «ανταγωνιστικότητας» των
εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων. Στη στρατηγική αυτή εντάσσονται και
υπηρετούν τα λεγόμενα «θετικά μέτρα» που διαφημίζει, που βέβαια
αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όχι το αντίβαρο, αλλά το
συμπλήρωμα της υπόλοιπης αντιλαϊκής πολιτικής της.
Κοροϊδία οι εξαγγελίες για αύξηση του κατώτατου μισθού
«Εμβληματική»
τέτοια απάτη είναι τα κυβερνητικά λεγόμενα περί αύξησης του κατώτατου
μισθού, που δεν είναι παρά η εφαρμογή του αισχρού μνημονιακού νόμου
Βρούτση - Αχτσιόγλου, που απαγορεύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και
καθορίζει τον κατώτατο μισθό με κυβερνητική απόφαση και με βάση πάντα
την «ανταγωνιστικότητα» του κεφαλαίου.
Σε αυτό το φόντο, η
κυβέρνηση κάνει λόγο για «αυξήσεις» της τάξης του 5% με 10%, ενώ σε κάθε
περίπτωση η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προμνημονιακά επίπεδα
έχει το απόλυτο «απαγορευτικό». Ολα αυτά την ώρα που ο κατώτατος μισθός
από
745,9 ευρώ που ήταν το 2011, συρρικνώθηκε σήμερα στα
586,07 ευρώ, με την κατρακύλα να φτάνει στο
21,4%
και βέβαια πρόκειται για τον ονομαστικό μισθό, που δεν περιλαμβάνει την
αφαίμαξη εισοδήματος από την ένταση της φοροληστείας και τις άλλες
παρεμβάσεις.
Την ίδια ώρα, οι όποιες αυξήσεις - ψίχουλα δουν στο
εισόδημά τους οι εργαζόμενοι θα εξανεμιστούν κυριολεκτικά την άλλη
στιγμή από τα υπόλοιπα αντιλαϊκά μέτρα και την ένταση της φοροληστείας.
Επόμενος σταθμός της επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα είναι το
2020, μέσω της νέας μείωσης του
αφορολόγητου ορίου, που προβλέπει τη φορολόγηση ακόμα και εισοδημάτων πάνω από περίπου
420 ευρώ, καταληστεύοντας δηλαδή ακόμη και αυτόν τον κατώτατο μισθό μαζί με τις όποιες «αυξήσεις».
Για την ώρα, τα «έργα και οι ημέρες» της σημερινής κυβέρνησης, που πρωτοεφαρμόστηκαν το
2016,
περιέλαβαν μεταξύ άλλων τη μείωση του αφορολόγητου ορίου για μισθωτούς -
συνταξιούχους, την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ (24% από 23%) και μάλιστα
σε συνδυασμό με τις μετατάξεις εμπορευμάτων μαζικής κατανάλωσης στον
υψηλό συντελεστή και μια σειρά από άλλες αντιλαϊκές παρεμβάσεις στο
μέτωπο της φοροληστείας.
Σύμφωνα με έκθεση για την «απασχόληση» της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου 2019 «το πραγματικό κατά κεφαλήν
διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών» στην Ελλάδα διαμορφώνεται σήμερα στο
69% αυτού που υπήρχε στο έτος 2008, δηλαδή, σε μέσα επίπεδα, έχει
συρρικνωθεί σε ποσοστό 31%.
Την ίδια ώρα, η αντικατάσταση του αίσχους του
υποκατώτατου μισθού
αντισταθμίζεται και με το παραπάνω από το νέο αίσχος, το κυβερνητικό
«δώρο» των ασφαλιστικών εισφορών των νέων εργαζομένων στην εργοδοσία,
και βέβαια συνολικά από τη ζούγκλα των δεκάδων μορφών ελαστικής
απασχόλησης, της απογείωσης της «ευελιξίας» για το σύνολο των
εργαζομένων.
Απογείωση του εμπαιγμού η «προστασία» της πρώτης κατοικίας
Απογειώνοντας
τον εμπαιγμό, η κυβέρνηση, την ώρα που από κοινού με τους τραπεζίτες
«τελειώνει» την όποια τυπική προστασία είχε απομείνει στην πρώτη
κατοικία και καταστρώνει σχέδιο δεκάδων χιλιάδων πλειστηριασμών για τη
μείωση των «κόκκινων» δανείων, διαφημίζει το «νέο πλαίσιο προστασίας»,
όπως το αποκαλεί, που καταρτίζει και που έγκειται σε «παρεμβάσεις» όπως η
ενεργοποίηση της νομοθετικής ρύθμισης για την κρατική
επιδότηση στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας.
Μέτρο που στην πραγματικότητα διευκολύνει τις τράπεζες να βάλουν στο
«χέρι» τις απαιτήσεις τους από τα στεγαστικά δάνεια, ενώ σφίγγει και τη
θηλιά των εκβιασμών στα λαϊκά νοικοκυριά.
Εξάλλου, σύμφωνα με πληροφορίες, τα όρια «προστασίας» στην πρώτη κατοικία θα συρρικνωθούν τόσο σε ό,τι αφορά τις
εμπορικές τιμές όσο και το ύψος του
ετήσιου εισοδήματος των λαϊκών νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το
μέσο σημερινό υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων που χορηγήθηκαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης (2008), διαμορφώνεται στο εύρος των
80.000 ευρώ, επίπεδο το οποίο συζητείται και ως (υποτιθέμενο) νέο όριο εκκίνησης προστασίας.
Αποκαλυπτική
είναι η ήδη υπάρχουσα νομοθετική ρύθμιση της σημερινής κυβέρνησης
σχετικά με τους όρους για τη χορήγηση της επιδότησης.
Τα πλέον οικονομικά αδύναμα λαϊκά νοικοκυριά υποχρεώνονται στην καταβολή
ελάχιστης δόσης στις τράπεζες στο
5% του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος μέχρι
8.000 ευρώ και
10%
πάνω από τα 8.000 ευρώ. Η καταβολή της δόσης αποτελεί μάλιστα όρο και
προϋπόθεση προκειμένου να χορηγηθεί η ενίσχυση του Δημοσίου, η οποία
μάλιστα διακόπτεται σε περίπτωση «καθυστέρησης», που υπερβαίνει την αξία
τριών μηνιαίων δόσεων.
Παράλληλα, η ρύθμιση για τον
«εξωδικαστικό συμβιβασμό»
για τα επιχειρηματικά χρέη προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία)
όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα σχετίζεται με την προσπάθεια για το
«ξεσκαρτάρισμα» του μεγάλου όγκου των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η
ένταξη στην εν λόγω ρύθμιση «διευκόλυνσης» αφορά επιχειρήσεις
προβληματικές αλλά και ταυτόχρονα όσες χαρακτηρίζονται «βιώσιμες».
Μάλιστα, ως πρόσθετη δικλίδα ασφαλείας προβλέπεται η ύπαρξη τουλάχιστον
μιας κερδοφόρας χρήσης στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, γεγονός
βέβαια που αποβάλλει ευθύς εξαρχής τη συντριπτικά μεγαλύτερη μάζα από
τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
«Διευκολύνσεις» για χαράτσια
Στο
τραπέζι βρίσκεται και πρόταση για την επιμήκυνση των δόσεων σε ό,τι
αφορά τις ληξιπρόθεσμες «οφειλές» λαϊκών νοικοκυριών προς τον
φοροεισπρακτικό μηχανισμό, με στόχο βέβαια να βάλουν στο χέρι τη μάζα
των αντιλαϊκών φόρων και χαρατσιών.
Ολα τα αντίστοιχα μέτρα και
ρυθμίσεις που ανά καιρούς παρουσιάστηκαν «μετά βαΐων και κλάδων»,
επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για μια τρύπα στο νερό, όσο η φοροληστεία σε
βάρος του λαού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Τα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους για τα «έργα και τις ημέρες» της σημερινής κυβέρνησης:
-- Ο αριθμός των οφειλετών «υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης» κλιμακώθηκε από
695.074 στο τέλος 2015 σε 830.056 το 2016, 1.050.077 το 2017, φτάνοντας σε
1.155.649 με βάση τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.
-- Οι οφειλέτες «υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης» φτάνουν σήμερα στο
64,53% του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλετών από
44,8% στο τέλος Δεκέμβρη 2015.
-- Οι
«οφειλέτες στους οποίους δύναται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης», δηλαδή βρίσκονται στο «παρά 5» της επιβολής τους, φτάνουν τα 1,79 εκατομμύρια!
Εξίσου
αποκαλυπτικά είναι και πρόσφατα στοιχεία αναφορικά με την ταξινόμηση
των οφειλετών που βρίσκονται στις σχετικές λίστες, ανάλογα με το ύψος
της εμφανιζόμενης οφειλής. Περίπου
3,6 εκατομμύρια χρωστούν ποσά από 1 μέχρι 10.000 ευρώ, έναντι 240.700 με ποσά από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ και περίπου 42.000 για ποσά πάνω από 100.000 ευρώ.
Βαρέλι χωρίς πάτο η περικοπή κονδυλίων για κοινωνικές ανάγκες
Παραπέρα
η κυβέρνηση έρχεται να προκαλέσει, παρουσιάζοντας τα κάθε μορφής εφάπαξ
«κοινωνικά μερίσματα» αναφορικά με τη διαχείριση φαινομένων φτώχειας,
που αποτελούν «γέννημα - θρέμμα» της εφαρμοζόμενης πολιτικής, ως
ενδεικτικά του φιλολαϊκού της προσανατολισμού.
Τα εφάπαξ ψίχουλα
για τους πιο εξαθλιωμένους, την ώρα που η κυβέρνηση δίνει μόνιμα
προνόμια, φοροαπαλλαγές και εισφοροαπαλλαγές, «διευκολύνσεις» και ζεστό
χρήμα στους επιχειρηματικούς ομίλους, πάνε χέρι - χέρι με την περικοπή
σε μόνιμη βάση κονδυλίων ακόμα και για στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες, όσο
και με την απογείωση της φοροληστείας του λαού.
Σύμφωνα με τα
τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, οι περικοπές των κρατικών κονδυλίων που
ξεδίπλωσε η σημερινή κυβέρνηση για την περίοδο μέχρι και το 2017,
φτάνουν στο αστρονομικό ύψος των
9,5 δισ. ευρώ, με αντίστοιχες
«εξοικονομήσεις» σε ετήσια βάση,
ενώ στα ποσά αυτά θα προστεθούν τόσο τα αντιλαϊκά μέτρα του 2018, όσο
και αυτά που έρχονται για το 2019, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού,
αλλά και για τα επόμενα χρόνια, στη ρότα της υπεραπόδοσης των στόχων για
τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σε ό,τι αφορά τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης, ως αποτέλεσμα της εντεινόμενης φοροληστείας απέναντι στο λαό,
μεταξύ 2015 - 2017 καταγράφεται διόγκωση ύψους 1,77 δισ. ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, η «σούμα» (καρατόμηση κοινωνικών κονδυλίων, ενίσχυση της φοροληστείας) ξεπερνά τα
11 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, χωρίς σε αυτά να υπολογίζεται η «απόδοση» των αντιλαϊκών μέτρων για το 2018 και για τη συνέχεια.
Απέναντι σε όλα αυτά, ως... «αντίμετρο» για το 2018 διατέθηκε
«μέρισμα» 710 εκατ.
με τη μορφή «εφάπαξ» βοηθήματος σε κατηγορίες φτωχών λαϊκών στρωμάτων,
κι αυτά με το «κοσκίνισμα» των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων.
Χαρακτηριστική,
εξάλλου, περίπτωση για το τι σημαίνει η λογική του Χότζα που καλλιεργεί
η κυβέρνηση, του «δέκα σου παίρνω, ένα σου δίνω», είναι μεταξύ πολλών
άλλων η περίπτωση του
«επιδόματος θέρμανσης». Πριν από την
«εξίσωση» των ειδικών φόρων στα καύσιμα, που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο του
πρώτου μνημονίου (2011), ο ειδικός φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης
βρισκόταν στα
21 ευρώ το χιλιόλιτρο, ενώ σήμερα με τη συμβολή
όλων των κυβερνήσεων της περιόδου, φτάνει στα 280 ευρώ, με τις
ανατιμήσεις να φτάνουν δηλαδή στα
259 ευρώ στο χιλιόλιτρο! Δήθεν
ως «αντάλλαγμα» δίνονται τα ψίχουλα του «επιδόματος θέρμανσης» μόνο για
ένα ορισμένο τμήμα του λαού και βέβαια μόνο για ένα ελάχιστο μέρος από
τα κλοπιμαία. Και την ίδια ώρα, η κυβέρνηση έχει να επιδείξει σημαντικό
έργο ακόμη και στην περικοπή αυτού του πενιχρού επιδόματος, από
210 εκατ. αρχικά, στα
111 εκατ. στον κρατικό προϋπολογισμό του 2017, με περαιτέρω σύνθλιψη στα
44 εκατ. το 2018.