Ιστορίες από την Ιταλία
Ιστορία 13η
Γρηγοριάδης Κώστας
Τη μέρα που συνέβηκε αυτό, φύσαγε σιρόκος, ο νοτισμένος αέρας της Αφρικής, κακός άνεμος! Ερεθίζει τα νεύρα, φέρνει κακή διάθεση, να γιατί οι δυο αγωγιάτες, ο Τζουζέπε Τσιρότα και ο Λουίτζι Μέτα, καυγαδίσανε. Ο καυγάς ξέσπασε ξαφνικά, κανένας δεν κατάλαβε ποιος τον ξεκίνησε πρώτος, οι άνθρωποι είδανε μόνο τον Λουίτζι να χιμάει στον Τζουζέπε προσπαθώντας να τον αρπάξει από το σβέρκο και κείνος, μαζεύοντας το κεφάλι στους ώμους και κρύβοντας το χοντρό κόκκινο λαιμό του, να τινάζει τις μαύρες βαριές γροθιές του.
Τους χωρίσανε αμέσως και τους ρωτήσανε:
-- Τι πάθατε;
Μαύρος από το θυμό ο Λουίτζι, φώναξε:
-- Ας επαναλάβει μπροστά σε όλους, αυτός ο ταύρος, ό,τι είπε για τη γυναίκα μου!
Ο Τσιρότα δοκίμασε να το στρίψει, έκρυψε τα ματάκια του, με μια περιφρονητική γκριμάτσα, και κουνώντας το στρογγυλό μαύρο του κεφάλι, αρνήθηκε να ξαναπεί την προσβολή. Ο Μέτα φώναξε τώρα δυνατά:
-- Είπε πως γνώρισε τη γλύκα από τα χάδια της γυναίκας μου!
-- Αχά! κάνανε οι άλλοι. Αυτό δεν είναι αστείο, αυτό είναι σοβαρό. Σύχασε, Λουίτζι! Είσαι ξενομερίτης, μα η γυναίκα σου είναι δικιά μας, τη γνωρίζουμε όλοι μας από παιδί και αν εσύ έχεις αδικηθεί, το λάθος της πέφτει πάνω σε όλους μας, έννοια σου, θα 'μαστε δίκαιοι!
Γυρίσανε κατά τον Τσιρότα.
-- Το 'πες αυτό;
-- Ναι, το 'πα, ομολόγησε.
-- Και είναι αλήθεια;
-- Με ξέρει κανείς να λέω ψέματα;
Ο Τσιρότα ήταν τίμιος άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης, η υπόθεση έπαιρνε άσκημο δρόμο, οι άνθρωποι απόμεναν σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Ο Λουίτζι πήγε σπίτι και είπε στην Κοντσέτα:
-- Εγώ φεύγω! Δε θέλω να σε ξέρω, εξόν κι αν αποδείξεις πως τα λόγια αυτουνού του αλιτήριου είναι αβανιές.
Αυτή, φυσικά, έκλαψε, μα τα δάκρυα δεν αποδείχνουνε τίποτα. Ο Λουίτζι την παράτησε κι εκείνη απόμεινε μονάχη, με παιδί στην αγκαλιά, δίχως ψωμί και λεφτά.
Τότε μπήκανε στη μέση οι γυναίκες, πρώτη απ' όλες η Κατερίνα, η μανάβισσα, μια πονηρή αλεπού, που είναι, ξέρετε, σαν παλιό σακί γεμάτο κρέας και κόκαλα, δω και κει στραπατσαρισμένο.
-- Σινιόροι, είπε, ακούσατε όλοι σας πως αυτό θίγει την τιμή όλων μας. Δεν είναι παιχνιδάκι στη νύχτα με το φεγγαράκι. Εδώ κινδυνεύει η τύχη δυο μανάδων. Πώς; Εγώ παίρνω την Κοντσέτα σπίτι μου, θα μείνει μαζί μου ώσπου να βρούμε την αλήθεια. Ετσι κι έγινε. Υστερα η Κατερίνα και μια άλλη γριά στρίγκλα, η Λουτσία, που η φωνή της ακούγεται τρία μίλια μακριά, παραλάβανε το φτωχό Τζουζέπε: Τον καλέσανε κοντά τους κι αρχινήσανε να πασπατεύουν την ψυχή του σα να 'τανε κανένα παλιοκούρελο.
-- Ε, λεβέντη, για πες μας, έσμιξες πολλές φορές με την Κοντσέτα;
Ο χοντρός Τζουζέπε φούσκωσε τα μαγουλά του, συλλογίστηκε και είπε:
-- Μια φορά!
-- Αυτό μπορούσες να μας το πεις και δίχως τόση συλλογή, είπε η Λουτσία, σα να μονολογούσε.
-- Και έγινε τούτο, τη νύχτα, το βράδυ για το πρωί; ρώτησε η Κατερίνα σα να 'τανε δικαστής.
Ο Τζουζέπε δίχως να πολυσκεφτεί διάλεξε το βράδυ.
-- Είχε ακόμα φως;
-- Ναι, αποκρίθηκε ο αχμάκης.
-- Ετσι, παναπεί, το είδες το κορμί της;
-- Αμ, πώς!
-- Πες μας, το λοιπόν, πώς είναι!
Εδώ Ο Τζουζέπε κατάλαβε πού τον σπρώχνανε οι ερωτήσεις κι άνοιξε το στόμα του σαν σπουργίτης που πνίγεται μ' ένα κουκκί κριθάρι. Κατάλαβε κι άρχισε να μουρμουρίζει τόσο θυμωμένος που οι αυτάρες του μπλαβίσανε από το αίμα.
-- Τι θέλετε να σας πω; έκανε, μπας και την εξέτασα σαν γιατρός;
-- Τρως τον καρπό και δεν τον αποθαυμάζεις; ρώτησε η Λουτσία. Ομως δε γίνεται να μην παρατήρησες κατιτί το ιδιαίτερο στην Κοντσίτα, του κάνει και γελώντας του κλείνει το μάτι.
-- Ολα γινήκανε τόσο γρήγορα, είπε ο Τζουζέπε, αλήθεια, δεν πρόσεξα τίποτα.
-- Παναπεί πως δεν την άγγιξες! είπε η Κατερίνα, μια καλόκαρδη γερόντισσα, που άμα θέλει όμως γίνεται βράχος.
Κοντολογίς, τον μπέρδεψαν τόσο, που στο τέλος, ο λεβέντης μας έσκυψε την γκλάβα του και ομολόγησε:
-- Δεν έγινε τίποτα, το είπα από κακία.
Οι γριές δεν ξαφνιάστηκαν από την ομολογία του.
-- Το ξέραμε, είπαν και τον στείλανε στο καλό, αφήνοντας το ζήτημα να το κρίνουν οι άντρες.
Την άλλη μέρα συνεδρίασε η εργατική μας κοινότητα. Ο Τσιρότα στεκόταν μπροστά στους εργάτες με την κατηγορία του διασυρμού μιας γυναίκας, μα ο γερο-Τζάκομο Φάσκα, ο σιδεράς, μίλησε αρκετά μαλακά:
-- Πολίτες, σύντροφοι, καλοί άνθρωποι! Αμα θέλουμε δικαιοσύνη, πρέπει να 'μαστε δίκαιοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Ας μάθουνε όλοι πως ξέρουμε τι αξίζει αυτό που μας πρέπει και πως η δικαιοσύνη δεν είναι για μας μία κούφια κουβέντα, όπως είναι για τ' αφεντικά μας. Εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που συκοφάντησε μια γυναίκα, πρόσβαλε ένα σύντροφο, κατάστρεψε μια οικογένεια και έφερε τη δυστυχία σε μια άλλη, κάνοντας τη γυναίκα του να υποφέρει από ζήλια και ντροπή. Πρέπει να 'μαστε αυστηροί μαζί του. Τι προτείνετε;
Εξήντα εφτά άτομα είπανε με μια φωνή:
-- Να τον διώξουμε από την κοινότητα.
Μα δεκαπέντε βρήκανε πως το μέτρο ήτανε πολύ σκληρό κι άρχισε η συζήτηση. Βραχνιάσανε φωνάζοντας πως, στο κάτω κάτω, κρίνεται η τύχη ενός ανθρώπου και όχι μονάχα ενός: Ητανε, βλέπετε, παντρεμένος και είχε τρία παιδιά. Και σε τι φταίγανε η γυναίκα και τα παιδιά; Είχε σπίτι, αμπέλι, ένα ζευγάρι άλογα και τέσσερα γαϊδούρια για τους ξένους. Ολα αυτά τα είχε αποκτήσει με τον κόπο του και είχε δουλέψει αρκετά. Ο φτωχός ο Τζουζέπε στεκόταν στη γωνιά μονάχος, μαύρος σαν το διάολο ανάμεσα στα παιδιά. Καθότανε στην καρέκλα του σαν αρνάκι, με το κεφάλι σκυμμένο, ζυμώνοντας το καπέλο του με τα χέρια. Είχε ξηλώσει κιόλας την κορδέλα και τώρα πήρε να ξεφτάει το γύρο του με δάχτυλα που χορεύανε σαν τα δάχτυλα του βιολιτζή. Κι όταν τον ρωτήσανε αν είχε να πει τίποτα, σηκώθηκε με δυσκολία και είπε:
-- Ζητάω την επιείκειά σας. Κανένας δεν είναι αναμάρτητος.
Το να με διώξετε από τα χώματα που έχω ζήσει πάνω από τριάντα χρόνους, όπου δουλέψανε οι προγονοί μου, δε θα 'τανε σωστό!
Και οι γυναίκες εναντιωθήκανε στο διώξιμο. Στο τέλος, ο Φάσκα πρότεινε να γίνει έτσι:
-- Σκέφτηκα, σύντροφοι, πως θα τιμωρηθεί καλά αν τον υποχρεώσουμε να βοηθήσει τη γυναίκα του Λουίτζι και το παιδί του, ας της πληρώνει τα μισά απ' όσα κέρδιζε ο Λουίτζι.
Συζητήσανε κάμποσο ακόμα και στο τέλος καταλήξανε σ' αυτό. Ετσι κι ο Τζουζέπε Τσιρότα ήτανε πολύ ευχαριστημένος που τη γλίτωσε τόσο φτηνά. Αλλά και όλοι τους ήτανε πραγματικά ευχαριστημένοι που είχαμε κανονίσει ένα ζήτημα μόνοι μας, δίχως δικαστή, δίχως μαχαίρια. Δε μας αρέσει, σινιόρ, να μπαίνουν τα ζητήματά μας στις εφημερίδες, που στη γλώσσα τους τα λόγια που μπορείς να καταλάβεις είναι τόσο σπάνια όσο και τα δόντια στο στόμα των γερόντων. Ούτε τους δικαστές αγαπάμε που μας είναι ξένοι και τόσο λίγο νιώθουνε τη ζωή και μας μιλάνε σα να 'μαστε τίποτα αγριάνθρωποι, ενώ ελόγου τους είναι άγγελοι του Κυρίου που δε γνωρίζουνε τη γεύση από κρασί και ψάρι και δεν αγγίξανε ποτέ τους γυναίκα! Εμείς είμαστε άνθρωποι απλοί και βλέπουμε τη ζωή απλά.
Ετσι αποφασίσανε: Ο Τζουζέπε Τσιρότα έτρεφε τη γυναίκα του Λουίτζι. Μετά και το παιδί τους. Μα η υπόθεση δεν τέλειωσε εδώ. Οταν ο Λουίτζι έμαθε πως ο Τσιρότα είχε πει ψέματα και πως η γυναίκα του ήταν αθώα, και έμαθε την απόφασή μας, της έγραψε και την κάλεσε να πάει κοντά του.
«Ελα σε μένα και θα ξαναζήσουμε καλά. Μην πάρεις δεκάρα απ' αυτόν τον άνθρωπο κι αν έχεις κιόλας τίποτα παρμένα, να του τα πετάξεις στα μούτρα! Δε σε αδίκησα, γιατί πώς να φανταστώ πως εκείνος ο άνθρωπος μπορούσε να πει ψέματα πάνω σε τέτοιο πράμα, όπως η αγάπη!».
Μα στον Τσιρότα έστειλε άλλο γράμμα:
«Εχω τρεις αδερφούς, και οι τέσσερίς μας ορκιστήκαμε ο ένας στους άλλους να σε σφάξουμε σαν κριάρι, αν φύγεις από το νησί και γυρίσεις στο Σορέντο, στο Καστελαμάρε, στο Τόρε ή όπου αλλού. Μόλις σε βρούμε θα σε σφάξουμε, θυμήσου το!
Αυτό είναι τόσο αληθινό, όσο το ότι οι άνθρωποι της κοινότητάς μας είναι καλοί και τίμιοι άνθρωποι. Η κυρά μου δε χρειάζεται τη βοήθειά σου, ακόμα και το γουρούνι μου δε θέλει το ψωμί σου. Ζήσε, μα μην τολμήσεις να φύγεις από το νησί αν δε σου πω εγώ πως μπορείς!».
Λένε πως ο Τσιρότα έδειξε αυτό το γράμμα στο δικαστή και τόνε ρώτησε αν ο Λουίτζι μπορούσε να πάει φυλακή για τη φοβέρα που του 'κανε, μα εκείνος, φαίνεται, του είπε:
-- Ναι, γίνεται να τόνε βάλουμε φυλακή, μα τ' αδέρφια του θα σε σφάξουν, θα 'ρθουνε εδώ και θα σε σκοτώσουν. Σε συμβουλεύω να περιμένεις. Αυτό είναι το καλύτερο. Ο θυμός δεν είναι σαν την αγάπη. Δε βαστάει πολύ...
Ο δικαστής μπορεί να το 'πε κι έτσι γιατί είναι πολύ καλόκαρδος και έξυπνος άνθρωπος, που γράφει και στίχους, μα δεν το πιστεύω πως ο Τσιρότα πήγε και του 'δειξε το γράμμα. Οχι, ο Τσιρότα είναι, παρ' όλα αυτά, τίμιος, δε θα 'κανε ποτέ μια τέτοια χοντράδα, αφού έτσι θα γινότανε ρεζίλι.
Είμαστε απλοί, εργατικοί άνθρωποι, σινιόρ, έχουμε το δικό μας τρόπο ζωής, τις δικές μας ιδέες και απόψεις. Εχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε όπως μας αρέσει, όπως κρίνουμε σωστότερα.
Σοσιαλιστές; Αχ, φίλε μου, ο δουλευτής γεννιέται, νομίζω, σοσιαλιστής, κι ενώ δε διαβάζουμε βιβλία, πάντα τη μυριζόμαστε την αλήθεια, γιατί η αλήθεια μυρίζει πάντα σαν του δουλευτή τον ιδρώτα!
Του Μαξίμ ΓΚΟΡΚΙ