Παρά την επέλαση των νεοφιλελεύθερων δοξασιών σε όλον τον κόσμο, τα
απόνερα της πρόσφατης μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης όχι μόνο δεν λένε ν'
αποτραβηχτούν τελείως αλλά άρχισαν ήδη να εκφράζονται φόβοι για ένα
καινούργιο τσουνάμι, πολύ ισχυρότερο του προηγουμένου. Το χειρότερο δεν
είναι ότι η παγκόσμια οικονομία αγκομαχάει και οι εκτιμήσεις για τους
ρυθμούς ανάπτυξης γίνονται όλο και πιο συντηρητικές. Είναι ότι το
διεθνές οπλοστάσιο κατά των κρίσεων έχει εξαντληθεί και, συνεπώς,
οποιαδήποτε νέα κρίση θα μας βρει ανυπεράσπιστους.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Όπως έχουμε πει κατ' επανάληψη σε τούτη την
μικρή δικτυακή γωνιά, οι καπιταλιστικές κρίσεις οφείλονται σε
υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και το ξεπέρασμά τους δεν είναι δυνατόν να
γίνει παρά μόνο με την καταστροφή αυτού του κεφαλαίου. Όταν ο
εργοστασιάρχης έχει τις αποθήκες του γεμάτες με προϊόντα που δεν μπορεί
να πουλήσει, σβήνει τις μηχανές αφού δεν έχει νόημα να συνεχίσει την
παραγωγή ώσπου να ξεφορτωθεί το στοκ του. Ένας τρόπος να γίνει αυτό το
επιθυμητό "ξεφόρτωμα" είναι καταστραφεί βίαια το στοκ από κάποιον
εξωγενή παράγοντα, π.χ. να πιάσουν φωτιά οι αποθήκες ή να ξεσπάσει
πόλεμος και να πέσει πάνω τους μια βόμβα. Ένας άλλος τρόπος είναι η
καταστροφή αυτή να προέλθει από εσωτερικό παράγοντα, π.χ. να πτωχεύσει ή
να αυτοκτονήσει ο εργοστασιάρχης και η περιουσία του να εκποιηθεί για
πενταροδεκάρες.
Θεωρητικά, η οικονομική επιστήμη έχει λύσεις για όλα τα προβλήματα άρα
έχει λύση και για το πρόβλημα τόσο της ύφεσης όσο και της αναιμικής
οικονομικής ανάπτυξης. Τί προτείνει, λοιπόν, σε τέτοιες περιπτώσεις;
Tόνωση της κατανάλωσης! Αύξηση της κατανάλωσης σημαίνει και αύξηση της
παραγωγής, άρα αύξηση του ΑΕΠ και, τελικά, αύξηση του εισοδήματος (εφ'
όσον πάντα ισχύει η ισότητα
ΑΕΠ = ΑΕΕ, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν = Ακαθάριστο Εγχώριο Εισόδημα). Όμως, πώς θα επιτευχθεί αυτή η τόνωση της κατανάλωσης;
Πριν μερικές δεκαετίες, ο Κέυνς είχε προτείνει -και εφαρμόσει- αύξηση
των δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή της δημόσιας κατανάλωσης, προκειμένου να
ξαναπάρει μπρος η οικονομία μετά την μεγάλη καταστροφή κεφαλαίων κατά
τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή, ο Κέυνς έβαζε μπροστά το κράτος στην
αύξηση της κατανάλωσης. Όμως, σε ένα περιβάλλον εμφορούμενο από τις
νεοφιλελεύθερες δοξασίες, τα κράτη οφείλουν να συρρικνώνονται, οπότε αφ'
ενός μεν δεν επιτρέπεται να επενδύουν αφ' ετέρου δε πρέπει να μειώνουν
(θεωρητικά, μέχρι μηδενισμού) τις δαπάνες τους. Άρα, πώς να τονωθεί η
κατανάλωση;
Αναζητώντας
απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει
υιοθετήσει εδώ και πολλά χρόνια την πολιτική των μηδενικών -ή σχεδόν
μηδενικών- επιτοκίων, με την ελπίδα ότι όσο φτηνότερο γίνεται το χρήμα
τόσο περισσότερο θα εντείνεται η κυκλοφοριακή του ταχύτητα. Από δίπλα,
οι εμπορικές τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατακρήμνισαν τα επιτόκια
καταθέσεων, κάνοντας περίπου -ή εντελώς- ασύμφορη την στάθμευση
κεφαλαίων σε καταθετικούς λογαριασμούς πάσης φύσεως. Η ιδέα είναι να
παροτρυνθούν οι πολίτες να αυξήσουν την κατανάλωσή τους: "αφού δεν
συμφέρει να βάλετε τα λεφτά σας στην τράπεζα, φάτε τα".
Να, λοιπόν, που γυρίζουμε σ' αυτά που λέγαμε πρωτύτερα. Με την ανάπτυξη
να είναι από μηδενική ως αναιμική και την επόμενη κρίση επί θύραις, το
κόλπο με την μείωση των επιτοκίων δεν μπορούμε πλέον να το
χρησιμοποιήσουμε για να ξεφύγουμε από το στρίμωγμα αφού το μηδενισμένο
επιτόκιο δεν γίνεται να μειωθεί περισσότερο. Έτσι δεν είναι; Ή μήπως
όχι;
Σ' αυτή την δύσκολη στιγμή, έχει αρχίσει να εφαρμόζεται δειλά-δειλά μια
ρηξικέλευθη λύση: αφού το επιτόκιο έχει μηδενιστεί αλλά πρέπει να
μειωθεί κι άλλο, ας το ρίξουμε κάτω από το μηδέν! Αρνητικό επιτόκιο;
Γιατί όχι;
Θέλεις να φυλάς μετρητά στην τράπεζα, κύριε; Πλήρωνε! Η εφαρμογή αυτού του μέτρου άρχισε πριν λίγα χρόνια από την Ελβετία (με την παραλλαγή:
Θέλεις να φυλάς μετρητά με την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια; Πλήρωνε!) και ήδη αναζητούνται τρόποι επέκτασής του και σε άλλες χώρες.
Σε περιόδους κρίσης, όμως, υπάρχει και το πρόβλημα που μάθαμε να
αποκαλούμε "bank run" ή "τραπεζική τού στρώματος", δηλαδή η ανάληψη των
καταθέσεων από την τράπεζα και η φύλαξη των χρημάτων στο σπίτι, "κάτω
από το στρώμα". Με το τραπεζικό σύστημα να μην έχει ακόμη επουλώσει τις
πληγές του από την τελευταία κρίση, είναι σαφές ότι η εκδήλωση μιας νέας
κρίσης και το συνακόλουθο "bank run" θα προκαλέσουν ανείπωτη
καταστροφή. Οπότε;
Πέρυσι τον Αύγουστο, το ΔΝΤ έδωσε στην δημοσιότητα ένα "φύλλο εργασίας" δυο ερευνητριών του, με τίτλο "
Monetary
Policy with Negative Interest Rates: Decoupling Cash from Electronic
Money (Νομισματική πολιτική με αρνητικά επιτόκια: Αποσύνδεση των
μετρητών από το ηλεκτρονικό χρήμα)". Σ' αυτή την τριαντασέλιδη
εργασία τους, οι δυο ερευνήτριες προτείνουν την επιβολή "ποινής" σε
όποιον σηκώνει λεφτά από την τράπεζα! Η πρότασή τους αφήνει ανέγγιχτα τα
ποσά που διακινούνται με ηλεκτρονικό τρόπο, με κάρτες κλπ αλλά πιάνει
όλα τα μετρητά, ακόμη κι εκείνα που αναλαμβάνονται από ΑΤΜ.
Τί σημαίνουν όλα αυτά; Η "εργασία" προτείνει ενδεικτικά μια "ποινή"
ύψους 3%. Δηλαδή: πας στο ΑΤΜ, σηκώνεις 100 ευρώ και ο λογαριασμός σου
χρεώνεται με 103 ευρώ. Σε οξυμένες περιόδους, οι οποίες ευνοούν το "bank
run", η εν λόγω ποινή μπορεί να αυξάνεται (σε ποσοστά ακόμη και
υψηλότερα του 15%), καθιστώντας τις αναλήψεις μετρητών εξαιρετικά
ασύμφορες. Σύμφωνα με τις ερευνήτριες,
"η συζήτησή μας δείχνει ότι
αυτό το σύστημα είναι τεχνικά εφικτό και δεν θα απαιτήσει δραστικές
αλλαγές στους μηχανισμούς των κεντρικών τραπεζών".
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, το ότι κάποιες ερευνήτριες του ΔΝΤ
παρουσίασαν την παραπάνω "εργασία" δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ εξετάζει την
κατ' αυτόν τον τρόπο υποτίμηση της αξίας των μετρητών, αν και οφείλουμε
να αναγνωρίσουμε ότι η πλήρης αντικατάσταση του φυσικού χρήματος από το
ηλεκτρονικό συνιστά διακαή πόθο των απανταχού τεχνοκρατών. Από την άλλη,
ο αναλυτής της
Süddeutsche Zeitung Μάρκους Τζύνγκα παρατηρεί προσφυώς ότι
"ξανά
και ξανά το ΔΝΤ χρησιμοποιεί τα έγγραφα εργασίας του ως δοκιμαστικό
μπαλόνι για να αντιληφθεί πώς εκλαμβάνονται ορισμένα θέματα, ακαδημαϊκά
και πολιτικά". Με άλλα λόγια, μ' αυτή την "εργασία" το ΔΝΤ κάνει αυτό που λέει ο λαός: ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα.
Το κεφαλαιώδες πρόβλημα, την ύπαρξη του οποίου παραδέχονται και οι ίδιες
οι συντάκτριες τής επίμαχης εργασίας, είναι το τεράστιο πολιτικό κόστος
που θα φορτωθεί όποιος επιχειρήσει να εφαρμόσει τις παραπάνω
προτάσεις. Οι ερευνήτριες κάνουν λόγο για "τεράστια επικοινωνιακή
πρόκληση" αλλά μάλλον πρέπει να θεωρήσουμε αυτή την έκφραση ως
εξαιρετικά μετριοπαθή. Οψόμεθα.