Στις
3 Δεκέμβρη του 1944, 76 χρόνια πριν, η ιμπεριαλιστική πολιτική της Βρετανίας με
βάναυσο τρόπο εφαρμοζόταν σε μια χώρα που ούτε δυο μήνες δεν είχαν περάσει από
την απελευθέρωσή της από τους ναζί. Εκείνη την ημέρα, ο βρετανικός στρατός, μαζί
με τους ντόπιους αστυνομικούς και
συνεργάτες των Ναζί, κι ενώ δεν είχε λήξει ο πόλεμος με τη ναζιστική Γερμανία,
άνοιξε πυρ στην πολυπληθή διαδήλωση του ΕΑΜ, ενάντια στον αφοπλισμό των
αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ με τις οποίες ήταν σύμμαχοι για τρία χρόνια.
Ο
πρωθυπουργός λοιπόν της Βρετανίας Ουίνστων Τσώρτσιλ θεώρησε ότι η επιρροή του
Κομμουνιστικού Κόμματος στο κίνημα αντίστασης το οποίο είχε δημιουργήσει
και υποστηρίξει σε όλη τη διάρκεια του πολέμου το Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο (ενώ η αστική τάξη, όση δεν είχε δραπετεύσει εκτός
Ελλάδας, στην πλειοψηφία της εφησύχαζε) ήταν καταλυτική, περισσότερο από ό, τι είχε υπολογίσει, και
έθετε σε κίνδυνο το σχέδιό του να επιστρέψει ο βασιλιάς στην εξουσία,
αποκαθιστώντας το προπολεμικό καθεστώς και εκμηδενίζοντας το κομμουνιστικό
κίνημα. Γι 'αυτό και δεν διστάζει η Βρετανία να πολεμήσει μαζί με τους υποστηρικτές του Χίτλερ εναντίον των
πρώην συμμάχων της, των ανταρτών του
ΕΛΑΣ, του στρατιωτικού βραχίονα του ΕΑΜ.
Σε
μια καθημαγμένη χώρα, που μέχρι το
φθινόπωρο του 1944 είχε καταστραφεί από την κατοχή και τον λιμό, με μισό εκατομμύριο άνθρωποι να
έχουν πεθάνει, το 7% του πληθυσμού, ήταν ο ΕΛΑΣ που είχε ήδη απελευθερώσει τμήματα της
χώρας, ενώ όλο το διάστημα το επίσημο
κράτος εκτός της χώρας, αναλώνονταν σε ίντριγκες ανά την υφήλιο. Και έξι μέρες μετά την εκκένωση της Αθήνας από
τους Γερμανούς, οι Βρετανοί ήρθαν σαν σύμμαχοι, και έτσι τους υποδέχτηκε ο
κόσμος, να εγκαταστήσουν την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, που δεν δίστασε να
μιλήσει και για λαοκρατία όταν προσπαθούσαν να παραπλανήσουν τους χιλιάδες
ανθρώπους που μάτωσαν τα εφιαλτικά χρόνια.
Μόνο
που τόσο η βρετανική όσο και η ελληνική κυβέρνηση είχαν εξαρχής αποφασίσει τη
διάλυση των αντάρτικων ομάδων, τον αποκλεισμό των ανδρών του ΕΛΑΣ από το νέο
στρατό, τη συντριβή γενικά όλων των δυνάμεων αντίστασης της κατοχής που
κυριαρχούσε το ΚΚΕ. Γι’ αυτό σταδιακά
παρείχαν προστασία και αποκαθιστούσαν αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας και
όλους τους συνεργάτες των Γερμανών, τα σκουπίδια της Ελλάδας, που ήταν τώρα
δικοί τους συνεργάτες. Ο Τσόρτσιλ ήθελε μια αναμέτρηση με το ΚΚΕ για να
μπορέσει να αποκαταστήσει τον βασιλιά, πιστεύοντας ότι η αποκατάσταση θα είχε
ως αποτέλεσμα την επαναφορά της παλιάς
τάξης πραγμάτων. Εξάλλου, το EAM-ΕΛΑΣ, ανεξάρτητα από τη σχέση του με το ΚΚΕ, και
παρόλο που οι κομμουνιστές δεν είχαν τότε αποφασίσει να καταλάβουν την εξουσία,
αντιπροσώπευε έτσι κι αλλιώς μια επαναστατική δύναμη και αλλαγή που έπρεπε να
τσακιστεί.
Αυτό
το βρετανικό έγκλημα, στο οποίο στηρίχτηκαν και συνέπραξαν οι αστικές μας
κυβερνήσεις, που νομιμοποίησε δοσίλογους, καταδότες, μαυραγορίτες και κάθε
είδους σκουπίδια της Ελλάδας που συνεργάστηκαν με τους ναζί, δεν έχει όμοιό του στην απελευθερωμένη Ευρώπη. Πουθενά
αλλού στην πρόσφατα απελευθερωμένη Ευρώπη οι ναζί προδότες δεν είχαν τη
δυνατότητα να διεισδύσουν στην κρατική δομή - τον στρατό, τις δυνάμεις
ασφαλείας, τη δικαιοσύνη - τόσο απροκάλυπτα και αποτελεσματικά, όσο στη χώρα
μας.
Η
κληρονομιά αυτής της προδοσίας στοιχειώνει έκτοτε την Ελλάδα, με τη σκιά της να
καλύπτει όλα τα μετέπειτα χρόνια μέχρι τα δικά μας. Στην Ελλάδα όσοι πολέμησαν
κι αντιστάθηκαν στους ναζί βρέθηκαν, όταν η χώρα απελευθερώθηκε, φυλακισμένοι
και εξορισμένοι από την αστική τάξη που κρατιόταν στην εξουσία με την πολεμική χορηγία πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των ΗΠΑ.
Η
άβυσσος που άνοιξε τότε ανάμεσα στην ηγεσία και το λαό, ανάμεσα στην κυρίαρχη
τάξη και το ταξικό κίνημα είναι πάντα παρούσα ακόμα κι όταν φαίνεται πως έχει ξεπεραστεί.
Τα Δεκεμβριανά και ο τριετής εμφύλιος πόλεμος εμποτίζουν το παρόν μας, και ένα
μεγάλο μέρος αυτού που συμβαίνει στη χώρα είναι συνέπεια εκείνων των άνανδρων
πυροβολισμών στο άοπλο πλήθος το μακρινό Δεκέμβρη του ’44.
Η αναβίωση του νεοφασισμού με τη μορφή είτε,
πριν την καταδίκη ως εγκληματικής οργάνωσης, του φασιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή είτε
με φασιστική ρητορική και συμπεριφορά, που υιοθετείται από κόμματα εξουσίας και
παραφυάδες τους, έχει άμεσους δεσμούς με την απροθυμία εκκαθάρισης του
κυβερνητικού μηχανισμού από τους
φασίστες όλα αυτά τα χρόνια. Από το μετεμφυλιακό κράτος, τη δικτατορία των συνταγματαρχών μέχρι την θρασύτατη επανεμφάνιση τον καιρό των μνημονίων ως κόμμα
οι φασιστικές συμπεριφορές γίνονται σταδιακά
η κανονικότητα της καθημερινότητας.
Κι
αν ακόμα χρησιμοποιούνται προσχήματα για
τη χειραγώγησή μας και την υποταγή μας,
είναι γιατί η θρασυδειλία της εξουσίας πάντα φοβάται τον λαϊκό παράγοντα μέχρι
να τον υποτάξει ολοκληρωτικά. Και η πανδημία παρουσιάζεται ως το καλύτερο
πρόσχημα που μας εγκλωβίζει ανάμεσα σε πολιτικές αυθαιρεσίες και ιατρικές
επιταγές, που πολλές φορές δεν διακρίνονται από τις πολιτικές επιλογές,
παραλύοντας τις αντιδράσεις μας.
Οι
κυβερνητικές αντιδράσεις, όπως εκδηλώθηκαν μέσω της αστυνομικής καταστολής,
στις λαϊκές κινητοποιήσεις τόσο στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου,
όσο και στην επέτειο της δολοφονίας από τον αστυνομικό του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, που ακόμα και οι
ανθοδέσμες θεωρήθηκαν επικίνδυνες, είναι ξεκάθαρα επίδειξη δύναμης του αστυνομικού κράτους που στήνεται.
Η
νέα πανδημία όχι μόνο προκαλεί καταστροφή στη δημόσια υγεία και την οικονομία,
αλλά συρρικνώνει και την αστική δημοκρατία, που πλήττεται και απειλείται.
Περισσότερο
από τρία τέταρτα του αιώνα από τα Δεκεμβριανά και έχουμε πάλι φτάσει στο σημείο
να απειλούνται δικαιώματα και ελευθερίες που κατακτήθηκαν με δεκαετίες αγώνων.
Κι αν τότε απροκάλυπτα αντιμετωπίστηκαν οι αγωνιστές ως εχθροί, αφού πρώτα εγκλωβίστηκαν στις συμμαχικές
προτάσεις της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, τώρα η θρασύδειλη εξουσία έχει όλα τα
επικοινωνιακά μέσα για να μας εκμαυλίσει εγκλωβίζοντάς μας και πάλι με
υγειονομικά προσχήματα, αποδυναμώνοντάς μας για να εκμηδενίσει κάθε αντίδραση.
Ελπίζοντας, πως κόντρα στο παρελθόν μας και την αγωνιστική μας κληρονομιά, θα μας κάνει να εκλιπαρούμε απλώς την
ελεημοσύνη της κυρίαρχης τάξης. Οι
αγωνιστικές κινητοποιήσεις όμως στην επέτειο του Πολυτεχνείου αλλά και οι
λαϊκές αντιδράσεις στην επέτειο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου δίνουν
ελπιδοφόρα μηνύματα για τη σύγκρουση με την κυρίαρχη εξουσία.