“Τους
πρώτους μήνες του 1957, ενώ εδραιωνόταν το αντάρτικό μας στο βουνό,
λάμβανε χώρα μια δυναμική διαδικασία αναδιοργάνωσης του παράνομου
μηχανισμού του Κινήματος της 26ης Ιούλη στις πόλεις και
ενδυνάμωσης της δράσης του, κάτω από την ώθηση της δραστηριότητας του
Φρανκ Παΐς, ο οποίος ενεργούσε από το Σαντιάγο ντε Κούβα ως υπεύθυνος σε
εθνικό επίπεδο για τη δράση του κινήματος εκείνη την περίοδο και,
αργότερα, ως ο de facto ηγέτης της παράνομης δουλειάς του. …
Μια από τις προτεραιότητες της
δραστηριότητας του Φρανκ Παΐς κατά τη διάρκεια των τελευταίων βδομάδων
της ζωής του ήταν η καθοδήγηση του εργατικού τμήματος του κινήματος.
Σύμφωνα με την αντίληψή για την επανάσταση που είχαμε από την εποχή της
επίθεσης στη Μονκάδα, οι εργαζόμενοι θα έδιναν το τελικό χτύπημα
εναντίον της τυραννίας, αφού ξεσηκώναμε και εξοπλίζαμε την πόλη του
Σαντιάγο ντε Κούβα. Ο πόλεμος στα βουνά θα ήταν η εναλλακτική αν το
κάλεσμα στην απεργία δεν είχε επιτυχία.
Ένα από τα μεγαλύτερα χτυπήματα που δέχτηκε το Κίνημα της 26ης
Ιούλη και ο επαναστατικός αγώνας στην Κούβα σημειώθηκε στις 30 Ιούλη
1957, όταν ο Φρανκ Παΐς συνελήφθη στο Σαντιάγο και δολοφονήθηκε στη μέση
του δρόμου. Ο θάνατος του Φρανκ προκάλεσε μια αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση
τέτοιου μεγέθους, που η πόλη έμεινε σχεδόν παραλυμένη για αρκετές
μέρες.
Η ταφή του νέου αγωνιστή
μετατράπηκε στην πιο μαζική εκδήλωση εξέγερσης στην ιστορία της πόλης
του Σαντιάγο μέχρι εκείνη τη στιγμή, και σε εύγλωττη έκφραση της
γενικευμένης κατακραυγής ενάντια στο καθεστώς και του αισθήματος
εξέγερσης του πληθυσμού του Σαντιάγο.”
ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ
2010
(Από το βιβλίο του Φιντέλ Κάστρο, La
victoria estrategica: Por todos los caminos de la Sierra – Η στρατηγική
νίκη: Απ’ όλα τα μονοπάτια της Σιέρα, σ. 2-3)
Ο Φρανκ Παΐς υπήρξε ένας από τους κεντρικούς ηγέτες του Κινήματος της
26ης Ιούλη από την ίδρυσή του το 1955 με βάση του το Σαντιάγο ντε
Κούβα, όπου και γεννήθηκε στις 7 του Δεκέμβρη 1934. Σπούδασε στη
Διδασκαλική Ακαδημία και στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Επαρχίας στο
Σαντιάγο. Υπήρξε αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Φοιτητών της Ανατολικής
Επαρχίας, αρχηγός δράσης του Επαναστατικού Εθνικού Κινήματος της
Ανατολικής Επαρχίας, κεντρικός ηγέτης της Επαναστατικής Δράσης Ανατολής
και της Επαναστατικής Εθνικής Δράσης (ANR). Στρατολόγησε μαχητές της ANR
για το Κίνημα της 26ης Ιούλη το 1955. Υπήρξε ο κεντρικής του ηγέτης
στην Ανατολική επαρχία, ο εθνικός του αρχηγός δράσης και αρχηγός των
πολιτοφυλάκων του. Δολοφονήθηκε από δυνάμεις της δικτατορίας του
Φουλχένσιο Μπατίστα, στις 30 Ιούλη του 1957, ακριβώς ένα μήνα μετά τη
δολοφονία του κατά τρία χρόνια μικρότερου αδελφού του, επαναστάτη Χοσουέ
Παΐς, που συμμετείχε στην ένοπλη δράση στην ίδια περιοχή με τον Φρανκ.
Βίλμα Εσπίν
Η Βίλμα Εσπίν Γκουιγιόις, ηγέτιδα της κουβανικής επανάστασης για
περισσότερα από 50 χρόνια, γεννήθηκε το 1930 στο Σαντιάγο ντε Κούβα,
Ανατολική επαρχία (Οριέντε). Η μητέρα της, Μαργαρίτα, ήταν νοικοκυρά. Ο
πατέρας της, Χοσέ, ήταν ο αρχιλογιστής της ποτοποιίας Μπακάρντι και
εκτελεστικός γραμματέας του προέδρου της εταιρείας.
Η Εσπίν πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Επαρχίας το 1948, έναν
χρόνο αφότου άνοιξε. Εκεί συμμετείχε στον αγώνα για την επίσημη
αναγνώριση και τη χρηματοδότηση από την κυβέρνηση της Αβάνας του νέου
πανεπιστήμιου.
Μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 10ης Μάρτη 1952 που επέβαλε
τη δικτατορία του Φουλχένσιο Μπατίστα με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον,
μπήκε στο Επαναστατικό Εθνικό Κίνημα, αρχηγός δράσης του οποίου στην
Ανατολική επαρχία ήταν ο ηγέτης του φοιτητικού κινήματος Φρανκ Παΐς.
Η Βίλμα Εσπίν
Στις 26 Ιούλη 1953, εκατόν εξήντα επαναστάτες υπό τις διαταγές του Φιντέλ Κάστρο πραγματοποίησαν
μια ένοπλη επίθεση στα στρατόπεδα του Μπατίστα στο Σαντιάγο ντε Κούβα και στο Μπαγιάμο.
Με τη διάδοση της είδησης ότι δεκάδες από τους αιχμάλωτους αγωνιστές
είχαν βασανιστεί και δολοφονηθεί, η Εσπίν και άλλες τρεις νέες, μία εκ
των οποίων ήταν η Ασέλα ντε λος Σάντος, πήγαν στο στρατιωτικό συγκρότημα
της Μονκάδα στο Σαντιάγο για να μάθουν τι συνέβη. Λίγο αργότερα η Εσπίν
προσχώρησε στη νεοσύστατη Επαναστατική Δράση Ανατολικής Επαρχίας, που
ηγείτο ο Παΐς.
Τον Μάη του 1955, ο Φιντέλ Κάστρο και άλλοι 31 φυλακισμένοι μαχητές
της Μονκάδα απελευθερώθηκαν χάρις σε μια εθνική εκστρατεία αμνηστίας.
Τον επόμενο μήνα ο Κάστρο ηγήθηκε της ανασύνταξης δυνάμεων για την
ίδρυση του Επαναστατικού Κινήματος της 26ης Ιούλη. Η Εσπίν ήταν ένα από
τα πρώτα μέλη.
Αποφοιτώντας το 1954, η Εσπίν ήταν μια από τους πρώτους χημικούς
μηχανικούς που σπούδασαν στην Κούβα και μια από τις ελάχιστες γυναίκες
σε αυτό τον κλάδο. Το καλοκαίρι του 1955 πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες
ώστε να παρακολουθήσει για ένα χρόνο μεταπτυχιακές σπουδές στο
Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Τον Ιούνη του 1956, ενώ
ετοιμαζόταν να επιστρέφει στην Κούβα, η ηγεσία του Κινήματος της 26ης
Ιούλη τής ζήτησε να μεταβεί στο Μεξικό για να συναντηθεί με το Φιντέλ
Κάστρο. Στελέχη του Κινήματος της 26ης Ιούλη εκπαιδεύονταν εκεί
για την απόβαση του πλοιαρίου Γκράνμα στα ανατολικά της Κούβας
που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα με ογδονταδύο
μαχητές υπό τις διαταγές του Φιντέλ Κάστρο, με στόχο την έναρξη ενός
επαναστατικού πολέμου για την ανατροπή του καθεστώτος του Μπατίστα.
Επιστρέφοντας στο Σαντιάγο, η Εσπίν άρχισε να αναλαμβάνει σημαντικές
υπευθυνότητες στο Κίνημα της 26ης Ιούλη, σε στενή συνεργασία με τον
Φρανκ Παΐς. Συνέβαλε στις προετοιμασίες για την ένοπλη δράση της 30
Νοέμβρη 1956 στην πόλη αυτή, ο σκοπός της οποίας ήταν να απομακρύνει τις
στρατιωτικές δυνάμεις του Μπατίστα από την περιοχή άφιξης του Γκράνμα.
Το οικογενειακό της σπίτι μετατράπηκε για ένα διάστημα στο οργανωτικό
κέντρο της παράνομης ηγεσίας του Κινήματος της 26ης Ιούλη στο Σαντιάγο.
Τον Φλεβάρη του 1957 η Εσπίν συμμετείχε στην πρώτη συνέλευση της
εθνικής ηγεσίας του Κινήματος της 26ης Ιούλη που πραγματοποιήθηκε στη
Σιέρα Μαέστρα. Τον Ιούλη, λίγο πριν ο Φρανκ Παΐς πυροβοληθεί θανάσιμα
από την αστυνομία του Μπατίστα, αυτή έγινε συντονίστρια του κινήματος
στην Ανατολική επαρχία.
Τον Ιούνη του 1958, καθώς η αστυνομία του Μπατίστα χτένιζε την
επαρχία ψάχνοντάς την, η Εσπίν μεταφέρθηκε στο Δεύτερο Ανατολικό Μέτωπο
Φρανκ Παΐς του Αντάρτικου Στρατού. Μετά την ήττα τον Ιούλη του 1958 της
επίθεσης «περικύκλωσης και εξολόθρευσης» που είχε εξαπολύσει ο στρατός,
το Δεύτερο Μέτωπο μετατράπηκε σε μια εκτενή απελευθερωμένη περιοχή
βόρεια και ανατολικά του Σαντιάγο, όπου οι μαχητές υπό τις διαταγές του
Ραούλ Κάστρο άρχισαν να εγκαθιστούν δομές πολιτικής κυβέρνησης. Εκεί η
Εσπίν ανέλαβε διάφορες υπευθυνότητες, μεταξύ άλλων ως εκπαιδεύτρια στο
σχολείο που προετοίμαζε μαχητές για να γίνουν δάσκαλοι.
Μετά τον θρίαμβο ενάντια στη δικτατορία την 1η Γενάρη 1959, οι
γυναίκες που ήθελαν να οργανωθούν για να στηρίξουν τον αναπτυσσόμενο
επαναστατικό μετασχηματισμό στράφηκαν στην ηγεσία της Εσπίν, η οποία
ήταν από τις γνωστότερες γυναίκες που είχαν διατελέσει τόσο ηγέτες στην
παρανομία όσο και μαχήτριες του Αντάρτικου Στρατού. Τέθηκε επικεφαλής
της δημιουργίας της Ομοσπονδίας Γυναικών Κούβας (Federacion de Mujeres
Cubanas – FMC) και υπήρξε η πρόεδρος και η κεντρική ηγέτιδά της από την
ίδρυση της FMC τον Αύγουστο του 1960 ως τον θάνατό της το 2007.
Ανάμεσα στις πολλές ευθύνες της, η Εσπίν διηύθυνε το Εθνικό Κέντρο
Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης, που ιδρύθηκε το 1989 και την Εθνική
Επιτροπή Πρόληψης και Κοινωνικής Μέριμνας που ιδρύθηκε το 1986.
Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Διεθνούς Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών
από το 1973 και μετά.
Η Εσπίν ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού
Κόμματος από την ίδρυσή του το 1965, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του
κόμματος από το 1980 ως το 1991 και μέλος του Συμβουλίου του Κράτους της
Κούβας από το 1976. Ως μέλος από το 1976 της Εθνικής Συνέλευσης της
Λαϊκής Εξουσίας, υπήρξε πρόεδρος της Επιτροπής Μέριμνας της Παιδικής
Ηλικίας, της Νεότητας και της Ισότητας των Δικαιωμάτων της Γυναίκας.
Έλαβε τον τιμητικό τίτλο της Ηρωίδας της Δημοκρατίας της Κούβας το 2003.
Η Εσπίν ήταν παντρεμένη με τον Ραούλ Κάστρο Ρους, υπουργό των
Επαναστατικών Ένοπλων Δυνάμεων από το 1959 ως το 2008 και πρόεδρο του
Συμβουλίου του Κράτους και του Συμβουλίου των Υπουργών. Απέκτησαν
τέσσερα παιδιά.
Η Βίλμα Εσπίν για τον Φρανκ Παΐς
(…)Στο Σαντιάγο, με τον Αρμάντο, στήθηκε αυτό που ονομαζόταν
Αντίσταση Πολιτών. Το σχήμα αυτό συμπεριλάμβανε άτομα της αστικής και
της μικροαστικής τάξης που ήταν ενάντια στην κυβέρνηση και συνεργάστηκαν
με το Κίνημα της 26ης Ιούλη συνεισφέροντας οικονομικά, κρύβοντας
συναγωνιστές και παρέχοντας φάρμακα, ρούχα, περιβραχιόνια και άλλα
παρόμοια.
Με μία έννοια θα μπορούσε να πει κανείς ότι ολόκληρη η πόλη του
Σαντιάγο ντε Κούβα άρχισε να παίζει έναν ρόλο στο κίνημα της παρανομίας.
Στο Σαν Χερόνιμο, τη δική μας συνοικία, όλες οι οικογένειες
συνεργάζονταν. Μακάρι να μπορούσες να μιλούσες σε όλους τους ανθρώπους
-άνδρες και γυναίκες- που συμμετείχαν στον αγώνα ως άνθρωποι της βάσης,
άνθρωποι που δεν είναι καθόλου γνωστοί. Αυτοί είναι που μπορούν να
διηγηθούν την πραγματικά πλούσια και συναρπαστική ιστορία του ηρωισμού
που γραφόταν καθημερινά από τις τάξεις του Κινήματος της 26ης Ιούλη στο
Σαντιάγο ντε Κούβα. Η Αντίσταση Πολιτών ήταν ένα ευρύ μέτωπο, μια
οργάνωση υποστήριξης. Το Κίνημα της 26ης Ιούλη απαρτιζόταν από μαχητές
που ήταν κομμάτι του αγώνα, που συμμετείχαν στις διάφορες ενέργειες, που
βοηθούσαν στη διανομή της προπαγάνδας μας.
Όμως υπήρχε και τεράστια στήριξη από την πληθυσμό. Κατεβάζαμε κάποιο
κάλεσμα για δράση και ο κόσμος το ακολουθούσε κατά γράμμα. Έγινε ένα
κάλεσμα που όριζε μια ημερομηνία για «να σβήσουν να φώτα, να κλείσουν τα
ραδιόφωνα, να νεκρώσει η πόλη», για παράδειγμα. Και το απόγευμα της
μέρας εκείνης, το Σαντιάγο ντε Κούβα ήταν μια πόλη εντελώς σκοτεινή και
επικρατούσε απόλυτη ησυχία. «Μην πηγαίνετε σινεμά», λέγαμε, και αρχίσαμε
να σαμποτάρουμε κάθε κοινωνική εκδήλωση. Μετά την 30 Νοέμβρη, το
Σαντιάγο δεν είχε σχεδόν καθόλου κοινωνική ζωή. Και μπαίνοντας ο Απρίλης
και ο Μάης του 1957, όλα νεκρώσανε, σαν να υπήρχε απαγόρευση
κυκλοφορίας. Κανείς δεν έβγαινε το βράδυ.
Το Κίνημα της 26ης Ιούλη συνέχιζε να δυναμώνει. Ο Φρανκ [Παΐς]
οικοδόμησε μια πολύ πειθαρχημένη οργάνωση. Ήταν ένας δυνατός,
ευφυέστατος άνθρωπος. Είχε πολλές κλίσεις, ακόμα και για στρατιωτικά
ζητήματα, που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αναπτύξει. Ήταν ο
υποδειγματικός δάσκαλος, ο υποδειγματικός στρατιώτης. Φυσικά,
αναπτυσσόταν πολύ γρήγορα κάτω από αυτές τις συνθήκες, όχι μόνο ως
αγωνιστής και ως ηγέτης, αλλά και πολιτικά. Ήταν Βαπτιστής
[προτεστάντης], με συγκεκριμένες ιδέες σχετικά με την αλλαγή της
κοινωνίας, ισχυρά ταξικά αισθήματα και μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση της
δικαιοσύνης, της πειθαρχίας, της τάξης. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα η
αγροτιά, δηλαδή αυτό που έπρεπε να κάνει η επανάσταση για να
ανταποκριθεί στις ανάγκες των αγροτών.
Ο Φρανκ ενδιαφερόταν πολύ για τα πολιτικά ζητήματα. Έδινε ιδιαίτερη
προσοχή στην καλλιέργειά του σε αυτό τον τομέα. Η σκέψη του είχε
προχωρήσει πολύ. Σε ένα από τα τελευταία κείμενα που έγραψε πριν τον
θάνατό του, εξέθετε διάφορες ιδέες σχετικά με το μέλλον της χώρας μας,
όπως και για το ζήτημα του σοσιαλισμού.
Ερώτηση: Ο Φρανκ ενδιαφερόταν για το ηθικό ποιόν, τον χαρακτήρα των συναγωνιστών που στρατολογούνταν;
Εσπίν: Η πειθαρχία ήταν πολύ αυστηρή, από την ίδρυση του Κινήματος
της 26ης Ιούλη. Σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων της πειθαρχίας
-κάποιος να κλέβει ένα από τα όπλα του κινήματος ή να πουλάει ένα από τα
όπλα του κινήματος- η ποινή ήταν ο θάνατος. Αυτό το επίπεδο πειθαρχίας
διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα.
Στο Σαντιάγο ντε Κούβα, ακόμα και επί των ημερών του MNR και του ALN,
ήταν δεδομένο ότι, όποιος ήταν ικανός να μιλήσει υπό βασανισμό ή για
οποιονδήποτε άλλο λόγο, έπρεπε να πεθάνει. «Αν δεν πεθάνεις εκεί, πρέπει
να πεθάνεις αργότερα», όπως λέει το ρητό. Ήταν βαθιά ριζωμένη η
αντίληψη αυτή. Όσοι ανήκαν στο Κίνημα της 26ης Ιούλη γνώριζαν ότι δεν
μπορούσες να μιλήσεις και ο κόσμος το γνώριζε επίσης. Δεν μπορούσες να
μιλήσεις, διότι θα έθετες σε κίνδυνο τις ζωές άλλων ανθρώπων. Η
πειθαρχία ήταν πολύ ισχυρή. Οποιαδήποτε ηθική παραβίαση είχε βίαιες
συνέπειες.
Το κίνημα εμφυσούσε και εφάρμοζε έναν ηθικό κώδικα στους μαχητές από
κάθε άποψη, όπως, για παράδειγμα τον σεβασμό για τις γυναίκες μαχήτριες.
Ο
Φρανκ Παΐς (δεύτερος από αριστερά), εθνικός ηγέτης της παράνομης
δουλειάς στις πόλεις του Κινήματος της 26ης Ιούλη, με τον Λέστερ
Ροντρίγκες (αριστερά του) και τον Αντόνιο Ντάριο Λόπες δεξιά του, τον
Απρίλη του 1957 στη δίκη των 73 μαχητών που συμμετείχαν στη δράση της
30ης Νοέμβρη καθώς και 22 μελών της αποστολής του Γκράνμα. Αφέθηκαν
ελεύθεροι ο Παΐς και η πλειοψηφία των μαχητών της 30ης Νοέμβρη. Οι
μαχητές του Γκράνμα κρίθηκαν ένοχοι και φυλακίστηκαν.
Ο ίδιος ο Φρανκ έχαιρε μεγάλου σεβασμού. Όλοι τον αγαπούσαν και τον
θαύμαζαν, αλλά επίσης τον σέβονταν. Στο ξεκίνημα του αγώνα, ο Φρανκ δεν
ήταν παρά ένα νεαρό παιδί. Δεν είχε καλά καλά βγάλει ακόμα γένια. Μου
φαινόταν διασκεδαστικό – να έχεις έναν νεαρό με κόκκινα μάγουλα, που
όταν μιλούσε στους πολιτικάντηδες και σε αυτούς που είχαν διαφθαρεί,
αυτοί έτρεμαν.
Όταν χρειαζόταν να γίνει μια πράξη απόδοσης δικαιοσύνης με την ποινή
του θανάτου, ενάντια σε έναν βασανιστή, σε έναν δολοφόνο ή έναν προδότη,
ο Φρανκ μιλούσε προηγουμένως με τους άνδρες, εξηγώντας γιατί η πράξη
αυτή ήταν απαραίτητη. Προσπαθούσε να επιλέγει τους πιο συνειδητούς και
ώριμους συναγωνιστές για τέτοιες ενέργειες.
Μας απασχολούσαν διαρκώς οι τραυματικές εμπειρίες που θα
αντιμετώπιζαν οι νεότεροι μαχητές. Η ζωή στην παρανομία είναι γεμάτη
πίεση, βίαιη. Ορισμένους ανθρώπους τους καταστρέφει. Οι συναγωνιστές
γίνονταν πολύ νευρικοί όταν εμφανιζόταν κανείς ξαφνικά ή ακουγόταν
φρενάρισμα από απότομο σταμάτημα, πετάγονταν. Αυτή ήταν η διαφορά
ανάμεσα στη ζωή στην πόλη και τη ζωή στη Σιέρα. Στη Σιέρα έλεγες, «Τέλος
πάντων, εάν σκοτωθώ, τουλάχιστον θα πεθάνω πολεμώντας». Στην πόλη όμως,
αισθανόσουν σαν κυνηγημένο ζώο. Όχι μόνο μπορούσαν να σε στριμώξουν σε
μια γωνία χωρίς πιθανότητα να βγεις ζωντανός, αλλά συχνά ο θάνατος
ερχόταν ύστερα από φυλακές και βασανιστήρια. Ήταν πολύ σκληρό. Πολλοί
ήταν αυτοί που ήθελαν να ανέβουν στη Σιέρα αλλά δεν μπορούσαν επειδή δεν
είχαμε αρκετά όπλα. Ήταν δύσκολο να κρατάμε ψηλά το ηθικό όλων αυτών
των νέων που καταδιώκονταν, που έπρεπε να κρύβονται.
Ο Φρανκ αντλούσε τις πολιτικές του αντιλήψεις από τις ιδέες του Χοσέ
Μαρτί και τις μετέφραζε σε συνείδηση σχετικά με την πειθαρχία, τον
αγώνα, τη θυσία. Πριν από την εξέγερση της 30 Νοέμβρη, είχα κουβεντιάσει
μαζί του για την επίδραση που είχαν οι ατομικές απόπειρες ενάντια σε
ορισμένα άτομα πάνω στο ηθικό των συναγωνιστών που τις εκτελούσαν. Ως
αποτέλεσμα, συνεργάστηκε με τον Πεπίτο Τέι ετοιμάζοντας μια σειρά
αναγνωσμάτων από τον Χοσέ Μαρτί, υλικό για τον ανταρτοπόλεμο και από τον
αγώνα κατά του ναζισμού. Ορισμένα βιβλία με τέτοιο υλικό κυκλοφορούσαν
μεταξύ των μελών των ομάδων δράσης.
Ο Φρανκ επίσης συνειδητοποίησε με γοργούς ρυθμούς τί σήμαινε ο
αγώνας, τι ήταν μια επανάσταση, πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί το
μέλλον. Δεν είχαμε τον τρόπο να κουβεντιάσουμε τα ζητήματα αυτά με
μαρξιστικούς όρους, βέβαια. Την περίοδο εκείνη μόνο μια μικρή μειονότητα
των νέων είχε κάποια ιδέα για το τι σήμαινε μαρξισμός, σοσιαλισμός,
κομμουνισμός. Οι γνώσεις μας γύρω από την Οκτωβριανή Επανάσταση [του
1917 στη Ρωσία] ήταν εντελώς αόριστες και στρεβλές.
Βίλμα Εσπίν: Όσον αφορά
στα κοινωνικά ζητήματα, ήδη από το 1957 οι απόψεις του Φρανκ Παΐς
μεταβάλλονταν λίγο. Ήδη μιλούσε για την ανάγκη μεγάλων κοινωνικών
αλλαγών, που χωρίς αυτές, δεν θα ήταν δυνατή μια επανάσταση. Μολονότι
δεν είχε ακόμη μια πολύ καθαρή αντίληψη του τι πράγμα θα ήταν αυτές οι
αλλαγές, οι προσεγγίσεις του, θα μπορούσα να πω, συνέκλιναν με τον
μαρξισμό.
Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τους
υπόλοιπους. Εγώ δεν είχα διαβάσει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όμως
εξέφραζα αντιλήψεις για την κοινωνική δικαιοσύνη που κάποιος μπορεί να
βρει σε αυτό το ίδιο το Μανιφέστο. Και έτσι μιλούσε και ο Φρανκ, σε αυτό
τον τόνο. Είχε πολύ ισχυρή ταξική συνείδηση. Ήταν ένας ταπεινός νεαρός
και θύμωνε με τις διαφορές των τάξεων. Τον εξόργιζε ότι υπήρχε μια τάξη
πλουσίων και μια τάξη φτωχών ανθρώπων.
Σουλτς: Λέτε, λοιπόν, ότι πολλοί νέοι
άνθρωποι αυτής της γενιάς έφταναν από ανεξάρτητες οδούς σε συμπεράσματα
που στη συνέχεια οδήγησαν στον μαρξισμό.
Εσπίν: Ακριβώς, το ίδιο και στη
δική μου περίπτωση. Εγώ δεν είχα πολλές γνώσεις των βάσεων του
μαρξισμού. Όμως με τον καιρό συνειδητοποιούσαμε ότι ταυτιζόμασταν με τις
μαρξιστικές προσεγγίσεις, ιδιαίτερα καθώς αποκτούσαμε, μέσα στον αγώνα,
ολοένα περισσότερες επαφές με τους αγρότες του Δεύτερου Μετώπου.
Θα έλεγα ότι στη μεγάλη μας
πλειοψηφία -όσοι ήμασταν πανεπιστημιακοί φοιτητές όπως εγώ, μέχρι και
εκείνοι που ήταν αναλφάβητοι όπως ήταν πολλοί από τους αγρότες- σταδιακά
βαδίσαμε προοδευτικά σε αυτή την κατεύθυνση από απλή ανάγκη.
Σουλτς: Λόγω έλλειψης εναλλακτικών;
Εσπίν: Όχι, επειδή είναι μια
αδιάσειστη πραγματικότητα ότι αυτή την κατάσταση έπρεπε να την αλλάξουμε
Αυτό έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρο καθώς, όταν πήγαμε στο Δεύτερο Μέτωπο,
τους έξι τελευταίους μήνες του πολέμου, γνωρίσαμε με ακόμη μεγαλύτερη
ωμότητα πώς ζούσε αυτός ο κόσμος. Δεν υπήρχε ιατρική μέριμνα, ούτε
εκπαίδευση, τίποτα. Ο κόσμος ζούσε σε τρομερές συνθήκες. Ήταν μια ζώνη
πλούσια σε φυτείες καφέ’ ωστόσο, οι αγρότες ήταν απίστευτα φτωχοί.
Επιπλέον, τους άρπαζαν τη γη, τους καίγανε τις καλύβες, σκότωναν τον
κόσμο. Και υπήρχε πλήρης ατιμωρησία.
Καθώς γνωρίζαμε όλο και πιο βαθιά
την ιστορία αυτών των πραγμάτων, συνειδητοποιούσαμε ότι οι αλλαγές θα
έπρεπε να είναι ριζικές. Έτσι πρακτικά μπήκαμε σιγά σιγά στον μαρξιστικό
δρόμο, χωρίς καν να το έχουμε συζητήσει.
ΒΙΛΜΑ ΕΣΠΙΝ
15 Μάη 1985
(Συνέντευξη που δόθηκε στον ανταποκριτή
της New York Times Ταντ Σουλτς, δημοσιευμένη από το Consejo de Estado
de Cuba. Στο Cuban Heritage Collection, Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι)
Ο Φρανκ μου είπε ότι πρέπει να μελετήσω σκληρά για να προετοιμαστώ
για το μέλλον. Ο τρόπος που μιλούσε μου έδινε να καταλάβω ότι δεν
πίστευε ότι θα ζούσε να δει το τέλος του αγώνα. Ιδιαίτερα από τότε που
σκοτώθηκε ο αδερφός του ο Χοσουέ, ο Φρανκ φαίνεται ότι πίστευε ότι ο
χρόνος του τελείωνε. Ακόμα και στα γράμματά του προς τον Φιντέλ,
συνήθιζε να γράφει, «Αν μου δώσουν λίγο ακόμα χρόνο, θα μπορέσω να κάνω
ετούτο και εκείνο». Το έλεγε πολύ συνειδητά, βέβαια. «Τα πράγματα έχουν
στριμώξει πολύ. Θα προσπαθήσω να κερδίσω λίγο χρόνο». Εννοούσε λίγο
ακόμα χρόνο ζωής. Βιαζόταν να καταγράψει τις ιδέες του γύρω από τη
στρατιωτική και την πολιτική μελλοντική δομή, για την αγροτική
μεταρρύθμιση και τη μορφή που έπρεπε να πάρει, για τα ίδια θέματα δηλαδή
που ανέφερε ο Φιντέλ στο «Η Ιστορία θα με δικαιώσει».
Ο Φρανκ ήταν πολύ αυστηρός και ριψοκίνδυνος. Απαιτούσε οι ενέργειες
να εκτελούνται με τον ίδιο τρόπο, χωρίς όμως να χάνονται ζωές χωρίς
λόγο, εξαιτίας υπέρμετρου πάθους. Είχε συγκρουστεί με τον Χοσουέ πάνω
στο ζήτημα αυτό, επειδή ο Χοσουέ ήταν παρορμητικός και εκρηκτικός. Ο
Φρανκ είχε επιστρατεύσει και τον Αγκουστίν Ναβαρέτε, επειδή ήταν στενός
φίλος του Χοσουέ, στην προσπάθειά του να τον θέσει κάπως υπό έλεγχο, να
του κόψει λίγο τη φόρα. Διότι δεν άκουγε κανέναν άλλον. Ο Φρανκ θαύμαζε
πάρα πολύ τον Χοσουέ. Θαύμαζε αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που γνώριζε
ότι μακροπρόθεσμα συνιστούσαν ελάττωμα, αλλά που επίσης φανέρωναν έναν
πολύ ισχυρό, σταθερό χαρακτήρα.
Φρανκ
Παΐς, Φαουστίνο Πέρες, Φιντέλ Κάστρο και Αρμάντο Χάρτ στην πρώτη
συνέλευση της ηγεσίας του Κινήματος της 26ης Ιούλη -του βουνού και των
πόλεων- στη Σιέρα Μαέστρα, 17 Φλεβάρη 1957. «Μέχρι τότε, είπε ο Ερνέστο
Τσε Γκεβάρα, η νομαδική ζωή στην παρανομία του Αντάρτικου Στρατού είχε
καταστήσει αδύνατη μια ανταλλαγή μεταξύ των δύο μερών της 26ης Ιούλη».
Στο σπίτι ο Φρανκ υπήρξε πολύ πειθαρχημένος, ενώ ο Χοσουέ ήταν ο
αντάρτης. Ο Φρανκ θαύμαζε την ανυποταξία του Χοσουέ, επειδή η υπόλοιπη
οικογένεια ήταν πολύ εσωστρεφής και ήσυχη. Όταν κρυβόμασταν στο σπίτι
στο Σαν Χερόνιμο, ο Φρανκ συνέθεσε ένα τραγούδι στο πιάνο με τον τίτλο
Μελαγχολία. Η μελωδία αυτή με συντρόφευε για πολλά χρόνια, μα τώρα την
έχω ξεχάσει. Τι κρίμα που δεν γράφτηκε ποτέ. Ο Φρανκ ήταν πολύ
ευαίσθητος σε θέματα καλλιτεχνικά, στην ομορφιά της φύσης, των γυναικών.
Θαύμαζε πολύ την μητέρα του. Είχε ζήσει μια πολύ δύσκολη ζωή. Ήταν
μια γυναίκα με ισχυρή θέληση και ήταν πάντα πολύ τρυφερός μαζί της. Μου
ζήτησε να αγοράσω μια ορχιδέα την Ημέρα της Μητέρας και να της την πάω,
επειδή δεν μπορούσε να πάει να την δει.
Κατά τη γνώμη μου, η αντίληψη του Φρανκ για τη γυναίκα ήταν αυτό που
μας επέτρεψε να συνεργαστούμε σε απόλυτα ισότιμη βάση με τους άντρες στο
Κίνημα της 26ης Ιούλη. Παρότι είχε λίγο την τάση να προστατεύει τις
γυναίκες από τον κίνδυνο, δεν έκανε καμία απολύτως διάκριση μεταξύ
ανδρών και γυναικών στις αποστολές που τους ανέθετε, με εξαίρεση εκείνες
που απαιτούσαν κάποια ιδιαίτερη σωματική δύναμη.
Φυσικά ο καθένας μας σκέφτεται πόσα πράγματα θα μπορούσε να είχε
προσφέρει ο Φρανκ -όπως και τόσοι συναγωνιστές που σκοτώθηκαν- μετά τη
νίκη της επανάστασης.
Ερώτηση: Όταν πήγατε στη Σιέρα για πρώτη φορά τον Φλεβάρη του 1957, εσύ βρισκόσουν ήδη στην παρανομία;
Εσπίν: Όχι ακόμα. Και είχαμε ακόμα όλους εκείνους τους ανθρώπους στο
σπίτι μου στο Σαντιάγο. Εκεί κάναμε όλες τις επαφές, φυλάγαμε τα
εκρηκτικά ώσπου να τα στείλουμε στη Σιέρα, εκεί κάναμε τα πάντα. Οι
στολές στέλνονταν από εκεί στο Μανσανίγιο και από το Μανσανίγιο στη
Σιέρα. Όλα γίνονταν από αυτό το σπίτι, και φυσικά ήταν επικίνδυνο, διότι
τελικά θα «καιγόταν» κάποια στιγμή. Για αυτό και την νύχτα τους βγάζαμε
και τους πηγαίναμε στα γειτονικά σπίτια. Στην πραγματικότητα όλη η
γειτονιά συνεργαζόταν στην παράνομη δουλειά.
Ύστερα ήρθε μια περίοδος σκληρής καταστολής. Αυτή ήταν η μόνη φορά
που με έπιασαν οι αρχές, αλλά δεν κατάφεραν να με συλλάβουν και να με
πάνε στον στρατώνα. Τρία όργανα ήρθαν ξαφνικά στο εργαστήριο που δούλευα
-δύο δολοφόνοι από την SIM [Servicio de Inteligencia Militar –
Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών], οι οποίοι δικάστηκαν και εκτελέστηκαν
τον Γενάρη του 1959, και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος των Μυστικών
Υπηρεσιών. Είχα μαζί μου ένα πακέτο με φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί
στη Σιέρα τον Φλεβάρη, όπου εμφανίζονταν ο Φιντέλ, ο Φρανκ, ο Ραούλ, ο
Αρμάντο, η Γιεγιέ και εγώ. Χρειάστηκε να παίξω πολύ θέατρο προκειμένου
να μην βρουν τις φωτογραφίες. Τελικά τις πέρασα, σχεδόν σαν πορτοφολάς,
στην τσέπη του γιατρού του εργαστηρίου. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος
και παραλίγο να λιποθυμήσει, διότι νόμιζε ότι επρόκειτο για πιστόλι.
Στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ χειρότερο.
Ο άνδρας των μυστικών υπηρεσιών προσπάθησε να κάνει παζάρι μαζί μου.
Όταν τελικά αποφάσισε ότι η περίπτωσή μου δεν ήταν σοβαρή, είπε ότι
ήθελε να μιλήσουμε μόνοι στο γραφείο του γιατρού.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.
«Πρόσεξε», λέει «έχω ακούσει ότι είμαι στη μαύρη λίστα της παράνομης οργάνωσης».
Τον κοίταζα χωρίς να πω λέξη, και συνέχισε:
«Δεν έχω κάνει τίποτα. Ξέρω τον Χοσουέ Παΐς και τον Πεπίτο Τέι. Εγώ
ήμουν αυτός που τους έπιασε, και ούτε που τους χαστούκισα. Έχω και μια
κορούλα» -τον έπνιγε ένας λυγμός- «και πρόκειται να παραιτηθώ από τις
Μυστικές Υπηρεσίες. Θα πάω να πιάσω δουλειά στην Texaco».
Μέχρι τη νίκη, για πάντα…
«Απ’ όσα μου λες», είπα, «φαίνεται ότι πιστεύεις ότι ανήκω σε ένα
παράνομο κίνημα με μια μαύρη λίστα που περιλαμβάνει το όνομά σου.
Καταλαβαίνω σωστά; Και νομίζεις ότι θα μπορούσα να βγάλω το όνομά σου
από τη λίστα αυτή».
«Δεν είμαι δειλός», είπε.
«Όχι», απάντησα, «αλλά φαίνεται ότι ανησυχείς».
Και τότε κατάλαβα ότι, όσον αφορά τον πράκτορα των Μυστικών
Υπηρεσιών, ήμουν σε ισχυρή θέση. Είχα ξεγελάσει τους άλλους δύο
πράκτορες της SIM δίνοντας μπροστά τους τις φωτογραφίες στον γιατρό
χωρίς να το καταλάβουν. Όλο αυτό το σκηνικό, βέβαια, με είχε αναστατώσει
κάπως. Αλλά δεν είχαν τίποτα εις βάρος μου.
Είχαν ήδη ψάξει το σπίτι μου. Ήταν πεισμένοι ότι ήμουν ανακατεμένη σε
κάτι, επειδή με είχαν δει σε μια διαδήλωση επρόκειτο για εκείνη που
έκαναν οι μητέρες του Σαντιάγο, οι οποίες διαμαρτύρονταν για τις
δολοφονίες επαναστατών. Ο Φρανκ μου είχε απαγορεύσει ρητά να συμμετάσχω
στη διαδήλωση εκείνη επειδή ήταν στις αρχές Γενάρη του 1957 και κρυβόταν
σπίτι μου τόσος κόσμος. Κανείς μας δεν έπρεπε να πάει. Εγώ όμως
ανησυχούσα ότι θα γινόταν αιφνίδια επίθεση και η διαδήλωση θα διαλυόταν.
Δεν ήταν ότι αμφέβαλα για την αποφασιστικότητα των μητέρων, αλλά ποτέ
δεν ήξερε κανείς τι θα έκαναν οι στρατιώτες.
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στη διαδήλωση ήταν ντυμένες πένθιμα. Έτσι
λοιπόν φόρεσα μια κόκκινη ζακέτα, πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή, και
είπα στον Φρανκ ότι απλά θα έβγαινα για λίγο να πάρω μερικές
φωτογραφίες. Στη διασταύρωση των οδών Σαν Φέλιξ και Ενραμάδα, ένα τζιπ
γεμάτο στρατιώτες σταμάτησε μπροστά στη διαδήλωση. Οι μητέρες δίστασαν
για ένα λεπτό, και εγώ φώναξα, «Ας τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο!».
Αρχίσαμε να τραγουδάμε όλο και πιο δυνατά. Τότε μπήκα στην κεφαλή της
πορείας. Ένας δεκανέας του στρατού, εκείνος που με είχε αναγνωρίσει και
είχε έρθει να με συλλάβει στο εργαστήριο, άρχισε να διαπληκτίζεται μαζί
μου. Την επόμενη μέρα η φωτογραφία μου ήταν στο πρωτοσέλιδο της
εφημερίδας Diario de Cuba.
Ο Φρανκ με επέπληξε έντονα για την απειθαρχία αυτή.
Ύστερα από το επεισόδιο του εργαστηρίου, έπρεπε να είμαι πιο
προσεκτική. Έως τότε ήμουν πάντα ο οδηγός του Φρανκ. Οι άνθρωποι
προσέχουν τον οδηγό, όχι τον επιβάτη – αυτή ήταν η θεωρία μου. «Να
κάθεσαι πάντα μπροστά», έλεγα, «διαβάζοντας ένα περιοδικό. Το πιθανότερο
είναι ότι δεν θα σε προσέχει κανείς». Και έτσι ακριβώς συνέβαινε. Την
ημέρα όμως που με ανέκριναν στο εργαστήριο, ο Φρανκ το σταμάτησε αυτό.
«Αν συνεχίσεις να οδηγείς για μένα θα με ‘κάψεις’», είχε πει, «διότι
παραλίγο να σε συλλάβουν». Από τότε οδηγούσε μόνος του, και αυτό ακριβώς
έκανε όταν τον έπιασαν στις αρχές Μάρτη του 1957. Τον συνέλαβαν χωρίς
να γνωρίζουν ποιος είναι.
Όταν ο Φρανκ δεν εμφανίστηκε την επόμενη μέρα, ειδοποίησα τη μητέρα
του και τα κορίτσια. Τους ζήτησα να πάνε στο στρατόπεδο και να κάνουν
σκηνή ώστε να μην τον σκοτώσουν. Επίσης επικοινωνήσαμε με όλες τις
πολιτικές δυνάμεις, την αρχιεπισκοπή, τις πρεσβείες – πιέζαμε τους
πάντες να δημιουργήσουν θόρυβο. Ώσπου να καταλάβουν οι αρχές ότι είχαν
τον Φρανκ, δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν λόγω του σκανδάλου που θα
δημιουργείτο.
Οι συνήγοροι κατηγορίας τον ενέπλεξαν στη δίκη για την απόβαση του
Γκράνμα. Όμως με την υποστήριξη της Αντίστασης Πολιτών, πιέσαμε αρκετά
τους δικηγόρους και το δικαστήριο ώστε να κερδίσουμε την αποφυλάκιση
εκείνων που χρειαζόμασταν αμεσότερα, ιδιαίτερα των νέων, εκείνων που
ήταν σε καλύτερη θέση να αναλάβουν δράση. Οι υπόλοιποι τελικά οδηγήθηκαν
στη φυλακή στο Ίσλα ντε Πίνος.
Ο Φρανκ αποφυλακίστηκε τον Μάη του 1957, και αρχίσαμε να προετοιμάζουμε μια σειρά ενεργειών, επειδή τότε ήταν που ο Μασφερέρ
[Ρολάνδο Μασφερέρ
(1914-1975) – Τη δεκαετία του 1950 οργάνωσε μια παραστρατιωτική δύναμη
γνωστή ως οι «Τίγρεις» που έδρασαν ως τάγματα θανάτου κατά τη διάρκεια
του επαναστατικού πολέμου. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας
τη δεκαετία του 1930. Έλαβε μέρος στον ισπανικό εμφύλιο. Έφτασε να γίνει
ένας πάμπλουτος γερουσιαστής του Μπατίστα, έκανε εκστρατεία στην
Ανατολική επαρχία στις νόθες εκλογές του 1958. Δραπέτευσε από την Κούβα
στις 31 Δεκέμβρη 1958. Σκοτώθηκε σε γκανγκστερική δολοφονία στο Μαϊάμι
όταν εξερράγη παγιδευμένο αυτοκίνητο.] άρχισε να διοργανώνει
πολιτικές συγκεντρώσεις. Από κει και πέρα ο Φρανκ δεν ήθελε να συμμετέχω
καθόλου σε τέτοια πράγματα, γιατί ήμουν εύκολα αναγνωρίσιμη. Κρυβόμουν
επί αρκετούς μήνες.
Τότε ήρθαν οι τρομερές μέρες του Ιούνη και του Ιούλη του 1957. Στις
30 Ιούνη, ο Μασφερέρ διοργάνωσε μια εκδήλωση στο Σαντιάγο. Τοποθετήσαμε
εκρηκτικά για να τη διαλύσουμε, αλλά η μηχανισμός εκπυρσοκρότησης δεν
λειτούργησε. Και τότε συνέβη κάτι τρομερό: Ο Χοσουέ βρισκόταν σε
απόγνωση, βγήκε στον δρόμο, και τον σκότωσαν.
Όλη αυτή η μέρα ήταν φρικτή. Η επιχείρηση στο Σαντιάγο απέτυχε.
Ηττήθηκε η επιχείρηση που είχε ως στόχο το άνοιγμα ενός δεύτερου
μετώπου. Όλοι συνελήφθησαν, ένας συναγωνιστής σκοτώθηκε και ο οπλισμός
έπεσε στα χέρια του εχθρού. Ήταν σκοτεινές οι μέρες εκείνες!
Χρειαστήκαμε όλο τον μήνα του Ιούλη για να συνέλθουμε απ’ όλα αυτά. Μια
Κυριακή, νομίζω ήταν 20 Ιούλη, πήγα να δω τον Φρανκ. Μιλήσαμε για τον
θάνατο του Χοσουέ – ο Φρανκ είχε ήδη γράψει ένα ποίημα γι’ αυτόν.
Ενώ μιλούσαμε, ο Φρανκ είπε ότι χρειαζόταν να αναλάβει σημαντικά
οργανωτικά καθήκοντα, και μου ζήτησε να αναλάβω τον συντονισμό της
δουλειάς του κινήματος σε επίπεδο επαρχίας. Ο Φρανκ δεν ήταν μόνο ηγέτης
του Κινήματος της 26ης Ιούλη σε όλη την επαρχία. Ήταν υπεύθυνος και για
τον συντονισμό των δράσεων σε εθνικό επίπεδο. Δεχόταν τεράστια πίεση.
Τον κυνηγούσαν παντού.
Ταυτόχρονα, προσπαθούσε να θέσει τις βάσεις για τις πολιτοφυλακές που
επρόκειτο να δημιουργηθούν αργότερα. Έστειλε στον Φιντέλ μια σειρά
προτάσεων για τη στρατιωτική δομή του Επαναστατικού Στρατού και την
καθοδήγηση των πολιτοφυλακών σε εθνικό επίπεδο.
Ο Κουβανός επαναστάτης Φρανκ Παΐς
Ο Φρανκ συνέταξε και τον όρκο που έπαιρναν οι εθελοντές
πολιτοφύλακες. Όταν οι συναγωνιστές εντάσσονταν σε έναν πυρήνα δράσης,
υπέγραφαν έναν πολύ δυνατό αλλά και πολύ όμορφο όρκο. Ήταν εξαιρετικός!
Οι όρκοι αυτοί φυλάσσονταν σε μια τράπεζα που χρησιμοποιούσαμε κρυφά.
Είχαμε ένα αρχείο εκεί με τα πραγματικά ονόματα των συναγωνιστών. Ήταν
εξαιρετικά επικίνδυνο, αλλά η δέσμευση ήταν πολύ σοβαρή. Η λίστα αυτή
ποτέ δεν έπεσε στα χέρια του εχθρού. Τη διατηρούσαμε ανάμεσα σε διάφορα
τραπεζικά έγγραφα και κανείς δεν υποψιαζόταν την ύπαρξή της. Τη
διατηρούσε ένας συναγωνιστής που κρατούσε πολύ χαμηλό προφίλ. Του είχε
ανατεθεί το καθήκον αυτό κι ας ήθελε να είναι πιο δραστήριος. Αναφέρομαι
στον Ορτέγα, τον σύζυγο της Φρανσέσα, έναν εξαίρετο, θαρραλέο και
διακριτικό άνθρωπο που πάντα έκανε καλά τη δουλειά που αναλάμβανε.
Έκρυβε στο σπίτι του μια ολόκληρη ομάδα δράσης για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα.
(…) Δέκα μέρες πριν
[από τον θάνατο του Φρανκ]
ο Φρανκ μου ζήτησε να αναλάβω την ευθύνη του συντονισμού της δουλειάς
στην επαρχία, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί στις υποχρεώσεις του σε
εθνικό επίπεδο και να έχει κάποιο χρόνο για να μπορεί να μελετά και να
γράφει.
Εκείνη η μέρα, στο σπίτι του, ήταν η τελευταία φορά που είδα τον
Φρανκ. Ύστερα κρατούσα επαφή μαζί του από το τηλέφωνο. Είχε μεταφερθεί
σε ένα άλλο σπίτι, αλλά η νεαρή γυναίκα που έμενε εκεί ήταν έγκυος και
ανησυχούσε μήπως συλλάβουν τον Φρανκ εκεί. Επειδή τον απασχολούσε αυτό,
πήγε σε ένα άλλο σπίτι το οποίο ο ίδιος είχε προηγουμένως απορρίψει
διότι είχε πάει κάποτε η αστυνομία εκεί για να συλλάβει κάποιον. Ο
συναγωνιστής εκείνος είχε καταφέρει να ξεφύγει, αλλά το πρόβλημα ήταν
ότι το συγκεκριμένο σπίτι δεν είχε έξοδο από την πίσω μεριά. Ανήκε σε
ένα πολύ έμπιστο άτομο, τον Ραούλ Πουχόλ, αλλά ήταν σαν ποντικοπαγίδα.
Λίγες μέρες πριν μετακινηθεί, ο Φρανκ τηλεφώνησε για να μου ζητήσει
να κάνω μια σημαντική επαφή για μια επιχείρηση που είχε να κάνει με την
αποστολή ενός συναγωνιστή στο εξωτερικό για να προμηθευτούμε όπλα. Όταν
τον πήρα πίσω, δεν ήταν πια στο αρχικό σπίτι. Και δεν επέστρεψε το
τηλεφώνημά μου ούτε την επόμενη ούτε και τη μεθεπόμενη. Πραγματικά
εξεπλάγην, γιατί έως τότε πάντα τηλεφωνούσε να πιάσει επαφή κάθε φορά
που άλλαζε σπίτι.
Στις 30 Ιούλη κρυβόμουν σε ένα σπίτι στο Βίστα Αλέγκρε, κοντά στον
ζωολογικό κήπο. Γύρω στις 4 μ.μ. κάποιος τηλεφώνησε για να μου αναφέρει
ότι είχε γίνει φασαρία στην περιοχή που έμενε ο Πουχόλ. Ωστόσο δεν ήξερα
ότι ο Φρανκ ήταν εκεί. Πριν από λίγο μου είχε τηλεφωνήσει δύο φορές.
Την πρώτη φορά, τον ρώτησα γιατί δεν με είχε πάρει νωρίτερα και άρχισα
να του εξηγώ τα αποτελέσματα της δουλειάς που μου είχε αναθέσει. Μιλούσα
πολύ γρήγορα. Είναι πιθανό ότι ήθελε κάτι να μου πει αλλά δεν του έδωσα
την ευκαιρία. Με άκουσε μέχρι το τέλος και έκλεισε το τηλέφωνο.
Δέκα λεπτά αργότερα με ξαναπήρε, αλλά δεν θυμάμαι τι είπε – νομίζω
ότι ήταν κάτι σε σχέση με την ίδια αποστολή. Ετοιμαζόταν να βγει από το
σπίτι, αλλά πάλι δεν είπε τίποτα για ό,τι συνέβαινε.
Μετά από αυτό, ένας συναγωνιστής που γνωρίζαμε στην τηλεφωνική
εταιρεία επικοινώνησε μαζί μου για να μου πει ότι υπήρξε ανταλλαγή
πυροβολισμών (μάλιστα άκουγα πυροβολισμούς στο βάθος) και ότι οι
αστυνομικοί καταδίωκαν κάποιον στις στέγες. Του είπα ότι θα ενημέρωνα
όλους να πάνε κατά εκεί και να δουν εάν μπορούσαν να βοηθήσουν. Ήμασταν
σε θέση να χρησιμοποιούμε τα τηλέφωνα επειδή ο Κάρλος Άματ, ο
συναγωνιστής που εργαζόταν στην τηλεφωνική εταιρεία, μας κρατούσε
ενήμερους για τους τομείς της πόλης που μπορούσαμε να τηλεφωνούμε άφοβα.
Ακόμα και για μια αστική συνδιάλεξη, τον ρωτούσαμε εάν μπορούσαμε να
τηλεφωνήσουμε στην τάδε γειτονιά, και είτε μου έλεγε ότι ναι, μπορούσα,
είτε ότι ο πίνακας είχε ενδείξεις ότι παρακολουθούνταν κάποια τηλέφωνα
εκεί.
Εκείνη τη στιγμή ο Άματ είχε τηλεφωνήσει για να με ρωτήσει εάν ήθελα
να παρακολουθήσω μια συνδιάλεξη μεταξύ του Σάλας Κανισάρες και του
Ταβερνίγια.
[Ραφαέλ Σάλας Κανισάρες
(1913-1956) – Αρχηγός της αστυνομίας στην Αβάνα μετά το πραξικόπημα του
Μπατίστα τον Μάρτη του 1952. Διαβόητος βασανιστής και φονιάς. Πέθανε
από τα τραύματά του κατά τη διάρκεια εφόδου τον Οκτώβρη του 1956 ενάντια
στην πρεσβεία της Αϊτής, όπου η αστυνομία δολοφόνησε 10 μαχητές ενάντια
στον Μπατίστα που είχαν καταφύγει εκεί. Φρανσίσκο Ταβερνίγια Ντολς
(1888-1972) – Στρατηγός που υποστήριξε το πραξικόπημα του Μπατίστα το
1952, μετέπειτα αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού με τον βαθμό του
ανώτερου στρατηγού. Διέφυγε από την Κούβα την 1η Γενάρη 1959.]
Σήκωσα το τηλέφωνο και άκουσα έναν από τους δύο να λέει: «Έλα,
αρχηγέ, θα σου δώσω να μιλήσεις με τον νικητή», και συνέχισε με κάποια
βρομόλογα που δεν θυμάμαι. «Να ο Σαριόλ, αυτός που το έκανε». Τότε ο
Σαριόλ μπήκε στη γραμμή και είπε, «Θα τις πάρω τις 3.000, αρχηγέ; Μόλις
σκοτώσαμε τον Φρανκ Παΐς». Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο Άματ, μόλις
συνειδητοποίησε γιατί πράγμα μιλούσαν, μου έκοψε τη γραμμή, φοβούμενος
ότι θα έλεγα κάτι και θα με άκουγαν. Ήταν μια φρικτή στιγμή.
«Να πεθαίνεις για την πατρίδα είναι να ζεις»
Άρχισα να κάνω έναν γύρο τηλεφωνημάτων για να μάθω λεπτομέρειες. Ο
Ρενέ Ράμος Λατούρ (Ντανιέλ) ήταν μαζί με τον Φρανκ λίγο νωρίτερα για να
συντονίσει ορισμένες δράσεις. Τον βρήκε πολύ καταπτοημένο λόγω του
θανάτου του Χοσουέ έναν μήνα νωρίτερα. Μίλησαν για λίγο και ο Ντανιέλ
έφυγε.
Ο comandante Βίγια (Ντεμέτριο Μοντσένι) είχε φτάσει με ένα φορτηγάκι
και προσπάθησε να πείσει τον Φρανκ να έρθει μαζί του επειδή η περιοχή
ήταν περικυκλωμένη. Αλλά ο Φρανκ είχε κανονίσει με τον Πουχόλ να τον
παραλάβει στη γωνία με ένα νοικιασμένο αμάξι. «Όχι, είναι καλύτερα να
πάω με τον Πουχόλ» είπε ο Φρανκ. «Είναι στον δρόμο, οπότε εσύ μπορείς να
φύγεις πρώτος». Ο Πουχόλ δεν ήταν στην παρανομία.
Όταν έφτασε ο Πουχόλ, πήγε στο σπίτι να βρει τον Φρανκ. Όταν βγήκαν από το σπίτι, τους συνέλαβαν.
Συνέθεσα πάνω κάτω την αλληλουχία των γεγονότων μιλώντας με τη
γυναίκα του Πουχόλ, τη Νένια, και τον γιό τους τον Ραουλίτο που ήταν
τότε δεκατριών χρονών. Τα είχαν δει όλα. Έσπασαν στο ξύλο τον Φρανκ και
τον Ραούλ και τους πέταξαν μέσα στο αυτοκίνητο, είπαν. Η Νένια έτρεξε
πίσω από το αυτοκίνητο ουρλιάζοντας και ολόκληρη η γειτονιά βγήκε έξω.
Φαίνεται ότι η αστυνομία αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να σκοτώσει στα γρήγορα
τον Φρανκ και τον Ραούλ. Αλλιώς θα ήταν αδύνατο γιατί θα αντιμετώπιζαν
την ίδια δημόσια κατακραυγή όπως την προηγούμενη φορά. Έτσι όταν έφτασαν
σε ένα στενάκι δυόμιση τετράγωνα πιο κάτω, η αστυνομία τους έβγαλε από
το αυτοκίνητο και τους σκότωσε επί τόπου.
Το ίδιο απόγευμα μάθαμε ποιος είχε καταδώσει στην αστυνομία. Ήταν η
φιλενάδα του Λαουρεάνο Ιμπάρα, η οποία είχε δει τον Φρανκ να μπαίνει στο
σπίτι του Πουχόλ. Αυτήν τη γυναίκα, την πήραν από το σπίτι του Ιμπάρα
αμέσως και την έστειλαν στο σπίτι μιας κοπέλας την οποία γνώριζα από το
πανεπιστήμιο, την κόρη ενός από τους τραμπούκους του Ιμπάρα, που τον
έλεγαν «Μαύρο» Μαρτίνες. Από κει τη φυγάδευσαν βιαστικά σε ένα καράβι
που βρισκόταν στο λιμάνι και την έστειλαν κατευθείαν στον Άγιο Δομίνικο.
Όταν η γυναίκα αυτή πρωτοανέφερε ότι είχε δει τον Φρανκ, έστειλαν και
κάποιον στο σπίτι ο οποίος υπήρξε συμφοιτητής του στη Διδασκαλική
Ακαδημία -ο οποίος τον είχε υποδείξει στις αρχές και άλλη μία φορά στον
στρατώνα- προκειμένου να βεβαιωθούν ότι πράγματι ήταν αυτός. Μόλις
αναγνώρισε τον Φρανκ αυτό το άτομο, κάποιος ονόματι Ράντιτς περικύκλωσαν
το σπίτι. Αργότερα εμείς τακτοποιήσαμε τον Ράντιτς.
[Λουίς Μαριάνο Ράντιτς Χούστιτς
(1957 θανών) – Συμμαθητής του Φρανκ Παΐς στη Διδασκαλική Ακαδημία στο
Σαντιάγο που προσχώρησε στην αστυνομία της επαρχίας. Επιβεβαίωσε την
ταυτότητα του Παΐς στους αστυνομικούς που τον δολοφόνησαν στις 30 Ιούλη
1957. Εκτελέστηκε από το Κίνημα της 26ης Ιούλη.]
Τι ήταν αυτό το απόγευμα για όλους μας! Αμέσως τηλεφωνήσαμε στη
μητέρα του Φρανκ, την κυρία Ροσάριο και στην κοπέλα του, την Αμέρικα
Ντομίτρο, ώστε να πάνε αμέσως και να απαιτήσουν τη σορό του.
Το σώμα του Φρανκ κείτονταν στη μέση του δρόμου. Όλος ο κόσμος
πήγαινε από κει και γι’ αυτό σηματοδότησαν την περιοχή και απαγόρευαν τη
διέλευση. Η αντίδραση ήταν μεγαλειώδης. Ο Φρανκ ήταν νεκρός και το
Σαντιάγο ντε Κούβα έβραζε. Εκείνο το απομεσήμερο, μαγαζάτορες και μέλη
της Αντίστασης Πολιτών άρχισαν να με παίρνουν τηλέφωνο και να λένε ότι ο
κόσμος ήθελε να κλείσει τα μαγαζιά και να κατέβει σε απεργία – οι
καταστηματάρχες, οι εργαζόμενοι, όλοι. Όλοι συμφώνησαν, και άρχισαν να
κλείνουν τα μαγαζιά.
Επιτέλους έπιασα τη Ροσάριο στο τηλέφωνο. «Πρέπει να πας και κάνεις
σκηνή, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα ώσπου να σου παραδώσουν τη σορό του
Φρανκ», της είπα. Πήγε κατευθείαν με αφάνταστο θάρρος, έτοιμη για όλα.
Όταν έφτασε, οι αρχές είχαν ήδη μεταφέρει τη σορό στο νεκροτομείο. Ο
κόσμος, από την πρώτη στιγμή, προσπαθούσε να πάρει τη σορό και είχαν
γίνει επεισόδια με την αστυνομία. Η αντίδραση του κόσμου ήταν αυθόρμητη
και ισχυρότατη. Ολόκληρη η πόλη σταμάτησε, καθώς ο κόσμος κατευθυνόταν
προς τα εκεί που πήγαιναν τη σορό του Φρανκ. Οι αρχές αποδέσμευσαν τη
σορό. Επίσης έδρασαν αρκετά έξυπνα ώστε να διαμηνύσουν σε όλες τις
αστυνομικές δυνάμεις να μείνουν στους στρατώνες τους ενώ συγκεντρωνόταν
το πλήθος γύρω από το σπίτι της Αμέρικα, όπου είχε μεταφερθεί η σορός.
Ο Φρανκ Παΐς νεκρός
Εκεί ντύσαμε τον Φρανκ και του φορέσαμε τη στολή του. Από τις δύο
πρόδηλες κλίσεις του σαν άνθρωπος -του στρατιώτη και του δάσκαλου- θα
έλεγα ότι η στρατιωτική είχε προτεραιότητα. Επέμενα να ντυθεί με τη
στολή του και με το μπερέ του στο στήθος. Διότι του άρεσε πολύ ο μπερές
του και τον χρησιμοποιούσε. Και να του βάλουν και ένα λευκό τριαντάφυλλο
πάνω στον μπερέ, καθώς και το περιβραχιόνιο της 26ης Ιούλη. Επίσης, να
του δοθεί βαθμός τριών αστέρων, σύμφωνα με το σχέδιο των νέων βαθμίδων
που ο ίδιος επεξεργαζόταν για τον επαναστατικό στρατό, για να το στείλει
στον Φιντέλ.
Η κηδεία μετατράπηκε πραγματικά σε μια παλλαϊκή διαδήλωση.
[Υπολογίζεται
ότι 60.000 άνθρωποι συμμετείχαν, πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού
πληθυσμού του Σαντιάγο ντε Κούβα την εποχή εκείνη.] Έκλεισαν
χώροι δουλειάς. Δεν φαινόταν αστυνομικός πουθενά. Ο λαός είχε καταλάβει
την πόλη. Όσοι δεν πήγαν στο κοιμητήριο έριχναν λουλούδια στο φέρετρο
καθώς περνούσε. Μια ομάδα ανδρών του πολεμικού ναυτικού, στέκονταν
προσοχή καθώς περνούσε από μπροστά τους η κηδεία. Επρόκειτο για την ίδια
ομάδα η οποία, δύο μήνες αργότερα, έλαβε μέρος στην ενέργεια στο
Σιενφουέγος.
[Στις 5 Σεπτέμβρη 1957,
δυνάμεις μέσα στο πολεμικό ναυτικό που αντιτίθεντο στον Μπατίστα, μαζί
με μαχητές του Κινήματος της 26ης Ιούλη κατάλαβαν τη ναυτική βάση του
Σιενφουέγος, διένειμαν τα όπλα που φυλάσσονταν εκεί και πήραν την πόλη
του Σιενφουέγος. Ταυτόχρονες ενέργειες σε άλλες ναυτικές βάσεις, οι
οποίες ήταν κομμάτι ενός γενικότερου σχεδίου, δεν πραγματοποιήθηκαν. Η
εξέγερση του Σιενφουέγος καταπνίγηκε την επόμενη μέρα.]
Δε λέγεται πόσο ήθελα να συμμετάσχω σε αυτή τη λαϊκή έκφραση φόρου
τιμής στον Φρανκ. Είχα όμως αυστηρές διαταγές να μη πάω – διαταγές που
είχε δώσει ο ίδιος ο Φρανκ, όταν με επέκρινε για τη συμμετοχή μου στη
διαδήλωση των μανάδων. Η πειθαρχία όσον αφορά τις δημόσιες εκδηλώσεις
ήταν αυστηρότατη, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μένα να συμμορφωθώ
στην περίσταση εκείνη.
Ερώτηση: Έγινε διαδήλωση την επομένη της δολοφονίας του Φρανκ, την ημέρα της κηδείας;
Εσπίν: Ναι. Ο πρέσβης των ΗΠΑ, Ερλ Σμιθ, έφτασε εκείνο το πρωί. Δεν
θυμάμαι για ποιο λόγο. Νομίζω ότι η επίσκεψη που έκανε στην πόλη, μαζί
με τη γυναίκα του, υποτίθεται ότι θα έδινε μια επίφαση ομαλότητας στο
νησί, ή κάτι τέτοιο.
Αμέσως οργανώσαμε μια διαδήλωση γυναικών ντυμένων πένθιμα στο πάρκο
Σέσπεδες, μπροστά στο δημαρχείο για να κάνουμε φασαρία. Όλες ήταν
ντυμένες στα μαύρα. Υπήρξε συμπλοκή με την αστυνομία, όπου η Γκλόρια
Κουάδρας δάγκωσε το δάκτυλο του Σάλας Κανισάρες τόσο δυνατά που σχεδόν
το έκοψε. Η αστυνομία έριξε νερό με τις μάνικες της πυροσβεστικής κατά
των διαδηλωτριών και ξυλοκοπήθηκε η Νούρια Γκαρσία.
[Γκλόρια Κουάδρας
(1911-1987) – Βετεράνα του αγώνα κατά του Ματσάδο στις αρχές της
δεκαετίας του 1930. Μια ηγέτιδα της εθνικής εκστρατείας αμνηστίας για
τους φυλακισμένους μαχητές της Μονκάδα. Το 1955 ήταν από τα ιδρυτικά
μέλη του Κινήματος της 26ης Ιούλη και υπεύθυνη προπαγάνδας για την
Ανατολική επαρχία. Συμμετείχε στην παράνομη δουλειά των πόλεων. Μετά το
1965 ήταν μέλος της επαρχιακής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της
Κούβας στην Ανατολική επαρχία. Η Νούρια Γκαρσία υπήρξε μαχήτρια της παράνομης οργάνωσης του Κινήματος της 26ης Ιούλη στο Σαντιάγο]
Η κηδεία του Φρανκ Παΐς μια παλλαϊκή συγκέντρωση
Οι περισσότεροι διαδηλωτές δεν κατάφεραν να πάνε στην κηδεία επειδή
συνελήφθησαν. Μπόρεσαν, όμως να δημιουργήσουν μεγάλο σκάνδαλο. Η γυναίκα
του πρέσβη αναστατώθηκε πολύ που είδε τέτοια πράγματα να συμβαίνουν
μπροστά στα μάτια της. Δεν ήταν διόλου συνηθισμένη να βλέπει την
αστυνομία να ξυλοκοπά γυναίκες καθώς αυτές φώναζαν: «Φονιάδες!».
[Την
ίδια ημέρα που έγιναν οι κινητοποιήσεις αυτές, η ανταπόκριση της New
York Times αναφέρει ότι «Διακόσιες γυναίκες διαδήλωσαν κατά της
Κυβέρνησης μπροστά στο Δημαρχείο» καθώς «ο πρέσβης των Ηνωμένων
Πολιτειών Ερλ Ε.Τ. Σμιθ παραλάμβανε το κλειδί της πόλης». Η αστυνομία
αποπειράθηκε να διαλύσει τη διαδήλωση, «κάλεσαν τον στρατό και ένα
πυροσβεστικό αυτοκίνητο έφτασε στο σημείο και άρχισε να καταβρέχει τις
γυναίκες». Όταν οι γυναίκες δεν υποχωρούσαν μπροστά στην επίθεση, «τις
χειροκροτούσαν αρκετές χιλιάδες άτομα που είχαν συγκεντρωθεί στα γύρω
πεζοδρόμια και τα μπαλκόνια».]
Η κηδεία τελέστηκε το ίδιο απόγευμα. Τα συναισθήματα ξεχείλιζαν και ο
κόσμος ήταν εξαγριωμένος. Ο Φρανκ πραγματικά είχε τεράστιο κύρος. Ήταν ο
επικεφαλής του παράνομου κινήματος όχι μόνο στην Ανατολική επαρχία,
αλλά σε ολόκληρο το νησί.(…)
*Κείμενα από το βιβλίο “Βίλμα Εσπίν, Ασέλα ντε λος Σάντος, Γιολάντα
Φερέρ – Γυναίκες στην Κούβα, Μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση” (εκδ.
Διεθνές Βήμα, Αθήνα 2015)