ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Το “αλυσόδεμα” της Ελλάδας ο πρώτιστος στόχος
Τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επιδιώξεις τους καθόριζαν από την πρώτη στιγμή του πολέμου τη στρατηγική και τακτική των Αγγλων και μπροστά στην εκπλήρωσή τους δεν είχαν τον παραμικρό δισταγμό
Η διατήρηση και η παραπέρα ενίσχυση των πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών θέσεων, που είχε η βρετανική αυτοκρατορία προπολεμικά σ’ όλο τον κόσμο, ήταν ο βασικός, στρατηγικός στόχος του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού από την πρώτη μέρα που τα σύννεφα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου άρχισαν να εμφανίζονται στον ουρανό της Ευρώπης. Αυτός ο στόχος καθόριζε τις επιμέρους κινήσεις και την τακτική της. Και όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, όπως και σ’ όλη τη διάρκειά του, η σφραγίδα του στρατηγικού αυτού στόχου μπαίνει βαριά σε όλες τις ενέργειες των Αγγλων. Ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα και η νίκη κατά του φασιστικού τέρατος, η αναγκαία προϋπόθεση, για την παγκόσμια ενίσχυση του βρετανικού αυτοκρατορικού λέοντα.
Η Ελλάδα, χώρα μισοαποικιακή και βαθιά εξαρτημένη, με το βρετανικό κεφάλαιο να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αμέσως πριν τον πόλεμο περίοδο, αποτελούσε έναν από τους βασικούς στόχους της βρετανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. “Η βρετανική αυτοκρατορία, έγραφε ο Τσόρτσιλ προς τους Αμερικανούς το 1943, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τις θέσεις της στη Μεσόγειο, δεν πρέπει να χάσει την Ελλάδα, γιατί αργότερα θα χάσει την Ιταλία και την Τουρκία”.
Η τακτική του “διαίρει και βασίλευε”
Τρία ολόκληρα χρόνια, από το 1941 έως την απελευθέρωση, η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση αντιμετωπίζει καθημερινά την υποκριτική, διπρόσωπη και ύπουλη τακτική των Εγγλέζων. Τυπικά ήταν σύμμαχοι στο μεγάλο και κοινό αντιφασιστικό αγώνα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι διαθέσεις και η πρακτική τους κλιμακώνονταν από μη φιλικές, μέχρι απροκάλυπτα εχθρικές. Εκαναν ό,τι μπορούσαν και πέρναγε από το χέρι τους, για να σκάψουν το λάκκο του ΕΑΜ. Η γνωστή και από παλιότερα τακτική τους του “διαίρει και βασίλευε” γνώρισε νέες μέρες… δόξας. Η συκοφαντία και η εχθρική προπαγάνδα, μαζί με τις ραδιουργίες και τις ίντριγκες, ήταν οι πλέον συνηθισμένες μεθοδεύσεις τους. Στα πλαίσια αυτά συνεργάστηκαν και αξιοποίησαν τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β’, τον αστικό πολιτικό κόσμο της χώρας, ακόμη και συνεργάτες των Γερμανών κατακτητών, όπως ο επίσκοπος Δαμασκηνός. Ενίσχυαν πολύμορφα, με όπλα, λίρες και άλλα εφόδια, άλλες αντάρτικες ομάδες (π.χ. ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ), για να αποδυναμώσουν την επιρροή του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στο λαό και να τον στρέψουν ενάντια στην ΕΑΜική Αντίσταση, ενώ την ίδια στιγμή στερούσαν από την τελευταία και τα πλέον στοιχειώδη για τη διεξαγωγή του αντιφασιστικού αγώνα. Εφτασαν για την προώθηση των σκοπών τους, μέχρι και στη συγκρότηση ανάλογων οργανώσεων και ένοπλων ομάδων, ενώ δε δίστασαν να προχωρήσουν σε συνεργασία με τα Τάγματα Ασφάλειας και τους Χίτες, ακόμη και με τους Γερμανούς κατακτητές.
Η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, όμως, παρ’ όλα όσα μετέρχονταν οι Εγγλέζοι, κατορθώνει να αναδειχτεί στη μοναδική ουσιαστικά αντιφασιστική και απελευθερωτική δύναμη στη χώρα. Η επιρροή της στο λαό δυναμώνει ραγδαία και σύντομα γίνεται η ψυχή και η συνείδηση του αγωνιζόμενου έθνους, η ελπίδα για ένα μεταπελευθερωτικό, λαοκρατικό αύριο της ανοικοδόμησης και της αναγέννησης. Η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου, που συνεργάζεται με τους Εγγλέζους, στηρίζοντας στους τελευταίους τους δικούς της, ιδιοτελείς στόχους, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη συνεχώς επιρροή και κύρος του ΕΑΜ. Και καθώς, η στροφή του πολέμου, που σημαδεύτηκε από την ηρωική μάχη του Στάλιγκραντ (2 Φλεβάρη 1943), έχει πλέον ολοκληρωθεί και ο Κόκκινος Στρατός σημειώνει τη μία νίκη μετά την άλλη, ο εγγλέζικος ιμπεριαλισμός καταλαβαίνει πως πρέπει να χρησιμοποιήσει τα “μεγάλα μέσα” και προσανατολίζεται ανάλογα.
Αποφασίζεται η επέμβαση
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του ίδιου του Ουίν. Τσόρτσιλ, η ιδέα της επέμβασης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1943, στη διάρκεια της συνδιάσκεψης Τσόρτσιλ – Ρούσβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά, όταν είδαν πως οι θέσεις του ΕΑΜ, για ομαλές και σύμφωνες με τη θέληση του λαού μεταπελευθερωτικές εξελίξεις, έχουν κερδίσει σημαντικές θέσεις και ο αστικός πολιτικός κόσμος της χώρας αδυνατεί να χειραγωγήσει τις εξελίξεις. Γράφει σχετικά ο Τσόρτσιλ: “Ηταν η πρώτη σκέψη, ότι ήμασταν υποχρεωμένοι να επέμβουμε στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας τη στιγμή της απελευθέρωσης”. Και λίγο μετά, με ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου 1943, γράφει πως είναι απαραίτητο να σταλούν 5.000 Βρετανοί στρατιώτες, “εάν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν την Ελλάδα, με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και πυροβόλα…”. Ενώ, σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών, Αντονι Ιντεν, το Νοέμβρη του 1943 σημειώνει: “Θα πρέπει το χτύπημα, για να είναι αποφασιστικό, να καταφερθεί κατά του ΕΛΑΣ την κατάλληλη στιγμή”.
Ηδη, από την άνοιξη του 1943, έχει σχηματιστεί – και με τη σύμφωνη γνώμη και τη συνεργασία των Εγγλέζων – η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη. Βασικοί της στόχοι είναι η δημιουργία και η συγκρότηση των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας και η ένταση του αντικομμουνισμού, των διώξεων και των δολοφονιών αντιστασιακών στελεχών. Κι ενώ, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχωρούσαν στον αφοπλισμό των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και ενίσχυαν τον εξοπλισμό και το αξιόμαχο του αντάρτικου κινήματος, οι Γερμανοί οργανώνουν σε όλη σχεδόν την Ελλάδα εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (Οκτώβρης του 1943 έως το Φλεβάρη του 1944) και ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του Ζέρβα – υποκινούμενες από τους Βρετανούς – επιτίθενται ενάντια σε τμήματα του ΕΛΑΣ στην Ηπειρο. Την ίδια στιγμή (Νοέμβρης του 1943), ο πράκτορας των Εγγλέζων, Νεοζηλανδός λοχαγός Ντόναλντ Στοτ πραγματοποιούσε στο σπίτι του διορισμένου δημάρχου Αθήνας, Αγ. Γεωργάτου, δύο χωριστές και αποκαλυπτικές για το περιεχόμενό τους συσκέψεις. Μία, με τον εξουσιοδοτημένο από το Βερολίνο Γερμανό αξιωματικό Λόος και μία, με τους ηγέτες των δωσιλογικών εθνικιστικών οργανώσεων, των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας Πόλεων, του ΕΔΕΣ Αθήνας, (Παπαγεωργίου, Παπαθανασόπουλου, Βεντήρη, Γρίβα, κλπ.). Η πρώτη αποσκοπούσε στη διερεύνηση των δυνατοτήτων χωριστής αγγλογερμανικής συμφωνίας, με σκοπό την παύση του πολέμου, ώστε να σταματήσει η προέλαση του σοβιετικού “Κόκκινου Στρατού” στο ανατολικό μέτωπο. Η δεύτερη, στην οποία παραβρέθηκε και αξιωματικός της Γκεστάπο, στόχευε στο ξεπέρασμα των διαφορών, που έχουν μεταξύ τους οι δωσιλογικές οργανώσεις και στη συνένωσή τους στην ομοσπονδιακή οργάνωση, Πανελλήνιος Απελευθερωτικός Σύνδεσμος. Κατέληξε δε στη σύνταξη και υπογραφή συμφώνου αντικομμουνιστικής συνεργασίας, που υπέγραψαν όλοι οι μετέχοντες αντιπρόσωποι. Ταυτόχρονα, η βρετανική διπλωματία ερχόταν σε επαφή με την τουρκική κυβέρνηση και παζάρευε μαζί της την είσοδο της Τουρκίας στο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων (και ειδικότερα των Αγγλων…), με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Λήμνου και έξι νησιών των Δωδεκάνησων.
Τα σχέδια των Εγγλέζων, όμως, δεν καρποφορούν σε όση έκταση επιθυμούσαν. Εμφανώς απογοητευμένος ο Τσόρτσιλ σημειώνει στα απομνημονεύματά του, για τα σχετικά αποτελέσματα της διάσκεψης της Τεχεράνης (1 Δεκέμβρη του 1943): “Οι αποφάσεις της Τεχεράνης επηρέασαν έμμεσα τη θέση της Ελλάδας… Οι σύμμαχοι δε θα αναλάβουν ποτέ πια μεγάλη απόβαση στη χώρα αυτή, αλλά και ήταν απίθανο να σταλούν αξιόλογες βρετανικές δυνάμεις στην περίπτωση γερμανικής αποχώρησης”. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν πτοεί τους εκπροσώπους της βρετανικής αυτοκρατορίας. Μέσα στο 1944 ενέτειναν την εφαρμογή των διχαστικών ενεργειών τους και εκμεταλλευόμενοι και τα τραγικά λάθη της ηγεσίας του κινήματος (συμφωνία του Λιβάνου, της Καζέρτας, κλπ.) δημιούργησαν προϋποθέσεις για την ανοιχτή, ένοπλη επέμβασή τους στην Ελλάδα και τη βίαιη επιβολή των αντιλαϊκών και διχαστικών επιδιώξεων και στόχων τους.
ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Τα εγκληματικά, διχαστικά σχέδια σε πλήρη δράση
Τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις ακτές της δυτικής Πελοποννήσου, στις αρχές του Οκτώβρη 1944, αφού ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει το νότιο τμήμα της χώρας και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή της πρωτεύουσας. Είναι ολοφάνερο, πως η απόβαση αυτή δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στόχο, σχετικό με τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Γεγονός, που αποδείχνεται τόσο από τη συμφωνία Βρετανών – Γερμανών, σχετικά με την ανεμπόδιστη αποχώρηση των τελευταίων από την Ελλάδα, όσο και από ανάλογη δήλωση του Τσόρτσιλ, που έγινε στις 8 Δεκέμβρη 1944 στη βρετανική Βουλή: “Τα αγγλικά στρατεύματα πραγματοποίησαν εισβολή στην Ελλάδα, η οποία δεν υπαγορευόταν από πολεμική αναγκαιότητα, επειδή η κατάσταση των Γερμανών στην Ελλάδα είχε καταστεί απελπιστική”. (Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, α` τόμος, σ. 485).
Στις 15 Οκτώβρη – τρεις μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας – έρχεται στην πρωτεύουσα ο στρατηγός Σκόμπι και τις ίδιες μέρες αποβιβάστηκαν στο Πασαλιμάνι και άλλα αγγλικά στρατεύματα.
Το σχέδιο “Μάνα”
Οι ενέργειες, όμως, αυτές ήταν ενταγμένες στο σχέδιο επέμβασης στην Ελλάδα, το οποίο ήταν από καιρό επεξεργασμένο και είχε την κωδική ονομασία “Μάνα”. Για το σχέδιο αυτό σημειώνει ο Τσόρτσιλ στα απομνημονεύματά του: “Το σχέδιο συνίστατο βασικά στην κατάληψη των Αθηνών και του αεροδρομίου των από μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, στο να εγκαταστήσουμε 4 σμήνη καταδιωκτικών, να εκκαθαρίσουμε το λιμάνι Πειραιώς, για την αποβίβαση μεταγενεστέρως ενισχύσεων… Η καθυστέρησις που εσημείωσαν οι Γερμανοί στην εκκένωσιν των Αθηνών μάς υποχρέωσε να τροποποιήσουμε το σχέδιό μας. Τίποτε δεν έδειχνε μια προσεχή αναχώρησιν της φρουράς, δυνάμεων 10.000 ανδρών και γι’ αυτόν τον λόγο, στις 13 Σεπτέμβρη ετηλεγράφησα στο στρατηγό Ουίλσον, για να του είπω να ετοιμάσει μια προκαταρκτική κάθοδο στην Πελοπόννησο, απ’ όπου ο εχθρός ήδη υποχωρούσε προς τη διώρυγα της Κορίνθου. Από τα μεσάνυχτα της 13ης του Σεπτεμβρίου τα στρατεύματα του “Μάνα” ετέθησαν σε 48ωρη επιφυλακή. Διοικητής ήταν ο στρατηγός Σκόμπι… “.
Ηδη, από τις 12 Σεπτέμβρη και πάλι στις 22 του ίδιου μήνα, ο Γ. Παπανδρέου, φοβισμένος από τις παλλαϊκές διαστάσεις, που έπαιρνε η απελευθερωτική δράση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά και η ορμητική προέλαση του σοβιετικού στρατού στα Βαλκάνια, τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ: “… Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρίσιμου καταστάσεως, τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν… “. (από το βιβλίο του Ν. Κεπέση: “Ο Δεκέμβρης του 1944″, σ. 41).
Οι πρώτες μέρες της απελευθέρωσης
Στις 18 Οκτώβρη έρχεται στην Αθήνα η κυβέρνηση της “Εθνικής Ενότητας”. Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στη μεγαλειώδη συγκέντρωση του αθηναϊκού λαού, που έγινε στην πλατεία Συντάγματος, διακήρυξε ξανά ότι η κυβέρνηση έχει πρόγραμμα την οικονομική ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και των Σωμάτων Ασφαλείας από τους συνεργάτες των κατακτητών, την επιβολή σκληρών κυρώσεων κατά των προδοτών της πατρίδας, την αποκατάσταση κράτους δικαίου, που θα προασπίζει τα δικαιώματα του λαού, κλπ. Πομπώδεις διακηρύξεις και μεγαλοστομίες, που διαψεύστηκαν οικτρά τις αμέσως επόμενες μέρες, καθώς σε ριζικά αντίθετη κατεύθυνση ήταν τα έργα τόσο του ιδίου όσο και των Εγγλέζων.
Να, πώς συνοψίζει τα γεγονότα των πρώτων μεταπελευθερωτικών ημερών και μέχρι το Δεκέμβρη, ο Ν. Κεπέσης, στο βιβλίο του “Ο Δεκέμβρης του 1944″: “Παρ’ όλ’ αυτά και μόνο από τη μελέτη των γεγονότων της περιόδου εκείνης, χωρίς τη βοήθεια των στοιχείων απ’ τα παρασκήνια, που ήλθαν στο φως της δημοσιότητας μεταπολεμικά, βγαίνει το συμπέρασμα, ότι η ανίερη συμμαχία των Αγγλων, της Δεξιάς και του Παπανδρέου, με την καθοδήγηση των πρώτων, δρούσε με βάση ένα “σχέδιο ενέργειας”. Το σχέδιο εκείνο, επεξεργασμένο, όπως φαίνεται, από πριν από τους Αγγλους βασικά, προσαρμοζόταν κάθε τόσο, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, χωρίς όμως να παρεκκλίνει από τη βασική του κατεύθυνση.
Το σχέδιο εκείνο, όπως συνάγεται από τη μελέτη όλων των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν και τα ζήσαμε, απόβλεπε κυρίως στα εξής:
α. Εξοπλισμός των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν συνεργάτες των καταχτητών.
β. Ενίσχυση των θέσεών τους μέσα στα Σώματα Ασφαλείας, ενώ θα έπρεπε να εκκαθαρισθούν από τα δοσίλογα στοιχεία, όπως προβλέπανε οι συμφωνίες στο Λίβανο και την Καζέρτα.
γ. Τρενάρισμα της δίκης των μεγαλοδοσιλόγων, για να μη βγούνε στη φόρα τόσα και τόσα “άπλυτα”.
δ. Οργάνωση προκλήσεων ενάντια στο λαό και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ από τις τρομοκρατικές, παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς, με δολοφονικές και άλλες έκνομες ενέργειες.
ε. Περιορισμό, βαθμιαία, των δικαιωμάτων του ΕΛΑΣ, όπως θα δούμε συγκεκριμένα παρακάτω, μέχρι και του σημείου να αξιώσουν το μονομερή αφοπλισμό και τη διάλυσή του”.
Η συμφωνία Τσόρτσιλ – Χίτλερ
Το πλέον, ίσως, χαρακτηριστικό παράδειγμα και απόδειξη συνάμα της ακραία ιδιοτελούς, βαθιά αντιλαϊκής και παντελώς ανήθικης στάσης και τακτικής του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού αποτελεί η σχετική με την Ελλάδα συμφωνία του, με τον Χίτλερ. Προκειμένου να διευκολύνει το “πέρασμα” της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής και να δυσκολέψει την προέλαση του σοβιετικού “Κόκκινου Στρατού”, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δε δίστασε να κάνει κάτι μοναδικό στα χρονικά του πολέμου, ενώ αυτός ακόμη συνεχιζόταν.
Να, πώς περιγράφει το γεγονός ο Αλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής και Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ, σε συνέντευξή του στον Β. Μαθιόπουλο, που είχε δημοσιευτεί στο “Βήμα” στα 1976 (Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του ίδιου “Ο Δεκέμβριος του 1944″):
“Είμαι αυτήκοος μάρτυρας ενός γεγονότος, που μας είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη εντύπωση το φθινόπωρο του 1944. Θυμάμαι συγκεκριμένα ότι ο στρατηγός Γιοντλ, αρχηγός του Γενικού (γερμανικού) Επιτελείου, ήρθε μια μέρα και μου ανέφερε ότι επήλθε συμφωνία σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, που αφορούσε την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε και όπως γνωρίζω ΜΟΝΑΔΙΚΗ σε όλο τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούσε – όπως, τουλάχιστον, μου είπε ο Γιοντλ – την εκκένωση της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα χωρίς βρετανική ενόχληση. Η συμφωνία αυτή έγινε στη Λισαβόνα και το ποιος είχε την πρωτοβουλία δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι δεν έγινε σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά πολύ ψηλότερα, για να μην υπάρξουν ακριτομυθίες. Η πληροφορία για το περίεργο αυτό “τζέντλεμαν αγκρίμεντ” μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου προκάλεσε σε όσους το έμαθαν κατάπληξη. Και, πράγματι, οι Αγγλοι την τήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά σκάφη φορτώθηκαν στρατό από τα ελληνικά νησιά – που εκκένωσαν – πέρασαν, το φθινόπωρο του 1944, ανενόχλητα μπροστά από τα μάτια των Βρετανών και ανάμεσα από τα βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Αγγλους αμαχητί και μ’ αυτόν το τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και, βέβαια, ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις, που κατείχαν το ελληνικό χώρο”.
Πενήντα και πλέον χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες – χώρια οι 20.000, που έμειναν στην Κρήτη για αρκετό καιρό μετά την απελευθέρωση της χώρας – με όλον το βαρύ οπλισμό τους, κατάφεραν έτσι να αποχωρήσουν από την Ελλάδα, με μόνο αντίπαλο τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Δυνάμεις, που χρησιμοποιήθηκαν στους επόμενους μήνες, όχι μόνο στο ανατολικό μέτωπο, αλλά και στο δυτικό, απέναντι στις βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις. Στοιχείο, που ήταν προφανώς σε γνώση της βρετανικής ηγεσίας, αλλά δε στάθηκε δυνατό να εμποδίσει την άθλια συμφωνία. Είναι κι αυτό ένα γεγονός, που φανερώνει πόσο ήταν αποφασισμένος να κάνει οτιδήποτε ο Τσόρτσιλ, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ιμπεριαλιστικές βρετανικές επιδιώξεις και στόχους.
Πηγή: Ειδικό αφιέρωμα Ριζοσπάστη
Πίσω στα περιεχόμενα
http://erodotos.wordpress.com/istoria-dse/