Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον
...δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον
Από τη στιγμή όμως που οι έλληνες κομμουνιστές ξέχασαν να πεθάνουν οικειοθελώς, όπως μας είπε τις προάλλες ο πολύς ζίζεκ, επιβάλλεται να ακολουθήσουν την ίδια τακτικά και να εφαρμόσουν τα ίδια μέτρα. Κι οι καταλληλότεροι για να επιτελέσουν αυτήν την ευθανασία είναι οι φασίστες. Οπότε πριμοδοτούνται με κάθε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, ακόμα κι όταν τους «χτυπάει» σύσσωμο το αστικό πολιτικό σύστημα.
Γιατί η μόνη περίπτωση να γίνει συμπαθής η χρυσή αυγή είναι να τους «επιτεθεί» έμπλεος υποκρισίας ο εσμός των αστών δημοσιογράφων και να τους «σταυρώσει» φορώντας τους φωτοστέφανο στα μάτια του κόσμου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι επικίνδυνοι. Κατόρθωσαν να καταστήσουν συμπαθή ακόμα και τον γιωργάκη, στηρίζοντας απροκάλυπτα το βενιζέλο, στις εσωτερικές εκλογές του πασόκ. Ο μόνος τρόπος να μη βγουν χαμένοι οι φασίστες είναι να μην εκτίθενται τηλεοπτικά και να μην εμφανίζονται στα κανάλια. Κι ο μόνος τρόπος να βγουν κερδισμένοι από όλη αυτή την ιστορία είναι να φαίνονται αποκλεισμένοι από το γυαλί, επειδή είναι αντισυστημικοί και τους φοβάται το κατεστημένο.
Αλλά η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού ήταν και παραμένει ο κομμουνισμός. Κι η βασική αντίφαση των αστών πολιτικών και διανοητών, ακόμα και στην πιο δημοκρατική ή ριζοσπαστική εκδοχή τους, είναι ότι πρέπει να παρουσιάζονται ως διαπρύσιοι πολέμιοι του φασισμού, αλλά να τον ευνοούν πλαγίως κι υπογείως, να ταΐζουν τα μαντρόσκυλα του συστήματος ενάντια σε αυτούς που το απειλούν πραγματικά, που στοχεύουν στον πυρήνα του κι όχι στο περιτύλιγμα, στην καρδιά της πολυπλόκαμης αστικής εξουσίας κι όχι στα επιμέρους πλοκάμια της, που τα τρως και ξαναφυτρώνουν από την αρχή.
Γιατί αν σκέφτεσαι ταξικά από τη σκοπιά των εκμεταλλευτών κι έχεις αποφασίσει ότι αυτοί που άργησαν να πεθάνουν είναι οι κομμουνιστές, δε γίνεται να κάψεις έτσι εύκολα το χαρτί του φασισμού. Οπότε αφήνουν τους φασίστες στο μύλο του life style (που όλα τα αλέθει) για να τους παρουσιάσουν ακίνδυνους και γλυκούληδες, «απλούς ανθρώπους σαν κι εμάς». Τους βαφτίζουν άφρονες για να έχουν το ακαταλόγιστο. Τους εξομοιώνουν πολιτικά με τους κομμουνιστές, με την πολύ βολική θεωρία των άκρων, για να βγάλουν τον εαυτό τους στον αφρό του λογικού και δημοκρατικού κέντρου, μαζί με τον χυλό του «μεσαίου χώρου» όπου στριμώχνουν τον παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο, τον μονίμως μέτριο και πάντα μετρημένο. Κι ύστερα λένε τα ίδια ακριβώς με τους φασίστες, αλλά από τη θέση του «δημοκράτη»: από την ελληνική ιστορία, μέχρι την εε και τους μετανάστες.
Και σε περιόδους κρίσης δίνουν το ελεύθερο στους φασίστες να πετύχουν με το μαστίγιο, ό,τι δεν κατάφεραν οι σοσιαλδημοκράτες (παλιάς και νέας κοπής, με κλασικό ή ριζοσπαστικό ένδυμα) με το καρότο. Κι αυτό δεν είναι η «αναγέννηση» της τρίτης περιόδου της κομιντέρν και της παλιάς θεωρίας του σοσιαλφασισμού, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το νέο κραχ και τη σύγχρονη δημοκρατία της βαϊμάρης. Αλλά απλή ανάλυση της σύγχρονης ιστορίας κι εξαγωγή συμπερασμάτων.
Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον, καινούριο κάτι τάχα να μας φέρει
(...) μα πάλι θε να απλώσει σαν χολέρα, πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου
Το βασικό πρόβλημα σήμερα είν’ αυτό της (μη) κατανόησης, στην οποία αναφέρεται η προστακτική στον τίτλο: κατάλαβέ τον. Κι ίσως μια βασική πτυχή του να είναι ότι το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό σχετικά με τα χθεσινά είναι το τραγούδι της δημητριάδη, που είναι όπως και τότε επίκαιρο διαχρονικό, αλλά γράφτηκε 30τόσα χρόνια πριν. Ίσως το πρόβλημα – ή μία πτυχή του να είναι ότι στο ενδιάμεσο δε γράφτηκε τίποτα αντίστοιχο (ελάχιστα από ποσοτική άποψη και σχεδόν κανένα από ποιοτική) για να μιλήσει για το φασισμό της εποχής μας. Ότι μια καινούρια γενιά αγνοεί στην πλειοψηφία της την ύπαρξη του τραγουδιού. Κι αυτοί που το ήξεραν, έμαθαν να το ακούν μηχανικά, χωρίς να τους κάνει αίσθηση και να σκέφτονται τι σημαίνουν πραγματικά οι στίχοι.
Ο φασισμός πάτησε πάνω στην ανεμελιά και την επίπλαστη ευμάρεια του μέσου έλληνα που έχασε τα ταξικά γυαλιά του. Και τώρα αναζητεί μια ουτοπική επιστροφή στο μεταπολιτευτικό παρελθόν και την ανεμελιά του, χωρίς όμως το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, που απέσπασε μια σειρά κατακτήσεις πριν πιαστεί στα δίχτυα της αλλαγής και εκφυλιστεί. Κι αυτό είναι που καθιστά ακόμα πιο ουτοπική αυτήν τη νοσταλγία του.
Ενώ όμως ονειρεύεται μια φυγή προς τα πίσω από τα αδιέξοδα της κρίσης και μια ρομαντική επιστροφή στο παρελθόν, έχει μάθει να θεωρεί τους κομμουνιστές κομμάτι του παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί. Και τον κομμουνισμό μια ουτοπική θεωρία που δεν έρχεται από το μέλλον της ανθρωπότητας αλλά από την εποχή που γράφτηκε το τραγούδι της δημητριάδη κι από το παρελθόν που χρεωκόπησε.
Και εδώ εκδηλώνεται η σχιζοφρενική αντίφαση του χυλού που πλάθουν τα αστικά επιτελεία και τον πλασάρουν ως έτοιμη κοινή γνώμη για να καλύπτει αυτούς που δεν έχουν διαμορφώσει τη δική τους. Γιατί την ίδια στιγμή ο «μέσος έλληνας» φαίνεται να μαγεύεται από το «καινούριο» της αναπαλαιωμένης σοσιαλδημοκρατίας ή από τη σκουριά και τη ναφθαλίνη του φασισμού.
Κι αυτό δείχνει το μέτρο των δυσκολιών που έχουν μπροστά τους οι κομμουνιστές. Γιατί αν ο φασισμός ήταν η πολιτική απάντηση των αστών στο κραχ του 29 και την αυξανόμενη ακτινοβολία της σοβιετικής ένωσης και των κομμουνιστών, σήμερα η κρίση και ο νεοναζισμός ως πολιτικό παρεπόμενο της, βρίσκουν το κομμουνιστικό κίνημα αδύναμο και υπό αναδιοργάνωση, και πατάνε στα κενά και τις αδυναμίες του για να εξαπλωθούν.
Στο μεσοπόλεμο το εργατικό κίνημα ήταν μαζικό και οργανωμένο, οπότε μπορούσε να δώσει τη μάχη ενάντια στο φασισμό από καλύτερες θέσεις – αν και όχι πάντα νικηφόρα. Ενώ σήμερα αυτά τα δύο στοιχεία (μαζικότητα και οργάνωση στους χώρους δουλειάς) δεν παραμένουν απλώς ζητούμενο, αλλά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση του φασισμού κι ειδικότερα της χρυσής αυγής περνάει σήμερα σε άλλο επίπεδο. Όσο η τελευταία ανήκε αντικειμενικά στο περιθώριο, έβρισκε αντίβαρο στη δράση και τα αυτοκόλλητα άλλων περιθωριακών δυνάμεων από τον αναρχικό και τον τροτσκιστικό χώρο. Σήμερα όμως θα ήταν εγκληματικό να αφήσουμε στα ίδια χέρια το καθήκον της απόκρουσης της. Τα χρυσά αυγά εκκόλαψαν το ναζιστικό φίδι και έγιναν χρυσόφιδα που δηλητηριάζουν τις συνειδήσεις των νέων παιδιών και της εργατικής τάξης. Και τώρα που αλλάζουν το αντισυστημικό τους δέρμα και δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο έχει έρθει η ώρα να πέσουν σε χειμερία νάρκη διαρκείας και να επιστρέψουν στις τρύπες τους.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα