Για ορισμένες πτυχές του Β” Παγκοσμίου Πολέμου
Η ανάρτηση αποτελεί μέρος του αφιερώματός μας στην Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Το «Ατέχνως» παρουσιάζει σήμερα εκτεταμένα αποσπάσματα από δύο έργα
του αείμνηστου Θανάση Παπαρήγα και του σοβιετικού διπλωμάτη-ιστορικού
Ιβάν Μάισκι, που φωτίζουν μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές του β’
παγκόσμιου πολέμου και του χαρακτήρα του.Ξεκινάμε με τα αποσπάσματα από το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Παπαρήγα «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκέψεις για μερικές πλευρές του». Το εν λόγω κεφάλαιο μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο και στο ηλεκτρονικό αρχείο της ΚΟΜΕΠ που το είχε δημοσιεύσει στην επέτειο των 60χρονων της αντιφασιστικής νίκης, δέκα χρόνια πριν.
Η σύνδεση ναζισμού-καταστροφής (και όχι απλώς ήττας) της ΕΣΣΔ φαίνεται πολύ καθαρά. Η ναζιστική ηγεσία το ξέρει πολύ καλά και όλη της η θητεία δεν είναι παρά η συστηματική οικονομική, στρατιωτική, τεχνική και ιδεολογική προετοιμασία γι” αυτό. Η διάσταση της ναζιστικής πολιτικής που αφορά στην αναδιανομή του κόσμου σε βάρος των άλλων δυνάμεων υποτάσσεται, από την πλευρά της μακροπρόθεσμης «τεχνικής», στο στόχο της καταστροφής της ΕΣΣΔ και έχει αξία, στα μάτια της αστικής τάξης, μόνο αν εξυπηρετεί αυτό το στόχο.
Αυτό θα φανεί πολύ καθαρά στη διάρκεια του πολέμου.
«Όταν μιλάμε για τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ένας μόνο πόλεμος αλλά πολλοί. Ο πόλεμος που έκαναν ο βρετανοαμερικανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ενάντια στο γερμανικό ανταγωνιστή τους δεν είχε πολλά κοινά με τον εθνικό αντιφασιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ. Ο πόλεμος στη Δύση ήταν ένας πόλεμος μεταξύ στρατών της αστικής τάξης. Ο πόλεμος στη Δύση παρέμενε, κατά κάποιο τρόπο, ένας πόλεμος περισσότερο ή λιγότερο «πολιτισμένος» μεταξύ «πολιτισμένων» αστών».
Η άποψη αυτή του L. Martens έχει, αναμφίβολα, πολλά στοιχεία υπέρ της. Ένα από αυτά είναι, αναμφίβολα, η ίδια η διεξαγωγή του πολέμου.
Στο μέτωπο Γερμανίας-ΕΣΣΔ, ο πόλεμος παίρνει, από την αρχή, ένα χαρακτήρα συστηματικά εξοντωτικό. Κατ” αρχήν, οι ίδιες οι σοβιετικές δυνάμεις, καθώς αναδιπλώνονται προς την Ανατολή, κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να μην αφήσουν τίποτα πίσω τους. Οι ναζιστικές δυνάμεις κάνουν το ίδιο και θα το επαναλάβουν ακόμα πιο εμπεριστατωμένα στη φάση της υποχώρησής τους.
Οι σφαγές είναι κάτι το σύνηθες. Οι ίδιες οι οδηγίες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να σβήσει από το χάρτη, εκτός μόνο στο βαθμό που είναι «μίνιμουμ απαραίτητη» για αξιοποίηση.
Η συγκριτική αντιπαράθεση των πολεμικών επιχειρήσεων είναι επίσης πολύ διδακτική.
Είναι πολύ γνωστό ότι οι μονάδες της Βέρμαχτ δεν παραδίδονταν με τίποτα στο σοβιετικό στρατό. Ακόμα και σε συνθήκες ανέλπιδα συντριπτικής υπεροχής δυνάμεων του αντιπάλου, ακόμα και ολοκληρωτικά περικυκλωμένες, οι ναζιστικές μονάδες προτιμούν την ολοκληρωτική εξόντωση από την παράδοση. Τέτοιο δείγμα ήταν, π.χ., η Μάχη του Στάλινγκραντ, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες. Τέτοια ήταν, π.χ., η πολιορκία του Κένιγκσμπεργκ, που χρειάστηκε 419 εφόδους για να καταληφθεί, η ίδια η Μάχη του Βερολίνου, όπου ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί δεν είχαν από πουθενά να περιμένουν βοήθεια και όπου πολλοί Γερμανοί τραυματίες, νοσοκόμοι, γιατροί κλπ. σκοτώθηκαν (και, πολλές φορές, πνίγηκαν) όταν οι ναζιστικές μονάδες κατέστρεψαν τα νοσοκομεία εκστρατείας «για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού». (…) Στη Βουδαπέστη, όπου γίνονται άγριες μάχες και στο υπέδαφος (σε υπόγειους χώρους που χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται σαν χρηματοκιβώτια τραπεζών ή χώροι κατάψυξης και που έχουν μετατραπεί σε οχυρά), οι μονάδες των SS αρνούνται να παραδοθούν. Καθώς οι εκκλήσεις των Σοβιετικών επαναλαμβάνονται, τα SS προχωρούν σε ένα βήμα όχι μόνο κάπως αστείο, αν λάβει κανείς υπόψη του την τραγικότητα της κατάστασης, αλλά και που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το σημείο-κλειδί της ιδεολογικής ταυτότητας των SS, τον αντιδραστικό ελιτισμό: Οργανώνουν δημοψήφισμα, το οποίο, μάλιστα, καταλήγει στο ΟΧΙ.
Στο Πόζναν, Σοβιετικοί και Γερμανοί στρατιώτες σφάζονται όχι για κάθε δωμάτιο αλλά για κάθε γωνία ενός διακλαδωμένου συστήματος οχυρώσεων. Η ναζιστική διοίκηση, για να κλείσει το δρόμο της σοβιετικής εφόδου, επανδρώνει τις οχυρώσεις και με συντάγματα στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας. Οι απώλειες είναι τρομακτικές και από τις δύο μεριές. Μόνο όταν φτάνουν το 80%, οι Γερμανοί αποφασίζουν να παραδοθούν.
Αντίθετα, στη Δύση η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Όχι, βέβαια, ότι οι ναζιστικές δυνάμεις δεν προσπαθούν να ανακόψουν την προέλαση των Αμερικανών και των Βρετανών. Στις συγκρούσεις, όμως, δεν κυριαρχεί το πάθος. Μόλις η υπεροχή (πολύ φανερή για να την παραβλέψει κανείς) των αμερικανικών και βρετανικών μονάδων γίνει πια «απαράκαμπτη», οι ναζιστικές δυνάμεις σπεύδουν να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν. Η «έλλειψη πάθους» έχει σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες και από την άλλη μεριά. Το καλοκαίρι του 1944, οι βρετανικές δυνάμεις ηττώνται στην Ολλανδία από έναν εχθρό που δεν έχει καμιά μαχητική αξία και σχεδόν δε διαθέτει όπλα. Το Δεκέμβρη του 1944, στην περιοχή των Αρδεννών, οι αμερικανικές δυνάμεις, που διαθέτουν γιγαντιαία υπεροχή, υποχωρούν μπροστά σε γερμανικές τεθωρακισμένες μονάδες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα μετακίνησης λόγω ασφυκτικής έλλειψης καυσίμων.
Η κατάσταση προχωράει ένα βήμα ακόμα όταν οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις μπαίνουν στο γερμανικό έδαφος. Εκεί, οι γερμανικές δυνάμεις τα αφήνουν όλα «σύξυλα» και παραδίνονται κατά μάζες. Μεγάλες πόλεις, όπως το Αμβούργο, το Έσεν, το Κάσελ, η Φραγκφούρτη, το Μόναχο παραδίνονται αμαχητί και συχνά από τηλεφώνου.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η ίδια η ναζιστική κορυφή κάνει το ίδιο. Κανείς ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είναι γνωστό να επιδίωξε να παραδοθεί στο σοβιετικό στρατό. Αντίθετα, ηγέτες πρώτης γραμμής, όπως ο Χ. Γκέρινγκ, ο Χ. Χίμλερ κ.ά., παραδόθηκαν στις δυτικές δυνάμεις.
Σήμερα, δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο ναζιστικός στρατός δε διαλύεται στη Δύση μόνο λόγω της (αναμφισβήτητης) υπεροχής των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων: Διαλύεται και για να τους ανοίξει το δρόμο προς το Βερολίνο.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το καταληκτικό κεφάλαιο με τα συμπεράσματα του Ιβάν Μάισκι από το βιβλίο του «ποιος βοήθησε το Χίτλερ;», που απαντάν αναλυτικά στην αστική προπαγάνδα για τον τακτικό ελιγμό του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και τους λόγους που υπαγόρευαν την αναγκαιότητά του.
Όταν πια ο μεγαλύτερος σχηματισμός πάλης (σ.σ.: εννοεί την υπογραφή στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλλίας) κατέστη, παρά τη θέληση της Σοβιετικής Ένωσης, απραγματοποίητος, η τελευταία υποχρεώθηκε να καταφύγει σε άλλα μέσα για να κατοχυρώσει (έστω και προσωρινά κι αβέβαια) την ασφάλειά της. Λίγο μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Λένιν μας παρέσχε ένα μεγαλοφυές υπόδειγμα στρατηγικής επί του διεθνούς στίβου. Πασχίζοντας να εξασφαλίσει στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία μια ανάπαυλα, από την οποία είχε απόλυτη ανάγκη, πρότεινε στην αρχή σε όλες τις εμπόλεμες δυνάμεις να συνάψουν μια καθολική, δημοκρατική ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις. Ήταν ο πιο ευκταίος τρόπος για να εξασφαλίσει η χώρα των Σοβιέτ μια ανακωχή, η οποία μπορούσε να μεταβληθεί σε μακρά περίοδο ειρήνης. Όταν όμως ο Λένιν διαπίστωσε πως η έκκληση της σοβιετικής κυβέρνησης δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αποφάσισε να συνάψει χωριστή ειρήνη με τη Γερμανία. Υπήρξε μια «αισχρή» ειρήνη, όπως την αποκάλεσε ο ίδιος ο Λένιν, μια ειρήνη τρομερά διεθνής για τη σοβιετική Ρωσία. Αυτή όμως της έδωσε την προσωρινή ανάπαυλα που χρειαζόταν και τα μεταγενέστερα γεγονότα τη δικαίωσαν ιστορικά.
Η σοβιετική κυβέρνηση, ενισχυμένη από αυτό το αξιόλογο υπόδειγμα πολιτικής, αποφάσισε να το επαναλάβει το 1939. Παρόλο που ο συσχετισμός των δυνάμεων και οι συνθήκες είχαν αλλάξει στο διάστημα των 22 χρόνων που κύλησαν (πάνω απ’ όλα η ισχύς της χώρας των Σοβιέτ είχε αυξηθεί τρομακτικά), υπήρχαν πολλά σημεία στη διεθνή κατάσταση του 1939 που την έκαναν να μοιάζει με το 1917-1918. Έπρεπε, πρώτα-πρώτα, να προληφθεί πάση θυσία η δημιουργία ενός ενιαίου καπιταλιστικού μετώπου εναντίον της ΕΣΣΔ. Έπρεπε, αν όχι να εμποδιστεί εντελώς, τουλάχιστον να αναβληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η επίθεση των φασιστικών δυνάμεων εναντίον της χώρας των Σοβιέτ. Ήταν απλούστατα το ένστικτο αυτοσυντήρησης που λειτουργεί σε κάθε κράτος, ανεξάρτητα του καθεστώτος του. Φυσικά υπήρχαν κι άλλοι παράγοντες καθολικότεροι: η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν απλώς μια από τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη μας, αλλά η μοναδική χώρα στη γη με σοσιαλιστικό καθεστώς, όπου εκκολαπτόταν το κομμουνιστικό αύριο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οι Σοβιετικοί κι ιδίως η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ, είχαν επωμιστεί μια τεράστια ευθύνη: να διατηρήσουν την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία μιας χώρας εξαιρετικής ιστορικής σημασίας. Η τεράστια αυτή ευθύνη απαιτούσε τόλμη, ευστροφία και πίστη αντίστοιχου μεγέθους.
Στα μέσα Αυγούστου του 1939 η σοβιετική κυβέρνηση είχε καταλήξει οριστικά στο συμπέρασμα ότι η πολιτική του Τσάμπερλεν και του Νταλαντιέ καθιστούσε αδύνατη τη σύναψη ενός αποτελεσματικού τριμερούς συμφώνου κι αποφάσισε να αλλάξει προσανατολισμό, δηλαδή να διακόψει τις συνομιλίες με την Αγγλία και τη Γαλλία, που κατάντησαν ανωφελείς πια και να συνάψει ένα σύμφωνο με τη Γερμανία. Οι εχθροί μας στο εξωτερικό διέδωσαν το συκοφαντικό μύθο ότι, την Άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1939, η σοβιετική κυβέρνηση έπαιζε διπλό παιχνίδι: παράλληλα με τις συνομιλίες που διεξήγε με την Αγγλία και τη Γαλλία για τη σύναψη του τριμερούς συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας εναντίον των εισβολέων, διεξήγε και μυστικές συνομιλίες με τη Γερμανία την οποία και τελικά προτίμησε από τις «Δυτικές Δημοκρατίες». Για να στηρίξει αυτά τα σιχαμερά ψεύδη, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δημοσίευσε το 1948 μια εξαιρετικά «ενοχοποιητική» επιλογή γερμανικών διπλωματικών ντοκουμέντων, τα οποία οι Αμερικανοί βρήκαν στη Γερμανία.
Η λεπτομερής εξέταση αυτών των ντοκουμέντων, που καλύπτουν την περίοδο των τριμερών συνομιλιών, την οποία κάναμε στις προηγούμενες σελίδες, αποδεικνύει με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο πως οι ισχυρισμοί τους δεν ευσταθούν. Αντιθέτως μάλιστα, ως τα μέσα Αυγούστου, η ΕΣΣΔ παρά το εξοργιστικό σαμποτάρισμα των τριμερών συνομιλιών από τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, παρέμενε τίμιος σύντροφος, αποκρούοντας όλες τις προσπάθειες της Γερμανίας (υπήρξαν πολυάριθμες), να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις «Δυτικές Δημοκρατίες». Κατά τα μέσα του Αυγούστου του 1939 όμως, η σοβιετική κυβέρνηση πείστηκε οριστικά πως οι τριμερείς συνομιλίες δε θα κατέληγαν ποτέ σε συμφωνία κι αποφάσισε να αλλάξει προσανατολισμό. Η σοβιετική κυβέρνηση άσκησε το νόμιμο δικαίωμα που έχει κάθε κυβέρνηση να αντικαθιστά μια πολιτική γραμμή με μια άλλη, όταν την υποχρεώνουν οι συνθήκες σε αυτό. Στην περίπτωσή μας η αλλαγή προσανατολισμού ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί της επιβλήθηκε από την ηλίθια και εγκληματική πολιτική του Τσάμπερλεν και του Νταλαντιέ.
Φυσικά, το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο της 23ης Αυγούστου 1939 δεν μπορεί να θεωρηθεί υπόδειγμα τελειότητας (η σοβιετική κυβέρνηση είχε ανέκαθεν συναίσθηση της πραγματικότητας), ωστόσο πρόλαβε μια ενδεχόμενη δημιουργία ενιαίου καπιταλιστικού μετώπου εναντίον της ΕΣΣΔ, έσωσε τα 13 εκατομμύρια κατοίκων της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας από την τρομερή σκλαβιά του Χίτλερ, ένωσε όλους τους Ουκρανούς και όλους τους Λευκορώσους σε ενιαίο εθνικό σύνολο, το οποίο βάδιζε με γοργά βήματα προς το σοσιαλισμό και προώθησε τα σοβιετικά σύνορα αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικότερα, πράγμα που είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Όπως έμελλε να αποδείξουν τα κατοπινά γεγονότα, το σύμφωνο εκείνο επιβράδυνε σχεδόν δυο χρόνια την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ, διευκόλυνε αισθητά την άμυνα των σημαντικότερων κέντρων της χώρας, και το πέρασμα των σοβιετικών ενόπλων δυνάμεων σε μια νικηφόρα αντεπίθεση, κατέστησε δυνατή την ήττα της χιτλερικής Γερμανίας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις μιας ταχείας ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας της ΕΣΣΔ μέσα στα σημερινά σύνορά της.