Στις τράπεζες μεταφέρονται τώρα οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ, με πρώτη τη Γερμανία
|
Νέα συρρίκνωση της οικονομίας της Ευρωζώνης τον Απρίλη δείχνει η έρευνα της εταιρείας «Markit»,επαληθεύοντας το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης και τα ζόρια στην αστική διαχείριση. Σύμφωνα με την έρευνα, ο μεταποιητικός τομέας και ο τομέας των υπηρεσιών συρρικνώθηκαν σημαντικά. Ο σύνθετος δείκτης παραγωγής PMI, o οποίος αντανακλά τη δραστηριότητα στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, παρέμεινε αμετάβλητος στις 46,5 μονάδες (κάθε τιμή του δείκτη κάτω από τις 50 μονάδες υποδηλώνει μείωση της παραγωγής).
Πρόκειται για τη 19η φορά τούς τελευταίους 20 μήνες που καταγράφεται συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση υποχώρησε στις 46,3 μονάδες, από 46,7 μονάδες το Μάρτη, καταγράφοντας το μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης τους τελευταίους 4 μήνες. Αντίθετα, ο δείκτης PMI για τη δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών, αυξήθηκε ελαφρά στις 46,6 μονάδες, από 46,4 μονάδες τον περασμένο μήνα.
Εκφράζοντας την ανησυχία τους για τα αποτελέσματα της έρευνας, οι οικονομολόγοι της «Markit» προβλέπουν ότι «η υποχώρηση είναι πιθανότερο να ενταθεί παρά να χαλαρώσει τους επόμενους μήνες» και διαπιστώνουν μείωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά περίπου 0,2% - 0,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2013, μετά από πτώση 0,6% στο τελευταίο τρίμηνο του 2012.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η απώλεια νέων παραγγελιών στις επιχειρήσεις απέκτησε δυναμική, υποδηλώνοντας ότι η δραστηριότητα και η απασχόληση μπορεί να μειωθούν περισσότερο το Μάη, ενώ η νέα μείωση της παραγωγής στη Γερμανία έρχεται να προστεθεί στη μεγάλη συρρίκνωση της οικονομίας στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Αντίστοιχα για τις ΗΠΑ, ο προκαταρκτικός δείκτης PMI της «Markit» υποχώρησε στο 52 τον Απρίλη, από το 54,6 το Μάρτη, έναντι εκτίμησης για 54,9. Πρόκειται για τη χαμηλότερη μέτρηση του δείκτη από τον περασμένο Οκτώβρη, όπως επισήμανε η «Markit». Στα επιμέρους στοιχεία, ο δείκτης για την παραγωγή διολίσθησε στο 53,6 από 56,6 το Μάρτη, ενώ ο δείκτης των νέων παραγγελιών διολίσθησε σε χαμηλό έξι μηνών, στο 51,8 από 55,4. Ο δείκτης των εξαγωγών ενισχύθηκε ελαφρώς στο 52,2 από 51,8. Ο δείκτης για την απασχόληση επιβράδυνε στο 52,7 από 54,6.
Παρόμοια είναι και τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης που έκανε το «Reuters» για την Ευρωζώνη, σε δείγμα 40 οικονομολόγων. Σύμφωνα με αυτά, οι οικονομίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας πιθανότατα δεν θα αναπτυχθούν πριν από το 2014 και η οικονομία της Ιρλανδίας, που είχε αποκληθεί στο παρελθόν Κελτικός Τίγρης, «μάλλον θα γουργουρίσει παρά θα βρυχηθεί». Καθώς η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν για ουσιαστική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα.
Η προοπτική εμφανίζεται να επιδεινώνεται σε σχεδόν κάθε τρίμηνη έρευνα μετά την πρώτη που έγινε, τον Ιούνη του 2011. Μόνον η οικονομία της Ιρλανδίας θα αναπτυχθεί φέτος, με βάση τις προβλέψεις των συγκεκριμένων οικονομολόγων, κατά 1% έως 2% το 2014, που θα είναι υψηλότερο στο ευρύτερο πεδίο της Ευρωζώνης. Δυσκολίες να ανακάμψει έχει και η παγκόσμια οικονομία, καθώς τη φετινή χρονιά δεν αναμένεται αισθητή βελτίωση σε σχέση με το 2012, ενώ το 2014 προβλέπεται ανάπτυξη έως 3,8%.
Ανταγωνισμοί μέσα κι έξω
Μέσα σ' αυτό το κλίμα και με τους ανταγωνισμούς για το μείγμα διαχείρισης της κρίσης να απογειώνονται, η Κομισιόν φέρεται να αντιδρά στις προθέσεις της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) να αυξήσει τα όρια κεφαλαιακής επάρκειας σε θυγατρικές μη αμερικανικών τραπεζικών ομίλων στις ΗΠΑ. Οι νέοι κανονισμοί που προωθεί η Fed, θα επιβάλουν στις μεγάλες μη αμερικανικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ να διασφαλίσουν πως οι θυγατρικές τους θα εκπληρώνουν τον όρο για κεφαλαιακή επάρκεια 7%.
Επί της ουσίας, το ζήτημα αφορά τη θυγατρική της Deutsche Bank στις ΗΠΑ, η οποία, από μόνη της, έχει χαμηλότερη επάρκεια. Προς το παρόν, οι μεγάλες τράπεζες υπολογίζουν κατά κανόνα την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε διεθνή βάση, κάτι που επιτρέπει στην Deutsche Bank να καλύπτει με την ευρωστία της στην Ευρώπη τη θυγατρική της στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με επιστολή του Ευρωπαίου επίτροπου Μισέλ Μπαρνιέ στον επικεφαλής της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, τα σχέδια της Fed αποτελούν «ριζοσπαστική απομάκρυνση» από τη μέχρι τώρα στάση της Ουάσιγκτον και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντίποινα εναντίον αμερικανικών ομίλων και σε «αντίδραση προστατευτισμού», που θα κατέληγε σε«κατακερματισμό των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών».
Η Fed, από την πλευρά της, ισχυρίζεται ότι το Λονδίνο έχει ήδη υιοθετήσει τέτοιου είδους μέτρα, που επιβάλουν στις ξένες τράπεζες να συμμορφώνονται με τους βρετανικούς κανονισμούς κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας.
Οι ανταγωνισμοί για τον επιμερισμό της ζημιάς από την κρίση κλιμακώνονται και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, όπως δείχνει η δυστοκία οκτώ από τις πλούσιες χώρες της ΕΕ να καταβάλλουν πρόσθετη πληρωμή 11,2 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της Ευρωένωσης, προκειμένου να αποπληρωθούν τα ανεξόφλητα ποσά του 2012. Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, προειδοποίησε ότι δε θα γίνει καμία διαπραγμάτευση για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ για το 2014-2020 με τα κράτη μέλη αν δεν ρυθμιστούν οι λογαριασμοί σχετικά με τα ανεξόφλητα ποσά του 2012.
«Δεν είμαστε οι μόνοι που σκεφτόμαστε ότι το ποσό των 11,2 δισεκατομμυρίων ευρώ είναι εξαιρετικά υψηλό», δήλωσε τη Δευτέρα ο Βρετανός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Ντ. Λίντινγκτον, κατά τη διάρκεια σχετικής συζήτησης στο Λουξεμβούργο και την ίδια άποψη συμμερίστηκε ο Ολλανδός ομόλογός του. Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκ. Βεστερβέλε επέμεινε ότι «το ποσό αυτό θα πρέπει να επαληθευτεί και να υποστηριχθεί με αποδείξεις».
«Πρόκειται για υψηλά ποσά σε σχέση με τις υποχρεώσεις μας», ισχυρίστηκε ο Γάλλος υπουργός Τ. Ρεπεντέν και στην ίδια γραμμή κινήθηκαν η Φινλανδία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Δανία. Οι οκτώ χώρες που διαφωνούν, έχουν καθαρή συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Για να ρυθμιστούν οι εκκρεμότητες, η Γαλλία θα πρέπει να προσθέσει 1,8 δισ. ευρώ στην εθνική της συνεισφορά το 2013, ενώ για τη Γερμανία το ποσό αυτό ανέρχεται σε σχεδόν 2 δισ. ευρώ και για τη Βρετανία σε 1,2 δισεκατομμύρια.
Σε συνέργεια η επίθεση στους λαούς
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, η Γερμανίδα Καγκελάριος Α. Μέρκελ δήλωσε σε εκδήλωση με χορηγό την Deutsche Bank στο Βερολίνο, ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης πρέπει να είναι έτοιμα να εκχωρήσουν περισσότερο έλεγχο σε ορισμένους τομείς λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε η Ευρωζώνη να μπορέσει να υπερβεί την κρίση και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η ίδια αντέκρουσε την κατηγορία της «γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη», λέγοντας ότι πρέπει να εναρμονιστούν και όχι να εγκαταλειφθούν οι διαφορετικές εθνικές πρακτικές, επειδή, όπως είπε, αυτή τη στιγμή «επικρατεί το χάος».
Σε άλλο σημείο, διέγνωσε «διαφορές απόψεων» ανάμεσα στη Γερμανία και στους εταίρους της στην ΕΕ, ιδίως της Γαλλίας, για τα επόμενα βήματα στη διαχείριση της κρίσης.«Μοιάζουμε να βρίσκουμε κοινά αποδεκτές λύσεις όταν βρισκόμαστε μπροστά από την άβυσσο. Αλλά μόλις η πίεση μειώνεται, όλοι λένε πως θέλουν να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο», επισήμανε η Α. Μέρκελ. Ανησυχία υπάρχει όμως και για την Ιταλία, την κατάσταση της οποίας χαρακτήρισε «ιδιαίτερη» και «δύσκολη» ο εκπρόσωπος της Καγκελαρίας Στ. Ζάιμπερτ, προσθέτοντας ότι η Α. Μέρκελ παρακολουθεί τις εξελίξεις «με μεγάλο ενδιαφέρον».
«Οι πολιτικοί στην Ιταλία γνωρίζουν πολύ καλά τι διακυβεύεται αυτή τη στιγμή για την Ιταλία και πόσο σημαντικό είναι για τη χώρα να σχηματιστεί κυβέρνηση», δήλωσε ο Στ. Ζάιμπερτ και συμπλήρωσε με νόημα: «Για μας είναι σαφές ότι οι αποφασιστικές πολιτικές εξυγίανσης και βιώσιμης ανάπτυξης είναι αλληλεξαρτώμενες και, υπ΄ αυτή την έννοια, θα βρισκόμαστε πάντα στο πλευρό της Ιταλίας».
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η Α. Μέρκελ δήλωσε στη διάρκεια κλειστού δείπνου που διοργάνωσε η οικονομική εφημερίδα Der Handelsblatt ότι «οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί διάσωσης δημιουργήθηκαν, διότι κανένας πιστωτής δεν ήταν πλέον πρόθυμος να δώσει νέο χρήμα, τη στιγμή που το έλλειμμά της υπερέβαινε το 13%». Σε άλλο σημείο της ομιλίας της σε αναγνώστες της εφημερίδας, είπε ότι «όταν τασσόμαστε υπέρ της μείωσης των χρεών στην Ευρώπη, το κάνουμε με λογικό και εφικτό για τις χώρες τρόπο, χωρίς να απαιτούμε οι χώρες να αποπληρώσουν αμέσως τα παλιά τους χρέη».
Η Γερμανίδα καγκελάριος εξέφρασε τέλος την πεποίθησή της ότι το ευρώ θα παραμείνει ισχυρό, αλλά διευκρίνισε ότι για την ίδια το ερώτημα είναι «πού θα βρίσκεται η Ευρώπη σε δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια, σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο».