Εγώ δε θέλω στη ζωή να κυβερνήσω
Κι αν τελικά τα αστικά κόμματα φθαρούν τόσο πολύ κι έρθουν έτσι τα πράγματα που να μπορούμε να πάρουμε τις εκλογές και να σχηματίσουμε κυβέρνηση; Αν δηλαδή επαληθευτεί το ενδεχόμενο που έβαζε το προηγούμενο πρόγραμμα του κόμματος;
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων κι απότομης φθοράς των αστικών κομμάτων, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση...
Όπου είναι ζήτημα αν αυτό το μπορεί σημαίνει ενδέχεται ή δύναται. Γιατί άλλο η μετωπική κυβέρνηση κι άλλο το κυβερνητικό μέτωπο. Άλλο δηλ να σου προκύψει αυτό το ενδεχόμενο στην πορεία των πραγμάτων κι άλλο να συνάψεις ένα μέτωπο με αυτόν το σκοπό.
Αν και εφόσον εννοούμε την πρώτη περίπτωση όμως, γιατί να κλοτσήσουμε την ευκαιρία και να την αποκλείσουμε εκ των προτέρων; Κι επιπλέον. Δεν είχαμε πέρσι, στις εκλογές του μαΐου, αυτές ακριβώς τις συνθήκες που περιέγραφε το κομμάτι από το παλιό πρόγραμμα; Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προβάλουμε το σύνθημα μιας κυβέρνησης του ααδμ και να το ζυμώσουμε στον κόσμο;
Αυτά τα ερωτήματα ξανάρχονται συνειρμικά στο μυαλό με αφορμή την χτεσινή επέτειο, πάνω στον χρόνο από τις δεύτερες εκλογές του ιουνίου. Και –όσο κι αν διατυπώνονται ως ρητορικά πολλές φορές- η απάντηση δεν είναι αυτονόητα καταφατική. Όχι σ’ όλα τα σκέλη τουλάχιστον.
Ναι, είχαμε σκληρές ταξικές αναμετρήσεις και συνθήκες μεγάλης κι απότομης φθοράς των αστικών κομμάτων –αν και το επίπεδο της πάλης απείχε πολύ από εκείνες τις καταστάσεις που περιέγραφαν οι κλασικοί, για τους από πάνω που δε μπορούν, κτλ. Υπήρχαν όμως και πολλά αστικά αναχώματα που απορρόφησαν και καναλιζάρισαν τη δυσαρέσκεια, προτού εκτραπεί σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Αν λοιπόν η πράξη είναι το πεδίο όπου επαληθεύονται ή διαψεύδονται τα προγράμματα κι οι θεωρίες μας, η διπλή εκλογική αναμέτρηση της περσινής χρόνιάς ήταν μια πολύ σοβαρή ένδειξη, αν όχι απόδειξη, πως όχι σύντροφοι, δε θα μπορούσε να προκύψει κυβέρνηση του μετώπου –με τη συμμετοχή ή όχι του κκε σε αυτήν. Γιατί η διεθνής αστική τάξη είναι πλέον ιστορικά πολύ πιο έμπειρη κι υποψιασμένη, για να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους, να εξελιχθούν σε «καθαρές συνθήκες εργαστηρίου», χωρίς τη δική της ανάμειξη.
Για να συμφωνήσουμε όμως στο τελικό συμπέρασμα, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάποιες κοινές βασικές αποδοχές. Για παράδειγμα:
Το κουκουέ είχε ένα άσχημο αποτέλεσμα που το πισωγύρισε στα ποσοστά του 93. Κάτι που οφείλεται πρωτίστως στις διπλές εκλογές και στα εκβιαστικά διλήμματα που επικράτησαν, οδηγώντας στην πόλωση της δεύτερης αναμέτρησης (όπου οι περισσότεροι λειτούργησαν με τη λογική του δεύτερου γύρου). Συνεπώς δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την τακτική του κκε. Όπως είχε γράψει και ο Τrash παλιότερα, αν το 81’ πχ (που είχαμε ενωτική τακτική, μιλώντας για άθροισμα δημοκρατικών δυνάμεων) δεν έβγαινε με την πρώτη ο ανδρέας και πηγαίναμε σε επαναληπτικές, το κόμμα μπορεί να μην έβρισκε ούτε την ψήφο του μες στην κάλπη –που λέει ο λόγος. Αλλά αυτό δε θα ‘χε καμία σχέση με την πολιτική και την τακτική του σε εκείνη την περίοδο –ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχει κανείς για αυτές.
Το θέμα λοιπόν είναι αν μπορούσε να πετύχει καλύτερο αποτέλεσμα στις εκλογές του μάη. Εκεί όπου φαινόταν να έχει μια υπολογίσιμη δυναμική –μέχρι και λίγες εβδομάδες πριν από την κάλπη- και περιμέναμε μάλλον μεγαλύτερη άνοδο. Έχοντας πάντα υπ’ όψιν ωστόσο ότι αυτό δε θα ανέκοπτε την πτώση του ιουνίου, αλλά θα την ξεκινούσε από υψηλότερη βάση, περιορίζοντας την έκτασή της. Κι αυτό ακριβώς σημαίνει η εκτίμηση του κόμματος πως το αρνητικό αποτέλεσμα δεν οφείλεται στις όποιες υποκειμενικές του αδυναμίες. Δε λέγεται εκ του πονηρού, για να υποτιμήσει την πτώση, ούτε για να αρνηθεί αυτές τις αδυναμίες, όπως το καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον.
Ας κάνουμε συνεπώς μια υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουμε πως το κουκουέ είχε καλύτερη προεκλογική τακτική, πιο πειστικές απαντήσεις στο κρίσιμο ζήτημα της διακυβέρνησης, στο οποίο φάνηκε να «στριμώχνεται» και να το πληρώνει και διατηρούσε τη δυναμική που είχε τον απρίλη. Πόσο ψηλά θα μπορούσε να φτάσει; Θα τσιμπούσε μερικές μονάδες φτάνοντας πιθανόν σε διψήφιο ποσοστό -το οποίο εξελίσσεται σε απωθημένο για τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που κρύβει μέσα του ο κάθε σφος. Αλλά πόσο δραματικά θα άλλαζε κάτι τέτοιο τα δεδομένα της γενικής εικόνας; Πραγματικά ελάχιστα.
Ας υποθέσουμε ακόμα πως το κόμμα κατέθετε σε εκείνες τις εκλογές την πρότασή του για κυβέρνηση του ααδμ και έπειθε μαζικά τους ψηφοφόρους που περίμεναν πώς και πώς μια τέτοια διέξοδο και θα το αναδείκνυαν πρώτη δύναμη, μπροστά από τη νδ και τον σύριζα. Ούτε σε αυτήν την περίπτωση όμως, δε θα μπορούσε –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- να σχηματίσει αυτοδύναμη μετωπική κυβέρνηση. Οπότε θα έμπαινε επί τάπητος ως ζήτημα αξιοπιστίας για την κυβερνητική μας πρόταση, με ποιες δυνάμεις θα συμμαχούσαμε για να την σχηματίσουμε. Ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα, στο οποίο αρνούνταν πεισματικά να απαντήσουν όσοι μιλούσαν προεκλογικά για κυβέρνηση του ααδμ –ίσως για να μην έρθουν αντιμέτωποι με τις τελικές συνέπειες της πρότασής τους. Την κυβέρνηση της αριστεράς, σε συνεργασία με το σύριζα. Χωρίς αυτό το δεδομένο, η πρόταση στερούνταν κάθε νοήματος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Μένει μία σημαντική πτυχή, που δε γίνεται να την αγνοήσουμε (εκτός κι αν εθελοτυφλούμε) και έχει να κάνει με την εκλογική άνοδο του σύριζα. Πέρα απ’ την απλοϊκή ερμηνεία για την αριστερά που συγκίνησε τις μάζες σηκώνοντας το γάντι της κυβέρνησης (σε αντίθεση με το κκε που απέτυχε να επικοινωνήσει με τις αγωνίες και τον ενθουσιασμό τους) υπάρχουν δυο βασικά δεδομένα: το δημοσκοπικό φούσκωμα το σύριζα του 08’ και η πρόβα τζενεράλε για την αντικατάσταση του πασοκ από κάποια διάδοχη σοσιαλδημοκρατική κατάσταση. Και η οργανωμένη μετακίνηση των στελεχών κι ενός μέρους του πράσινου μηχανισμού προς τον σύριζα, που δούλεψαν συνειδητά και μεθοδικά προς όφελος του τελευταίου –δύο στοιχεία άκρως δηλωτικά για τον χαρακτήρα και το ταβάνι του χώρου. Και αν υπάρχει κάτι μεμπτό κι ανησυχητικό σε όλα αυτά για το κόμμα είναι ότι δεν συνέλαβε εγκαίρως από τις επαφές του με τον κόσμο την ουσία και το μέγεθος αυτής της μετακόμισης. Όχι ότι δεν αποτέλεσε τον τελικό της προορισμό.
Σήμερα οποιοσδήποτε κυβερνητικός στόχος στις σημαίες μας θα έριχνε νερό στο μύλο του κυβερνητισμού του σύριζα και του αλέξη. Που αν δεν είχαμε καύσωνα, μέχρι και ζιβάγκο θα φορούσε στην χτεσινή του ομιλία στο σύνταγμα –κι ίσως καλύτερα από μία άποψη, για να μη βλέπαμε τον ιδρώτα να φτιάχνει σχέδια στις μασχάλες και στο πουκάμισό του. Και τότε θα μπορούσε να πάει στο σόου του αντένα με τις μιμήσεις και να τα σαρώσει όλα.
Ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς, τώρα κυβέρνηση της αριστεράς.
Θα ήταν ολέθριο να αναλωθούμε σε μια θεωρητική συζήτηση για το τι έκανε η κομιντέρν στο τρίτο ή το τέταρτο συνέδριό της, με την ανάλυση για τους πέντε τύπους κυβέρνησης, και να χάσουμε το δάσος της δικής μας ανάλυσης στη συγκεκριμένη κατάσταση. Και είναι τελείως διαφορετικό να είσαι προετοιμασμένος για την πιθανότητα να προκύψει μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, που θα την χωρίζει τυπική απόσταση από την επαναστατική εξουσία, από το να ποντάρεις σήμερα, σε συνθήκες μη επαναστατικής κατάστασης, σε έναν κυβερνητικό στόχο για την αφύπνιση του υποκειμενικού παράγοντα και το σπάσιμο της λογικής της ανάθεσης. Να παίρνεις δηλαδή ένα πιθανό και προσωρινό ενδεχόμενο και να το προβάλλεις ως μόνιμο και βασικό στόχο-κρίκο της στρατηγικής σου, περιμένοντας ίσως μια βελτιωμένη επανάληψη της εκδοχής του αλιέντε, για να φτάσουμε ειρηνικά στο σοσιαλισμό.
Η λογική του κρίκου παίρνει θεωρητικά υπ’ όψιν της το χαμηλό επίπεδο συνείδησης του κόσμου, αλλά το βασικό είναι να μην το απολυτοποιούμε και να βλέπουμε ποιος στόχος προωθεί κάθε φορά αυτό το επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, όποιον στόχο και αν προβάλλει κανείς σήμερα, η πραγματοποίησή του απαιτεί ως προϋπόθεση το ουσιαστικό ανέβασμα της συνειδητοποίησης του κόσμου και της αγωνιστικής ικανότητας του κινήματος. Είτε έχει κανείς το μεταβατικό πρόγραμμα, είτε την εργατική (ή λαϊκομετωπική) κυβέρνηση, είτε την επανάσταση γραμμένη στις σημαίες του, η βασική προϋπόθεση για να το πετύχει είναι ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα που θα τα επιβάλει. Οι πρώτοι δύο στόχοι όμως το διαπαιδαγωγούν με εύκολες λύσεις, χωρίς να σπάνε το απόστημα της ανάθεσης. Αυτή είναι η διαφορά.
Στην κατηγορία των επετειακών κειμένων εκκρεμεί και μία ανάλυση για τις πλατείες. Αλλά αυτά εν καιρώ.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Κι αν τελικά τα αστικά κόμματα φθαρούν τόσο πολύ κι έρθουν έτσι τα πράγματα που να μπορούμε να πάρουμε τις εκλογές και να σχηματίσουμε κυβέρνηση; Αν δηλαδή επαληθευτεί το ενδεχόμενο που έβαζε το προηγούμενο πρόγραμμα του κόμματος;
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων κι απότομης φθοράς των αστικών κομμάτων, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση...
Όπου είναι ζήτημα αν αυτό το μπορεί σημαίνει ενδέχεται ή δύναται. Γιατί άλλο η μετωπική κυβέρνηση κι άλλο το κυβερνητικό μέτωπο. Άλλο δηλ να σου προκύψει αυτό το ενδεχόμενο στην πορεία των πραγμάτων κι άλλο να συνάψεις ένα μέτωπο με αυτόν το σκοπό.
Αν και εφόσον εννοούμε την πρώτη περίπτωση όμως, γιατί να κλοτσήσουμε την ευκαιρία και να την αποκλείσουμε εκ των προτέρων; Κι επιπλέον. Δεν είχαμε πέρσι, στις εκλογές του μαΐου, αυτές ακριβώς τις συνθήκες που περιέγραφε το κομμάτι από το παλιό πρόγραμμα; Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προβάλουμε το σύνθημα μιας κυβέρνησης του ααδμ και να το ζυμώσουμε στον κόσμο;
Αυτά τα ερωτήματα ξανάρχονται συνειρμικά στο μυαλό με αφορμή την χτεσινή επέτειο, πάνω στον χρόνο από τις δεύτερες εκλογές του ιουνίου. Και –όσο κι αν διατυπώνονται ως ρητορικά πολλές φορές- η απάντηση δεν είναι αυτονόητα καταφατική. Όχι σ’ όλα τα σκέλη τουλάχιστον.
Ναι, είχαμε σκληρές ταξικές αναμετρήσεις και συνθήκες μεγάλης κι απότομης φθοράς των αστικών κομμάτων –αν και το επίπεδο της πάλης απείχε πολύ από εκείνες τις καταστάσεις που περιέγραφαν οι κλασικοί, για τους από πάνω που δε μπορούν, κτλ. Υπήρχαν όμως και πολλά αστικά αναχώματα που απορρόφησαν και καναλιζάρισαν τη δυσαρέσκεια, προτού εκτραπεί σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Αν λοιπόν η πράξη είναι το πεδίο όπου επαληθεύονται ή διαψεύδονται τα προγράμματα κι οι θεωρίες μας, η διπλή εκλογική αναμέτρηση της περσινής χρόνιάς ήταν μια πολύ σοβαρή ένδειξη, αν όχι απόδειξη, πως όχι σύντροφοι, δε θα μπορούσε να προκύψει κυβέρνηση του μετώπου –με τη συμμετοχή ή όχι του κκε σε αυτήν. Γιατί η διεθνής αστική τάξη είναι πλέον ιστορικά πολύ πιο έμπειρη κι υποψιασμένη, για να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους, να εξελιχθούν σε «καθαρές συνθήκες εργαστηρίου», χωρίς τη δική της ανάμειξη.
Για να συμφωνήσουμε όμως στο τελικό συμπέρασμα, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάποιες κοινές βασικές αποδοχές. Για παράδειγμα:
Το κουκουέ είχε ένα άσχημο αποτέλεσμα που το πισωγύρισε στα ποσοστά του 93. Κάτι που οφείλεται πρωτίστως στις διπλές εκλογές και στα εκβιαστικά διλήμματα που επικράτησαν, οδηγώντας στην πόλωση της δεύτερης αναμέτρησης (όπου οι περισσότεροι λειτούργησαν με τη λογική του δεύτερου γύρου). Συνεπώς δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την τακτική του κκε. Όπως είχε γράψει και ο Τrash παλιότερα, αν το 81’ πχ (που είχαμε ενωτική τακτική, μιλώντας για άθροισμα δημοκρατικών δυνάμεων) δεν έβγαινε με την πρώτη ο ανδρέας και πηγαίναμε σε επαναληπτικές, το κόμμα μπορεί να μην έβρισκε ούτε την ψήφο του μες στην κάλπη –που λέει ο λόγος. Αλλά αυτό δε θα ‘χε καμία σχέση με την πολιτική και την τακτική του σε εκείνη την περίοδο –ανεξάρτητα από τη γνώμη που μπορεί να έχει κανείς για αυτές.
Το θέμα λοιπόν είναι αν μπορούσε να πετύχει καλύτερο αποτέλεσμα στις εκλογές του μάη. Εκεί όπου φαινόταν να έχει μια υπολογίσιμη δυναμική –μέχρι και λίγες εβδομάδες πριν από την κάλπη- και περιμέναμε μάλλον μεγαλύτερη άνοδο. Έχοντας πάντα υπ’ όψιν ωστόσο ότι αυτό δε θα ανέκοπτε την πτώση του ιουνίου, αλλά θα την ξεκινούσε από υψηλότερη βάση, περιορίζοντας την έκτασή της. Κι αυτό ακριβώς σημαίνει η εκτίμηση του κόμματος πως το αρνητικό αποτέλεσμα δεν οφείλεται στις όποιες υποκειμενικές του αδυναμίες. Δε λέγεται εκ του πονηρού, για να υποτιμήσει την πτώση, ούτε για να αρνηθεί αυτές τις αδυναμίες, όπως το καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον.
Ας κάνουμε συνεπώς μια υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουμε πως το κουκουέ είχε καλύτερη προεκλογική τακτική, πιο πειστικές απαντήσεις στο κρίσιμο ζήτημα της διακυβέρνησης, στο οποίο φάνηκε να «στριμώχνεται» και να το πληρώνει και διατηρούσε τη δυναμική που είχε τον απρίλη. Πόσο ψηλά θα μπορούσε να φτάσει; Θα τσιμπούσε μερικές μονάδες φτάνοντας πιθανόν σε διψήφιο ποσοστό -το οποίο εξελίσσεται σε απωθημένο για τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που κρύβει μέσα του ο κάθε σφος. Αλλά πόσο δραματικά θα άλλαζε κάτι τέτοιο τα δεδομένα της γενικής εικόνας; Πραγματικά ελάχιστα.
Ας υποθέσουμε ακόμα πως το κόμμα κατέθετε σε εκείνες τις εκλογές την πρότασή του για κυβέρνηση του ααδμ και έπειθε μαζικά τους ψηφοφόρους που περίμεναν πώς και πώς μια τέτοια διέξοδο και θα το αναδείκνυαν πρώτη δύναμη, μπροστά από τη νδ και τον σύριζα. Ούτε σε αυτήν την περίπτωση όμως, δε θα μπορούσε –εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- να σχηματίσει αυτοδύναμη μετωπική κυβέρνηση. Οπότε θα έμπαινε επί τάπητος ως ζήτημα αξιοπιστίας για την κυβερνητική μας πρόταση, με ποιες δυνάμεις θα συμμαχούσαμε για να την σχηματίσουμε. Ένα πολύ συγκεκριμένο ερώτημα, στο οποίο αρνούνταν πεισματικά να απαντήσουν όσοι μιλούσαν προεκλογικά για κυβέρνηση του ααδμ –ίσως για να μην έρθουν αντιμέτωποι με τις τελικές συνέπειες της πρότασής τους. Την κυβέρνηση της αριστεράς, σε συνεργασία με το σύριζα. Χωρίς αυτό το δεδομένο, η πρόταση στερούνταν κάθε νοήματος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Μένει μία σημαντική πτυχή, που δε γίνεται να την αγνοήσουμε (εκτός κι αν εθελοτυφλούμε) και έχει να κάνει με την εκλογική άνοδο του σύριζα. Πέρα απ’ την απλοϊκή ερμηνεία για την αριστερά που συγκίνησε τις μάζες σηκώνοντας το γάντι της κυβέρνησης (σε αντίθεση με το κκε που απέτυχε να επικοινωνήσει με τις αγωνίες και τον ενθουσιασμό τους) υπάρχουν δυο βασικά δεδομένα: το δημοσκοπικό φούσκωμα το σύριζα του 08’ και η πρόβα τζενεράλε για την αντικατάσταση του πασοκ από κάποια διάδοχη σοσιαλδημοκρατική κατάσταση. Και η οργανωμένη μετακίνηση των στελεχών κι ενός μέρους του πράσινου μηχανισμού προς τον σύριζα, που δούλεψαν συνειδητά και μεθοδικά προς όφελος του τελευταίου –δύο στοιχεία άκρως δηλωτικά για τον χαρακτήρα και το ταβάνι του χώρου. Και αν υπάρχει κάτι μεμπτό κι ανησυχητικό σε όλα αυτά για το κόμμα είναι ότι δεν συνέλαβε εγκαίρως από τις επαφές του με τον κόσμο την ουσία και το μέγεθος αυτής της μετακόμισης. Όχι ότι δεν αποτέλεσε τον τελικό της προορισμό.
Σήμερα οποιοσδήποτε κυβερνητικός στόχος στις σημαίες μας θα έριχνε νερό στο μύλο του κυβερνητισμού του σύριζα και του αλέξη. Που αν δεν είχαμε καύσωνα, μέχρι και ζιβάγκο θα φορούσε στην χτεσινή του ομιλία στο σύνταγμα –κι ίσως καλύτερα από μία άποψη, για να μη βλέπαμε τον ιδρώτα να φτιάχνει σχέδια στις μασχάλες και στο πουκάμισό του. Και τότε θα μπορούσε να πάει στο σόου του αντένα με τις μιμήσεις και να τα σαρώσει όλα.
Ένας είναι ο δρόμος λαέ για να νικάς, τώρα κυβέρνηση της αριστεράς.
Θα ήταν ολέθριο να αναλωθούμε σε μια θεωρητική συζήτηση για το τι έκανε η κομιντέρν στο τρίτο ή το τέταρτο συνέδριό της, με την ανάλυση για τους πέντε τύπους κυβέρνησης, και να χάσουμε το δάσος της δικής μας ανάλυσης στη συγκεκριμένη κατάσταση. Και είναι τελείως διαφορετικό να είσαι προετοιμασμένος για την πιθανότητα να προκύψει μια προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, που θα την χωρίζει τυπική απόσταση από την επαναστατική εξουσία, από το να ποντάρεις σήμερα, σε συνθήκες μη επαναστατικής κατάστασης, σε έναν κυβερνητικό στόχο για την αφύπνιση του υποκειμενικού παράγοντα και το σπάσιμο της λογικής της ανάθεσης. Να παίρνεις δηλαδή ένα πιθανό και προσωρινό ενδεχόμενο και να το προβάλλεις ως μόνιμο και βασικό στόχο-κρίκο της στρατηγικής σου, περιμένοντας ίσως μια βελτιωμένη επανάληψη της εκδοχής του αλιέντε, για να φτάσουμε ειρηνικά στο σοσιαλισμό.
Η λογική του κρίκου παίρνει θεωρητικά υπ’ όψιν της το χαμηλό επίπεδο συνείδησης του κόσμου, αλλά το βασικό είναι να μην το απολυτοποιούμε και να βλέπουμε ποιος στόχος προωθεί κάθε φορά αυτό το επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, όποιον στόχο και αν προβάλλει κανείς σήμερα, η πραγματοποίησή του απαιτεί ως προϋπόθεση το ουσιαστικό ανέβασμα της συνειδητοποίησης του κόσμου και της αγωνιστικής ικανότητας του κινήματος. Είτε έχει κανείς το μεταβατικό πρόγραμμα, είτε την εργατική (ή λαϊκομετωπική) κυβέρνηση, είτε την επανάσταση γραμμένη στις σημαίες του, η βασική προϋπόθεση για να το πετύχει είναι ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα που θα τα επιβάλει. Οι πρώτοι δύο στόχοι όμως το διαπαιδαγωγούν με εύκολες λύσεις, χωρίς να σπάνε το απόστημα της ανάθεσης. Αυτή είναι η διαφορά.
Στην κατηγορία των επετειακών κειμένων εκκρεμεί και μία ανάλυση για τις πλατείες. Αλλά αυτά εν καιρώ.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα