Από τη σκοπιά του μαρξισμού-λενινισμού
Ευρισκόμενη σε λειτουργία ημι-αργίας σήμερα η κε του μπλοκ, αντιγράφει
και δημοσιεύει από το τελευταίο τεύχος της ΚομΕπ, ένα απόσπασμα από το
άρθρο του Δημήτρη Κοιλάκου (μέλους του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας της
κετουκε) για τον Ιλιένκοφ και τη σοβιετική φιλοσοφία, όπου
αναπαράγονται εκτενή αποσπάσματα από ένα κείμενο-εργασία του τελευταίου,
που είχε τον τίτλο της ανάρτησης και καταπιάνεται με ενδιαφέρουσες
πτυχές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αποκρούοντας παράλληλα τις
αντικομμουνιστικές επιθέσεις των δυτικών ("μαρξιστών" και μη). Η
μετάφραση είναι του ίδιου του Δ.Κ. από την αγγλική έκδοση "Marxa and the
Western World" (ed. by Nicolas Lobkowicz).
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε κι ένα ακόμα περιστατικό, το οποίο συχνά διαστρεβλώνεται στη σχετική βιβλιογραφία. Όπως αναφέρεται, ο Ιλιένκοφ είχε προσκληθεί το 1965 να λάβει μέρος σε ένα διεθνές συμπόσιο στο Πανεπιστήμιο Notre Damme στις ΗΠΑ, με θέμα τη συμβολή του Μαρξ στο λεγόμενο "δυτικό κόσμο" και σκοπό να συμβάλει στο διάλογο μεταξύ κομμουνιστών και μη κομμουνιστών διανοητών. Τελικά δεν παρέστη στο συμπόσιο, επειδή, όπως αναφέρεται, το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει. Παρόλα αυτά, έστειλε την εργασία που είχε ετοιμάσει, η οποία και διαβάστηκε στο συμπόσιο. Μετά τη δημοσίευση της εργασίας αυτής, ο Ιλιένκοφ υπέστη σημαντικές πιέσεις και δέχτηκε πολιτικές κατηγορίες για τον "αντιμαρξιστικό" προσαντολισμό της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι οι σχετικές πηγές αφήνουν αναπάντητο το προφανές ερώτημα πώς, αφού του απαγορεύτηκε να συμμετάσχει ως φυσικά παρουσία, του επιτράπηκε να στείλει την εργασία του η οποία και θα δημοσιευόταν στον τόμο με τα πρακτικά του συμποσίου, όπως και τελικά έγινε.
Πέρα από αυτό όμως, αξίζει να σταθούμε λίγο στο περιεχόμενο αυτής της εργασίας, που είχε τίτλο: "Από τη σκοπιά του μαρξισμού-λενινισμού", για να δούμε ποιος ήταν ο δήθεν "αντιμαρξιστικός" προσανατολισμός της.
Στην εργασία αυτή λοιπόν, ο Ιλιένκοφ, απαντώντας σε σημεία της δυτικής προπαγάνδας έναντι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και των δυσκολιών που αυτή αντιμετώπιζε, υπερασπίζεται τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην πατρίδα του και μιλά για "... εκείνα τα αρνητικά φαινόμενα, εκείνες τις συγκεκριμένες δυσκολίες στην ανάπτυξή μας, τις οποίες η αντικομμουνιστική προπαγάνδα με τόσο ζήλο εκμεταλλεύτηκε και ακόμα εκμεταλλεύεται. Τα φαινόμενα αυτά, με τα οποία εμείς, ως κομμουνιστές, σχετιζόμαστε όχι λιγότερο κριτικά απ' οποιονδήποτε "δυτικό" ανθρωπιστή διανοούμενο, σε καμία περίπτωση δε δίνουν ούτε ένα επιχείρημα έναντι των ιδεών του Μαρξ. Με αυτές τις ιδέες, με το Πρόγραμμα που εφαρμόζουμε, αυτά τα φαινόμενα δεν είχαν τίποτε κοινό (ούτε και τώρα έχουν). Περαιτέρω, αυτά τα φαινόμενα εξηγούνται εξ ολοκλήρου, όχι αποδιδόμενα στην επίδραση των ιδεών του Μαρξ και του Λένιν, αλλά, απεναντίας, ως ένα είδος φανατισμένης και ορισμένες φορές ύπουλης αντίδρασης αυτού του υλικού στο οποίο αυτές οι ιδέες πρέπει να πραγματωθούν".
Στη συνέχεια ο Ιλιένκοφ γίνεται πιο συγκεκριμένος, αναφέροντας τα εξής: "Σύμφωνα με το Μαρξ [...] η δουλειά της πολιτικής επανάστασης είναι μόνο μια αρχή, και το πρόβλημα στο σύνολό του θα γίνει ορατό στο κομμουνιστικό κίνημα μόνο μετά από αυτήν την πράξη. Το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να επιλύσει αφού εκτελέσει τα άμεσα καθήκοντά του, ορίζεται κατευθείαν από τις αντινομίες της ατομικής ιδιοκτησίας. Μετά από την επαναστατική μετατροπή της ατομικής ιδιοκτησίας, ως μέσο παραγωγής και ευεργέτημα για την κουλτούρα, σε "κοινωνική ιδιοκτησία", αυτή η κοινωνική ιδιοκτησία πρέπει στη συνέχεια να μετασχηματιστεί σε περιουσία του κάθε ατόμου, της κάθε ξεχωριστής μονάδας. Στο κοινωνικό πλαίσιο, το ζήτημα αυτό συμπίπτει με την απόρριψη του καταμερισμού εργασίας μεταξύ των ατόμων, μια έννοια που κληροδοτήθηκε από τον κόσμο της "ατομικής ιδιοκτησίας". Σε σχέση με το άτομο, το πρόβλημα της ολόπλευρης ανάπτυξής του και μετατροπής του σε "ολοκληρωτικά" αναπτυγμένη ατομικότητα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η πολιτική επανάσταση θεωρείται εδώ ως μια συνθήκη που πρέπει να πληρωθεί, μέσω της οποίας η κοινωνία θα δει τον εαυτό της να έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον εαυτό της και, περαιτέρω, να εκπληρώσει πράγματι το γιγαντιαίο καθήκον της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση, χωρίς νόμισμα και χωρίς καμία εξωτερική διαμεσολάβηση στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η κοινωνία, αντιπροσωπεύοντας την εθελοντική συνεργασία για την ολόπλευρη ανάπτυξη της ατομικής θέλησης, δε θα χρειάζεται πια, ευρκισκόμενη σε αυτή τη θέση, "εξωτερικούς διαμεσολαβητές". Από την άλλη, μόνο η ολόπλευρη ανάπτυξη της ατομικότητας έχει τη δύναμη να εγκαθιδρύσει μια τέτοια συνεργασία".
Λίγο παρακάτω, κι ενώ έχει καταπιαστεί με την περίφημη στη δυτική μαρξολογία διάκριση μεταξύ "πρώιμου" και "ώριμου" Μαρξ, σημειώνει: "Είναι επίσης προφανές ότι ο ώριμος Μαρξ, και μετά από αυτόν ο Λένιν, ποτέ, ούτε και σε μια απλή φράση των θεωρητικών του κειμένων, δε θεώρησε την πράξη της μετατροπής της ιδιωτικής-καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε "κρατική" ιδιοκτησία ως τον ανώτατο και τελικό στόχο του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μόνο σαν το πρώτο, μολονότι απαραίτητο, βήμα στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση, χωρίς νόμισμα, χωρίς μορφές επιβολής και νόμους που να ρυθμίζουν τη ζωτική δραστηριότητα του ανθρώπου και χωρίς "αποξενωμένες" μορφές ανθρώπινης συνεργασίας. Είναι ακριβώς αυτές οι μορφές που το κομμουνιστικό κίνημα, επειδή δεν είναι σε θέση να τις ξεπεράσει άμεσα με διατάγματα ή με τη βία, διατηρούνται κατά τη διάρκεια της πρώτης (σοσιαλιστικής) φάσης της ωριμότητάς του. Παρόλα αυτά, διατηρούνται μόνο ως σημάδια της ιστορικής ανωριμότητας του κινήματος [...] Κατανοούμε αυτές τις τάσεις ως μέρος της κληρονομιάς μας που είναι ήδη, αν κι όχι εξ ολοκλήρου, παρελθόν".
Έχοντας λοιπόν αναμετρηθεί με την αντικομμουνιστική προπαγάνδα, ξετινάζοντάς την και από θεωρητικές θέσεις, καταλήγει θέτοντας τα σημαντικά καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αναδεικνύοντας τον πυρήνα της μαχητικής μαρξιστικής προβληματικής επί του θέματος:
"Επομένως ο βασικός στόχος για την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας συνίσταται στη βαθμιαία και συνεχή μεταβίβαση όλων των λειτουργιών της διεύθυνσης των συλλογικών ζητημάτων από έναν κυβερνητικό μηχανισμό σε εκείνα τα άτομα που συνασπίζονται για την κοινή υπόθεση. Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι η μετατροπή της τυπικά συλλογικής ιδιοκτησίας σε αυθεντικά συλλογική ιδιοκτησία. Αυτή η τάση αναμφίβολα θα ανοίξει το δρόμο για περαιτέρω μεγέθυνση της κλίμακας παραγωγής. Αλλά η επίλυση αυτού του ζητήματος απαιτεί ότι κάθε ξεχωριστό άτομο κι όλοι μαζί -και όχι μόνο λίγοι επιλεγμένοι- θα είναι ικανοί πράγματι να συμμετέχουν στην υπόθεση της διεύθυνσης της "συλλογικής ιδιοκτησίας", κατέχοντας την απαραίτητη θεωρητική επάρκεια και ικανότητα και την κατάλληλη κουλτούρα γι' αυτό".
Από αυτήν τη σκοπιά, το ζήτημα της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας ανάγεται στη μετατροπή κάθε ατόμου από μονόπλευρο επαγγελματία -από σκλάβο του συστήματος καταμερισμού εργασίας- σε μια ολόπλευρη προσωπικότητα, σε πραγματικό αφέντη (ιδιοκτήτη) του τελικού και πνευματικού πολιτισμού που δημιούργησε όλη η ανθρωπότητα.
Από το σημείο αυτό εκφράζεται και με τη μαρξική φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία η κομμουνιστική κοινωνία διαλύει τον "καταμερισμό εργασίας" και τον αντικαθιστά με μια ορθολογική "κατανομή των ειδών της δραστηριότητας" μεταξύ εξίσου ευρύτατα και πλήρως αναπτυγμένων ατόμων. Αυτοί οι άνθρωποι, μεταξύ άλλων, θα μπορούν να διεξάγουν το διευθυντικό ρόλο στο πλαίσιο της ξεχωριστής συλλογικότητας, στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας και στο πλαίσιο όλης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινωνική ιδιοκτησία, ως σύγχρονος τρόπος παραγωγής, δεν είναι μια ουτοπική προοπτική, αλλά μια πραγματική ανάγκη. Δεν εξαρτάται από τη θέληση ή την επίγνωση των ατόμων, αλλά καθορίζεται από τα συμφέροντα ενός ορθολογικού, λειτουργικού οργανισμού της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής -την "ουσία της ιδιοκτησίας".
Υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η αντίθετη τάση είναι ισχυρότερη, κατευθύνεται προς μια κυβερνητική, μονοπωλιακή μορφή "κολλεκτιβοποίησης" της ιδιοκτησίας και των καθηκόντων διεύθυνσής της. Οι δυνάμεις των στοιχείων της αγοράς αναπόφευκτα καταδικάζουν την ατομικότητα σε μονόπλευρη επαγγελματική εξειδίκευση, σε επαγγελματικό "κρετινισμό", όπως το έλεγε ο Μαρξ. Επομένως, για να αντεπιδράσει σε αυτήν την τάση, μια μονοπώληση της ηγεσίας των κοινωνικά σημαντικών ζητημάτων δίνεται σε επαγγελματίες. Κάτι τέτοιο, που λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τη θέληση και τις επιθυμίες των ατόμων, αντιπροσωπεύει μια τάση προς την "καθολική κυβέρνηση". Επομένως, ο απώτερος στόχος αυτών των δυο κινήσεων για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής προκύπτει ότι είναι άμεσα αντιφατικός.
Το σύστημα που βασίζεται στην αρχή της κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας θα εξελιχθεί αναγκαία προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής διεύθυνσης των κοινωνικά σημαντικών ζητημάτων και προς την κατεύθυνση της απονέκρωσης της κυβέρνησης ως μηχανισμού που αντιτίθεται στην πλειοψηφία των ατόμων, καθώς όλοι θα κληθούν να διευθύνουν τα κοινωνικά (συλλογικά) ζητήματα και όλοι θα απαιτηθεί να αναπτύξουν κοινωνική συνείδηση.
Ο κόσμος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αναπόφευκτα, αναμφίβολα, θα παρασύρει προς τον αντίθετο στόχο. Επομένως, συνοψίζοντας, φαίνεται ότι ο μαρξιστικός κομμουνισμός στον εικοστό αιώνα είναι η μόνη ορθολογική διδασκαλία που είναι αρκετά ισχυρή για να προσφέρει στους ανθρώπους ένα αληθινά γήινο ιδανικό. Δεν υπάρχει ορθολογική διδασκαλία που να αντιτίθεται στον κομμουνισμό, παρά μόνο η απουσία μιας τέτοιας. Επομένως οι νουνεχείς άνθρωποι πρέπει τώρα να διαλέξουν μεταξύ του μαρξισμού, κάποιας μορφής κοινωνικού πεσιμισμού ή τη σωτηρία με τη μορφή κάποιας υπερβατικής θρησκείας. Εγώ, προσωπικά, προτιμώ τον κομμουνισμό, ο οποίος ανοίγει στην ανθρωπότητα ένα πραγματικό, παρότι δύσκολο, δρόμο για το μέλλον εδώ στη Γη".
* * *
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε κι ένα ακόμα περιστατικό, το οποίο συχνά διαστρεβλώνεται στη σχετική βιβλιογραφία. Όπως αναφέρεται, ο Ιλιένκοφ είχε προσκληθεί το 1965 να λάβει μέρος σε ένα διεθνές συμπόσιο στο Πανεπιστήμιο Notre Damme στις ΗΠΑ, με θέμα τη συμβολή του Μαρξ στο λεγόμενο "δυτικό κόσμο" και σκοπό να συμβάλει στο διάλογο μεταξύ κομμουνιστών και μη κομμουνιστών διανοητών. Τελικά δεν παρέστη στο συμπόσιο, επειδή, όπως αναφέρεται, το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει. Παρόλα αυτά, έστειλε την εργασία που είχε ετοιμάσει, η οποία και διαβάστηκε στο συμπόσιο. Μετά τη δημοσίευση της εργασίας αυτής, ο Ιλιένκοφ υπέστη σημαντικές πιέσεις και δέχτηκε πολιτικές κατηγορίες για τον "αντιμαρξιστικό" προσαντολισμό της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι οι σχετικές πηγές αφήνουν αναπάντητο το προφανές ερώτημα πώς, αφού του απαγορεύτηκε να συμμετάσχει ως φυσικά παρουσία, του επιτράπηκε να στείλει την εργασία του η οποία και θα δημοσιευόταν στον τόμο με τα πρακτικά του συμποσίου, όπως και τελικά έγινε.
Πέρα από αυτό όμως, αξίζει να σταθούμε λίγο στο περιεχόμενο αυτής της εργασίας, που είχε τίτλο: "Από τη σκοπιά του μαρξισμού-λενινισμού", για να δούμε ποιος ήταν ο δήθεν "αντιμαρξιστικός" προσανατολισμός της.
Στην εργασία αυτή λοιπόν, ο Ιλιένκοφ, απαντώντας σε σημεία της δυτικής προπαγάνδας έναντι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και των δυσκολιών που αυτή αντιμετώπιζε, υπερασπίζεται τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην πατρίδα του και μιλά για "... εκείνα τα αρνητικά φαινόμενα, εκείνες τις συγκεκριμένες δυσκολίες στην ανάπτυξή μας, τις οποίες η αντικομμουνιστική προπαγάνδα με τόσο ζήλο εκμεταλλεύτηκε και ακόμα εκμεταλλεύεται. Τα φαινόμενα αυτά, με τα οποία εμείς, ως κομμουνιστές, σχετιζόμαστε όχι λιγότερο κριτικά απ' οποιονδήποτε "δυτικό" ανθρωπιστή διανοούμενο, σε καμία περίπτωση δε δίνουν ούτε ένα επιχείρημα έναντι των ιδεών του Μαρξ. Με αυτές τις ιδέες, με το Πρόγραμμα που εφαρμόζουμε, αυτά τα φαινόμενα δεν είχαν τίποτε κοινό (ούτε και τώρα έχουν). Περαιτέρω, αυτά τα φαινόμενα εξηγούνται εξ ολοκλήρου, όχι αποδιδόμενα στην επίδραση των ιδεών του Μαρξ και του Λένιν, αλλά, απεναντίας, ως ένα είδος φανατισμένης και ορισμένες φορές ύπουλης αντίδρασης αυτού του υλικού στο οποίο αυτές οι ιδέες πρέπει να πραγματωθούν".
Στη συνέχεια ο Ιλιένκοφ γίνεται πιο συγκεκριμένος, αναφέροντας τα εξής: "Σύμφωνα με το Μαρξ [...] η δουλειά της πολιτικής επανάστασης είναι μόνο μια αρχή, και το πρόβλημα στο σύνολό του θα γίνει ορατό στο κομμουνιστικό κίνημα μόνο μετά από αυτήν την πράξη. Το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να επιλύσει αφού εκτελέσει τα άμεσα καθήκοντά του, ορίζεται κατευθείαν από τις αντινομίες της ατομικής ιδιοκτησίας. Μετά από την επαναστατική μετατροπή της ατομικής ιδιοκτησίας, ως μέσο παραγωγής και ευεργέτημα για την κουλτούρα, σε "κοινωνική ιδιοκτησία", αυτή η κοινωνική ιδιοκτησία πρέπει στη συνέχεια να μετασχηματιστεί σε περιουσία του κάθε ατόμου, της κάθε ξεχωριστής μονάδας. Στο κοινωνικό πλαίσιο, το ζήτημα αυτό συμπίπτει με την απόρριψη του καταμερισμού εργασίας μεταξύ των ατόμων, μια έννοια που κληροδοτήθηκε από τον κόσμο της "ατομικής ιδιοκτησίας". Σε σχέση με το άτομο, το πρόβλημα της ολόπλευρης ανάπτυξής του και μετατροπής του σε "ολοκληρωτικά" αναπτυγμένη ατομικότητα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η πολιτική επανάσταση θεωρείται εδώ ως μια συνθήκη που πρέπει να πληρωθεί, μέσω της οποίας η κοινωνία θα δει τον εαυτό της να έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον εαυτό της και, περαιτέρω, να εκπληρώσει πράγματι το γιγαντιαίο καθήκον της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση, χωρίς νόμισμα και χωρίς καμία εξωτερική διαμεσολάβηση στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η κοινωνία, αντιπροσωπεύοντας την εθελοντική συνεργασία για την ολόπλευρη ανάπτυξη της ατομικής θέλησης, δε θα χρειάζεται πια, ευρκισκόμενη σε αυτή τη θέση, "εξωτερικούς διαμεσολαβητές". Από την άλλη, μόνο η ολόπλευρη ανάπτυξη της ατομικότητας έχει τη δύναμη να εγκαθιδρύσει μια τέτοια συνεργασία".
Λίγο παρακάτω, κι ενώ έχει καταπιαστεί με την περίφημη στη δυτική μαρξολογία διάκριση μεταξύ "πρώιμου" και "ώριμου" Μαρξ, σημειώνει: "Είναι επίσης προφανές ότι ο ώριμος Μαρξ, και μετά από αυτόν ο Λένιν, ποτέ, ούτε και σε μια απλή φράση των θεωρητικών του κειμένων, δε θεώρησε την πράξη της μετατροπής της ιδιωτικής-καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε "κρατική" ιδιοκτησία ως τον ανώτατο και τελικό στόχο του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μόνο σαν το πρώτο, μολονότι απαραίτητο, βήμα στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση, χωρίς νόμισμα, χωρίς μορφές επιβολής και νόμους που να ρυθμίζουν τη ζωτική δραστηριότητα του ανθρώπου και χωρίς "αποξενωμένες" μορφές ανθρώπινης συνεργασίας. Είναι ακριβώς αυτές οι μορφές που το κομμουνιστικό κίνημα, επειδή δεν είναι σε θέση να τις ξεπεράσει άμεσα με διατάγματα ή με τη βία, διατηρούνται κατά τη διάρκεια της πρώτης (σοσιαλιστικής) φάσης της ωριμότητάς του. Παρόλα αυτά, διατηρούνται μόνο ως σημάδια της ιστορικής ανωριμότητας του κινήματος [...] Κατανοούμε αυτές τις τάσεις ως μέρος της κληρονομιάς μας που είναι ήδη, αν κι όχι εξ ολοκλήρου, παρελθόν".
Έχοντας λοιπόν αναμετρηθεί με την αντικομμουνιστική προπαγάνδα, ξετινάζοντάς την και από θεωρητικές θέσεις, καταλήγει θέτοντας τα σημαντικά καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αναδεικνύοντας τον πυρήνα της μαχητικής μαρξιστικής προβληματικής επί του θέματος:
"Επομένως ο βασικός στόχος για την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας συνίσταται στη βαθμιαία και συνεχή μεταβίβαση όλων των λειτουργιών της διεύθυνσης των συλλογικών ζητημάτων από έναν κυβερνητικό μηχανισμό σε εκείνα τα άτομα που συνασπίζονται για την κοινή υπόθεση. Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι η μετατροπή της τυπικά συλλογικής ιδιοκτησίας σε αυθεντικά συλλογική ιδιοκτησία. Αυτή η τάση αναμφίβολα θα ανοίξει το δρόμο για περαιτέρω μεγέθυνση της κλίμακας παραγωγής. Αλλά η επίλυση αυτού του ζητήματος απαιτεί ότι κάθε ξεχωριστό άτομο κι όλοι μαζί -και όχι μόνο λίγοι επιλεγμένοι- θα είναι ικανοί πράγματι να συμμετέχουν στην υπόθεση της διεύθυνσης της "συλλογικής ιδιοκτησίας", κατέχοντας την απαραίτητη θεωρητική επάρκεια και ικανότητα και την κατάλληλη κουλτούρα γι' αυτό".
Από αυτήν τη σκοπιά, το ζήτημα της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας ανάγεται στη μετατροπή κάθε ατόμου από μονόπλευρο επαγγελματία -από σκλάβο του συστήματος καταμερισμού εργασίας- σε μια ολόπλευρη προσωπικότητα, σε πραγματικό αφέντη (ιδιοκτήτη) του τελικού και πνευματικού πολιτισμού που δημιούργησε όλη η ανθρωπότητα.
Από το σημείο αυτό εκφράζεται και με τη μαρξική φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία η κομμουνιστική κοινωνία διαλύει τον "καταμερισμό εργασίας" και τον αντικαθιστά με μια ορθολογική "κατανομή των ειδών της δραστηριότητας" μεταξύ εξίσου ευρύτατα και πλήρως αναπτυγμένων ατόμων. Αυτοί οι άνθρωποι, μεταξύ άλλων, θα μπορούν να διεξάγουν το διευθυντικό ρόλο στο πλαίσιο της ξεχωριστής συλλογικότητας, στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας και στο πλαίσιο όλης της ανθρώπινης κοινωνίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινωνική ιδιοκτησία, ως σύγχρονος τρόπος παραγωγής, δεν είναι μια ουτοπική προοπτική, αλλά μια πραγματική ανάγκη. Δεν εξαρτάται από τη θέληση ή την επίγνωση των ατόμων, αλλά καθορίζεται από τα συμφέροντα ενός ορθολογικού, λειτουργικού οργανισμού της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής -την "ουσία της ιδιοκτησίας".
Υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η αντίθετη τάση είναι ισχυρότερη, κατευθύνεται προς μια κυβερνητική, μονοπωλιακή μορφή "κολλεκτιβοποίησης" της ιδιοκτησίας και των καθηκόντων διεύθυνσής της. Οι δυνάμεις των στοιχείων της αγοράς αναπόφευκτα καταδικάζουν την ατομικότητα σε μονόπλευρη επαγγελματική εξειδίκευση, σε επαγγελματικό "κρετινισμό", όπως το έλεγε ο Μαρξ. Επομένως, για να αντεπιδράσει σε αυτήν την τάση, μια μονοπώληση της ηγεσίας των κοινωνικά σημαντικών ζητημάτων δίνεται σε επαγγελματίες. Κάτι τέτοιο, που λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τη θέληση και τις επιθυμίες των ατόμων, αντιπροσωπεύει μια τάση προς την "καθολική κυβέρνηση". Επομένως, ο απώτερος στόχος αυτών των δυο κινήσεων για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής προκύπτει ότι είναι άμεσα αντιφατικός.
Το σύστημα που βασίζεται στην αρχή της κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας θα εξελιχθεί αναγκαία προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής διεύθυνσης των κοινωνικά σημαντικών ζητημάτων και προς την κατεύθυνση της απονέκρωσης της κυβέρνησης ως μηχανισμού που αντιτίθεται στην πλειοψηφία των ατόμων, καθώς όλοι θα κληθούν να διευθύνουν τα κοινωνικά (συλλογικά) ζητήματα και όλοι θα απαιτηθεί να αναπτύξουν κοινωνική συνείδηση.
Ο κόσμος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αναπόφευκτα, αναμφίβολα, θα παρασύρει προς τον αντίθετο στόχο. Επομένως, συνοψίζοντας, φαίνεται ότι ο μαρξιστικός κομμουνισμός στον εικοστό αιώνα είναι η μόνη ορθολογική διδασκαλία που είναι αρκετά ισχυρή για να προσφέρει στους ανθρώπους ένα αληθινά γήινο ιδανικό. Δεν υπάρχει ορθολογική διδασκαλία που να αντιτίθεται στον κομμουνισμό, παρά μόνο η απουσία μιας τέτοιας. Επομένως οι νουνεχείς άνθρωποι πρέπει τώρα να διαλέξουν μεταξύ του μαρξισμού, κάποιας μορφής κοινωνικού πεσιμισμού ή τη σωτηρία με τη μορφή κάποιας υπερβατικής θρησκείας. Εγώ, προσωπικά, προτιμώ τον κομμουνισμό, ο οποίος ανοίγει στην ανθρωπότητα ένα πραγματικό, παρότι δύσκολο, δρόμο για το μέλλον εδώ στη Γη".