Η ελληνική κρίση
Περνάμε σήμερα στο τρίτο και τελευταίο μέρος της παρουσίασης ενός
(αρκετά διαδεδομένου στο ελληνικό αριστεροχώρι) ερμηνευτικού σχήματος
της κρίσης από το βιβλίο του Σακελλαρόπουλου, για να συνεχίσουμε σε ένα
άλλο μέρος με κάποιες κριτικές επισημάνσεις. Στο μέρος αυτό, ο
συγγραφέας εξετάζει την ελληνική περίπτωση σε συνάρτηση με τα παγκόσμια
χαρακτηριστικά της κρίσης που μας εξέθεσε στα προηγούμενα κεφάλαια.
Υπόψη ότι εδώ παρουσιάζονται μόνο κάποια αποσπάσματα, με τα θεωρητικά
συμπεράσματα, ενώ παραλείπονται για λόγους οικονομίας στοιχεία και
στατιστικοί πίνακες, που τα τεκμηριώνουν (δε βρίσκεται εκεί άλλωστε η
διαφωνία μας).
Στην παρούσα μελέτη θα προσεγγίσουμε την ελληνική οικονομική κρίση ως την κρίση ενός συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης που είχε επιλέξει η ελληνική αστική τάξη. Μία κρίση που ενεργοποιήθηκε τόσο από την ανάδυση εσωτερικών αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού όσο και από τις πιέσεις που εσωτερίκευσε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή κρίση (παράμετρος που λείπει εντελώς από την αφήγηση των κυριαρχικών στρωμάτων αφού θεωρούν πως η κρίση είναι αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο για το οποίο ευθύνονται οι Έλληνες πολίτες με τις υπέρμετρες απαιτήσεις τους και οι ελληνικές κυβερνήσεις για την υποχωρητικότητα που επέδειξαν).
Αφού λοιπόν ανασκευάζει με επιχειρήματα και στατιστικά στοιχεία την αστική αφήγηση περί υπερδιογκωμένου δημοσίου, υψηλών μισθών, κτλ, περνάει στο επόμενο υποκεφάλαιο.
3. Το πραγματικό πρόβλημα: η ελλιπώς ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού κι η όξυνση του φαινομένου αυτού σε περίοδο κρίσης
Αφού εξετάσαμε διάφορα επιχειρήματα των κυρίαρχων ελίτ, θα επικεντρώσουμε στη δική μας θέση για το βασικό, αλλά όχι μοναδικό, αίτιο της σημερινής κρίσης: Ο ελληνικός καπιταλισμός προσχώρησε το 1981 στην τότε ΕΟΚ έχοντας, με την εξαίρεση του εφοπλισμού και ορισμένων τομέων της ελληνικής οικονομίας (κατασκευές, τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία), σημαντικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Ωστόσο, η επιλογή έγινε από το ελληνικό αστικό κράτος το οποίο, λειτουργώντας με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, θεωρούσε πως ο ανταγωνισμός με τα πιο δυναμικά ευρωπαϊκά κεφάλαια θα συνέβαλε στην εσωτερική αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγικής δομής με εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, η Αριστερά, από την εποχή της δεκαετίας του 1960, ακόμη υποστήριζε πως η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία.
Τελικά και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε, παρότι υπήρξε μερική εσωτερική αναδιάρθρωση, και η μέχρι το 2009 πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν ανέδειξε καταστροφικά προβλήματα. Το παράδοξο αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον ελληνικό καπιταλισμό σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής τροχιάς, μεταθέτοντας την ανάδυση των δομικών του προβλημάτων για αργότερα.
Συγκεκριμένα:
α) η ύπαρξη εθνικού νομίσματος μέχρι το 2001 επέτρεψε τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάλογα με τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης για τόνωση των εξαγωγών.
β) οι σχετικά χαμηλοί μισθοί που δίνονταν στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας διατήρησαν αυτό το πλεονέκτημα του ελληνικού καπιταλισμού.
γ) στον ανωτέρω παράγοντα (β) ήρθε να προστεθεί και το γεγονός της μαζικής εισόδου μεταναστών μετά την πτώση του ανατολικού συνασπισμού, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός φτηνού κι ανασφάλιστου, σε μεγάλο βαθμό, εργατικού δυναμικού που περιόρισε το πραγματικό κόστος παραγωγής.
δ) Η συνέχιση της ανάπτυξης του εφοπλισμού, του τουρισμού και των κατασκευών ως βασικών συνιστωσών.
ε) η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος κι η τόνωση της αγοράς μέσω των νέων χρηματοπιστωτικών παραγώγων
στ) η χρησιμοποίηση των διαφόρων κοινοτικών πλαισίων στήριξης τόσο ως μορφών ενίσχυσης παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων όσο και ως υλικών στοιχείων δημιουργίας δεσμών κοινωνικής συναίνεσης.
Γιατί όμως υποστηρίζουμε πως το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας διατηρήθηκε; Πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε σχεδιασμός και στρατηγική για μία ποιοτική μεταλλαγή των χαρακτηριστικών που προαναφέραμε σε αυτά ενός καπιταλισμού υψηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας.
(...)
Όλη αυτή η τεχνολογική υστέρηση που περιγράφηκε θα δείξει μια δυσκαμψία στο να μπορέσει να υπάρξει ένας τεχνολογικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, εντελώς απαραίτητος για τον ανταγωνισμό εντός του πλαισίου της ΟΝΕ. Έτσι, ο δειλός προσανατολισμός προς την τεχνολογία είχε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα τόσο στο χαρακτήρα της παραγωγής όσο και σε αυτόν των εξαγωγών, όπου η επιλογή σε επένδυση σε κλάδους μέσης και υψηλής τεχνολογίας πραγματοποιήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς.
(...)
Σε διάστημα μιας δωδεκαετίας (1994-2006) και όντας η χώρα στην ΟΝΕ, οι αλλαγές προς την κατεύθυνση της μέσης/υψηλής και υψηλής τεχνολογίας σε ορισμένους τομείς σημείωσαν οπισθοχώρηση και σε άλλους ελαφρά μόνο ανάπτυξη. Έτσι, στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας έχουν μείωση της συμμετοχής τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της διάρθρωσης των επενδύσεων. Περιορισμό της συμμετοχής τους έχουν και οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, ωφελημένες εμφανίζονται οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας. Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση των απασχολούμενων και τη διάρθρωση του αριθμού των καταστημάτων, και εδώ οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας εμφανίζουν άνοδο, ενώ μείωση παρουσιάζουν οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας είτε εμφανίζουν στασιμότητα είτε πολύ περιορισμένη ανάπτυξη.
Συνολικά ιδωμένο το όλο πλαίσιο δείχνει μεν μία υποχώρηση των βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας αλλά αυτό δεν είναι ικανοποιητικό γιατί τον πραγματικό δυναμισμό τον παρουσιάζουν οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας.
Το 1995 η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας από όλες τις χώρες που θα αποτελέσουν στη συνέχεια την ΟΝΕ και για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ το 2011 θα ξεπερνά μόνο την Πορτογαλία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τις εξαγωγές υψηλής/μέσης τεχνολογίας, όπου και το 1995 αλλά και το 2011 η Ελλάδα παρουσίαζε το μικρότερο ποσοστό εξαγωγών σχετικά υψηλής τεχνολογίας απ' όλες τις χώρες της ΟΝΕ.
Αυτή η στάση εξηγεί και γιατί ο λόγος εμπορεύσιμων μη εμπορεύσιμων αγαθών στην καθαρή προστιθέμενη αξία περιοριζόταν συνέχεια στα χρόνια πριν από την κρίση. (...) Το συμπέρασμα που προκύπτει συγκεφαλαιώνεται πολύ εύστοχα στη φράση των Οικονομάκη, Ανδρουλάκη και Μαρκάκη: "για όλη την περίοδο μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ η ελληνική οικονομία βάσισε, συγκριτικά περισσότερο έναντι του συνόλου της Ε.Ε.27, την ανάπτυξή της στην ανάπτυξη των παραγωγικών κλάδων που δεν εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό. Επομένως, ο τύπος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν προϋπέθετε και δεν οδηγούσε σε βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Μέσα ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ένα προϋπάρχον πρόβλημα που είχε διαμορφωθεί με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα επιταθεί με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και θα οδηγήσει στην κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στα επόμενα υποκεφάλαια ο συγγραφέα εξετάζει τη διακύμανση αυτού του ισοζυγίου, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει τα εξής:
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως και πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ αλλά και μετά συντελέστηκε μία αναδιάρθρωση στη δομή των ελληνικών εξαγωγών εις βάρος των προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η αναδιάρθρωση ήταν αργή, περιορισμένη και μερική και δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ανασχετικά στα χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Ως αντίδοτο, και σε συνδυασμό με την εσωτερική αναδιάρθρωση, υιοθετήθηκε ο μερικός γεωγραφικός αναπροσανατολισμός των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, και αυτό έγινε σε περιορισμένο βαθμό, μη βελτιώνοντας τους όρους του εμπορικού ισοζυγίου.
(...)
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το διαρκώς ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός πως η Ελλάδα πραγματοποιούσε υπέρμετρες εισαγωγές. Οι ελληνικές εισαγωγές ήταν συγκριτικά πιο περιορισμένες. Το πρόβλημα είχε να κάνει με τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ελληνικών εισαγωγών και ελληνικών εξαγωγών που επιβάρυνε συνεχώς το εμπορικό ισοζύγιο και κατ' επέκταση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Για να συνεχίσει με το χρέος, το έλλειμμα και το τραπεζικό σύστημα.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύφτηκε σε σημαντικό βαθμό μέσω της έκδοσης ομολόγων. Δεδομένης της αύξησης του ελλείμματος του ισοζυγίου αυτού ως ποσοστού του ΑΕΠ αναγκαστικά αυτό οδηγούσε τόσο σε αύξηση των τόκων που πληρώνονταν. Σε αυτό διευκόλυνε και το γεγονός πως η ένταξη στην ΟΝΕ έδινε τη δυνατότητα στο ελληνικό κράτος να δανειστεί με χαμηλότερο επιτόκιο και ταυτόχρονα να επεκτείνει την αποπληρωμή των δανείων σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια από τη μια είχαμε μία αυξανόμενη ανάγκη του ελληνικού κράτους για δανεισμό και από την άλλη πολύ ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτού του δανεισμού.
(...)
Διαπιστώνουμε μια κατακόρυφη άνοδο του χρέους από τη στιγμή της εισόδου στην ΕΟΚ, μία σε γενικές γραμμές σταθεροποίηση μεταξύ 1995 και 2005, όπου οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ ήταν αρκετά υψηλοί, μία σημαντική αύξηση μεταξύ 2005 και 2008 και μία ραγδαία αύξηση το 2009.
Συμπερασματικά, το βασικό δεν ήταν η αύξηση σε απόλυτους αριθμούς του χρέους αλλά η δυσανάλογη αύξησή του σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ένα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ να πηγαίνει στην πληρωμή τόκων.
Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο υποκεφάλαιο, που παρατίθεται σχεδόν ολόκληρο
8. Η έλευση της κρίσης
Όσα αναφέραμε για το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που είχε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία επιδεινώθηκαν με την ανάδυση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης.Συγκεκριμένα, ήδη από το 2005 και μετά, αρκετοί δείκτες άρχισαν να παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις (τουρισμός, έσοδα από ναυτιλία, κοινοτικές επιχορηγήσεις), ενώ λίγο αργότερα θα αρχίσει και η πτώση της κερδοφορίας των τραπεζών που με τη σειρά της θα οδηγήσει στον περιορισμό των δανειακών χορηγήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο και στη βάση όσων αναφέραμε για την προσπάθεια ανάκαμψης της χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας μέσω της στροφής προς τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), η Ελλάδα το φθινόπωρο του 2009 εμφανίστηκε ως η χώρα που παρουσίαζε το μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας. Αυτό συνέβη γιατί αυξήθηκε το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της μείωσης του τελευταίου, εξαιτίας του συνδυασμού εγχώριας κι εξωτερικής κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 2009 η απόδοση των ελληνικών ομολόγων άρχισε να ανεβαίνει με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό συνέβη γιατί υπήρξε απροθυμία των επενδυτών να έχουν ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους τα οποία θεωρήθηκε πως παρουσίαζαν υψηλούς κινδύνους αθέτησης. Σε αυτό συνέβαλε και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης μετά τον Οκτώβριο του 2009.
Το δικό μας συμπέρασμα είναι πως υπήρξε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ενός ελλιπούς ανταγωνιστικά μοντέλου συσσώρευσης του οποίου εντάθηκαν οι αντιφάσεις λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και της εκμετάλλευσης της ανάγκης μερίδας του διεθνούς κεφαλαίου για γρήγορη κερδοφορία και ανάκαμψη από την κατάσταση της κρίσης. Κάτω από άλλες συνθήκες είναι πιθανό η ενεργοποίηση των αντιφάσεων να γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα μπορούσε να ανασταλεί επ' αόριστον - πλην της περίπτωσης να μεσολαβούσε κάποιο άλλο σημαντικό γεγονός (πχ η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε κάποιο σημείο της χώρας).
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, βρέθηκε στο χείλους της χρεοκοπίας και αυτό δεν ήταν κάτι που επιθυμούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ για τέσσερις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονταν στην κατοχή των ευρωπαϊκών, κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών, β) οι ελληνικές τράπεζες ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση τις χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος, δ) προσφερόταν η ευκαιρία για πειραματισμό γύρω από ένα νέο μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης, η γενικευμένη εφαρμογή του οποίου θα συντελούσε στην ανόρθωση των συνολικών ποσοστών κερδοφορίας.
Με αυτήν την έννοια και πριν περάσουμε στην παρουσίαση του περιεχομένου των πακέτων των μνημονίων, αξίζει να σταθούμε στο στρατηγικό περιεχόμενο αυτών των επιλογών. Τα υιοθετούμενα "πακέτα" οικονομικών μέτρων θα επιτελέσουν ένα διπλό ρόλο: από τη μία, θα διασώσουν μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και από την άλλη, θα χρησιμεύσουν ως πυξίδα για τη νέα μορφή που θα "πρέπει" να πάρει ο καπιταλισμός και ως προς αυτό ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα αποτελέσει ένα πεδίο κοινωνικού πειραματισμού.
Στόχος είναι η μείωση σε συντριπτικό βαθμό του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, η υποχώρηση των μη μονοπωλιακών μερίδων του κεφαλαίου, η μισθωτοποίηση των μέχρι πρότινος νέων μικροαστικών στρωμάτων και μία ακραία εκδοχή οξυμένου κρατικού αυταρχισμού που θα περιορίζει δραστικά τα όποια περιθώρια κοινωνικών αντιστάσεων. Τα κυριαρχούμενα στρώματα θα ζουν σε ατμόσφαιρα "χαμηλότατων προσδοκιών", ενώ το ζητούμενο δε θα είναι να έχει κάποιος μόνιμη δουλειά με αξιοπρεπείς αποδοχές, αλλά να έχει δουλειά άσχετα του πόσες ώρες θα δουλεύει και πόσο θα αμείβεται.
Σε επίπεδο συνασπισμού εξουσίας, η αλλαγή του προτύπου συσσώρευσης σημαίνει την εκδίωξη/υποβάθμιση μη μονοπωλιακών μερίδων ως αποτέλεσμα των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Αντίστοιχα επιδιώκεται η ενδυνάμωση των μονοπωλιακών μερίδων που επιβιώνουν. Στο όλο πλαίσιο εμπλέκεται και το εξωγενές κεφάλαιο (αλλοδαπό αλλά και εφοπλιστικό) που θα έρθει να εγκατασταθεί στη χώρα. Δεδομένου πως μεγάλος όγκος ξένων κεφαλαίων αναμένεται να επενδυθούν λόγω των "ευκαιριών" που θα δημιουργηθούν, είναι αναμενόμενο να ανατραπεί και ο συσχετισμός μεταξύ ενδογενούς και εξωγενούς κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι μικροαστικές τάξεις θα περιορίσουν την παρουσία τους ως τάξεις-στηρίγματα. Και αυτό γιατί η παραδοσιακή μικροαστική τάξη βρίσκεται σε συρρίκνωση λόγω της ενίσχυσης των μονοπωλίων. Η νέα μικροαστική τάξη πολώνεται προς την εργατική τάξη δεδομένου πως μισθωτοποιείται σε σημαντικό βαθμό, τα εισοδήματά της μειώνονται και ο ρόλος της σε μία μονοπωλιακή επιχείρηση γίνεται όλο και πιο εκτελεστικός. Για την ελληνική κοινωνία όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού παραδοσιακά χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική αυτή ιδιομορφία οφείλεται στην ύπαρξη πολυάριθμων αγροτικών στρωμάτων, στον μικροϊδιοκτησιακό/οικογενειακό χαρακτήρα πολλών βιοτεχνιών και εμπορικών επιχειρήσεων (αποτέλεσμα της ανάγκης βιοπορισμού των ηττημένων του εμφυλίου) καθώς και στην προσφυγή στην ιδιοκτησία ακινήτων ως μορφής ασφαλούς επένδυσης σε μια χώρα με ταραχώδη πολιτικό βίο.
Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ η κοινή αγροτική πολιτική οδήγησε στη δραστική μείωση των αγροτικών στρωμάτων. Ωστόσο, έπρεπε να περιοριστούν και τα υπόλοιπα τμήματα της "μεσαίας" τάξης που είχαν διογκωθεί στη δεκαετία του 1980. Αυτό μόνο μερικώς επετεύχθη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας εικοσαετίας. Χρειάζονταν πιο δραστικές πολιτικές και γι' αυτό υιοθετήθηκε η πολιτική των μνημονίων.
Τα παραπάνω οδήγησαν σε μια αναδιάταξη τόσο στη μορφή των κοινωνικών συμμαχιών όσο και στο περιεχόμενο της αστικής ηγεμονίας και της αποσπώμενης κοινωνικής συναίνεσης. Η νέα κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει κυρίως αστικά στρώματα και για να μπορέσει να ηγεμονεύσει, χρειάζεται ένα νέο πρόταγμα που δε θα έχει κατ' ανάγκη θετικό πρόσημο. Ένα βασικό, δομικό, στοιχείο που συγκρότησε την κοινωνική συναίνεση στον καπιταλισμό ήταν η πίστη στην αλλαγή προς το καλύτερο και η προσδοκία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό πλέον αλλάζει και τίθεται στο επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών. Οι κυριαρχούμενες τάξεις δε θα ελπίζουν πλέον σε μια βελτίωση της ζωής του αλλά θα συναινούν σε όποιο σχέδιο υπόσχεται τη μη χειροτέρευση. Τα παραπάνω δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε απόψεις περί "συνωμοσίας" των ελίτ. Αναμφίβολα και σε ελλαδικό και σε διεθνές επίπεδο αρχικά υπήρξε ένας αιφνιδιασμός για τη δριμύτητα της κρίσης. Θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα για να γίνει αντιληπτό πως η κατάσταση αποτελεί ταυτόχρονα κίνδυνο και ευκαιρία: κίνδυνος να μη μπορέσει να υπάρξει διαχείριση της κρίσης με ανεξέλεγκτες συνέπειες και απροσδιόριστο μέλλον. Ευκαιρία για απόσπαση μεγάλης μάζας πλούτου από τα λαϊκά στρώματα, συντηρητικής αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, το ξένο κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, πέραν του βραχυπρόθεσμου κινδύνου απώλειας κεφαλαίων τους που είχαν επενδυθεί σε ελληνικά ομόλογα, είδαν τη δυνατότητα για πιο στρατηγικούς μετασχηματισμούς, δηλ τη χρησιμοποίηση ενός ανεπτυγμένου καπιταλιστικού σχηματισμού ως "πειραματόζωου" δομικής τροποποίησης του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης με σκοπό τη διευρυμένη εφαρμογή ενός νέου μοντέλου.
Αντί επιλόγου, παραθέτω μία σημαντική υποσημείωση του τρίτου υποκεφαλαίου, που δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι τηρείται τελικά στην πράξη.
Η αναφορά στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποιου είδους επιθυμία από μέρους μας για ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο σκοπός είναι η περιγραφή κι η ανάλυσης μιας οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Από εκεί και πέρα, από τη σκοπιά των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, το ζήτημα σε τακτικό επίπεδο είναι η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, και σε στρατηγικό η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
-.-.-
Στην παρούσα μελέτη θα προσεγγίσουμε την ελληνική οικονομική κρίση ως την κρίση ενός συγκεκριμένου μοντέλου συσσώρευσης που είχε επιλέξει η ελληνική αστική τάξη. Μία κρίση που ενεργοποιήθηκε τόσο από την ανάδυση εσωτερικών αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού όσο και από τις πιέσεις που εσωτερίκευσε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή κρίση (παράμετρος που λείπει εντελώς από την αφήγηση των κυριαρχικών στρωμάτων αφού θεωρούν πως η κρίση είναι αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο για το οποίο ευθύνονται οι Έλληνες πολίτες με τις υπέρμετρες απαιτήσεις τους και οι ελληνικές κυβερνήσεις για την υποχωρητικότητα που επέδειξαν).
Αφού λοιπόν ανασκευάζει με επιχειρήματα και στατιστικά στοιχεία την αστική αφήγηση περί υπερδιογκωμένου δημοσίου, υψηλών μισθών, κτλ, περνάει στο επόμενο υποκεφάλαιο.
3. Το πραγματικό πρόβλημα: η ελλιπώς ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού κι η όξυνση του φαινομένου αυτού σε περίοδο κρίσης
Αφού εξετάσαμε διάφορα επιχειρήματα των κυρίαρχων ελίτ, θα επικεντρώσουμε στη δική μας θέση για το βασικό, αλλά όχι μοναδικό, αίτιο της σημερινής κρίσης: Ο ελληνικός καπιταλισμός προσχώρησε το 1981 στην τότε ΕΟΚ έχοντας, με την εξαίρεση του εφοπλισμού και ορισμένων τομέων της ελληνικής οικονομίας (κατασκευές, τσιμεντοβιομηχανία, χαλυβουργία), σημαντικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Ωστόσο, η επιλογή έγινε από το ελληνικό αστικό κράτος το οποίο, λειτουργώντας με γνώμονα τη μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, θεωρούσε πως ο ανταγωνισμός με τα πιο δυναμικά ευρωπαϊκά κεφάλαια θα συνέβαλε στην εσωτερική αναδιάρθρωση της ελληνικής παραγωγικής δομής με εκκαθάριση των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, η Αριστερά, από την εποχή της δεκαετίας του 1960, ακόμη υποστήριζε πως η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία.
Τελικά και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας παρέμεινε, παρότι υπήρξε μερική εσωτερική αναδιάρθρωση, και η μέχρι το 2009 πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν ανέδειξε καταστροφικά προβλήματα. Το παράδοξο αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον ελληνικό καπιταλισμό σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής τροχιάς, μεταθέτοντας την ανάδυση των δομικών του προβλημάτων για αργότερα.
Συγκεκριμένα:
α) η ύπαρξη εθνικού νομίσματος μέχρι το 2001 επέτρεψε τη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάλογα με τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης για τόνωση των εξαγωγών.
β) οι σχετικά χαμηλοί μισθοί που δίνονταν στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας διατήρησαν αυτό το πλεονέκτημα του ελληνικού καπιταλισμού.
γ) στον ανωτέρω παράγοντα (β) ήρθε να προστεθεί και το γεγονός της μαζικής εισόδου μεταναστών μετά την πτώση του ανατολικού συνασπισμού, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός φτηνού κι ανασφάλιστου, σε μεγάλο βαθμό, εργατικού δυναμικού που περιόρισε το πραγματικό κόστος παραγωγής.
δ) Η συνέχιση της ανάπτυξης του εφοπλισμού, του τουρισμού και των κατασκευών ως βασικών συνιστωσών.
ε) η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος κι η τόνωση της αγοράς μέσω των νέων χρηματοπιστωτικών παραγώγων
στ) η χρησιμοποίηση των διαφόρων κοινοτικών πλαισίων στήριξης τόσο ως μορφών ενίσχυσης παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων όσο και ως υλικών στοιχείων δημιουργίας δεσμών κοινωνικής συναίνεσης.
Γιατί όμως υποστηρίζουμε πως το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας διατηρήθηκε; Πολύ απλά γιατί δεν υπήρχε σχεδιασμός και στρατηγική για μία ποιοτική μεταλλαγή των χαρακτηριστικών που προαναφέραμε σε αυτά ενός καπιταλισμού υψηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας.
(...)
Όλη αυτή η τεχνολογική υστέρηση που περιγράφηκε θα δείξει μια δυσκαμψία στο να μπορέσει να υπάρξει ένας τεχνολογικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, εντελώς απαραίτητος για τον ανταγωνισμό εντός του πλαισίου της ΟΝΕ. Έτσι, ο δειλός προσανατολισμός προς την τεχνολογία είχε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα τόσο στο χαρακτήρα της παραγωγής όσο και σε αυτόν των εξαγωγών, όπου η επιλογή σε επένδυση σε κλάδους μέσης και υψηλής τεχνολογίας πραγματοποιήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς.
(...)
Σε διάστημα μιας δωδεκαετίας (1994-2006) και όντας η χώρα στην ΟΝΕ, οι αλλαγές προς την κατεύθυνση της μέσης/υψηλής και υψηλής τεχνολογίας σε ορισμένους τομείς σημείωσαν οπισθοχώρηση και σε άλλους ελαφρά μόνο ανάπτυξη. Έτσι, στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας έχουν μείωση της συμμετοχής τους. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της διάρθρωσης των επενδύσεων. Περιορισμό της συμμετοχής τους έχουν και οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Αντίθετα, ωφελημένες εμφανίζονται οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας. Σε ό,τι αφορά τη διάρθρωση των απασχολούμενων και τη διάρθρωση του αριθμού των καταστημάτων, και εδώ οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας εμφανίζουν άνοδο, ενώ μείωση παρουσιάζουν οι βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και αυτές της μέσης προς υψηλή τεχνολογίας είτε εμφανίζουν στασιμότητα είτε πολύ περιορισμένη ανάπτυξη.
Συνολικά ιδωμένο το όλο πλαίσιο δείχνει μεν μία υποχώρηση των βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας αλλά αυτό δεν είναι ικανοποιητικό γιατί τον πραγματικό δυναμισμό τον παρουσιάζουν οι βιομηχανίες μέσης προς χαμηλή τεχνολογίας.
Το 1995 η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας από όλες τις χώρες που θα αποτελέσουν στη συνέχεια την ΟΝΕ και για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ το 2011 θα ξεπερνά μόνο την Πορτογαλία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τις εξαγωγές υψηλής/μέσης τεχνολογίας, όπου και το 1995 αλλά και το 2011 η Ελλάδα παρουσίαζε το μικρότερο ποσοστό εξαγωγών σχετικά υψηλής τεχνολογίας απ' όλες τις χώρες της ΟΝΕ.
Αυτή η στάση εξηγεί και γιατί ο λόγος εμπορεύσιμων μη εμπορεύσιμων αγαθών στην καθαρή προστιθέμενη αξία περιοριζόταν συνέχεια στα χρόνια πριν από την κρίση. (...) Το συμπέρασμα που προκύπτει συγκεφαλαιώνεται πολύ εύστοχα στη φράση των Οικονομάκη, Ανδρουλάκη και Μαρκάκη: "για όλη την περίοδο μετά την είσοδο στη ζώνη του ευρώ η ελληνική οικονομία βάσισε, συγκριτικά περισσότερο έναντι του συνόλου της Ε.Ε.27, την ανάπτυξή της στην ανάπτυξη των παραγωγικών κλάδων που δεν εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό. Επομένως, ο τύπος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν προϋπέθετε και δεν οδηγούσε σε βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Μέσα ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο ένα προϋπάρχον πρόβλημα που είχε διαμορφωθεί με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα επιταθεί με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και θα οδηγήσει στην κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στα επόμενα υποκεφάλαια ο συγγραφέα εξετάζει τη διακύμανση αυτού του ισοζυγίου, όπου μεταξύ άλλων σημειώνει τα εξής:
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως και πριν από την είσοδο στην ΟΝΕ αλλά και μετά συντελέστηκε μία αναδιάρθρωση στη δομή των ελληνικών εξαγωγών εις βάρος των προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτή η αναδιάρθρωση ήταν αργή, περιορισμένη και μερική και δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ανασχετικά στα χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού. Ως αντίδοτο, και σε συνδυασμό με την εσωτερική αναδιάρθρωση, υιοθετήθηκε ο μερικός γεωγραφικός αναπροσανατολισμός των ελληνικών εξαγωγών. Ωστόσο, και αυτό έγινε σε περιορισμένο βαθμό, μη βελτιώνοντας τους όρους του εμπορικού ισοζυγίου.
(...)
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν το διαρκώς ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός πως η Ελλάδα πραγματοποιούσε υπέρμετρες εισαγωγές. Οι ελληνικές εισαγωγές ήταν συγκριτικά πιο περιορισμένες. Το πρόβλημα είχε να κάνει με τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ελληνικών εισαγωγών και ελληνικών εξαγωγών που επιβάρυνε συνεχώς το εμπορικό ισοζύγιο και κατ' επέκταση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Για να συνεχίσει με το χρέος, το έλλειμμα και το τραπεζικό σύστημα.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών καλύφτηκε σε σημαντικό βαθμό μέσω της έκδοσης ομολόγων. Δεδομένης της αύξησης του ελλείμματος του ισοζυγίου αυτού ως ποσοστού του ΑΕΠ αναγκαστικά αυτό οδηγούσε τόσο σε αύξηση των τόκων που πληρώνονταν. Σε αυτό διευκόλυνε και το γεγονός πως η ένταξη στην ΟΝΕ έδινε τη δυνατότητα στο ελληνικό κράτος να δανειστεί με χαμηλότερο επιτόκιο και ταυτόχρονα να επεκτείνει την αποπληρωμή των δανείων σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια από τη μια είχαμε μία αυξανόμενη ανάγκη του ελληνικού κράτους για δανεισμό και από την άλλη πολύ ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτού του δανεισμού.
(...)
Διαπιστώνουμε μια κατακόρυφη άνοδο του χρέους από τη στιγμή της εισόδου στην ΕΟΚ, μία σε γενικές γραμμές σταθεροποίηση μεταξύ 1995 και 2005, όπου οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ ήταν αρκετά υψηλοί, μία σημαντική αύξηση μεταξύ 2005 και 2008 και μία ραγδαία αύξηση το 2009.
Συμπερασματικά, το βασικό δεν ήταν η αύξηση σε απόλυτους αριθμούς του χρέους αλλά η δυσανάλογη αύξησή του σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ένα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ να πηγαίνει στην πληρωμή τόκων.
Κι έτσι φτάνουμε στο τελευταίο υποκεφάλαιο, που παρατίθεται σχεδόν ολόκληρο
8. Η έλευση της κρίσης
Όσα αναφέραμε για το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που είχε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία επιδεινώθηκαν με την ανάδυση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης.Συγκεκριμένα, ήδη από το 2005 και μετά, αρκετοί δείκτες άρχισαν να παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις (τουρισμός, έσοδα από ναυτιλία, κοινοτικές επιχορηγήσεις), ενώ λίγο αργότερα θα αρχίσει και η πτώση της κερδοφορίας των τραπεζών που με τη σειρά της θα οδηγήσει στον περιορισμό των δανειακών χορηγήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο και στη βάση όσων αναφέραμε για την προσπάθεια ανάκαμψης της χρηματοπιστωτικής κερδοφορίας μέσω της στροφής προς τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), η Ελλάδα το φθινόπωρο του 2009 εμφανίστηκε ως η χώρα που παρουσίαζε το μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας. Αυτό συνέβη γιατί αυξήθηκε το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ λόγω της μείωσης του τελευταίου, εξαιτίας του συνδυασμού εγχώριας κι εξωτερικής κρίσης.
Πιο συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 2009 η απόδοση των ελληνικών ομολόγων άρχισε να ανεβαίνει με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό συνέβη γιατί υπήρξε απροθυμία των επενδυτών να έχουν ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους τα οποία θεωρήθηκε πως παρουσίαζαν υψηλούς κινδύνους αθέτησης. Σε αυτό συνέβαλε και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης μετά τον Οκτώβριο του 2009.
Το δικό μας συμπέρασμα είναι πως υπήρξε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ ενός ελλιπούς ανταγωνιστικά μοντέλου συσσώρευσης του οποίου εντάθηκαν οι αντιφάσεις λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και της εκμετάλλευσης της ανάγκης μερίδας του διεθνούς κεφαλαίου για γρήγορη κερδοφορία και ανάκαμψη από την κατάσταση της κρίσης. Κάτω από άλλες συνθήκες είναι πιθανό η ενεργοποίηση των αντιφάσεων να γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα μπορούσε να ανασταλεί επ' αόριστον - πλην της περίπτωσης να μεσολαβούσε κάποιο άλλο σημαντικό γεγονός (πχ η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε κάποιο σημείο της χώρας).
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα, μια δυτική καπιταλιστική χώρα, βρέθηκε στο χείλους της χρεοκοπίας και αυτό δεν ήταν κάτι που επιθυμούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ για τέσσερις λόγους: α) πολλά ελληνικά χρεόγραφα βρίσκονταν στην κατοχή των ευρωπαϊκών, κυρίως γαλλικών και γερμανικών, τραπεζών, β) οι ελληνικές τράπεζες ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό το τραπεζικό σύστημα δύο άλλων ευρωπαϊκών χωρών: της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, γ) η χρεοκοπία μιας χώρας της ζώνης του ευρώ θα οδηγούσε σε μεγάλη αναστάτωση τις χρηματαγορές ρίχνοντας την αξία του κοινού νομίσματος, δ) προσφερόταν η ευκαιρία για πειραματισμό γύρω από ένα νέο μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης, η γενικευμένη εφαρμογή του οποίου θα συντελούσε στην ανόρθωση των συνολικών ποσοστών κερδοφορίας.
Με αυτήν την έννοια και πριν περάσουμε στην παρουσίαση του περιεχομένου των πακέτων των μνημονίων, αξίζει να σταθούμε στο στρατηγικό περιεχόμενο αυτών των επιλογών. Τα υιοθετούμενα "πακέτα" οικονομικών μέτρων θα επιτελέσουν ένα διπλό ρόλο: από τη μία, θα διασώσουν μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και από την άλλη, θα χρησιμεύσουν ως πυξίδα για τη νέα μορφή που θα "πρέπει" να πάρει ο καπιταλισμός και ως προς αυτό ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός θα αποτελέσει ένα πεδίο κοινωνικού πειραματισμού.
Στόχος είναι η μείωση σε συντριπτικό βαθμό του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, η υποχώρηση των μη μονοπωλιακών μερίδων του κεφαλαίου, η μισθωτοποίηση των μέχρι πρότινος νέων μικροαστικών στρωμάτων και μία ακραία εκδοχή οξυμένου κρατικού αυταρχισμού που θα περιορίζει δραστικά τα όποια περιθώρια κοινωνικών αντιστάσεων. Τα κυριαρχούμενα στρώματα θα ζουν σε ατμόσφαιρα "χαμηλότατων προσδοκιών", ενώ το ζητούμενο δε θα είναι να έχει κάποιος μόνιμη δουλειά με αξιοπρεπείς αποδοχές, αλλά να έχει δουλειά άσχετα του πόσες ώρες θα δουλεύει και πόσο θα αμείβεται.
Σε επίπεδο συνασπισμού εξουσίας, η αλλαγή του προτύπου συσσώρευσης σημαίνει την εκδίωξη/υποβάθμιση μη μονοπωλιακών μερίδων ως αποτέλεσμα των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης. Αντίστοιχα επιδιώκεται η ενδυνάμωση των μονοπωλιακών μερίδων που επιβιώνουν. Στο όλο πλαίσιο εμπλέκεται και το εξωγενές κεφάλαιο (αλλοδαπό αλλά και εφοπλιστικό) που θα έρθει να εγκατασταθεί στη χώρα. Δεδομένου πως μεγάλος όγκος ξένων κεφαλαίων αναμένεται να επενδυθούν λόγω των "ευκαιριών" που θα δημιουργηθούν, είναι αναμενόμενο να ανατραπεί και ο συσχετισμός μεταξύ ενδογενούς και εξωγενούς κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, οι μικροαστικές τάξεις θα περιορίσουν την παρουσία τους ως τάξεις-στηρίγματα. Και αυτό γιατί η παραδοσιακή μικροαστική τάξη βρίσκεται σε συρρίκνωση λόγω της ενίσχυσης των μονοπωλίων. Η νέα μικροαστική τάξη πολώνεται προς την εργατική τάξη δεδομένου πως μισθωτοποιείται σε σημαντικό βαθμό, τα εισοδήματά της μειώνονται και ο ρόλος της σε μία μονοπωλιακή επιχείρηση γίνεται όλο και πιο εκτελεστικός. Για την ελληνική κοινωνία όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία αφού παραδοσιακά χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη παρουσία μικροαστικών στρωμάτων σε σχέση με τις υπόλοιπες δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική αυτή ιδιομορφία οφείλεται στην ύπαρξη πολυάριθμων αγροτικών στρωμάτων, στον μικροϊδιοκτησιακό/οικογενειακό χαρακτήρα πολλών βιοτεχνιών και εμπορικών επιχειρήσεων (αποτέλεσμα της ανάγκης βιοπορισμού των ηττημένων του εμφυλίου) καθώς και στην προσφυγή στην ιδιοκτησία ακινήτων ως μορφής ασφαλούς επένδυσης σε μια χώρα με ταραχώδη πολιτικό βίο.
Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ η κοινή αγροτική πολιτική οδήγησε στη δραστική μείωση των αγροτικών στρωμάτων. Ωστόσο, έπρεπε να περιοριστούν και τα υπόλοιπα τμήματα της "μεσαίας" τάξης που είχαν διογκωθεί στη δεκαετία του 1980. Αυτό μόνο μερικώς επετεύχθη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας εικοσαετίας. Χρειάζονταν πιο δραστικές πολιτικές και γι' αυτό υιοθετήθηκε η πολιτική των μνημονίων.
Τα παραπάνω οδήγησαν σε μια αναδιάταξη τόσο στη μορφή των κοινωνικών συμμαχιών όσο και στο περιεχόμενο της αστικής ηγεμονίας και της αποσπώμενης κοινωνικής συναίνεσης. Η νέα κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει κυρίως αστικά στρώματα και για να μπορέσει να ηγεμονεύσει, χρειάζεται ένα νέο πρόταγμα που δε θα έχει κατ' ανάγκη θετικό πρόσημο. Ένα βασικό, δομικό, στοιχείο που συγκρότησε την κοινωνική συναίνεση στον καπιταλισμό ήταν η πίστη στην αλλαγή προς το καλύτερο και η προσδοκία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό πλέον αλλάζει και τίθεται στο επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών. Οι κυριαρχούμενες τάξεις δε θα ελπίζουν πλέον σε μια βελτίωση της ζωής του αλλά θα συναινούν σε όποιο σχέδιο υπόσχεται τη μη χειροτέρευση. Τα παραπάνω δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε απόψεις περί "συνωμοσίας" των ελίτ. Αναμφίβολα και σε ελλαδικό και σε διεθνές επίπεδο αρχικά υπήρξε ένας αιφνιδιασμός για τη δριμύτητα της κρίσης. Θα χρειαστεί να περάσει ένα διάστημα για να γίνει αντιληπτό πως η κατάσταση αποτελεί ταυτόχρονα κίνδυνο και ευκαιρία: κίνδυνος να μη μπορέσει να υπάρξει διαχείριση της κρίσης με ανεξέλεγκτες συνέπειες και απροσδιόριστο μέλλον. Ευκαιρία για απόσπαση μεγάλης μάζας πλούτου από τα λαϊκά στρώματα, συντηρητικής αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Από την άλλη, το ξένο κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, πέραν του βραχυπρόθεσμου κινδύνου απώλειας κεφαλαίων τους που είχαν επενδυθεί σε ελληνικά ομόλογα, είδαν τη δυνατότητα για πιο στρατηγικούς μετασχηματισμούς, δηλ τη χρησιμοποίηση ενός ανεπτυγμένου καπιταλιστικού σχηματισμού ως "πειραματόζωου" δομικής τροποποίησης του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης με σκοπό τη διευρυμένη εφαρμογή ενός νέου μοντέλου.
Αντί επιλόγου, παραθέτω μία σημαντική υποσημείωση του τρίτου υποκεφαλαίου, που δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι τηρείται τελικά στην πράξη.
Η αναφορά στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποιου είδους επιθυμία από μέρους μας για ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο σκοπός είναι η περιγραφή κι η ανάλυσης μιας οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας. Από εκεί και πέρα, από τη σκοπιά των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων, το ζήτημα σε τακτικό επίπεδο είναι η μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, και σε στρατηγικό η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.