Εισαγωγή στον τρίτο τόμο του δοκιμίου
Πρέπει να το είχα αναφέρει και σε μια παλιότερη ανάρτηση πως η καλύτερη εισαγωγή για το θέμα και την περίοδο που εξετάζει ο τρίτος τόμος του δοκιμίου ιστορίας του κόμματος είναι το δεύτερο μέρος της βιογραφίας του χαρίλαου από το θεοχαράτο· το οποίο πιάνει χοντρικά την ίδια περίοδο, από το 73’ ως το 93’, που ο φλωράκης έπαψε να είναι βουλευτής, και αποτελεί κατά τον χαρίλαο τη μεγαλύτερη πολιτική ομιλία του. Ένα πολιτικό μανιφέστο, το οποίο κατά μείζονα λόγο δεν αποτελεί ιστορία –αν και έχει και τέτοιο χαρακτήρα- καταλήγοντας έτσι να έχει (κι αυτό) μορφή δοκιμίου, όπως σημειώνει ο θεοχαράτος. Ο οποίος στον πρόλογό του συμπληρώνει ότι φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για τα σημεία όπου δεν είναι ικανοποιητική η προσέγγιση, ενώ για όσα κατορθώνει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, η εύφημη μνεία ανήκει στον φλωράκη.
Ήδη από την εισαγωγή πάντως, ο αναγνώστης σκοντάφτει σε κάποια σημεία, όπου καλείται να μαντέψει αν αποτυπώνουν την πολιτική σκέψη του χαρίλαου ή απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα. Γράφει κάπου πχ ο θεοχαράτος πως ούτε η μεταπολίτευση του 74’ ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του ελληνικού λαού, ούτε η μεταπολίτευση της μεταπολίτευσης του 81’ έφερε την αλλαγή, δηλ την εθνική κυριαρχία και τη διεύρυνση της πολιτικής δημοκρατίας προς την κοινωνία και την οικονομία. Κάτι χειρότερο: η μεταπολίτευσης της μεταπολίτευσης δυσφήμησε τις έννοιες και του σοσιαλισμού και της αλλαγής.
Και σε ένα άλλο σημείο εκτιμά πως θα ήταν αυτοκτονία για το κκε να πάει ενάντια στο ρεύμα και να μη συμπορευτεί με το πασόκ.
Υπ’ όψιν πως ο θεοχαράτος δεν ήταν κάποιος (έντιμος έστω, καλός) πασόκος αλλά σταθερός οπαδός του κουκουέ, με τις δικές του ιδέες και τις αντιφάσεις του, που καταγγέλλει τον εγχώριο δικομματισμό ως κατ’ ουσίαν μονοκομματισμό και την πολιτική μετάλλαξη του πασόκ. Αναφέρει μάλιστα και ένα διάλογο που είχε ο φλωράκης με τον παπανδρέου το βράδυ των εκλογών του 81’, όταν τηλεφώνησε ο χαρίλαος στον ανδρέα να τον συγχαρεί για το αποτέλεσμα και αυτός του απάντησε πως θα τον φώναζε την επομένη να μιλήσουν για την κυβέρνηση. Τελικά η επόμενή τους επαφή ήρθε μόλις έξι μήνες αργότερα, με τον παπανδρέου να καλεί ενοχλημένος το φλωράκη για μια δήλωση που έκανε στη θεσσαλονίκη, όπου στην ερώτηση (πρασινοφρουρού) δημοσιογράφου για το αν βλέπει αλλαγή, του απάντησε χωρίς περιστροφές: αλλαγές βλέπω, αλλαγή δε βλέπω…
Κι έτσι να τη πάλι μπροστά μας η αλλαγή. Που βρισκόταν και στον προγραμματικό λόγο του κκε της εποχής, ως πραγματική αλλαγή ή αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό και πιο πριν στον πολιτικό λόγο της εδα, ως εθνική δημοκρατική αλλαγή κι ως εναλλακτική πιθανή ανάλυση του αρκτικόλεξου στον τίτλο της.
Τα ερωτήματα λοιπόν παραμένουν. Διερμηνεύει σωστά την πολιτική σκέψη του χαρίλαου στο σύνολό της ο συγγραφέας; Η αλλαγή ήταν τακτικό σύνθημα που απευθυνόταν στις μάζες η πολιτικός στόχος του κόμματος; Και το πασόκ την πρόδωσε ή μήπως τελικά εξέφρασε την ουσία και τα όριά της;
Μπορούμε να θέσουμε τον ίδιο προβληματισμό και σε διαφορετική ιστορική κλίμακα, για να γίνουν κάποιοι παραλληλισμοί. Αν το πασόκ λεηλάτησε τη βάση και τα συνθήματα της αριστεράς, και κατά βάση τους παλιούς εαμίτες, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία της δεξιάς και του παρακράτους, δηλ των νικητών του εμφυλίου, μπορούμε να ισχυριστούμε πως εξέφρασε ως ένα βαθμό και την πολιτική του εαμ; Πως η αλλαγή ήταν η επικαιροποίηση και μεταφορά του εαμικού συνθήματος της λαοκρατίας στα δεδομένα της δεκαετίας με τις βάτες; Κι ότι ο εκφυλισμός της ήταν μια εκ των υστέρων κρίση της ιστορίας για τους κινδύνος και τις αντιφάσεις που υπήρχαν στην πολιτική και τη στρατηγική του εαμ;
Για να προλάβω τυχόν αντιδράσεις, τα παραπάνω ερωτήματα δεν υπονοούν ότι το πασόκ αποτέλεσε την ιστορική συνέχεια του εαμ –όπως θέλησαν να το παρουσιάσουν οι πασόκοι, προσπαθώντας να το καπηλευτούν και να δανειστούν τη λάμψη του- ή αντιστρόφως πως το εαμ κατά βάθος ήταν και λίγο πασόκ, επειδή είχε ρεφορμιστικές αυταπάτες. Τα αναφέρω κυρίως για να δείξω πόσο πιο έμπειρο και ώριμο ήταν το αστικό μπλοκ για να σπεκουλάρει και να αξιοποιήσει τις δικές μας αντιφάσεις.
Το 45’ οι αστοί νίκησαν με τη δύναμη των όπλων, με φωτιά και τσεκούρι όπως γράφει κι ο αβέρωφ, μόνο που ήταν αγγλοσαξονικής προέλευσης. Οι άγγλοι κι ο παλιός πολιτικός κόσμος παρουσιάστηκαν ως σύμμαχοι στο πλαίσιο της εθνικής ενότητας και της διεθνούς, αντιφασιστικής συμμαχίας και όχι επειδή προέκυπτε κάτι τέτοιο από τις πράξεις τους και την πολιτική τους. Και ο παπανδρέου ο παπατζής (ο α’) μόλις που σκέπαζε την ανοιχτά εχθρική στάση τους προς το εαμ, για να τεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης και να αφοπλίσει τον ελας και το λαϊκό κίνημα –χρειάστηκε να μεσολαβήσει βέβαια κι η σύγκρουση του δεκέμβρη. Και τη μέρα της άφιξής του στην ελλάδα το 44’, αναγκάστηκε κάτω από την πίεση του πλήθους να πει υποκριτικά το περίφημο «και εις τη λαοκρατίαν πιστεύουμε…», χωρίς να πείσει κανένα για την ειλικρίνειά του και τις πραγματικές του προθέσεις.
Στη δεκαετία με τις βάτες αντιθέτως, οι αστοί νίκησαν με τη σοσιαλδημοκρατία και τη δύναμη της λαϊκής ενσωμάτωσης, ενώ το κίνημα αφοπλίστηκε μόνο του ιδεολογικά και πολιτικά χωρίς να χρειαστεί καν να μεσολαβήσει κάποια σύγκρουση. Το πασόκ θεωρήθηκε σύμμαχος στη λογική του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων εναντίον της δεξιάς αντίδρασης κι όχι στα πλαίσια κάποιου εθνικού αντιφασιστικού αγώνα. Κι ο παπαναδρέου ο β’ διακήρυξε αυτοβούλως μια δική του σύγχρονη 'πίστη' στη λαοκρατία ως ιδανικό, παραπλανώντας όσους πίστεψαν πως το πίστευε ειλικρινά. Παράλληλα, αυτός ο παπατζής κατάφερε να παίξει άριστα το φιλοσοβιετικό χαρτί, έχοντας βέβαια να αντιμετωπίσει και μια διαφορετική σοβιετική ένωση, που ευνοούσε ανοιχτά τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη δύση.
Είναι πολύ αποκαλυπτική σχετικά με αυτό μια αποστροφή του ανδρέα που μεταφέρει ο θεοχαράτος στην εισαγωγή του βιβλίου του, από μια επίσκεψη του τελευταίου στο σπίτι αθηναίου εκδότη και τη συνομιλία του με κάποιους δημοσιογράφους:
«Στην Ελλάδα υπάρχει μια παραδοσιακή Δεξιά που έχει σχέσεις με τη Δύση και ειδικά με την Ουάσιγκτον και μια παραδοσιακή Αριστερά που έχει σχέσεις με την Ανατολική Ευρώπη και ειδικά με τη Μόσχα. Οποιοδήποτε νέο κόμμα, λοιπόν, φιλοδοξεί να κατακτήσει και να διατηρήσει την «εξουσία», οφείλει να υπερκεράσει τη Δεξιά μέσω της Ουάσιγκτον και την Αριστερά μέσω της Μόσχας»
Είναι εντυπωσιακό πάντως, σε κάθε περίπτωση, πώς κατάφερε να παρουσιαστεί ως φιλοσοβιετικός και οπαδός του κινήματος των αδεσμεύτων ένας αμερικανοτραφής πολιτικός της πλήρους εμπιστοσύνης της ουάσιγκτον· και ως συνεχιστής του εαμ ένας «άκαπνος» πολιτικός, που βρισκόταν στο εξωτερικό την εποχή του μεγάλου έπους της αντίστασης και της ηρωικής δεκαετίας του 40’.
Αν θέλουμε βέβαια να συνεχίσουμε τον παραλληλισμό, θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε τους ιντριγκαδόρικους συνειρμούς στις διαπραγματεύσεις για την οικουμενική και την κυβέρνηση εθνικής ενότητας αντιστοίχως. Κι αν το εύκολο και προφανές συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για κακές συμφωνίες, όπου πιθανότατα δεν έπρεπε καν να μπλέξουμε σε διαπραγμάτευση, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος που λέει πως ούτως ή άλλως μας την είχαν στημένη και στις δυο περιπτώσεις. Σαφώς και ήθελαν να μας στριμώξουν στην εκάστοτε κυβέρνηση με τους δικούς τους όρους, αλλά θα είχαν ανοιχτό μέτωπο εναντίον μας, ανεξαρτήτως κατάληξης.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι ούτε οι παπατζήδες, ούτε η στάση των σοβιετικών, αλλά οι δικές μας ευθύνες κι αδυναμίες. Αυτήν ακριβώς την έννοια έχει η κριτική εξέταση της εποχής και ο όρος «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος», που είχε δεχτεί καίρια πλήγματα τα προηγούμενα χρόνια, πριν αναλάβει δηλ γραμματέας ο –κρατούμενος στις φυλακές- φλωράκης. Ο οποίος μάλιστα είχε σημαντική πολιτική συμβολή σε αυτή την αποκατάσταση. Όπως σημείωνε και η αλέκα στον πρόλογο του βιβλίου του θεοχαράτου, ο καπετάνιος (γιώτης) στις φουρτούνες φάνηκε. Ο φλωράκης είχε σχεδόν προβλέψει μάλιστα, με το γνωστό θυμόσοφο πνεύμα του, το θόρυβο και τους όψιμους πολιτικούς θαυμαστές του, που εξανίστανται για την «αποκαθήλωσή» του απ’ το σύγχρονο κουκουέ, όταν έλεγε: παινεύουν τους νεκρούς κομμουνιστές, για να θάψουν τους ζωντανούς… Αυτούς που ξέχασαν να πεθάνουν, για να θυμηθούμε και το ριζοσπάστη διανοητή ζίζεκ.
Υπάρχει μία ακόμα τελευταία παράμετρος που θα ήθελα να συμπεριλάβω σε αυτή την εισαγωγή. Σε κάποιες παλιότερες συνεντεύξεις της ως γγ η αλέκα είχε αφήσει να εννοηθεί πως η συγγραφή του γ’ τόμου θα καθυστερούσε κάπως, γιατί πρέπει να την αναλάβουν οι επόμενες γενιές, που δε θα έχουν ζήσει τα γεγονότα από πρώτο χέρι και θα τα εξετάσουν με την απαραίτητη αποσταασιοποίηση.
Από την άλλη ωστόσο είναι πολύ σημαντικό –και θα αναλύσουμε και σε επόμενες αναρτήσεις τους λόγους- να καταγραφούν οι μαρτυρίες στελεχών και μελών που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της περιόδου, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της συγγραφής του τόμου και ως βοηθητικό, προπαρασκευαστικό υλικό για τη σχετική συζήτηση. Πρέπει δηλαδή να γράψουν κείμενα, μαρτυρίες, βιβλία και μάλιστα πολλά, για φωτίσουν πτυχές, να δώσουν τροφή για σκέψη και προβληματισμό, προτού καταλήξει συλλογικά το κόμμα στην επεξεργασία και την τελική μορφή του τόμου. Και αυτό αφορά πρωτίστως κορυφαία στελέχη, όπως η ίδια η αλέκα κι άλλα στελέχη της γενιάς της.
Με αυτή την παρατήρηση κλείνω την εισαγωγή, κρατώντας κάβα κάποιες σκέψεις για τα επόμενα κείμενα.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Πρέπει να το είχα αναφέρει και σε μια παλιότερη ανάρτηση πως η καλύτερη εισαγωγή για το θέμα και την περίοδο που εξετάζει ο τρίτος τόμος του δοκιμίου ιστορίας του κόμματος είναι το δεύτερο μέρος της βιογραφίας του χαρίλαου από το θεοχαράτο· το οποίο πιάνει χοντρικά την ίδια περίοδο, από το 73’ ως το 93’, που ο φλωράκης έπαψε να είναι βουλευτής, και αποτελεί κατά τον χαρίλαο τη μεγαλύτερη πολιτική ομιλία του. Ένα πολιτικό μανιφέστο, το οποίο κατά μείζονα λόγο δεν αποτελεί ιστορία –αν και έχει και τέτοιο χαρακτήρα- καταλήγοντας έτσι να έχει (κι αυτό) μορφή δοκιμίου, όπως σημειώνει ο θεοχαράτος. Ο οποίος στον πρόλογό του συμπληρώνει ότι φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για τα σημεία όπου δεν είναι ικανοποιητική η προσέγγιση, ενώ για όσα κατορθώνει να πει τα πράγματα με το όνομά τους, η εύφημη μνεία ανήκει στον φλωράκη.
Ήδη από την εισαγωγή πάντως, ο αναγνώστης σκοντάφτει σε κάποια σημεία, όπου καλείται να μαντέψει αν αποτυπώνουν την πολιτική σκέψη του χαρίλαου ή απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα. Γράφει κάπου πχ ο θεοχαράτος πως ούτε η μεταπολίτευση του 74’ ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του ελληνικού λαού, ούτε η μεταπολίτευση της μεταπολίτευσης του 81’ έφερε την αλλαγή, δηλ την εθνική κυριαρχία και τη διεύρυνση της πολιτικής δημοκρατίας προς την κοινωνία και την οικονομία. Κάτι χειρότερο: η μεταπολίτευσης της μεταπολίτευσης δυσφήμησε τις έννοιες και του σοσιαλισμού και της αλλαγής.
Και σε ένα άλλο σημείο εκτιμά πως θα ήταν αυτοκτονία για το κκε να πάει ενάντια στο ρεύμα και να μη συμπορευτεί με το πασόκ.
Υπ’ όψιν πως ο θεοχαράτος δεν ήταν κάποιος (έντιμος έστω, καλός) πασόκος αλλά σταθερός οπαδός του κουκουέ, με τις δικές του ιδέες και τις αντιφάσεις του, που καταγγέλλει τον εγχώριο δικομματισμό ως κατ’ ουσίαν μονοκομματισμό και την πολιτική μετάλλαξη του πασόκ. Αναφέρει μάλιστα και ένα διάλογο που είχε ο φλωράκης με τον παπανδρέου το βράδυ των εκλογών του 81’, όταν τηλεφώνησε ο χαρίλαος στον ανδρέα να τον συγχαρεί για το αποτέλεσμα και αυτός του απάντησε πως θα τον φώναζε την επομένη να μιλήσουν για την κυβέρνηση. Τελικά η επόμενή τους επαφή ήρθε μόλις έξι μήνες αργότερα, με τον παπανδρέου να καλεί ενοχλημένος το φλωράκη για μια δήλωση που έκανε στη θεσσαλονίκη, όπου στην ερώτηση (πρασινοφρουρού) δημοσιογράφου για το αν βλέπει αλλαγή, του απάντησε χωρίς περιστροφές: αλλαγές βλέπω, αλλαγή δε βλέπω…
Κι έτσι να τη πάλι μπροστά μας η αλλαγή. Που βρισκόταν και στον προγραμματικό λόγο του κκε της εποχής, ως πραγματική αλλαγή ή αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό και πιο πριν στον πολιτικό λόγο της εδα, ως εθνική δημοκρατική αλλαγή κι ως εναλλακτική πιθανή ανάλυση του αρκτικόλεξου στον τίτλο της.
Τα ερωτήματα λοιπόν παραμένουν. Διερμηνεύει σωστά την πολιτική σκέψη του χαρίλαου στο σύνολό της ο συγγραφέας; Η αλλαγή ήταν τακτικό σύνθημα που απευθυνόταν στις μάζες η πολιτικός στόχος του κόμματος; Και το πασόκ την πρόδωσε ή μήπως τελικά εξέφρασε την ουσία και τα όριά της;
Μπορούμε να θέσουμε τον ίδιο προβληματισμό και σε διαφορετική ιστορική κλίμακα, για να γίνουν κάποιοι παραλληλισμοί. Αν το πασόκ λεηλάτησε τη βάση και τα συνθήματα της αριστεράς, και κατά βάση τους παλιούς εαμίτες, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία της δεξιάς και του παρακράτους, δηλ των νικητών του εμφυλίου, μπορούμε να ισχυριστούμε πως εξέφρασε ως ένα βαθμό και την πολιτική του εαμ; Πως η αλλαγή ήταν η επικαιροποίηση και μεταφορά του εαμικού συνθήματος της λαοκρατίας στα δεδομένα της δεκαετίας με τις βάτες; Κι ότι ο εκφυλισμός της ήταν μια εκ των υστέρων κρίση της ιστορίας για τους κινδύνος και τις αντιφάσεις που υπήρχαν στην πολιτική και τη στρατηγική του εαμ;
Για να προλάβω τυχόν αντιδράσεις, τα παραπάνω ερωτήματα δεν υπονοούν ότι το πασόκ αποτέλεσε την ιστορική συνέχεια του εαμ –όπως θέλησαν να το παρουσιάσουν οι πασόκοι, προσπαθώντας να το καπηλευτούν και να δανειστούν τη λάμψη του- ή αντιστρόφως πως το εαμ κατά βάθος ήταν και λίγο πασόκ, επειδή είχε ρεφορμιστικές αυταπάτες. Τα αναφέρω κυρίως για να δείξω πόσο πιο έμπειρο και ώριμο ήταν το αστικό μπλοκ για να σπεκουλάρει και να αξιοποιήσει τις δικές μας αντιφάσεις.
Το 45’ οι αστοί νίκησαν με τη δύναμη των όπλων, με φωτιά και τσεκούρι όπως γράφει κι ο αβέρωφ, μόνο που ήταν αγγλοσαξονικής προέλευσης. Οι άγγλοι κι ο παλιός πολιτικός κόσμος παρουσιάστηκαν ως σύμμαχοι στο πλαίσιο της εθνικής ενότητας και της διεθνούς, αντιφασιστικής συμμαχίας και όχι επειδή προέκυπτε κάτι τέτοιο από τις πράξεις τους και την πολιτική τους. Και ο παπανδρέου ο παπατζής (ο α’) μόλις που σκέπαζε την ανοιχτά εχθρική στάση τους προς το εαμ, για να τεθεί επικεφαλής της κυβέρνησης και να αφοπλίσει τον ελας και το λαϊκό κίνημα –χρειάστηκε να μεσολαβήσει βέβαια κι η σύγκρουση του δεκέμβρη. Και τη μέρα της άφιξής του στην ελλάδα το 44’, αναγκάστηκε κάτω από την πίεση του πλήθους να πει υποκριτικά το περίφημο «και εις τη λαοκρατίαν πιστεύουμε…», χωρίς να πείσει κανένα για την ειλικρίνειά του και τις πραγματικές του προθέσεις.
Στη δεκαετία με τις βάτες αντιθέτως, οι αστοί νίκησαν με τη σοσιαλδημοκρατία και τη δύναμη της λαϊκής ενσωμάτωσης, ενώ το κίνημα αφοπλίστηκε μόνο του ιδεολογικά και πολιτικά χωρίς να χρειαστεί καν να μεσολαβήσει κάποια σύγκρουση. Το πασόκ θεωρήθηκε σύμμαχος στη λογική του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων εναντίον της δεξιάς αντίδρασης κι όχι στα πλαίσια κάποιου εθνικού αντιφασιστικού αγώνα. Κι ο παπαναδρέου ο β’ διακήρυξε αυτοβούλως μια δική του σύγχρονη 'πίστη' στη λαοκρατία ως ιδανικό, παραπλανώντας όσους πίστεψαν πως το πίστευε ειλικρινά. Παράλληλα, αυτός ο παπατζής κατάφερε να παίξει άριστα το φιλοσοβιετικό χαρτί, έχοντας βέβαια να αντιμετωπίσει και μια διαφορετική σοβιετική ένωση, που ευνοούσε ανοιχτά τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη δύση.
Είναι πολύ αποκαλυπτική σχετικά με αυτό μια αποστροφή του ανδρέα που μεταφέρει ο θεοχαράτος στην εισαγωγή του βιβλίου του, από μια επίσκεψη του τελευταίου στο σπίτι αθηναίου εκδότη και τη συνομιλία του με κάποιους δημοσιογράφους:
«Στην Ελλάδα υπάρχει μια παραδοσιακή Δεξιά που έχει σχέσεις με τη Δύση και ειδικά με την Ουάσιγκτον και μια παραδοσιακή Αριστερά που έχει σχέσεις με την Ανατολική Ευρώπη και ειδικά με τη Μόσχα. Οποιοδήποτε νέο κόμμα, λοιπόν, φιλοδοξεί να κατακτήσει και να διατηρήσει την «εξουσία», οφείλει να υπερκεράσει τη Δεξιά μέσω της Ουάσιγκτον και την Αριστερά μέσω της Μόσχας»
Είναι εντυπωσιακό πάντως, σε κάθε περίπτωση, πώς κατάφερε να παρουσιαστεί ως φιλοσοβιετικός και οπαδός του κινήματος των αδεσμεύτων ένας αμερικανοτραφής πολιτικός της πλήρους εμπιστοσύνης της ουάσιγκτον· και ως συνεχιστής του εαμ ένας «άκαπνος» πολιτικός, που βρισκόταν στο εξωτερικό την εποχή του μεγάλου έπους της αντίστασης και της ηρωικής δεκαετίας του 40’.
Αν θέλουμε βέβαια να συνεχίσουμε τον παραλληλισμό, θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε τους ιντριγκαδόρικους συνειρμούς στις διαπραγματεύσεις για την οικουμενική και την κυβέρνηση εθνικής ενότητας αντιστοίχως. Κι αν το εύκολο και προφανές συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για κακές συμφωνίες, όπου πιθανότατα δεν έπρεπε καν να μπλέξουμε σε διαπραγμάτευση, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος που λέει πως ούτως ή άλλως μας την είχαν στημένη και στις δυο περιπτώσεις. Σαφώς και ήθελαν να μας στριμώξουν στην εκάστοτε κυβέρνηση με τους δικούς τους όρους, αλλά θα είχαν ανοιχτό μέτωπο εναντίον μας, ανεξαρτήτως κατάληξης.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι ούτε οι παπατζήδες, ούτε η στάση των σοβιετικών, αλλά οι δικές μας ευθύνες κι αδυναμίες. Αυτήν ακριβώς την έννοια έχει η κριτική εξέταση της εποχής και ο όρος «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του κόμματος», που είχε δεχτεί καίρια πλήγματα τα προηγούμενα χρόνια, πριν αναλάβει δηλ γραμματέας ο –κρατούμενος στις φυλακές- φλωράκης. Ο οποίος μάλιστα είχε σημαντική πολιτική συμβολή σε αυτή την αποκατάσταση. Όπως σημείωνε και η αλέκα στον πρόλογο του βιβλίου του θεοχαράτου, ο καπετάνιος (γιώτης) στις φουρτούνες φάνηκε. Ο φλωράκης είχε σχεδόν προβλέψει μάλιστα, με το γνωστό θυμόσοφο πνεύμα του, το θόρυβο και τους όψιμους πολιτικούς θαυμαστές του, που εξανίστανται για την «αποκαθήλωσή» του απ’ το σύγχρονο κουκουέ, όταν έλεγε: παινεύουν τους νεκρούς κομμουνιστές, για να θάψουν τους ζωντανούς… Αυτούς που ξέχασαν να πεθάνουν, για να θυμηθούμε και το ριζοσπάστη διανοητή ζίζεκ.
Υπάρχει μία ακόμα τελευταία παράμετρος που θα ήθελα να συμπεριλάβω σε αυτή την εισαγωγή. Σε κάποιες παλιότερες συνεντεύξεις της ως γγ η αλέκα είχε αφήσει να εννοηθεί πως η συγγραφή του γ’ τόμου θα καθυστερούσε κάπως, γιατί πρέπει να την αναλάβουν οι επόμενες γενιές, που δε θα έχουν ζήσει τα γεγονότα από πρώτο χέρι και θα τα εξετάσουν με την απαραίτητη αποσταασιοποίηση.
Από την άλλη ωστόσο είναι πολύ σημαντικό –και θα αναλύσουμε και σε επόμενες αναρτήσεις τους λόγους- να καταγραφούν οι μαρτυρίες στελεχών και μελών που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της περιόδου, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της συγγραφής του τόμου και ως βοηθητικό, προπαρασκευαστικό υλικό για τη σχετική συζήτηση. Πρέπει δηλαδή να γράψουν κείμενα, μαρτυρίες, βιβλία και μάλιστα πολλά, για φωτίσουν πτυχές, να δώσουν τροφή για σκέψη και προβληματισμό, προτού καταλήξει συλλογικά το κόμμα στην επεξεργασία και την τελική μορφή του τόμου. Και αυτό αφορά πρωτίστως κορυφαία στελέχη, όπως η ίδια η αλέκα κι άλλα στελέχη της γενιάς της.
Με αυτή την παρατήρηση κλείνω την εισαγωγή, κρατώντας κάβα κάποιες σκέψεις για τα επόμενα κείμενα.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα