Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε κυβερνητικά στελέχη και μέλη της Επιτροπής της κυβέρνησης να μιλούν για το δεύτερο κύμα πανδημίας του κορονοϊού, που είναι πιο επιθετικό από το πρώτο. Τις ...αναλύσεις τους βέβαια τις συμπληρώνουν και με τις αιτίες που, ούτε λίγο ούτε πολύ, συμπυκνώνονται στα εξής: «Φταίει η ανευθυνότητα των πολιτών», «φταίει η μη τήρηση των μέτρων», «φταίει η μη συνειδητοποίηση της ατομικής ευθύνης». Ολα αυτά, βέβαια, προετοιμάζουν το έδαφος για να εμφανίσουν τον ίδιο τον λαό ως υπεύθυνο για την κατάσταση που θα επιδεινωθεί, αλλά πολύ περισσότερο ως υπεύθυνο που πρέπει να πληρώσει με ένα νέο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων που θα συνοδεύει το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Το έργο το είδαμε άλλωστε και στο πρώτο κύμα και στο πρώτο lockdown... Γι' αυτό, άλλωστε, όλες αυτές τις μέρες, σταθερά βρίσκεται εκτός κάδρου η πραγματική αιτία. Δηλαδή, η κατάσταση στον τομέα Υγείας, στους χώρους δουλειάς, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στα σχολεία, στις δομές προσφύγων και μεταναστών. Εκεί δηλαδή όπου μας λένε ότι δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που έχει ήδη γίνει, αν και θεωρούνται σύμφωνα και με διεθνείς μελέτες οι βασικές εστίες υπερμετάδοσης. Είναι κρίσιμη βεβαίως η απάντηση στο γιατί δεν μπορούν να παρθούν τα αναγκαία και ουσιαστικά μέτρα, που αποτελούν άλλωστε και αντικείμενο διεκδίκησης συνδικάτων, μαζικών οργανώσεων του εργατικού - λαϊκού κινήματος, των υγειονομικών, εκπαιδευτικών, μαθητών. Η κυβέρνηση λέει ότι δεν προλάβαινε να κάνει κάτι άλλο, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση για ανικανότητα και στήνουν μεταξύ τους αποπροσανατολιστικό καβγά. Η αλήθεια όμως είναι άλλη. Το γιατί δεν μπορούν να παρθούν μέτρα λογικά και αυτονόητα, δείχνει και το βάθος του προβλήματος. Οτι δηλαδή η λογική κόστους - οφέλους που κυριαρχεί για μια σειρά από κρατικές δαπάνες που αφορούν λαϊκές ανάγκες, οι οποίες αντιμετωπίζονται ως εμπορεύματα, οι προτεραιότητες στήριξης των μονοπωλιακών ομίλων, το πολιτικό πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει από κοινού όλες οι κυβερνήσεις των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, που διαπνέει τη λειτουργία των μηχανισμών του αστικού κράτους, δεν αφήνουν άλλα περιθώρια...
Αυτό το κριτήριο κυριάρχησε και την περίοδο που η πανδημία έδειξε κάμψη, με την κυβέρνηση να κάνει πανηγυρική έναρξη της τουριστικής περιόδου από τη Σαντορίνη και τον ΣΥΡΙΖΑ να ζητά ακόμα πιο χαλαρά πρωτόκολλα, αλλά και ορισμένους ειδικούς να βάζουν την επιστημονική τους γνώση στην υπηρεσία αυτής της λογικής. Τότε που ο πρωθυπουργός έλεγε ότι «η Ελλάδα νίκησε τον κορονοϊό», λέγανε κάποιοι: «Το καλοκαίρι η μεταδοτικότητα του ιού ελαττώνεται κατά 10% - 15%. (...) Βάσει της επιδημιολογίας άλλων κορονοϊών, περιμένουμε ένα "δεύτερο κύμα" το φθινόπωρο, αλλά θα είναι πολύ πιο ήπιο και διαχειρίσιμο, με την έννοια ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη ανοσία, νέα φάρμακα και ένα σύστημα Υγείας καλύτερα προετοιμασμένο».
Αυτές οι βαρύγδουπες φράσεις ανήκουν σε επιστήμονες. Δεν έχει σημασία σε ποιους. Ετσι κι αλλιώς, από τότε που έγιναν αυτές οι δηλώσεις, δηλαδή στις 14 Ιούνη, όλα αυτά έχουν ανατραπεί από την ίδια την πραγματικότητα και μόνο ως αστείο μπορεί να ακούγονται...
Βεβαίως, όταν σε αυτά που έλεγαν ειδικοί, έπεφταν τα φώτα της δημοσιότητας, κάποιοι άλλοι μίλαγαν πιο καθαρά και αποκαλυπτικά:
«Το μόνο που κάνουμε είναι να μετριάσουμε τις απώλειες. Για την ίδια την τουριστική βιομηχανία, αξίζει να διακινδυνεύσουμε ένα δεύτερο κύμα, για να κερδίσουμε κάποια έσοδα». Αυτή η δήλωση ανήκει όχι σε επιστήμονα, αλλά στον Τομ Τζένκινς, διευθύνοντα σύμβουλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης Τουρισμού.
Οσοι λοιπόν ασπάζονταν τότε ότι «αξίζει να ρισκάρουμε» αυτό που ζούμε σήμερα, για να έχουμε κάποια έσοδα, όσοι έδωσαν πολιτική και επιστημονική κάλυψη σε αυτήν τη λογική, πάει πολύ να μιλούν ξεδιάντροπα για την «ατομική ευθύνη» του νέου, του εργάτη, του συνταξιούχου...