Στις ειδήσεις για το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, από τις
πρώτες πληροφορίες, που ανέφεραν αυτοτραυματισμό επίδοξου ληστή από τζαμαρία
κοσμηματοπωλείου, μέχρι τις εικόνες από βίντεο, στα οποία καταγράφονται ο
άγριος ξυλοδαρμός του ή οι βιαιότητες της αστυνομίας και τα συμπεράσματα της
νεκροψίας με την αιτία θανάτου να μένει απροσδιόριστη, θα κάνει πολύ κόπο
κάποιος να συναντήσει την αλήθεια. Σ’ αυτή την τραγική υπόθεση όμως γίνεται
διάφανος ο ρόλος της δημοσιογραφίας, η θέση της αστυνομίας, η κατάσταση της
σιωπηλής πλειοψηφίας.
Τη
δημοσιογραφία που υποκύπτει στις επιθυμίες των χρηματοδοτών της και παρασύρεται
σε διαφημιστικές υπερβολές και προβολή πτυχών της πραγματικότητας που
εξυπηρετούν σκοπούς τους αδιαφορώντας
για την αξιοπιστία της δεν είναι μόνο στο συγκεκριμένο γεγονός που
αναγνωρίζουμε. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται κι εδώ η σκόπιμη και επιλεκτική
κατασκευή μιας εικόνας του κόσμου, από κομμάτια της πραγματικότητας με βάση
τους στόχους αυτών που ελέγχουν τα μέσα επικοινωνίας. Κι αν από την πλειοψηφία
των δημοσιογράφων το συγκεκριμένο γεγονός στην αρχή καταγράφηκε ως ληστεία που
προκάλεσε τη δίκαιη οργή του ιδιοκτήτη αυτό
δεν οφείλεται μόνο στην προχειρότητα και αδιαφορία για διασταύρωση πληροφοριών, αλλά και στη
συναίνεσή τους για μια αναπαράσταση του πραγματικού που συναρμολογείται με τις
αξίες που προωθούνται –αποθέωση της ιδιοκτησίας, περιφρόνηση του αδύναμου κι
επιβολή του ισχυρού. Η πληροφόρηση για το συγκεκριμένο γεγονός όλες αυτές τις
μέρες πήρε τη μορφή παζλ που ανέλαβαν να συμπληρώσουν τα κομμάτια του τα
ερασιτεχνικά βίντεο αυτοπτών μαρτύρων, τα οποία αποκάλυψαν το έλλειμμα
αξιοπιστίας των πληροφοριών που μεταδίδονται από τους επαγγελματίες
δημοσιογράφους.
Κι είναι η καταπάτηση κανόνων και προτύπων που έχουν
θεσμοθετηθεί για κατοχύρωση του κύρους
του δημοσιογραφικού επαγγέλματος που οδήγησε στην απώλεια της εμπιστοσύνης προς
τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, οι οποίοι στο θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου
έδειξαν και πάλι ολιγωρία στη συλλογή
στοιχείων και αρκέστηκαν στις εκδοχές των πρωταγωνιστών του αποτρόπαιου
λυντσαρίσματος. Και κάπως έτσι ενισχύεται μια αντίληψη για την ατομική ευθύνη, που
προωθεί όμως συγχρόνως και μια αίσθηση αυτονομίας και
ελευθερίας να δημοσιεύει ο καθένας με τα δικά του κριτήρια, που μπορεί να τον οδηγήσει πάλι στον ίδιο φαύλο
κύκλο αναξιοπιστίας, όχι εξαιτίας της παράβασης κριτηρίων, αλλά εξαιτίας της
έλλειψής τους.
Το συγκεκριμένο γεγονός ανέδειξε
τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία επιλογής και προβολής των ειδήσεων, πέρα από το μονοπώλιο των μέσων μαζικής
ενημέρωσης. Ήταν οι πολίτες σε ρόλο δημοσιογράφων που συνέλεξαν, δημοσίευσαν
και σχολίασαν στοιχεία για το συγκεκριμένο γεγονός. Αυτό αν φαίνεται να παρέχει μια διορθωτική,
εναλλακτική άποψη που μπορεί να εκθέτει
το ψέμα, τη διαφθορά, την κατάχρηση εξουσίας κλπ προκαλώντας την
κυρίαρχη εξουσία, όμως δεν σημαίνει πως αν καθένας μπορεί να θεωρηθεί
δημοσιογράφος δεν μπορεί και να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο για ποικίλους και άδηλους σκοπούς. Κι
επιπλέον, η ανάληψη δημοσιογραφικού
έργου που είναι η παρατήρηση, αναζήτηση, καταγραφή και μετάδοση γεγονότων μας
μετατρέπει από δρώντα υποκείμενα σε
απλούς παρατηρητές, που τα γεγονότα εξελίσσονται ερήμην μας.
Φαίνεται λοιπόν πως για την υπεράσπιση
του αδύναμου Ζακ Κωστόπουλου, που εκτός
από τους δυο ιδιοκτήτες που τον χτυπούν με λύσσα και ανελέητα, ενώ αυτός δεν
αντιστέκεται καθόλου, ασκούν βία και οι αστυνομικοί, ενώ αυτός είναι πληγωμένος
και μοιάζει νεκρός, δεν υπήρξε από τους παρευρισκόμενους θεατές κάποια ιδιαίτερη αντίδραση.
Και καθυστερημένα και μάλλον
απλώς για να διατηρήσει τα προσχήματα με φτηνή δημαγωγία, είναι που υποστηρίζει
ακόμα η κυβέρνηση πως είναι αριστερή, η
πολιτική ηγεσία διατάσσει ΕΔΕ, για να δείξει πως οι βιαιοπραγίες των
αστυνομικών τους κοστίζουν ως προς την νομιμότητα. Ο επιθετικός λόγος όμως του προέδρου
της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθήνας Δ. Πάικο που υποστηρίζει πως οι
συνάδελφοί του «άσκησαν την απολύτως απαραίτητη βία» προκαλώντας «Σε όποιον
αρέσει, σε όποιον δεν αρέσει» σηματοδοτεί τη βεβαιότητά του πως δεν θα
υποβληθεί σε αμφισβήτηση η εξουσία που
του έχει παραχωρηθεί.
Η πολιτική υποστήριξη της
αστυνομίας στη βία που ασκεί, η οποία αντιμετωπίζεται με ατιμωρησία, μετασχηματίζει το μονοπώλιο της
βίας του κράτους σε ικανότητα να επιβληθεί η
κυριαρχία του σε όποιον αντιδρά. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πολιτική
βούληση να ελεγχθούν ακόμα και οι χειρότερες καταχρήσεις εξουσίας της
αστυνομίας. Και ούτε βέβαια η υποτιθέμενη
αριστερή κυβέρνησή μας είναι διατεθειμένη να αμφισβητήσει την αστυνομική βία
όχι μόνο όπως υπάρχει στις κανονικές λειτουργίες του θεσμού, αλλά ακόμα και στις
πιο εντυπωσιακές μορφές της. Και ο φόβος πως
οι βιαιοπραγίες σ’ ένα αναίσθητο σώμα εντάσσονται στις κανονικές
λειτουργίες του θεσμού, όσο δεν δημοσιοποιούνται, ίσως να μην είναι αβάσιμος.
Εν ολίγοις, από την άποψη του
κράτους, η βία της αστυνομίας θεωρείται νόμιμη και η βία κατά της αστυνομίας
είναι παράνομη. Κι επειδή έχει το κράτος το δικαίωμα να καθορίζει όχι μόνο τη
νόμιμη δύναμη, αλλά και τη νόμιμη αντίσταση εναντίον του η αστυνομία που το
υπερασπίζεται απολαμβάνει ειδικές προστασίες. Η αστυνομία έχει τη διακριτική
ευχέρεια να κρίνει τα όρια της νομιμότητας,
να τα διαστέλλει ή να τα συστέλλει αναλόγως και σύμφωνα με τις επιταγές της εκτελεστικής
εξουσίας κι ας δίνεται η εντύπωση, ή καλλιεργείται τεχνηέντως, πως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί λειτουργούν πολλές
φορές αυτόνομα.
Σε τελική ανάλυση αυτός που
διαστέλλει ή συστέλλει τα όρια της νομιμότητας και της παρανομίας, του
κοινωνικού και του αντικοινωνικού δεν είναι στην αστική μας δημοκρατία παρά το
αστικό κράτος. Μόνο όταν συσσωρεύεται αγανάκτηση για τη νομιμότητα της αστυνομικής
βίας κι υποβαθμίζεται η εμπιστοσύνη προς την αστυνομία, η εκτελεστική εξουσία αποστασιοποιείται στην προσπάθειά της να
τα χειριστεί. Όμως στις πιο πολλές περιπτώσεις οι στόχοι της προσοχής της
αστυνομίας - και επομένως και της αστυνομικής βίας - αντικατοπτρίζουν και ενισχύουν
τις υπάρχουσες ανισότητες τόσο της φυλής
όσο και της τάξης. Στο χαρακτήρα της αστυνομικής
βίας και στην ιδεολογία που τη στηρίζει αντανακλώνται τα συμφέροντα της κυρίαρχης
τάξης.
Χρειάζεται να δούμε την
αστυνομική βία πολιτικά - δηλαδή να αναγνωρίζουμε την πολιτική που είναι
εγγενής σε αυτήν. Η βία αποτελεί βασική λειτουργία της αστυνόμευσης. Και οι
αδικίες της αστυνόμευσης αντανακλούν και αναπαράγουν τις αδικίες της κοινωνίας
μας.