Eurokinissi
|
Κατά
την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή για την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, το
Ποτάμι αναδείχτηκε σε βασικό στήριγμα των επιδιώξεων της συγκυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, μαζί φυσικά με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Επαιξε πρωταγωνιστικό
ρόλο στην επίτευξη της πολιτικής συμπόρευσης των παραπάνω κομμάτων, στην
κατεύθυνση στήριξης του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης στα πλαίσια της
ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Σε όλη την πορεία της διαπραγμάτευσης, επέδειξε
ιδιαίτερη κινητικότητα, σημειώνοντας σωρεία επαφών (Γιούνκερ, Σουλτς
κ.λπ.), προσπαθώντας να παρουσιαστεί ως εγγυητής της «ευρωπαϊκής
πορείας» της χώρας.
Σε όλη αυτή τη δραστηριότητά του, προβάλλει
κάποια στοιχεία που θεωρεί ότι το διαχωρίζουν από τα υπόλοιπα κόμματα
του «καπιταλιστικού τόξου». Ενα τέτοιο στοιχείο είναι η μικρή ηλικία του
κόμματος, το γεγονός ότι δεν έχει συμπληρώσει ακόμα ενάμιση χρόνο ζωής.
Επίσης, τα στελέχη του προβάλλονται ως άφθαρτα και νέα πρόσωπα, που δεν
έχουν τα κουσούρια του παρελθόντος. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι το
ιδιαίτερο στίγμα της προπαγάνδας του κόμματος είναι η προβολή της
ικανότητάς του να συγκρούεται με το «παλιό πολιτικό κατεστημένο» και της
δυνατότητάς του να αποτελεί τον επιταχυντή της προσαρμογής του αστικού
πολιτικού συστήματος στα σύγχρονα δεδομένα.
Με σημαία τον αστικό εκσυχρονισμό
Αυτό
το συγκριτικό «πλεονέκτημα» αποτυπώνεται στις θέσεις του, οι οποίες
ιεραρχούν την αναγκαιότητα καταπολέμησης της διαφθοράς, της
φαυλοκρατίας, της κλεπτοκρατίας και της κομματοκρατίας. Ο αγώνας
απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα χαρακτηρίζεται, μάλιστα, ως «νέος
πατριωτισμός», στον οποίο «συμμετέχουν όλοι όσοι αποστρέφονται τη
μιζέρια του παρελθόντος, θέλουν να τελειώσουν με τη φαυλοκρατία, την
κλεπτοκρατία, τη διαφθορά. Αυτοί που οραματίζονται μία Ελλάδα
παραγωγική, εξωστρεφή, προοδευτική, ισότιμη στην Ευρώπη».
Το
παραπάνω πολιτικό στίγμα του Ποταμιού δεν έχει μόνο προπαγανδιστικό
χαρακτήρα, αλλά εκφράζει και την αντικειμενική ανάγκη εκσυγχρονισμών στο
αστικό πολιτικό σύστημα. Σε αυτές ανήκει η ανάγκη να απαλλαγούν τα
αστικά κόμματα από κάποια γνωρίσματα τα οποία ήταν πολύ έντονα στο
παρελθόν, όπως οι διευρυμένες πελατειακές σχέσεις, οι συνεχόμενοι
καιροσκοπικοί τακτικισμοί και ο επηρεασμός τους από πιέσεις τμήματος της
λαϊκής τους βάσης. Το Ποτάμι ιεραρχεί νέους, πιο σύγχρονους τρόπους
ενσωμάτωσης των μαζών (επιθετική ιδεολογική παρέμβαση υπέρ του
συστήματος, εθελοντισμός κ.λπ.), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα μπορέσει -
ανάλογα και με τη συγκυρία - να αποφύγει και τα κλασικά χαρακτηριστικά
των παλαιότερων αστικών κομμάτων. Εν μέρει, λοιπόν, το Ποτάμι
αξιοποιείται και ως δοκιμαστήριο για τη συνολική αναμόρφωση του αστικού
πολιτικού συστήματος, γεγονός που αποτυπώνεται στην εξέλιξη τόσο της
σύνθεσης των στελεχών του όσο και των επεξεργασιών του.
Καμία πρωτοτυπία
Το
παραπάνω ιδιαίτερο στοιχείο του Ποταμιού δεν πρέπει να υποτιμηθεί,
μπροστά στην ομοιότητα των θέσεών του με όλων των υπόλοιπων αστικών
κόμματων. Αυτό, άλλωστε, το στοιχείο το καθιστά και σημαντική εφεδρεία
για το αμέσως επόμενο διάστημα, σημαντικό στοιχείο στην ανανέωση του
αστικού πολιτικού σκηνικού και στη διατήρηση της ικανότητάς του να ασκεί
την αντιλαϊκή πολιτική που επιβάλλει η καπιταλιστική κερδοφορία,
αποσπώντας ταυτόχρονα τη λαϊκή συναίνεση σ' αυτήν. Αυτό, άλλωστε,
αναγνωρίζεται τόσο από την αστική τάξη στη χώρα μας όσο και από σειρά
αξιωματούχων της ΕΕ, οι οποίοι περιθάλπουν με ιδιαίτερη φροντίδα και
στοργή το συγκεκριμένο κόμμα, σε βαθμό μάλιστα μεγαλύτερο από αυτόν που
επιβάλλει η τωρινή κοινοβουλευτική του επιρροή. Υπενθυμίζουμε, για
παράδειγμα, τη δήλωση του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, σύμφωνα με την
οποία, «θα προτιμούσα ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεργαζόταν στην κυβέρνηση με το
Ποτάμι και όχι με τους Ανεξάρτητους Ελληνες».
Φυσικά, το γεγονός
της εμφάνισης ενός αστικού κόμματος, το οποίο παρουσιάζεται ως φορέας
του νέου απέναντι στο «σάπιο παλιό πολιτικό κατεστημένο», δεν αποτελεί
πρωτοφανές γεγονός. Ισα - ίσα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσπάθεια
να ντυθεί το παλιό με την προβιά του νέου, αποτελεί νομοτελειακό
φαινόμενο σε συνθήκες φθοράς του αστικού πολιτικού συστήματος και
συγκεκριμένων αστικών κομμάτων, ως απόρροια της όξυνσης της αντιλαϊκής
επιθετικότητας. Αυτή η προσπάθεια παίρνει τη μορφή είτε «νέων και
άφθαρτων» προσώπων σε ήδη υπάρχοντα κόμματα, είτε «νέων και άφθαρτων»
κομμάτων. Φυσικά, τα στελέχη του Ποταμιού δεν είναι καθόλου νέα, αφού
έχουν μακρόχρονη διαδρομή στην εξυπηρέτηση του ελληνικού καπιταλισμού,
στελεχώνοντας στο παρελθόν τους οικονομικούς, ιδεολογικούς και κρατικούς
μηχανισμούς του.
Η συνεχής εμφάνιση και εξαφάνιση νέων διαττόντων
αστέρων, η συνεχής εναλλαγή της ενίσχυσης και της αποδυνάμωσής τους,
αποτελεί κλασικό μηχανισμό ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και
διοχέτευσής της όχι μόνο σε ανώδυνα για το σύστημα κανάλια, αλλά σε
κανάλια που μπορούν να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την αντιλαϊκή
επιθετικότητα. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μέχρι πρόσφατα, τέτοια
χαρακτηριστικά είχε και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο προβαλλόταν ως
νέο, με την έννοια ότι δεν είχε κυβερνήσει, ενώ μετά την ψήφιση του
μνημονίου Τσίπρα, πολλοί αστοί αναλυτές σημείωναν ότι στις σημερινές
συνθήκες, αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να περάσουν μόνο με κυβέρνηση στην
οποία θα συμμετείχε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πρωτοστατώντας σε βασικές επιλογές του κεφαλαίου
Θα
προσπαθήσουμε εν συντομία να αναδείξουμε κάποιες βασικές θέσεις του
κόμματος, έτσι ώστε να φωτίσουμε καλύτερα και τη σημερινή του παρέμβαση
στις εξελίξεις. Το Ποτάμι δεν κρύβει φυσικά ότι υπερασπίζεται την
καπιταλιστική κοινωνία και τον πυρήνα της, την καπιταλιστική οικονομία,
παρά το γεγονός ότι αξιοποιεί πολλούς από τους νεολογισμούς της αστικής
προπαγάνδας για να «ντύσει» αυτή τη στράτευση. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να
εξωραΐσει την ίδια την επιδίωξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Χαρακτηριστικές για τα παραπάνω είναι οι εξής αναφορές στις
δημοσιευμένες θέσεις του: «Το Ποτάμι λέει "ναι" στην οικονομία της
αγοράς, αλλά λέει "όχι" στην κοινωνία της αγοράς (...) Να ξεπεράσουμε
επιτέλους τα αγκυλωμένα σύνδρομα που θεωρούν την επιχειρηματικότητα
συνώνυμη της κερδοσκοπίας». Την ίδια στιγμή, εκφράζοντας τις
αναγκαιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας, χαρακτηρίζει «συντεχνιακό
λαϊκισμό» οποιαδήποτε διεκδίκηση των εργαζομένων.
Οσον αφορά το
ρόλο του κράτους, οι ίδιες θέσεις σημειώνουν: «Ο ρόλος του κράτους δεν
είναι να υποκαταστήσει την ιδιωτική οικονομία, αλλά να δημιουργεί τις
προϋποθέσεις που επιτρέπουν στην επιχειρηματικότητα να ανθίσει, χωρίς
στρεβλώσεις». Σε αυτό, ακριβώς, το ζήτημα της βελτίωσης και του
εκσυγχρονισμού του αστικού κράτος, ως μηχανισμού εξασφάλισης των γενικών
συνθηκών της καπιταλιστικής κερδοφορίας, επικεντρώνονται μια σειρά πιο
συγκεκριμένες προτάσεις του κόμματος. Σ' αυτά τα πλαίσια, το Ποτάμι
ιεραρχεί ως καθήκοντα του κράτους τη στήριξη των καπιταλιστικών
επιχειρήσεων και την ιεράρχηση συγκεκριμένων κλάδων (γεωργία,
κτηνοτροφία, ιχθυοκαλλιέργειες, ηλιακή ενέργεια, τουρισμός) για την
υποβοήθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά
στις θέσεις του: «Το Ποτάμι επιδιώκει τη θέσπιση δέσμης κινήτρων για τη
μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Ο στόχος είναι η σημαντική αύξηση του μέσου
αριθμού εργαζομένων και του κύκλου εργασιών ανά επιχείρηση».
Οσον
αφορά τις διεθνείς συμμαχίες του ελληνικού κράτους, το Ποτάμι τάσσεται
ανοιχτά υπέρ της διατήρησης του ευρωατλαντικού προσανατολισμού, τον
οποίο και θεωρεί όρο για τη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Το
κόμμα εκφράζει τον κυρίαρχο προσανατολισμό της ελληνικής αστικής τάξης,
ενώ στρέφεται με δριμύτητα απέναντι στις επιδιώξεις τμημάτων του
κεφαλαίου στην Ελλάδα και την ΕΕ, υπέρ ενός αναπροσανατολισμού αυτών των
συμμαχιών που θα συνοδεύεται και με ενδεχόμενη αλλαγή νομίσματος.
Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του, κατά τη συζήτηση στη Βουλή την
Τετάρτη, στους «συνωμότες της δραχμής και πραξικοπηματίες» που «έχουν τα
λεφτά τους έξω και περιμένουν τη δραχμή για να πλουτίσουν».
Βασικές θέσεις του
Οι
παραπάνω γενικές θέσεις αποτυπώθηκαν και στη στάση του κόμματος ενόψει
της ψήφισης του τρίτου μνημονίου. Το Ποτάμι έπαιξε πολύ ενεργό ρόλο στη
στήριξη του ΝΑΙ στο κίβδηλο πρόσφατο δημοψήφισμα, στήριξε μαζί με τον
ΣΥΡΙΖΑ, τη ΝΔ, τους ΑΝΕΛ και το ΠΑΣΟΚ το πόρισμα που προέκυψε από τη
σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων μετά το δημοψήφισμα, στήριξε τη
συμφωνία της κυβέρνησης με τους «εταίρους» της και το μνημόνιο που αυτή
εισηγήθηκε στη Βουλή, ενώ έχει δηλώσει ότι θα στηρίξει το επόμενο
διάστημα όλο το αντιλαϊκό νομοθετικό πλαίσιο που θα εισηγείται η
κυβέρνηση της «πρώτη φορά Αριστεράς». Δικαιολόγησε την ψήφιση του τρίτου
μνημονίου ως απαραίτητη για τη διάσωση της χώρας και της ευρωπαϊκής της
πορείας, ενώ ταυτόχρονα επιφυλάσσεται για την κατάθεση στο άμεσο μέλλον
προτάσεων... βελτίωσής του.
Ιδιαίτερη σημασία, όμως, έχει το
ζήτημα της συμμετοχής του Ποταμιού στη διακυβέρνηση. Γενικά, τα στελέχη
του κόμματος έχουν τοποθετηθεί με διάφορες αφορμές υπέρ των κυβερνήσεων
συνεργασίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ικανότητά τους να
εφαρμόζουν με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία τις (αντιλαϊκές)
πολιτικές τους, όσο και για τη διασφάλιση της «συνέχειας στη διοίκηση».
Πιο συγκεκριμένα τώρα, το Ποτάμι ανέπτυξε προεκλογικά μία
επιχειρηματολογία περί της δυνατότητας κυβερνητικής συνεργασίας με όλα
τα κόμματα που αποδέχονται τη συμμετοχή της χώρας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, ενώ
μετά τις εκλογές χαρακτηριστική ήταν η δυσφορία του κόμματος απέναντι
στην προσυμφωνημένη, απ' ότι φάνηκε, κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ
με τους ΑΝΕΛ. Το τελευταίο διάστημα, το Ποτάμι τοποθετείται με έναν
τρόπο που από τη μία δείχνει να απορρίπτει την άμεση συμμετοχή του στην
κυβέρνηση, ενώ από την άλλη κρατά ανοιχτό το ενδεχόμενο της συμμετοχής,
ως εγγυητής της εφαρμογής των ψηφισμένων αντιλαϊκών μέτρων. Αυτή η
φαινομενική αντιφατικότητα αποτυπώνει από τη μία την αναμονή για τις
κατάλληλες συνθήκες συμμετοχής του κόμματος στην κυβέρνηση και από την
άλλη την επιδίωξη να αποφευχθεί αυτή η συμμετοχή, όταν οι συνθήκες αυτές
δεν θα έχουν διαμορφωθεί.
Είναι ξεκάθαρο ότι είτε με τη συμμετοχή
του στην κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, είτε ως (τυπική) αντιπολίτευση
σε αυτήν, το Ποτάμι αποτελεί παράγοντα που παλεύει για την απαρέγκλιτη
εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, παράγοντα χρήσιμο για το σύστημα.
Οπως δήλωσε την Τετάρτη στη Βουλή ο Θεοδωράκης, «θα παραμείνουμε η
χρήσιμη αντιπολίτευση, η αντιπολίτευση των μεταρρυθμίσεων...».
Του
Χρήστου ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ*
* Ο Χρήστος Μπαλωμένος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του