Οι καπνεργάτες, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ήταν από τους πιο
πολυπληθείς εργατικούς κλάδους και βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σε
πόλεις-κέντρα επεξεργασίας του καπνού στη Βόρεια Ελλάδα, στο Βόλο και το
Αγρίνιο. Τα χρόνια από το 1908 έως το 1918 ξεσπούν σχεδόν σ’ όλες τις
εργατουπόλεις της χώρας μεγάλες απεργίες. Στις μεγάλες καπνεργατικές
απεργίες (1909 – 1911) του Βόλου, οι καπνεργάτες για πρώτη φορά
παρουσιάζονται οργανωμένοι και πιστοί στο Εργατικό Κέντρο. Οι απεργοί
διαδηλώνουν και επαναστατικά τραγούδια ακούγονται στους δρόμους της
πόλης. Οι συζητήσεις στο Εργατικό Κέντρο έχουν σαν θέμα το δαρβινισμό
και το σοσιαλισμό. Η εργατιά ξυπνάει. Οι εργάτες τώρα είναι
«απαιτητικοί». Σηκώνουν κεφάλι. Ζητούν το δίκιο τους.
Μεταγράφουμε εδώ από το βιβλίο: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», του Γιάνη Κορδάτου, το ιστορικό των μεγάλων καπνεργατικών απεργιών του Βόλου:
«Αν και η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν ακόμα σε νηπιώδικη κατάσταση, ωστόσο το προλεταριάτο μας, με το όπλο της απεργίας, αγωνίστηκε για να καλυτερέψει τους όρους της ζωής του.
Ας αρχίσουμε από τις απεργίες του Βόλου, που κάνανε τότε μεγάλη εντύπωση. Στο Βόλο πρώτοι οργανώθηκαν σε σωματεία, εξόν από τους τυπογράφους, οι καπνεργάτες και οι τσιγαράδες. Οι καπνεργάτες, μάλιστα, παρ’ όλη τη βαριά δουλειά τους, δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, έτσι που οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί.
Τα μεροκάματα των καπνεργατών στην περίοδο 1908 – 1909 ήταν τιποτένια: Οι επιστάτες παίρνανε 6 δραχμές. Οι δέτες 3,50 – 4 δραχ. Οι καθαριστές 2 – 8,60 δραχ., ανάλογα με την ικανότητά τους. Οι μπασκετζήδες 0,80 – 1,50 δραχ. Και δούλεβαν παραπάνω από 12 ώρες την ημέρα. Το Ε.Κ.Β. στις αρχές του Φλεβάρη 1909 ζήτησε οι ώρες της δουλειάς να λιγοστέψουν. Η δουλειά ν’ αρχίζει από την ανατολή του ήλιου και να τελειώνει με τη δύση, με διάλειμμα το μεσημέρι κανονικό, δηλαδή από 16 Αυγούστου μέχρι 23 Απρίλη μιας ώρας και τούς άλλους μήνες δυο ώρες. Ζήτησε ακόμα ανέβασμα των μεροκάματων. Για τους επιστάτες δρχ. 6-7. Για τους δέτες και καταχτές 5 – 5,50 δρχ. Για τους καθαριστές 3 – 4 δρχ. και για τους μπασκετζήδες 2 – 2,50 δρχ. Διπλάσια μεροκάματα όμως για τα εργοστάσια Χαμσαραχή, Μουτουσιάν και Λιβανού. Οι καπνέμποροι με κανένα τρόπο δε δέχτηκαν τα παραπάνω αιτήματα των καπνεργατών. Προθυμοποιήθηκαν μόνο να τους πετάξουν κανένα κόκαλο.
Γι’ αυτό οι καπνεργάτες, από τις αρχές του 1909, άρχισαν να εκδηλώνουν την αγανάχτησή τους και να μιλούν για απεργία, μια που βλέπανε πως οι εργοδότες αδιαφορούσαν για την κατάστασή τους.
Ύστερα από πολλά σύρτα – φέρτα, μια που οι καπνέμποροι δεν ήθελαν ν’ ακούσουν ούτε για αύξηση των μεροκάματων, ούτε για ελάττωση των ωρών δουλειάς, στις 23 του Φλεβάρη (1909) οι καπνεργάτες του Βόλου κήρυξαν απεργία.
Ίσαμε τις 27 του μηνός η απεργία είχε ειρηνικό χαραχτήρα. Οι απεργοί ελπίζανε πως οι καπνέμποροι θα δέχονταν τα αιτήματά τους. Όμως, οι συνεννοήσεις ναυάγησαν, γιατί οι εργοδότες δε θέλανε να κάνουν και την πιο μικρή υποχώρηση. Στις 2 του Μάρτη η απεργία εξελίχτηκε σ’ επαναστατική διαμαρτυρία.
Για τα γεγονότα που επακολούθησαν και που προκάλεσαν ζωηρή εντύπωση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, δίνουμε πιο κάτω μιαν αντικειμενική, όσο κι ενδιαφέρουσα εξιστόρησή τους από έναν παλιό καπνεργάτη του Βόλου, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου (22 του Γενάρη 1952):
“Το πρωί της Δευτέρας, στις 2 του Μάρτη 1909, συγκεντρώνονται οι απεργοί καπνεργάται στο Εργατικό Κέντρο, όπου πληροφορούνται ότι ωρισμένοι καπνέμποροι αρνούνται να δεχθούν τα συμφωνηθέντα στην επί παρουσία του νομάρχου σύσκεψι της προηγουμένης. Επί πλέον κυκλοφορεί η διάδοσις ότι οι καπνέμποροι ηύξησαν τα ημερομίσθια μερικών εργατών, οι οποίοι πήγαν από το πρωί στις αποθήκες.
Αγαναχτισμένοι οι απεργοί πηγαίνουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου η επιτροπή των καπνεργατών καταθέτει την εντολή.
Από την πλατεία Ελευθερίας οι καπνεργάται εξορμούν στις καπναποθήκες για να εξαναγκάσουν τους εργαζομένους σ’ αυτές να εγκαταλείψουν τη δουλειά. Πηγαίνουν πρώτα στην αποθήκη Ζαρκάδου, που εργάζονταν περί τους 10 εργάτας και αρκετά παιδιά. Οι απεργοί αφού έβγαλαν έξω τους εργαζομένους, επιτίθενται με πέτρες κατά της αποθήκης και σπάζουν τα τζάμια.
Με φωνές διευθύνονται ύστερα στην αποθήκη Πανά, όπου επίσης σπάζουν τα τζάμια, όπως κάνουν το ίδιο και στις καπναποθήκες Γκιζίκη, Χαμσαραχή, Σαπόρτα και Πανταζοπούλου.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην αποθήκη Πανταζοπούλου ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος και άλλες αρχές, οι οποίες διώχνουν τους απεργούς. Αυτοί διευθύνονται ύστερα στα Παληά, όπου σπάζουν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα της αποθήκης Αδάμου.
Επιχειρούν έπειτα να επιστρέψουν στην πόλι. Αλλά, ενώ βρίσκονται στη Λαχαναγορά, καταφθάνουν οι χωροφύλακες και στρατιωτική δύναμις υπό τον υπολοχαγό Μακρόπουλο. Η σύρραξις επέρχεται. Οι αρχές συλλαμβάνουν μερικούς απεργούς και οι χωροφύλακες πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, γιατί οι απεργοί δεν υποχωρούν και προσπαθούν να αποσπάσουν τους συναδέλφους των που συνελήφθησαν. Οι ανώτεροι αστυνομικοί Διοσκουρίδης και Πλαπούτας, καθώς και ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος είναι παρόντες. Η ταραχή συνεχίζεται. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Μερικές σφαίρες πέφτουν στο δικηγορικό γραφείο Μακροπούλου, χωρίς να τραυματίσουν κανέναν απ’ όσους ήσαν μέσα. Άλλες σφαίρες όμως χτυπούν τους καπνεργάτας και τραυματίζουν τρεις απ’ αυτούς. Χύνεται το πρώτο εργατικό αίμα…
Oι απεργοί αρχίζουν να διαλύωνται, ενώ μερικοί άπ’ αυτούς μεταφέρουν τους τραυματισθέντας στο φαρμακείο Καλτσογιάννη, κοντά στο Δημοτικό θέατρο. Οι τραυματισθέντες καπνεργάται είναι οι : 1)Σεραφείμ Πιτσικάλης από τον Άγιο Ονούφριο. Φέρει τρία τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. 2)Βασίλειος Δήμας από την Άλλη Μεριά, 20 ετών, ο όποιος φέρει τραύμα στον μηρό και 3)Σπυρίδων Ράμας από τη Λαμία, ετών 36, ο όποιος φέρει ελαφρό τραύμα στο βραχίονα. Οι δυο πρώτοι μεταφέρονται από το φαρμακείο Καλτσογιάννη στο νοσοκομείο, όπου ο ιατρός Σαράτσης εγχειρίζει τον Δήμα, του οποίου η κατάστασις είναι σοβαρή.
Αλλά οι καπνεργάται δεν αποθαρρύνονται. Μετά τις σκηνές των Παλαιών πηγαίνουν στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου, αγανακτισμένοι για τους τραυματισμούς, ορκίζονται μπροστά στις εικόνες ότι θα επιμείνουν μέχρι τέλους διεκδικούντες τα δίκαιά των και το αίμα των συντρόφων των.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην εκκλησία ο νομάρχης, ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο εισαγγελεύς και ο ανακριτής, οι οποίοι δηλώνουν ότι οι συλληφθέντες, αφού τελειώσουν οι ανακρίσεις, θα απολυθούν. Εν συνεχεία φθάνει ο Δήμαρχος, ο οποίος ομιλεί πρός τους εργάτας και προτείνει καταρτισμό επιτροπής για την επίλυσι του όλου ζητήματος. Οι απεργοί διαλύονται για να επανέλθουν το απόγευμα.
Οι πρόεδροι των συντεχνιών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος συνέρχονται εκτάκτως και αποφασίζουν να ενισχύσουν τους καπνεργάτας. Εκτάκτως επίσης συνέρχεται και η διοικητική επιτροπή του Εργατικού Κέντρου, η οποία συντάσσει και σχετικό ψήφισμα, υπογραφόμενο από τον προϊστάμενο της Επιτροπής Γ. Μούσιο και τον γραμματέα Κ. Χρυσικόπουλο.
Στα διάφορα κέντρα σχολιάζονται με ζωηρότητα τα αιματηρά γεγονότα, όλοι δε επικρίνουν τις Αρχές για τους πυροβολισμούς.
Με κωδωνοκρουσίες το απόγευμα καλούνται οι καπνεργάτες στη συγκέντρωσι της Αναλήψεως, όπου φθάνουν και οι συλληφθέντες απεργοί, οι οποίοι απεφυλακίσθησαν και γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό και κραυγές χαράς. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί, όπως και το πρωί, ο Γ. Αλεξανδράκης, ο οποίος παροτρύνει τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα των. Εν συνεχεία ομιλεί ο πρόεδρος της επιτροπής των καπνεργατών Ζησόπουλος και εκλέγεται δωδεκαμελής επιτροπή, η οποία αποσύρεται για λίγο και συσκέπτεται. Όταν παρουσιάζεται ξανά και γίνεται δεκτή με ζητωκραυγές, τίθεται επί κεφαλής των καπνεργατών, οι οποίοι ξεκινούν από την εκκλησία και κατευθύνονται, πάλι με ζητωκραυγές, προς την οδό Δημητριάδος. Αφού παρήλασαν διά της οδού Δημητριάδος με τάξι και ησυχία, αν και δεν εφαίνετο πουθενά ούτε σκιά χωροφύλακος, κατευθύνθηκαν στο κατάστημα του προέδρου της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κούτσικου στην οδόν Ερμού. Ο πρόεδρος της Αδελφότητος δηλώνει ότι οι συντεχνίες θα ενισχύσουν τους καπνεργάτες, οι οποίοι ύστερα απ’ αυτή τη δήλωσι ζητωκραυγάζουν και διά των οδών Ιωλκού, Δημητριάδος και Ορμηνίου διευθύνονται στη νομαρχία. Εκεί ο νομάρχης δηλώνει ότι οι καπνέμποροι δέχονται τα αιτήματα των καπνεργατών και παρακαλεί τους απεργούς να διαλυθούν ήσυχα.
Οι εργάται δικαιώνονται. Οι αγώνες καρποφορούν.
Μετά την δήλωσιν του νομάρχου, οι απεργοί κατευθύνονται στην πλατεία Ελευθερίας, όπου εκφωνείται νέος λόγος και ύστερα διαλύονται.
Την νύχτα φθάνουν από τα πέριξ πολλοί χωροφύλακες προς ενίσχυσι της αστυνομίας.
Τα γεγονότα του Βόλου έγιναν γνωστά σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη χώρα, προεκάλεσαν δε ευρείαν συζήτηση και στη Βουλή.
Από το πρωί της επομένης, 3ης Μαρτίου, οι καπνεργάται άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ελευθερίας, και από εκεί κατευθύνονται στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου αναμένουν τις ανακοινώσεις της επιτροπής των.
Η επιτροπή καλεί τους απεργούς εντός του ναού και εκεί γνωστοποιεί το έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου, στο οποίο αναγράφονται τα προτεινόμενα υπό των καπνεμπόρων. Επί των προτεινομένων όρων επέρχονται ωρισμένες τροποποιήσεις και συντάσσεται υπόμνημα προς τον Εμπορικό Σύλλογο. Οι καπνεργάται διαλύονται ύστερα από αυτό για να επανέλθουν το απόγευμα.
Εν τω μεταξύ οι πρόεδροι των διαφόρων συντεχνιών και σωματείων του Βόλου συνέρχονται σε σύσκεψι, στην όποια παρίσταται και η επιτροπή των καπνεργατών. Επειδή δε μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι και ο Αλεξανδράκης, ωρισμένοι πρόεδροι δυσφορούν και ζητούν να μείνουν στη σύσκεψι μόνον οι καπνεργάται. Αλλ’ αυτοί δηλώνουν ότι ο Αλεξανδράκης προΐσταται της επιτροπής και πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνη. Και έτσι έγινε. Στη σύσκεψι αυτή, καθώς και σε αλλεπάλληλες εν συνεχεία συσκέψεις καπνεργατών, αρχών και άλλων αρμοδίων, το όλον ζήτημα βρήκε τη σωστή του λύσι και υπεγράφησαν συμφωνητικά, με τα οποία γίνονται γνωστοί οι όροι των καπνεργατών.
Μετά τις συσκέψεις η επιτροπή των καπνεργατών κατευθύνεται στην Ανάληψι, όπου περιμένουν οι απεργοί, οι οποίοι μόλις πληροφορούνται τα αποτελέσματα, προχωρούν με ζητωκραυγές προς τον Άγιο Νικόλαο, όπου αρχίζουν τις κωδωνοκρουσίες – σημείον λήξεως της απεργίας.
Προς τους συγκεντρωμένους ομιλεί ο καπνέμπορος Γκιζίκης και εν συνεχεία οι καπνεργάτες παρελαύνουν δια των οδών Ερμού, Δημητριάδος και Ιωλκού και καταλήγουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου διαλύονται.
Τετάρτη, 4 Μαρτίου 1909. Οι καπνεργάται επαναλαμβάνουν τις εργασίες των. Η απεργία, η ιστορική απεργία, έληξε. Με ευχάριστα για τους εργάτες αποτελέσματα. Ας είναι σοβαρή η κατάστασις του ατυχούς Β. Δήμα και ας χρειάστηκε σήμερα να του κοπή το πόδι. Χωρίς αγώνες, χωρίς αίμα, χωρίς θυσίες, τίποτε δεν επιτυγχάνεται.
Το βράδυ συλλαμβάνεται και κρατείται στην αστυνομία ο Γ. Αλεξανδράκης.
Την 25η Μαρτίου τελειώνουν οι ανακρίσεις για τα καπνεργατικά και υποβάλλεται το πόρισμα υπό του δικαστού Νικητοπούλου στον εισαγγελέα, ο οποίος γνωματεύει, ότι οι προφυλακισθέντες πρέπει να παραπεμφθούν στο Πλημμελειοδικείο και να διαταχθή η απόλυσίς των από τις φυλακές.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνέρχεται την 26η σε σύσκεψι και παραδέχεται την πρότασι του εισαγγελέως. Έτσι, την Παρασκευή 27ηΜαρτίου του 1909, αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι στο Βόλο δύο καπνεργάται, καθώς και ο προφυλακισμένος στα Τρίκαλα Γ. Αλεξανδράκης.”
Όμως μέσα σ’ ένα χρόνο οι καπνέμποροι σήκωσαν κεφάλι και θέλησαν να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της δωδεκάωρης δουλειάς και του μεροκάματου της πείνας. Γι’ αυτό, στις 10 του Φλεβάρη 1910, οι Βολιώτες καπνεργάτες κατεβαίνουν σε νέα απεργία. Τούτη η απεργία τους βαστάει τρεις βδομάδες και τελειώνει κι αυτή μ’ επιτυχία.
Στις αρχές του Μάρτη 1911 τρίτη καπνεργατική απεργία ξέσπασε. Οι καπνεργάτες ζητούν τώρα οχτάωρο, εργοστάσια και μαγαζιά υγιεινά, καθίσματα, νιφτήρες, φαρμακευτική και ιατρική περίθαλψη, κατάργηση της κράτησης 1% που γινόταν στα μεροκάματά τους, αναγνώριση δικών τους αντιπροσώπων στο Εποπτικό Συμβούλιο κλπ. Η απεργία αυτή βάσταξε κοντά ένα μήνα, λύθηκε όμως με υποχώρηση των καπνεργατών.»
Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, του Γιάνη Κορδάτου (αν. 1972), Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα
Οι φωτογραφίες είναι από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου.
Μεταγράφουμε εδώ από το βιβλίο: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», του Γιάνη Κορδάτου, το ιστορικό των μεγάλων καπνεργατικών απεργιών του Βόλου:
«Αν και η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν ακόμα σε νηπιώδικη κατάσταση, ωστόσο το προλεταριάτο μας, με το όπλο της απεργίας, αγωνίστηκε για να καλυτερέψει τους όρους της ζωής του.
Ας αρχίσουμε από τις απεργίες του Βόλου, που κάνανε τότε μεγάλη εντύπωση. Στο Βόλο πρώτοι οργανώθηκαν σε σωματεία, εξόν από τους τυπογράφους, οι καπνεργάτες και οι τσιγαράδες. Οι καπνεργάτες, μάλιστα, παρ’ όλη τη βαριά δουλειά τους, δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, έτσι που οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί.
Τα μεροκάματα των καπνεργατών στην περίοδο 1908 – 1909 ήταν τιποτένια: Οι επιστάτες παίρνανε 6 δραχμές. Οι δέτες 3,50 – 4 δραχ. Οι καθαριστές 2 – 8,60 δραχ., ανάλογα με την ικανότητά τους. Οι μπασκετζήδες 0,80 – 1,50 δραχ. Και δούλεβαν παραπάνω από 12 ώρες την ημέρα. Το Ε.Κ.Β. στις αρχές του Φλεβάρη 1909 ζήτησε οι ώρες της δουλειάς να λιγοστέψουν. Η δουλειά ν’ αρχίζει από την ανατολή του ήλιου και να τελειώνει με τη δύση, με διάλειμμα το μεσημέρι κανονικό, δηλαδή από 16 Αυγούστου μέχρι 23 Απρίλη μιας ώρας και τούς άλλους μήνες δυο ώρες. Ζήτησε ακόμα ανέβασμα των μεροκάματων. Για τους επιστάτες δρχ. 6-7. Για τους δέτες και καταχτές 5 – 5,50 δρχ. Για τους καθαριστές 3 – 4 δρχ. και για τους μπασκετζήδες 2 – 2,50 δρχ. Διπλάσια μεροκάματα όμως για τα εργοστάσια Χαμσαραχή, Μουτουσιάν και Λιβανού. Οι καπνέμποροι με κανένα τρόπο δε δέχτηκαν τα παραπάνω αιτήματα των καπνεργατών. Προθυμοποιήθηκαν μόνο να τους πετάξουν κανένα κόκαλο.
Γι’ αυτό οι καπνεργάτες, από τις αρχές του 1909, άρχισαν να εκδηλώνουν την αγανάχτησή τους και να μιλούν για απεργία, μια που βλέπανε πως οι εργοδότες αδιαφορούσαν για την κατάστασή τους.
Ύστερα από πολλά σύρτα – φέρτα, μια που οι καπνέμποροι δεν ήθελαν ν’ ακούσουν ούτε για αύξηση των μεροκάματων, ούτε για ελάττωση των ωρών δουλειάς, στις 23 του Φλεβάρη (1909) οι καπνεργάτες του Βόλου κήρυξαν απεργία.
Ίσαμε τις 27 του μηνός η απεργία είχε ειρηνικό χαραχτήρα. Οι απεργοί ελπίζανε πως οι καπνέμποροι θα δέχονταν τα αιτήματά τους. Όμως, οι συνεννοήσεις ναυάγησαν, γιατί οι εργοδότες δε θέλανε να κάνουν και την πιο μικρή υποχώρηση. Στις 2 του Μάρτη η απεργία εξελίχτηκε σ’ επαναστατική διαμαρτυρία.
Για τα γεγονότα που επακολούθησαν και που προκάλεσαν ζωηρή εντύπωση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, δίνουμε πιο κάτω μιαν αντικειμενική, όσο κι ενδιαφέρουσα εξιστόρησή τους από έναν παλιό καπνεργάτη του Βόλου, που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» του Βόλου (22 του Γενάρη 1952):
“Το πρωί της Δευτέρας, στις 2 του Μάρτη 1909, συγκεντρώνονται οι απεργοί καπνεργάται στο Εργατικό Κέντρο, όπου πληροφορούνται ότι ωρισμένοι καπνέμποροι αρνούνται να δεχθούν τα συμφωνηθέντα στην επί παρουσία του νομάρχου σύσκεψι της προηγουμένης. Επί πλέον κυκλοφορεί η διάδοσις ότι οι καπνέμποροι ηύξησαν τα ημερομίσθια μερικών εργατών, οι οποίοι πήγαν από το πρωί στις αποθήκες.
Αγαναχτισμένοι οι απεργοί πηγαίνουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου η επιτροπή των καπνεργατών καταθέτει την εντολή.
Από την πλατεία Ελευθερίας οι καπνεργάται εξορμούν στις καπναποθήκες για να εξαναγκάσουν τους εργαζομένους σ’ αυτές να εγκαταλείψουν τη δουλειά. Πηγαίνουν πρώτα στην αποθήκη Ζαρκάδου, που εργάζονταν περί τους 10 εργάτας και αρκετά παιδιά. Οι απεργοί αφού έβγαλαν έξω τους εργαζομένους, επιτίθενται με πέτρες κατά της αποθήκης και σπάζουν τα τζάμια.
Με φωνές διευθύνονται ύστερα στην αποθήκη Πανά, όπου επίσης σπάζουν τα τζάμια, όπως κάνουν το ίδιο και στις καπναποθήκες Γκιζίκη, Χαμσαραχή, Σαπόρτα και Πανταζοπούλου.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην αποθήκη Πανταζοπούλου ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος και άλλες αρχές, οι οποίες διώχνουν τους απεργούς. Αυτοί διευθύνονται ύστερα στα Παληά, όπου σπάζουν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα της αποθήκης Αδάμου.
Επιχειρούν έπειτα να επιστρέψουν στην πόλι. Αλλά, ενώ βρίσκονται στη Λαχαναγορά, καταφθάνουν οι χωροφύλακες και στρατιωτική δύναμις υπό τον υπολοχαγό Μακρόπουλο. Η σύρραξις επέρχεται. Οι αρχές συλλαμβάνουν μερικούς απεργούς και οι χωροφύλακες πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, γιατί οι απεργοί δεν υποχωρούν και προσπαθούν να αποσπάσουν τους συναδέλφους των που συνελήφθησαν. Οι ανώτεροι αστυνομικοί Διοσκουρίδης και Πλαπούτας, καθώς και ο εισαγγελεύς Γεωργόπουλος είναι παρόντες. Η ταραχή συνεχίζεται. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούν. Μερικές σφαίρες πέφτουν στο δικηγορικό γραφείο Μακροπούλου, χωρίς να τραυματίσουν κανέναν απ’ όσους ήσαν μέσα. Άλλες σφαίρες όμως χτυπούν τους καπνεργάτας και τραυματίζουν τρεις απ’ αυτούς. Χύνεται το πρώτο εργατικό αίμα…
Oι απεργοί αρχίζουν να διαλύωνται, ενώ μερικοί άπ’ αυτούς μεταφέρουν τους τραυματισθέντας στο φαρμακείο Καλτσογιάννη, κοντά στο Δημοτικό θέατρο. Οι τραυματισθέντες καπνεργάται είναι οι : 1)Σεραφείμ Πιτσικάλης από τον Άγιο Ονούφριο. Φέρει τρία τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. 2)Βασίλειος Δήμας από την Άλλη Μεριά, 20 ετών, ο όποιος φέρει τραύμα στον μηρό και 3)Σπυρίδων Ράμας από τη Λαμία, ετών 36, ο όποιος φέρει ελαφρό τραύμα στο βραχίονα. Οι δυο πρώτοι μεταφέρονται από το φαρμακείο Καλτσογιάννη στο νοσοκομείο, όπου ο ιατρός Σαράτσης εγχειρίζει τον Δήμα, του οποίου η κατάστασις είναι σοβαρή.
Αλλά οι καπνεργάται δεν αποθαρρύνονται. Μετά τις σκηνές των Παλαιών πηγαίνουν στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου, αγανακτισμένοι για τους τραυματισμούς, ορκίζονται μπροστά στις εικόνες ότι θα επιμείνουν μέχρι τέλους διεκδικούντες τα δίκαιά των και το αίμα των συντρόφων των.
Εν τω μεταξύ φθάνουν στην εκκλησία ο νομάρχης, ο διευθυντής της Αστυνομίας, ο εισαγγελεύς και ο ανακριτής, οι οποίοι δηλώνουν ότι οι συλληφθέντες, αφού τελειώσουν οι ανακρίσεις, θα απολυθούν. Εν συνεχεία φθάνει ο Δήμαρχος, ο οποίος ομιλεί πρός τους εργάτας και προτείνει καταρτισμό επιτροπής για την επίλυσι του όλου ζητήματος. Οι απεργοί διαλύονται για να επανέλθουν το απόγευμα.
Οι πρόεδροι των συντεχνιών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος συνέρχονται εκτάκτως και αποφασίζουν να ενισχύσουν τους καπνεργάτας. Εκτάκτως επίσης συνέρχεται και η διοικητική επιτροπή του Εργατικού Κέντρου, η οποία συντάσσει και σχετικό ψήφισμα, υπογραφόμενο από τον προϊστάμενο της Επιτροπής Γ. Μούσιο και τον γραμματέα Κ. Χρυσικόπουλο.
Στα διάφορα κέντρα σχολιάζονται με ζωηρότητα τα αιματηρά γεγονότα, όλοι δε επικρίνουν τις Αρχές για τους πυροβολισμούς.
Με κωδωνοκρουσίες το απόγευμα καλούνται οι καπνεργάτες στη συγκέντρωσι της Αναλήψεως, όπου φθάνουν και οι συλληφθέντες απεργοί, οι οποίοι απεφυλακίσθησαν και γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό και κραυγές χαράς. Προς τους συγκεντρωθέντας ομιλεί, όπως και το πρωί, ο Γ. Αλεξανδράκης, ο οποίος παροτρύνει τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα των. Εν συνεχεία ομιλεί ο πρόεδρος της επιτροπής των καπνεργατών Ζησόπουλος και εκλέγεται δωδεκαμελής επιτροπή, η οποία αποσύρεται για λίγο και συσκέπτεται. Όταν παρουσιάζεται ξανά και γίνεται δεκτή με ζητωκραυγές, τίθεται επί κεφαλής των καπνεργατών, οι οποίοι ξεκινούν από την εκκλησία και κατευθύνονται, πάλι με ζητωκραυγές, προς την οδό Δημητριάδος. Αφού παρήλασαν διά της οδού Δημητριάδος με τάξι και ησυχία, αν και δεν εφαίνετο πουθενά ούτε σκιά χωροφύλακος, κατευθύνθηκαν στο κατάστημα του προέδρου της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κούτσικου στην οδόν Ερμού. Ο πρόεδρος της Αδελφότητος δηλώνει ότι οι συντεχνίες θα ενισχύσουν τους καπνεργάτες, οι οποίοι ύστερα απ’ αυτή τη δήλωσι ζητωκραυγάζουν και διά των οδών Ιωλκού, Δημητριάδος και Ορμηνίου διευθύνονται στη νομαρχία. Εκεί ο νομάρχης δηλώνει ότι οι καπνέμποροι δέχονται τα αιτήματα των καπνεργατών και παρακαλεί τους απεργούς να διαλυθούν ήσυχα.
Οι εργάται δικαιώνονται. Οι αγώνες καρποφορούν.
Μετά την δήλωσιν του νομάρχου, οι απεργοί κατευθύνονται στην πλατεία Ελευθερίας, όπου εκφωνείται νέος λόγος και ύστερα διαλύονται.
Την νύχτα φθάνουν από τα πέριξ πολλοί χωροφύλακες προς ενίσχυσι της αστυνομίας.
Τα γεγονότα του Βόλου έγιναν γνωστά σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία και την υπόλοιπη χώρα, προεκάλεσαν δε ευρείαν συζήτηση και στη Βουλή.
Από το πρωί της επομένης, 3ης Μαρτίου, οι καπνεργάται άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ελευθερίας, και από εκεί κατευθύνονται στην εκκλησία της Αναλήψεως, όπου αναμένουν τις ανακοινώσεις της επιτροπής των.
Η επιτροπή καλεί τους απεργούς εντός του ναού και εκεί γνωστοποιεί το έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου, στο οποίο αναγράφονται τα προτεινόμενα υπό των καπνεμπόρων. Επί των προτεινομένων όρων επέρχονται ωρισμένες τροποποιήσεις και συντάσσεται υπόμνημα προς τον Εμπορικό Σύλλογο. Οι καπνεργάται διαλύονται ύστερα από αυτό για να επανέλθουν το απόγευμα.
Εν τω μεταξύ οι πρόεδροι των διαφόρων συντεχνιών και σωματείων του Βόλου συνέρχονται σε σύσκεψι, στην όποια παρίσταται και η επιτροπή των καπνεργατών. Επειδή δε μεταξύ των μελών της επιτροπής είναι και ο Αλεξανδράκης, ωρισμένοι πρόεδροι δυσφορούν και ζητούν να μείνουν στη σύσκεψι μόνον οι καπνεργάται. Αλλ’ αυτοί δηλώνουν ότι ο Αλεξανδράκης προΐσταται της επιτροπής και πρέπει οπωσδήποτε να παραμείνη. Και έτσι έγινε. Στη σύσκεψι αυτή, καθώς και σε αλλεπάλληλες εν συνεχεία συσκέψεις καπνεργατών, αρχών και άλλων αρμοδίων, το όλον ζήτημα βρήκε τη σωστή του λύσι και υπεγράφησαν συμφωνητικά, με τα οποία γίνονται γνωστοί οι όροι των καπνεργατών.
Μετά τις συσκέψεις η επιτροπή των καπνεργατών κατευθύνεται στην Ανάληψι, όπου περιμένουν οι απεργοί, οι οποίοι μόλις πληροφορούνται τα αποτελέσματα, προχωρούν με ζητωκραυγές προς τον Άγιο Νικόλαο, όπου αρχίζουν τις κωδωνοκρουσίες – σημείον λήξεως της απεργίας.
Προς τους συγκεντρωμένους ομιλεί ο καπνέμπορος Γκιζίκης και εν συνεχεία οι καπνεργάτες παρελαύνουν δια των οδών Ερμού, Δημητριάδος και Ιωλκού και καταλήγουν στην πλατεία Ελευθερίας, όπου διαλύονται.
Τετάρτη, 4 Μαρτίου 1909. Οι καπνεργάται επαναλαμβάνουν τις εργασίες των. Η απεργία, η ιστορική απεργία, έληξε. Με ευχάριστα για τους εργάτες αποτελέσματα. Ας είναι σοβαρή η κατάστασις του ατυχούς Β. Δήμα και ας χρειάστηκε σήμερα να του κοπή το πόδι. Χωρίς αγώνες, χωρίς αίμα, χωρίς θυσίες, τίποτε δεν επιτυγχάνεται.
Το βράδυ συλλαμβάνεται και κρατείται στην αστυνομία ο Γ. Αλεξανδράκης.
Την 25η Μαρτίου τελειώνουν οι ανακρίσεις για τα καπνεργατικά και υποβάλλεται το πόρισμα υπό του δικαστού Νικητοπούλου στον εισαγγελέα, ο οποίος γνωματεύει, ότι οι προφυλακισθέντες πρέπει να παραπεμφθούν στο Πλημμελειοδικείο και να διαταχθή η απόλυσίς των από τις φυλακές.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών συνέρχεται την 26η σε σύσκεψι και παραδέχεται την πρότασι του εισαγγελέως. Έτσι, την Παρασκευή 27ηΜαρτίου του 1909, αποφυλακίζονται οι κρατούμενοι στο Βόλο δύο καπνεργάται, καθώς και ο προφυλακισμένος στα Τρίκαλα Γ. Αλεξανδράκης.”
Όμως μέσα σ’ ένα χρόνο οι καπνέμποροι σήκωσαν κεφάλι και θέλησαν να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της δωδεκάωρης δουλειάς και του μεροκάματου της πείνας. Γι’ αυτό, στις 10 του Φλεβάρη 1910, οι Βολιώτες καπνεργάτες κατεβαίνουν σε νέα απεργία. Τούτη η απεργία τους βαστάει τρεις βδομάδες και τελειώνει κι αυτή μ’ επιτυχία.
Στις αρχές του Μάρτη 1911 τρίτη καπνεργατική απεργία ξέσπασε. Οι καπνεργάτες ζητούν τώρα οχτάωρο, εργοστάσια και μαγαζιά υγιεινά, καθίσματα, νιφτήρες, φαρμακευτική και ιατρική περίθαλψη, κατάργηση της κράτησης 1% που γινόταν στα μεροκάματά τους, αναγνώριση δικών τους αντιπροσώπων στο Εποπτικό Συμβούλιο κλπ. Η απεργία αυτή βάσταξε κοντά ένα μήνα, λύθηκε όμως με υποχώρηση των καπνεργατών.»
Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, του Γιάνη Κορδάτου (αν. 1972), Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα
Οι φωτογραφίες είναι από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου.