Ένα ακόμα
Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου ολοκληρώνεται με πολλές εκπλήξεις. Αναμφισβήτητα, σε όλες αυτές τις διοργανώσεις που δίνουν την ευκαιρία για συναρπαστικό, πολλές φορές, θέαμα, 22 αντρών
που αγωνίζονται για 90 λεπτά, υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπει το
μάτι μας.
Είναι προβληματισμοί για
διαφθορές στη διαιτησία, για στημένα παιχνίδια, για τον τρόπο λειτουργίας της FIFA, για την κρυμμένη, για το συνηθισμένο ανυποψίαστο
παρατηρητή, πολιτική στο Παγκόσμιο
Κύπελλο, για την επιλογή αυτών που το φιλοξενούν και πολλά άλλα που είναι δύσκολο να ν’
απαντηθούν τεκμηριωμένα. Το βέβαιο πάντως είναι πως πρόκειται για μια πολλών
δισεκατομμυρίων επιχείρηση μ’ όλες τις
αντιφάσεις της και τα παράδοξα.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει
επηρεαστεί σημαντικά από την
παγκοσμιοποίηση και εμπορευματοποίηση,
ιδιαίτερα στην πλούσια Δυτική Ευρώπη, όπου οι επενδύσεις σ’ αυτό ανοίγουν
μεγάλες πολιτικές και οικονομικές προοπτικές. Μόνο που χώρες φτωχές
αποτυχαίνουν να επενδύσουν οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους στον αθλητισμό
και γι’ αυτό βλέπουμε στο Μουντιάλ την
Αφρική να καταποντίζεται. Κι ενώ οι καλύτερες ομάδες του κόσμου προσελκύουν
παίκτες από την Αφρική, οι αφρικανικές χώρες δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά
να δημιουργήσουν τις δικές τους εθνικές ομάδες.
Δυσθεώρητο είναι το ποσό των
χρημάτων που εμπλέκεται στη βιομηχανία του ποδοσφαίρου που λειτουργεί με τους
νόμους του καπιταλισμού. Μικρές ομάδες καταβροχθίζονται από μεγάλες, οι
καλύτεροι παίκτες παγκοσμίως αλιεύονται από μεγάλες ομάδες με τον καλύτερο
πλειοδότη να κερδίζει.
Γι’ αυτό και η μετανάστευση των
ποδοσφαιριστών είναι θεμελιώδους σημασίας για το σύγχρονο παιχνίδι, με τους
καλύτερους αθλητές από τα φτωχότερα περιφερειακά πρωταθλήματα να κατευθύνονται
στον πλούσιο πυρήνα του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, κάτι αντίστοιχο με τη δυτική
οικονομία που χρησιμοποιεί τη μετανάστευση για να εκμεταλλευτεί φτωχότερες
χώρες και τους ανθρώπινους και φυσικούς τους πόρους. Οι οικονομικές ανισότητες
μεταξύ απασχόλησης σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και σε αφρικανικά συμβάλλουν στη
μετανάστευση του επαγγελματία της Αφρικής προς τις ευρωπαϊκές ομάδες. Στις
φτωχές αφρικανικές χώρες υπάρχει η αντίληψη ότι παίζοντας επαγγελματικό
ποδόσφαιρο στο εξωτερικό είναι ένας ρεαλιστικός τρόπος για τους νέους να
ξεφύγουν από τη φτώχεια. Οι μετανάστες ποδοσφαιριστές, όπως και οι υπόλοιποι
μετανάστες, ακολουθούν τις περισσότερες φορές καθιερωμένα μονοπάτια
μετανάστευσης που έχουν χαράξει οι αποικιακές σχέσεις των αφρικανικών χωρών με
αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Κι αυτά τα μονοπάτια κατασκευάζονται και συντηρούνται
από έναν ολόκληρο κόσμο που
εκμεταλλεύεται την «μεταναστευτική βιομηχανία» και αποκομίζει υψηλά οικονομικά οφέλη. Η διεθνής
ποδοσφαιρική μετανάστευση χρησιμεύει για τη διαιώνιση της υπανάπτυξης στο
εσωτερικό αφρικανικό ποδόσφαιρο, την αποδυνάμωση του εργατικού δυναμικού του
αφρικανικού ποδοσφαίρου με παίκτες που εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση και την
κατάρτιση από το εξωτερικό, μια μικρογραφία των σχέσεων της οικονομικοπολιτικής
ζωής, όπου ο ποδοσφαιρικός μετανάστης αντιμετωπίζεται ως ένα οικονομικό εμπόρευμα.
Ένα αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης του αθλητισμού και
εμπορευματοποίησης των αθλητικών ταλέντων είναι η άρση των εμποδίων για τους
εξειδικευμένους μετανάστες με ταλέντα
και η δυνατότητα αναζήτησης υψηλότερων μισθών και βιοτικού επιπέδου στο
εξωτερικό. Βέβαια, στην παγκόσμια ποδοσφαιρική οικονομία αυτοί οι αθλητές δεν
είναι παρά το αντίστοιχο των φυσικών πόρων που εξάγονται και πωλούνται με
κέρδος, όπως οι κόκκοι καφέ ή τα διαμάντια, μόνο που οι αφρικανοί παίκτες έχουν
επαναληπτική αξία, αξιολογούνται ως περιουσιακό στοιχείο για την επίτευξη του
μέγιστου κέρδους, ένα εμπόρευμα από το οποίο αναπτύσσονται αλυσίδες
προστιθέμενης αξίας.
Στο Μουντιάλ βλέπουμε πολύ
συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης που τις προηγούμενες
δεκαετίες οι ιδεολόγοι της ήθελαν να μας πείσουν για τις προοπτικές που έδινε
και στις φτωχότερες χώρες δίνοντάς τους πρόσβαση σε πόρους. Μόνο που στην
πραγματικότητα, τελικά υπερίσχυσαν τα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού
υφαρπάζοντας ανθρώπινους και φυσικούς πόρους. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο, και το παγκόσμιο Κύπελλο
αντικατοπτρίζει ακριβώς τις αντιφάσεις στην παγκόσμια οικονομία. Οι
εισοδηματικές ανισότητες ανάμεσα στις
χώρες από τις οποίες αναδύονται οι ομάδες τείνουν να αντανακλώνται στην κατάταξή τους
στο παγκόσμιο κύπελλο.
Ένα παράδειγμα για τις συνέπειες
της ροής ανθρώπινου δυναμικού προς την Ευρώπη που απογύμνωσε ομάδες της Αφρικής
είναι και η Σενεγάλη, που το 2002 αποκλείει την κάτοχο κυπέλλου(1998) Γαλλία, η
οποία ενσωματώνοντας στην ομάδα της παίκτες από τις αποικίες ή και αλλού φτάνει
στον τελικό τώρα.
Την ίδια στιγμή, ενώ θεωρείται
πως στο Μουντιάλ γιορτάζεται και ανταγωνίζεται η διαφορετικότητα των
διαφόρων εθνικών σχολών ποδοσφαίρου με
τους θεατές ν’ αναζητούν τον μικρόσωμο Δαυίδ που θα κατατροπώσει ισχυρούς
Γολιάθ, η αντίφαση είναι πως η ποδοσφαιρική μετανάστευση και η υπερίσχυση
χρυσοφόρων επαγγελματικών συλλόγων της Δύσης
ομογενοποίησε το ποδόσφαιρο και κάνει αδύνατη την ύπαρξη ιδιαιτερότητας
στο παιχνίδια. Π.χ. η Βραζιλία πια δεν παίζει σαν Βραζιλία. Επικρατώντας η ευρωπαϊκή αντίληψη, αυτό που κυρίως
ενδιαφέρει είναι η νίκη με όλες τις συνέπειες στο οικονομικό επίπεδο, παρά η
διαδικασία του παιχνιδιού. Και ίσως αναζητώντας τη διαφορετικότητα που μπορεί
να συναρπάσει εστιάζεται περισσότερο το
ενδιαφέρον στην ανάδειξη συγκεκριμένων παικτών, αφού οι ομάδες και το παιχνίδι
τους τείνουν να είναι ίδιες. Κι έτσι αμφισβητείται πως οι καλύτερες
ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, παίζουν μεταξύ τους και
η προσωπική λάμψη του κάθε παίκτη υποτάσσεται στο κοινό καλό της ομάδας.
Κι αν θεωρείται το Μουντιάλ ένα
κάλεσμα για ενότητα και συναδέλφωση, κι αν το παγκόσμιο κύπελλο στις οθόνες όλου
του κόσμου θέλει να θυμίζει ότι είμαστε ένας λαός, μια φυλή είναι η
επιχειρηματική λογική που αποβλέπει στο
κέρδος που το ελέγχει, συντηρεί και
προωθεί.