Ένα κείμενο του Δημήτρη Γληνού, που πέθανε σαν σήμερα πριν 75 χρόνια,
από την “Τριλογία Πολέμου”, που γράφτηκε το 1938 στη Σαντορίνη, όπου ο
ίδιος ήταν εξόριστος. Στο βιβλίο αυτό αναλύει την ιδέα του πολέμου από
διάφορες σκοπιές, μεταξύ άλλων και την εθνικιστική. Εξετάζει το
φαινόμενο στην ιστορική, εξελικτική του σκοπιά, δίνει σύγχρονα
παραδείγματα της εποχής του, ενώ στο τέλος αναφέρει και τους λόγους για
τους οποίους δεν επαρκεί ως νομιμοποιητική βάση για τη διεξαγωγή
ιμπεριαλιστικού πολέμου στις λαϊκές μάζες.
Η εξιδανικευτική άποψη του πολέμου βρίσκεται σε ριζική αντίθεση με
την ηθική συνείδηση των ανθρώπων. Έχει πέραση σε στιγμές που άλλα αίτια,
οικονομικά προπάντων, δημιουργούνε καταχτητική διάθεση, ιμπεριαλιστική
εξόρμηση, όπως γίνεται σήμερα στην Ιταλία και στη Γερμανία και στην
Ιαπωνία. Χρησιμοποιεί κι εκμεταλλεύεται την ορμή των νέων για δράση, για
επιβολή, για νίκη και τους σπρώχνει προς το πολεμικό ιδανικό. Η βάση
της όμως είναι στενή. Δεν πείθει τις πλατιές μάζες, ούτε τους ώριμους
άντρες. Πολύ πλατύτερη βάση και ιστορική δικαίωση έχει η εθνικιστική
άποψη του πολέμου.
Όσοι την εκπροσωπούνε, δέχουνται τον πόλεμο σαν κάτι αιώνιο
συνυφασμένο με τη ζωή, σαν κάτι αναγκαίο και του δίνουν μιαν αιτιολογία,
που ανταποκρίνεται σ’ ένα ομαδικό συναίστημα πολύ δυνατό, στην αγάπη
της πατρίδας.
Το συναίστημα αυτό είνε αλήθεια μια πραγματικότητα ιστορική, ένα
φαινόμενο κοινωνικό με μακρόχρονη ιστορία. Από τον καιρό που
διαμορφώθηκε η πρωτόγονη ομάδα, η πατριαρχική γενιά, η φυλή, στηριγμένη
σε αιματοσυγγένεια, σε τοπική συμβίωση και προπάντων σε κοινή πηγή ζωής,
δηλαδή σε μιαν οικονομικήν ενότητα, είτε δάσος είταν αυτό, είτε κοινό
κοπάδι και βοσκή, είτε γη καλλιεργημένη, είτε συνοικισμός και αργότερα
μια πολιτεία, μια συμβιωτική γενικά κοινότητα, με κοινά οικονομικά
συμφέροντα και με κοινό οργανωτικό και πνευματικό εποικοδόμημα
εκφρασμένο σε κοινή λατρεία, σε κοινούς θεούς, σε κοινή ιδεολογία, σε
μιαν ομαδική συνείδηση και από τον καιρό που η συμβιωτική αυτή κοινότητα
βρέθηκε σε αντίθεση με άλλες κοινότητες, αντίθεση με άλλες κοινότητες,
αντίθεση, που η βασική αιτία της είταν η χτήση και η νομή των υλικών
αγαθών, από τότες ο πόλεμος γίνεται σταθερό φαινόμενο κοινωνικό.
Η συμβιωτική κοινότητα, με την αλλαγή του τρόπου ζωής, με την αλλαγή
των μέσων που παράγουν τα υλικά αγαθά, αλλάζει μορφή, από κυνηγετική και
νομαδική φυλή, γίνεται γεωργικοποιμενικός συνοικισμός μόνιμα
εγκαθιερωμένος σε ορισμένη εδαφική περιοχή και φτάνει να γίνει πολιτεία
περιτειχισμένη με μια έχταση γη τριγύρω της, με τα χωράφια και τις
βοσκές, ή και με συνθετότερη οικονομία εμποροβιοτεχνική. Και τότες
διαμορφώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων η έννοια της πατρίδας, της
πατρικής γης, της ιερής μητέρας και υψώνεται το σύνθημα: “Εις οιωνός
άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης”.
Μα η αγάπη της πατρίδας δεν έχει μόνο αυτό το περιεχόμενο το
αμυντικό, πλαταίνεται μαζί με την οικονομική επέχταση σε καταχτητικό
ιδανικό. Όταν η στενή πατρίδα γίνεται κράτος, γίνεται imperium,
περιλαμβάνει στα μέσα της και την υποδούλωση άλλων λαών με τον πόλεμο.
Με οικονομική βάση τη δουλοχτησία, δημιουργιέται η αρχαία πόλη, το
άστυ (η Αθήνα, η Σπάρτη), η πατρίδα που είνε: “μητρός τε και πατρός και
των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον, σεμνότερον και αγιώτερον”.
Μα συνάμα δημιουργιέται και το κράτος των Αθηνών και της σπάρτης, και
το περσικό κράτος και το κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων
του και το ρωμαϊκό imperium. Αργότερα στο μεσαίωνα, με βάση τη
φεουδαρχική οικονομία, δημιουργούνται νέες πατρίδες, μα και τα
φεουδαρχικά ιμπεριαλιστικά κράτη του Καρόλου του Μεγάλου, το άγιο
γερμανικό κράτος, τα κράτη των Λουδοβίκων και Αψβούργων και των αγίων
Τσάρων της Ρωσίας.
Και στους νεώτερους χρόνους και προπάντων στο δέκατο ένατο αιώνα, που
η αστική οικονομλία έχει για επακόλουθο στ’ οργανωτικό και πνευματικό
οικοδόμημα τη διαμόρφωση μιας νέας συμβιωτικής ολότητας, του έθνους και
του εθνικού κράτους, το ιδανικό του έθνους, της εθνικής ολότητας, της
εθνικής ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας, της εθνικής τιμής, της εθνικής
επιβολής, της εθνικής επικράτησης παίρνει μια τεράστια ψυχοκινητική
δύναμη, κυριαρχεί μπορεί να πει κανείς απόλυτα σε πλατύτατες λαϊκές
μάζες και δίνει στον πόλεμο, είτε με τη μορφή του απελευθερωτικού και
του αμυντικού πολέμου, είτε με τη μορφή του καταχτητικού πολέμου, μιαν
αφετηρία μ’ εξαιρετική δυναμικότητα. Με ιδεολογική βάση την εθνική
πατρίδα, γίνονται οι περισσότεροι απελευθερωτικοί και καταχτητικοί
πόλεμοι των τεσσάρων τελευταίων αιώνων. Μα τι είνε το έθνος;
Το έθνος είνε η ολότητα των ανθρώπων που έχουνε κοινή βιολογική
καταγωγή, υποθετική ή πραγματική συγγένεια αίματος, να πούμε, και
συνείδηση αυτής της συγγένειας, που έχουνε κοινήν ιστορία και ιστορική
συνείδηση και κοινά γνωρίσματα πολιτισμού και μέσα σ’ αυτά, τις
περισσότερες φορές, κοινή γλώσσα και θρησκεία και κοινή περιοχή γης.
Αυτή η συνειδητή ολότητα, το έθνος, υψώνετα τόρα σε μιαν αξία απόλυτη
που διαποτίζει και καθαγιάζει κάθε φανέρωμα της ομαδικής ζωής, παίρνει
τη θέση και τη δύναμη μιας νέας θεότητας. Ο εθνικισμός αντικατασταίνει
την ψυχοκινητική δύναμη της θρησκείας και δημιουργείται ένας εθνικός
μυστικισμός, αντίστοιχος με το θρησκευτικό.
Τα οικονομικά αίτια, που σφυρηλατούν την εθνικήν ενότητα, ο
οικονομικός εθνικισμός, σα βάση για την κατάχτηση μιας εσωτερικής αγοράς
ή την αφετηρία για το άνοιγμα ξένων αγορών, αν και δεν παρουσιάζεται
στο προσκήνιο, ενεργεί έντονα και προβάλλει και εξυψώνει τα συνειδητά
στοιχεία της βιολογικής συγγένειας, της κοινής ιστορίας, του κοινού
πολιτισμού, της κοινής συνείδησης.
Ό,τι είνε εθνικό, είνε άγιο. Άρα και ο εθνικόπς πόλεμος, που με τη
γενική στρατολογία και σήμερα μάλιστα με την εκούσια ή ακούσια συμμετοχή
στον πόλεμο όλου του πληθυσμού και του μάχιμου και του άμαχου, αγγίζει
ως τα βάθη, συνεπαίρνει, αναταράζει, συγκλονίζει την ύπαρξη όλων των
ανθρώπων, από την κούνια του μωρού ως το κρεββάτι των ασπρομάλληδων
γέρων και των άρρωστων απόμαχων της ζωής και σκεπάζει τον εσωτερικό
ανταγωνισμό προς τα άλλα έθνη, που κατ’ αρχήν είνε εχτροί και υποψήφιοι
για οικονομική εκμετάκκεψη ή οικονομικοί αντίπαλοι.
Γι’ αυτό και βρίσκεται σήμερα ο εθνικός μυστικισμός στο αποκορύφωμά του.
Τα έθνη, λένε, σαν απόλυτες αξίες, είνε και αιώνιες, υψώνονται απάνω
από τους τόπους και τους καιρούς και λησμονιέται η ιστορική δημιουργία
τους και η ιστορική τους σχετικότητα. Το έθνος και το εθνικό κράτος, με
τη σημερινή του μορφή, σα συγκέντρωση τοπική, συγκέντρωση οικονομική και
συγκέντρωση οργανωτική, πνευματική, ιδεολογική και ηθική, σαν πυρήνας
πολιτισμού, του “εθνικού πολιτισμού”, σαν αχτινοβολία οικονομική και
πνευματική, παρουσιάζεται σαν κάτι αιώνιο και το όργανο για τη
διαμόρφωσή του, τη συντήρησή του, την ανάπτυξη και την αχτινοβολία του,
είναι ο πόλεμος σαν ultima ratio.
Έτσι ο πόλεμος έχει για πηγή του, βασική αιτία και δικαίωσή του το
έθνος. Για το έθνος πρέπει να θυσιάζουν οι πολίτες τα πάντα και αυτή τη
ζωή τους και δεν είνε καλύτερος θάνατος, παρά ο θάνατος για την πατρίδα,
το υψηλότερο ιδανικό. Ο πόλεμος για την πατρίδα, με οποιαδήποτε μορφή,
είνε ο “αληθινός πόλεμος”, der wahrirafte Krieg, που είπεν ο Φίχτε σε
στιγμή πατριωτικής έξαρσις και απελευθερωτικού οργασμού της γερμανικής
πατρίδας ο άγιος πόλεμος.
Ο πρώτος και ο έσχατος λόγος του πολέμου είνε η σωτηρία της πατρίδας,
η τιμή και η δόξα της πατρίδας, η αχτινοβολία της πατρίδας. Ωστόσο η
ιστορική πραγματικότητα αναιρεί ριζικά και τούτη τη θεωρία. Γιατί αν ο
πρώτος και ο έσχατος λόγος του πολέμου είνε η εθνική ανεξαρτησία, η
εθνική αυτοτέλεια και αυτοκυριαρχία και η ανώτερη ανάπτυξη του έθνους
και του εθνικού πολιτισμού μέσα στα σύνορα της πατρίδας, θα έπρεπε
πρώτα-πρώτα να μην υπάρχουνε πόλεμοι πριν να υπάρχουν έθνη και έπειτα θα
έπρεπε, από τη στιγμή που πετυχαίνουν οι “εθνικοί σκοποί”, να λείπει
κάθε αιτία για πόλεμο και θα έπρεπε ακόμη παράλληλα με την αγάπη της
πατρίδας να προβαίνει το μεγάλωμα του γενικού σεβασμού της εθνικής
ιδέας. Ο σεβασμός στις πατρίδες των άλλων.
Και αν ακόμη ο εθνικισμός θα μπορούσε να χρησιμέψει για να εξηγήσει
τον εσωτερικόν ιμπεριαλισμό, την απορροφητική τάση, που δείχνουν όλα τα
εθνικά κράτη να θέλουν να αφομοιώσουν ολότελα κάθε μειονότητα αλλόεθνη
που βρίσκεται μέσα στα σύνορά τους παραμένει όμως αδιανόητη και
ανεξήγητη, από εθνική αφετηρία, η ιδέα του καταχτητικού πολέμου. Ο
καταχτητικός πόλεμος, με οποιαδήποτε μορφή, ξεπερνάει αμέσως την
αιτιότητα του εθνικού πολέμου, την αναιρεί ριζικά και δείχνει, πως πέρα
από την ιδέα της εθνικής πατρίδας βρίσκουνται τα αληθινά αίτια των
πολέμων.
Με την εθνικήν αιτιότητα του πολέμου παρουσιάζουνται σαν
αδικαιολόγητα τα εννιά δέκατα από τους πολέμους, που έγιναν ως τόρα και
αυτός ο πόλεμος που σήμερα κρέμεται σαν τρομερή φοβέρα απάνω στην
ανθρωπότητα. Και αν ο Έχτορας είχε δίκιο να πει στον Πάτροκλο το “εις
οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης”, ποια δικαιολογία είχεν ο
Αχιλλέας; Τα μάτια της ωραίας Ελένης; Και αν οι Σαλαμινομάχοι είχανε
δίκιο από εθνικήν άποψη αναμέλποντας τον παιάνα: “Ίτε παίδες ελλήνων,
ελευθερούτε πατρίδα”, ποιαν εθνική δικαιολογία είχε ο Ξέρξης;
Μα ας μην αναζητήσουμε μακρινά ιστορικά παραδείγματα, ας πάρουμε για ζωντανό παράδειγμα τη σημερινή Ιταλία.
Η Ιταλία είχε συμπληρώσει με τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο,
ολοκληρωτικά την εθνική της ανεξαρτησία, αυτοτέλεια και αυτοκυριαρχία
και έχει μπροστά της ελεύτερο το δρόμο για την ανάπτυξη του εθνικού της
πολιτισμού. Ωστόσο όχι μόνο ταυτόχρονα με την εθνική της ολοκλήρωση και
άρπαξε και περίλαβε μέσα στο κράτος της λαούς και χώρες, που δεν της
ανήκουνε, που δεν έχουνε καμιάν εθνολογική, εδαφική και ιστορική σχέση
μαζί της, όπως τα Δωδεκάνησα και τη Λιβύη, μα και οργάνωσε, μπορεί να
πει κανείς, συνωμοτικά και δολοφονικά, έναν άγριο, ξετσίπωτο, βάρβαρο
καταχτητικό πόλεμο ενάντια στην Αβυσσηνία, κατασπάραξε, έπνιξε με
ασφυξιογόνα αέρια έναν εθνικά ανεξάρτητο λαό κι ετοιμάζεται για
παρόμοιες εξορμήσεις και προς άλλα μέρη του κόσμου. Ποια εθνική
αιτιολογία μπορεί να δικαιώσει έναν τέτιον πόλεμο; Το imperium αναιρεί
την εθνότητα και είνε η πιο τρανή απόδειξη, πως τα πραγματικά αίτια του
πολέμου είνε πολύ πιο πέρα από την ιδέα της πατρίδας γενικά και της
εθνικής πατρίδας ιδιαίτερα, πως και αυτό το έθνος είνε κατά έσχατο λόγο
δημιούργημα μέσα στο οργανωτικό και πνευματικό εποικοδόμημα από αιτίες
άλλες, που βρίσκουνται σ’ άλλο επίπεδο και το επίπεδο αυτό είνε το
οικονομικό. Ο εθνικισμός ξεπερνώντας τον εαυτό του φτάνει στην
αυτοαναίρεσή του.
Γι’ αυτό και το υπέρτατο σύνθημα του εθνικισμού “το απόλυτο δικαίωμα
των λαών για αυτοδιάθεση”, στο στόμα των ιμπεριαλιστών κυβερνητών,
μετατρέπεται σ’ ένα κολοσσιαίο ψέμα. Το χρησιμοποιούν εκεί που τους
συμφέρει, το καταπατούν εκεί που δεν τους συμφέρει.
Η Γερμανία σήμερα με σύνθημα το δικαίωμα τούτο ζητάει να διαλύσει το
τσεχοσλοβακικό κράτος, να περιλάβει τους γερμανούς σουδήτες στο
γερμανικό κράτος, και ίσως αργότερα και όλους τους άλλους γερμανούς, που
βρίσκονται σε γειτονικά της κράτη, μα ταυτόχρονα ζητάει να της
εκχωρηθούν αποικίες, δηλαδή να υποτάξει άλλους λαούς και συνάμα
αποβλέπει σε μιαν οικονομική και πολιτική υποδούλωση των εθνών της
κεντρικής, της ανατολικής και της νοτιανατολικής Ευρώπης με τη θεωρία
του “ζωτικού χώρου”.
Η Ιταλία με το στόμα του Μουσολίνι υποστηρίζει τα δίκαια των
εθνοτήτων, που είνε προσαρτημένες στο τσεχοσλοβακικό κράτος και ζητάει
να γίνει σεβαστό το απόλυτο δικαίωμα των λαών για την αυτοδιάθεσή τους,
μα ταυτόχρονα δεν εφαρμόζει την ίδια αρχή στου έλληνες των
Δωδεκαννήσεων, στους γερμανούς του Μπρένερ, στους γιουγκοσλάβους της
Ιστρίας, στους άραβες της Λιβύης, που δέκα χρόνια πολεμούσαν για την
ανεξαρτησία τους και στους αβυσσηνούς, πού και σήμερα ακόμα μάχουνται
ενάντια στον ξένο καταχτητή και χύνουνε το αίμα τους για τη λευτεριά
τους.
Ο σημερινός εθνικισμός λοιπόν, που συμβολίζει στο ιδεολογικό επίπεδο
ορισμένη μορφή οικονομικών συμφερόντων και συγκεκριμένα το στάδιο της
μετάβασης από τη φεουδαρχική στην καπιταλιστική οικονομία και προπάντων
το στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης, είνε το
ιδεολογικό σύνθημα όχι όμως και το ριζικό αίτιο ορισμένης μορφής
πολέμων, πού μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε σαν εθνικοαπελευθερωτικούς
πολέμους και πολεμικής συγκέντρωσης.
Δεν αρκεί όμως πια για σύνθημα των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Γι’ αυτό
πλάθονται τόρα καινούρια συνθήματα απάνω σε καινούριες βάσεις. Αυτά θα
τα ιδούμε παρακάτω. Ωστόσο η ανάλυση που κάναμε έδειξε πως και η
εθνικιστική άποψη του πολέμου δεν εξηγεί ούτε όλους τους πολέμους, ούτε
τ’ αληθινά αίτια και εκείνων των πολέμων που γίνονται κάτω από
εθνικιστικά συνθήματα. Γι’ αυτό και δεν παρέχει καθοδηγητική γραμμή
στους λαούς, που θα ήθελαν σήμερα, γνωρίζοντας τα πραγματικά αίτια των
πολέμων που έρχουνται, να δράσουνε σκόπιμα για την υπερνίκησή τους.