Η κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα
Πριν από
μερικές εβδομάδες, βρισκόμασταν σε μια κινητοποίηση έξω από τη
μονάδα-πολυιατρείο του εοππυ (με όσα πι και ύψιλον έχει τέλος πάντων αυτό το
αρκτικόλεξο) κι ακούγαμε τη διευθύντρια να βγάζει στο συγκεντρωμένο πλήθος έναν
πένθιμο λόγο –για τα μάτια του κόσμου και τις κάμερες των τηλεοπτικών
συνεργείων που είχανε μαζευτεί- που έμοιαζε περισσότερο με επικήδειο, παρά με
αγωνιστικό κάλεσμα: «μας είπαν να παραδώσουμε μέχρι το μεσημέρι… και μετά από
ένα μήνα… θα δούμε…». Και ήταν τόση η μοιρολατρία και η διαφορά της με τον
επόμενο ομιλητή, ένα γεροντάκι από τους συνταξιούχους με στεντόρεια φωνή, που
όταν άρχισε να μιλά, ενεργοποίησε ένα συναγερμό παρακείμενου αυτοκινήτου, αλλά
ούτε κι αυτός μπορούσε να τον σκεπάσει. Γιατί η λεβεντιά δεν είναι ακριβώς θέμα
ηλικίας, αλλά πρωτίστως πολιτικό.
Κι εμείς
αναρωτιόμασταν τι διψήφιο νούμερο θα χτυπούσε ο συντεχνιασμός της διευθύντριας
σε κλίμακα από το ένα ως το δέκα, αν θα περνούσαν το ίδιο εύκολα τέτοια μέτρα
στην κρήτη σε άλλες εποχές, και γενικώς πού οδεύει το κίνημα. Γιατί οι
αντιδράσεις και οι αγώνες που ξεδιπλώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια φαίνεται να
έχουν πιάσει κάποια όρια, καθώς το τελευταίο διάστημα επικρατεί καταθλιπτική
νηνεμία και χρειάζεται επιτακτικά μια κριτική αποτίμηση. Δεν είναι εύκολο
προφανώς να χωρέσει μια σφαιρική ανάλυση με όλες τις παραμέτρους σε μια
ανάρτηση, αλλά θα επιχειρήσω να βάλω κάποια σημεία και βασικούς προβληματισμούς
για όσα έμειναν πίσω μας και αυτά που έχουμε μπροστά μας.
Βασικό
χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου που διανύουμε είναι η απογοήτευση κι η
παραίτηση, η οποία κινείται γύρω από τον άξονα των εύκολων λύσεων «εδώ και τώρα», των άμεσων μερικών νικών,
με στιγμιαίες κινηματικές εξάρσεις και σπασμωδικά ξεσπάσματα, που θα φέρουν την
απόκρουση και την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής. Το υλικό υπόβαθρο αυτής της
απογοήτευσης είναι η ραγδαία και απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των
εργατικών στρωμάτων, που κατρακυλά μαζί με το μέσο μισθό και το ηθικό του
εργατόκοσμου. Ο οποίος έχει πλέον πολύ περιορισμένες αντοχές κι οικονομικές
δυνατότητες για να κρατήσει σε μια απεργιακή κινητοποίηση διαρκείας, ενώ πριν
από το ξέσπασμα της κρίσης στεκόταν μάλλον αρνητικά σε τέτοιες μορφές πάλης,
τρέφοντας σε μεγάλο βαθμό την αυταπάτη πως είχε λυμένο το πρόβλημα της ζωής
του. Και αυτό το δίπολο, «πριν δεν ήθελε» - «τώρα δεν μπορεί», μας δίνει με «λενινιστικούς
όρους» ένα ιδιότυπο αλλά αρκετά γλαφυρό ορισμό της μη επαναστατικής κατάστασης της
εποχής μας.
Αλλά ας
επιστρέψουμε λίγο στην παράμετρο της απογοήτευσης, ως απόρροιας της ήττας του
κινήματος -παρά τις συνεχόμενες κινητοποιήσεις και την πρωτοφανή μαζικότητά τους-
και της σχεδόν απρόσκοπτης μέχρι τώρα προώθησης των μνημονίων και των
στρατηγικών επιλογών της αστικής τάξης για την αντιμετώπιση της κρίσης ως..
ευκαιρία (έντασης της εκμετάλλευσης και της κερδοφορίας τους). Η λογική αυτή, της
κρίσης ως ευκαιρία, αλλά από κινηματική σκοπιά, φαίνεται πως έχει επιδράσει ως
ένα βαθμό και στην οπτική μιας μερίδας ενός (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) «ντούρου»,
σχετικά απογειωμένου αριστερίστικου χώρου (με πιο χαρακτηριστική ίσως την
οβιδιακή μεταμόρφωση του πι-πι), που ανακάλυψε ξαφνικά την χαμένη γοητεία της τακτικής,
των μετώπων και της κυβέρνησης, κρούοντας παράλληλα καμπανάκι κινδύνου, γιατί..
αν χαθεί αυτή η ευκαιρία για την αριστερά, θα κάνει πολλά χρόνια να σηκώσει
ξανά κεφάλι. Ενώ προφανώς αν σκορπίζουμε αυταπάτες για την κυβερνητική
προοπτική της αριστεράς, δε θα φάμε το κεφάλι μας –άσε που μερικά κεφάλια του
χώρου μπορεί να βολευτούν κιόλας σε κομβικά πόστα.
Η οπτική
αυτή, μες στην ειλικρίνεια και την τιμιότητά της, αφενός εκφράζει αυτή την
απογοήτευση, ερχόμενη ως συνέπεια των στιγμών-χρόνων που περνάν και χάνονται,
χωρίς να φέρνουν πιο κοντά την επαναστατική προοπτική (που παραμένει ένα θολό,
μακρινό τοπίο στον ορίζοντα) και αφετέρου την αναπαράγει, μαζί με τις αδιέξοδες,
κυβερνητικές αυταπάτες που αδυνατούν να απαντήσουν στα ζητήματα της συγκυρίας
και με το απόστημα της ανάθεσης σε μια άνωθεν, κυβερνητική σωτηρία. Παράλληλα,
προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στο κίνημα, εκφυλίζοντας και διαστρέφοντας την
πολύ κομβική έννοια της πολιτικοποίησης των εργατικών αγώνων.
Μια κοινή
βασική εκτίμηση πολλών αναλύσεων με διαφορετικές αφετηρίες για τις ανεπάρκειες
και για τις αιτίες της ήττας των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος ήταν ότι
απουσίαζε η βαθύτερη συνειδητοποίηση και πολιτική στόχευση. Τι αντιλαμβάνεται
ωστόσο ως πολιτικό στόχο σήμερα ένα μεγάλο μέρος του εργατικού κινήματος και πολλών
κλάδων (ιδίως του δημοσίου) που πλήττονται και κινητοποιούνται αυτή την
περίοδο; Την πτώση της κυβέρνησης και την κυβερνητική προοπτική της αριστεράς,
που θα επαναφέρει το προηγούμενο καθεστώς, το προηγούμενο βασικό μισθό και τελικά
τα δεδομένα του 09’ και την εφεύρεση της
χρονομηχανής, για να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο.
Αυτή είναι
η μόνη άμεση και ‘ρεαλιστική’ προοπτική που βλέπει μπροστά της η πλειοψηφία των
δημοσίων υπαλλήλων, που έχει από πάνω της την χατζάρα της διαθεσιμότητας και
των απολύσεων, των εργαζομένων της ερτ -όπως απέδειξε περίτρανα το παράδειγμα της
αγλαΐας κυρίτση, που κοιτάει και για ακόμα παραπάνω- τμήματα της εργατικής
αριστοκρατίας που πλήττεται, καθώς κι ο ορφανός μηχανισμός της πασκε στο
συνδικαλιστικό κίνημα, όπου υπάρχουν διάφορες επαφές και διεργασίες για τη
διάδοχη κατάσταση και τον έλεγχο των συσχετισμών.
Την ίδια
στιγμή, η πολεμική (μάλλον παρά κριτική) που γίνεται από ένα ευρύ φάσμα
οργανώσεων, κυρίως του οπορτουνιστικού χώρου, στις ταξικές δυνάμεις που βάζουν
επίμονα και διαχρονικά το ζήτημα της ουσιαστικής πολιτικοποίησης των αγώνων,
ποικίλει, περιλαμβάνοντας τα πιο αντιφατικά λογικά σχήματα: από το ότι
υποτιμούν τις μικρές νίκες και αρνούνται τη δυνατότητα να υπάρξουν στο σημερινό
πλαίσιο κατακτήσεις για το κίνημα, παραπέμποντας τα πάντα στη δευτέρα παρουσία,
κτλ, κτλ· μέχρι την ακριβώς αντίθετη κατηγορία ότι περιορίζονται σε πλαίσια
άμεσων διεκδικήσεων και ξεπέφτουν στον οικονομισμό, αρνούμενες να θέσουν
πολιτικούς στόχους, όπως πχ η έξοδος από την ευρωζώνη κι η παύση πληρωμών.
Να συντονιστούμε
όμως παιδιά, να ξέρουμε κι εμείς τελικά τι και με ποιον είμαστε. Αν και, ακόμα
και αυτή η φαινομενική έλλειψη συντονισμού προδίδει μάλλον την ύπαρξή του, βάση
συγκεκριμένου σχεδίου: Ρίξε πολλά (δίχτυα) και ό,τι πιάσει…
Για τη
δυνατότητα άμεσων κατακτήσεων και τη δουλειά του παμε, που κλείνει φέτος τα 15χρονα
δράσης και λειτουργίας του, θα μιλήσουμε εν καιρώ, σε κάποια από τις συνέχειες της
ανάρτησης.
Στον επίλογο αυτού του μέρους θα περιοριστώ
να επαναλάβω κάτι που έχουμε σημειώσει και σε προηγούμενα κείμενα. Στη σημερινή
συγκυρία ακόμα και οι πιο μικρές, ανώδυνες
μεταρρυθμίσεις απαιτούν ως προϋπόθεση ριζικές, επαναστατικές αλλαγές. Ο
μιτερανικός «σοσιαλισμός του εφικτού»,
που γλυκοκοιτάζει τις πρώτες και μεταθέτει τις δεύτερες σε ένα απώτερο
μεταφυσικό μέλλον, είναι καταδικασμένος να αποτύχει και να σκορπίσει
μακροπρόθεσμα χειρότερη απογοήτευση στις μάζες.
Και κάτι ακόμα. Η μόνη μακρινή συγγένεια
που μπορεί να βρει κανείς μεταξύ της επικείμενης «αριστερής διακυβέρνησης» και της
σοσιαλιστικής προοπτικής είναι μια εξωτερική ομοιότητα. Όπως οι κομμουνιστές κι
η εργατική τάξη επιδιώκουν μεν τη συμμαχία των φτωχών, μεσαίων στρωμάτων
ενάντια στα μονοπώλια, αλλά ξέρουν πως ο καπιταλισμός λειτουργεί προς όφελος της
υπόθεσής τους, όσο πιέζει και προλεταριοποιεί αυτά τα στρώματα, έτσι και ο
σύριζα, αφήνει τη νδ να δουλέψει για λογαριασμό του και να γκρεμίσει κάθε
εργατική κατάκτηση, ώστε να μην χρειάζονται παρά μόνο ελάχιστες βελτιώσεις και
ψίχουλα, για να πουλήσει φιλολαϊκό προφίλ ως κυβερνητική δύναμη. Πέραν αυτού,
προσωπικά δυσκολεύομαι να διακρίνω άλλη ομοιότητα.