23 Φεβ 2018

H εκτέλεση των αδελφών Σολ: Το “Λευκό Ρόδο” κι ο ιδεαλιστικός αντιφασισμός του

Σαν σήμερα εκτελέστηκαν τα αδέρφια Χανς και Σοφία Σολ, που ανήκαν στην αντιστασιακή οργάνωση “Λευκό Ρόδο”, η οποία μέσω προκηρύξεων προσπαθούσε να αφυπνίσει το γερμανικό λαό κατά του δολοφονικού ναζιστικού καθεστώτος. Τα δίδυμα αδέλφια, που γεννήθηκαν το 1918 ή βάσει άλλων πηγών το 1921, κατάγονταν από μια μεσοαστική οικογένεια φιλελεύθερων και χριστιανικών αντιλήψεων κι έλαβαν ανάλογη ανατροφή. Ως έφηβοι συμμετείχαν ενθουσιωδώς στη χιτλερική νεολαία, πιστεύοντας ότι έτσι εκπληρώνουν το πατριωτικό τους καθήκον. Σταδιακά ωστόσο άρχισαν να απογοητεύονται από το κλίμα στρατιωτικής πειθαρχίας που επικρατούσε στην οργάνωση και το 1936 ο Χανς Σολ ίδρυσε δική του νεανική οργάνωση, πράξη απαγορευμένη στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Η πρώτη του επαφή με τη Γκεστάπο δεν ήταν ωστόσο για πολιτικούς λόγους, αλλά λόγω της ομοφυλοφιλικής  σχέσης με φίλο του, αδίκημα που διώκονταν μέχρι και με εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Λόγω του νεαρού της ηλικίας ωστόσο απαλλάχθηκε στο δικαστήριο και το 1939 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου γνώρισε τους συμφοιτητές του Αλεξάντερ Σμόρελ, Κρίστοφ Προμπστ και Βίλλυ Γκραφ. Μαζί με τη Σοφία Σολ, η οποία γράφτηκε στο τμήμα Βιολογίας και Φιλοσοφίας, αποτέλεσαν τον πυρήνα του “Λευκού Ρόδου”, στον οποίο προστέθηκαν ο καθηγητής Κουρτ Χούμπερ, που συζητούσε με την ομάδα για φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα και αργότερα κι άλλοι, κυρίως φοιτητές του πανεπιστημίου του Μονάχου, αλλά και μαθητές.
Αρχικά, το “Λευκό Ρόδο” ήταν απλώς μια ομάδα νέων με κοινά ενδιαφέροντα, κυρίως στον τομέα της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η εμπειρία του Ανατολικού Μετώπου, στο οποίο υπηρέτησαν ο Σολ και οι φίλοι του. Η άμεση εμπειρία της φρίκης του πολέμου γενικά, αλλά και των ναζιστικών θηριωδιών ειδικά ήταν εκείνη που μετέτρεψε τους συντηρητικούς και θρησκευόμενους αυτούς νέους σε ορκισμένους εχθρούς του ναζισμού.  “Την εποχή της μάχης του Στάλινγκραντ”, θυμάται το μέλος της οργάνωσης Γιούργκεν Βίττενστάιν “καταλήξαμε όλοι σε μια απόφαση. Μια εσωτερική απόφαση, την οποία μετά φυσικά συζητήσαμε και μεταξύ μας, ότι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο μπορούσε να σωθεί η Γερμανία ως χώρα, θα ήταν να χάσει τον πόλεμο. Αυτή ήταν μια τρομερή απόφαση. Δεν είναι εύκολο να το παλέψεις αυτό μέσα σου”. Συνεχίζει λέγοντας “Μόνο όταν μάθαμε τι στ’ αλήθεια συνέβαινε, τι γινόταν με τους Εβραίους, τι συνέβαινε στην Πολωνία, πώς μεταχειρίζονταν τους αιχμαλώτους πολέμου, έγινε όλο και πιο σαφές, ότι αυτή η κυβέρνηση έπρεπε να παραμεριστεί”.
Στις 27 Ιουνίου 1942 εμφανίζεται η πρώτη προκήρυξη, την οποία συνέγαψαν ο Σμόρελ και ο Σολ, αρχικά για περιορισμένο κύκλο γνωστών στους οποίους απεστάλησαν ταχυδρομικά: “Τίποτε δεν είναι πιο ανάξιο ενός λαού, από το να “κυβερνάται” χωρίς αντίσταση από μια ανεύθυνη και κυριαρχούμενη από σκοτεινά ένστικτα κυριαρχική κλίκα. Και ποιος από μας υποψιάζεται το εύρος της ντροπής, όταν πέσει μπροστά από τα μάτια μας το πέπλο και έρθουν στο φως της μέρας τα πιο φριχτά εγκλήματα που ξεπερνούν κάθε όριο; Σας παρακαλούμε να αντιγράψετε όσο γίνεται περισσότερο αυτό το φύλλο σε καρμπόν χαρτί και να το μοιράσετε!”.  Η τελευταία αυτή προτροπή, που ήταν και η μέθοδος που ακολουθούσε συνήθως η ομάδα, είχε ως στόχο να προσπεράσει τη δυσκολία απόκτησης πολυγράφου, αλλά και αγοράς υπερβολικά πολλών γραμματοσήμων από ένα άτομο. Με αυτό τον τρόπο το τιράζ κάθε προκήρυξης δεν ξεπερνούσε τις μερικές εκατοντάδες αντίτυπα.
Τα κείμενα φέρουν τη σφραγίδα του ιδεαλισμού και της χριστιανικής ανατροφής των συντακτών τους, διανθισμένης με τσιτάτα κλασικών Γερμανών ποιητών. Προσπαθούσαν να καλέσουν σε παθητική αντίσταση τους πολίτες κάνοντας έκκληση στον ηθικό τους κώδικα, ενώ δεν είχαν σαφές πολιτικό πρόγραμμα για το αύριο, πέρα από τη γενική επίκληση της “Ελευθερίας”. Ένα από τα αξιοσημείωτα στοιχεία της ρητορικής τους είναι η επισήμανση, νωρίτερα από άλλες αντιστασιακές ομάδες, της γενοκτονίας των Εβραίων και της αδιαφορίας του πληθυσμού γι’αυτήν. Η εκατόμβη στο Ανατολικό μέτωπο και ειδικά στο Στάλινγκραντ ανήκε επίσης στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των προκηρύξεων. Προσπαθώντας να διευρύνουν την απήχηση του μηνύματός τους, άρχισαν να γράφουν συνθήματα σε τοίχους, κυρίως γύρω από το πανεπιστήμιο, όπως “Κάτω ο Χίτλερ!”, “Χίτλερ δολοφόνε!”, “Ελευθερία!”. Στις αρχές Φλεβάρη τυπώθηκε η τελευταία προκήρυξη της οργάνωσης, σε 2000 αντίτυπα. Όταν τα αδέρφια Σολ μοίρασαν τις προκηρύξεις μέσα και έξω από τα αμφιθέατρα, η Σοφία πάνω στον ενθουσιασμό της είχε μια παράτολμη ιδέα: Πέταξε από το δεύτερο όροφο όσες προκηρύξεις είχαν μείνει απευθείας στον κεντρικό διάδρομο του πανεπιστήμιου, κάτι που έκανε πολύ εύκολο στους επιστάτες του πανεπιστημίου να κλείσουν τις πύλες μόλις είδαν το υλικό και να παραδώσουν τους δράστες στην Γκεστάπο. Σύντομα συνελήφθησαν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, που ομολόγησαν τις πράξεις τους μετά από πιεστικές ανακρίσεις.

Γραμματόσημο της ΓΛΔ προς τιμήν των αδελφών Σολ (1961)
Στις 22 Φλεβάρη 1943 διεξήχθη η δίκη των αδελφών Σολ για εσχάτη προδοσία και υπονόμευση του στρατεύματος, με πρόεδρο το διαβόητο αρχιδικαστή των ναζί Ρόλαντ Φράισλερ. Η καταδίκη σε θάνατο ήταν προαποφασισμένη και η ποινή εκτελέστηκε την ίδια μέρα, πριν καν προλάβουν οι γονείς των δυο νέων να κάνουν αίτηση χάριτος. Μαζί τους εκτελέστηκε και ο Κρίστοφ Προμπστ, ενώ σε επόμενη δίκη στις 19 Απρίλη καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν άλλα τρία ηγετικά μέλη της ομάδας, ενώ άλλοι κατηγορούμενοι έλαβαν ποινές μεταξύ έξι μηνών και πέντε χρόνων κάθειρξης. Το θλιβερότερο ήταν η αντίδραση των συμφοιτητών των εκτελεσμένων, που διοργάνωσαν εκδήλωση τιμής για τον επιστάτη που κατέδωσε τα δυο αδέλφια. Το πανεπιστήμιο Μονάχου είχε επίσης αφαιρέσει μετά τη σύλληψη του Κουρτ Χούμπερ τον τίτλο του διδάκτορα και το καθηγητικό αξίωμα. Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι τα γερμανικά πανεπιστήμια, σε επίπεδο προσωπικού αλλά και φοιτητών ήταν από τα πρώτα προπύργια του ναζιστικού κόμματος, ήδη από την εποχή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 πολλές φοιτητικές ενώσεις άρχισαν να κυριαρχούνται από τους ναζί.
Στο άκουσμα της είδησης, ο Τόμας Μαν από το εξωτερικό χαιρέτισε αυτούς “τους υπέροχους νέους” ανθρώπους, εξορκίζοντας το γερμανικό λαό να ακολουθήσει το παράδειγμά του, ενώ η βρετανική αεροπορία μοίραζε από αέρος τις προκηρύξεις στον πληθυσμό. Στη μεταπολεμική Γερμανία, το “Λευκό Ρόδο” ήταν από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις που αναγνωρίστηκαν και προβλήθηκαν στην ΟΔΓ, λόγω της αστικής προέλευσης των περισσότερων μελών της και της μη κομμουνιστικής τους ιδεολογίας και στις μέρες μας παραμένει η γνωστότερη μεταξύ των νέων ειδικά Γερμανών, όπως κατέδειξε πριν λίγα χρόνια ψηφοφορία για τον σπουδαιότερο Γερμανό, όπου χάρη στις νεανικές ψήφους τα αδέρφια Σολ ανήλθαν στην τέταρτη θέση. Αυτό δε σημαίνει πως δεν τιμήθηκαν και στη ΓΛΔ, όπου αναγνωριζόταν αφενός τα ευγενή τους κίνητρα, αφετέρου η διάθεση συνεργασίας τους με την κομμουνιστική αντίσταση, καθώς μέσω συνδέσμων είχαν επαφές και με την περίφημη “Κόκκινη Ορχήστρα”, του μεγάλου δικτύου κατασκοπίας υπέρ της ΕΣΣΔ που είχαν συγκροτήσει αντιφασίστες Γερμανοί μεταξύ άλλων και εντός της Βέρμαχτ. Στη χώρα μάλιστα εκδόθηκε και γραμματόσημο προς τιμήν των αδελφών Σολ το 1961.
Σαν σήμερα εκτελέστηκαν τα αδέρφια Χανς και Σοφία Σολ, που ανήκαν στην αντιστασιακή οργάνωση “Λευκό Ρόδο”, η οποία μέσω προκηρύξεων προσπαθούσε να αφυπνίσει το γερμανικό λαό κατά του δολοφονικού ναζιστικού καθεστώτος. Τα δίδυμα αδέλφια, που γεννήθηκαν το 1918 ή βάσει άλλων πηγών το 1921, κατάγονταν από μια μεσοαστική οικογένεια φιλελεύθερων και χριστιανικών αντιλήψεων κι έλαβαν ανάλογη ανατροφή. Ως έφηβοι συμμετείχαν ενθουσιωδώς στη χιτλερική νεολαία, πιστεύοντας ότι έτσι εκπληρώνουν το πατριωτικό τους καθήκον. Σταδιακά ωστόσο άρχισαν να απογοητεύονται από το κλίμα στρατιωτικής πειθαρχίας που επικρατούσε στην οργάνωση και το 1936 ο Χανς Σολ ίδρυσε δική του νεανική οργάνωση, πράξη απαγορευμένη στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Η πρώτη του επαφή με τη Γκεστάπο δεν ήταν ωστόσο για πολιτικούς λόγους, αλλά λόγω της ομοφυλοφιλικής  σχέσης με φίλο του, αδίκημα που διώκονταν μέχρι και με εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Λόγω του νεαρού της ηλικίας ωστόσο απαλλάχθηκε στο δικαστήριο και το 1939 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου γνώρισε τους συμφοιτητές του Αλεξάντερ Σμόρελ, Κρίστοφ Προμπστ και Βίλλυ Γκραφ. Μαζί με τη Σοφία Σολ, η οποία γράφτηκε στο τμήμα Βιολογίας και Φιλοσοφίας, αποτέλεσαν τον πυρήνα του “Λευκού Ρόδου”, στον οποίο προστέθηκαν ο καθηγητής Κουρτ Χούμπερ, που συζητούσε με την ομάδα για φιλοσοφικά και πολιτικά ζητήματα και αργότερα κι άλλοι, κυρίως φοιτητές του πανεπιστημίου του Μονάχου, αλλά και μαθητές.
Αρχικά, το “Λευκό Ρόδο” ήταν απλώς μια ομάδα νέων με κοινά ενδιαφέροντα, κυρίως στον τομέα της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η εμπειρία του Ανατολικού Μετώπου, στο οποίο υπηρέτησαν ο Σολ και οι φίλοι του. Η άμεση εμπειρία της φρίκης του πολέμου γενικά, αλλά και των ναζιστικών θηριωδιών ειδικά ήταν εκείνη που μετέτρεψε τους συντηρητικούς και θρησκευόμενους αυτούς νέους σε ορκισμένους εχθρούς του ναζισμού.  “Την εποχή της μάχης του Στάλινγκραντ”, θυμάται το μέλος της οργάνωσης Γιούργκεν Βίττενστάιν “καταλήξαμε όλοι σε μια απόφαση. Μια εσωτερική απόφαση, την οποία μετά φυσικά συζητήσαμε και μεταξύ μας, ότι ο μόνος τρόπος, με τον οποίο μπορούσε να σωθεί η Γερμανία ως χώρα, θα ήταν να χάσει τον πόλεμο. Αυτή ήταν μια τρομερή απόφαση. Δεν είναι εύκολο να το παλέψεις αυτό μέσα σου”. Συνεχίζει λέγοντας “Μόνο όταν μάθαμε τι στ’ αλήθεια συνέβαινε, τι γινόταν με τους Εβραίους, τι συνέβαινε στην Πολωνία, πώς μεταχειρίζονταν τους αιχμαλώτους πολέμου, έγινε όλο και πιο σαφές, ότι αυτή η κυβέρνηση έπρεπε να παραμεριστεί”.
Στις 27 Ιουνίου 1942 εμφανίζεται η πρώτη προκήρυξη, την οποία συνέγαψαν ο Σμόρελ και ο Σολ, αρχικά για περιορισμένο κύκλο γνωστών στους οποίους απεστάλησαν ταχυδρομικά: “Τίποτε δεν είναι πιο ανάξιο ενός λαού, από το να “κυβερνάται” χωρίς αντίσταση από μια ανεύθυνη και κυριαρχούμενη από σκοτεινά ένστικτα κυριαρχική κλίκα. Και ποιος από μας υποψιάζεται το εύρος της ντροπής, όταν πέσει μπροστά από τα μάτια μας το πέπλο και έρθουν στο φως της μέρας τα πιο φριχτά εγκλήματα που ξεπερνούν κάθε όριο; Σας παρακαλούμε να αντιγράψετε όσο γίνεται περισσότερο αυτό το φύλλο σε καρμπόν χαρτί και να το μοιράσετε!”.  Η τελευταία αυτή προτροπή, που ήταν και η μέθοδος που ακολουθούσε συνήθως η ομάδα, είχε ως στόχο να προσπεράσει τη δυσκολία απόκτησης πολυγράφου, αλλά και αγοράς υπερβολικά πολλών γραμματοσήμων από ένα άτομο. Με αυτό τον τρόπο το τιράζ κάθε προκήρυξης δεν ξεπερνούσε τις μερικές εκατοντάδες αντίτυπα.
Τα κείμενα φέρουν τη σφραγίδα του ιδεαλισμού και της χριστιανικής ανατροφής των συντακτών τους, διανθισμένης με τσιτάτα κλασικών Γερμανών ποιητών. Προσπαθούσαν να καλέσουν σε παθητική αντίσταση τους πολίτες κάνοντας έκκληση στον ηθικό τους κώδικα, ενώ δεν είχαν σαφές πολιτικό πρόγραμμα για το αύριο, πέρα από τη γενική επίκληση της “Ελευθερίας”. Ένα από τα αξιοσημείωτα στοιχεία της ρητορικής τους είναι η επισήμανση, νωρίτερα από άλλες αντιστασιακές ομάδες, της γενοκτονίας των Εβραίων και της αδιαφορίας του πληθυσμού γι’αυτήν. Η εκατόμβη στο Ανατολικό μέτωπο και ειδικά στο Στάλινγκραντ ανήκε επίσης στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των προκηρύξεων. Προσπαθώντας να διευρύνουν την απήχηση του μηνύματός τους, άρχισαν να γράφουν συνθήματα σε τοίχους, κυρίως γύρω από το πανεπιστήμιο, όπως “Κάτω ο Χίτλερ!”, “Χίτλερ δολοφόνε!”, “Ελευθερία!”. Στις αρχές Φλεβάρη τυπώθηκε η τελευταία προκήρυξη της οργάνωσης, σε 2000 αντίτυπα. Όταν τα αδέρφια Σολ μοίρασαν τις προκηρύξεις μέσα και έξω από τα αμφιθέατρα, η Σοφία πάνω στον ενθουσιασμό της είχε μια παράτολμη ιδέα: Πέταξε από το δεύτερο όροφο όσες προκηρύξεις είχαν μείνει απευθείας στον κεντρικό διάδρομο του πανεπιστήμιου, κάτι που έκανε πολύ εύκολο στους επιστάτες του πανεπιστημίου να κλείσουν τις πύλες μόλις είδαν το υλικό και να παραδώσουν τους δράστες στην Γκεστάπο. Σύντομα συνελήφθησαν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, που ομολόγησαν τις πράξεις τους μετά από πιεστικές ανακρίσεις.
Γραμματόσημο της ΓΛΔ προς τιμήν των αδελφών Σολ (1961)
Στις 22 Φλεβάρη 1943 διεξήχθη η δίκη των αδελφών Σολ για εσχάτη προδοσία και υπονόμευση του στρατεύματος, με πρόεδρο το διαβόητο αρχιδικαστή των ναζί Ρόλαντ Φράισλερ. Η καταδίκη σε θάνατο ήταν προαποφασισμένη και η ποινή εκτελέστηκε την ίδια μέρα, πριν καν προλάβουν οι γονείς των δυο νέων να κάνουν αίτηση χάριτος. Μαζί τους εκτελέστηκε και ο Κρίστοφ Προμπστ, ενώ σε επόμενη δίκη στις 19 Απρίλη καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν άλλα τρία ηγετικά μέλη της ομάδας, ενώ άλλοι κατηγορούμενοι έλαβαν ποινές μεταξύ έξι μηνών και πέντε χρόνων κάθειρξης. Το θλιβερότερο ήταν η αντίδραση των συμφοιτητών των εκτελεσμένων, που διοργάνωσαν εκδήλωση τιμής για τον επιστάτη που κατέδωσε τα δυο αδέλφια. Το πανεπιστήμιο Μονάχου είχε επίσης αφαιρέσει μετά τη σύλληψη του Κουρτ Χούμπερ τον τίτλο του διδάκτορα και το καθηγητικό αξίωμα. Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου ότι τα γερμανικά πανεπιστήμια, σε επίπεδο προσωπικού αλλά και φοιτητών ήταν από τα πρώτα προπύργια του ναζιστικού κόμματος, ήδη από την εποχή της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 πολλές φοιτητικές ενώσεις άρχισαν να κυριαρχούνται από τους ναζί.
Στο άκουσμα της είδησης, ο Τόμας Μαν από το εξωτερικό χαιρέτισε αυτούς “τους υπέροχους νέους” ανθρώπους, εξορκίζοντας το γερμανικό λαό να ακολουθήσει το παράδειγμά του, ενώ η βρετανική αεροπορία μοίραζε από αέρος τις προκηρύξεις στον πληθυσμό. Στη μεταπολεμική Γερμανία, το “Λευκό Ρόδο” ήταν από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις που αναγνωρίστηκαν και προβλήθηκαν στην ΟΔΓ, λόγω της αστικής προέλευσης των περισσότερων μελών της και της μη κομμουνιστικής τους ιδεολογίας και στις μέρες μας παραμένει η γνωστότερη μεταξύ των νέων ειδικά Γερμανών, όπως κατέδειξε πριν λίγα χρόνια ψηφοφορία για τον σπουδαιότερο Γερμανό, όπου χάρη στις νεανικές ψήφους τα αδέρφια Σολ ανήλθαν στην τέταρτη θέση. Αυτό δε σημαίνει πως δεν τιμήθηκαν και στη ΓΛΔ, όπου αναγνωριζόταν αφενός τα ευγενή τους κίνητρα, αφετέρου η διάθεση συνεργασίας τους με την κομμουνιστική αντίσταση, καθώς μέσω συνδέσμων είχαν επαφές και με την περίφημη “Κόκκινη Ορχήστρα”, του μεγάλου δικτύου κατασκοπίας υπέρ της ΕΣΣΔ που είχαν συγκροτήσει αντιφασίστες Γερμανοί μεταξύ άλλων και εντός της Βέρμαχτ. Στη χώρα μάλιστα εκδόθηκε και γραμματόσημο προς τιμήν των αδελφών Σολ το 1961.

Ροκ εντ ρολ: έτσι άρχισαν όλα



Άλλη μια Παρασκευή και, όπως σωστά μαντέψατε, δεν έχω διάθεση να κουβεντιάσω ούτε για πολιτικά ούτε για οικονομικά θέματα. Κι ενώ αναρωτιόμουν για ποιο πράγμα θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε σήμερα, μου ήρθε να σας κάνω μια ερώτηση, μιας και αύριο στα "Σαββατιάτικα" σκέφτομαι να ακούσουμε ένα σημαντικό ροκ άλμπουμ: γνωρίζετε πότε και από ποιον γεννήθηκε το ροκ εντ ρολ;

Υποθέτω ότι οι εννιά στους δέκα θα απαντήσετε ότι το ροκ εντ ρολ γεννήθηκε το 1955 από τον Bill Haley και το πασίγνωστο "Rock around the clock", έτσι δεν είναι; Θα κάνετε λάθος. Ας πιάσουμε, λοιπόν, την ιστορία από την αρχή και είμαι σίγουρος ότι θα την βρείτε ενδιαφέρουσα.

O Wild Bill Moore και το σινγκλ με το οποίο άρχισαν όλα.

Πάμε πίσω, στα 1947, στην απέναντι πλευρά τού Ατλαντικού. Ο τριαντάχρονος σαξοφωνίστας της τζαζ William Moore (γνωστός ως Wild Bill Moore), αφήνει το Λος Άντζελες, όπου δούλευε επί 2-3 χρόνια με μεγάλους καλλιτέχνες (Big Jow Turner, Slim Gaillard κλπ) και επιστρέφει στην γενέτειρά του, το Ντητρόιτ, για να φτιάξει την δική του μπάντα. Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, ο Wild Bill Moore ηχογραφεί στην Savoy Records ένα τραγούδι με πρωτόγνωρο ήχο και παράξενο τίτλο: "We're Gonna Rock, We're Gonna Roll".

Παρένθεση. Το δισκάκι κάνει απρόσμενα υψηλές πωλήσεις και ο νέος ρυθμός που προτείνει ο Moore ξετρελαίνει την νεολαία, προκαλώντας τις αντιδράσεις του συντηρητικού τμήματος της κοινωνίας, που δεν μπορεί να βλέπει τους νέους να χορεύουν σαν δαιμονισμένοι. Ειδικά με ένα δισκάκι που έχει τον αριθμό παραγωγής του τυπωμένο ζωηρά πάνω του: 666. Είναι προφανές ότι αυτή η μουσική είναι του σατανά. Κλείνει η παρένθεση.

Στην μπάντα τού Bill Moore κάνει φωνητικά ο μεγάλος Scatman Crothers, ο οποίος ηχογραφούσε τότε στην Modern Records. Για να εκμεταλλευτεί την επιτυχία τού Moore, η Modern συμφωνεί με τον δημιουργό να κυκλοφορήσει μια άλλη εκτέλεση του κομματιού με ερμηνευτή τον Crothers. Ο Moore δέχεται και η Modern κυκλοφορεί το δισκάκι με αριθμό 674 και με τον αρχικό μακρύ τίτλο αρκετά συντομευμένο: "Rock and Roll". Στις 12 Ιουλίου 1951, ο μουσικός παραγωγός Alan Freed παρουσιάζει το κομμάτι από την εκπομπή του "Moon Dog House" στο ραδιόφωνο του Κλήβελαντ, συνοδεύοντάς το με το εξής σχόλιο: "Boy, there's a real rockin' thing to get us off and rollin'!". Από λάθος, όμως, ο Freed παίζει το δισκάκι τής Savoy αντί για εκείνο της Modern. "They are both Rock and Roll", δικαιολογήθηκε ο Freed. Αυτό ήταν! Η καινούργια μουσική πρόταση απέκτησε όνομα: Rock and Roll.


Φτάνουμε στα τέλη τού 1952. Ο Max Freedman με τον Games Myers γράφουν ένα τραγουδάκι με τίτλο "Dance around the clock" αλλά σκέφτονται ότι το clock πάει καλύτερα με το rock, οπότε αλλάζουν τον τίτλο σε "Rock around the clock". Ο Bill Haley το ακούει και θέλει να το ερμηνεύσει αλλά η εταιρεία του αρνείται την ηχογράφηση. Έτσι, το κομμάτι καταλήγει στους Sunny Dae and the Knights και περνάει απαρατήρητο από τον κόσμο.

Το 1954, ο Haley αλλάζει εταιρεία και ο Myers του ξαναδίνει το κομμάτι. Η νέα εταιρεία τού κλείνει για τρεις ώρες στούντιο, προκειμένου να ηχογραφήσει το "Thirteen women" με φλιπσάιντ το "Rock around the clock". Οι δυόμισυ ώρες ξοδεύονται για την ηχογράφηση του πρώτου κομματιού. Στο μισάωρο που απομένει, ο Haley και οι Comets του προλαβαίνουν να γράψουν μόνο δυο φορές το φλιπσάιντ. Το δισκάκι κυκλοφορεί αλλά δεν γνωρίζει επιτυχία.

Την επόμενη χρονιά, ο Myers έχει την φαεινή ιδέα να παραχωρήσει το "Rock around the clock" για το μουσικό ντύσιμο της -κλασσικής πλέον- ταινίας "Η ζούγκλα τού μαυροπίνακα", η οποία έχει ως θέμα την παραβατική συμπεριφορά των μαθητών. Αυτό ήταν! Το κομμάτι αγκαλιάζεται από τους νέους, οι οποίοι κατά την προβολή τής ταινίας χορεύουν πάνω στα καθίσματα και προκαλούν ζημιές στους κινηματογράφους. Οι βανδαλισμοί υπό τους ήχους τού κομματιού επεκτείνονται και εκτός των αιθουσών, με αποτέλεσμα η ταινία να λογοκριθεί σε πολλές χώρες ενώ αποβάλλεται και από το φεστιβάλ τής Βενετίας.

Κλήβελαντ, 20/10/1955: Bill Haley και Elvis Presley σε κοινή συναυλία στο Brooklyn High School Auditorium

Παρά τις απαγορεύσεις, η εταιρεία επανακυκλοφορεί το σινγκλάκι, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τον ντόρο. Πράγματι, αυτή την φορά οι πωλήσεις σπάνε ρεκόρ και το κομμάτι πάει στο Νο 1 των ΗΠΑ, όπου μένει για οκτώ βδομάδες. Ήταν απίστευτο αλλά χάρη στο ροκ εντ ρολ ο ήδη τριαντάρης και εμφανισιακά μπούλης Bill Haley κατάφερε να γίνει ο εκφραστής τής επαναστατικότητας μιας νέας γενιάς, η οποία πολύ σύντομα θα ανακάλυπτε τον κορυφαίο ερμηνευτή αυτής της μουσικής. Έναν -άσημο ακόμη- νεαρό από το Τουπέλο τού Μισσισσιπή, ο οποίος είχε ήδη ηχογραφήσει το πρώτο του σινγκλ, το "My happiness", στις 18/7/1953. Το όνομά του: Elvis Presley.

Η μάχη της Σπάρτης μέσα από μερικές αφηγήσεις



Μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες του ΔΣΕ Πελοποννήσου υπήρξε η επιτυχής είσοδός του στην πόλη της Σπάρτης, όπου εφοδιάστηκε με πυρομαχικά, ιματισμό και εφόδια και άνοιξε της φυλακές της πόλης απελευθερώνοντας τους πολιτικούς κρατούμενους εκεί και παίρνοντάς τους μαζί του στο βουνό.
Στο παρακάτω άρθρο μας θα δούμε ορισμένες αφηγήσεις για τη μάχη της Σπάρτης που φωτίζουν σημαντικές της πτυχές.
Αρίστος Καμαρινός (στέλεχος του ΔΣΕ και του ΚΚΕ)
"Τα μεσάνυχτα της 13ης Φλεβάρη του 1947, 200 περίπου αντάρτες του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου με επικεφαλής του Κονταλώνη, Πρεκεζέ και Μπασακίδη μπήκαν από διάφορες κατευθύνσεις στην πόλη της Σπάρτης και μετά από ολιγόωρη μάχη με κυβερνητικές δυνάμεις απαρτιζόμενες από στρατιώτες και χωροφύλακες επικράτησε στην πόλη. Απελευθέρωσαν 240 πολιτικούς κρατούμενους από τις φυλακές της πόλης, αφού εξουδετέρωσαν τη φρουρά των φυλακών, το τμήμα της Χωροφυλακής που φρουρούσε τον λόφο του Άγιου Σπυρίδωνα και έναν λόχο στρατού που φύλαγε το εργοστάσιο της ηλεκτροπαραγωγής. Η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι, αμέσως μόλις ξεκίνησε η επίθεση στις φυλακές. Επακολούθησε πανικός στα κυβερνητικά τμήματα, καθώς πέτυχε απόλυτα ο αιφνιδιασμός, παρ' όλο που τα αντάρτικα τμήματα μπήκαν από διάφορα σημεία στην πόλη. 

Επικεφαλής των διμοιριών και των ομάδων των ανταρτών που επιτέθηκαν σε διάφορες εστίες του αντιπάλου, μέσα στην πόλη και τον περίγυρό της ήταν οι Λεωνίδας Κωνστανταράκος, Γιώργος Πρεκεζές, Κώστας Ξυδέας, Τάκης Γεωργόπουλος και Μήτσος Καστάνης. Πήρε επίσης μέρος στη μάχη και ένα μικρό τμήμα ανταρτών του Μαινάλου, με επικεφαλής τους Μανώλη Σταθάκη και Πέρδικα. Έτσι, ο αντικειμενικός σκοπός πραγματοποιήθηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ας σημειωθεί επίσης, ότι η διοίκηση σε συνεργασία με τα στελέχη-εκτελεστές της επίθεσης, είχε προβλέψει κι όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες του σχεδίου, καθώς και όλες τις πιθανές εξελίξεις της επιχείρησης."

Νίκος Μπελογιάννης (Στέλεχος του ΔΣΕ και του ΚΚΕ)
"Η επιχείρηση της Σπάρτης μπορεί εδώ να αναφερθεί σαν ένα καλό παράδειγμα από την πλευρά:

1) Της καλής εκλογής στόχου.
2) Της συγκέντρωσης πάνω σ' αυτόν υπέρτερων δυνάμεων με ταυτόχρονη απασχόληση και σύγχυση σε όλους τους άλλους τομείς της εχθρικής διάταξης.
3) Της παραπλάνησης του εχθρού.
4) Του αιφνιδιασμού.

Το κύριο πρόβλημα που απασχολούσε τότε το Αρχηγείο Πελοποννήσου ήταν η αύξηση της δύναμης των μαχητών της με εθελοντές μαχητές. Η καλύτερη λύση ήταν η απελευθέρωση των αγωνιστών από τις φυλακές της Σπάρτης. Το Αρχηγείο προσανατόλισε όλες τις δυνάμεις του αμέσως προς τη Σπάρτη. Το μεσημέρι της 12 Φλεβάρη, μια μικρή ομάδα ανταρτών εμφανίστηκε επιδεικτικά σε ένα χωριό 5 χιλιόμετρα προς το Νότο της Σπάρτης. Οι μοναρχοφασίστες κινητοποίησαν αμέσως δυνάμεις τους και άρχισαν να καταδιώκουν την ομάδα, που τους παρέσυρε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Τη νύχτα της ίδιας ημέρας εκδηλώθηκε αιφνιδιαστικά η επίθεση ενάντια στη Σπάρτη από τη Βόρεια κατεύθυνση. Οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών επιτέθησαν στις φυλακές και οι υπόλοιπες απασχόλησαν τα άλλα τμήματα της εχθρικής άμυνας, ενώ άλλες μικροομάδες είχαν εισδύσει παντού στην πόλη και προκαλούσαν σύγχυση και πανικό στον εχθρό."

Αλέξανδρος Τσιγγούνης (στρατηγός του Ε.Σ., διοικητής της Θ Μεραρχίας)
"Περί το μεσονύκτιον της 12ης Φεβρουαρίου 1947, οι κομμουνιστοσυμμορίτες προσέβαλαν αιφνιδιαστικώς τας εις την Ανατολικήν παρυφήν της Σπάρτης φυλακάς προς απελευθέρωσιν των εν αυτή κρατουμένων. Ταυτοχρόνως ενήργησαν δευτερευούσης σημασίας κρούσεις εις άλλα σημεία της πόλεως προς παραπλάνησιν και καθήλωσιν των εν Σπάρτη διαμενόντων τμημάτων στρατού και χωροφυλακής. Εις την επιχέιρησιν ταύτην έλαβον μέρος και τα τρία συγκροτήματα δυνάμεως 170 συμμοριτών περίπου. 

Κατόπιν πείσμονος αντιστάσεως οι κομμουνιστοσυμμορίτες επεκράτησαν εξουδετερώσαντες την φρουράν των φυλακών και απελευθέρωσαν 240 κρατουμένους εξ ων περί τους 170 προσεχώρησαν εις τας τάξεις των. Ως εγνώσθη βραδύτερον, οι κομμουνιστοσυμμορίτες είχον κατατοπισθεί ολίγας ημέρας προ της επιθέσεως περί όλων των απαιτούμενων πληροφοριών ως προς τας δυνάμεις, θέσεις και συνήθειας των σκοπών και φυλακείων της φρουράς των φυλακών, ως και των υπολοίπων εν Σπάρτη δυνάμεων Στρατού και Χωροφυλακής. Επίσης, είχον λάβει επαφήν δι' εμπίστων πρακτόρων των μετά τινών των εν ταις φυλακαίς κρατουμένων. Είχον ούτω τον απαιτούμενον χρόνον και την δυνατότητα να προβώσιν εκ του ασφαλούς εις την σύνταξιν του σχεδίου των ενεργείας εν πάση λεπτομέρεια, δεδομένου μάλιστα ότι οι με την ασφάλειαν της Σπάρτης και των φυλακών επιφορτισμέναι Εθνικαί Δυνάμεις εφήροζον αμετάβλητον αμυντικήν τακτικήν και δεν μετέβαλλον τας συνήθειάς των. 

Η επιτυχία αυτή, εκτος της σημαντικής ποσοτικής αυξήσεώς των, είχε μεγίστην σημασίαν. Διότι συνέπεσαν με την άφιξιν της Βαλκανικής Επιτροπής αφ' ενός και αφ' ετέρου εδόθη η εντύπωσις ότι οι κομμουνιστοσυμμορίτες  υπερτερούν εις τόλμην, αποφασιστικότητα και ικανότητα, αφού δύνανται να προσβάλλωσι αποτελεσματικώς πόλεις φρουρούμενας, πλην της Χωροφυλακής και υπό μονάδων Στρατού."


Νίκος Μάγγος (μαχητής του ΔΣΕ Πελοποννήσου)
"Αφού έπεσε η φυλακή και οι άμυνές της, περάσαμε μέσα στο κτήριο με χίλιες προφυλάξεις. Σε κάποια στιγμή ακούω φωνές και μια ριπή. Ένας χωροφύλακας βγήκε από ένα δωμάτιο και δοκίμασε να απασφαλίσει μια χειροβομβίδα. Οι δικοί μας τον πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Όσο οι δικοί μας άνοιγαν τα κελιά, μερικοί από εμάς που δεν φρουρούσαμε το κτήριο πήραμε την εντολή να ψάξουμε για έγγραφα, χάρτες κτλ. Άλλοι μάζευαν τον οπλισμό των χωροφυλάκων και εφόδια. 

Μπήκα σε ένα μέρος του ημιυπόγειου της φυλακής και είδα στο περβάζι ενός παραθύρου αίματα και πιο πέρα ένα νεκρό χωροφύλακα. Είχε παρατήσει το αυτόματο κοντά στο παράθυρο και είχε χρησιμοποιήσει ένα περίστροφο για να αυτοκτονήσει. Στο χέρι του βρήκα το ρολόι του που το είχε σπάσει, για να σταματήσει η ώρα τη στιγμή που πέθανε. 

Αναρρωτήθηκα, τι φοβήθηκε τόσο πολύ; Σάμπως και τι θα τους κάναμε αν παραδίνονταν; Αυτός ο άνθρωπος φοβήθηκε τόσο πολύ αυτά που του λέγανε για εμάς τους "συμμορίτες" που προτίμησε να πεθάνει πριν πέσει στα χέρια μας. Απλώς χωροφύλακας αυτός φοβήθηκε τον Κονταλώνη. Και τι θα τους κάναμε; Θα τους παίρναμε τα όπλα, θα τους κλείναμε σε ένα κελί και θα τους βρίσκαν οι δικοί τους μερικές ώρες μετά. Τέτοιος ήταν ο φανατισμός της προπαγάνδας που κάνανε οι μοναρχοφασίστες."

Ένας εκκολαπτόμενος καμικάζι στη Φολέγανδρο (I)

Καλοκαιράκι πριν καμιά δεκαριά χρόνια και είχε έρθει η ώρα για διακοπές. Με τον κολλητό το συζητάγαμε καιρό. Τα εισιτήρια κλείστηκαν σχεδόν στην τύχη με γνώμονα το που υπήρχε θέση για την μηχανή. Μηχανή; και γιατί να μην πάμε με το αμάξι; Τσάμπα του ‘χω βάλει της παναγιάς τα μάτια πάνω; Τι αναρτήσεις -χαμηλωμένο σαν σαύρα- τι εξατμίσεις, τι ρυθμιστές πίεσης βενζίνης, τι, τι, τι…
Στο νησί θα ‘χε κάτι στροφιλίκια μούρλια σκεφτόμουν. Φυσικά όλα αυτά έσκασαν σαν χαρτοσακούλα με το που άκουσα την τιμή του εισιτηρίου, οπότε μηχανή, η οικονομική λύση. Ποτέ δεν τις είχα συμπαθήσει ρε γαμώτο αλλά τι να κάνεις, ένεκα η ανάγκη. Έτσι ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι βρεθήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά σαν λαδωμένοι ποντικοί καβάλα σε ένα Kawasaki Kdx και λέω λαδωμένοι γιατί η διχρονίλα του φίλου έβγαζε κάτι ντουμάνια που μαστούρωνε κόσμος μέχρι το Κερατσίνι. Αφού προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα κουτάκια μπύρας για το ταξίδι φτάσαμε στην είσοδο του πλοίου. «Πού πάνε τα παιδιά;», ρώτησε ο τύπος στα εισιτήρια. «Φολέγανδρο» αποκρίθηκε ο κολλητός. «Πάνω δεξιά παιδιά και δέστε το καλά…». Κάτι ακόμα ίσως ήθελε να προσθέσει ο τύπος αλλά ο κολλητός ξεκίνησε να μπει και δώστου γκαν γκααααν γκααααααν και δώστου να σκορπάει απλόχερα Castrol όπου κάθε προσπάθεια για περαιτέρω κουβέντα ήταν μάταιη.
Οι ώρες του ταξιδιού με το «Ρομίλντα» ατελείωτες το ίδιο και οι μπύρες που κατεβάσαμε σαν να κάναμε πρόποση σε κάθε λιμάνι που πιάναμε (και ήταν πολλά πάρα πολλά), σαν να τσουγκρίζαμε με την χαρά αλλά και με την λύπη του κάθε ντόπιου. Μέρικες ώρες μετά τα μεσάνυχτα το πλοίο επιτέλους έπιασε Φολέγανδρο. Πήγαμε και κρύψαμε τα σακίδια μας σε κάτι βράχια και ξεκινήσαμε για μια βόλτα προς τη χώρα με το Kawasaki, ώστε να βρούμε κάτι να φάμε. Πρώτη μανιβελιά και η μηχανή μούγκρισε δυνατά δείχνοντας πως ήταν έτοιμη να καταπιεί άλλη μια διαδρομή. Οι δρόμοι άδειοι τέτοια ώρα και το Kawasaki λυσομανούσε, οι στροφές ερχόντουσαν γλυκά η μια μετά την άλλη, το καλοκαιρινό αεράκι με χτύπαγε στο πρόσωπο, οι διακοπές μόλις ξεκινούσαν και ένιωθα υπεροχά. Μη σου πω ότι είχα αρχίσει δειλά δειλά να συμπαθώ και τη μηχανή.
Φτάνοντας στην χώρα το μόνο που βρήκαμε ανοιχτό εκείνη την ώρα (και λογικό) ήταν ένα ψιλικατζίδικο όποτε αρκεστήκαμε στο να πάρουμε μερικά γαριδάκια, πατατάκια και φυσικά μια δυο μπυρίτσες για το καληνύχτα. Το κατέβασμα από την χώρα μπορώ να πω ότι ήταν το ίδιο απολαυστικό με το ανέβασμα αν και το αεράκι είχε αρχίσει να «τσιμπάει» σιγά σιγά. Ευτυχώς η διαδρομή δεν ήταν πάνω απο δέκα λεπτά οπότε σύντομα βρεθήκαμε στην παραλία όπου είχαμε αφήσει τα σακίδια μας. Κάτσαμε στα βότσαλα, έστριψα ένα τσιγάρο, τράβηξα μια γερή ρουφηξιά τσουγκρίσαμε τις μπύρες μας με τον κολλητό και αφεθήκαμε να χαζεύουμε την νυχτα, την θάλασσα, τα αστέρια. «Καλή η ρομαντσάδα, αλλά χωρίς μουσική πάει; δεν πάει» είπε ο κολλητός. «Ε βάλε τίποτα στο κασετόφωνο να ακούσουμε» του είπα. «New Model Army σε ψήνει;», «Μέσα». Δεν πέρασε πολύ ώρα και καθώς η φωνή του Sullivan χανόταν στα κύματα και η ψύχρα γινόταν έντονη χωθήκαμε στα sleeping bags μας. Λίγο πρίν αποκοιμηθώ σκεφτόμουν την αίσθηση που είχα στην νυχτερινή βόλτα με την μηχανή. «Βρε λες;» είπα απο μέσα μου. «Μπααα…».
(συνεχίζεται…)

"Άμα σας ρωτήσουν απαντήστε περήφανα: ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΠΟΝΙΤΕΣ... "!


H ΕΠΟΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ γιορτάζει την 1η επέτειο ίδρυσης της θρυλικής νεολαίας της Εαμοελασίτικης Αντίστασης και το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" γυρίζει πίσω το ρολόι του ιστορικού χρόνου και με τα λόγια των ίδιων των ΕΠΟΝΙΤΩΝ του τόπου μας ανασύρει ηρωϊκές μνήμες μέσα από ένα πολύ σπάνιο ντοκουμέντο (αντιστασιακή εφημερίδα της εποχής) που μας παραχώρησε το φιλικό blog "Αγρίνιο... γλυκές μνήμες".
Από τη δική μας πλευρά θα προλογίσουμε σύντομα, τονίζοντας ότι στις 23 Φεβρουαρίου 1943, σε ένα μικρό σπιτάκι στους Αμπελοκήπους επί της οδού Δουκίσσης Πλακεντίας 3, ιδρύεται -μετά από προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας της ΚΕ του ΕΑΜ Νέων- η ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) η οποία ήταν αυτή που έμελλε να συσπειρώσει τον ανθό της μαχόμενης νεολαίας μας! Πάνω από 630.000 νέοι και νέες έγιναν μέλη της ΕΠΟΝ ενώ πολλαπλάσιοι δραστηριοποιήθηκαν κοντά της τροφοδοτώντας με την επαναστατική ορμή της νιότης τους το ΕΑΜ, αλλά και τον ΕΛΑΣ αφού, συν τοις άλλοις, 35.000 ΕΠΟΝΙΤΕΣ εντάχθηκαν ως ένοπλοι μαχητές στις τάξεις του αντάρτικου στρατού. Η ΕΠΟΝ δίνει βροντερό παρόν σε αναρίθμητες μάχες και συγκρούσεις στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο, ακόμη πρωτοστατεί στην ακύρωση της εφιαλτικής πολιτικής επιστράτευσης των ναζί, μπαίνει μπροστά σε απεργίες και σαμποτάζ, γράφει ιστορία εφευρετικής αντιπληροφόρησης του λαού με τα θρυλικά "χωνιά", διαπρέπει επίσης στην οργάνωση της περίφημης Αλληλεγγύης μέσω των συσσιτίων και πλείστων άλλων μορφών έμπρακτης στήριξης προς τους ανήμπορους ανθρώπους του λαού, επαναλειτουργεί σχολεία και σχολές σε καμένα χωριά, αλλά πρωτοπορεί και στον τομέα του πολιτισμού διοργανώνοντας χιλιάδες θεατρικές παραστάσεις, καλλιτεχνικές γιορτές, αθλητικές εκδηλώσεις, λαϊκά γλέντια! "Πολεμάμε και τραγουδάμε" ήταν το σύνθημα της Αντιστασιακής Νεολαίας! Η ΕΠΟΝ με αγώνες και αίμα σφραγίζει την ενεργή συμμετοχή της νέας γενιάς στους λαϊκούς αγώνες. Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τη θυσία των τριών ηρώων στο σπίτι του Υμηττού -Δημήτρη Αυγέρη, 18 χρονών, Θάνου Κιοκμενίδη και Κώστα Φολτόπουλου 17 ετών- οι οποίοι έπεσαν αντιμετωπίζοντας 200 πάνοπλους ναζί; Ποιος θα μπορούσε να λησμονήσει τη 17χρονη Επονίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου, με καταγωγή από το Μεγάλο Χωριό Ευρυτανίας, που όρμηξε επάνω στο γερμανικό τανκ, κάνοντας τη ζωή της κόκκινο λουλούδι στον κήπο της λευτεριάς; Αλλά και χιλιάδες ακόμη, νέους και νέες, που πολέμησαν με τόλμη και αυτοθυσία σε πόλεις και βουνά για "τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία", για να εισπράξουν, κατοπινά, από το κράτος των δωσίλογων, διώξεις, εκτοπίσεις και εκτελέσεις; Όταν τα ιδανικά παραμένουν αδικαίωτα, ο αγώνας δεν μπορεί παρά να συνεχίζεται…
Αλλά ας σταματήσουμε εμείς κάπου εδώ, και ας παραχωρήσουμε το γιορτινό λόγο στους ΕΠΟΝΙΤΕΣ της Ανταρτομάνας Ευρυτανίας μέσω της εφημερίδας τους (σ.σ. διατηρήθηκε η ορθογραφία εποχής του πρωτότυπου):
Εφημερίδα "ΑΓΩΝΑΣ "
ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΝΕΩΝ ΕΠΟΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
23 Φλεβάρη 1944
Τα άρθρα:
ΖΗΤΩ Η 23 ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ, ΣΥΜΒΟΛΟ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝ. ΝΕΟΛΑΙΑΣ.
Η νέα μας γενιά κατ’ απ’ την κοινωνική εγκατάλειψη και την εξαθλίωση που την καταδίκασαν όλα τα αντιλαϊκά καθεστώτα στο διάστημα της 100χρονης λεύτερης εθνικής ζωής και την εθνική ταπείνωση στην οποία μας έριξε ο φασισμός με τα μαύρα κοράκια του που πέσαν πάνω στο λαό μας και του ξεσκίζαν τις σάρκες του, μα και σαν άξιος συνεχιστής της προοδευτικής δράσης των τρισένδοξων Ιερολοχιτών και των θρυλικών κλεφτόπουλων του ’21, κι όλων των κατοπινών προοδευτικών οργανώσεων, σα θύελλα ξέσπασε στον τιτάνιο αγώνα  που ανέλαβε ο επαναστατημένος μας λαός. Ρίχνεται στην πάλη με ένα της πόθο, με ένα της σύνθημα: Να συνενώση  ολόκληρη τη Νέα Γενιά, στον αγώνα για τη ζωή, την Εθνική λευτεριά, τη λαϊκή δημοκρατία, στον αγώνα ενάντια στον επίορκο Γλύξμπουργκ. Κι’ ο πόθος της αυτός, η ΕΝΟΤΗΤΑ, που αποτελούσε ιστορική αναγκαιότητα για τη χώρα μας γίνεται πραγματικότητα στις 23 του Φλεβάρη 1943 κάτω από τη σημαία της Ε.Π.Ο.Ν. Να γιατί η 23 του Φλεβάρη 1943 θα μείνη μέρα ιστορική. Να γιατί η Ε.Π.Ο.Ν. θα μείνη ακοίμητο Σύμβολο στη Λαϊκή ψυχή. Σύμβολο ενότητας και αυτοθυσίας, σύμβολο υπέρτατης πάλης για την πραγματοποίηση των καταστατικών μας αρχών. Ένας χρόνος κλείνει σήμερα από την ίδρυση της ΕΠΟΝ και στο διάστημα αυτό οι Νέοι και Νέες της Ευρυτανίας κατ’ απ’ την καθοδήγηση της Ε.Π.Ο.Ν., μ’ εντατική δουλειά κατ’ απ’ τις πιο σκληρές συνθήκες και τις ιδιομορφίες των χωριών μας –πείνα, φτώχεια, αμορφωσιά, προκλήσεις, αντίδραση– μη υπολογίζοντας θυσίες, έχουν να επιδείξουν μια σειρά νίκες και επιτυχίες.
Η συναδέλφωση στις γραμμές της ΕΠΟΝ της συντριπτικής πλειοψηφίας των νέων της Ευρυτανίας, το πλαισίωμα του τάγματος της Ευρυτανίας, και άλλων μονάδων του ηρωϊκού ΕΛΑΣ, με ανταρτοομάδες της ΕΠΟΝ από παιδιά – Ευρυτάνες ΕΠΟΝίτες – βγαλμένα κι’ ατσαλωμένα απ’ τη φωτιά του αγώνα,  η περίθαλψη των ανταρτών εκ μέρους όλων των ΕΠΟΝιτών όλων των χωριών μας, το κουβάλημα στην πλάτη από τις Επονίτισσες της Φραγγίστας, η ενεργή συμμετοχή μας στην αυτοδιοίκηση, ο παιδ. Σταθμός του Καρπενησίου, η λέσχη του Δερματιού, τα δέματα που στέλνουν στους αντάρτες οι Επονίτες της Καστανιάς και της Κόπρενας, οι θεατρικές παραστάσεις και οι λαϊκές γιορτές στα περισσότερα χωριά - εκεί που πριν από λίγο τα παιδιά έπληταν στο σκοτάδι της αμάθειας – η εφημερίδα της Γρανίτσας, και το σχολειό του Τροβάτου, δεν είναι αποτελέσματα μαγείας, ούτε προϊόντα τύχης, αλλά τα αγαθά αλύγιστης πίστης στον αγώνα, πολύμοχθης δουλειάς και φιλότιμης προσπάθειας.

Νέοι και νέες της Ευρυτανίας
Ας γιορτάσουμε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μας, μ’ όλη την επαναστατική μας φλόγα, τις 23 του Φλεβάρη. Ας χαιρετίσουμε, μ’ ενθουσιασμό κι’ ανείπωτη χαρά το κέρδισμα από μέρους του ΕΑΜ ΕΛΑΣ της περίλαμπρης νίκης, της ενοποίησης όλων των εθνικών δυνάμεων και της δημιουργίας εθνικής κυβέρνησης και ας ριχτούμε στον αγώνα για την ολοκλήρωση της ενότητας της Ευρυτ. Νεολαίας. Εμπρός πρωτοπόροι για τη ζωή και το ψωμί του λαού μας, για το τσάκισμα του καταχτητή και των πραχτόρων του, εμπρός εμείς παιδιά της φτωχής αλλά ηρωϊκής ανταρτομάνας Ευρυτανίας, με καινούργια όρεξη στον αγώνα, για να δούμε μέρες καλλίτερες, ν’ απολαύσουμε το φωτεινό ήλιο π’ ανατέλει στον ορίζοντα, εμπρός για να γιορτάσουμε τις 23 Φλεβάρη του 45 λεύτεροι, μέσα στη χαρούμενη ζωή της ΛΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ.
ΖΗΤΩ Η ΕΝΟΤΗΤΑ
Ενώ ο ηρωϊκός μας ΕΛΑΣ, ταγμένος στο πλάϊ του δοκιμαζόμενου Έθνους, διέλυσε κατά τον τραγικώτερο τρόπο τα τμήματα του Ζέρβα, το Γενικό μας Στρατηγείο, πιστό στην πολιτική της Ενότητας, υπέβαλε σ’ αυτόν τους πιο κάτω όρους: Ι/ Επίσημη αποκήρυξις ηγετών και οπαδών ΕΔΕΣ οίτινες συνέπραξαν ή συμπράττουν μετά Γερμανών ή Ράλλη. 2/ δυνάμεις Ζέρβα-ΕΛΑΣ παραμείνουν θέσεις κατεχομένας ημέρα καταπαύσεως πυρών, μέχρι πραγματοποιήσεως ενότητος. 3/ Άμεσον  έναρξιν διαπραγματεύσεων δια συγκρότησιν ενιαίου Ανταρτικού Στρατού. Η αποδοχή των όρων αυτών από μέρους του Ζέρβα δείχνει ξεκάθαρα ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ όταν βροντοφωνούσε πως η οργάνωση ΕΔΕΣ είχε πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες προδότες κι’ ακόμα πως οι ανακοινώσεις του Λονδίνου στις 31 του Οχτώβρη στηρίζονταν πάνω σε συκοφαντικές πληροφορίες κακών πραχτόρων της μεγάλης μας συμμάχου Αγγλίας, είχε απόλυτο δίκηο. Η ενοποίηση όλων των εθνικών μας δυνάμεων θα έχη σαν αποτέλεσμα την ανάγκη της δημιουργίας Εθνικής Κυβέρνησης, που θα βγαίνει από το Λαό μας για να τον οδηγήση στις μάχες που θα δώση για την πολυπόθητη λευτεριά, την Λαοκρατία, τη Νίκη στο λαό και τα Νειάτα μας.  
ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ
Άμα σας ρωτήσουν τι είσαστε απαντήστε περίφανα: ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΠΟΝΙΤΕΣ, πιστοί στρατιώτες του ιδανικού της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και χύνουμε το αίμα  μας για τη ΛΕΥΤΕΡΙΑ και τη ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ. 

Μαρτυρία για τη δολοφονία του Μήτσου Παπαρήγα


Στις 21 του Φλεβάρη 1949, με  ανακοίνωσή της που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του ΔΣΕ «Προς τη Νίκη», η ΚΕ του ΚΚΕ αναγγέλλει τη δολοφονία του στελέχους της και Γενικού Γραμματέα της ΓΣΕΕ Μήτσου Παπαρήγα, μετά από βασανιστήρια στα μπουντρούμια της Ασφάλειας: «Με μεγάλη θλίψη η ΚΕ και η Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου του ΚΚΕ  αναγγέλλουν,  ότι  στις 20 του  Φλεβάρη  στα  υπόγεια  της Γενικής Ασφάλειας της Αθήνας δολοφονήθηκε άνανδρα ο Μήτσος Παπαρήγας, Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής  Ελέγχου  του  ΚΚΕ,  ένα  από  τα  παλιά  μέλη  του κόμματός μας. Στο πρόσωπο του Μήτσου Παπαρήγα η εργατική τάξη  και  ο  λαός  της  Ελλάδας  χάνουν  έναν  από  τους  πιο πρωτοπόρους  αγωνιστές,  ένα  από  τα  ανώτατα  καθοδηγητικά στελέχη στον Λαϊκοαπελευθερωτικό αγώνα μας.
Τη  δολοφονία  του  αλησμόνητου  συντρόφου  μας  Μήτσου Παπαρήγα την οργάνωσαν οι αμερικανοάγγλοι ιμπεριαλιστές και οι μοναρχοφασίστες πράχτορες με την προσωπική συμμετοχή του Ρέντη. Νόμισαν πως έτσι θα λυγίσουν το λαό μας. Μα το αποτρόπαιο έγκλημα ατσαλώνει πιο πολύ τη θέληση των εργαζομένων για τη συντριβή του εχθρού. Η ζωή και οι αγώνες του Μήτσου Παπαρήγα θα τους φωτίζουν και θα τους εμπνέουν μέχρι την τελική νίκη(…)».
Ο τρόπος που δολοφόνησαν τον Μήτσο Παπαρήγα, ήταν συνηθισμένος για τα όργανα της Ασφάλειας που στην αγχόνη «αυτοκτόνησαν» πολλούς αλύγιστους αγωνιστές. Ένας ακόμα συνηθισμένος τρόπος εξόντωσης των κομμουνιστών ήταν να τους ρίχνουν οι ασφαλίτες μετά από φριχτά βασανιστήρια, από ταράτσες ή ανοιχτά παράθυρα στο δρόμο και να επικαλούνται επίσης ότι «αυτοκτόνησαν»…
Η αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης Μαργαρίτα Κωτσάκη, κρατούνταν σε διπλανό κελί. Η μαρτυρία της καταγράφεται στο βιβλίο της “Μια ζωή γεμάτη αγώνες” (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987).
Ξαφνικά, το πρωί της 20 του Φλεβάρη 1949, άκουσα τη φωνή του φύλακα, που έκανε την καταμέτρηση στο κάθε κελί: «Ο Παπαρήγας φουρκίστηκε!» Έτρεχε προς το αρχιφυλακείο, κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και ρώτησα την κοπέλα που ήταν φυλακισμένη στο απέναντι κελί: «Τι θα πει φουρκίστηκε;» Κι εκείνη μου απάντησε: «Φουρκίστηκε σημαίνει κρεμάστηκε.»
Πάγωσα κυριολεχτικά.
Από κείνη τη στιγμή άρχισε μεγάλη κίνηση. Πηγαινοέρχονταν για να δουν τον κρεμασμένο. Η πόρτα του κελιού μου δεν εφαπτόταν με το τσιμεντένιο πάτωμα και άφηνε μια χαραμάδα. Ξάπλωνα χάμω με την κοιλιά και έβλεπα τα πόδια που πηγαινοέρχονταν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ζήτησα να μου ανοίξουν για την τουαλέτα, δε μου άνοιξαν. Δεν άνοιξαν σε κανέναν όλη μέρα. Με πήρανε τα δάκρυα.
Έκλαιγα για τον άνθρωπο, τον αγωνιστή, τον αφοσιωμένο στην εργατική τάξη, που δολοφονήθηκε με τέτοιον απάνθρωπο τρόπο. Το απόγευμα προς το βράδυ άκουσα καινούργιες φωνές: «Έρχονται οι δημοσιογράφοι.» Πάλι ξάπλωσα χάμω και είδα να περνούν παπούτσια διαφορετικά από κείνα των αστυνομικών. Ποιος ξέρει, ή μάλλον ξέρουμε, τι είδους δημοσιογράφους κάλεσαν. (Και τώρα διερωτώμαι: Δε βρέθηκε κανένας απ’ αυτούς, ύστερα από τόσα χρόνια να πει τι είδε; Φαίνεται αυτοί οι δημοσιογράφοι προέρχονταν από εφημερίδες που υμνούσαν τη Δεξιά, και μισούσαν θανάσιμα τους κομμουνιστές…) Κατά τα μεσάνυχτα άκουσα πάλι βήματα σαν να έσερναν κάτι βαρύ. Ξάπλωσα πάλι, και είδα να σέρνουν σε μια κουβέρτα κάτι βαρύ. Κατάλαβα. Ήταν το τιμημένο κορμί του συντρόφου Παπαρήγα.
Το πρωί της άλλης μέρας μας άνοιξαν. Είδα τότε στο βάθος του διαδρόμου ένα σωρό ρούχα, σκεπασμένα με μια γκρίζα καμπαρτίνα. Ρώτησα έναν αστυνομικό που μας έκανε τον καλό: «Μα πού βρήκε το σκοινί μέσα στο κελί και κρεμάστηκε;» Εκείνος μου απάντησε: «Ε να, με το κορδόνι της πιτζάμας του. «Όμως», του λέω, «το παράθυρο του κελιού είναι ψηλά, πώς μπόρεσε να φτάσει και να περάσει το κορδόνι από τις σιδεριές του;» «Ε», μου λέει, «επειδή ήταν γέρος του είχαμε δώσει ένα σκαμνί να κάθεται: Ανέβηκε σ’ αυτό, και πέρασε το κορδόνι.» Ήταν πολύ χοντρό το ψέμα, τι περίμενα όμως; Να μου πει την αλήθεια;
Την άλλη μέρα άκουσα κλάματα γυναίκας. Κατάλαβα, ήταν τα κλάματα της Βασιλείας, της γυναίκας του δολοφονημένου αγωνιστή. Τη βραδιά που κρέμασαν τον Παπαρήγα, όλη νύχτα άκουγα τα παραληρήματα και τα βογγητά του αγωνιστή Τσαμουταλίδη. Τον αγωνιστή αυτόν τον πέταξαν απ’ το παράθυρο, δεν τον κρέμασαν όπως τον Παπαρήγα. Ο Τσαμουταλίδης, ψυχωμένο παλικάρι, είχε φύγει στη Μέση Ανατολή στην κατοχή, και είχε παρασημοφορηθεί επ’ ανδραγαθία. Όταν γύρισε, συνέχισε τον αγώνα από τις γραμμές του ΚΚΕ, τον έπιασαν και τον σκότωσαν.
Ο άλλος αδελφός του, ο Κώστας, επίσης πολύ καλός αγωνιστής, εκτελέστηκε μαζί με εξόριστους της Ανάφης. Πέρασε κι αυτός πολλά χρόνια στην εξορία. Η χαροκαμένη μάνα τους ήταν φυλακισμένη στου Αβέρωφ. Γενναία γυναίκα, όπως τα παιδιά της. Κρατούσε πάντα τα δάκρυά της, για να μη στενοχωρήσει τις άλλες φυλακισμένες. Τα δυο της αγόρια τα μεγάλωσε με χίλια βάσανα, κάνοντας τη μαγείρισσα σε πλούσιες κυράδες… Την αποφυλάκισαν, λόγω γήρατος. Δε μάθαμε τι απέγινε. Όταν βγήκα από τη φυλακή προσπάθησα να μάθω, μα δεν κατόρθωσα να πληροφορηθώ τίποτα γι’ αυτήν τη χαροκαμένη μάνα που στα γεράματα δεν είχε κανένα στήριγμα. Της τα αφαίρεσαν όλα οι δεξιοί δυνάστες.

Το χρώμα της ΕΠΟΝ και ο σπανός… γενειοφόρος εκτελεστής!

Στις 23 του Φλεβάρη 1943, ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Η θρυλική ΕΠΟΝ, με την καθοριστική συμβολή της ΟΚΝΕ και με σημαία το «Πολεμάμε και τραγουδάμε», συσπείρωσε πάνω από 600.000 περήφανα νιάτα που την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκαν στις γραμμές της, πρόσφερε πάνω από 32.000 ως αντάρτες μαχητές στον αγώνα και πάνω από 1.300 παιδιά της έπεσαν στα πεδία των μαχών.
Στην ιδρυτική συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ που έλαβε χώρα στην Αθήνα μετείχαν οι εξής οργανώσεις νέων: η «Αγροτική Νεολαία Ελλάδος», η «Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία», η «Ενιαία Μαθητική Νεολαία», η «Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης», ο «Θεσσαλικός Ιερός Λόχος», η «Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία», η «Λεύτερη Νέα», η «Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος» (ΟΚΝΕ), η «Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδος», και η «Φιλική Εταιρεία Νέων».
Με αφορμή την επέτειο αντιγράφουμε αποσπάσματα  από το βιβλίο του Θόδωρου Λιακόπουλου (Πορφύρη) «Ο αγώνας θέλει κέφι» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988).
«ΕΠΟΝ»
22 του Φλεβάρη 1943. Βράδυ. Μερικές σκιές, δυο-δυο και κατά διαστήματα γλιστρούν στο σκοτάδι και μπαίνουν σ’ ένα σπιτάκι της οδού Δουκίσσης Πλακεντίας 3, στους Αμπελοκήπους. Ήταν οι αντιπρόσωποι των νεολαιίστικων απελευθερωτικών οργανώσεων που την επόμενη μέρα στις 23 του Φλεβάρη, θα ’παιρναν μέρος στην ιδρυτική σύσκεψη για τη δημιουργία ενιαίας οργάνωσης της νέας γενιάς.
Χίλιες οι προφυλάξεις, αυστηρά τα μέτρα επαγρύπνησης και προστασίας. Τα παράθυρα θεόκλειστα και οι φωνές χαμηλότονες. Έπρεπε να περάσουμε όλη τη νύχτα στο σπίτι, γιατί η δουλειά θα άρχιζε την άλλη μέρα, αφού θα έρχονταν και οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ Νέων, της ΟΚΝΕ και των φίλων της νέας γενιάς. Πώς να περάσει τώρα ολόκληρη νύχτα; Φωνές, τραγούδια και χορός απαγορεύονταν αυστηρά. Οι Γερμανοί καιροφυλακτούσαν για ν’ αρπάξουν στα νύχια τους τους αγωνιστές της Αντίστασης. Γι’ αυτό οι συστάσεις, οι συζητήσεις, ακόμη και τα καλαμπούρια γίνονταν με πνιχτές και ψιθυριστές φωνές, γιατί ιδιαίτερα το βράδυ κάθε θόρυβος γινόταν αντιληπτός. Μα ο αδιόρθωτος Ορέστης, ο «σατανικός» όπως τον λέγαμε, δεν καθόταν ήσυχος. Όλο και κάποιο καλαμπούρι ξεστομούσε, όλο και κάποιον πείραζε. Κι έβλεπες εκείνη την υπέροχη κοπέλα, την Ηλέκτρα, να γελάει καλόκαρδα, όμως πνιχτά, κοκκινίζοντας λίγο απ’ την καλοσύνη και την αθωότητά της.
Έτσι περάσαμε όλο το βράδυ, άυπνοι, μα κεφάτοι κι έτοιμοι για το έργο που μας είχε ανατεθεί. Κι όσοι απ’ τους συνέδρους ήταν κομμουνιστές είχαν διπλή χαρά: η μέρα της ίδρυσης της ΕΠΟΝ έτυχε να συμπέσει με την επέτειο του Κόκκινου Στρατού.
Το πρωί έφτασαν και οι υπεύθυνοι, κι άρχισαν οι εργασίες της ιδρυτικής σύσκεψης. Ανάμεσα στους αντιπροσώπους έβλεπες τον Βασίλη της ΟΚΝΕ, τον Σταμάτη του ΕΑΜ Νέων, τον Ορέστη, την Ηλέκτρα, τον Κίμωνα, τον Μπάμπη, τη Ρίτα και άλλους αγωνιστές της νέας γενιάς.
Ύστερα από συζήτηση πάνω στην εισήγηση όλοι οι αντιπρόσωποι εγκρίνανε ομόφωνα την ίδρυση της ενιαίας οργάνωσης και την ιδρυτική της διακήρυξη. Έγινε συζήτηση και για την ονομασία της.
Όλοι συμφώνησαν να ονομαστεί Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Στη συζήτηση έκανα την εξυπνάδα να προτείνω να προστεθεί και η λέξη: προοδευτική, δηλ. Ενιαία Προοδευτική Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΠΟΝ). Σαν να μην είχαν οι ίδιοι οι σκοποί και τα ιδανικά της ΕΠΟΝ προοδευτικό περιεχόμενο. Μα τόσο μου ’κοβε τότε, τέτοια έλεγα.
Στη διάρκεια των συζητήσεων κι όταν πλησίαζε το μεσημέρι κάτι άρχισε να γαργαλάει τα ρουθούνια μας. Ω, τι ευτυχία! Μύριζε φασουλάδα! Οι νοικοκυρέοι μας ετοίμαζαν λουκούλειο για την εποχή φασουλαδικό γεύμα. Και καταλαβαίνετε τι νεολαιίστικη επίθεση έγινε στο διάλειμμα στα πιάτα με το εκλεκτό αυτό έδεσμα.
Μετά το φαΐ και πάλι δουλειά.
Οι εργασίες τέλειωσαν. Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε γίνει. Όμως, πρέπει να ειπωθεί ότι δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ούτε την τεράστια σημασία αυτού του έργου, ούτε το καταπληκτικό φούντωμα μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα της επονίτικης δράσης.
Με τους ίδιους προφυλακτικούς κανόνες, δυο-δυο και κατά διαστήματα, αφήσαμε το ιστορικό σπιτάκι (που διατηρείται ακριβώς όπως ήταν τότε και πρόκειται να γίνει Μουσείο της ΕΠΟΝ) και τραβήξαμε το δρόμο της διάδοσης της επονίτικης φλόγας σ’ όλη την Ελλάδα. Το μαχητικό κι αισιόδοξο επονίτικο σύνθημα «Πολεμάμε και τραγουδάμε» αγκάλιασε όλη τη νέα γενιά της χώρας…
Το χρώμα της ΕΠΟΝ
Το χρώμα της ΕΠΟΝ, όπως είναι γνωστό ήταν πράσινο. Όχι βέβαια κιτρινοπράσινο, όπως είναι το χρώμα μερικών σημερινών «κινημάτων» και κομμάτων, αλλά πραγματικό και ζωντανό πράσινο, χρώμα της ελπίδας και της φυσικής ανανέωσης. Έτσι λοιπόν και στην Πάτρα άρχισαν να γεμίζουνε οι τοίχοι με τα πράσινα επονίτικα συνθήματα. Σε λίγο φάνηκαν και μερικά άλλα κακομοίρικα συνθήματα «εθνικών οργανώσεων», λέει, νεολαίας! Οργανώσεων που δεν τις έβλεπες πουθενά, χωρίς καμιά δράση, εκτός από την αντιεαμική και αντιεπονίτικη. (Ας σημειώσουμε πως και μ’ αυτές, παρά την ασημαντότητά τους έγινε προσπάθεια για κοινή δράση, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να μας καταδώσουν παραλίγο στην αστυνομία και στις κατοχικές αρχές.) Είχαν διαλέξει και το «γνήσιο ελληνικό χρώμα», το μπλε! Σάμπως είναι το χρώμα που σε κάνει πατριώτη και αγωνιστή κι όχι οι σκοποί και τα ιδανικά για τα οποία παλεύεις και είσαι διατεθειμένος να δόσεις και τη ζωή σου γι’ αυτά. Τελοσπάντων.
Έρχεται ο Όμηρος και μου λέει: «Τι θα κάνουμε; Αυτοί όχι μόνο δημαγωγούν με το «εθνικό» χρώμα, αλλά προβοκάρουν και μπλοκάρουν τα συνεργεία μας με τη βοήθεια της αστυνομίας.»
Δεν χρειαζόταν πολύ να φιλοσοφήσουμε. Έπρεπε να δράσουμε επονίτικα. Οργανώνεται σ’ όλη την πόλη πανεξόρμηση με καινούργια και ζωντανά επονίτικα συνθήματα. Το πρωί έκπληκτοι οι πατρινοί έβλεπαν τους τοίχους γεμάτους με αγωνιστικά συνθήματα που ήταν γραμμένα σε πράσινο και σε …μπλε χρώμα! Πάει το μονοπώλιο της … χρωματικής εθνικοφροσύνης.
Τα ’χασαν οι ευέλπιδες νέοι της προβοκατόρικης αντιεπονίτικης δράσης. Σκέφτηκαν, συσκέφτηκαν, συνδιασκέφτηκαν και καταλήξανε να γράφουν συνθήματα στο φυσικό ιδεολογικό τους χρώμα: το μαύρο! Κι έτσι μέσα στη θάλασσα των πρασινογάλανων επονίτικων συνθημάτων πού και πού έβλεπες και το θλιβερό και αντιδραστικό μαύρο χρώμα που σε λίγο εξαφανίστηκε εντελώς μέσα στη λαίλαπα της θυελλώδικης δράσης της ΕΠΟΝ.
Το χρώμα της ΕΠΟΝ και ο σπανός… γενειοφόρος εκτελεστής!
Σκίτσο του Στάθη (Σταυρόπουλου), από το βιβλίο του Θόδωρου Λιακόπουλου (Πορφύρη) «Ο αγώνας θέλει κέφι» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988)
Ο Τσιγκελάκιας
Στο Μοριά, οι επονίτες βγάζανε ένα ωραίο περιοδικό, τον Επονίτη. Το μεστό περιεχόμενό του, η όμορφη εμφάνισή του και τα πετυχημένα σκίτσα του είχανε κατακτήσει τη μοραΐτικη νέα γενιά. Ένας από τους κύριους συντελεστές της επιτυχίας ήταν και ο σκιτσογράφος μας, ο… Τσιγκελάκιας. Γιατί τον λέγανε έτσι; Γιατί αντί για μουστάκι είχε 5 1/2 όλες-όλες τρίχες, που μάλιστα τις έστριβε όσο μπορούσε για να γίνει τσιγκελωτό το μουστάκι του, εξ’ ου και Τσιγκελάκιας, που εκτός από τα πενάκια του δεν είχε πιάσει ποτέ του ούτε σουγιά. Για όπλο μήτε κουβέντα να γίνεται. Κι όμως…
… Βρισκόμαστε στη μεταβαρκιζανή περίοδο. Όλο το λεφούσι των ταγματασφαλιτών, των προδοτών και της αντίδρασης είχε πέσει πάνω στους αγωνιστές για να τους εξοντώσει. Ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Οι προδότες βαφτίστηκαν… αγωνιστές (που παίρνουν σήμερα και… συντάξεις αγωνιστών!) και οι αγωνιστές… προδότες! Ατέλειωτες δίκες μαχητών της Εθνικής Αντίστασης με την κατηγορία της προδοσίας και της εκτέλεσης «τίμιων πατριωτών»! Και σε κάθε δίκη οι ίδιοι μάρτυρες: μαυροφορεμένες χήρες και ορφανά που καταμαρτυρούσαν όσα σέρνει η σκούπα ενάντια σε ανθρώπους που ούτε καν τους ήξεραν! Νάσου μια μέρα και μαγκώνουν και τον Τσιγκελάκια. Αμέσως δίκη για να παταχθεί η αντεθνική προδοσία. Τον σέρνουν λοιπόν τον δυστυχή στο δικαστήριο, σε ένα ακροατήριο έτοιμο να κατασπαράξει τον «βδελυρό εγκληματία».
«Εσύ είσαι ο περιβόητος Τσιγκελάκιας;» τον ρωτάει βλοσυρός ο πρόεδρος του δικαστηρίου, «που σκότωνες σαδιστικά αθώους ανθρώπους;»
«Εγώ;» απαντά έντρομος ο Τσιγκελάκιας.
«Αμ, ποιος εγώ;»
«Μα εκτός απ’ τα πενάκια μου για τα σκίτσα εγώ ούτε ξυραφάκι δεν είχα, ούτε μύγα δεν σκότωσα.»
«Σιωπή ξεδιάντροπε. Έχεις το θράσος και να μιλάς. Εγκληματία. Τώρα θα δεις τι σου καταμαρτυρούν τα θύματα. Να προσέλθουν οι μάρτυρες.»
Ο Τσιγκελάκιας έχωσε πιο βαθιά το κεφάλι του στον ώμο, βλέποντας να πλησιάζει στο βήμα του δικαστηρίου μια χοντρή μαυροφορεμένη γυναίκα, εντελώς άγνωστή του, που τον κοίταγε με θολό και άγριο μάτι, έτοιμη να τον κατακρεουργήσει.
«Τι έχετε να πείτε, μάρτυς;» ρωτάει ο πρόεδρος.
«Αυτός είναι, κ. πρόεδρε. Αυτός ο αλήτης, ο λήσταρχος. Τον γνώρισα αμέσως. Είχε μια μεγάλη μαύρη γενιάδα ως την κοιλιά του. Έπιασε τον άντρα μου και τον έσφαξε μπροστά στα μάτια μου, σκουπίζοντας το αίμα στα μαύρα γένια του.»
Και όρμησε πάνω στον Τσιγκελάκια να τον πνίξει. Ο Τσιγκελάκιας τα χρειάστηκε. Γλύτωσε με κόπο από τα χέρια της, αλλά είδε πως δεν θα γλυτώσει από τους ανθρωποφάγους αυτούς δικαστές και μάρτυρες που έστελναν αράδα στο απόσπασμα τους αγωνιστές. Άρχισε να χάνει την ψυχραιμία του αλλά σε λίγο συνήλθε κι άρχισε να τρίβει με αμηχανία το πρόσωπό του. Κι άξαφνα τινάζεται όρθιος:
«Κύριε πρόεδρε, κύριε πρόεδρε.»
«Τι τρέχει κατηγορούμενε; Δεν ήρθε η ώρα να απολογηθείς για τα εγκλήματά σου. Υπάρχουν εδώ και άλλα θύματά σου.»
Πραγματικά παρελάσανε και άλλοι μάρτυρες που επαναλάβαιναν στερεότυπα πως είδαν τον φοβερό γενειοφόρο εγκληματία να σκοτώνει σαν μύγες τους ανθρώπους τους.
Ο Τσιγκελάκιας όμως είχε συνέλθει και επέμενε.
«Κύριε πρόεδρε, μπορώ να μιλήσω;»
«Λέγε, τι θέλεις.»
«Όλοι οι μάρτυρες ορκίστηκαν και είπαν ότι εκτέλεσα άγρια αθώους ανθρώπους. Με είδαν μάλιστα με μια τεράστια γενειάδα να τους σφάζω σαν κατσίκια.»
«Γιατί, έτσι δεν είναι;»
«Για κοιτάξτε με καλά, κ. πρόεδρε.»
«Τι να κοιτάξω.»
Ο Τσιγκελάκιας πλησιάζει στην έδρα, ακουμπάει το πρόσωπό του μπροστά στον πρόεδρο και ξαναλέει:
«Κοιτάξτε καλύτερα το πρόσωπό μου.»
«Μα τι τα θέλεις αυτά τώρα!»
«Τι τα θέλω; Μα λένε ψέματα οι μάρτυρες. Δεν βλέπετε το πρόσωπό μου; Ούτε τρίχα δεν έχει πάνω του. Είμαι σπανός, κύριε, σπανός από γεννησιμιού μου. Και σπανός γενειοφόρος πάει; Δεν πάει!»
Και τη γλύτωσε ο Τσιγκελάκιας και εκάγχασε το πανελλήνιο όπου δημοσιεύτηκε τότε στις εφημερίδες η ιλαροτραγική αυτή ιστορία του σπανού γενειοφόρου.

Η άνοδος των ακροδεξιών κινημάτων

Ο μαύρος καθρέφτης. Γιατί η αντίσταση προηγείται της εξουσίας
Τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι καθεαυτά προοδευτικά. Τα δεξιά πολιτικά κινήματα, από τους Ναζί μέχρι τους φανατικούς θρησκευόμενους, βρίσκονταν πίσω από μερικές από τις πιο καταστροφικές και τερατώδεις πολιτικές εξελίξεις του περασμένου αιώνα. Και τώρα, οι κινήσεις της πολιτικής ακροδεξιάς, συχνά με την ανοχή και την αλληλεγγύη των δεξιών κυβερνήσεων, είναι και πάλι σε άνοδο. Η σκέψη και η δράση των ακροδεξιών πολιτικών κινημάτων δεν είναι γενικά συντηρητική αλλά αντιδραστική. Δεν ενδιαφέρονται για τη διατήρηση ή την προστασία του status quo, αλλά θέλουν να αποκαταστήσουν μια παλαιότερη ταξη, έναν παλιό καθεστώς. Όσοι έχασαν πρόσφατα την κοινωνική τους επιρροή και κύρος – όπως οι λευκοί στις ΗΠΑ, οι λευκοί εργαζόμενοι της εργατικής τάξης στην Ευρώπη ή οι ολιγαρχίες στη Λατινική Αμερική – αποτελούν τον πυρήνα της δεξιάς κινητοποίησης. Σημαντικά στοιχεία, που διαμορφώνουν την ενότητα αυτών των κινημάτων, είναι συχνά η «φυλή», η θρησκεία ή η εθνική ταυτότητα. Συχνά, όμως, αυτό που πρόκειται να αποκατασταθεί δεν είναι ούτε μια χαμένη παλιά τάξη, αλλά η εφεύρεση ενός φανταστικού, υποθετικού παρελθόντος. Τα ακροδεξιά κινήματα είναι αντιδραστικά με μια άλλη έννοια, στο μέτρο που αντιδρούν στην αριστερή πολιτική. Η αντίδραση με αυτή την έννοια όχι μόνο αποσκοπεί στην αποτροπή της κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά δείχνει επίσης ότι προσπαθεί να αναλάβει μορφές διαμαρτυρίας, λόγου, ακόμη και ειδικών στόχων χρησιμοποιώντας επιλεκτική ή και παραμορφωμένη ρητορική. Τα ακροδεξιά πολιτικά κινήματα αντιγράφουν το ηγετικό στυλ, τις οργανωτικές δομές και επίσης την ατζέντα διαμαρτυρίας των προοδευτικών των τελευταίων δεκαετιών. Το παράδειγμα αναφέρεται στη γενική διαπίστηωσή μας ότι η αντίσταση πάντα προηγείται της εξουσίας. Τα επαναστατικά κινήματα και οι μάχες για απελευθέρωση αποτελούν πηγή πολιτικής καινοτομίας, ενώ τα ακροδεξιά πολιτικά κινήματα είναι μόνο ικανά να μιμηθούν μερικές από αυτές τις καινοτομίες, συχνά με τρομερές συνέπειες.
Αποκατάσταση της «ενότητας του λαού».
Καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθορίζουν τα ακροδεξιά πολιτικά κινήματα: εξουσία και ταυτότητα, αφενός η υπεροχή της ηγεσίας και αφετέρου η ιδέα της ανάγκης να υπερασπιστεί ή να επαναφέρει την «ενότητα του λαού». Ενώ ο ενθουσιασμός για την αρχή της εξουσίας μειώθηκε ή άλλαξε κάπως τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η αίσθηση ότι ο «λαός» απειλείται από όλες τις πλευρές και πρέπει να υπερασπιστεί, συνεχίζει να αποτελεί την πηγή των ακροδεξιών κινημάτων. (Schmitt 1933): «Η δύναμη του εθνικιστικού σοσιαλιστικού κράτους έγκειται στο ότι κυριαρχείται και διαπερνάται από την ιδέα της ηγεσίας, από πάνω προς τα κάτω και σε κάθε άτομο της ύπαρξής του».
Η ηγεσία στα σημερινά ακροδεξιά πολιτικά κινήματα δεν έχει καμιά ομοιότητα με αυτά που διατυπώνει ο Schmitt. Ακόμη και τα γνωστά στελέχη ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη – είτε η Μαρί Λεπέν του Εθνικού Μετώπου, ο Νάιτζελ Φάρατζ του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Jimmie Akesson της Sveriged Democraterna ή ο Νίκος Μιχαλολιάκος της Χρυσής Αυγής – ανήκουν στις κατά τον Schmitt αποτρόπαιες φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές παρά προσεγγίζουν μια εξουσιαστική αρχή. Στο Tea Party, η απουσία χαρισματικών ηγετών αποκαλύπτεται ακόμα πιο καθαρά. Ως υποψήφιοι για την ηγεσία στο Tea Party εμφανίζονται μερικοί πολιτικοί υποστηρικτές του όπως η Sarah Palin, διασημότητες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπως ο Glenn Beck ή γνωστοί χρηματοδότες όπως οι αδελφοί Charles και David Koch, αλλά στην πραγματικότητα τέτοια άτομα ως αρχηγοί για το ίδιο το κίνημα είναι σχετικά ασήμαντοι. Σε παραστρατιωτικές οργανώσεις, όπως είναι το ΙΣΙΣ ή η Αλ Γκάιντα στο Ιράκ, οι αρχηγοί – όπως ο Αμπού Μπακρ αλ-Βαγονέτων, που ονομάζει τον εαυτό του χαλίφη – είναι πιο εμφανείς και πολλά δεξιά πολιτικά θρησκευτικά κινήματα ισχυρίζονται ότι έχουν θρησκευτικό χαρισματικό αυταρχισμό. Οι δομές ηγεσίας βασίζονται σε τζαμιά, ναούς και εκκλησίες ως τόποι από τους οποίους θα διαδοθεί το πολιτικό τους μήνυμα. Αλλά στην πραγματικότητα, ακόμη και αυτοί οι ηγέτες είναι δευτερεύουσας σημασίας και τελικά εναλλάξιμοι.
Σε αντίθεση με την ηγεσία, η ταυτότητα συνεχίζει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Πράγματι, το πιο συνεκτικό χαρακτηριστικό των πολιτικών κινημάτων της ακροδεξιάς είναι αυτό που περιγράφει ο Carl Schmitt ως υποχρέωση να σώσει ή να αποκαταστήσει την ταυτότητα του λαού, μια ταυτότητα που απειλείται συνεχώς από εξωτερικές δυνάμεις. Η πολιτική των ακροδεξιών κινημάτων βασίζεται στη λογική μιας σύγκρουσης πολιτισμών, ορίζοντας τον πολιτισμό κυρίως μέσω της θρησκείας ή της «φυλής» (ή και των δύο). Κατά συνέπεια, το υψηλότερο πολιτικό καθήκον είναι να υπερασπιστεί κανείς το δικό του είδος ενάντια στους «ξένους». Ο Schmitt δίνει σε αυτό το «ξένο» στερεότυπο εβραϊκά χαρακτηριστικά, αλλά δεν απαιτεί μεγάλη φαντασία για να μεταφερθεί μια απωστική αναπαράσταση, οι Νιγηριανοί στη Νότια Αφρική, στην Ευρώπη ή την Ινδία οι Μουσουλμάνοι, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι έγχρωμοι, στην Αργεντινή οι Βολιβιανοί, στη Σαουδική Αραβία οι σιίτες ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο οι μη «ντόπιοι».
Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι ότι η «ενότητα του λαού» θεωρείται πάντοτε ως χαρακτηριστικό ενός παρελθόντος (πραγματικού ή φανταστικού, μερικές φορές με πρωταρχική αντίληψη) και της κοινωνικής του τάξης όπως τα ακροδεξιά κινήματα τα αισθάνονται για να τα υπερασπίσουν , να τα διεκδικήσουν ή να τα σώσουν από τους “ξένους”. Τέτοια κινήματα είναι επομένως λαϊκιστικά με τη στενή έννοια, επειδή στο επίκεντρο της πολιτικής τους είναι η ταυτότητα του λαού και ο αποκλεισμός των άλλων. Σύμφωνα με τους Christopher Parker και Matt Barreto (2013), οι οπαδοί του Tea Party θεωρούνται λιγότερο «συμβατικοί» από τους «αντιδραστικούς συντηρητικούς», καθώς αναζητούν πέρα από τον οικονομικό φιλελευθερισμό να «γυρίσουν τα ρολόγια πίσω» για να αποκατασταθεί η φανταστική – κυρίως λευκή, προτεσταντική και ετεροφυλόφιλη – εθνική ταυτότητα. Κατά συνέπεια, οι υποστηρικτές του δαιμονολογούν όσους, στα μάτια τους, απειλούν την «ενότητα του λαού» – συμπεριλαμβανομένων των φτωχών, των μεταναστών, των δικαιούχων κοινωνικής μέριμνας και των μουσουλμάνων. Ακόμα κι αν σήμερα τα ακροδεξιά πολιτικά κινήματα δεν είναι ανοιχτά ρατσιστικά, αρκεί να σηκωθεί λίγο το καπάκι και το βασικό ζήτημα αποκαλύπτεται: η υπεράσπιση ενός φανταστικού λαού και η εθνική ή θρησκευτική του ταυτότητα ενάντια στους «ξένους».

Ο λαϊκισμός και η φυλετική ιδιοκτησία
Τα ακροδεξιά λαϊκίστικα κινήματα, ειδικά εκείνα στις κυρίαρχες χώρες του παγκόσμιου Βορρά, κάνουν την ανάλυση δύσκολη επειδή λειτουργούν με αντιφατικούς τρόπους. Έτσι πχ στην πολιτική συζήτηση, στρέφονται ρητορικά εναντίον των ελίτ, ενώ ταυτόχρονα προσκολλώνται στις κοινωνικές ιεραρχίες.
Ένας τρόπος για να επιλυθεί αυτή η σύγχυση είναι να ακολουθηθεί η ιδέα της ιδιοκτησίας, καθώς είναι θεμελιώδους σημασίας για τον ακροδεξιό λαϊκισμό, μια ιδέα που ενδημεί πλήρως στις ιδέες της «φυλετικής ταυτότητας». Στην πραγματικότητα, ο λαϊκισμός δεν βασίζεται μόνο στην αγάπη της ταυτότητας (μια τρομερή, καταστροφική μορφή πολιτικής αγάπης), αλλά πίσω από την ταυτότητα κρύβεται η ιδιοκτησία. Η κυριαρχία και η φυλετική ιδιοκτησία είναι τα σημάδια του ακροδεξιού λαϊκισμού. Τα ακροδεξιά πολιτικά κινήματα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι αντιδραστικά με μια διπλή έννοια: στην προσπάθεια αποκατάστασης μιας κοινωνικής τάξης που ανήκει στο παρελθόν, συχνά στρεβλώνουν το ρεπερτόριο της διαμαρτυρίας, το λεξιλόγιο και μερικές φορές χρησιμοποιούν ακόμα και προφανείς όρους από την αριστερή αντίσταση και τις κινητοποιήσεις απελευθέρωσης από αυτήν.
Ο «δεξιός λαϊκισμός», όπως είπε ο Corey Robin (2011) περιγράφει τη στρατηγική που απευθύνεται στις μάζες χωρίς πραγματικά να αμφισβητεί τη δύναμη των ελίτ: χρησιμοποιεί την ενέργεια των μαζών για την εδραίωση ή την αποκατάσταση της εξουσίας των ελίτ. Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση μια νέα εφεύρεση της χριστιανικής φονταμενταλιστής ακροδεξιάς,  αλλά αντιθέτως, ο αντιδραστικός λαϊκισμός υπήρξε από την αρχή ένα συνηθισμένο φαινόμενο στο συντηρητικό λόγο». Είναι η υποτιθέμενη αδιαφορία και υποβάθμιση των αστικών και φιλελεύθερων ελίτ που προωθούν τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κινήματα – και δεν είναι δύσκολο να βρεθούν αποδείξεις ότι οι ελίτ αγνοούν και εκμεταλλεύονται τα συμφέροντα των φτωχών και των εργατικών τάξεων.
Δεν θέλουμε να αρνηθούμε πολλές σοβαρές διαμαρτυρίες κατά των ελίτ στο χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά των παγκόσμιων θεσμών και των εθνικών κυβερνήσεων, της σοβαρότητας και της κατανόησής τους. (Στην πραγματικότητα, τα ευφυή αριστερά κινήματα πρέπει να ανακτήσουν μερικά από τα λαϊκιστικά στοιχεία). Η λαϊκιστική στροφή εναντίον των ελίτ εκφράζεται συχνά ως αγανάκτηση ενάντια στον κανόνα ιδιοκτησίας. Από τη μια πλευρά, η λαϊκιστική κριτική στρέφεται κατά της εξουσίας του χρήματος, της παγκόσμιας αγοράς, αλλά και των εθνικών κεντρικών τραπεζών, οι οποίες κατηγορούνται ότι απέτυχαν ως «νομισματικοί κηδεμόνες». Από την άλλη πλευρά, τα λαϊκίστικα κινήματα στις προσπάθειές τους να επιβεβαιώσουν τον λαό – γενικά, θρησκευτικά ή πολιτιστικά καθορισμένα – συνδέουν την ταυτότητα με την ιδιοκτησία, την ακίνητη περιουσία και άλλα αντικειμενικά περιουσιακά στοιχεία και τελικά με την πρώτη σε όλες τις μορφές της.
Έτσι, η γη είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα αλλά και η νομισματική σταθερότητα. Η ταυτότητα και η ιδιοκτησία συνδέονται μεταξύ τους με δύο βασικούς τρόπους: Πρώτον, η ταυτότητα πρέπει να παρέχει ένα προνομιακό δικαίωμα ιδιοκτησίας και κατάλληλη πρόσβαση. Μια σημαντική απαίτηση των λαϊκιστικών κινημάτων είναι η αποκατάσταση της υποτιθέμενης απώλειας οικονομικής δύναμης (όσο μικρή και αν είναι αυτή) και η απώλεια κοινωνικού κύρους. Αυτός ο ισχυρισμός δικαιολογείται από την άμεση ή έμμεση αναφορά στην εθνική ταυτότητα. Τόσο σε ανοιχτά φασιστικά κινήματα όπως η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και η Casa Pound στην Ιταλία, τα οποία προσβάλλουν τους μετανάστες άμεσα και βάναυσα, καθώς και στους πιο «σοβαρούς» ομολόγους τους, όπως το Εθνικό Μέτωπο ή η Sverigedemokraterna, η ρατσιστική, αντιμεταναστατευτικη ρητορική συνοδεύεται από την υπόσχεση να αποκαταστήσει την υποτιθέμενη απώλεια της κοινωνικής θέσης των οπαδών τους, και συγκεκριμένα την “φυλετική” πρωτοκαθεδρία μιας λευκής εργατικής τάξης και τους “μισθούς λευκού”.
Δεύτερον η ίδια η ταυτότητα είναι μια μορφή ιδιοκτησίας και μία στην οποία η οικονομία, ο πολιτισμός και η φυλή αποτελούν αναπόσπαστο σύνδεσμο. Η ταυτότητα συνεπάγεται την κατοχή αποκλειστικής περιουσίας όπως διατυπώνεται στη γλώσσα της θεωρίας των περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο δεν πειράζει ότι αυτή η ταυτότητα είναι ουσιαστικά άυλη, αφού και η ιδιοκτησία είναι τόσο σε υλική όσο και σε άυλη μορφή.
Το νομικό σύστημα εγγυάται στους λευκούς ιδιοκτήτες τα προνόμια και τα πλεονεκτήματα με τους άλλους ιδιοκτήτες: Ο αποκλεισμός των υπολοίπων ήταν και παραμένει βασική πτυχή της νομιμοποίησης της λευκότητας ως περιουσιακό στοιχείο και αποτελεί στην πραγματικότητα μέρος της προστασίας που παρέχεται από το [Ανώτατο] Δικαστήριο των Λεύκων και η δικαιολογημένη προσδοκία του για σταθερή ευνοϊκή μεταχείριση. Το να είσαι λευκός ανήκει σε έναν, είναι ιδιοκτησία – μια ιδιοκτησία που σου επιτρέπει να αποκλείσεις άλλους και σου υπόσχεται την κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, η κυριότητα και η κυριαρχία είναι στενά συνυφασμένες, ιδίως στον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν η ιδιοκτησία και ο αποκλεισμός. Μια τέτοια έννοια της φυλετικής ιδιοκτησίας παρέχει ένα βιώσιμο πλαίσιο για να κατανοήσουμε τι οδηγεί τμήματα των λευκών φτωχών και της λευκής εργατικής τάξης στο να στηρίξουν τις πολιτικές της δεξιάς η ακροδεξιάς, ακόμα και αν ενεργούν ενάντια στα οικονομικά τους συμφέροντα.
Η αντιληπτή ανάγκη υπεράσπισης της ταυτότητας και των προνομίων να αποκαταστηθεί η υποτιθέμενη απώλεια της φυλετικής ιδιοκτησίας βάζει μερικές φορές όλους τους άλλους στόχους στο παρασκήνιο. Η ταυτότητα και η ιδιοκτησία συνδέονται έτσι με διπλό τρόπο στον δεξιό λαϊκισμό: η ταυτότητα χρησιμεύει ως προνόμιο και μέσο πρόσβασης στην ιδιοκτησία, ενώ η ίδια η ταυτότητα είναι μια μορφή ιδιοκτησίας που υπόσχεται να διατηρήσει ή να επαναφέρει τις ιεραρχίες της κοινωνικής τάξης.

Η ισχύς των θρησκευτικών ταυτοτήτων
Ένα σημείο εκκίνησης για την κατανόηση πολλών σύγχρονων θρησκευτικών κινημάτων είναι το θέμα του πώς η υπεράσπιση μιας θρησκευτικής ταυτότητας συνδυάζεται με τη δυσαρέσκεια κατά των ξένων δυνάμεων. Είναι σημαντικό να κατανοούμε, αφενός, τα πραγματικά αίτια της αγανάκτησης και της αντιδραστικής προσαρμογής τους στην κινητοποίηση τέτοιων κινήσεων και, αφετέρου, να εξετάσουμε ξεχωριστά τον καταστροφικό χαρακτήρα των θρησκευτικών ταυτοτήτων. Φυσικά, δεν είναι όλα τα θρησκευτικά κινήματα αντιδραστικά και ιστορικά υπάρχει ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών πολιτικών προσανατολισμών.
Έτσι, κατά την εποχή των σταυροφοριών της ρωμαϊκής εκκλησίας εναντίον του Ισλάμ, δεν πραγματοποιήθηκε μόνο μια στρατιωτικοποίηση της πίστης, αλλά αναπτύχθηκε μια σημαντική ειρηνική και φιλανθρωπική πρακτική των κοινοτήτων, όπως η φραγκισκανική τάξη. Το ίδιο ισχύει και για την ιστορία του Ισλάμ. Και στον Ιουδαϊσμό, οι προφητικές, μεσαιωνικές και επαναστατικές πρακτικές, εκτός από τα πολιτικά κίνητρα που έθεσε η Γραφή, ξαναχτίστηκαν στο ναό του Εκλεγέντος Λαού. Ακόμα και σε μεταγενέστερες εποχές όλα αυτά μπορούν να βρεθούν, όπως στη φάση της αρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου, στην οποία τα θρησκευτικά κινήματα έγιναν ένας σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσαν βασικές δυνάμεις αντίστασης στο κεφάλαιο. Τα δύο κεντρικά χαρακτηριστικά των σημερινών δεξιών θρησκευτικών κινημάτων είναι η προσπάθεια να οικοδομηθεί μια ταυτότητα και να υπερασπιστεί η καθαρότητά της, καθώς και μια πικρία για τη διάχυτη αδικία, η οποία κατηγορείται πολιτικά για δυνάμεις έξω από τη δική της κοινότητα. Η εστίαση σε μια καθαρή και ακίνητη ταυτότητα είναι ο λόγος για τον οποίο τα θρησκευτικά κινήματα είναι συχνά επιρρεπή σε δογματικά κλεισίματα που εκφράζουν θεολογικά και πολιτικά θέματα επειδή αυτά τα κινήματα είναι τόσο ανοικτά και ανταποκρινόμενα σε άλλα ακροδεξιά κινήματα που καθιερώνουν πολιτισμική ή εθνική ταυτότητα.
Οι στρατιωτικές επιθέσεις στη Συρία και το Ιράκ το 2014 και το 2015, υπό την ηγεσία των φατριών Daesch και Al Qaeda, αποτελούν ένα ακραίο παράδειγμα ενός εκρηκτικού συνδυασμού αντίστασης και κυριαρχίας στο όνομα της θρησκείας. Ο θρησκευτικός σεχταρισμός επικαλύπτεται με μια λαϊκή δυσαρέσκεια κατά της πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της εδαφικής οργάνωσης της Μέσης Ανατολής στον εικοστό αιώνα, που καθιερώνεται μονομερώς (και με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) από τις αποικιακές δυνάμεις και την ξένη παρέμβαση στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, ιδίως τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που διεξήχθη από τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της κατάκτησης και κατοχής του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Αυτό το μείγμα του θρησκευτικού «εξτρεμισμού» και των αντί-αποικιακών διαθέσεων καθιστά ουσιαστικά την πολιτική ταξινόμηση αυτών των δυνάμεων χωρίς νόημα σε κλίμακα αριστερής-δεξιάς, ωστόσο αντιτίθενται σθεναρά σε ισχυρά σοσιαλιστικά ή κοσμικά ρεύματα τα οποία είχαν αναδυθεί στην περιοχή.
Μια εντυπωσιακή όψη πολλών αντιδραστικών σύγχρονων θρησκευτικών κινημάτων, και ιδιαίτερα του ισλαμισμού, είναι η υπερβολή του μαρτυρίου ως την ακραία μορφή στην οποία συγκεντρώνονται η πικρία, η ταυτότητα και ο φανατισμός. Πρέπει να θυμόμαστε ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές παραδόσεις του μαρτυρίου, οι οποίες και οι δύο μπορούν να βρεθούν σε όλες τις μεγάλες θρησκείες. Στη μια, οι μάρτυρες είναι αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την πίστη τους και τη δικαιοσύνη, ακόμη μέχρι θανάτου. Ο Αρχιεπίσκοπος Óscar Romero, για παράδειγμα, ο οποίος δολοφονήθηκε από ακροδεξιά τάγματα θανάτου κατά τη διάρκεια μίας λειτουργιάς στο Σαν Σαλβαδόρ, είχε υποστεί απειλές θανάτου και γνώριζε ότι η δημόσια πολιτική του δέσμευση προς τους φτωχούς έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του.
Αντίθετα, στη δεύτερη παράδοση του μαρτυρίου που επικρατεί σήμερα, οι μάρτυρες επιτίθενται και εκμηδενίζουν τους εχθρούς τους. Σε μια τέτοια ακραία μορφή τρόμου, το μαρτύριο δεν είναι πλέον μάρτυρας της πίστης αλλά ένας θρησκευτικός τρόπος έκφρασης της πολιτικής ταυτότητας. Τα θρησκευτικά κινήματα συνδυάζονται έτσι με θανατηφόρα πολιτικά έργα: αγιασμένοι είναι αυτοί που μισούν και καταστρέφουν. Όταν τα ακροδεξιά κινήματα συχνά κλίνουν στις δομές και τις ενέργειές τους προς τα κινήματα απελευθέρωσης, πρέπει να αντληθούν διδάγματα από αυτά.
Δεδομένης της εικόνας των ακροδεξιών κινημάτων, τα κινήματα απελευθέρωσης πρέπει να καταλάβουν ότι πρέπει να ακολουθήσουν μια ανταγωνιστική πολιτική. Τα απελευθερωτικά κινήματα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να έχουν το ρόλο της υποστήριξης των κυβερνώντων δυνάμεων ή των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχιών. Το καθήκον τους είναι ως επί το πλείστον να είναι ανεξάρτητα, να διαταράζουν την τάξη των πραγμάτων και να είναι οι παράγοντες που αναζητούν συγκρούσεις.
Δεύτερον τα κινήματα πρέπει να είναι δημοκρατικά και να διατηρούν μια κριτική στάση απέναντι σε συγκεντρωτικές δομές ηγεσίας, χωρίς να αντιστέκονται στην ανάγκη για οργανώσεις και θεσμούς. Τρίτον οι προτάσεις πρέπει να είναι μην έχουν ταυτότητες. Οι ταυτότητες που βασίζονται στη «φυλή» ή την εθνικότητα, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική πλευρά τερματίζουν την πλουραλιστικοτητα των κινημάτων. Αντίθετα τα απελευθερωτικά κινήματα πρέπει να είναι στην εσωτερική τους σύνθεση όσο το δυνατόν πιο πλουραλιστικά. Τα κινήματα απελευθέρωσης που κλείνουν τα μάτια τους σε αυτές τις διδασκαλίες διατρέχουν τον κίνδυνο να παρασύρονται στα δεξιά (αργά ή γρήγορα).
Απόσπασμα από το βιβλίο “Assembly” των Antonio Negri & Michael Hardt.
Πηγή Rosa Luxemburg Stiftung

TOP READ