21 Ιαν 2014

Ο «ιθύνων νους» τ«17Ν»ης

 Ο «ιθύνων νους» τ«17Ν»ης 


Άρθρο που γράφτηκε 12 χρόνια πριν !!! και όμως...

Διάχυτος ο φόβος τους (κι ένα μεγάλο άγχος), μήπως και κάτι πάει στραβά και αποκαλυφθεί ο ρόλος των μυστικών υπηρεσιών στη βρώμικη ιστορία της «17 Νοέμβρη»! Ο λόγος γίνεται για μια σειρά δημοσιογράφους και πολιτικούς, που το φόβο τους αυτόν δεν μπορούν (ούτε και θέλουν) να τον κρύψουν. Αντιθέτως, τον εκδηλώνουν με διάφορους τρόπους. Είτε θριαμβολογώντας, επειδή αποδείχτηκε (sic) ότι δεν υπάρχει ανάμειξη μυστικών υπηρεσιών στην υπόθεση «17Ν»! (Πώς αποδείχτηκε; Αγνωστο... Και έτσι, το ΚΚΕ και όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, πρέπει να κάνουν την αυτοκριτική τους)! Είτε (το κυριότερο) πασχίζοντας απεγνωσμένα ν' αποδείξουν ότι η «17Ν» συνδέεται με χώρους επαναστατικούς(!) και βεβαίως με το αντιΝΑΤΟικό κίνημα, όπως η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία της Κυριακής», η οποία ανακάλυψε ότι η «17Ν» σχεδίαζε να χτυπήσει με ρουκέτες τις αυτοκινητοπομπές του ΝΑΤΟ, που μετέφεραν ΝΑΤΟικό στρατό στο Κοσσυφοπέδιο!..

Τρόμος! Γνωρίζοντας ότι σε πλατύτατα τμήματα του λαού, σε τμήματα που βρίσκονται στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ και παντού, είναι εδραιωμένη η πεποίθηση για το βρώμικο ρόλο μυστικών υπηρεσιών και στη σκοτεινή ιστορία της «17Ν», γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτό το σημαντικότατο και πραγματικό, επιδιώκουν με κάθε τρόπο διαστροφής της αλήθειας να αλλάξουν τα μυαλά των ανθρώπων με το «έτσι θέλω». Γιατί γνωρίζουν ότι είναι σημείο - κλειδί το αν η «17Ν» συνδέεται με μυστικές υπηρεσίες ή με τμήματά τους, είτε των ΗΠΑ, είτε της Μ. Βρετανίας, είτε της Γαλλίας, είτε άλλης χώρας (και της Ελλάδας), είτε όλων μαζί.

«Μα δεν έχετε στοιχεία», λένε στους κομμουνιστές! «Πώς υποστηρίζετε κάτι που δεν αποδείχνεται;»!

Το ΚΚΕ, βεβαίως, δε διαθέτει τέτοια, αστυνομικού τύπου, στοιχεία. Το ΚΚΕ είναι πολιτικός οργανισμός. Και αλίμονο αν περίμενε να κάνει τις εκτιμήσεις και διαπιστώσεις του, όταν θα είχε στη διάθεσή του τέτοια στοιχεία. Μάλλον δε θα τις έκανε ποτέ...

Ομως, για να είναι κανείς (όπως το ΚΚΕ) ατράνταχτα πεισμένος για τη σχέση των μυστικών υπηρεσιών (δηλαδή των αστικών κρατικών μηχανισμών) με οργανώσεις τύπου «17Ν», του είναι υπεραρκετά τα πολιτικά στοιχεία που υπάρχουν, που τα γνωρίζουν όλα τα κόμματα, αλλά κάνουν πως δεν τα γνωρίζουν, επειδή εξυπηρετούν άλλα ταξικά συμφέροντα από το ΚΚΕ. Αυτή είναι η ουσία του θέματος.

Ποια είναι αυτά τα στοιχεία; Θα μπορούσε κανείς, σχηματικά, να τα κατατάξει σε τρεις κατηγορίες.

α) Ιστορική πείρα
Η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει κατενθουσιασμένη που οι ελληνικές διωκτικές αρχές, σε αγαστή συνεργασία με CIA, FBI, Σκότλαντ Γιαρντ (και ποιες άλλες;) πέτυχαν την εξάρθρωση της «17Ν»! Ποια είναι, όμως, η ιστορία αυτών των ξένων υπηρεσιών; Ο ρόλος τους, από γεννησιμιού τους, υπήρξε φιλολαϊκός ή υπήρξε (και είναι) βαθιά αντιλαϊκός;

- Ποιος δε γνωρίζει το ρόλο του FBI στα χρόνια του Μακαρθισμού στις ΗΠΑ;
- Ποιος δεν έχει ακούσει ή διαβάσει για το ρόλο της CIA στη δολοφονία των Κένεντι;
- Δεν είναι πασίγνωστο ότι η CIA δολοφόνησε προέδρους χωρών των οποίων οι κυβερνήσεις δεν ήταν αρεστές στις ΗΠΑ (Πατρίς Λουμούμπα, Σαλβατόρ Αλιέντε κ.ά.);
- Ποιοι στήριξαν τη χούντα στην Ελλάδα, στη Χιλή και σε δεκάδες ακόμα χώρες του κόσμου;
- Τι ρόλο έπαιξαν οι εγγλέζικες μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, στην Κατοχή (συνεργασία με τις γερμανικές, για να χτυπηθεί το ΕΑΜ-ΚΚΕ), στο Δεκέμβρη 1944, στον εμφύλιο και μετά; Δεν ήταν ρόλος βαθιά αντιλαϊκός;
- Ας θυμηθούμε τις εγγλέζικες και αμερικανικές υπηρεσίες στην Κύπρο. Και πρωταρχικά (μαζί με όλες τις άλλες) στη δολιοφθορά και υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος. Ας θυμηθούμε τον Κόλπο των Χοίρων (Κούβα), το Ν. Βιετνάμ, τη Ν. Κορέα, τον Αγιο Δομίνικο, τον Παναμά, πρόσφατα τη Βενεζουέλα, τη Γρανάδα.

Όποια πέτρα κι αν σηκώσει κανείς, από κάτω θα τις βρει... Και το ερώτημα είναι: Πώς οι δολοφόνοι των λαών μετατράπηκαν ξαφνικά σε σωτήρες και κυνηγούν τρομοκρατικές οργανώσεις;

β) Πολιτικά
Από τις 11 Σεπτέμβρη 2001 βρίσκεται σε εξέλιξη μια ισχυρότατη επίθεση κατά των λαών, με πρόσχημα την πάταξη της τρομοκρατίας! Σε εφαρμογή αυτού του προσχήματος ψηφίστηκαν «τρομονόμοι», ασκήθηκε και ασκείται μια γιγάντια ιδεολογική τρομοκρατία, για να τσακιστεί κάθε αντίσταση στην ιμπεριαλιστική θηριωδία, θωρακίστηκαν παραπέρα οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής, προωθήθηκαν περισσότερο οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, καθώς και η επίσημη διείσδυση των αμερικανικών και άλλων υπηρεσιών των ηγετικών δυνάμεων του ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως γίνεται στην Ελλάδα. Χώρια από το τι έχει γίνει (και θα γίνει) μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, όπου έχει επιβληθεί καθεστώς τρόμου, ενώ προαναγγέλλονται και νέα ανατριχιαστικά μέτρα καταστολής στο εσωτερικό. Ολες αυτές οι μεθοδεύσεις και μέτρα θα ενταθούν περισσότερο ενόψει της νέας πολεμικής επίθεσης που ετοιμάζουν οι ΗΠΑ κατά του Ιράκ.

Εξάλλου είναι γνωστό ότι τα αντιαμερικανικά (και σε μεγάλο βαθμό γενικότερα αντιιμπεριαλιστικά) αισθήματα του ελληνικού λαού είναι αρκετά υψηλά. Σε καμιά άλλη χώρα δεν υπήρξε το σκηνικό αντίδρασης κατά του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία που υπήρξε στην Ελλάδα. Το ίδιο και κατά την επίσκεψη του Κλίντον... Είναι φανερός ο στόχος να χτυπηθούν αυτές οι διαθέσεις. Και η «17Ν» αξιοποιείται - χρησιμοποιείται και σε αυτή την κατεύθυνση. Αλλωστε, απ' ό,τι φαίνεται αυτό θα αποτελεί και την τελευταία συμβολή της στην υπόθεση του χτυπήματος του λαϊκού κινήματος. Το δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας» για τη «17Ν» και το ΝΑΤΟ προφανώς εντάσσεται σ' αυτή τη μεθόδευση.

γ) Τι λέει η απλή λογική
  • Πώς είναι δυνατό να μη συλλαμβάνονται οι της «17Ν» επί 27 χρόνια και ξαφνικά αυτή να εξαρθρώνεται;
  • Πώς γνώριζαν οι της «17Ν» λεπτομερώς τις κινήσεις προσώπων όπως οι Γουέλς, Τσάντες, δίχως να έχουν ακριβέστατη πληροφόρηση από «τα μέσα»;
  • Είναι γελοίο να πιστεύει κανείς ότι οι υπηρεσίες των ΗΠΑ περιμένουν επί 27 χρόνια να πληροφορηθούν από τις ελληνικές αρχές τα της «17Ν», τουλάχιστον όσον αφορά στα δολοφονημένα στελέχη της CIA. Πρέπει να θεωρείται παραπάνω από βέβαιο ότι: Κι αν δε γνώριζαν εξαρχής, ερεύνησαν, έμαθαν τους δολοφόνους! Τι τους έκαναν; Αγνωστο. Και πάντως, αν δεν τους εκτέλεσαν, θα τους έβαλαν στο χέρι ως όργανά τους. Όλα τα άλλα είναι για τους αφελείς. Γιατί, βεβαίως, δε θα περίμεναν οι ΗΠΑ 27 χρόνια να εκραγεί η βόμβα στα χέρια του Ξηρού, για ν' αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα...
  • Ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοί που αποπροσανατόλιζαν τις έρευνες, όποτε δηλωνόταν απ' τις ελληνικές αρχές ότι «ακουμπάνε τη "17Ν"»;
  • Τι σόι συνωμοτική οργάνωση είναι αυτή, που τα μέλη της ενεργούν ως τσίρκο, τη στιγμή που τα όσα έκανε η «17Ν» απαιτούσαν υψηλότατου επιπέδου οργάνωση, πειθαρχία, συνωμοτισμό, επαγγελματισμό, καθώς και ανθρώπους διατεθειμένους να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους και όχι να περιμένουν τη σύλληψή τους διασκεδάζοντας!!. Απαιτούσαν, δηλαδή, προσόντα τέτοια, τα οποία μόνο ειδικές υπηρεσίες μπορούν να διαθέτουν...
  • Όλοι οι αναλυτές επικαλούνται την τελευταία προκήρυξη της «17Ν», στην οποία αναγράφεται ότι η δράση της λήγει. Αφού, λοιπόν, η ίδια αποφάσισε να τερματίσει το βίο της, γιατί δε φρόντισε ν' αδειάσει και τις γιάφκες από τα όποια στοιχεία; Γιατί άφησε τόσο υλικό στη διάθεση των διωκτικών αρχών;
Πρόκειται για ορισμένα ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί, αν και έχουν τεθεί. Και ίσως στην πορεία να προκύψουν και άλλα ακόμη. Πέρα από το ζήτημα, με το οποίο γελάνε οι πάντες: Ο Σ. Ξηρός στον Πειραιά, που είχε πάρει μαζί του τα κλειδιά της γιάφκας, χειροβομβίδες, ένα πιστόλι της «17Ν», αλλά και κάρτα με τηλέφωνα συνεργατών του! Και του έσκασε στα χέρια ο πυροκροτητής...
Ο «ιθύνων νους» δεν πρόκειται ν' αποκαλυφθεί. Κλείνει ένα μαγαζί, άχρηστο πια και κραγμένο, για ν' ανοίξει κάποιο άλλο...
Ολα τα γεγονότα, τα στοιχεία και οι εύλογες απορίες δείχνουν ότι τη «17Ν» κι αν δεν υπήρχε, θα την κατασκεύαζαν, αν δεν την κατασκεύασαν εξαρχής, αλλά μόνο την αξιοποίησαν - χρησιμοποίησαν στη συνέχεια. Τα περί επαναστατικής οργάνωσης, επομένως, ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. 
Η αστική τάξη και τα κόμματά της θέλουν, όσο τίποτα, να ήταν όλες οι επαναστατικές οργανώσεις και τα κόμματα σαν τη «17Ν»! Γιατί, απλούστατα, τέτοιους επαναστάτες τους χρειάζονται. Ακριβώς επειδή είναι αντεπαναστάτες...

M. Γ.

Κεφαλαιοκρατικος τρόπος παραγωγής και υγεία

 Κεφαλαιοκρατικος τρόπος παραγωγής και υγεία







Με αφορμή το κλείσιμο των νοσοκομείων και την γενικότερη αποδόμηση του εθνικού συστήματος υγείας θα επιχειρήσουμε να κάνουμε μερικές σκέψεις. Πριν πούμε όμως ο,τιδήποτε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως αυτό που κάνει η σημερινή κυβέρνηση δηλαδή , ανθρώπους χτυπημένους από την κρίση, οικονομικά ευάλωτους φτωχοποιημένους και απελπισμένους να μην τους προσφέρει αρωγή στην αρρώστια τους είναι η μέγιστη αλητεία από την πλευρά τους και να ξέρουν πως όλα εδώ πληρώνονται.

Βλέπουμε το αστικό κράτος στη Ελλάδα να οργανώνει ένα τεράστιο σχέδιο αποδόμησης του εθνικού συστήματος υγείας το οποίο μπορεί να μην ήταν και το καλύτερο του κόσμου αλλά σίγουρα πρόσφερε περίθαλψη καθολικά σ όλον τον ελληνικό πληθυσμό και μάλιστα δωρεάν . Αυτό, λεν οι κυβερνήτες μας πως θα πάψει να υφίστανται και πως το ΕΣΥ τελικά θ αντικατασταθεί από μια υγειονομική δομή πολύ πιο ανεπαρκή , αλλά με χαμηλότερο λειτουργικό κόστος.

Κυρίες και κύριοι δεν βγαίνουμε, λένε, εν μέσω κρίσης να συντηρήσουμε μια τέτοια ακριβή μηχανή , θα πρέπει να την κάνουμε πολύ φθηνότερη, ή και να την εξαφανίσουμε ακόμα.

΄΄ Δυστυχώς ο κόσμος δεν πεθαίνει πια νωρίς ΄΄ είπε πρόσφατα ο επίτιμος
Από την πλευρά τους κάποιος θα μπορούσε να πει πως έχουν δίκιο . Δεν μπορεί σε καιρό κρίσης να δαπανεί κανείς ένα σωρό χρήματα για να περιθάλψει όλους αυτούς τους αρρώστους ,ας πεθάνουν λοιπόν και μερικοί από αυτούς γιατί η δική τους ζωή μας κοστίζει σε χρήμα και σήμερα δεν έχουμε. Μην ξεχνάμε πως κάτι τέτοια έλεγαν και οι Ναζί την δεκαετία του 30 στην Γερμανία, δεν είναι καινούργια πράγματα. Εν κατακλείδι αυτοί λένε πως η υγεία κοστίζει και εμείς δεν έχουμε λεφτά και ρωτούν ειρωνικά τι θα κάναμε στην θέση τους . Κι εμείς τους απαντάμε πως η υγεία δεν κοστίζει, σε ένα άλλο σύστημα διαφορετικό από τον καπιταλισμό η υγεία δεν κοστίζει και αυτό έχει αποδειχτεί και ιστορικά. Μην ξεχνάμε το παράδειγμα της Κούβας που έχει ένα αξιοζήλευτο σύστημα υγείας , απ τα καλύτερα του κόσμου που καλύπτει δωρεάν όλον τον πληθυσμό με υψηλότατες παροχές υγείας και με λειτουργικό κόστος 8 φορές μικρότερο του Ελληνικού. Αυτά δεν γίνονται θα πει κάποιος και εμείς θα του πούμε πως όντος στον καπιταλισμό αυτά τα πράγματα δεν γίνονται και θα δούμε αμέσως γιατί.

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παράγωγης όπως όλοι γνωρίζουμε έχει σαν τελικό του στόχο ,όχι να καλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά το κέρδος. Για να αυξηθεί το κέρδος σε έναν κλάδο παραγωγής ,πχ τρόφιμα και φάρμακα θα πρέπει να μειωθεί ο χρόνος περιστροφής του προϊόντος δηλαδή να μειωθεί ο χρόνος που χρειάζεται να παραχθεί , και ο χρόνος μέχρι που θα καταναλωθεί. Το πρώτο επιτυγχάνεται με την εντατικοποίηση της εργασίας και το δεύτερο με την εντατικοποίηση της κατανάλωσης. Έχοντας λοιπόν κατά νου τον παραπάνω νόμο ας δούμε τι επιδράσεις έχει στη ζωή των ανθρώπων όταν δυο κλάδοι παραγωγής, τρόφιμα και φάρμακα λειτουργούν καπιταλιστικά

Στον κλάδο παραγωγής τροφίμων ποτών τσιγάρων σκοπός είναι και εδώ το κέρδος. Αυτό επιτυγχάνεται εντατικοποιώντας την παράγωγη αλλά και την κατανάλωση. Εντατικοποιώ την κατανάλωση στα τρόφιμα σημαίνει πως αν ένας άνθρωπος έχει  ανάγκη από 2000 θερμίδες την ημέρα για να ζήσει εγώ θα του πουλήσω 2000 θερμίδες την μίση μέρα δηλ 4000 θερμίδες την ημέρα ώστε να κερδίσω τα διπλά. Αυτό θα το επιτύχω κάνοντας επιθετική διαφήμιση στα προϊόντα μου. Αυτό το πράγμα ο καπιταλισμός σε πολύ μεγάλο βαθμό το έχει καταφέρει και το βλέπουμε γύρω μας εύκολα κυρίως μέσω των συνεπειών του. Πλέον ούτε οι αστοί δεν αμφισβητούν πως η παχυσαρκία είναι μια μάστιγα του δυτικού κόσμου και αυτή ευθύνεται για χίλιες δυο άλλες παθήσεις σωματικές και ψυχικές. Το ίδιο λοιπόν που συμβαίνει με τα τρόφιμα , συμβαίνει και με τον καπνό καθώς και με το αλκοόλ. Αν κάποιος έχει την τάση να καπνίσει 5 τσιγάρα, οι βιομηχανίες τσιγάρων τον εξωθούν να καπνίσει 20 κι αν κάποιος άλλος έχει την φυσική τάση να πιει έναν ποτηράκι παραπάνω τον εξωθεί στον αλκοολισμό

Άρα λοιπόν τι βλέπουμε; Απλά πως το κυνήγι του κέρδους οδηγεί στην ΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ των ανθρώπων. Δηλαδή ο καπιταλισμός γεννά αρρώστους που δεν θα ήταν άρρωστοι αν δε υπήρχε αυτός.

Η ΄΄ πλάκα ΄΄ όμως δεν τελειώνει εδώ έχει και συνέχεα. Ας φύγουμε λοιπόν από τα τρόφιμα κι ας πάμε στον κλάδο παραγωγής φαρμάκων που ισχύουν και δω οι ίδιοι νομοί.

Αυτός ο κλάδος παραγωγής πρέπει να πούμε πως έχει τον υψηλότερο τζίρο παγκοσμίως μετά από τη βιομηχανία των όπλων.

Τι γίνεται λοιπόν σ αυτόν το κλάδο. Επειδή σκοπός των βιομηχάνων δε είναι να κάνουν τους ανθρώπου καλά αλλά να βγάλουν χρήματα δεν προσανατολίζονται στη δημιουργία φαρμάκων που θα σε γιατρέψουν αλλά σε φάρμακα που είναι ακριβά και έχουν ασθενή δράση. Να δώσω ένα παράδειγμα για να γίνω κατανοητός. Αν πχ κάποιος έχει αυξημένη πίεση η όποια γιατρεύεται με ένα φάρμακο που κοστίζει πχ 5 ευρώ αυτό το φάρμακο οι φαρμακοβιομήχανοι το αντικαθιστούν με δυο άλλα τα οποία έχουν ασθενέστερη δράση και κοστίζουν 50 ευρώ το ένα. Αυτό σημαίνει πως ενώ εσύ θα μπορούσες να γιατρευτείς με 5 ευρώ/μήνα τώρα θες 100

Ένα άλλο έγκλημα που διαπράττουν οι φαρμακοβιομηχανίες αλλά και οι αστικές κυβερνήσεις που τις υπηρετούν είναι πως απεχθάνονται την πρόληψη. Αντί οι υγειονομικές δομές του κράτους να σε προστατεύουν από τον καρκίνο δίνοντας σου οδηγίες να αποφύγεις διάφορα τρόφιμα ή συνήθειες  , σε αφήνουν πρώτα να τον πάθεις και μετά σου πουλάνε πανάκριβα φάρμακα που δε θα σε κάνουν καλά αλλά θα σου παρατείνουν για λίγο τη ζωή. Δυστυχώς τα χρήματα που δίνονται για την προληπτική ιατρική στον δυτικό κόσμο είναι ελάχιστα σε σχέση μ αυτά που δίνονται για φάρμακα και αυτό γιατί η πρόληψη δεν έχει κέρδος . Η πρόληψη σκοτώνει τον καπιταλισμό
Πάμε τώρα να δούμε τι θα μπορούσε να γίνει σε μια κοινωνία που δεν επικρατεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής. Σ αυτήν την κοινωνία δε θα σε κυνηγά κανείς να καταναλώσεις τρόφιμα αλκοόλ και καπνό πάνω απ τις ανάγκες σου, σ αυτή την κοινωνία θα σε προστάτευαν απ την παχυσαρκία με τον αθλητισμό, σ αυτή την κοινωνία θα σε ενημέρωναν τι πρέπει να αποφύγεις για να μην πάθεις καρκίνο και δε θα σε αφήναν να τον πάθεις πρώτα για να βγάλουν μετά λεφτά από τα φάρμακα που θα σου πουλήσουν

Για να προσφέρεις υγεία στον κόσμο δεν χρειάζεσαι πολλά χρήματα, αλλά χρειάζεσαι μια κοινωνία που θα έχει ως σκοπό να υπηρετήσει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι το κερδος.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι της κ. Χαρίτου - Φατούρου , καθηγήτρια Ψυχολογίας στο ΑΠΘ 




Οι μύθοι για την Κούβα

Πολλοί μύθοι κυκλοφορούν για τη ζωή στην Κούβα: για τη φτώχεια και την απελπισία του κόσμου, τον ουτοπιστικό ρομαντισμό του Τσε Γκεβάρα· την αντοχή του Φιντέλ Κάστρο που πέθανε ή πεθαίνει, που επιμένει να διοικεί ενώ δεν τον θέλει ο λαός· τα σπίτια τους που καταρρέουν γιατί δεν έχουν χρήματα να τα διορθώσουν ή να χτίσουν καινούργια· τα αυτοκίνητά τους που είναι παμπάλαια γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν καινούργια λόγω φτώχειας και εξαιτίας του αποκλεισμού που έχει επιβάλει από τη δεκαετία του '60 στη χώρα η Βόρειος Αμερική, όπως αποκαλούν όλοι οι Νοτιοαμερικανοί τις ΗΠΑ· και για το ότι όπου να 'ναι το καθεστώς θα πέσει.
Μια επίσκεψη όμως στην Κούβα, όχι απλά τουριστική, δίνει μιαν άλλη γεύση της πραγματικότητας. Προ καιρού την επισκέφθηκα μαζί με καθηγητές από τη Βρετανία, την Ισπανία, τη Βραζιλία και το Περού στα πλαίσια του ευρωπαϊκού προγράμματος Alpha, ενός προγράμματος συνεργασίας πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Βρετανία, Ισπανία, Ελλάδα) και της Λατινικής Αμερικής (Βραζιλία, Περού, Κούβα). Στο τέλος των 20 ημερών που μείναμε εκεί όλοι είχαμε αποφασίσει να στείλουμε στην Κούβα υποψήφιους διδάκτορές μας με υποτροφίες 10 μηνών τις οποίες προσφέρει το πρόγραμμα για να μελετήσουν το εθνικό σύστημα υγείας της χώρας, το οποίο θεωρήσαμε ότι είναι ίσως το καλύτερο στον κόσμο και για το οποίο ελάχιστα έχουν γραφεί.
Σύμφωνα με τους συναδέλφους μας κουβανούς καθηγητές με τους οποίους συνεργαστήκαμε, οι δύο κεντρικοί στόχοι, μετά την επικράτηση της επανάστασης, το 1959, ήταν και εξακολουθούν να είναι η παιδεία και η υγεία. Ετσι διαβάζουμε σήμερα σε ένα πανό έξω από την κωμόπολη San Jose: «Χωρίς παιδεία δεν γίνεται επανάσταση, χωρίς παιδεία δεν γίνεται σοσιαλισμός» καθώς διαφημίζουν την ιδεολογία τους όπως συνηθίζουν και όχι την οδοντόπαστά τους.
Θα περιορισθώ όμως εδώ στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Κούβας γιατί αυτό μελετήσαμε. Είναι, όπως θα δούμε, ένα σύστημα πρόληψης, γι' αυτό και η περίθαλψη είναι πολύ φθηνότερη από το δικό μας ή άλλων χωρών της Δύσης.
Η Κούβα ακολούθησε κατά κύριο λόγο το βρετανικό σύστημα υγείας της πρώτης περιόδου εφαρμογής του με τον «γενικό γιατρό» (general practitioner). Το βελτίωσε όμως καθιερώνοντας στις αρχές της δεκαετίας του '80 τον «οικογενειακό γιατρό» ο οποίος έχει κυρίως κοινοτικό προσανατολισμό πρόληψης.
Περίπου 80% των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής εκπαιδεύονται ως οικογενειακοί γιατροί και η μεγάλη πλειονότητά τους είναι γυναίκες, όχι γιατί τους το επιβάλλουν αλλά γιατί το προτιμούν. Η πανεπιστημιακή παιδεία τους είναι έξι χρόνια βασική εκπαίδευση, ένας χρόνος άσκηση και τρία χρόνια στην ειδικότητα της οικογενειακής γιατρού, κυρίως με άσκηση μέσα σε κοινότητα. Είναι προσανατολισμένη προς τη διατήρηση της υγείας και λιγότερο στην αντιμετώπιση της νόσου στην οικογένεια και στην κοινότητα.
Επισκεφθήκαμε δύο «πολυκλινικές» όπου εργάζονται οι οικογενειακοί γιατροί: μια περιφερειακή, στη γειτονιά Plaza de la Revolution της Αβάνας, και μια κεντρική στην κωμόπολη San Jose, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Αβάνα. Η πολυκλινική της Αβάνας, πάνω στην παραλία, έμοιαζε περισσότερο με αθλητικό κέντρο υγείας. Είχε πισίνα όπου είδαμε παιδιά να κολυμπούν και γυμναστήριο το οποίο εκείνη τη στιγμή φιλοξενούσε μεσήλικους άνδρες και γυναίκες. Εκαναν αθλητική ψυχοθεραπεία, ένα αντικείμενο που αναπτύσσει ιδιαίτερα η Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Αβάνας.
Η οικογενειακή γιατρός η οποία είναι και διευθύντρια της πολυκλινικής επικουρείται στο έργο της από μια ομάδα ειδικών που αποτελείται από έναν επόπτη γενικό γιατρό, μια νοσοκόμα, μια κοινωνική λειτουργό, ένα φυσιοθεραπευτή, έναν παιδαγωγό και έναν αθλητικό θεραπευτή. Μας πληροφόρησε ότι το κράτος τής προσφέρει κατοικία στη γειτονιά που βρίσκονται οι περίπου 200 οικογένειες τις οποίες έχει χρεωθεί και τις οποίες επισκέφθηκε τις πρώτες δύο εβδομάδες του διορισμού της. Η μελέτη των φακέλων της κάθε οικογένειας της έδωσε τη δυνατότητα να επιλέξει ποιες οικογένειες θα εξακολουθήσει να επισκέπτεται διότι έκρινε ότι το είχαν ανάγκη, με τη συγκατάθεσή τους βέβαια. Τα απογεύματα κάνει τις επισκέψεις της σε οικογένειες ενώ το πρωί είναι στο ιατρείο της με τα άτομα που θέλουν να την επισκεφθούν εκτάκτως. Εχει συγχρόνως τη δυνατότητα να καλέσει από μια κεντρική πολυκλινική που διαθέτει τον ειδικό που κρίνει ότι έχει ανάγκη να συμβουλευθεί κάθε φορά, όπως γυναικολόγο, ψυχολόγο, ενδοκρινολόγο κλπ. Π.χ., ένας ψυχολόγος είναι χρεωμένος ως τέσσερις οικογενειακούς γιατρούς τους οποίους συμβουλεύει στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων μιας οικογένειας ή της κοινότητας. Η οικογενειακή γιατρός δεν έχει ωράριο. Η οικογένεια μπορεί να την καλέσει όποτε αισθανθεί την ανάγκη.
Ανάλογα με τις ανάγκες της κοινότητας όπου εργάζεται, δημιουργεί νέες δραστηριότητες. Π.χ., με τη βοήθεια του ψυχολόγου λειτούργησε μια λέσχη νέων όπου γίνονται ειδικές συζητήσεις, αθλητικές δραστηριότητες κλπ. ενώ η κοινωνική λειτουργός ασχολείται ειδικότερα με νεαρά κορίτσια που έχουν καταφύγει στην πορνεία με τα οποία συζητεί εναλλακτικές δυνατότητες εργασίας, προφυλακτικές τακτικές και τη συχνότητα των εξετάσεων.
Στην πολυκλινική του San Jose, η οποία είναι κεντρική γιατί έχει κάτω από την εποπτεία της 25 οικογενειακούς γιατρούς, μας επεσήμαναν ότι η προληπτική περίθαλψη που ασκούν μπορεί να επέμβει γενικότερα και δραστικά στο ευρύτερο περιβάλλον. Οταν, λ.χ., αυξήθηκαν τα περιστατικά άσθματος στα παιδιά της περιοχής τους, με την υπόδειξη των οικογενειακών γιατρών τους οποίους καλούν κάθε τόσο σε σύσκεψη, υποχρέωσαν το εργοστάσιο κατασκευής λαστίχων που είχε πρόσφατα αρχίσει να λειτουργεί κοντά στην πόλη να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα φίλτρα. Μειώθηκε έτσι αισθητά η συχνότητα εμφάνισης τέτοιων περιστατικών χωρίς να χρειασθεί να καταφύγουν σε μακρόχρονη θεραπευτική αγωγή. Αλλωστε σε περιόδους έξαρσης κάποιας νόσου όπως κατά την «περίοδο κρίσης», όταν ο πληθυσμός των πόλεων είχε πεινάσει, εφαρμόστηκαν ειδικά προγράμματα για την προληπτική αντιμετώπιση της φυματίωσης.
Επομένως θα μπορούσε να πει κανείς ότι η οικογενειακή γιατρός έχει εκπαιδευθεί για να «προλαβαίνει» το άτομο προτού ζητήσει τη βοήθειά της γιατί γνωρίζει το ιστορικό της οικογένειας. Την αντιμετωπίζει ως σύνολο γιατί έχει εκπαιδευθεί για να προβλέπει και να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις που έχει το οργανικό ή το ψυχολογικό πρόβλημα ενός ατόμου στα άλλα μέλη της οικογένειάς του, ανάλογα με την ηλικία του καθενός, τη θέση του στην οικογένεια και την κοινότητα. Βλέπει την οικογένεια ως μέρος ενός συνόλου, της κοινότητας και του ευρύτερου κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος με τα οποία βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση. Ετσι δημιουργεί κοινοτικά προγράμματα για την αντιμετώπιση ψυχοκοινωνικών προβλημάτων πληθυσμιακών ομάδων υψηλού κινδύνου και προκαλεί άμεσες ευρύτερες παρεμβάσεις όταν χρειασθεί.
Εύλογη είναι η ερώτηση γιατί δεν εφαρμόζουμε ένα παρόμοιο σύστημα στη Δύση. Διότι υπάρχουν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα των μεγάλων και μικρών νοσοκομείων, έρχεται η άμεση και ορθή απάντηση. Ισως όμως αναγκασθούμε σύντομα να ακολουθήσουμε το σύστημα του οικογενειακού γιατρού. Θα μας αναγκάσουν οι ασφαλιστικές εταιρείες να το κάνουμε καθώς θα αρνούνται να πληρώνουν το υψηλό κόστος της νοσοκομειακής περίθαλψης στην οποία καταφεύγουν οι άνθρωποι όταν είναι πια πολύ αργά. Σε αυτό το ελπιδοφόρο συμπέρασμα καταλήξαμε οι συνάδελφοι πανεπιστημιακοί που επισκεφθήκαμε την Κούβα.
Η κυρία Μίκα Χαρίτου-Φατούρου είναι καθηγήτρια της Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

2η ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ» ΣΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ…

   2η ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ» ΣΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ…

Οπορτουνισμός σημαίνει υποταγή του εργατικού κινήματος στην αστική πολιτική. Δεν έχουν σημασία ούτε τα συνθήματα που χρησιμοποιούνται, ούτε οι αναφορές σε «στρατηγικούς στόχους». Σημασία έχει αν η πολιτική γραμμή συμβάλλει στο υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα, την πολιτική - ιδεολογική - οργανωτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης από κάθε πτέρυγα της αστικής πολιτικής ή αν, αντίθετα, συγκροτείται ως «αριστερή» πτέρυγά της.

ΠΟΣΟ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΥΛΟΠΟΙΗΣΕΙ;

Κεντρικό στοιχείο των θέσεων της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής (ΚΣΕ) για τη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, του διαλόγου που αναπτύχθηκε, καθώς και της πολιτικής απόφασης που καταλήχτηκε από τις εργασίες της συνδιάσκεψης αποτελεί το λεγόμενο «αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα πάλης». Μέσα από αυτό, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σκόπιμα μπερδεύει στόχους και αιτήματα συσπείρωσης στο επίπεδο του κινήματος με το πρόγραμμά της ως πολιτικού φορέα.
Εχει σημασία να δούμε το περιεχόμενο του προγράμματος αυτού, καθώς ο προσδιορισμός του ως «αντικαπιταλιστικού» ανταποκρίνεται μόνο στη χρησιμοποίηση μιας ριζοσπαστικής φρασεολογίας χωρίς να είναι η ουσία του τέτοια. Αναφέρεται στην πολιτική απόφαση:
«Κεντρικός πολιτικός στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για την ιστορική περίοδο που βρισκόμαστε, είναι η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, των κυβερνήσεών του, της ΕΕ και του ΔΝΤ, με το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. […] Οι βασικοί άξονες πάλης αυτού του προγράμματος είναι:
- Η μονομερής καταγγελία των μνημονίων για την άμεση βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, με κρίκο την κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων που αφορούν εισόδημα, συντάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και με προοπτική την παραπέρα βελτίωση.
- Η ανατροπή της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ και κάθε κυβέρνησης που εφαρμόζει τα μνημόνια και διαχειρίζεται την επίθεση του κεφαλαίου.
- Η εκδίωξη της τρόικας ΕΚΤ-ΕΕ-ΔΝΤ και όλων των παραμηχανισμών της ΕΕ, η κατάκτηση και διεύρυνση της εργατικής λαϊκής κυριαρχίας και του δικαιώματος του λαού να αποφασίζει για τις τύχες του.
- Η διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές.
- Η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κλείνουν και απολύουν, με εργατικό - λαϊκό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση.
- Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, την οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προωθεί ως αίτημα αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα για μια νέα διεθνιστική πορεία.
- Η ανατροπή της αντιδημοκρατικής πολιτικής της βίας, της καταστολής και του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με δημοκρατικές κατακτήσεις υπέρ των εργαζομένων και του λαού.
- Η πάλη κατά της φασιστικής απειλής και του ρατσισμού για την υπεράσπιση, νομιμοποίηση, απόδοση της ιθαγένειας στα παιδιά τους και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μεταναστών ως αναπόσπαστο κομμάτι της εργατικής τάξης.
- Η έξοδος από το ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των βάσεων, η καταδίκη και άρνηση συμμετοχής στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες σε όλο τον κόσμο και, άμεσα, στη Συρία. Η αποτροπή της απειλής ιμπεριαλιστικού πολέμου στην περιοχή μας, η διάλυση του άξονα Ελλάδας - Ισραήλ.
- Η υπεράσπιση των συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων γα να μείνουν ανοιχτές επιχειρήσεις και εργοστάσια με εργατικό έλεγχο, για να καλλιεργηθεί η γη από την μικρή και φτωχή αγροτιά και για να ζήσουν τα αυτοαπασχολούμενα λαϊκά στρώματα με τους συνεταιρισμούς τους.
- Η υπεράσπιση και διεύρυνση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών και όλων των ανθρώπων που υφίστανται διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού τους.
- Η υπεράσπιση της φύσης και του περιβάλλοντος από τη ληστρική επιδρομή του κεφαλαίου»1.
Το συμπέρασμα πως το μεταβατικό πρόγραμμα είναι μόνο κατ’ όνομα αντικαπιταλιστικό συνάγεται και από την παντελή απουσία αναφοράς στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Ετσι προτείνουν ένα πρόγραμμα «αντικαπιταλιστικό» στο πλαίσιο του καπιταλισμού, καθώς -όπως υποστηρίζουν- είναι μεταβατικό προς την επανάσταση (άρα για πριν την επανάσταση).
Η παραπομπή του ζητήματος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε δεύτερο χρόνο δεν προετοιμάζει την εργατική τάξη για την κατάκτησή της. Η εργατική τάξη πρέπει να ξέρει προς τα πού πρέπει να πάει, την κατεύθυνση της πάλης της σε μη επαναστατικές συνθήκες, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ρόλο της σε επαναστατικές συνθήκες.
Από μόνα τους σήμερα, ένα ή περισσότερα αιτήματα, δεν είναι ριζοσπαστικά όταν δε συνδέονται με το κύριο, την κατεύθυνση της πάλης, το ζήτημα της εξουσίας. Ο ριζοσπαστισμός, η αντικαπιταλιστική κατεύθυνση αποκτούν τέτοιο χαρακτήρα και δυναμική μόνο όταν συνδέονται με το ζήτημα της εξουσίας, το μόνο φιλολαϊκό δρόμο ανάπτυξης, το σοσιαλιστικό. Η εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης φέρνει στο προσκήνιο με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, την επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού ως μόνης ρεαλιστικής προοπτικής για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Η γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία με παραλλαγές σε διάφορες εκδοχές εκφράζεται από ένα πολύ μεγάλο φάσμα πολιτικών δυνάμεων, δε συμβάλλει, αντίθετα συσκοτίζει το γεγονός ότι δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την εργατική.
Σε αυτή τη βάση θα πρέπει να κρίνουμε τους στόχους του μεταβατικού προγράμματος:
• Ως υπ’ αριθμόν ένα στόχος τίθεται η καταγγελία των μνημονίων. Σήμερα όμως τη χρησιμότητα των μνημονίων την αμφισβητούν και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης. Εξάλλου τα αντιλαϊκά μέτρα δεν έχουν την αιτία τους στα μνημόνια, αλλά υπηρετούν γενικότερα την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Γι’ αυτό το λόγο σε μια σειρά χώρες υλοποιούνται αντεργατικά μέτρα χωρίς μνημόνια.
• Ο στόχος για διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας αποτελεί τη «ριζοσπαστική» εκδοχή ενός νέου «κουρέματος» του χρέους, από το οποίο ωφελημένοι βγαίνουν οι καπιταλιστές, καθώς συνοδεύεται και με αντίστοιχα μέτρα. Η πείρα (π.χ. της Αργεντινής, της Ρωσίας) έχει δείξει ότι δεν οδηγεί σε βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αντίθετα μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση με ταχύτερο ρυθμό, λόγω της μεγάλης εσωτερικής υποτίμησης του νομίσματος.
• Ο στόχος για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, όσο και αν αναφέρεται ως «αίτημα αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα», στην ουσία ενσωματώνεται στο πλαίσιο που προβάλλουν αστικές δυνάμεις του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού που αμφισβητούν τη σημερινή πορεία της ΕΕ και την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας. Το ενδεχόμενο εξόδου από την ΕΕ μπορεί να προκύψει αντικειμενικά ως εξέλιξη αποχώρησης μιας ή περισσότερων χωρών ή διάλυσης της Ευρωζώνης. Ο στόχος λοιπόν για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, ακόμα και η υιοθέτηση του στόχου της αποδέσμευσης, αποσπασμένος από το κύριο ζήτημα, δηλαδή αυτό της ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και της πολιτικής εξουσίας, δεν έχει αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.
• Η θέση για εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών τομέων (μεγάλων επιχειρήσεων) της οικονομίας αποτελεί συνταγή που γενικευμένα εφαρμόστηκε σε μια άλλη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού μετά από τις μεγάλες καταστροφές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη. Αν και τα σημερινά μεγέθη των καπιταλιστικών ομίλων και ο βαθμός διεθνοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς κάνουν κυρίαρχη την τάση απελευθέρωσης των αγορών, η αξιοποίηση τέτοιων «νεοκεϊνσιανών» μέτρων δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί τουλάχιστον με τη μορφή του «κρατικού» ή «δημόσιου ελέγχου» αν αυτό συμφέρει το κεφάλαιο, όπως προτείνει άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. ο «δημόσιος έλεγχος» του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Αγγλία κλπ.). Αυτή η θέση τους συγκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους, ο ρόλος του οποίου -είτε με εθνικοποιήσεις είτε με ιδιωτικοποιήσεις- βρίσκεται στην εξυπηρέτηση των μονοπωλιακών ομίλων και όχι των δικαιωμάτων των εργατικών λαϊκών στρωμάτων.
• Η θέση για υπεράσπιση των «συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων για να μείνουν ανοιχτές επιχειρήσεις και εργοστάσια με εργατικό έλεγχο» σκόπιμα καλλιεργεί αυταπάτες για τις δυνατότητες της «αυτοδιαχείρισης» επιχειρήσεων από τους εργαζομένους μέσα στο περιβάλλον του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Σκόπιμα κρύβει ότι αυτές οι επιχειρήσεις «εγκαταλείπονται», «κλείνουν» από τους ιδιοκτήτες τους, όταν πλέον δεν αντέχουν στην καπιταλιστική αγορά (γιατί έχουν δημιουργήσει πολλά χρέη ή γιατί έχουν απαξιωθεί τα μέσα παραγωγής ή γιατί έχουν χάσει μερίδια της αγοράς κλπ.). Και το καπιταλιστικό κράτος, όταν τις κρατικοποιεί, αναλαμβάνει την εξυγίανσή τους σε βάρος της φορολογίας του λαού. Ετσι έγινε και με τις «προβληματικές επιχειρήσεις» που κρατικοποίησε το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι φράσεις περί εργατικού-λαϊκού ελέγχου είναι κενές περιεχομένου όταν κυριαρχεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία.
• Ο στόχος για ανατροπή της «αντιδημοκρατικής πολιτικής της βίας» και για «δημοκρατικές εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις» ουσιαστικά αντιμετωπίζει το ζήτημα της δημοκρατίας έξω από το ταξικό της περιεχόμενο, συσκοτίζει τον ταξικό χαρακτήρα της βίας που ασκείται και της έντασης της καταστολής, ότι δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό μιας κυβέρνησης, αλλά της ίδιας της αστικής εξουσίας. Ετσι συντάσσεται με τη συζήτηση περί υπεράσπισης της δημοκρατίας που σηκώνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα καλλιεργεί αυταπάτες ότι είναι δυνατό να υπάρξουν «δημοκρατικές κατακτήσεις» για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα σε συνθήκες που είναι στρατηγική επιλογή των μονοπωλίων, του κεφαλαίου, να κάνουν πιο φτηνή την εργατική δύναμη, να επιταχύνουν τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Αυτή η στρατηγική προκαλεί τη λαϊκή αντίδραση, αλλά και την ένταση της βίας απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πραγματικότητα υποτιμά τη δυνατότητα διεξόδου από την κρίση, τη δυνατότητα έστω και αναιμικής ανάκαμψης (αν και υπάρχει μια μονολεκτική αναφορά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην Απόφαση της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης), απολυτοποιώντας τη σημερινή κρίση ως αδιέξοδη για τον καπιταλισμό. Υποτιμά την πλευρά της ανασύνταξης του καπιταλισμού που επιχειρείται και με αλλαγές στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ζήτημα γύρω από το οποίο διεξάγεται διαπάλη στους κόλπους της αστικής τάξης. Κατηγορεί μάλιστα το ΚΚΕ ότι δε βλέπει το «συστημικό χαρακτήρα» της σημερινής κρίσης. Βεβαίως, σημειώνουμε ότι το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή αναφέρθηκε στο βάθος, το διεθνή συγχρονισμό και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Αυτό που δεν έκανε το ΚΚΕ είναι να δει σε αυτή την κρίση το «τέλος του καπιταλισμού» ή τη νομοτελειακή εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης. Πολύ περισσότερο να αναγορεύσει σε στοιχεία «αστάθειας» και «ρωγμών» στην αστική εξουσία τις διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Αντίθετα, το ΚΚΕ ανέδειξε ότι σε συνθήκες κρίσης μπορεί να υπάρχουν θετικά βήματα ριζοσπαστικοποίησης, μπορεί όμως να εκδηλωθεί και υποχώρηση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ «δε βλέπει» ότι δεν υπάρχει μόνο μία πολιτική διαχείρισης της κρίσης και διεξόδου από αυτή, ότι αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικά μίγματα, παρόλο που οι μεταξύ τους διαφορές είναι μικρές. Ετσι εστιάζει την αντίθεσή της στα μνημόνια, την ίδια μάλιστα στιγμή που αυτά έχουν αμφισβητηθεί ανοιχτά από την ίδια την αστική τάξη. Δεν τοποθετείται για την αστική διαπάλη για αναπροσανατολισμό συμμαχιών σε σχέση με τη Γερμανία, για τους αστικούς προβληματισμούς σχετικά με το μέλλον της Ευρωζώνης και της ΕΕ και την πιθανότητα εξόδου από αυτή, την ίδια μάλιστα στιγμή -και αυτό είναι το βασικότερο- που τέτοιοι προβληματισμοί αναπτύσσονται μέσα στους κόλπους ηγετικών κρατών της ΕΕ.
Με βάση αυτά τα ερμηνευτικά σχήματα που υιοθετεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι στόχοι που εντάσσονται σε ένα άλλο μίγμα διαχείρισης της κρίσης (π.χ. εθνικοποιήσεις), μέχρι και η ίδια η καπιταλιστική ανάκαμψη (βλέπε: στόχος «παραγωγικής ανασυγκρότησης») μπορούν να θεωρηθούν ως «αντικαπιταλιστικοί κρίκοι».
Για την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος, κυριαρχούσα και συμφωνημένη άποψη μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε αυτή των Θέσεων της ΚΣΕ που αποτυπώθηκε και στην πολιτική απόφαση. Συμπυκνώνεται στη θέση πως το μεταβατικό πρόγραμμα θα το υλοποιήσει «ο συσχετισμός δύναμης», δηλαδή θα εφαρμοστεί σε συνθήκες αδυναμίας των πάνω και με την προϋπόθεση δημιουργίας και δράσης «λαϊκών αντιθεσμών» σε συνθήκες «δυαδικής εξουσίας». Η άποψη αυτή στηρίζεται βασικά από το ΝΑΡ. Διαβάζουμε στις Θέσεις της ΚΣΕ: «Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα αφορά πάνω από όλα το σήμερα. Είναι ένα σύνολο αιτημάτων και πολιτικών στόχων που παλεύουμε να επιβληθεί από σήμερα, παρά το γεγονός ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας μόνο εν μέρει και όχι σταθερά μπορεί να υπάρξουν κατακτήσεις, και δεν είναι ένα πρόγραμμα που θα υλοποιήσει είτε μια “κυβέρνηση της αριστεράς” εντός της αστικής νομιμότητας ή η εξίσου μακρινή και απροσδιόριστη “λαϊκή εξουσία”…». Διευκρινίζεται ότι το μεταβατικό πρόγραμμα απευθύνεται στο «μαζικό κίνημα»: «Η πάλη για την εφαρμογή αυτού του προγράμματος θα δείξει ότι η οριστική απαλλαγή από την εκμετάλλευση και την καταπίεση δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο μέσα από την επαναστατική διαδικασία και την εξουσία των ίδιων των εργαζομένων. Αυτό ορίζει με σαφήνεια ότι είναι πρόγραμμα “μεταβατικό” προς την επανάσταση, το σοσιαλισμό και τελικά τον κομμουνισμό. Πρόγραμμα συγκέντρωσης δυνάμεων, γεφύρωσης του σήμερα με το αύριο του κινήματος…» και υπογραμμίζει: «Το πρόγραμμα αυτό θα υλοποιηθεί από ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής με καρδιά το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και ένα μαζικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής ανατρεπτικής Αριστεράς».2
Η πολιτική απόφαση αναφέρει: «Η διεκδίκηση της εξουσίας των εργαζομένων απαιτεί: Πρώτο, ένα μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα […] Δεύτερον, πραγματική σύγκρουση με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και την εξουσία του κεφαλαίου, με συνδυασμό εξωκοινοβουλευτικών και κοινοβουλευτικών μορφών πάλης. Τρίτον, απαιτεί ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, με αντιθεσμούς λαϊκής εξουσίας, με μορφές λαϊκής αλληλεγγύης, αυτοοργάνωσης και άμυνας […] Για αυτό και επιμένουμε ότι, σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής και πραγματικής εργατικής διεξόδου περνάει από τη συγκρότηση αυτοτελών μορφών πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος…»3.
Ομως τέτοιοι θεσμοί μπορούν να δημιουργηθούν μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, δηλαδή σε σύγκρουση-ρήξη με τους καπιταλιστικούς θεσμούς και τα όργανα εξουσίας, μεταξύ αυτών και της κυβέρνησης. Σε συνθήκες δηλαδή που οι αντιθέσεις του συστήματος φτάνουν σε τέτοιο σημείο που κλονίζεται η αστική εξουσία, σημαίνει ότι οποιαδήποτε αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί την όξυνση της ταξικής πάλης που έχει ως υπόβαθρό της την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών. Αυτές οι συνθήκες οδηγούν τις μάζες σε πρωτοφανέρωτη δράση και στη δημιουργία νέων λαογέννητων θεσμών που η επικράτησή τους κρίνεται από την ικανότητα του ΚΚ και του επαναστατικού κινήματος να οδηγήσει την πάλη μέχρι την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Σε αυτές τις συνθήκες δεν κρίνεται η υλοποίηση ενός τέτοιου ή άλλου προγράμματος στόχων πάλης, αλλά η κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτές τις συνθήκες δεν έρχεται η «αριστερή κυβέρνηση» ως πυροσβεστήρας της επαναστατικής ανόδου.
Οι εγγενείς αντιφάσεις της θέσης που αποτυπώθηκε στην Πολιτική Απόφαση εκφράστηκαν στη διαπάλη που αναπτύχτηκε στο διάλογο που προηγήθηκε της πανελλαδικής συνδιάσκεψης. Ο αντίλογος στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αξιοποιεί αυτή τη θέση και ασκεί κριτική για ασάφεια και αντιφάσεις, λέει πως το μεταβατικό πρόγραμμα συγχωνεύεται με την κατάκτηση της εξουσίας, για να καταλήξουν ότι, αν δε μιλάς τώρα για κυβέρνηση, καταστρατηγείς το μεταβατικό. Σε αυτή την κατεύθυνση καταγράφηκαν οι παρακάτω βασικές τάσεις-απόψεις:
1. Η άποψη ότι θα το υλοποιήσει μια κυβέρνηση που θα ανοίξει το δρόμο για την επαναστατική διαδικασία. Είναι χαρακτηριστικές οι παρεμβάσεις του Ρούση σε δυο άρθρα, ένα από τα οποία το υπογράφει μαζί με τους Μαυρουδέα, Ραχιώτη, Θερμογιάννη.
Το άρθρο αυτό προκάλεσε την απάντηση του Γ. Ελαφρού, ο οποίος έγραψε στην εφημερίδα «Πριν», στις 26 Μάη 2013: «Ανεξάρτητα από διαφορετικές προσεγγίσεις, η προβολή σήμερα ενός κοινοβουλευτικού-κυβερνητικού στόχου οδηγεί την αντικαπιταλιστική Αριστερά, άσχετα από προθέσεις, σε ρόλο παραπληρωματικό του ΣΥΡΙΖΑ». Η δεύτερη παρέμβαση του Ρούση αποτέλεσε απάντηση στον Ελαφρό. Ανάλογη άποψη έχουν και άλλες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η ΑΡΑΝ, η ΑΡΑΣ, η Κομμουνιστική Ανανέωση. Είναι χαρακτηριστική η εξής τοποθέτηση της ΑΡΑΣ: «Το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής θα θέσει ζήτημα ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας με βάση το πρόγραμμά του, με στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι διαχείρισης, γνωρίζοντας βέβαια ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο αυτό το πρόγραμμα και αυτή η στρατηγική πρέπει να αποτελέσει σημαία των εργατικών και λαϊκών αγώνων και να στηριχτεί στη δύναμη του οργανωμένου αγωνιζόμενου λαού και των οργάνων της δικής του εξουσίας»4.
2. Η άποψη που υποστηρίζει την κριτική στήριξη ή ανοχή σε μια κυβέρνηση «αριστερών δυνάμεων» στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Την άποψη αυτή εξέφρασαν σε άρθρο5 τους οι Σπ. Αλεξίου και Β. Γάτσιος (ανένταχτοι, μέλη της ΚΣΕ). Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος διαβάζουμε στο κείμενο συμβολής της «Αριστερής Συσπείρωσης» στη 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Επίσης, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μία κυβέρνηση “από την αριστερά της αριστεράς έως την αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας”, είναι ένα ανταγωνιστικό σχέδιο με το πολιτικό σχέδιο του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. χωρίς να την εξομοιώνουμε με τις τελευταίες κυβερνήσεις των μνημονίων όπως κάνει το ΚΚΕ, είμαστε απέναντι της, συνεχίζοντας την πάλη για την εξουσία των εκμεταλλευόμενων πάνω στους εκμεταλλευτές…»6. Σε αυτό το πλαίσιο εκφράστηκε και μια πιο συγκεκριμένη άποψη από τον Γ. Χριστόπουλο (μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του Κεντρικού Συντονιστικού της Αριστερής Συσπείρωσης): «Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν υλοποιείται από μια κυβέρνηση μεταβατική, που κατά πως λέγεται θα στηρίζεται από το εργατικό και λαϊκό κίνημα […] αλλά από μια κυβέρνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχει η εργατική τάξη […] Μα θα αναρωτηθεί κάποιος τι το θέλουμε το μεταβατικό πρόγραμμα και δε μιλάμε για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως τάχα κάνει το ΚΚΕ […] Το ερώτημα είναι πλαστό και αποκαλύπτεται πώς βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα όσοι το θέτουν. Αποκαλύπτεται ότι βλέπουν το μεταβατικό πρόγραμμα, σαν αυτοτελή στρατηγικό στόχο και όχι σαν τακτικό επαναστατικό εργαλείο, βλέπουν ότι μέσα από την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος (αλήθεια ποιου;) θα βελτιωθεί η θέση των εργαζομένων και του λαού και σταδιακά θα επέλθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Τέτοιες απόψεις είναι σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι στην κατεύθυνση των κοινωνικών συμβιβασμών και της ταξικής συνεργασίας»7.
Πρόκειται για λεκτικούς ακροβατισμούς! Η μεταβατικότητα δεν μπορεί να αφορά τη σύγκρουση με το κεφάλαιο, από την οποία μπορεί να προκύψει μόνο επαναστατική εργατική κυβέρνηση, ως προϊόν της επαναστατικής ανατροπής στο συσχετισμό των δύο αντιπάλων τάξεων, της εργατικής και αστικής τάξης.
Παρά τις όποιες παραλλαγές, η λογική του μεταβατικού προγράμματος οδηγεί αντικειμενικά στο ερώτημα ποια κυβέρνηση θα το υλοποιήσει. Γι’ αυτό όλες οδηγούνται στη λογική ότι μπορεί μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ν’ αποτελέσει κρίκο για την επανάσταση.
Τόσο οι απόψεις που πιο επιθετικά βάζουν ζήτημα ανάληψης κυβερνητικής ευθύνης στο έδαφος του καπιταλισμού όσο και αυτές που αναφέρονται σε στάση ανοχής ή κριτικής στήριξης μιας κυβέρνησης σπέρνουν αυταπάτες ότι τα μονοπώλια θα επιτρέψουν το σχηματισμό μιας κυβέρνησης βγαλμένης από το αστικό κοινοβούλιο που θα αμφισβητήσει την εξουσία τους. Διαστρεβλώνεται ο αντικειμενικός χαρακτήρας της επαναστατικής κατάστασης, η οποία εκδηλώνεται πάνω στο έδαφος της όξυνσης των αντιφάσεων του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και που δεν την προκαλεί η θέληση κανενός κόμματος, τάξης ή κυβέρνησης. Πουθενά και ποτέ στην ιστορία δεν επιβεβαιώθηκε μια τέτοια εξέλιξη. Καμιά κυβέρνηση στον καπιταλισμό δεν οδήγησε στην επαναστατική ανατροπή του συστήματος. Κομμουνιστικά κόμματα που συμμετείχαν σε τέτοιου είδους κυβερνήσεις, ανεξάρτητα μάλιστα από προθέσεις, το μόνο που πέτυχαν ήταν να εγκλωβιστούν στον κοινοβουλευτισμό ή να ανατραπούν βίαια.
Εξαιτίας αυτών των αντιφάσεων και διχογνωμιών στην Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης κατέληξαν να παραπέμψουν για μελέτη «το ζήτημα της σχέσης κράτους, επανάστασης, εξουσίας και κυβέρνησης στη νέα εποχή της ταξικής πάλης». Δηλαδή δεν τοποθετήθηκαν στο πιο σημαντικό ζήτημα για την πολιτική ενός κόμματος που θέλει να είναι επαναστατικό, το ζήτημα της στάσης απέναντι σε μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού και μάλιστα σε συνθήκες που διαμορφώνονται δυνατότητες για την λεγόμενη «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Αναμφίβολα η ρίζα του προβλήματος είναι βαθιά μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, όμως σήμερα πλέον υπάρχει πολύ συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία που επιβάλλει την αναγκαία μελέτη και τη διεξαγωγή συμπερασμάτων προς όφελος της επαναστατικής εργατικής πάλης για το σοσιαλισμό.

ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ Η ΓΡΑΜΜΗ ΠΑΛΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

Σύμφωνα με την Απόφαση της Συνδιάσκεψης, μέσω του μεταβατικού προγράμματος πάλης επιδιώκεται η «γεφύρωση του σήμερα με το αύριο του κινήματος». Στην πραγματικότητα αποσπώνται οι στόχοι βελτίωσης της οικονομικής και πολιτικής θέσης της εργατικής τάξης από την πάλη ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία, βλέποντας μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού, μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» ως σύμμαχο του κινήματος.
Αυτή η αντίληψη αποδυναμώνει και αποπροσανατολίζει το κίνημα, γιατί αντικειμενικά εγκλωβίζει την πολιτικοποίησή του στο ζήτημα της εναλλαγής κυβέρνησης πάνω στο καπιταλιστικό οικονομικό και θεσμικό έδαφος. Ετσι το κίνημα χάνει και τη δυναμική αυτοτέλειά του απέναντι στο κεφάλαιο σε ζητήματα διαπραγμάτευσης (μισθοί, ωράρια, ΣΣΕ κλπ.), την όποια δυνατότητα απόσπασης ορισμένων θετικών μέτρων ή της παρεμπόδισης να προχωρήσουν νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά την κριτική της στο ΣΥΡΙΖΑ, παρεμβαίνει στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα με στόχο την αλλαγή κυβέρνησης, την ανάδειξη «αριστερής» κυβέρνησης και συντάσσεται με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη γραμμή. Στην πράξη δε διαχωρίζεται από αυτές τις δυνάμεις -και του ΣΥΡΙΖΑ- που πρωτοστάτησαν στην υπογραφή επιχειρησιακών συμβάσεων για μείωση των μισθών κλπ. Δεν είναι τυχαίο που δε διαχωρίζονται με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ ή και της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» (το «καλό ΠΑΣΟΚ») που λένε «ναι» στην κήρυξη απεργίας από ΑΔΕΔΥ, ΓΣΕΕ, ΟΛΜΕ κλπ., αλλά όχι στην πρακτική στήριξή της, στην περιφρούρησή της, σε μέτωπο των εργαζόμενων ενάντια στην εργοδοτική και κρατική βία κατά της απεργίας.
Ως απόρροια της στάσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ζήτημα διακυβέρνησης-εξουσίας, η γραμμή που προωθεί στο κίνημα είναι ουσιαστικά γραμμή άμυνας, η οποία όλο και οπισθοχωρεί στο όνομα της επιδίωξης κοινής δράσης με δυνάμεις που μπορεί οι θέσεις τους να συμπίπτουν με συγκεκριμένους στόχους. Αποσπώνται ορισμένα προβλήματα-αιτήματα και προβάλλονται ως «αιχμές», μέσα από τις οποίες επιδιώκονται κινητοποιήσεις με ανεβασμένες μορφές πάλης για να οδηγήσουν σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Η μηχανιστική προσέγγιση της ταξικής πάλης μέσα από «επαναστατικά εξεγερτικά στιγμιότυπα» οδηγεί σε αναμονή μεγάλων γεγονότων, υποτιμώντας την πάλη σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος και αρνητικού συσχετισμού, τη δράση που προετοιμάζει το κίνημα να ανταποκριθεί σε καμπές της ταξικής πάλης, δράση που απαιτεί σχέδιο, κλιμάκωση, εναλλαγή μορφών και κατεύθυνση για την κατάκτηση της εξουσίας της εργατικής τάξης. Η γραμμή που προωθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κίνημα κρίνεται και εκ του αποτελέσματος. Η παράθεση ορισμένων αιτημάτων σε συνδυασμό με μορφές πάλης που δεν έχουν ως κριτήριο να επιτευχτεί η μεγαλύτερη δυνατή μαζικότητα, ν’ ανέβει το επίπεδο της οργάνωσης, να οικοδομείται η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, οδηγούν σε τυχοδιωκτισμούς (βλ. απεργία διαρκείας ΟΛΜΕ), συμβάλλουν στην ενίσχυση του ρεύματος της απογοήτευσης και της λογικής της αναποτελεσματικότητας των αγώνων.
Η σύμπτωση σε σχέση με τη στήριξη ενός αγώνα, σε ορισμένα αιτήματα, σε μια απεργία για την υπεράσπιση των ΣΣΕ, δε συνιστά πολιτική συμμαχία, δεν προϋποθέτει καμιά πολιτική προγραμματική συμφωνία, ούτε κοινή δράση. Πολύ περισσότερο που το ζήτημα δεν είναι εάν, π.χ. όλοι είμαστε ενάντια στις απολύσεις στην ΕΡΤ, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση μιας κρατικής επιχείρησης ή και στην κατάργηση μιας κρατικής υπηρεσίας, αλλά σε ποια κατεύθυνση θέλουμε να αναπτυχτεί το κίνημα, με τι χαρακτηριστικά, με ποιους στόχους πάλης. Πώς θα αξιοποιηθεί η πάλη για ένα επιμέρους ζήτημα, ώστε να συμβάλει στη συνολική κατεύθυνση του κινήματος. Γύρω από αυτά τα ζητήματα διεξάγεται έντονη ιδεολογικοπολιτική διαπάλη.
Η ενότητα σε ένα επιμέρους αμυντικό αίτημα, η διαμόρφωση κοινής δράσης με βάση αυτό, στην πραγματικότητα οδηγεί στον εγκλωβισμό στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής. Ετσι, π.χ. η αντίδραση στις αναδιαρθρώσεις μπορεί να γίνεται από τη σκοπιά της υπεράσπισης της σημερινής κατάστασης και όχι από τη σκοπιά της υπεράσπισης των σύγχρονων εργατικών-λαϊκών αναγκών.
Ταυτόχρονα υποτιμιέται η δυνατότητα σε φάση ανάκαμψης -έστω και προσωρινής, αναιμικής- να αμβλυνθούν ορισμένα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, υποτιμιέται η δυνατότητα που υπάρχει στις σημερινές συνθήκες η αστική εξουσία να διαχειριστεί ορισμένα προβλήματα αξιοποιώντας ένα πολύμορφο δίκτυο κρατικών υπηρεσιών, ΜΚΟ κλπ.
Ετσι αναγορεύονται ως «νίκες» ελιγμοί που κάνει η ίδια η αστική εξουσία για να εξασφαλίσει την ενσωμάτωση. Απότοκος αυτής της λογικής είναι το γεγονός ότι μια σειρά τέτοιες δυνάμεις είδαν ως νίκη του κινήματος την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ΕΡΤ.
Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι αν το κίνημα θα προβάλλει άμεσες διεκδικήσεις -αυτό αντικειμενικά γίνεται- αλλά με ποια πολιτική γραμμή δίνεται απάντηση στα φλέγοντα και συσσωρευμένα προβλήματα του λαού. Τέτοια γραμμή είναι μόνο αυτή που προωθεί το ΚΚΕ, η αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή γραμμή, η προβολή συνεκτικών ριζοσπαστικών στόχων πάλης που συγκρούονται με τη στρατηγική του κεφαλαίου, με συνολική γραμμή πάλης που διαπαιδαγωγεί στη σύγκρουση, συμβάλλει στην οργάνωση στον τόπο δουλειάς, στη γειτονιά, δεν ενσωματώνεται στις διάφορες αστικές επιδιώξεις.
Το ΚΚΕ παλεύει στο έδαφος των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων να φωτίζεται ο δρόμος για την ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, που δεν είναι άλλος από την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, τη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας με στόχο τη σύγκρουση με τα μονοπώλια, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις τους, τις κυβερνήσεις τους, σε τελευταία ανάλυση με την εξουσία τους, που είναι η πηγή των δεινών του λαού. Ο δρόμος αυτός δεν περνά μέσα από τις διάφορες εκδοχές του μεταβατικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είτε αυτό προσδιορίζεται ως κυβερνητικός στόχος είτε ως κρίκος για τη συγκέντρωση δυνάμεων είτε ως πρόγραμμα που θα υλοποιηθεί από μια κυβέρνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης και της δράσης δεν επιτυγχάνεται με την προβολή μίνιμουμ-ενδιάμεσων στόχων που σε τελευταία ανάλυση οδηγούν στο χαμήλωμα των απαιτήσεων και στον εξωραϊσμό του καπιταλιστικού συστήματος.
Στις σημερινές συνθήκες ο κρίκος για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, τη συγκρότηση ισχυρής Λαϊκής Συμμαχίας δεν μπορεί να είναι η πάλη κατά του Μνημονίου, το «κούρεμα» και η επιμήκυνση του χρέους, η διεύρυνση του κρατικού παρεμβατισμού, η παραγωγική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Κρίκος δεν είναι ούτε οι στόχοι για έξοδο από την Ευρωζώνη και την ΕΕ αποσπασμένοι από το ζήτημα της εξουσίας, ούτε μια κεϊνσιανή διαχείριση του συστήματος. Σήμερα κρίκο για την οργάνωση της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης αποτελεί η πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης, η αποτροπή της μεγαλύτερης χρεοκοπίας του λαού, του κινδύνου άμεσης εμπλοκής του σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε αυτά τα καθήκοντα κρίνεται κάθε πολιτική δύναμη που μιλάει εξ ονόματος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΟΥ

Οπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε οπορτουνιστικό μόρφωμα, η έννοια του οπορτουνισμού δεν υπάρχει στις αναλύσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Διαχωρίζονται από το ΚΚΕ σε σχέση με τη θέση του για τις αντεπαναστάσεις στην ΕΣΣΔ και στα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζει τη γραμμή του ΚΚΕ ως σεχταριστική, ως πολιτική κομματικής περιχαράκωσης, γιατί αρνείται τα διάφορων τύπων αριστερά μέτωπα.
Στην πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης γίνεται λόγος για «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής», «πόλο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής ανατρεπτικής Αριστεράς», «μετωπική πολιτική συμπόρευση για την ανατροπή των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντι-ΕΕ, αντιιμπεριαλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς», «άμεση κοινή πολιτική παρέμβαση πάνω σε ορισμένα μέτωπα».
Σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ διαχωρίζονται σε χοντρές γραμμές από την επίσημη διαχειριστική γραμμή, επιδιώκοντας σχέσεις με τμήματά του.
Ως άξονας πάλης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλεται η ανατροπή της συγκυβέρνησης και κάθε κυβέρνησης που εφαρμόζει τα μνημόνια και διαχειρίζεται την επίθεση του κεφαλαίου. Στις πρόσφατες εξελίξεις με αφορμή την ΕΡΤ βλέπει ότι έχει επέλθει «τεράστιος κλονισμός της κυβέρνησης Σαμαρά» και «ρήγματα στο εσωτερικό της» και προβάλλει ως κεντρικό σύνθημα «μπορούμε να τους ρίξουμε». Τα συνθήματα αυτά αντικειμενικά υποβοηθούν το πλαίσιο της κυβερνητικής μεταμφίεσης, αφού -ανεξάρτητα από το κυβερνητικό σχήμα- το κράτος του κεφαλαίου χρειάζεται προσαρμογές (λιγότερο δαπανηρούς κρατικούς οργανισμούς, μεταφορά στο ιδιωτικό κεφάλαιο ακόμα και δικτύων, όπως των ψηφιακών συχνοτήτων κλπ.). Δηλαδή, σε μια περίοδο που εξελίσσεται η αναμόρφωση καπιταλιστικών δομών και του αστικού πολιτικού συστήματος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βλέπει ως «αστάθεια του πολιτικού συστήματος» που «θα συνεχιστεί και θα οξυνθεί» μόνο το λεγόμενο «κεντροδεξιό» πόλο (ΝΔ - κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ) και ουσιαστικά υποστηρίζει τον «αριστερό», κάνοντας κριτική στις προσαρμογές του ΣΥΡΙΖΑ εν αναμονή της ανάδειξης διακυβέρνησης.
Αντικειμενικά η οριοθέτηση ως άμεσου πολιτικού στόχου της ανατροπής της κυβέρνησης δίνει αέρα στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική ανάδειξής του σε κυβέρνηση, καθιστώντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δορυφόρο του ενός πόλου. Σε αυτή τη λογική εντάσσονται και εκτιμήσεις που, ενώ απ’ τη μια κάνουν προσπάθεια να διαχωριστούν από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη τον θεωρούν κομμάτι της «Αριστεράς», μέσα στην οποία επιδιώκουν την αλλαγή του συσχετισμού, αναγνωρίζοντας πως υπάρχουν τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ που διαφοροποιούνται από τη «δεξιόστροφη» πορεία της ηγεσίας του. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί πως το εκλογικό αποτέλεσμα του Μάη - Ιούνη 2012 αποτέλεσε βήμα στην πολιτικοποίηση του κινήματος και πως σηματοδότησε αριστερόστροφη δυναμική, αγνοώντας το ρεύμα των αυταπατών που κυριάρχησε σε εργατικές λαϊκές μάζες. Βλέπει την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων των τελευταίων χρόνων, παρακάμπτοντας την οργανωμένη μετακίνηση στελεχών του ΠΑΣΟΚ κλπ. Οι Θέσεις της ΚΣΕ αναφέρουν χαρακτηριστικά: «Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης πρότυπο του τραπεζίτη Παπαδήμου η άρχουσα τάξη ξεκίνησε μια λυσσαλέα επίθεση στην Αριστερά προσπαθώντας να ανακόψει την πολιτικοποίηση του κινήματος. Δεν τα κατάφερε […] Η μαζική εκλογική στροφή προς τα αριστερά ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης κινηματικής έξαρσης, των εργατικών αγώνων, των εξεγερσιακών καταστάσεων και του παρατεταμένου λαϊκού αγώνα. Το γεγονός όμως ότι μέσα στην Αριστερά κυριάρχησε εκλογικά το ρεφορμιστικό διαχειριστικό κομμάτι που εκφράστηκε με το ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει αυτή η αριστερόστροφη δυναμική να συνδεθεί πολύ περισσότερο με μια προγραμματική κατεύθυνση ρήξης με το ευρώ, την ΕΕ και την πολιτική του κεφαλαίου, με ανώτερες μορφές οργάνωσης και αγώνων του λαού, με έναν άλλο επαναστατικό δρόμο προσέγγισης και κατάκτησης της εξουσίας»8.
Η επιχειρούμενη αυτοκριτική που κάνει σχετικά με τη στάση της στις εκλογές του 20129 («έλλειψη έγκαιρης κριτικής τοποθέτησης γύρω από το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης»), δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σαφής διαχωρισμός τόσο από το ΣΥΡΙΖΑ όσο και από το ενδεχόμενο μιας αριστερής κυβέρνησης (ακόμα και με τη μη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ), καθώς στην πολιτική απόφαση διαβάζουμε: «…προετοιμάζονται για όλα τα ενδεχόμενα πιέζοντας την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για την πλήρη ενσωμάτωσή του στο σύστημα με στόχο τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής έστω και σε ηπιότερη εκδοχή, την οριστική μετατροπή του σε “υπεύθυνη” δύναμη και ανοίγοντας διαύλους διαλόγου, αναγνωρίζοντάς τον ως “συνομιλητή”. Την τάση αυτή ενισχύει και η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για μια διαχειριστική αντιμετώπιση της κρίσης μέσα στα όρια των πολιτικών της ΕΕ και του κεφαλαίου». Ουσιαστικά συνειδητά παραβλέπει την κύρια αιτία της «δεξιάς» μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ: τη συναλλαγή με τους καπιταλιστές και τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Ολα τ’ άλλα είναι αναμενόμενες αντιφάσεις, από τις οποίες προκύπτει και η αντιφατική γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ν’ αναγνωρίζει στην εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ την τάση αριστερής ριζοσπαστικοποίησης, αλλά να θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος, γιατί δεν έχει καθαρή γραμμή αποδέσμευσης από την Ευρωζώνη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η «αντικαπιταλιστική», «επαναστατική» ρητορική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός πως το «μεταβατικό πολιτικό της πρόγραμμα» καλλιεργεί -όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ- τις αυταπάτες του κοινοβουλευτικού-κυβερνητικού κρίκου. Συμβάλλει έτσι από τη δική της πλευρά στην ενσωμάτωση της λαϊκής διαμαρτυρίας και εργατικών-λαϊκών δυνάμεων που τείνουν να ριζοσπαστικοποιηθούν σε μια εναλλακτική αστική πολιτική διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος.
Οι αντιφάσεις που υπάρχουν είναι αποτέλεσμα ότι, ενώ στα λόγια, σε επίπεδο διακηρύξεων προσδιορίζεται ως στόχος η «επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού», στην πράξη υιοθετείται μια τέτοια πολιτική γραμμή που καθιστά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ουρά του ενός πόλου του αστικού πολιτικού συστήματος που συγκροτείται με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ, ως δύναμη δορυφορική στη λεγόμενη «αριστερή πτέρυγά» του.
Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις σχετικά με τη συγκρότηση του «τρίτου πόλου», δεν μπορεί να μας διαφεύγει ο ειδικός ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην προσπάθεια πλαγιοκόπησης του ΚΚΕ, εμφανιζόμενη ως «η πιο συγγενική δύναμη στο ΚΚΕ». Η επιδίωξη αυτή είναι σύμφυτη με τη φυσιογνωμία του οπορτουνισμού που δεν πρόκειται να παραιτηθεί από το στόχο μετάλλαξης ή διάλυσης του ΚΚΕ. Η διατήρηση της επαναστατικής φυσιογνωμίας του ΚΚΕ προϋποθέτει ανοιχτό μέτωπο πολεμικής με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ο Μάκης Μακρής είναι μέλος του Γραφείου Περιοχής της ΚΟ Αν. Στερεάς - Εύβοιας του ΚΚΕ και της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. http://www.antarsya.gr/node/1442
2. http://antarsya.gr/node/1152
3. Πολιτική Απόφαση http://antarsya.gr/node/1442
4. http://www.antarsya.gr/node/1394
5. http://antarsya.gr/node/1315
6. http://antarsya.gr/node/1395 (σ.σ. η υπογράμμιση δική μας).
7. http://www.aristerisispeirosi.gr/menu-vima-dialogou/36-2013-06-04-13-05-45
8. http://www.antarsya.gr/node/1152

9. Θυμίζουμε: συμμετοχή στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών με τη συνάντηση που έκανε με το ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις της που ανοιχτά έβαζαν το ζήτημα συμμετοχής σε αριστερή κυβέρνηση (π.χ. Κομμουνιστική Ανανέωση, ΑΡΑΝ κ.ά.).

TOP READ