R. P. Dutt-Η άποψη του καπιταλισμού για τη σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό
Από το
Φασισμός και κοινωνική επανάσταση, 1934, μτφρ. Β. Παπαρήγα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2014
Θα είναι χρήσιμο να ξεκινήσει η μελέτη του εν λόγω
ζητήματος εξετάζοντας την άποψη του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου
για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού.
Η άποψη του χρηματιστικού κεφαλαίου, για όποιον την αναζητεί, εκφράζεται με παραδειγματική σαφήνεια στα ήδη προαναφερθέντα Deutsche Führerbriefe ή αλλιώς στο εμπιστευτικό δελτίο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών κατά το κρίσιμο έτος 1932. Τα εν λόγω "Führerbriefe" ή αλλιώς "Επιστολές στους ηγέτες" αποτελούν
"ιδιωτική πολιτικοοικονομική αλληλογραφία", η οποία αρχικά κυκλοφόρησε
εμπιστευτικά μεταξύ των ηγετών του χρηματιστικού κεφαλαίου, οι οποίοι
είχαν οργανωθεί στην Ομοσπονδία των Γερμανών Βιομηχάνων. Τα Νο. 72 και 75, στις 16 Σεπτέμβρη 1932, περιείχαν μια μελέτη με τίτλο "Η κοινωνική επανασταθεροποίηση του καπιταλισμού", η οποία εκφράζει με αποκαλυπτικό τρόπο την αντίληψη των κυρίαρχων οικονομικών ομάδων.
Ο συγγραφέας ξεκινάει με τη βασική άποψη ότι η διατήρηση της
καπιταλιστικής κυριαρχίας εξαρτάται από τη διάσπαση της εργατικής τάξης:
Απαραίτητος όρος ώστε να καταστεί δυνατή η όποια επανασταθεροποίηση
της αστικής κυριαρχίας στη μεταπολεμική Γερμανία αποτελεί η διάσπαση του
κινήματος της εργατικής τάξης. Οποιοδήποτε ενιαίο εργατικό κίνημα που
θα πηγάζει από τα κάτω θα είναι επαναστατικό και η εν λόγω κυριαρχία δεν
θα καταφέρει να το αντιμετωπίσει για πολύ, ούτε καν με τη χρήση
στρατιωτικής δύναμης.
Συνεπώς, ο ουσιαστικός κίνδυνος είναι το ενιαίο μέτωπο της εργατικής
τάξης: απέναντι σε αυτό ακόμα και η στρατιωτική δύναμη δεν θα μπορούσε
για πολύ να υπερισχύσει. Ο καπιταλισμός, αντιστοίχως, απαιτεί μια
κοινωνική βάση εκτός των γραμμών του καθώς και τη διάσπαση της εργατικής
τάξης. Αυτό του παρέχει, στη μεταπολεμική περίοδο, η σοσιαλδημοκρατία.
Το πρόβλημα της σταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος στη μεταπολεμική Γερμανία καθορίζεται
εν γένει από το γεγονός ότι η κυρίαρχη αστική τάξη, η οποία έχει τον
έλεγχο της εθνικής οικονομίας, έχει ελαττωθεί κατά πολύ ώστε να κρατηθεί
μόνη της στην εξουσία. Για να διατηρήσει την κυριαρχία της απαιτείται,
εάν δεν επιθυμεί να βασιστεί στην άκρως επικίνδυνη χρήση της ωμής
στρατιωτικής βίας, μια συμμαχία με στρώματα που δεν ανήκουν κοινωνικά σε
αυτή, αλλά θα της παρέχουν την αναγκαία υπηρεσία για την εδραίωση της
εξουσίας της στο λαό, και συνεπώς θα την καθιστούν τον πραγματικό και
τελικό φορέα αυτής της εξουσίας. Αυτός ο τελευταίος ή "έσχατος φορέας"
της αστικής κυριαρχίας ήταν, κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής
σταθεροποίησης, η σοσιαλδημοκρατία.
Έως εδώ, η ανάλυση είναι απλή. Η σοσιαλδημοκρατία παρείχε τη βάση για τη
διατήρηση της καπιταλιστικής εξουσίας και τη διάσπαση της εργατικής
τάξης. Ωστόσο, πώς έχει καταστεί η σοσιαλδημοκρατία ικανή να διασπάσει την εργατική τάξη; Ποια είναι η κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας; Στο σημείο αυτό, η
ανάλυση του εκπροσώπου του χρηματιστικού κεφαλαίου πλησιάζει κατά πολύ
την αντίστοιχη του Λένιν για τις αιτίες διάσπασης της εργατικής τάξης
στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Ο συγγραφέας βρίσκει τη βάση της
σοσιαλδημοκρατίας και της διάσπασης που προκαλεί στην εργατική τάξη
στους προνομιακούς όρους, οι οποίοι εδράζονται στην κοινωνική νομοθεσία
και τις παραχωρήσεις σε ένα ευνοούμενο, οργανωμένο τμήμα της εργατικής
τάξης:
Κατά την πρώτη περίοδο ανασύστασης του αστικού μεταπολεμικού καθεστώτος, στο διάστημα 1923-24 έως 1929-30, η
διάσπαση της εργατικής τάξης υλοποιήθηκε στη βάση των κατακτήσεων
αναφορικά με τους μισθούς και την κοινωνική πολιτική, στο πλαίσιο των
οποίων η σοσιαλδημοκρατία κεφαλαιοποίησε το επαναστατικό κύμα.
Χάρη στον κοινωνικό χαρακτήρα της ως το αυθεντικό κίνημα των εργατών, η
σοσιαλδημοκρατία έφερε στο σύστημα της ανασύστασης εκίνη την εποχή,
μαζί με την καθαρά πολιτική ισχύ της, κάτι ακόμα πιο πολύτιμο και
διαρκές, συγκεκριμένα την οργανωμένη εργατική τάξη, την οποία --ενόσω
της παρέλυε την επαναστατικότητα-- έδενε σφιχτά στις αλυσίδες του
αστικού κράτους.
Είναι αλήθεια ότι ο σοσιαλισμός του Νοέμβρη* αποτέλεσε εξίσου μαζική
ιδεολογική παλίρροια και κίνημα, αλλά όχι μόνο αυτό, διότι πίσω του
υπήρχε η δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης, η κοινωνική δύναμη των
συνδικάτων. Η παλίρροια κατάφερε να κοπάσει, αλλά τα συνδικάτα παρέμειναν ακλόνητα και μαζί τους, ή σωστότερα χάρη σ' αυτά, ακλόνητο παρέμεινε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Σ' αυτή τη βάση, το κύριο σώμα της οργανωμένης εργατικής τάξης "δέθηκε σφιχτά στις αλυσίδες του αστικού κράτους" μέσω της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων, ενώ ο κομμουνισμός κρατήθηκε μακριά μέσω ενός "τεχνητού φράγματος":
Αυτές (οι κατακτήσεις αναφορικά με τους μισθούς και την κοινωνική
πολιτική) λειτούργησαν ως ένα είδος τεχνητού φράγματος μέσω του οποίου,
σε μια φθίνουσα αγορά εργασίας, το εργαζόμενο και σταθερά οργανωμένο
κομμάτι της εργατικής τάξης απολάμβανε ένα κλιμακωτό, πλην όμως
σημαντικό, πλεονέκτημα σε σύγκριση με την άνεργη κυμαινόμενη μάζα των
χαμηλών κατηγοριών, καθώς και μια σχετική προστασία του βιοτικού
επιπέδου του από τις ολοκληρωτικές συνέπειες της ανεργίας και της
συνολικά κρίσιμης κατάστασης.
Το πολιτικό όριο μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και κομμουνισμού διατρέχει
σχεδόν με ακρίβεια όλη την κοινωνική και οικονομική οριοθέτηση αυτού του
καναλιού διαλογής· και όλες οι προσπάθειες του κομμουνισμού, όσο και αν
σήμερα έχουν αποβεί μάταιες, στοχεύουν να καταφέρουν ένα ρήγμα στην εν
λόγω σφαίρα προστασίας των συνδικάτων.
Αυτό το σύστημα δούλεψε αρκετά καλά έως ότου η παγκόσμια οικονομική κρίση άρχισε να καταστρέφει τη βάση σταθερότητας. Η οικονομική κρίση ανάγκασε τον καπιταλισμό να σαρώσει τις "κατακτήσεις" στους μισθούς και την κοινωνική ασφάλιση και κατά συνέπεια να υπονομεύσει τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο αυτό αύξησε τον κίνδυνο η εργατική τάξη να περάσει στο στρατόπεδο του κομμουνισμού. Γι αυτό ήταν απαραίτητο να βρεθεί ένα νέο εργαλείο για τη διάσπαση της εργατικής τάξης: ο εθνικοσοσιαλισμός.
Η διαδικασία μετάβασης στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, λόγω της
αναγκαίας ακύρωσης αυτών των κατακτήσεων από την οικονομική κρίση,
περνάει το στάδιο του οξυμένου κινδύνου, καθώς με την εξαφάνισή τους ο μηχανισμός διάσπασης της εργατικής τάξης ο οποίος βασίζεται σε αυτές θα
πάψει να λειτουργεί, με αποτέλεσμα η εργατική τάξη να αρχίσει να
στρέφεται στην κατεύθυνση του κομμουνισμού και η αστική κυριαρχία θα
βρεθεί αντιμέτωπη με την αναγκαιότητα της οργάνωσης ενός στρατιωτικού
πραξικοπήματος. Αυτό το στάδιο θα σηματοδοτήσει την αρχική φάση της
ανίατης ασθένειας της αστικής κυριαρχίας. Καθώς το παλιό τεχνητό φράγμα
δεν μπορεί πλέον να αποκατασταθεί επαρκώς, η μόνη πιθανή σωτηρία της
αστικής εξουσίας από την άβυσσο είναι να υλοποιήσει τη διάσπαση της
εργατικής τάξης και να την προσδέσει στον κρατικό μηχανισμό, με άλλους
πιο άμεσους τρόπους. Εδώ ακριβώς εδράζονται οι δυνατότητες και τα
καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισμού.
Οι νέοι όροι σημαίνουν, ωστόσο, αλλαγή στη μορφή του κράτους. Η πρόσδεση της οργανωμένης εργατικής τάξης στο κράτος μέσω της σοσιαλδημοκρατίας χρειάζεται τον κοινοβουλευτικό μηχανισμό· αντιστρόφως, το
φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό σύνταγμα γίνεται αποδεκτό από το
μονοπωλιακό καπιταλισμό, μόνο με την προϋπόθεση ότι η σοσιαλδημοκρατία
ελέγχει και διασπά την εργατική τάξη. Στην περίπτωση που ο
καπιταλισμός αναγκάζεται να μετασχηματίσει το κοινοβουλευτικό σύστημα σε
μη-κοινοβουλευτικό και "περιορισμένο" (δηλαδή, φασιστικό),
Η πρόσδεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στη σοσιαλδημοκρατία αρχίζει και τελειώνει με τον κοινοβουλευτισμό. Η
δυνατότητα διαμόρφωσης ενός φιλελεύθερου κοινωνικού συντάγματος από το
μονοπωλιακό καπιταλισμό καθορίζεται από την ύπαρξη ενός αυτόματου
μηχανισμού, ο οποίος διεμβολίζει την εργατική τάξη. Ένα αστικό καθεστώς, το οποίο εδράζεαι σε φιλελεύθερο αστικό σύνταγμα, δεν πρέπει να είναι μόνο κοινοβουλευτικό· πρέπει να υπολογίζει στη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και να της επιτρέπει να έχει ικανοποιητικές κατακτήσεις. Ένα
αστικό καθεστώς το οποίο καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις πρέπει να
θυσιάσει τη σοσιαλδημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, να δημιουργήσει
ένα υποκατάστατό της και να μεταπηδήσει σ' ένα περιορισμένο κοινωνικό σύνταγμα.
Η λύση στο πρόβλημα της διατήρησης του καπιταλισμού εν μέσω κρίσης,
σύμφωνα με το συγγραφέα, βρίσκεται στον εθνικοσοσιαλισμό και στην
εγκαθίδρυση ενός "περιορισμένου" ή φασιστικού καθεστώτος. Ο συγγραφέας
βρίσκει στο ρόλο του εθνικοσοσιαλισμού σήμερα έναν αξιοπρόσεκτο
παραλληλισμό με εκείνον της σοσιαλδημοκρατίας κατά την προηγούμενη
περίοδο.
Ο παραλληλισμός είναι πραγματικά εντυπωσιακός. Η τότε σοσιαλδημοκρατία
(από το 1918 έως το 1930) και ο σημερινός εθνικοσοσιαλισμός εκτελούν
παρόμοιες λειτουργίες, ως προς το γεγονός ότι αμφότεροι αποτέλεσαν τους
νεκροθάφτες του προηγούμενου συστήματος, και στη συνέχεια, αντί να
οδηγήσουν τις μάζες στην επανάσταση που οι ίδιοι διακήρυτταν, τις
οδήγησαν σε μια νέα μορφή αστικής κυριαρχίας.
Η σύγκριση η οποία γίνεται συχνά μεταξύ Έμπερτ και Χίτλερ είναι εξίσου βάσιμη, από αυτή την άποψη.
Αμφότεροι επικαλούνται τον αντικαπιταλιστικό πόθο για χειραφέτηση· αμφότεροι υπόσχονται ένα νέο "κοινωνικό" ή "εθνικό" κράτος.
Από αυτό συνάγεται το τελικό συμπέρασμα ότι:
Από μόνος του ο παραλληλισμός δείχνει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός έχει
αφαιρέσει από τη σοσιαλδημοκρατία το ρόλο της παροχής μαζικής στήριξης
στην κυριαρχία της γερμανικής αστικής τάξης.
Με αυτόν τον τρόπο αναλύει την προσωπική σκέψη της η χρηματιστική καπιταλιστική ολιγαρχία για το ρόλο των δυο εργαλείων της: της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Έως τώρα, έχουμε αναπαράγει αυτή την ανάλυση χωρίς καμία κριτική, γιατί έχει
αυτοτελή αξία ως αξιόπιστη δήλωση-- όλο και σαφέστερη καθώς δεν
προορίζεται για λαϊκή κατανάλωση-- της πραγματικής άποψης του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Αποτελεί πολιτικό ντοκουμέντο μεγάλης αξίας το οποίο μπορεί να συστήσει κανείς σε όσους μελετούν τους οπαδούς της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού.
Θα διαπιστώσει ότι αυτή η αξιοπρόσεκτα ειλικρινής και νηφάλια δήλωση
σχετικά με την αληθινή υπόσταση του φασισμού, όπως δείχνουν οι
πραγματικοί χρηματοδότες και διαχειριστές του, δε συμμερίζεται καμία από
τις μυστικιστικές, εθνικές, φυλετικές, "συντεχνιακές", σοβινιστικές
ανοησίες τις οποίες ο φασισμός προβάλλει για λαϊκή κατανάλωση, αλλά
είναι εξολοκλήρου ορθολογική και ψυχρή. Θα είναι σημαντκό να
επιστρέψουμε σε αυτό κατά τη μελέτη της λεγόμενης "θεωρίας" του
φασισμού.
Η πραγματική ανάλυση, ωστόσο, αν και αποτελεί χρήσιμο σημείο εκκίνησης
στη συζήτηση περί σοσιαλδημοκρατίας και φασισμού, χρήζει, από ορισμένες
απόψεις, κριτικής. Ο συγγραφέας σωστά αντιλαμβάνεται το μηχανισμό της
καπιταλιστικής μεταπολεμικής κυριαρχίας στη βάση της σοσιαλδημοκρατίας.
Ωστόσο, γράφει λες και ο φασισμός "έχει αφαιρέσει από τη
σοσιαλδημοκρατία το ρόλο της παροχής μαζικής στήριξης στην κυριαρχία της
αστικής τάξης." Χθες, η σοσιαλδημοκρατία έπαιζε αυτό το ρόλο· σήμερα, ο
φασισμός· καθένα στη δική του εποχή. Ως εκ τούτου, η
σοσιαλδημοκρατία και ο φασισμός φαίνονται να επιτελούν ουσιαστικά
ταυτόσημο ρόλο, που διαφέρει μόνο ως προς την εποχή, τις διαφορετικές
συνθήκες και συνεπώς τις διαφορετικές μεθόδους και μορφές του
συνταγματικού χάρτη. Αυτό ωστόσο παραείναι απλοϊκό και συνιστά λάθος.
Αμφότεροι συνυπάρχουν· ο καθένας επιτελεί ένα διακριτό ρόλο,
συμπληρώνοντας τον άλλο. Ο φασισμός στηρίζεται κυρίως, για τη
διαμόρφωση της κοινωνικής βάσης του, στα ετερόκλητα μικροαστικά
στρώματα, στην αγροτιά, στα ξεπεσμένα στοιχεία και στο καθυστερημένο
εργατικό δυναμικό. Η σοσιαλδημοκρατία βασίζεται στα ανώτερα στρώματα των
βιομηχανικών εργατών. Η αστική τάξη οικοδομεί την κυριαρχία της
στηριζόμενη και στους δυο, φέρνοντας στο προσκήνιο πότε τη μία, πότε τον
άλλον, χρησιμοποιώντας την υποστήριξη και των δυο. Ο φασισμός δε
γίνεται ποτέ η κύρια βάση της αστικής τάξης (αν και αποτελεί το κύριο
και αποκλειστικό κυβερνητικό εργαλείο της όταν η κρίση απαιτεί τον
πειθαναγκασμό όλων των εργατών και η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας
κινδυνεύει να ατονήσει), γιατί ποτέ δεν κερδίζει το κύριο σώμα των
βιομηχανικών εργατών, το οποίο είναι παραδοσιακά οργανωμένο -- η
μοναδική δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Εδώ, ο ρόλος
της σοσιαλδημοκρατίας εξακουλουθεί να είναι αποφασιστικής σημασίας,
ακόμα και μετά την επικράτηση της φασιστικής δικτατορίας.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε χώρες όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία,
η Ισπανία του Ντε Ριβέρα, κλπ., όπου η σοσιαλδημοκρατία είναι αποδεκτή
στα πλαίσια της φασιστικής δικτατορίας. Ωστόσο, είναι εξίσου αληθές ότι
σε εκείνες τις χώρες όπου έχει ολοκληρωθεί η φασιστική δικτατορία
--Γερμανία, Ιταλία-- οι σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις είναι επισήμως
εκτός νόμου και τα συνδικάτα έχουν ενσωματωθεί στο φασιστικό μέτωπο. Μόνο
στο βαθμό που η σοσιαλδημοκρατική επιρροή, ιδεολογία και παραδόσεις
παραμένουν κυρίαρχες στους βιομηχανικούς εργάτες αποδιοργανώνοντας τον
επαναστατικό αγών, εμποδίζοντας το ενιαίο μέτωπο και τη μαζική πάλη,
τότε μόνο ο καπιταλισμός διατηρεί την εξουσία του, έστω και με τη μορφή
του φασισμού. Επίσης, ακόμα και στις χώρες όπου η φασιστική δικτατορία αποδυναμώνεται, η σοσιαλδημοκρατία προσμένει έτοιμη να διασώσει τον καπιταλισμό.
Οι διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και φασισμού δεν είναι λιγότερο
σημαντικές από τις ομοιότητές τους για την κατανόηση των δυο ρευμάτων.
Και τα δυο αποτελούν εργαλεία για την κυριαρχία του μονοπωλιακού
κεφαλαίου. Και τα δύο αντιμάχονται την επανάσταση της εργατικής τάξης.
Και τα δύο αποδυναμώνουν και διασπούν τις ταξικές οργανώσεις των
εργατών. Ωστόσο οι μέθοδοί τους διαφέρουν.**
Ο φασισμός συντρίβει τις ταξικές οργανώσεις των εργατών από τα έξω, αντιτίθεται στο σύνολο της βάσης της και διατυπώνει μια εναλλακτική "εθνική" ιδεολογία.
Η σοσιαλδημοκρατία υπονομεύει τις ταξικές οργανώσεις των εργατών από
τα μέσα, χρησιμοποιώντας τη βάση των προηγούμενων αυτοτελών κινημάτων
και τη μαρξιστική ιδεολογία --η οποία διατηρεί ακόμα ζωντανές τις
παραδόσεις και την οργανωτική πειθαρχία των εργατών-- ώσε να στηρίξει με
ακόμα μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την πολιτική του κεφαλαίου και να
διαλύσει κάθε μαχητικό αγώνα.
Ο φασισμός απαιτεί αντιστοίχως για την πλήρη επικράτησή του το "ολοκληρωτικό" τρομοκρατικό ταξικό κράτος.
Η σοσιαλδημοκρατία ελέγχει τους εργάτες με τη μέγιστη
αποτελεσματικότητα και επιτυχία στο φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό ταξικό
κράτος, χρησιμοποιώντας τις δικές του "εσωτερικές" μεθόδους πειθαρχίας
και τον περιστασιακό κρατικό πειθαναγκασμό, για την καταστολή κάθε
μαχητικού αγώνα.
Ο φασισμός λειτουργεί κυρίως μέσω του πειθαναγκασμού και επιπροσθέτως της εξαπάτησης.
Η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί κυρίως μέσω της εξαπάτησης και επιπροσθέτως του πειθαναγκασμού.
Αυτή τη συνδυαστική σχέση της διαφοράς στη μέθοδο και της ομοιότητας
στον κύριο στόχο υπογραμμίζει ο Στάλιν στον ορισμό που έχει δώσει ήδη
από το 1924 ("Οι κύριοι παράγοντες της παρούσας διεθνούς κατάστασης", Κομμουνιστική Διεθνής, αγγλική έκδοση 1924, τεύχος Νο. 6): "η σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπεί αντικειμενικά την μετριοπαθή πτέρυγα του φασισμού."
Σημειώσεις
** Αναφέρεται στην επανάσταση το Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία. [Σπαρτακιστές]
** Οι
αριστεροί σοσιαλδημοκράτες λένε συχνά για τον κομμουνισμό: "οι στόχοι
μας είναι ίδιοι· διαφέρουμε μόνο στις μεθόδους." Θα ήταν σωστότερο να
πούμε για τη σοσιαλδημοκρατία και το φασισμό: "Οι στόχοι τους είναι
ίδιοι (διάσωση του καπιταλισμού από την επανάσταση της εργατικής τάξης)·
διαφέρουν μόνο στις μεθόδους."