ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΟΠΟΙ
Η εκλογή του Ντ. Τραμπ ως 45ου προέδρου των ΗΠΑ έδωσε
την εντύπωση πως αιφνιδίασε την Ευρώπη, που υποκρινόμενη την αθώα εκδηλώνει με
ευγένεια τη ανησυχία της για
ανθρωπιστικού χαρακτήρα προβλήματα που
συνδέονται με την επικράτηση του Τραμπ.
Στη δική μας γωνιά, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, σε μια
προσπάθεια ενδυνάμωσης της εικόνας της για τον πολιτικό της ρόλο, δίνοντάς του
διαστάσεις δυσανάλογες της σημασίας του και ψυχογραφώντας υπουργούς πρώην και νυν, μαζί με
τους «αγώνες» για συγκρότηση του Εθνικού
Ραδοτηλεοπτικού Συμβουλίου, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της πλαστής αντιπαλότητας
κυβέρνησης αντιπολίτευσης, εξελίχτηκαν
σε μείζονα θέματα.
Και κάπου, σαν ψίθυρος, οι συνομιλίες με διακριτικότητα και
οι καλοπροαίρετες(;) ελπίδες μας για λύση του κυπριακού μας υπενθυμίζουν το
μείζον πρόβλημά μας που θέλουμε να μένει στη σκιά και το περιθώριο ώσπου η
έκρηξή του να μας συμπαρασύρει.
Κι όλες
αυτές οι ειδήσεις και η διαχείρισή τους στις κοινωνίες της ευημερούσας δύσης,
στις οποίες ξεφυτρώνουν όλο και περισσότερο οικονομικά και εθνικά γκέττο κι ενώ
για χιλιάδες εργαζόμενους η ανεργία ή υποαπασχόληση αποτελούν τις μοναδικές
εφικτές προοπτικές κι ενώ πληθαίνουν οι
εστίες πολέμου που με την ευγενική χορηγία της δύσης (ΗΠΑ και ΕΕ)
δημιουργούνται, δεν δείχνουν παρά πώς η
πολιτική εξουσία συνεχίζει να είναι και φορέας
τελικά μιας ιδεολογίας για την οποία η απόλυτη αξία είναι η «επικοινωνία» που
γίνεται αντιληπτή αυτόνομα και ως αυτοσκοπός.
Και
μεις ψυχανεμιζόμαστε πως οδεύουμε προς
νέες κοινωνικές σχέσεις και νέα
κοινωνική οργάνωση, το πραγματικό περιεχόμενο των οποίων παραμένει για μας
σκοτεινό και αινιγματικό κι έτσι πορευόμαστε στα σκοτεινά, όμοια τυφλοί, χωρίς
να κατανοούμε γεγονότα ούτε να αντιλαμβανόμαστε τις σκοπιμότητες και στο τέλος
βρισκόμαστε με υποστηρικτές και συμμάχους που κανονικά καθόλου δεν θα έπρεπε να
επιθυμούμε.
Και
ξαναπιάνουμε αναλύσεις επί αναλύσεων για την εκλογή του Τραμπ, ανίχνευση των
προθέσεων των εκλογέων του και κινδυνολογίες για την πολιτική που θα εφαρμόσει,
ξεχνώντας πως οι εκλογές στις αστικές μας δημοκρατίες ήταν και παραμένουν μια
μορφή νομιμοποίησης του συστήματος, μέσω της κινητοποίησης του πληθυσμού με σκοπό την υποστήριξη του καθεστώτος και την
καλλιέργεια θετικών στάσεων και
αντιλήψεων σε σχέση με το πολιτικό σύστημα
και τη θέση των εκλογέων σ’ αυτό,
εξασφαλίζοντας συνάμα και την πολιτική σταθερότητα, αξία ανεκτίμητη για όσους
κατέχουν πολιτική εξουσία. Εξάλλου το εκλογικό σώμα δεν είναι παρά μια
αφαίρεση, μάλλον ένα στατιστικό σύνολο
που δύσκολα μετατρέπεται σε πολιτικό υποκείμενο. Τότε έχουν σημασία για τους
εργαζόμενους οι πολιτικές επιλογές μέσω εκλογών, αν πίσω από τη νόμιμη και
κοινοβουλευτική δράση υπάρχει η οργάνωση της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σε
ενέργεια μόλις χρειαστεί. Σε κάθε άλλη
περίπτωση, οι ποσοστώσεις και οι αριθμοί των εκλογών, αν και πολλαπλώς ερμηνευόμενοι,
το πολύ να καταδείχνουν την ύπαρξη κοινωνικών εντάσεων και αναγκών
–προειδοποίηση για την άρχουσα τάξη. Γι’ αυτό, επειδή τα αστικά μας καθεστώτα ομνύουν στη
δημοκρατία και στον αυξανόμενο ρόλο του απλού ανθρώπου στις κρατικές υποθέσεις κι
είναι περήφανα για τις δυνατότητες που
δίνουν στους πολίτες τους να εισβάλλουν στον κλειστό κύκλο των κυβερνώντων,
όταν γίνεται αντιληπτή από την άρχουσα τάξη η ύπαρξη μιας γενικής δυσαρέσκειας,
που ακόμα δεν είναι απειλητική, δεν προκρίνεται ο αποκλεισμός τους από την
πολιτική αλλά εντείνεται η χειραγώγησή τους. Εν πρώτοις, θα πρέπει η διάθεση και πρόθεση του εκλογικού σώματος να
αναγνωριστεί προκειμένου να δαμαστεί καθοδηγώντας το σε ελεγχόμενα μονοπάτια. Δημιουργούνται
λοιπόν τέτοιες κοινωνικές και πολιτικές αξίες και θεσμικές πρακτικές που
οριοθετούν το πεδίο της πολιτικής διαδικασίας, έτσι ώστε δημοσίως να
συζητούνται και να επιλύονται εκείνα τα ζητήματα που είναι ασφαλή για το
σύστημα, ενώ τίθενται εκτός πολιτικής άλλα. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθορίζονται και
ποιες είναι οι επιτρεπόμενες
συγκρούσεις, σε ποιους τομείς επιτρέπεται αγώνας για τη μεταβολή του
συσχετισμού των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων. Κι όσο το εκλογικό σώμα περιορίζει την κριτική του στους θεσμούς
εξουσίας του καπιταλιστικού συστήματος, αναζητεί τις αιτίες για την ένδειά του
στους τρόπους και την τακτική που ασκείται η αστική κυριαρχία αφήνοντας στο
απυρόβλητο την οικονομική δομή τόσο πιο εύκολο για την κυρίαρχη εξουσία να
χρησιμοποιεί εμπρηστικότερες ταμπέλες σαν κράχτες για το εκλογικό σώμα που κάθε
φορά θα κρύβουν τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυρίαρχη τάξη και που
μεταστρέφονται τελικά στις πιο αντιδραστικές.
Το εκλογικό λοιπόν σώμα των ΗΠΑ
ζητούσε να χτυπηθεί το σύστημα, καληώρα όπως στη χώρα μας, και του προσφέρθηκε
η καρικατούρα του αντισυστημικού, με αποκλίσεις από τον ορθό πολιτικό λόγο, την
πουριτανική ηθική, το ωραίο της αισθητικής
κλπ. αναστέλλοντας για …την επομένη φορά την όποια αμφισβήτηση του
συστήματος. Αν όμως κάτι δείχνουν αυτές οι εκλογές των ΗΠΑ δεν είναι κάτι διαφορετικό
απ’ αυτό που δείχνουν και στην Ευρώπη. Η αστική δημοκρατία υποτάσσεται στην
ανάγκη του ιμπεριαλισμού να τσακίσει τις μάζες, και όσο έχει την ικανότητα να
τις χειραγωγεί στρέφει τη δυσαρέσκειά τους σε εθνικιστικές και φασίζουσες
επιλογές που τις προσφέρει αφειδώς, μέχρις που να αποδειχτεί ανεπαρκής σ’ αυτό
το ρόλο και ξεκάθαρα ν’ αντικατασταθεί με τη δικτατορία και το φασισμό.