Οι
«αναμνήσεις ενός κουρέα», του ιταλού κομμανιστή Τζιοβάνι Τζερμανέτο, είναι ένα βιβλίο που αναβλύζει λαϊκές μυρωδιές και
κυλάει ευχάριστα, όπως οι ιστορίες ενός κουρέα την ώρα που σε έχει στην καρέκλα
του και περιποιείται τα μαλλιά –ενίοτε και τα μυαλά σου. Παράλληλα αποτυπώνει
τη δυσωδία ενός αστικού κόσμου που παρακμάζει και από την κρεατομηχανή του
πολέμου φτάνει στην ανάδειξη του Μουσολίνι και τη σταδιακή επικράτηση του
φασισμού.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα του
βιβλίου, που ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στη σοβαρή ανάλυση και την
αφήγηση ευτράπελων περιστατικών, πάντα με ρέουσα κι ευχάριστη γραφή.
Για ορεκτικό ένα απόσπασμα που
δείχνει τη σύνδεση του Μουσολίνι με τους δεξιούς σοσιαλιστές (αν κι αυτό
ίσως ξενίσει όσους βγάζουν ιλαρά με οτιδήποτε θυμίζει το σχήμα του
σοσιαλφασισμού).
Παρουσιάζει
ενδιαφέρον η στάση του Μουσολίνι σε αυτήν την περίοδο. Στη διάρκεια των ταραχών
στη Γένοβα και των διαμαρτυριών ενάντια στους μαυραγορίτες έγραφε στην
εφημερίδα του Πόπολο ντ’ Ιτάλια: «Πρέπει να τουφεκιστούν τα σκυλόψαρα που
πλούτισαν!» Στο Νταλμέν οι φασίστες κατέλαβαν τις επιχειρήσεις Γκρεγκορίνι και
ο Μουσολίνι καταφέρθηκε και πάλι ενάντια σ’ εκείνους που πλούτισαν στη διάρκεια
του πολέμου. «Δημοκρατία, οικονομία! Να το σύνθημά μας! Ζητούμε τη σύγκληση
συνταγματικής συνέλευσης και στην ερώτηση μοναρχία ή δημοκρατία απαντάμε:
Δημοκρατία!» Ο Μουσολίνι έγραφε: «Το ιταλικό κοινοβούλιο πολύ σπάνια είχε την
τύχη να ακούσει ένα τόσο σοβαρό και τόσο καλά συγκροτημένο πρόγραμμα διακυβέρνησης
όπως αυτό που παρουσίασε ο Φιλίπο Τουράτι!» Εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να
ενωθεί με τους «λογικότερους» σοσιαλιστές. Ύστερα από τη διάσπαση του
Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Λιβόρνο το 1921, ο Μουσολίνι έγραφε: «Το Ιταλικό
Σοσιαλιστικό Κόμμα απαλλάχτηκε το 1892, στη Γένοβα, από τους αναρχικούς. Σήμερα
απαλλάχτηκε από τους κομμουνιστές!» Ο Μουσολίνι ερωτοτροπούσε και με τους σοσιαλρεφορμιστές.
Η κατάντια του Τουράτι δε θα σταματούσε σε αυτό.
Πιο
φουρκισμένος απ’ όλους ήταν ο διευθυντής της αστυνομίας, που έβλεπε ότι θιγόταν
καθημερινά το κύρος του. Είχε αγριέψει για τα καλά, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Κάποτε του παρουσίασαν μια ειδοποίηση για ένα συλλαλητήριο και μια διαδήλωση. Ο
διοικητής, ιππότης Ντ’ Αβάντσο, που δε διακρινόταν για την εξυπνάδα του, μου
έδωσε ένα έγγραφο και μου είπε:
-Διαβάστε
το και κατόπιν υπογράψτε το.
Κάθισα
και διάβασα:
«(…)
προειδοποιεί τον ως άνω (ακολουθούσε το όνομα και το επώνυμό μου) ότι, εάν κατά
τη διάρκεια της διαδηλώσεως και του συλλαλητηρίου οι συμμετέχοντες ψάλωσι τον
Ύμνον των εργατών, η επωδός του ως άνω ύμνου θα ψάλλεται ως έχει γραφεί υπό του
Φίλιπο Τουράτι, ήτοι:
Είτε
με τη δουλειά μας θα ζήσουμε
είτε
παλεύοντας θα πεθάνουμε
και
ουχί
Εμείς
θα ζήσουμε με τη δουλειά μας
δίχως
Πάπα, δίχως βασιλιά!
Χαμογέλασα
και υπέγραψα. Ο Ντ’ Αβάντσο, που χρησιμοποιούσε πάντα μια περίπλοκη και
περισπούδαστη φρασεολογία, μου είπε:
-Τι
σημαίνει αυτό το σαρδόνιο γέλιο που προβάλλει μέσα από το δίχτυ των γενιών που
περιβάλλουν το πρόσωπό σας; Δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι εγώ εκπροσωπώ το νόμο…
-Δεν
πρόκειται γι’ αυτό κύριε διευθυντά. Εγώ δεν ξεχνώ το νόμο. Συλλογιέμαι όμως το
φουκαρά τον Τουράτι.
Ζήτησα
ένα αντίγραφο. Είχε πολύ γούστο εκείνο το έγγραφο και άξιζε να κρατήσει κανείς
ένα αντίγραφο. Ο φουκαράς ο Τουράτι! Σε τι χάλι είχε φτάσει… να του φυλάγει ένας
διευθυντής της Ασφάλειας την ακεραιότητα του ύμνου.
Ανακοίνωσα
σε όλους του συντρόφους την προειδοποίηση και ο Ντ’ Αβάντσο αναγκάστηκε να
ακούει όλη τη μέρα να τραγουδούν αμέτρητες φορές τον Ύμνο… σωστά και διάβασε
κατόπιν και το έγγραφό του στον Τύπο μας.
Ας δούμε όμως λίγα περισσότερο για τον Ντ' Αβάντσο και τη στάση αυτού του τύπου ανθρώπου, εκείνη την εποχή.
Ήταν ο τέλειος τύπος του μπασκίνα. Ανήκε στην κατηγορία εκείνων που
είναι έτοιμοι για κάθε βρομιά προκειμένου να πάρουν ένα γαλόνι παραπάνω ή μια εύφημο
μνεία. Ακατάδεχτος με τους αδύνατους, γλείφτης προς τους ανωτέρους του. Στην
πρώτη μεταπολεμική περίοδο φάνηκε καθαρά πόσο μεγάλη ήταν η δειλία όλων αυτών,
μαζί και του αφεντικού τους, του Υπουργού Εσωτερικών. Είδα πολλούς από αυτούς,
κατάχλομους, να τρέμουν μπροστά σε μια επιτροπή εργατών.
Κάποτε
ο Ντ’ Αβάντσο μου είπε:
-Νομίζω
ότι ακόμη και μια σοσιαλιστική κυβέρνηση χρειάζεται αστυνομία. Τι λες;
Ήταν
η εποχή των κινημάτων κατά της αύξησης των τιμών. Οι εργάτες άνοιγαν και
άδειαζαν τα καταστήματα και ο Ντ’ Αβάντσο είχε αρχίσει να σκέφτεται το… μέλλον.
-Οπωσδήποτε
–του απάντησα- θα έχουμε ανάγκη από αστυνομία, αλλά από μια αστυνομία πιο
έξυπνη από αυτή του Νίτι (σ.σ.: του πρωθυπουργού).
-Μα
νομίζετε ότι δεν υπάρχει ούτε ένα έξυπνος αστυνομικός στην Ιταλία; Νομίζετε πως
όλοι είναι αφοσιωμένοι ψυχή και σώματι στον Νίτι και τον Τζιολίτι; Δουλεύουμε
μόνο για να τα βγάλουμε πέρα σε αυτήν τη ζωή.
Πόσες
φορές δεν άκουσα τέτοια λόγια σε εκείνες τις πλούσιες σε επαναστατικά γεγονότα
μέρες! Και πόσοι άνθρωποι δε με χαιρετούσαν τότε! Ο ενωμοτάρχης της χωροφυλακής
ήρθε μια μέρα στο μαγαζί και μου είπε:
-Εδώ
που τα λέμε, δεν μπορεί να ζούμε συνέχεια έτσι! Από ποιον θα πρέπει να πάρω εγώ
διαταγές; Από τη νομαρχία δε μου δίνουν καμιά διαταγή πια. Χαμπάρι δεν έχω τι
πρέπει να κάνω. Και πόσες παρανομίες δε γίνονται! Ο καθένας κάνει ό,τι του
κατεβαίνει… Άμποτε να γινόταν επιτέλους κι αυτή η επανάσταση… γιατί δεν είναι
ζωή αυτή!
Κι
έφυγε.
Το πόσο έξυπνοι ή όχι ήταν οι
αστυνομικοί του καθεστώτος, φαίνεται κι από ένα σπαρταριστό περιστατικό
που μας μεταφέρει ο Τζερμανέτο.
Ήταν
η περίοδος που το Κομμουνιστικό Κόμμα ανέπτυσσε έντονη δράση για την οργάνωση
πυρήνων στις επιχειρήσεις. Η αστυνομία κάτι είχε μάθει σχετικά και προσπαθούσε
να ανακαλύψει τι γινόταν. Αλλά δεν ήξερε συγκεκριμένα τι ήταν αυτοί οι πυρήνες.
Η αστυνομία πήρε τη διαταγή: «Να ανακαλυφθούν οι πυρήνες!» Αλλά τι ήταν αυτοί
οι «πυρήνες»; Στην Ιταλία οι χαφιέδες της Ασφάλειας επιστρατεύονταν συνήθως από
ανέργους που προέρχονταν από τα πάμφτωχα χωριά του Νότου και οι οποίοι τα
έχαναν κυριολεκτικά στο «μακρινό Βορρά». Τι μπορούσαν να ξέρουν αυτοί για τον
κομμουνισμό και τους «πυρήνες» του στις μεγάλες πόλεις; Στην αρχή, όταν
πρωτοέρχονταν, φυλάγονταν από τα αυτοκίνητα και τους περαστικούς, ύστερα
θαμπώνονταν από τις βιτρίνες και θέλανε να δουν τα ντεκολτέ των γυναικών του
δρόμου, να μπουν στα καφενεία και στους κινηματογράφους. Τους παράσερνε η
δυνατότητα να χαρούν, χωρίς να ξοδέψουν δεκάρα, όλα αυτά τα «επίγεια αγαθά» και
να παινευτούν ύστερα στους συγχωριανούς τους όταν θα γυρίζουν στα σπίτια τους.
Ο
διοικητής της αστυνομίας του Μιλάνο, παίρνοντας υπόψη το διανοητικό επίπεδο των
υφιστάμενών του, τους κάλεσε για να τους δώσει μερικές οδηγίες και να τους κατατοπίσει
γύρω από το πρόβλημα των πυρήνων. Αλλά όταν τελείωσε το λόγο του με το
συνηθισμένο «Ζήτω ο Ντούτσε!», οι φουκαράδες εκείνοι ήταν ακόμα πιο ζαλισμένοι
από πρώτα. Ο διοικητής αναμφίβολα ήταν ένας καλός ρήτορας, το κακό όμως προερχόταν
από το γεγονός ότι και ο ίδιος δεν καταλάβαινε και πολύ καλά τι είναι αυτοί οι «πυρήνες».
Εμπνευσμένοι
από το λόγο του διοικητή τους, οι αστυνομικοί άρχισαν με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο
να ψάχνουν για τους μυστηριώδεις πυρήνες. Και έτσι, χάρη στο ζήλο και στην καθιερωμένη
πια συνήθειά τους, όρμησαν μια μέρα στα γραφεία μας.
Εκεί
που δουλεύαμε ήσυχοι με τον Τερατσίνι, επέδραμε μια ομάδα αστυνομικών.
-Πάνω
τα χέρια!
Σωματική
έρευνα και ύστερα έρευνα σε όλα τα γραφεία. Τα έκαναν όλα άνω-κάτω. Για μια
στιγμή ένας τους ανακαλύπτει μέσα σε κάποιο ντουλάπι δύο βαλίτσες. Μας ζήτησαν
να τις ανοίξουμε. Δεν είχαμε τα κλειδιά, ούτε και ξέραμε τίνος ήταν. Γι’ αυτό
αρνηθήκαμε.
-Ακολουθήστε
μας! διέταξε ο επικεφαλής τους εμένα και τον Τερατσίνι.
Και
κινήσαμε με τις βαλίτσες κυκλωμένοι από τους αστυνομικούς που έλαμπαν από τη
χαρά τους. Ο διοικητής γύρισε προς τον Τερατσίνι και του είπε:
-Κύριε
δικηγόρε, αυτή τη φορά το χάσατε το παιχνίδι. Τους ανακαλύψαμε…
Ο
Τερατσίνι που σκούπιζε ήσυχα τα γυαλιά του ρώτησε:
-Τι
ανακαλύψατε;
Ο
αστυνομικός έδειξε τις δυο βαλίτσες.
-Ξέρω,
ξέρω –είπε ο αστυνομικός, τώρα κάνεις την πάπια… -αλλά θα δούμε στο Σαν Φεντέλε…
-Είμαι
κι εγώ περίεργος να δω τι έχουν μέσα αυτές οι βαλίτσες, είπε ο Τερατσίνι,
γυρίζοντας προς εμένα.
-Μπορώ
να σας το πω εγώ, κύριε δικηγόρε- φώναξε ο αστυνομικός με τόνο ενός ανθρώπου
που δεν ξεγελιέται εύκολα- στις βαλίτσες αυτές βρίσκονται οι πυρήνες!
Και
ύστερα σώπασε θριαμβευτής!
Θυμάμαι
ακόμα το βλέμμα του Τερατσίνι και τα μούτρα του διοικητή της Ασφάλειας όταν
άνοιξαν οι βαλίτσες.
Ύστερα
από λίγες ώρες γυρίσαμε στη Σύνταξη. Δυο σύντροφοι γύρευαν τις βαλίτσες τους,
που τις χρησιμοποιούσαν σα ντουλάπες για να αφήνουν τα παπούτσια, τα ρούχα, τα
μαντήλια και τα πουκάμισά τους όταν έφευγαν στα συχνά ταξίδια τους για
προπαγανδιστική δουλειά.
Για επιδόρπιο ένα ακόμα ευτράπελο
περιστατικό από μια προεκλογική καμπάνια και την περιοδεία του
Τζερμανέτο σε κάποια ορεινά χωριά.
Μόλις
φτάσαμε στο χωριό, μας προϋπάντησαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ντυμένοι στα
γιορτινά και με τις σημαίες μπροστά. Ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, καπέλα στον
αέρα. Κοίταξα τις σημαίες. Άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο, πάντως όλες κόκκινες.
Διάβασα την επιγραφή της πρώτης σημαίας «Ενορία Αγίας Άννης». Στη δεύτερη
σημαία έγραφε «Πρώτον βραβείο δρόμου. Δεύτερον βραβείο χιονοδρομίων». Έμεινα με
ανοιχτό το στόμα. Πού στην ευχή βρισκόμουν;
-Α
μην κοιτάς τι γράφουν οι σημαίες! μου είπε ένας αγρότης. Εσύ δες το χρώμα!
Μαζέψαμε κι εμείς όσες κόκκινες βρήκαμε. Μια τόσο μεγάλη γιορτή χωρίς κόκκινες
σημαίες δε θα ήταν γιορτή της προκοπής.
Η
ορχήστρα με τη χορωδία άρχισε έναν Ύμνο των Εργατών, που μήτε ο ίδιος ο
Τουράτι, μήτε ο διοικητής της ασφάλειας της πόλης μου δε θα τον αναγνώριζαν.
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε και μια πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου από το Ατέχνως.