Τι εστί
αλλοτρίωση; Μην είναι καμία απ’ αυτές τις έννοιες που πετάνε όπου βρουν οι
κουλτουριάρηδες, για να ψαρώσουν το κοινό τους, να μην τους καταλαβαίνει κανείς
και να φαντάζουν περισπούδαστοι; Ή μήπως καμιά έννοια από τα πρώτα έργα του
νεοχεγκελιανού μαρξ, που μυρίζουν ιδεαλισμό και πρέπει να τα βλέπουμε με
επιφύλαξη –αν δεν τα απορρίπτουμε, όπως ο αλτουσέρ; Κι αν τελικά δεν είναι
τίποτα από τα παραπάνω, δεν είναι παρόλα αυτά μια σχετικά δυσπρόσιτη έννοια,
στην οποία σκοντάφτουμε και τρώμε τα μούτρα μας, ενώ περιτριγυρίζουμε συνεχώς
τον ορισμό της, χωρίς ποτέ να τον καταλαβαίνουμε πλήρως;
Δε θα
διαφωνήσω ακριβώς σ’ αυτό το τελευταίο. Αλλά όταν σκοντάφτουμε σε μια
φιλοσοφική έννοια, μπορεί κάποιες φορές να μας βοηθήσει η ετυμολογική της ανάλυση
και να μας δώσει πληροφορίες κι υλικό, που θα δυσκολευόμασταν να προσεγγίσουμε
διαφορετικά.
Η αλλοτρίωση
ξεκινά από την παραγωγή κι αναφέρεται σε έναν αλλότριο σκοπό, που δεν είναι
δικός μας, ή δεν τον νιώθουμε τέτοιο, και μας υποτάσσει στη μηχανή του σα
γρανάζια χωρίς βούληση, υποδουλώνει κάθε μας δράση κι ενέργεια, κάθε
δημιουργική δύναμη και την καθιστά κενή, ξένη στον εαυτό μας και την ουσία του.
Η εργασία μετατρέπεται έτσι σε αγγαρεία και μισθωτή δουλεία, σε μια άσκοπη,
μονότονη, επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, που απορροφά κάθε ζωτικότητα, κάθε
χυμό του εργαζόμενου, εντείνει την κούραση του μυαλού πρωτίστως και τον καθιστά
πνευματικό ράκος, ανίκανο να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο του, παρά μόνο για
να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να τις ξοδέψει πάλι την επόμενη μέρα στη
δουλειά.
Όπως λέει
και μια φράση που έχει βάλει προμετωπίδα ο οικοδόμος στο ιστολόγιό του: ανάθεσέ
μου μια δουλειά, όπου μπορώ να βάλω ένα κομμάτι του εαυτού μου και δεν είναι
δουλειά, είναι τέχνη! Κι όταν αυτό ισχύσει για όλη την κοινωνία, θα είμαστε ήδη
στον ώριμο κομμουνισμό, όπου η εργασία χάνει τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα και
γίνεται αυτοσκοπός, δημιουργία, παιχνίδι, δηλ όλα τα στοιχεία που εκφράζει κι
εκπροσωπεί η τέχνη.
Όταν όμως
δε συμβαίνει αυτό, η εργασία γίνεται αλλοτριωτική, γιατί δεν μπορούμε να
αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας σε αυτό που κάνουμε, δεν αναπτύσσουμε την προσωπικότητά
μας, συμμετέχουμε μηχανικά, με τη λογική της μίνιμουμ προσπάθειας και της τυπικής
παρουσίας – απουσίας· προσπαθούμε να το αποφύγουμε, να μειώσουμε την ένταση και
τη διάρκειά του, να λουφάρουμε με άλλα λόγια, να κερδίσουμε χρόνο μακριά του, όπως
με την αρρώστια, που τρώει το μέσα μας, μας σακατεύει ψυχικά και μας εξασθενίζει.
Η αλλοτρίωση
είναι επίσης συνώνυμο της αποξένωσης, όπου ο άνθρωπος νιώθει έξω από τα νερά
του, αναρωτιέται όπως ο χεμινγουέι «τι γυρεύω εγώ εδώ;» και ψάχνει απεγνωσμένα
να βρει ένα νόημα που να τον ορίζει, να γεμίζει τη ζωή του, να του δίνει ένα
στήριγμα στην καθημερινή βιοπάλη. Αυτή η αποξένωση παίρνει διάφορες μορφές. Ο εργαζόμενος
αποξενώνεται απ τα μέσα παραγωγής και το προϊόν της εργασίας του –κατά συνέπεια
αδιαφορεί για τα αποτελέσματα και τους καρπούς που δίνει και αρχίζει να την
εκτελεί ψυχρά και μηχανικά, χωρίς μεράκι, χωρίς να δίνει και να αναγνωρίζει τον
εαυτό του σε αυτό που κάνει. Παράλληλα αποξενώνεται από συναδέλφους του και τα
άλλα αδέλφια της τάξης του, που τους βλέπει ως ξένους, εχθρούς, ανταγωνιστές,
απειλή για τη δική του θέση, που χειροτερεύει διαρκώς τα τελευταία χρόνια. Και βιώνει
αυτή την αποξένωση και στις άλλες κοινωνικές του σχέσεις, κατ’ εικόνα κι ομοίωση
με τη δουλειά του. Μετατρέπεται σε λύκο κατά το πρότυπο του χομπς (homo homini lupus est).
Μιλήσαμε
πιο πάνω για την ουσία του εαυτού μας και του ανθρώπου· αλλά πώς θα μπορούσαμε
να την ορίσουμε; Η αλλοτρίωση νοείται ως απομάκρυνση από την ουσία του
ανθρώπου, την οποία ο χέγκελ προσπάθησε να βρει στο πνεύμα και σε ένα ανώτερο
ιδεώδες, μακριά από τον πραγματικό υλικό κόσμο, ενώ ο υλισμός του φόιερμπαχ τον
εντόπισε αφηρημένα σε κάποια δοσμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου,
χωρίς να τα εξετάζει στην κίνησή τους και τη ζωντανή τους πορεία στον χρόνο. Ο μαρξ
αντίθετα βρήκε την απάντηση στην κίνηση και την εξέλιξη του πραγματικού υλικού
κόσμου, της κοινωνίας και όρισε την ουσία του ανθρώπου ως το σύνολο των
κοινωνικών του σχέσεων· και στο επίκεντρο αυτών των σχέσεων βρίσκεται (όχι
στεγνά η οικονομική βάση, αλλά) η παραγωγή, η εργασία, που κάνει άλλωστε τον
άνθρωπο να διαφέρει από τα υπόλοιπα ζώντα είδη. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο
άνθρωπος (κι όχι κάποια άψυχη μηχανή) παραμένει η βασική παραγωγική δύναμη αλλά
κι η αποκλειστική πηγή κέρδους για το κεφάλαιο στη σημερινή κοινωνία.
Ας φανταστούμε
λοιπόν ποια μπορεί να είναι σήμερα η ουσία στη ζωή ενός μακροχρόνια άνεργου ή
και άλλων εργαζόμενων σε μια κοινωνία άγριας ταξικής εκμετάλλευσης· όπου
καλούμαστε να επιβεβαιώσουμε την ουσία του είδους μας και της ύπαρξής μας έξω
από την εργασία μας, δηλ την κατεξοχήν δημιουργική δραστηριότητα της ζωής μας. Κι
όπου η παραγωγή δεν έχει ως σκοπό της την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών αλλά
την ανταλλαγή, την παραγωγή εμπορευμάτων και το κέρδος που αποφέρουν. Έτσι ο
κάθε παραγωγός εξαρτάται από το αν θα πουλήσει ή όχι τα προϊόντα του, συνδέει
άμεσα με το εμπόριο την ύπαρξη και τη σκέψη του, αρχίζει ασυνείδητα να βλέπει τις
ανθρώπινες σχέσεις ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων.
Κι αυτή
ακριβώς είναι η έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος, που ανέλυσε πρώτος ο
μαρξ. Φετίχ είναι να παίρνεις μια πλευρά, μια επιμέρους πτυχή και να
αναπληρώνεις το σύνολο, να υποκαθιστάς πχ τον έρωτα και τη γυναίκα που δεν έχεις
με τα εσώρουχά της, τη χαμένη ζωή με τα προϊόντα που υπόσχονται να σου
αγοράσουν την ευτυχία, την αντικαπιταλιστική πάλη με το νόμισμα –που δεν είναι
φετίχ, όπως είχε πει κι ο μέγας αλέξης της ελληνικής πολιτικής.
Γι’
αυτό κι η λύση δεν είναι προφανώς να γυρίσουμε πίσω στην εποχή των μικρών
παραγωγών του χωριού και να φέρουμε την εμπορευματική παραγωγή σε πιο ανθρώπινα
μέτρα, ούτε κάποιο είδος εναλλακτικού εμπορίου με αυτοδιαχείριση, που
επιστρέφει φαινομενικά στον παραγωγό το προϊόν της δουλειάς του και τα μέσα
παραγωγής, αλλά διατηρεί στο ακέραιο την αγορά, τον ανταγωνισμό και τα εμπορεύματα,
ως βασικές πηγές αλλοτρίωσης.
Τα γράφει
πολύ καλά κι ο καζαντζάκης, στον επίλογό του από το «ταξιδεύοντας στη ρουσία»,
όπου παρομοιάζει τη σοβιετία με ηφαίστειο, που παραμένει ενεργό κι απειλεί την
παρηκμασμένη πομπηία του καπιταλιστικού κόσμου. Και παρακάτω λέει.
Κρίσιμη, οδυνηρή η στιγμή που περνούμε. Ο
άνθρωπος πιάστηκε στους τροχούς της μηχανής, δεν μπορεί πια να ξεφύγει. Ξαπόλυσε
τις δαιμονικές ποσότητες της ύλης και τώρα δεν μπορεί πια να τις υποτάξει στη
μυστική ποιότητα, στην ψυχή του. Το πνέμα που υπόταξε την ύλη τώρα υλοποιείται
κι αυτό, γίνεται παράρτημα της μηχανής και την ακολουθάει σαν ύλη.
Πολλοί ονειροπόλοι προτείνουν: «Η μόνη
σωτηρία, να γυρίσουμε στην παλιάν απλότητα, να λιγοστέψουμε τις ανάγκες μας, μα
καταργήσουμε τη σημερινή πολυπλοκότητα της ζωής, που δε μας αφήνει μια στιγμή
λεύτερους. Μονάχα έτσι το κάθε κομμάτι της ύλης που θα δουλεύουμε θα γιομώνει
πάλι ψυχή. Πώς δούλευαν το μεσαίωνα; Η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο ζωντάνευαν,
αλάφρωναν, γίνουνταν πνέμα κάτω από την υπομονετικήν ερωτική αναπνοή του
εργάτη. Ας ακολουθήσουμε κι εμείς το δρόμο αυτόν, ας γυρίσουμε πίσω!»
Ρομαντικές επιπολαιότητες. Ν’
απλοποιήσουμε τη ζωή μας, να γυρίσουμε πίσω στο μεσαίωνα, στις Αγάπες των
πρώτων χριστιανών ή ακόμα πιο πίσω, στην πρωτόγονη κοινοχτημοσύνη των άγριων –όλα
τούτα είναι ονειροπολήματα ανίκανων ανθρώπων. Η ζωή δε γυρίζει πίσω· πάει
μπροστά συντρίβοντας όσους δεν μπορούν να την ακολουθήσουν. Ας πάμε μαζί της. Κι
ακόμα πιο πολύ: ας τη σπρώξουμε να πάει πιο πέρα. Έτσι μονάχα θα τη βοηθήσουμε
να περάσει την απαραίτητη τούτη περίοδο της μηχανοποίησης και να λευτερωθεί. Η λύση
βρίσκεται πάντα μπροστά, ποτέ πίσω.
Ο εργάτης δεν μπορεί σήμερα, όπως στο
μεσαίωνα, ν’ αγαπήσει το έργο του. Το μεσαίωνα δούλευε με υπομονή κι έρωτα την
ύλη. Αμοιβή του θεωρούσε όχι μονάχα, το μεροκάματο παρά, πολύ περισσότερο, την
αναγνώριση των ανθρώπων ή της κοινότητας που του ‘δωκε την παραγγελιά. Κι ακόμα
πιο μεγάλη αμοιβή ένιωθε την ίδια τη χαρά δημιουργώντας ένα ωραίο ή ένα χρήσιμο
έργο.
Σήμερα ο εργάτης καμιάν εσωτερική σχέση
δεν έχει με το έργο του. Πώς είναι δυνατό να ‘χει; Δουλεύει χρόνια από το πρωί
ως το βράδυ, κάνει την ίδια πάντα κίνηση, εχτελεί μηχανικά μια λεπτομέρεια,
χωρίς να ενδιαφέρεται μήτε για το σύνολο μήτε για την ωραιότητα ή τη
χρησιμότητα της δουλειάς του. Γιατί να ενδιαφέρεται; Δουλεύει κι η προσωπική
του συνεισφορά, καμιά θεμελιακήν αξία δεν μπορεί να ‘χει στην ποιότητα του
έργου.
Κι ακόμα περισσότερο: μισεί το έργο που
κάνει, το μισεί γιατί νιώθει πως το έργο αυτό ολοενα και τον αποχτηνώνει, του
σκοτώνει την ψυχή και το σώμα. Το μισεί ακόμα γιατί ξέρει πως όλοι του οι κόποι
παχαίνουν και πλουτίζουν τ’ απάνθρωπα αφεντικά του, τους κεφαλαιούχους. Αυτός,
η γυναίκα του, τα παιδιά του, τ’ αγγόνια του, γενεές γενεών, θ’
αποχτηνώνουνται, μεροδούλι, μεροφάι. Επομένως μόνη του φροντίδα είναι να
λιγοστέψει, όσο μπορεί, τις εργάσιμες ώρες και να μεγαλώσει, όσο μπορεί, το μεροκάματο.
Μην του πείτε, για να τον παρηγορήσετε,
πως δουλεύει για την κοινωνία ή για το κράτος. Μισεί την κοινωνία τούτη που
τόσο άνομα έχει μοιραστεί τις απόλαυσες και τους κόπους, που ‘χει θεσπίσει την
αδικία, τη σκληρότητα, την εκμετάλλεψη του αντρός, την εξαχρείωση της γυναίκας.
Μισεί το κράτος που υποστηρίζει ορισμένη κοινωνική τάξη –αυτή που εκμεταλλεύεται
τον ιδρώτα και την πείνα του λαού και πλουτίζει.
Τι πρέπει να γίνει; Όπως γρηγόρεψε ο
ρυθμός της ζωής, ανάγκη αναρίθμητοι άνθρωποι να δουλεύουν στις φάμπρικες, κάτω
στη γης, στη θάλασσα. Να γυρίσει πίσω ο εργάτης στη μεσαιωνική απλότητα κι
αγάπη, αδύνατο. Καμιά ελπίδα μεταθανάτιας αμοιβής δεν τους ξεγελάει πια· τίποτα
πια δεν μπορεί να τους δώσει εγκαρτέρηση κι υπομονή. Η γης τούτη είναι η
κόλαση, η γης τούτη είναι κι η παράδεισο· εδώ πρέπει να ξεσπάσει η αμοιβή κι η
τιμωρία.
Με άλλα
λόγια μια μεγάλη αντίφαση της εποχής μας (παράγωγη της βασικής αντίθεσης μεταξύ
του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των καρπών της)
είναι η εξής: ο εργαζόμενος αποκτηνώνεται κι αποξενώνεται ολοένα και
περισσότερο στα πλαίσια μιας παραγωγής, όπου ο κοινωνικός της χαρακτήρας φτάνει
σε πρωτόγνωρα ύψη, συνδέοντας διάφορες παραγωγικές μονάδες σε παγκόσμια κλίμακα
κι εισάγοντας στη δουλειά όλο και περισσότερους προλετάριους –παράλληλα με τη
δραματική αύξηση της ανεργίας στο δυτικό κόσμο.
Η λύση
λοιπόν δε βρίσκεται στο παρελθόν των ταξικών, εμπορευματικών κοινωνιών, αλλά
στην υπέρβασή του και τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική, που θα ενώσει
την ανθρωπότητα (αφού τσακίσει πρώτα τους εχθρούς της), θα αναπτύξει τον
άνθρωπο ως κοινωνική προσωπικότητα και θα πάρει από τον καθένα ό,τι καλύτερο
μπορεί και διαθέτει.
Υγ:
για όσους σφους αναγνώστες θέλουν να εντρυφήσουν περισσότερο στην έννοια της αλλοτρίωσης,
η κε του μπλοκ συνιστά το βιβλίο του ρούση «ο λόγος στην ουτοπία» (εκδόσεις
γκοβόστη) και του ούγγρου μέσαρος «η θεωρία του μαρξ για την αλλοτρίωση», που
μπορείτε να το βρείτε εδώ και να το κατεβάσετε για να το διαβάσετε.