Με
αφορμή τις «παράτες» της κυβέρνησης πριν μερικές μέρες στο Καστελόριζο,
όπου οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν αγκαλιά με τους φασίστες
βουλευτές της Χρυσής Αυγής, η ομάδα των «53+» του ΣΥΡΙΖΑ έριξε ορισμένα
«άσφαιρα» πυρά κατά της κυβερνητικής φιέστας. Οι 53 βέβαια δε λένε
κουβέντα για τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής που είναι η στήριξη
της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας στο Αιγαίο, η οποία αποτελεί παράγοντα
αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων και υπόθαλψης της τουρκικής
επιθετικότητας. Οπως επίσης δε λένε κουβέντα για προηγούμενα επεισόδια
αυτού του ιδιάζοντος «φλέρτ» με τη ΧΑ, όπως η συνάθροιση με τη ΧΑ για τη
διακαώς επιζητούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ μη-ψήφιση του Προέδρου της
Δημοκρατίας από τη Βουλή που οδήγησε στις εκλογές του Γενάρη του 2015
αλλά και στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος.
Δεν αποτελεί βέβαια
νέο το ότι μέσα στα κόμματα της αστικής διαχείρισης εμφανίζονται συχνά
ομαδοποιήσεις που εκφράζουν μεγαλύτερες ή μικρότερες αποκλίσεις και
διαφορετικές προσεγγίσεις στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής. Οι
διαφοροποιήσεις αυτές αντανακλούν, όχι πάντα με ευθύ τρόπο, είτε
διαφορετικές απόψεις για το μείγμα της αστικής διαχείρισης, είτε
επιμέρους επιδιώξεις τμημάτων του κεφαλαίου που μπορεί να είναι
ανταγωνιστικά ή να απαιτούν άλλες προτεραιότητες, είτε διαφορετικούς
προσανατολισμούς στην πολιτική διακρατικών και διεθνών καπιταλιστικών
συμμαχιών. Ιδιαίτερα στην τωρινή περίοδο αστάθειας και ευμεταβλητότητας.
Η
ύπαρξη αυτών των διαφοροποιήσεων, ιδίως στα κόμματα που ασκούν την
αστική διακυβέρνηση, συχνά μεγεθύνεται και προβάλλεται απατηλά ως ένα
ελπιδοφόρο ρεύμα, που μπορεί να «διορθώσει» την κυβερνητική πολιτική, ως
εναλλακτική μιας «φιλολαϊκής» αστικής διαχείρισης, ή ως δύναμη που
μπορεί να ωθεί την κυβέρνηση προς φιλολαϊκές θέσεις. Προκύπτει έτσι και
αξιοποιείται μια εικόνα εσωκομματικών ομάδων ή κυβερνητικών στελεχών που
δήθεν «πιέζουν» την κυβέρνηση, όπως γίνεται όλους τους τελευταίους
μήνες από τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως με την ομάδα των «53+», αλλά και τον
κυβερνητικό ανασχηματισμό.
Εξάλλου, τα αστικά, όπως και τα
οπορτουνιστικά κόμματα, δεν συγκροτούνται στη βάση της ιδεολογικής -
πολιτικής - οργανωτικής ενότητας όπως το ΚΚ, αλλά είναι από τη φύση τους
«πολυτασικά», έχουν συνήθως ομάδες λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένες,
ηγετίσκους και «καπετανάτα», «βαρόνους» και «τζάκια», δήθεν «αριστερούς»
και «δεξιούς», φωνακλάδες και μετριοπαθείς, άλλοτε και «αντάρτες» που
παραβαίνουν την «επίσημη» γραμμή, που όλοι μαζί, ενίοτε και με
καταμερισμό ρόλων, συνεπικουρούν την αστική πολιτική. Πάντα, βέβαια, όλα
αυτά εμπλέκονται με τις ατομικές φιλοδοξίες του πολιτικού προσωπικού
και με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη ΝΔ, που
υπό την τωρινή ηγεσία της θέλει να παρουσιάζει ένα προφίλ σύγχρονου
φιλελεύθερου κόμματος, της επιχειρηματικότητας, της ιδιωτικής
πρωτοβουλίας, ενάντια στον κρατισμό, υπέρ «γενναίων» μεταρρυθμίσεων.
Παράλληλα, διατηρεί και «μοιράζει» κομματικές και κοινοβουλευτικές
θέσεις σε στελέχη της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς», που αναπτύσσουν
διαφορετική ρητορική για σειρά ζητημάτων. Αυτό δεν είναι κάτι νέο. Σε
προηγούμενη φάση, με αυτόν τον τρόπο εκφράζονταν εντός της ΝΔ δυνάμεις
που στη συνέχεια αποσχίστηκαν και συγκρότησαν τους ΑΝΕΛ ή και άλλα
μικρότερα κόμματα, ψηφοφόροι που στράφηκαν στη ΧΑ κ.λπ.
Το ΠΑΣΟΚ
επί δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά το '90, είχε κάνει επιστήμη την
καλλιέργεια του μύθου του «παλιού καλού ΠΑΣΟΚ», του ΠΑΣΟΚ των ιδρυτικών
αρχών, το διαχωρισμό ανάμεσα στους «παπανδρεϊκούς» και τους
«εκσυγχρονιστές» κ.λπ. Το ΠΑΣΟΚ από τη θέση της κυβέρνησης έκανε
«αντιπολίτευση στον εαυτό του», εγκλώβιζε μέσα από την παρέμβασή του στο
εργατικό κίνημα, τη ΓΣΕΕ, ως κυβέρνηση συμμετείχε ενεργά σε
ιμπεριαλιστικές πολεμικές επιχειρήσεις και, με αξιοθαύμαστη υποκρισία,
ως κόμμα συμμετείχε σε αντιπολεμικά συλλαλητήρια (βλ. Ιράκ).
Με αυτά που λέει ο... «καλός» ΣΥΡΙΖΑ, τύφλα να 'χει ο «κακός»!
Η
βασική ομάδα που παίζει σήμερα αυτό το ρόλο του «καλού» μέσα στον
ΣΥΡΙΖΑ είναι η τάση των «53+». Οι «53» είχαν κάνει την πρώτη τους
εμφάνιση τον Ιούνη του 2014 (πριν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση), ενώ με
κλιμάκωση παρεμβάσεων μετά τις εκλογές του Γενάρη του 2015 έγινε σαφές
ότι θα αναλάμβαναν τα ηνία της ισορροπίας των εσωκομματικών συσχετισμών
μετά τη διαφαινόμενη αποχώρηση του Αριστερού Ρεύματος, όπως και τελικά
έγινε με τη συγκρότηση της ΛΑΕ.
Θυμίζουμε ότι οι «53», που θέλουν
να εμφανίζονται ως η «αριστερή συνείδηση» του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η ομάδα που
παρείχε κρίσιμη εσωκομματική στήριξη στον Αλ. Τσίπρα το καλοκαίρι του
2015 και στήριξε αποφασιστικά την υπογραφή της συμφωνίας. Διατηρώντας
φραστικά αποστάσεις, δικαιολόγησαν επί της ουσίας την αναγκαιότητα του
3ου μνημονίου και πρωτοστάτησαν στην εφαρμογή του, όπως και ολόκληρης
της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής. Οπως το Αριστερό Ρεύμα τόσα
χρόνια έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στον εγκλωβισμό λαϊκών στρωμάτων στην
αυταπάτη της «κυβερνώσας αριστεράς», έτσι και οι «53» πήραν τη σκυτάλη
για να καλύψουν εν μέρει το κενό σε εκείνους που ένιωθαν
απογοητευμένοι/προδομένοι. Οι «53» δεν αμφισβητούν στο παραμικρό τον
καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και στηρίζουν την προοπτική της χώρας στην
ΕΕ, καλούν σε σύμπλευση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, δυνάμεις της
οποίας θεωρούν ότι
«απεγκλωβίζονται με πειστικό τρόπο από την αγκαλιά του νεοφιλελευθερισμού»1.
Παρουσιάζουν ως σημαντικές «νίκες» ορισμένα από τα μέτρα διαχείρισης
της ακραίας φτώχειας (π.χ. ρύθμιση 100 δόσεων), τη μάχη ενάντια στη
«διαπλοκή στα ΜΜΕ», που αναδιανέμει την πίτα μεταξύ νέων και παλιών
κεφαλαιοκρατών ανταγωνιστών και άλλα παρόμοια. Μην ξεχνάμε ότι βασικός
τους εκπρόσωπος στην κυβέρνηση είναι ο επικεφαλής της αντιλαϊκής
διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς», Ευ. Τσακαλώτος, ο οποίος άλλωστε με
τα λεγόμενά του, σε μία κατά τ' άλλα «αντιπολιτευτική» ομιλία του στο
συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για τη λογική των
«53+»:
«Ολοι μαζί τα συμφωνούμε και όλοι μαζί τα εφαρμόζουμε τα
συμφωνηθέντα. Δεν θα εφαρμόζουν οι δεξιοί του κόμματος, οι αριστεροί ή
είναι κάτι άλλο. Μαζί τα κάναμε».2
Το ίδιο
συμβαίνει και με ορισμένους υπουργούς που πρόσφατα «ανασχηματίστηκαν»
(π.χ. Ν. Φίλης, Θ. Δρίτσας, Π. Σκουρλέτης που «μετακινήθηκε» σε άλλο
υπουργείο), για τους οποίους φιλοτεχνείται το πορτρέτο στελεχών που
ακολουθούν μια δήθεν πιο σκληρή «αριστερή» γραμμή. Θυμίζουμε ότι τα
στελέχη αυτά ήταν και είναι στελέχη πρώτης γραμμής, που υλοποίησαν μέχρι
κεραίας τον κυβερνητικό σχεδιασμό, πρωτοστάτησαν στην εφαρμογή του
μνημονίου και όλων των αντιλαϊκών δεσμεύσεων. Κρύβεται ότι, για
παράδειγμα, η περιβόητη διαφοροποίηση του Π. Σκουρλέτη γύρω από το
ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων στην Ενέργεια δεν αφορούσε την ουσία, δηλαδή
μια καθαρή άρνηση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά το ύψος του αντιτίμου (να
μη δοθεί η ΔΕΗ για «ψίχουλα», όπως είπε συγκεκριμένα) και τους όρους
(διατήρηση του μάνατζμεντ στο αστικό κράτος), ως μια εκδοχή... λάιτ
ιδιωτικοποίησης. Ο ίδιος, άλλωστε, τις μέρες του κυβερνητικού
ανασχηματισμού διεμήνυε μέσω συνομιλητών του:
«Δεν κατέληξα ποτέ σε άλλο διά ταύτα πολιτικής, απλά πρέπει να δείχνεις στον κόσμο ότι καταλαβαίνεις τις δυσκολίες».3 Από τη μεριά του, ο Θ. Δρίτσας, αναφερόμενος στο ζήτημα του λιμανιού, δήλωνε:
«Υπάρχουν
ιδιωτικοποιήσεις που, ανεξαρτήτως της προγραμματικής μας θέσης, μπορούν
να γίνουν με την εξασφάλιση της μέγιστης ωφέλειας και μερικές που
γίνονται με τη λογική "πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή"»4,
δεχόμενος ουσιαστικά ότι υπάρχουν «καλές» και «κακές» ιδιωτικοποιήσεις.
Μια τέτοια αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων κρύβει
επιπλέον ότι το «Δημόσιο», το οποίο επικαλούνται, δεν είναι άλλο από το
καπιταλιστικό κράτος, το οποίο επίσης λειτουργεί προς όφελος της
καπιταλιστικής κερδοφορίας.
«Η κυβέρνηση είναι για το εφικτό, το κόμμα για το επιθυμητό»
Ετσι
αποδίδει ο Α. Κοτσακάς, υπεύθυνος Πολιτικού Σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ,
στέλεχος με μακρά θητεία στο ΠΑΣΟΚ, την αξιοποίηση του διαχωρισμού
κόμματος - κυβέρνησης, υπό το ψευδεπίγραφο σχήμα ότι το κόμμα διατηρεί
πιο προωθημένες θέσεις και πρέπει να «πιέζει» την κυβέρνηση, η οποία
είναι αναγκασμένη να κινείται στο όρια του «εφικτού»:
«Η κυβέρνηση
είναι όλων των Ελλήνων, ως εκ τούτου οφείλει να προτάσσει το πολιτικά
εφικτό. Το κόμμα δεν μπορεί παρά να προτάσσει το ιδεολογικά επιθυμητό. Ο
ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την κυβέρνηση και
ταυτόχρονα να διαμορφώνει ευνοϊκούς κοινωνικούς συσχετισμούς».5
Ο
ΣΥΡΙΖΑ επενδύει αρκετά σε αυτό το επιχείρημα, το οποίο θα του επιτρέπει
να απορροφά κλυδωνισμούς και δυσαρέσκεια της κομματικής του βάσης και
των ψηφοφόρων του. Γι' αυτό και άλλωστε στο πρόσφατο συνέδριό του, όπως
και στον προσυνεδριακό διάλογο που προηγήθηκε, απασχόλησε αρκετά το
ζήτημα των σχέσεων μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης.
Οπως γράφει ο
Α. Μπαλτάς, το κόμμα πρέπει να αποτελεί αποτελεσματικό «βραχίονα» για
την προώθηση προς τα κάτω της κυβερνητικής πολιτικής: «
Εμείς με τους
τρεις βραχίονες που οργανώνουν τη δουλειά μας: την κυβέρνηση, την
κοινοβουλευτική ομάδα, το κόμμα. Οπου κάθε βραχίονας έχει να επιτελέσει
το δικό του έργο, να αναλάβει τις δικές του ευθύνες, να συγκροτήσει τους
δικούς του ρυθμούς και συνθήκες λειτουργίας. Αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε
οι τρεις βραχίονες να λειτουργούν αρμονικά από κοινού, με τέτοιο τρόπο
ώστε το έργο τού καθενός να βοηθά το έργο όλων».6
`Η ακόμη πιο γλαφυρά, όπως το παρουσιάζει ο Γ. Σταθάκης: «
Τι
λειτουργίες επιτελούν, λοιπόν, τα κυβερνητικά κόμματα στις περισσότερες
χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μια εποχή κρίσης του κομματικού
φαινομένου; (...) οι πλέον υγιείς από αυτούς τους οργανισμούς διατηρούν
μια αυτόνομη οργανωτική ζωή, ένα κοινωνικό δίκτυο δηλαδή, σε τοπικό
επίπεδο, που τους επιτρέπει σε περιόδους που βρίσκονται στην
αντιπολίτευση να διευρύνουν την επιρροή τους και σε περιόδους
διακυβέρνησης να διατηρούν μια συλλογική στάση αποστασιοποίησης ή και
κριτικής από την εκάστοτε ''δική τους'' κυβέρνηση».7
Είναι
φανερό ότι ομολογείται η αγωνία και ο σχεδιασμός ώστε ο κομματικός
μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ να μπορεί να παίξει αποτελεσματικά το ρόλο
εκλαΐκευσης και προώθησης της αντιλαϊκής πολιτικής προς τα λαϊκά
στρώματα και απορρόφησης της απογοήτευσης από τη διάψευση των προσδοκιών
τους. Σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, το
κόμμα - ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα που «πιέζει» την κυβέρνηση, αλλά ένα
κυβερνητικό κόμμα, που ολόκληρη η λειτουργία του προσανατολίζεται ώστε
να υπηρετεί την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής.
Αποκάλυψη της προσπάθειας εγκλωβισμού
Οσο
διογκώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια, τόσο θα γίνεται πιο αναγκαία για τον
ΣΥΡΙΖΑ η χαλιναγώγησή της. Θα αξιοποιηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση
επίσης δυνάμεις στο εργατικό κίνημα, εκλεγμένοι στην Τοπική Διοίκηση και
άλλα. Αυτό ιδιαίτερα θα γίνεται πιο φανερό σε ενδεχόμενες περιόδους
όξυνσης της πάλης και κυρίως στο πλησίασμα εκλογών.
Το ζητούμενο
είναι, η οργή των λαϊκών στρωμάτων και η απογοήτευση να δυναμώσουν τη
θέληση για ανατροπή, όχι να στραφούν μόνο ενάντια στην κυβέρνηση και να
διοχετευτούν σε μια άλλη κυβερνητική λύση αστικής διαχείρισης. Η
διάψευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι, βέβαια, ακόμη μια διάψευση κάθε
αστικής διακυβέρνησης, αλλά κυρίως είναι η διάψευση της «αριστερής
κυβέρνησης», του μύθου φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. «Καλός»
ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει, όπως δεν υπήρχε «καλό» ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν υπάρχει
«καλός» καπιταλισμός.
Παραπομπές:
1. «Κείμενο συμβολής των 53 στο 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ», «Αυγή», 14/10/2016
2. Ομιλία Ευ. Τσακαλώτου στο 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ
3. «Τα Νέα», 25/10/2016
4. «Ριζοσπάστης», 27/10/2016.
5. Συνέντευξη στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 28/11/2016
6. «Τι μαθήματα πήραμε, τι πρωτοβουλίες πρέπει να αναλάβουμε», άρθρο του Α. Μπαλτά στον προσυνεδριακό διάλογο, www.syriza.gr
7. «Για το ρόλο του κόμματος», άρθρο του Γ. Σταθάκη στον προσυνεδριακό διάλογο, www.syriza.gr
Του
Κώστα ΜΠΟΡΜΠΟΤΗ*
Ο Κώστας Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του