Επί αιώνες η Θήβα, επίκεντρο ενός ολόκληρου μυθολογικού
κύκλου που έφερε το όνομά της, ήταν ένα πολιτικά ασήμαντο “underdog”,
πληρώνοντας σκληρά το “μηδισμό” της, δηλαδή τη συμπαράταξή της με τους
Πέρσες τα κρίσιμα χρόνια των αποτυχημένων εκστρατειών τους κατά των
ελληνικών πόλεων κρατών. Παλαντζάροντας μεταξύ των “υπερδυνάμεων” της
εποχής, Αθήνας και Σπάρτης, η Θήβα κατόρθωσε τελικά στο α’ μισό του 4ου
π.Χ αιώνα να επωφεληθεί από την αμοιβαία εξασθένιση των δύο “αιωνίων
αντιπάλων” την επαύριο του πολυαίμακτου πελοποννησιακού πολέμου και να
αναδειχθεί για σύντομο χρονικό διάστημα σε ηγεμονική δύναμη του
ελλαδικού χώρου. Σταθμός σε αυτή την πορεία υπήρξε η επικράτησή του
μεγάλου Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα στη μάχη των Λεύκτρων σαν σήμερα
το 371 π.Χ. Με αφορμή την ιστορική μάχη, μεταγράφουμε ένα απόσπασμα από
το βιβλίο του Michael Lee Lanning “Οι 100 μεγαλύτερες μάχες που χάραξαν
την ιστορία του κόσμου”, από τις εκδόσεις Ενάλιος, που φωτίζει το
πολιτικό πλαίσιο της εποχής, τα αίτια της επικράτησης των Θηβαίων, αλλά
και τα όσα ακολούθησαν, οδηγώντας στην κατάλυση της θηβαϊκής ηγεμονίας
και την επικράτηση των Μακεδόνων.
Η θηβαϊκή νίκη στη μάχη των Λεύκτρων το 371 πΧ τερμάτισε την ηγεμονία
της Σπάρτης επί των ελληνικών πόλεων-κρατών και άνοιξε το δρόμο για την
άνοδο του Φιλίππου της Μακεδονίας και του γιου του, Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τα Λεύκτρα είναι επίσης σημαντικά λόγω των νεωτερισμών στη
χρησιμοποίηση του ιππικού και της πολεμικής τακτικής.
Επί αρκετούς αιώνες οι ελληνικές πόλεις-κράτη ξεχώριζαν σε όλο τον
κόσμο για τις προόδους τους στις τέχνες, στις επιστήμες και στην
πολιτική. Ωστόσο, παρά την πολιτιστική πρόοδό τους, δεν ομονοούσαν
μεταξύ τους και ζούσαν σε ένα συνεχές καθεστώς πολέμου καθώς
ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο ολόκληρης της Ελλάδας. Η Αθήνα κυριάρχησε
στο δεύτερο μέρος του 5ου αιώνα πΧ, αλλά οι Αθηναίοι έστρεψαν τελικά το
ενδιαφέρον τους στις τέχνες αντί στο στρατό. Η Σπάρτη, που πάντα
υστερούσε στις τέχνες αλλά ξεχώριζε στον πόλεμο, νίκησε την Αθήνα το 404
πΧ και ανέλαβε την ηγεμονία των πόλεων-κρατών.
Μετά τη νίκη της, η Σπάρτη αύξησε τη φορολογία και τοποθέτησε
κυβερνήσεις ανδρεικέλων στις υποτελείς πόλεις-κράτη. Στη συνέχεια
αντιμετώπισε μερικές δυσκολίες, μέχρις ότου κυρίευσε τη Θήβα το 383 πΧ
και τοποθέτησε εκεί δική της κυβέρνηση.
Οι εκδιωχθέντες Θηβαίοι ηγέτες κατέστρωσαν αμέσως σχέδια για να
ανακαταλάβουν την πόλη τους και στράφηκαν στον πρώην εχθρό τους, την
Αθήνα, για βοήθεια. Ένας κοινός στόλος Αθηναίων και Θηβαίων νίκησε το
σπαρτιατικό ναυτικό στην Κνίδο το 394 πΧ, ενώ οι σύμμαχοι επέτυχαν και
άλλες μικρές θαλάσσιες και χερσαίες νίκες την επόμενη δεκαετία. Το 379
πΧ οι Θηβαίοι απελευθέρωσαν την πόλη τους από τη Σπάρτη και συνέχισαν
τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους για να εντάξουν διάφορες άλλες
μικρότερες πόλεις-κράτη στη Βοιωτική Ομοσπονδία.
Μετά από τριάντα χρόνια σποραδικών συγκρούσεων, οι Σπαρτιάτες και οι
Θηβαίοι ηγέτες συμφώνησαν να κάνουν ένα συνέδριο ειρήνης το 371 πΧ. Ο
Θηβαίος ηγέτης Επαμεινώνδας δε συμφώνησε με τους όρους που προτάθηκαν
και αποχώρησε από τη σύσκεψη.
Ο βασιλιάς Κλεόμβροτς Α’ της Σπάρτης αντιλήφθηκε ότι οι Θηβαίοι θα
ξανάρχιζαν τον πόλεμο και ότι ο καλύτερος τρόπος δράσης ήταν να επιτεθεί
ο ίδιος πριν προλάβει να ετοιμαστεί ο Επαμεινώνδας. Ένας σπαρτιατικός
στρατός από 10.000 άνδρες πήγε στη Βοιωτία και συναντήθηκε με τους 6.00
στρατιώτες του Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα, 15 χιλιόμετρα έξω από τη Θήβα.
Εκείνη την εποχή οι περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη είχαν
υιοθετήσει τη φάλαγγα σαν κύριο στρατιωτικό σχηματισμό τους. Οι
φάλαγγες, τετράγωνα βάθους οκτώ ή δέκα στρατιωτών με θώρακες, ασπίδες
και μακρά δόρατα, μπορούσαν να διασπάσουν τις παραδοσιακές αμυντικές
γραμμές του πεζικού και, με την πάροδο αρκετών δεκαετιών εφαρμογής τους,
είχαν αποδειχτεί άκρως αποτελεσματικό μέσο μάχης. Όταν συγκρούονταν
στρατοί που χρησιμοποιούσαν αμφότεροι τη φάλαγγα, οι σχηματισμοί τους
πίεζαν ο ένας τον άλλο μέχρι να υποχωρήσει κάποιος. Η εκπαίδευση των
στρατιωτών ήταν σημαντική, αλλά συνήθως οι φάλαγγες καθόριζαν το νικητή.
Αν και υστερούσε αριθμητικά, ο Επαμεινώνδας γνώριζε καλύτερα το
έδαφος της περιοχής και είχε το πλεονέκτημα αρκετών καινοτομιών στην
οργάνωση και στην τακτική του στρατού του. Για να υπερκεράσει την
αριθμητική κατωτερότητά του, αύξησε σε 50 τον αριθμό των σειρών της
φάλαγγας στην αριστερή πτέρυγα. Επίσης, για να ενισχύσει ακόμη
περισσότερο αυτήν την “καλύτερη φάλαγγα”, ο Θηβαίος ηγέτης τοποθέτησε
στο κέντρο της μια επίλεκτη μονάδα από 300 στρατιώτες γνωστή ως Ιερό
Λόχο και στα μετόπισθεν παρέταξε τη μικρότερη δεξιά φάλαγγα. Μια επίθεση
στην ασθενέστερη δεξιά φάλαγγα θα άφηνε εκτεθειμένη την εχθρική πτέρυγα
στην πανίσχυρη θηβαϊκή δύναμη που βρισκόταν στα αριστερά.
Οι Θηβαίοι σχεδίασαν επίσης μια νεωτεριστική χρήση του ιππικού τους.
Μέχρι τότε, οι ιππείς χρησίμευαν περισσότερο ως ανιχνευτές παρά ως
πολεμιστές. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να αρχίσει τη μάχη με το ιππικό του
εναντίον των Σπαρτιατών ιππέων ώστε να τους απομακρύνει από το πεδίο
της μάχης και να δημιουργήσει σύγχυση στις τάξεις του πεζικού.
Ένα πρωινό του Ιουλίου του 371 πΧ οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι
στην πεδιάδα των Λεύκτρων. Ο Επαμεινώνδας άρχισε τη μάχη συμφώνως προς
το σχέδιό του, με επίθεση του ιππικού που απομάκρυνε εύκολα τους
Σπαρτιάτες ιππείς από το πεδίο της μάχης. Ορισμένα άλογα των Θηβαίων
εισχώρησαν στις φάλαγγες των Σπαρτιατών και διέσπασαν το σχηματισμό
τους.
Ο θηβαϊκός Ιερός Λόχος προήλασε και απώθησε εύκολα το μικρότερο
σπαρτιατικό σχηματισμό στην αριστερή πτέρυγα. Άλλες σπαρτιατικές
φάλαγγες προσπάθησαν να επωφεληθούν από τη θηβαϊκή διείσδυση για να
περικυκλώσουν τους επιτιθέμενους, αλλά αποκόπηκαν από την εχθρική δεξιά
πτέρυγα. Καθώς οι δύο θηβαϊκές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα εμπρός, οι
πιεζόμενες σπαρτιατικές μονάδες διαλύθηκαν. Μερικοί Σπαρτιάτες πεζοί
πολέμησαν σκληρά για να φτάσουν στο πίσω μέρος, αλλά πάνω από 2.000
έπεσαν στο πεδίο της μάχης.
Οι θηβαϊκές απώλειες ήταν μόλις μερικές εκατοντάδες άνδρες, αλλά ο
εξαντλημένος στρατός δεν μπορούσε να συνεχίσει την επίθεση. Άλλωστε, δεν
υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο. Το ηθικό των Σπαρτιατών είχε καταπέσει
τόσο πολύ ώστε ο στρτατός τους δεν κατάφερε να διακριθεί ποτέ ξανά. Η
Θήβα ήταν πλέον ηγέτης των ελληνικών πόλεων-κρατών, αλλά ούτε η νίκη
ούτε η κυριαρχία της ήταν πλήρης.
Η Αθήνα και η Θήβα, μαζί με διάφορους συμμάχους τους, συνέχισαν να
πολεμούν για την επικράτηση στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες με
μοναδικό αποτέλεσμα την εξασθένιση των στρατών τους. ο 338 πΧ ο Φίλιππος
της Μακεδονίας επωφελήθηκε από την κόπωση των πόλεων-κρατών και νίκησε
μια κοινή δύναμη Αθηναίων και Θηβαίων στη Χαιρώνεια. Τελικά η Ελλάδα
ενώθηκε από έναν τρίτο και όχι από τους δικούς της ηγέτες. Ο Φίλιππος
οδήγησε την ενωμένη Ελλάδα να επεκτείνει τα όριά της και να διαδώσει τον
πολιτισμό της σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Μετά το θάνατό του, ο Μέγας
Αλέξανδρος επεξέτεινε τις ελληνικές περιοχές ακόμη περισσότερο,
δημιουργώντας τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη αυτοκρατορία εκείνης της
εποχής.
Η ήττα της Σπάρτης και η τελική εξασθένιση των πόλεων-κρατών στη μάχη
των Λεύκτρων οδήγησε στις κατακτήσεις του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Έφερε επίσης καινοτομίες στη δομή της φάλαγγας, στους πολεμικούς
ελιγμούς και στη χρησιμοποίηση του ιππικού, που υιοθετήθηκαν από το
Φίλιππο και το γιο του, όταν οδηγούσαν τους στρατούς τους σε μελλοντικές
νίκες και στη διαιώνιση του ανώτερου πολιτισμού και της πολιτικής των
Ελλήνων.