Το 96′ στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, ο Βαλέριος Λεωνίδης ήταν
αργυρός Ολυμπιονίκης στην κατηγορία του στην άρση βαρών, πίσω μόνο από
τον ανίκητο Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου, που έφτασε στα όριά του κι έκανε
υπέρβαση στην υπέρβαση. Μία από τις περιπτώσεις όπου κολλάει γάντι η
φράση για την αξία του ηττημένου που δίνει αξία στο νικητή.
Την περασμένη Κυριακή, στην κηδεία του Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, ο Λεωνίδης απέτισε φόρο τιμής στο μεγάλο του αντίπαλο, τον “Ηρακλή τσέπης” όπως τον έβγαλαν οι δημοσιογράφοι για το ύψος του και έσκυψε να τον φιλήσει για στερνή φορά, σε ένα φέρετρο, σκεπασμένο με μια τούρκικη σημαία.
Ένας Πόντιος προσκύνησε τη σημαία με την ημισέληνο…!
Ήταν το αήττητο συμπέρασμα όσων δεν μπορούσαν να χωνέψουν το αήττητο του Σουλεϊμάνογλου και βασικά την υπηκοότητά του. Γιατί ως εκεί φτάνει η σκέψη τους.
Αν ο αθλητισμός είναι κομμάτι του πολιτισμού, τότε οι μεγάλες αθλητικές μορφές είναι με έναν τρόπο σύμβολα παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, που ανήκουν σε όλους τους λαούς, κάτι ευρύτερο και καθολικό -με όλη την εμπορευματοποίηση, τα αναβολικά και λοιπές παθογένειες που ταλανίζουν και τις πραγματικές τέχνες. Κι αν είναι κομμάτι της παιδείας μας, που διαπλάθει προσωπικότητες και συνειδήσεις, τότε οι φασίστες είναι ξύλα απελέκητα, που δε μετέχουν καμιάς παιδείας και συνεπώς πολιτισμού, κανενός ανθρώπινου επιτεύγματος, πνευματικού και όχι μόνο.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς μορφωμένος για να έχει παιδεία και ανθρωπιά. Κι ο Λεωνίδης δεν πρόδωσε καμιά πατρίδα, κανένα ιδανικό ή λαό με την πράξη του (που κάποιοι την είδαν σαν φιλί του Ιούδα). Ίσα-ίσα. Απέδειξε πως είναι πάνω από όλα άνθρωπος, δε βάζει εθνικά σύνορα στην αγάπη και τη φιλία, στο θαυμασμό προς ένα συναθλητή του, γιατί είναι αξίες πανανθρώπινες που δεν μπαίνουν σε φασιστικά καλούπια, για να κοντύνουν και να έρθουν στο μπόι πολιτικών ερπετών που γεννάν το αυγό του φιδιού.
Σκύβοντας να φιλήσει το μεγάλο Τούρκο αντίπαλό του ο Λεωνίδης ύψωσε ανάστημα -κι ας είναι μόλις μερικούς πόντους πιο ψηλός από τον Ηρακλή τσέπης- στην πραγματικότητα σε όσους υψώνουν δάχτυλο στη νοημοσύνη μας. Σε αυτούς που μπορεί να θεωρούν μάγκα τον (κάθε) Χιμένεθ και το δάχτυλό του στην αντίπαλη κερκίδα, και προδότη αυτόν που τους υποκλίνεται και τους φιλάει. Και απλώνουν το εθνικιστικό τους δηλητήριο στον αθλητισμό, που δε γνωρίζει σύνορα.
Την περασμένη Κυριακή, στην κηδεία του Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, ο Λεωνίδης απέτισε φόρο τιμής στο μεγάλο του αντίπαλο, τον “Ηρακλή τσέπης” όπως τον έβγαλαν οι δημοσιογράφοι για το ύψος του και έσκυψε να τον φιλήσει για στερνή φορά, σε ένα φέρετρο, σκεπασμένο με μια τούρκικη σημαία.
Ένας Πόντιος προσκύνησε τη σημαία με την ημισέληνο…!
Ήταν το αήττητο συμπέρασμα όσων δεν μπορούσαν να χωνέψουν το αήττητο του Σουλεϊμάνογλου και βασικά την υπηκοότητά του. Γιατί ως εκεί φτάνει η σκέψη τους.
Αν ο αθλητισμός είναι κομμάτι του πολιτισμού, τότε οι μεγάλες αθλητικές μορφές είναι με έναν τρόπο σύμβολα παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, που ανήκουν σε όλους τους λαούς, κάτι ευρύτερο και καθολικό -με όλη την εμπορευματοποίηση, τα αναβολικά και λοιπές παθογένειες που ταλανίζουν και τις πραγματικές τέχνες. Κι αν είναι κομμάτι της παιδείας μας, που διαπλάθει προσωπικότητες και συνειδήσεις, τότε οι φασίστες είναι ξύλα απελέκητα, που δε μετέχουν καμιάς παιδείας και συνεπώς πολιτισμού, κανενός ανθρώπινου επιτεύγματος, πνευματικού και όχι μόνο.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς μορφωμένος για να έχει παιδεία και ανθρωπιά. Κι ο Λεωνίδης δεν πρόδωσε καμιά πατρίδα, κανένα ιδανικό ή λαό με την πράξη του (που κάποιοι την είδαν σαν φιλί του Ιούδα). Ίσα-ίσα. Απέδειξε πως είναι πάνω από όλα άνθρωπος, δε βάζει εθνικά σύνορα στην αγάπη και τη φιλία, στο θαυμασμό προς ένα συναθλητή του, γιατί είναι αξίες πανανθρώπινες που δεν μπαίνουν σε φασιστικά καλούπια, για να κοντύνουν και να έρθουν στο μπόι πολιτικών ερπετών που γεννάν το αυγό του φιδιού.
Σκύβοντας να φιλήσει το μεγάλο Τούρκο αντίπαλό του ο Λεωνίδης ύψωσε ανάστημα -κι ας είναι μόλις μερικούς πόντους πιο ψηλός από τον Ηρακλή τσέπης- στην πραγματικότητα σε όσους υψώνουν δάχτυλο στη νοημοσύνη μας. Σε αυτούς που μπορεί να θεωρούν μάγκα τον (κάθε) Χιμένεθ και το δάχτυλό του στην αντίπαλη κερκίδα, και προδότη αυτόν που τους υποκλίνεται και τους φιλάει. Και απλώνουν το εθνικιστικό τους δηλητήριο στον αθλητισμό, που δε γνωρίζει σύνορα.