-
της Αλέκας Παπαρήγα
Στον
πρόλογο του αναθεωρημένου ελληνικού Συντάγματος του 2008 αναφέρεται ότι
«το Σύνταγμα της Ελλάδας αποτελεί το θεμελιώδη νόμο της Πολιτείας, τον
καταστατικό χάρτη αυξημένης τυπικής ισχύος, με τον οποίο πρέπει να
συμφωνούν όλοι οι κανόνες δικαίου της έννομης τάξης. Αντιπροσωπεύει τον
πυλώνα του πολιτικού και νομικού μας συστήματος». Σε επόμενη παράγραφο
αναφέρεται ότι αντικείμενο ρύθμισης των 120 άρθρων του Συντάγματος είναι
«η μορφή του πολιτεύματος, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, οι
κανόνες οργάνωσης και άσκησης των τριών λειτουργιών της πολιτείας, της
νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής, και οι αρμοδιότητες
και ευθύνες των βασικών οργάνων άσκησης της κρατικής εξουσίας».
Το
Σύνταγμα δε διαμορφώνει, κυρίως αποτυπώνει σε νομική μορφή και
κατοχυρώνει τις ήδη υπάρχουσες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τα
ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης (διασφάλιση της λειτουργίας του
καπιταλιστικού συστήματος, της κεφαλαιοκρατικής κερδοφορίας), του
αστικού κράτους και των θεσμών-μηχανισμών του, του πολιτικού συστήματος
ειδικότερα του πολιτεύματος της αστικής δημοκρατίας, τη σχέση
νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας και οπωσδήποτε τον
έλεγχο-καταστολή της δράσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος κλπ.
Αποτυπώνει επίσης νομικά τις σχέσεις και δεσμεύσεις του ξεχωριστού
καπιταλιστικού κράτους που προκύπτουν σε συνθήκες καπιταλιστικής
διεθνοποίησης, ενσωμάτωσης και αλληλεξάρτησης στο πλαίσιο του παγκόσμιου
καπιταλιστικού συστήματος ή, πιο ειδικά, την προτεραιότητα του διεθνούς
ή περιφερειακού δικαίου αν πρόκειται για κράτος-μέλος, π.χ., της ΕΕ,
του ΝΑΤΟ, και διμερών στρατιωτικοπολιτικών δεσμεύσεων με άλλα
καπιταλιστικά κράτη, εφόσον έχει τεθεί ζήτημα υποχρεωτικής
συνταγματοποίησής τους.
Βασικό
χαρακτηριστικό του αστικού Συντάγματος από την αρχική ως τη σύγχρονη
μορφή του αποτελεί η αναγνώριση της «ισότητας απέναντι στο νόμο» ανάμεσα
στον κάτοχο του κεφαλαίου και τον κάτοχο της εργατικής δύναμης, της
«λαϊκής κυριαρχίας», μέσω της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και
του καθολικού εκλογικού δικαιώματος. Τόσο η ισότητα όσο και η λαϊκή
κυριαρχία ως διακηρύξεις είναι αδύνατο να ισχύσουν στις συνθήκες της
ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, δεν υπάρχει «δίκαιη» ανάπτυξη στον
καπιταλισμό, σύνθημα το οποίο προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ στη δήθεν
«μεταμνημονιακή» περίοδο.
Βεβαίως
το Σύνταγμα δε συνιστά ένα κείμενο που προκύπτει κατευθείαν και άμεσα
από τις σχέσεις παραγωγής, από την οικονομία. Η εξέλιξη των άρθρων του
Συντάγματος επηρεάζεται από την πολυμορφία των κοινωνικοπολιτικών
φαινομένων που προκύπτουν και κληρονομούνται από το παρελθόν, από το
ιδεολογικοπολιτικό φορτίο στο εποικοδόμημα, από τις τρέχουσες ανάγκες ή
τις τάσεις, τις αντιθέσεις και αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν το
καπιταλιστικό σύστημα. Κατά κανόνα η διαδικασία προσαρμογής του αστικού
Συντάγματος γίνεται εκ των υστέρων, όταν συνειδητοποιούνται οι
αντικειμενικές εξελίξεις, όταν έχουν διαπιστωθεί ότι λειτουργούν και
«άγραφοι» νόμοι. Θεμελιακή τάση –ανεξάρτητα προσαρμογών προς τα εμπρός ή
προς τα πίσω σε συγκεκριμένες φάσεις– είναι η αντιδραστικοποίηση που
αντιστοιχεί πλήρως στο πέρασμα του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό στάδιο
και συνδέεται με την περαιτέρω ωρίμανση των αντιθέσεων της
καπιταλιστικής κοινωνίας και τον αυξημένο κίνδυνο ανατροπής της εξουσίας
του κεφαλαίου. Περιέχει και την πρόληψη όσον αφορά τους άμεσους ή
μελλοντικούς κινδύνους που προέρχονται από την άνοδο της ταξικής πάλης.
Χαρακτηριστικό
είναι το παράδειγμα των ως τώρα αναθεωρήσεων του Συντάγματος του 1975,
αλλά και των νόμων που ψηφίστηκαν ως εξειδίκευση των γενικών
συνταγματικών άρθρων, που αντιστοιχούσαν στην ανάγκη του κεφαλαίου να
προχωρήσουν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και οι αναγκαίες
προσαρμογές στους οικονομικούς στόχους της αστικής τάξης, π.χ.
απελευθέρωση αγοράς, διεύρυνση και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων των
κρατικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων με διάφορες μορφές και ονοματολογία
κλπ.
Το αστικό σύνταγμα, πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, έχει βασικό
γνώρισμα τη χρήση γενικών και αφηρημένων εννοιών, ώστε να εξασφαλίζεται η
απαραίτητη ευελιξία της αστικής πολιτικής εξουσίας, που έχει ανάγκη να
συμπληρώνει και να εξειδικεύει τις γενικές συνταγματικές αρχές με
εκατοντάδες και χιλιάδες νόμους που ανταποκρίνονται σε εξελισσόμενες ή
απότομα εμφανιζόμενες ανάγκες του συστήματος. Προβλέπει την αναστολή
ορισμένων άρθρων, κυρίως εκείνων που αφορούν τις συνδικαλιστικές και
πολιτικές ελευθερίες, ακόμα και πολιτικών κομμάτων, έως και την
προσωρινή αναστολή λειτουργίας αστικών θεσμών, όταν το σύστημα
αντιμετωπίζει αποσταθεροποίηση ή επικίνδυνες ρωγμές από την ανερχόμενη
ταξική πάλη, ή όταν θέλει να προλάβει την αυτοτελή παρέμβαση του
εργατικού-λαϊκού κινήματος, π.χ., σε συνθήκες συμμετοχής στον
ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Προβλέπονται βεβαίως και διαδικασίες αναθεώρησης,
σε άλλα κράτη με σχετικά απλή διαδικασία, π.χ. με απόφαση του
κοινοβουλίου με απλή πλειοψηφία, σε άλλα με ενισχυμένη, όπως στην
Ελλάδα, ενώ σε άλλα –τυπικό παράδειγμα οι ΗΠΑ– δεν προβλέπεται
αναθεώρηση και, αν αυτή γίνει, απαιτείται μεγάλη διαδικασία πολλών
νομοθετικών σωμάτων.
Το
αστικό Σύνταγμα ως καρπός της αστικής επανάστασης και της νίκης της
αστικής τάξης, με την ανατροπή της φεουδαρχίας, έχει ήδη μακρά ιστορία.
Αρχικό, προαστικό ίχνος του αποτελεί η πολύ πρώιμη Μάγκνα Κάρτα της
Αγγλίας1, επίσης η μορφή Συντάγματος που
υιοθετήθηκε με τη συγκρότηση των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στη
συνέχεια εμφανίστηκαν τα Συντάγματα που προέκυψαν μετά τη Γαλλική
Επανάσταση και τις άλλες αστικές και αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του
19ου αιώνα, επίσης την περίοδο εξέλιξης του προμονοπωλιακού
καπιταλισμού σε μονοπωλιακό, περίοδο αλματώδους ανάπτυξης της
καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Τα
αστικά Συντάγματα στην αρχική τους επεξεργασία το 17ο, ιδιαίτερα το 18ο
και 19ο αιώνα είχαν και κάποιες σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι
οποίες προέκυπταν από τις πολιτικές μορφές που έπαιρνε ο αγώνας της
αστικής τάξης προκειμένου να πάρει όλη την εξουσία στα χέρια της. Ένας
παράγοντας που έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωσή τους αφορούσε το χαρακτήρα που
πήρε η αστική επανάσταση: Αν ήταν λαϊκή, με την έννοια ότι συμμετείχε
και ο εξοπλισμένος λαός, όπως έγινε στη Γαλλική Επανάσταση, στην ένοπλη
εξέγερση στις αποικίες της Αγγλίας στη Βόρεια Αμερική, ή αν η αστική
τάξη ανέτρεψε από τα πάνω τη φεουδαρχική εξουσία χωρίς τη συνδρομή
λαϊκής εξέγερσης, όπως έγινε στις περιοχές από τις οποίες προέκυψε το
αστικό κράτος της Γερμανίας. Επιδρούσε επίσης το αν ήταν αστική
εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, όπως ήταν η ελληνική, από τη σχέση με
τις πιο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες και τις συμμαχίες τους.
Ο Λένιν ξεκαθάριζε ότι: «Αν
πάρουμε για παράδειγμα τις επαναστάσεις του 20ού αιώνα, θα πρέπει να
αναγνωρίσουμε σαν αστικές και την πορτογαλική και την τουρκική. “Λαϊκή”
όμως δεν είναι ούτε η μια, ούτε η άλλη, γιατί ούτε στη μια, ούτε στην
άλλη επανάσταση η μάζα του λαού, η τεράστια πλειοψηφία του δεν προβάλλει
αισθητά, ενεργά και ανεξάρτητα, με δικές της οικονομικές και πολιτικές
διεκδικήσεις. Αντίθετα, η ρωσική αστική επανάσταση του 1905-1907, μ’ όλο
που δεν είχε τόσο “λαμπρές” επιτυχίες σαν κι αυτές που σημείωσαν
παροδικά η πορτογαλική και η τουρκική, ήταν αναμφισβήτητα “πραγματικά
λαϊκή” επανάσταση, γιατί η μάζα του λαού, η πλειοψηφία του, τα
“κατώτατα” κοινωνικά στρώματα, τα τσακισμένα από την καταπίεση και την
εκμετάλλευση, ξεσηκώθηκαν ανεξάρτητα, έβαλαν σε όλη την πορεία της
επανάστασης τη σφραγίδα των δικών τους διεκδικήσεων, των δικών τους
προσπαθειών να οικοδομήσουν με δικό τους τρόπο μια νέα κοινωνία στη θέση
της παλιάς που γκρεμιζόταν»2.
Το 19ο αιώνα καθιερώθηκε το γενικό εκλογικό δικαίωμα με τη μορφή της
κατάργησης της συνάρτησης του εκλογικού δικαιώματος από την περιουσιακή
κατάσταση ή τους τίτλους ευγενείας. Στη συνέχεια επεκτάθηκε το γενικό
εκλογικό δικαίωμα και στις γυναίκες. Το γενικό εκλογικό δικαίωμα για την
ανάδειξη του εθνικού κοινοβουλίου αποτέλεσε και αποτελεί το
«νομιμοποιητικό παράγοντα» της αστικής πολιτικής εξουσίας, ανεξαρτήτως
κατά πόσο επιδρά στη διάταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων και του
συσχετισμού μεταξύ τους.
Το
19ο επίσης αιώνα και στις αρχές του 20ού, σημειώθηκε η μετεξέλιξη των
αστικών Συνταγμάτων από «μοναρχικά απολυταρχικά» πολιτεύματα σε
πολιτεύματα που προσδιορίζονταν «δημοκρατικά», με την έννοια ότι η
νομοθετική και εκτελεστική εξουσία προέκυπτε από το αστικό κοινοβούλιο
και την κυβέρνηση. Ο θεσμός της βασιλείας, και εκεί που διατηρήθηκε,
ήταν ενσωματωμένος στο αστικό κράτος, είχε περισσότερο ρόλο συμβόλου της
«εθνικής ενότητας». Εξαίρεση στη γενική αυτή τάση αποτέλεσε στην Ευρώπη
το ελληνικό αστικό κράτος με τις υπερεξουσίες του θρόνου.
Τα
ευρωπαϊκά Συντάγματα του 19ου αιώνα και στη συνέχεια του 20ού στη θέση
της βασιλείας χρησιμοποίησαν την προεδρική ή προεδρευόμενη δημοκρατία,
επίσης το θεσμό δύο σωμάτων, της Βουλής και της Γερουσίας. Αποτυπωνόταν
έτσι η εξέλιξη του αστικού κράτους από την αρχική λιτή μορφή του (είχε
βασικά δύο μηχανισμούς, το στρατό και την κρατική υπαλληλία), ενώ στη
συνέχεια εμπλουτίστηκε με νέους μηχανισμούς, ιδεολογικούς,
κατασταλτικούς, είτε με συγκεντρωτικό είτε με αποκεντρωτικό χαρακτήρα.
Στον 20ό αιώνα το αστικό κράτος εξελισσόταν ανάλογα με το αν βρισκόταν
σε περίοδο ανάληψης άμεσης επιχειρηματικής δράσης ή περνούσε στις
γενικευμένες αποκρατικοποιήσεις. Η γενική τάση ήταν και είναι η
διεύρυνση των θεσμικών οργάνων, γενικότερα των μηχανισμών του αστικού
κράτους, με την ενίσχυση της Τοπικής Διοίκησης ως μηχανισμού του αστικού
κράτους, συγκεντροποίησης σε μεγάλη εδαφική βάση και με αποκέντρωση
αρμοδιοτήτων και μετακύληση νέων φορολογικών και άλλων οικονομικών βαρών
στις λαϊκές μάζες.
Διατηρεί
την αξία της και σήμερα η ιστορική πείρα της ιδεολογικής διαπάλης για
το ζήτημα του Συντάγματος και της αστικής δημοκρατίας ανάμεσα στους
αστούς φιλελεύθερους και τους μικροαστούς, τους δεξιούς και «αριστερούς»
οπορτουνιστές, από τη μια, και τους Μαρξ και Ένγκελς αρχικά και στην
πορεία τον Λένιν, από την άλλη.
Ο Ένγκελς στον πρόλογο της 3ης έκδοσης του «Εμφύλιου Πολέμου στη Γαλλία», με ημερομηνία 18 Μάρτη 1891, έγραφε: «…Αυτή
η ανατίναξη (Sprengung) της παλιάς κρατικής εξουσίας με μια καινούργια,
αληθινά δημοκρατική εξουσία περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του
“Εμφύλιου Πολέμου”. Ήταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ σύντομα
ακόμα μια φορά σε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της αντικατάστασης,
γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονική πίστη προς το κράτος πέρασε
από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης, κι ακόμη πολλών
εργατών. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική διδασκαλία, το κράτος είναι
“πραγματοποίηση της ιδέας” ή η βασιλεία του Θεού πάνω στη Γη,
μεταφρασμένη στη φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο που πραγματοποιούνται ή
πρόκειται να πραγματοποιηθούν η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη. Και από
’δώ πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το
κάθε τι που έχει σχέση με το κράτος, ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός που
ριζώνει τόσο πιο εύκολα όσο οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει από τα παιδικά
τους χρόνια να φαντάζονται ότι τάχα όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα
που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν
και να προστατευτούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνται ως τώρα, δηλαδή
από το κράτος και τους υπαλλήλους του που αμείβονται με προσοδοφόρες
θεσούλες. Οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν ήδη ένα εξαιρετικά τολμηρό
βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται από την πίστη στην κληρονομική
μοναρχία και γίνονται οπαδοί της δημοκρατίας, στην πραγματικότητα όμως
το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή όχι λιγότερο στη
δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία, και, στην καλύτερη περίπτωση,
το κράτος είναι ένα κακό το οποίο κληροδοτείται στο προλεταριάτο που
νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία. Το νικηφόρο προλεταριάτο
γρήγορα θ’ αναγκαστεί, όπως επίσης έκανε η Κομμούνα, ν’ αποκόψει τις
χειρότερες πλευρές αυτού του κακού, μέχρις ότου η γενιά που θα μεγαλώσει
σε καινούργιες, ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες θα είναι σε θέση να
πετάξει όλη αυτήν τη σαβούρα της κρατικής οργάνωσης», κάνοντας οξεία
κριτική απέναντι σ’ εκείνους που εμφάνιζαν ως τολμηρό βήμα προς τα
εμπρός την αντικατάσταση της κληρονομικής μοναρχίας από την αστική
δημοκρατία στη Γερμανία. Υπογράμμιζε στον ίδιο πρόλογο ότι δεν έπαυε να
λειτουργεί αυτή «ως μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από την άλλη», και μάλιστα όχι λιγότερο στη δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία.3
Ο Λένιν στο έργο του «Κράτος και Επανάσταση» ανέφερε ότι: «Έχει
εξαιρετική σημασία να σημειωθεί ότι ο Ένγκελς, με χειροπιαστά γεγονότα,
με βάση το πιο ακριβολογημένο παράδειγμα, αντικρούει την πάρα πολύ
διαδομένη –ιδιαίτερα μέσα στη μικροαστική δημοκρατία– πρόληψη, πως τάχα η
ομοσπονδιακή δημοκρατία σημαίνει οπωσδήποτε περισσότερες ελευθερίες από
τη συγκεντρωτική. Αυτό δεν είναι σωστό. Τα γεγονότα που αναφέρει ο
Ένγκελς για τη συγκεντρωτική Γαλλική Δημοκρατία του 1792-1798 και την
ομοσπονδιακή ελβετική το διαψεύδουν. Στην πραγματικότητα περισσότερες
ελευθερίες έδινε η συγκεντρωτική δημοκρατία παρά η ομοσπονδιακή. Ή με
άλλα λόγια: Την πιο μεγάλη τοπική, περιφερειακή κτλ. ελευθερία, που
είναι γνωστή στην Ιστορία, την έδωσε η συγκεντρωτική και όχι η
ομοσπονδιακή δημοκρατία»4.
Υπογράμμιζε επίσης ότι «όταν
ο Ένγκελς λέει πως στη δημοκρατία το κράτος μένει “όχι λιγότερο” από τη
μοναρχία μια “μηχανή καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη”, αυτό δε
σημαίνει καθόλου ότι η μορφή καταπίεσης δεν ενδιαφέρει το προλεταριάτο,
όπως “διδάσκουν” ορισμένοι αναρχικοί. Η πιο πλατιά, η πιο ελεύθερη, η
πιο ανοικτή μορφή ταξικής πάλης και ταξικής καταπίεσης διευκολύνουν
τεράστια το προλεταριάτο στον αγώνα για την εκμηδένιση των τάξεων
γενικά»5. Καθαρά και απερίφραστα όμως συμπλήρωνε: «Κανένας
δημοκρατισμός χωριστά παρμένος δε θα δώσει το σοσιαλισμό στη ζωή, όμως ο
δημοκρατισμός δε θα “παρθεί” ποτέ “χωριστά”, αλλά “θα παρθεί μαζί” με
άλλα φαινόμενα, θα ασκεί την επιρροή του και στην οικονομία, θα προωθεί
το μετασχηματισμό της, θα δέχεται την επίδραση της οικονομικής εξέλιξης
κτλ. Τέτοια είναι η διαλεκτική της ζωντανής Ιστορίας»6.
Το
τι αντιπροσώπευαν ουσιαστικά οι όροι της ισότητας απέναντι στο νόμο,
της δημοκρατίας, των ατομικών ελευθεριών, ακόμα της αποκέντρωσης στο
πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος περιέγραψε πολύ επιτυχημένα ο Μαρξ
στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»: «Το
αναπόφευκτο γενικό επιτελείο των ελευθεριών του 1848 –προσωπική
ελευθερία, ελευθερία του Τύπου, του λόγου, της οργάνωσης, της
συγκέντρωσης, της εκπαίδευσης, της θρησκείας κλπ.– περιβλήθηκε με μια
συνταγματική στολή που το έκανε άτρωτο. Δηλαδή καθεμιά απ’ αυτές τις
ελευθερίες ανακηρύσσεται σαν απόλυτο δικαίωμα του Γάλλου πολίτη, αλλά με
τη σημείωση στο περιθώριο ότι είναι απεριόριστη μόνο ως εκεί που δεν
περιορίζεται από τα “ίσα δικαιώματα” των άλλων, από τη “δημόσια
ασφάλεια” ή από τους “νόμους” που έχουν για σκοπό να εξασφαλίσουν αυτήν
την αρμονία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ τους με τη δημόσια ασφάλεια…
Γι’ αυτό το Σύνταγμα παραπέμπει σε μελλοντικούς οργανικούς νόμους, που
θα ερμηνεύουν αυτές τις σημειώσεις στο περιθώριο και θα ρυθμίζουν την
απόλαυση αυτών των απεριόριστων ελευθεριών, έτσι που να μη συγκρούονται
ούτε αναμεταξύ τους, ούτε με τη δημόσια ασφάλεια. Και αργότερα αυτοί οι
οργανικοί νόμοι εκδόθηκαν από τους φίλους της τάξεως και όλες αυτές οι
ελευθερίες ρυθμίστηκαν έτσι που η αστική τάξη να τις απολαμβάνει δίχως
να σκοντάφτει στα ίσα δικαιώματα των άλλων τάξεων της κοινωνίας»7.
Ο
Μαρξ στο έργο του «Οι ταξικοί αγώνες από το 1848 ως το 1850» έκανε
αναλυτική εκτίμηση για το πώς η προσωρινή κυβέρνηση που μόλις είχε
σχηματιστεί υποχρεώθηκε να ελιχθεί κάτω από την πίεση της εργατικής
πάλης, συγκροτώντας μια μόνιμη ειδική επιτροπή επιφορτισμένη να βρει τα
μέσα καλυτέρευσης της κατάστασης των εργαζόμενων. Ανέφερε ότι «η
επιτροπή αυτή συγκροτήθηκε από αντιπροσώπους των βιοτεχνικών σωματείων
του Παρισιού με προέδρους τους Λου Μπλαν και Αλμπέρ. Σαν αίθουσα των
συνεδριάσεων ορίστηκε το μέγαρο του Λουξεμβούργου. Οι αντιπρόσωποι της
εργατικής τάξης διώχτηκαν από την έδρα της προσωρινής κυβέρνησης. Η
αστική μερίδα της κυβέρνησης κράτησε αποκλειστικά στα χέρια της την
πραγματική κρατική εξουσία και τα ηνία της διοίκησης […] Κι όμως,
εφόσον οι αξιώσεις του παρισινού προλεταριάτου ξεπερνούσαν την αστική
δημοκρατία, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν άλλη υπόσταση εκτός από το
νεφέλωμα της επιτροπής του Λουξεμβούργου»8.
Ο
Λένιν από το 1899 σημείωνε τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο αστικό
αίτημα για την ανατροπή της απολυταρχίας και τη διαμόρφωση νέου
Συντάγματος και τη γραμμή πάλης του εργατικού κινήματος που ναι μεν είχε
άμεσο συμφέρον από την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, από την άλλη
όμως έβλεπε καθαρά ότι το αίτημα αυτό δεν πρέπει να διογκωθεί έτσι που
να εξοστρακίζει ολότελα τον τελικό σκοπό του σοσιαλισμού και τα άμεσα
καθήκοντα της πολιτικής εργατικής πάλης.9
Συστηματικά
αντιπάλεψε τις αυταπάτες ότι η πορεία της ταξικής πάλης μπορεί να
αλλάξει την ταξική φύση του συνταγματικού κειμένου στις συνθήκες του
καπιταλισμού, καθώς αυτό εκφράζει τις βασικές αρχές της συγκρότησης του
αστικού κράτους, τους αστικούς θεσμούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς, το
εκλογικό δικαίωμα και τα αστικά αντιπροσωπευτικά όργανα, στις συνθήκες
των ταξικών εκμεταλλευτικών σχέσεων.
Ο
αντίκτυπος της ταξικής πάλης με την ορμητική άνοδο του εργατικού
κινήματος, σε μη επαναστατικές συνθήκες, μπορεί να επιδράσει σε επιλογή
μορφών διακυβέρνησης, στη μορφή της κρατικής εξουσίας ή σε ορισμένες
προσωρινές οπισθοχωρήσεις ώστε να εξουδετερώνονται και να
αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι όποιες συνέπειες της ταξικής πάλης
στο πολιτικό σύστημα ή να διαμορφώνονται οι σταθεροί πολιτικοί όροι για
τη διασφάλιση και διεύρυνση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η αστική
τάξη από την πρώτη στιγμή που πήρε την εξουσία δεν ήθελε και δεν
μπορούσε να υλοποιήσει ούτε και τα συνταγματικά άρθρα που αναφέρονταν
στα δικαιώματα του λαού.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΩΝ
Στα
τρία πρώτα «Συντάγματα» που εγκρίθηκαν κατά τη διάρκεια της αστικής
εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821 εκφράστηκε η κυριαρχία των
αστικών στρωμάτων, που επιδίωκαν μέσω της εθνικής απελευθέρωσης από την
οθωμανική κατοχή τη δημιουργία αστικού κράτους και εθνικής αγοράς, και ο
προσωρινός συμβιβασμός με τους γαιοκτήμονες και τους προεστούς, επίσης
τους αρματολούς, που όλοι τους αποτελούσαν τα κατώτερα τμήματα του
οθωμανικού κρατικού συστήματος.10
Βεβαίως αυτή η εξέλιξη αφορούσε όλες τις αστικές επαναστάσεις και όχι
μόνο την ελληνική. Αν και στις εθνοσυνελεύσεις δεν εξασφαλίστηκε η
αντιπροσωπευτικότητα και το αδιάβλητο των διαδικασιών, στα «Συντάγματα»
που ψηφίστηκαν επικράτησε το πρότυπο του κράτους που υιοθετούσαν τα
γαλλικά Συντάγματα του 1793 και 1795 και το αμερικανικό του 1787, δηλαδή
συμπεριλήφθηκαν στα περισσότερα άρθρα οι φιλελεύθερες διακηρύξεις στις
οποίες αναγνωριζόταν ως πηγή όλων των εξουσιών το «έθνος», είτε άμεσα
είτε έμμεσα, με τις εκλογικές διαδικασίες σε τακτά και πυκνά διαστήματα.
Τα
τοπικά πολιτεύματα προέβλεπαν τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικών σωμάτων
για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων (της Γερουσίας στη Δυτική Στερεά
και την Πελοπόννησο και του Αρείου Πάγου στην Ανατολική Στερεά), χωρίς
να ορίζουν με σαφείς διατάξεις ούτε τον τρόπο με τον οποίο οι
συνελεύσεις αυτές θα εκλέγονταν, ούτε πόσο ευρύ θα ήταν το σώμα των
εκλεκτόρων που αποκαλούνταν «γέροντες» από το οποίο αυτές θα αντλούσαν
τη νομιμοποίησή τους. Ως ηλικιακό όριο για την απόκτηση της ιδιότητας
του εκλέκτορα καθοριζόταν το 30ό έτος. Για τις παραπάνω ασάφειες δινόταν
η εξήγηση ότι πρόκειται για προσωρινά «Συντάγματα», καθώς επρόκειτο να
υπαχθούν στη μελλοντική Εθνική Βουλή, η οποία προαναγγελλόταν ως ένα
είδος χαλαρής ομοσπονδίας, που τελικά δε συζητήθηκε, ούτε και
συγκροτήθηκε. Μετά την υιοθέτηση του Συντάγματος του Άστρους, από τη Β΄
Εθνοσυνέλευση ψηφίστηκε νόμος (16.4.1823) που καθόριζε ότι ο εκλέκτορας
θα έπρεπε να έχει την ιδιότητα του «ευυπόληπτου ανδρός» και όχι του
«γέροντα» και κατέβηκε η ηλικία της εκλογιμότητας στα 25 χρόνια, σε
σύγκριση με τα 30 χρόνια που ίσχυαν ως τότε.
Κατά
την επεξεργασία των Συνταγμάτων εκδηλώθηκαν οι αντιθέσεις (ανάμεσα
στους γαιοκτήμονες, τους οπλαρχηγούς και τους εφοπλιστές εμπόρους) για
τη σχέση κοινοβουλίου και εκτελεστικής εξουσίας, με κύρια τάση την
ενίσχυση της τελευταίας. Οι φιλελεύθερες διακηρύξεις συνδυάζονταν με τον
έντονα απολυταρχικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Πριν
ψηφιστεί ακόμα το Σύνταγμα της Τροιζήνας, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση υιοθέτησε
ψήφισμα με το οποίο αποφάσισε την εκλογή «Κυβερνήτη της Ελλάδας» με
θητεία 7 ετών, ώστε το νέο Σύνταγμα να διασφαλίζει μονοπρόσωπη
εκτελεστική εξουσία. Ταυτόχρονα προβλέφθηκαν κάποιοι περιορισμοί στις
εξουσίες τους, όπως, π.χ., δεν είχε το δικαίωμα να διαλύσει τη Βουλή
παρά μόνο να προβάλει αναβλητικό βέτο σε νομοσχέδια. Σ’ αυτήν την
εθνοσυνέλευση έγινε η επιλογή του Ι. Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη
στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Ο
Ι. Καποδίστριας με τον ερχομό του στην Ελλάδα (7 Γενάρη 1828) ανέστειλε
την εφαρμογή του Συντάγματος της Τροιζήνας, ενώ αυτοκαταργήθηκε η Βουλή
επικαλούμενη «δεινές περιστάσεις» και στις 18 Γενάρη 1828 ιδρύθηκε
«προσωρινό» πολίτευμα που θα λειτουργούσε με τις εξουσίες του Κυβερνήτη
με ένα συμβουλευτικό όργανο δίπλα του, το Πανελλήνιο, τα μέλη του οποίου
θα επέλεγε ο ίδιος. Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση, που συνήλθε στις 11 Ιούλη 1829
με βάση εκλογικό ψήφισμα του Καποδίστρια, καθιέρωσε σύστημα καθολικής
μεν, αλλά έμμεσης ψηφοφορίας για τους άνδρες που ήταν πάνω από 25 ετών
και επεξέτεινε το εκλογικό δικαίωμα στους «ετερόχθονες» και «ακτήμονες».
Μετά
τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση (5 Δεκέμβρη 1931)
προχώρησε σε νέο Σύνταγμα, που προέβλεπε για πρώτη φορά κληρονομικό
αρχηγό του κράτους –τον «Ηγεμόνα»– ο οποίος θα ήταν ανεύθυνος και
απαραβίαστος, ενώ υπεύθυνοι για τις πράξεις του θα ήταν οι υπουργοί που
θα διόριζε και θα έπαυε ο «Ηγεμόνας» κατά βούληση. Ψηφίστηκαν επίσης δύο
Βουλές: Η Γερουσία, που είχε ισόβια θητεία και διόριζε ο Ηγεμόνας, ενώ
τη Βουλή θα εξέλεγε ο λαός με έμμεση και τμηματική (βάσει περιουσιακών
και εισοδηματικών προσόντων) ψηφοφορία. Για πρώτη φορά στο Σύνταγμα αυτό
προβλέφθηκε η προστασία του ασύλου της κατοικίας.11
Τελικά το ηγεμονικό σύνταγμα ουδέποτε εφαρμόστηκε και από το 1833 ως το
1843 ενισχύθηκε η απόλυτη μοναρχία μέσω του θεσμού της βασιλείας, που
στην Ελλάδα δεν προήλθε από την εξέλιξη των εσωτερικών αντιθέσεων, αλλά
από την παρέμβαση-επιβολή της Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας.
Η βασιλεία, αν και ενσωματωμένη στο αστικό κράτος μέσω συμμαχιών με
μερίδες της αστικής τάξης και τη Βρετανία, λειτουργούσε και με όρους
σχετικής αυτονομίας. Για την καταστολή των λαϊκών εξεγέρσεων της
περιόδου αυτής, θεσπίστηκε ο νόμος της 5ης Σεπτέμβρη 1833 «περί εκτάκτου
στρατιωτικής δίκης», σύμφωνα με τον οποίο αφενός ο βασιλιάς –ή σε
επείγουσες περιπτώσεις ο οικείος νομάρχης– μπορούσε να συστήσει έκτακτα
στρατοδικεία σε περιπτώσεις που διασαλευόταν η δημόσια τάξη, ενώ για
πρώτη φορά έγινε χρήση του θεσμού της «κατάστασης πολιορκίας», που
εφαρμόστηκε σε αρκετές περιοχές της τότε ελληνικής επικράτειας, ενώ
υιοθετήθηκαν νόμοι για τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου.
Μετά
από τη στάση της φρουράς των Αθηνών, στις 3 Σεπτέμβρη 1843, υπό το
συνταγματάρχη Καλλέργη, και με την υποστήριξη του λαού, ο βασιλιάς
Όθωνας παραχώρησε Σύνταγμα το 1844, το οποίο δεν ήταν έργο κυρίαρχης
Εθνοσυνέλευσης, αλλά έργο του βασιλιά με τη σύμπραξη της Εθνοσυνέλευσης.
Στο νέο Σύνταγμα αναγνωριζόταν ο βασιλιάς ως φορέας και πηγή της
κρατικής εξουσίας με σημαντικές εξουσίες. Εκτός από την εκτελεστική
εξουσία ο βασιλιάς συμμετείχε στην άσκηση και της νομοθετικής: Επέλεγε
τους γερουσιαστές που συνιστούσαν νομοθετικό όργανο μαζί με τη Βουλή.
Καθιέρωνε ένα είδος κοινοβουλευτικού ελέγχου, για πρώτη φορά
κατοχυρωνόταν το απόρρητο των επιστολών (άρθρο 14), η εγγύηση του
φυσικού δικαστή (άρθρο 89) και το ορκωτό σύστημα (άρθρα 92 και 93)12.
Ο
εκλογικός νόμος της 18ης Μάρτη 1844, που ψηφίστηκε έξω από τη
διαδικασία του Συντάγματος, αναγνώριζε το δικαίωμα του εκλέγειν «εις
όλους τους εντός του βασιλείου γεννηθέντας Έλληνας» που είχαν
συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους και διέθεταν «ιδιοκτησίαν τινός
εντός της επαρχίας». Η ιδιοκτησία αυτή δε χρειαζόταν να είναι ακίνητη,
μπορούσε να είναι και κινητή. Όμως ακόμη και οι στερούμενοι ιδιοκτησίας
είχαν δικαίωμα ψήφου, αρκεί να ασκούσαν «οιονδήποτε επάγγελμα ή
ανεξάρτητον επιτήδευμα». Καθιέρωσε υπό μια έννοια την καθολική
ψηφοφορία, αλλά και την άμεση, καθώς οι εκλογείς δεν εξέλεγαν κάποιο
σώμα εκλεκτόρων, αλλά απευθείας τη Βουλή· δηλαδή η ψήφος ήταν προσωπική
και αδιαμεσολάβητη.
Ύστερα
από εξέγερση ανερχόμενων αστικών δυνάμεων, στις 10 Οκτώβρη 1864 με
πρωτοστάτη τη φρουρά των Αθηνών και ενώ οι «προστάτιδες» δυνάμεις έμεναν
απαθείς, καταλύθηκε, με «ψήφισμα του Έθνους», η δυναστεία του Όθωνα,
αλλά όχι η μοναρχία ως θεσμός. Διατηρήθηκε η κληρονομικότητα, με τη
διαφορά ότι ο μονάρχης δεν ήταν πλέον κυρίαρχο όργανο της πολιτείας,
αλλά ανώτατος άρχων τον οποίο θα επέλεγε το έθνος μέσω της κυρίαρχης
Εθνοσυνέλευσης.
Το
Σύνταγμα του 1864 που ψηφίστηκε αποτέλεσε το βασικό κορμό των
συνταγματικών μεταβολών και αναθεωρήσεων του 1911 και του 1952. Το νέο
Σύνταγμα συνέχιζε να δίνει πολλές αρμοδιότητες στο βασιλιά, αλλά δεν τον
αναγνώριζε ως παράγοντα της συντακτικής εξουσίας. Αναγνώριζε το έθνος
ως πηγή όλων των εξουσιών (άρθρο 21) και καθιέρωνε τη βασιλευόμενη
δημοκρατία, αντί της συνταγματικής μοναρχίας, ως μορφή του πολιτεύματος.
Για
πρώτη φορά κατοχύρωνε –αν και ατελώς– τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και
του συνεταιρίζεσθαι (άρθρα 10 και 11), καταργούσε την ποινή του
πολιτικού θανάτου (άρθρο 18), προέβλεπε επιεικέστερη μεταχείριση για
τους πολιτικούς εγκληματίες σε σχέση με τους ποινικούς (άρθρα 6 και 95)
και προστάτευε πιο αποτελεσματικά την προσωπική ασφάλεια (άρθρο 5) και
την ελευθερία του Τύπου (άρθρο 14).
Το
1875 διαμορφώθηκε το κοινοβουλευτικό σύστημα και σταδιακά το διπολικό
αστικό πολιτικό σύστημα εναλλαγής. Η καθιέρωση της αρχής της
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας για το σχηματισμό κυβέρνησης δεν επαρκούσε
για την παραμονή των κυβερνήσεων. Δεν έλειψαν οι περιπτώσεις όπου ο
βασιλιάς έπαυσε κυβερνήσεις, αν και αυτές είχαν τη δεδηλωμένη
εμπιστοσύνη της Βουλής, ή διόριζε κυβερνήσεις ελλείψει ξεκάθαρης
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Υπήρξαν ακόμη και περιπτώσεις
απροσχημάτιστης εμπλοκής του στέμματος στη διακυβέρνηση σε θέματα άμυνας
και εξωτερικής πολιτικής.
Από
το 1864 ως τα γεγονότα του στρατιωτικού κινήματος στο Γουδή το 1911
(οργανώθηκε από μυστική οργάνωση αξιωματικών και υπαξιωματικών χωρίς
ιδιαίτερα εμπόδια τόσο από το αστικό κράτος και την κυβέρνηση όσο και
από τις ξένες δυνάμεις, με αιτήματα αστικού εκσυγχρονισμού),
πραγματοποιήθηκαν 18 βουλευτικές εκλογές, με εντυπωσιακό για τα δεδομένα
της εποχής ποσοστό συμμετοχής σε αυτές, αφού σπανίως έπεφτε κάτω από το
70% των ενήλικων ανδρών, οι οποίοι είχαν όλοι δικαίωμα ψήφου.
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1911
Ο
Ελ. Βενιζέλος, που ήρθε στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο ως αποτέλεσμα
του κινήματος του Γουδή, πρόκρινε τη συγκρότηση Αναθεωρητικής Βουλής και
όχι Συντακτικής, καθώς τάχτηκε υπέρ της παραμονής του θεσμού της
βασιλείας, με τον ισχυρισμό ότι ο βασιλιάς, ως ισχυρότατος παράγοντας
του πολιτεύματος, θα επιτύγχανε την «εθνική ενότητα». Επέφερε το
νομοθετικό εκσυγχρονισμό της χώρας με κριτήριο τις ανάγκες της
καπιταλιστικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την προώθηση μιας
επεξεργασμένης στρατηγικής ενσωμάτωσης και χειραγώγησης του εργατικού
κινήματος, που έκανε τα πρώτα αισθητά βήματά του.
Η
Β΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε μια σειρά νόμων που μαζί με τους νόμους
της επόμενης Βουλής βελτίωσαν την ασφάλεια των συναλλαγών, αναμόρφωσαν
το φορολογικό σύστημα της χώρας, προχώρησαν στην αποκατάσταση μεγάλου
αριθμού ακτημόνων στη Θεσσαλία, έθεσαν τις βάσεις του εργατικού δικαίου
(ενδεικτικά: οι νόμοι ΔΚΘ΄/1912 «περί εργασίας γυναικών και ανηλίκων»,
602/1914 «περί συνεταιρισμών» και 271/1914 και 601/1915 «περί χρονικών
ορίων εργασίας») και διαμόρφωσαν προϋποθέσεις για την αναμόρφωση της
δημόσιας διοίκησης και των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε
υπογραμμίσει ότι είναι προτιμότερο να δοθούν δυνατότητες συνδικαλιστικής
δράσης των εργατοϋπαλλήλων, διαφορετικά κινδύνευαν από την επανάστασή
τους.
Η
καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς από
τα μέσα ακόμα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα, τα εδαφικά όρια του
ελληνικού κράτους οριστικοποιήθηκαν όπως είναι σήμερα, άρα διευρύνθηκε η
εσωτερική αγορά. Στην Ελλάδα συντελέστηκε η προσωρινή σταθεροποίηση του
καπιταλισμού, όπως συνέβη γενικότερα στην Ευρώπη και πέρα από αυτή,
όπου από το 1924 ο καπιταλισμός πέρασε σε νέα φάση, αποκλήθηκε μάλιστα
στην ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ως περίοδος μερικής ή
προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού.
Στην
Ελλάδα οι ενδοαστικές αντιθέσεις είχαν οξυνθεί με επίκεντρο κυρίως το
ρόλο και τις αρμοδιότητες του θρόνου. Στις 25 Μάρτη 1924 η Εθνοσυνέλευση
κήρυσσε «οριστικώς έκπτωτον την δυναστείαν των Γλυξβούργων», αποφάσιζε «να
συνταχθή η Ελλάς εις Δημοκρατίαν κοινοβουλευτικής μορφής, υπό τον όρο
της εγκρίσεως της αποφάσεως ταύτης υπό του λαού διά δημοψηφίσματος», επέτρεπε την αναγκαστική απαλλοτρίωση «των κτημάτων των ανηκόντων εις μέλη της εκπτώτου δυναστείας» και ανέθετε στο ναύαρχο Κουντουριώτη καθήκοντα «ρυθμιστού του πολιτεύματος» μέχρι «συντάξεως του δημοκρατικού Χάρτου Ελλάδος».
Το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό έγινε τελικά στις 13 Απρίλη 1924, στο
οποίο το 69,96% των ψηφοφόρων τάχτηκαν υπέρ της αβασίλευτης και το
30,05% κατά.
Το
Σύνταγμα του 1924 καταργήθηκε από νέο το 1927, που είχε ως αστική
καινοτομία την καθιέρωση του θεσμού του αιρετού αρχηγού του κράτους,
αντί του κληρονομικού, έναν αιώνα ακριβώς μετά το Σύνταγμα της
Τροιζήνας. Εκλεγόταν με θητεία 5 χρόνων από τη Βουλή και τη Γερουσία.
Καθιέρωνε το σύστημα των δυο νομοθετικών σωμάτων, ορίζοντας ωστόσο ότι,
σε περίπτωση διαφωνίας, θα υπερίσχυε η γνώμη της Βουλής (άρθρα 31 και
32). Ειδικότερα η Γερουσία ήταν αιρετή και απαρτιζόταν από 120
γερουσιαστές, τα 9/12 των οποίων (δηλαδή 90) εκλέγονταν άμεσα από το
λαό, το 1/12 (δηλαδή οι 10 «αριστίνδην») από τη Βουλή και τη Γερουσία σε
κοινή συνεδρίαση και τα υπόλοιπα 2/12 από επαγγελματικές οργανώσεις για
τριετή θητεία, σύμφωνα με το ν. 3786/1929, ο οποίος έτσι εισήγαγε το
θεσμό της επαγγελματικής αντιπροσωπίας.
Καθιέρωνε
το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το θεσμό των γαλλικών
Συνταγμάτων του 1875. Διόριζε και έπαυε τον πρωθυπουργό και, με πρόταση
του τελευταίου, τους υπουργούς. Ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, μπορούσε
να διαλύει τη Βουλή, πάντοτε όμως ύστερα από ομόφωνη απόφαση της
Γερουσίας. Ήταν «αρχηγός» των Ενόπλων Δυνάμεων μόνο τυπικά, αφού, με
ρητή διάταξη, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να τις διοικήσει (άρθρο
81). Η Γερουσία μπορούσε τέλος να συγκροτηθεί σε ειδικό δικαστήριο για
να δικάσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους υπουργούς, καθώς και «παν
πρόσωπον κατηγορούμενον δι’ αδίκημα εσχάτης προδοσίας της πατρίδος ή
άλλην “πράξιν κατά της ασφαλείας και ανεξαρτησίας του κράτους”»
(άρθρο 64). Βελτίωνε, επίσης, την προστασία ορισμένων ατομικών
δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, της ελευθερίας του Τύπου και του απόρρητου
των επιστολών. Τέλος, για πρώτη φορά στην Ελλάδα κατοχύρωνε κοινωνικά
δικαιώματα, όπως το δικαίωμα εργασίας (άρθρο 22) και την ελευθερία της
τέχνης και της επιστήμης (άρθρο 21), ενώ ταυτόχρονα προστάτευε και το
θεσμό του γάμου (άρθρο 23).
Το
Σύνταγμα του 1927 επίσης δεν «έζησε» πολύ. Ήδη από το 1924 ξεκίνησε η
νομική θέσπιση συστηματικών παραβιάσεων των άρθρων περί ατομικών
δικαιωμάτων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η άνοδος των αγώνων του
εργατικού κινήματος και η δίωξη των πολιτικών αντιπάλων. Στις 24 Απρίλη
1924, με νομοθετικό διάταγμα «περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού
πολιτεύματος» η πρώτη κυβέρνηση της αβασίλευτης δημοκρατίας τιμωρούσε
αμείλικτα κάθε «προσβολή», «δυσφήμιση», «εξύβριση», «αποδοκιμασία» ή
«αμφισβήτηση» των «ιδρυτικών του δημοκρατικού πολιτεύματος πράξεων».
Ακολούθησαν μια σειρά νόμων που συρρίκνωναν τα δικαιώματα της
υπεράσπισης στις δίκες περί Τύπου, περιόριζαν το δικαίωμα του
συνεταιρίζεσθαι των δημόσιων υπαλλήλων και διευκόλυναν την πειθαρχική
δίωξή τους για πολιτικούς λόγους.
Στο
ίδιο πλαίσιο εντασσόταν και η δίωξη του φρονήματος, με ποινή διοικητική
εκτόπιση υπόπτων (και όχι ενόχων) για πράξεις αντίθετες «εις την
δημόσιαν τάξιν και ασφάλειαν της χώρας». Το μέτρο της διοικητικής
εκτόπισης εφαρμόστηκε σχεδόν αποκλειστικά για τη δίωξη μελών και οπαδών
του ΚΚΕ και γενικότερα κατά αγωνιστών για την πολιτική και
συνδικαλιστική τους δράση. Ο νόμος που έγινε γνωστός ως «Ιδιώνυμο» (ν.
4229/1929) επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου χρησιμοποιήθηκε κατά των
κομμουνιστών· παράλληλα ίδιοι νόμοι υιοθετήθηκαν την ίδια εποχή σε
αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες. Υιοθετήθηκε δε με πρωτοβουλία της
κυβέρνησης Βενιζέλου, σε μια εποχή όπου, κατά τα λεγόμενα του ίδιου, δεν
υπήρχε στην Ελλάδα κομμουνιστική «απειλή».
Η ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ ΤΟ 1935.
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Την
1η Απρίλη 1935, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ιδιοποιήθηκε και τη συντακτική
εξουσία εκδίδοντας τις τέσσερις πρώτες από 46 συντακτικές πράξεις. Με
την πρώτη από αυτές καταργούσε τη Γερουσία του 1933 και προκήρυσσε
εκλογές «εντός δυο μηνών» για την ανάδειξη Εθνοσυνέλευσης «ίνα ψηφισθή
το νέον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας». Από τις υπόλοιπες
συντακτικές πράξεις της κυβέρνησης Τσαλδάρη ξεχωρίζουν: Η Κ΄ της 6ης Μάη
1935, με την οποία διαλύονταν οι υφιστάμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις
των δημόσιων υπαλλήλων και αναστελλόταν το δικαίωμα των τελευταίων να
ιδρύουν νέες. Η ΚΗ΄ της 17ης Μάη 1935, με την οποία από τη μια
επιτρεπόταν η ανάπτυξη γνωμών επί του Πολιτειακού, αλλά από την άλλη
τιμωρούνταν με αυστηρότατες ποινές «ο χλευασμός ή η εκδήλωσις
περιφρονήσεως προς το υφιστάμενον πολίτευμα», καθώς και η «διάδοσις
ιδεών δι’ ων επιδιώκεται η μεταβολή».
Επιτρέποντας την αναστολή των ελευθεριών από την εκτελεστική εξουσία και για εσωτερικούς λόγους,
η συντακτική πράξη ΚΔ΄ γυρνούσε μια σημαντική σελίδα στην ιστορία του
θεσμού της «κατάστασης πολιορκίας» στην Ελλάδα. Έως τότε, αν και
προβλεπόταν η επιβολή της μόνο για εξωτερικούς κινδύνους (άρθρα 91 Σ.
1911 και 97 Σ. 1927), είχε εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση και
εσωτερικών απειλών, κατά παράβαση του Συντάγματος. Η συντακτική αυτή
πράξη ως νόμος, στη συνέχεια οι νόμοι της μεταξικής δικτατορίας και οι
μετακατοχικοί-μετεμφυλιακοί νόμοι, με κλιμάκωση αυστηρότερων ποινών,
αποτέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο της νομοθεσίας «για την ασφάλεια του
κράτους και του κοινωνικού καθεστώτος», ίσχυαν μέχρι το 1974 και στο
Σύνταγμα του 1975 και στις αναθεωρήσεις του έγιναν ορισμένες
αναπροσαρμογές σχετικά με το ποιος θεσμός και με ποια διαδικασία θα είχε
την αρμοδιότητα κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας13.
Η
Εθνοσυνέλευση καταργούσε το πολίτευμα της αβασίλευτης Δημοκρατίας (3
Νοέμβρη 1935), εξουσιοδοτούσε τον Γ. Κονδύλη να ασκεί τη βασιλική
εξουσία μέχρι το δημοψήφισμα, το οποίο επανάφερε τη βασιλεία (25 Νοέμβρη
1935) και διαμόρφωσε Παρασύνταγμα, δηλαδή ένα σώμα διατάξεων ίσης
τυπικής ισχύος με το Σύνταγμα.
Στις
4 Αυγούστου 1936, με πρόταση της κυβέρνησης Μεταξά ο βασιλιάς εξέδωσε
δυο βασιλικά διατάγματα: Με το πρώτο ανέστειλε επ’ αόριστον την ισχύ των
εγγυήσεων των σπουδαιότερων ατομικών δικαιωμάτων. Με το δεύτερο διέλυσε
τη Γ΄ Αναθεωρητική Βουλή. Η επιβολή της δικτατορίας κρίθηκε αναγκαία
προκειμένου η αστική τάξη να θωρακίσει την εξουσία της σε συνθήκες που
είχαν κορυφωθεί οι ενδοαστικές αντιθέσεις, ενώ είχε δρομολογηθεί η
προετοιμασία για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και η αστική εξουσία δεν
αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο άμεσης ανατροπής της, ωστόσο απαιτούνταν
να αποσοβηθεί κάθε κίνδυνος αστάθειας, να ενταθούν μέτρα καταστολής, να
αντιμετωπιστεί το ΚΚΕ και ο ρόλος του στο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Το
κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε το αστικό σύστημα στη συγκεκριμένη
περίοδο ήταν η αδυναμία σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης, άρα η αστική
κοινοβουλευτική δημοκρατία γινόταν περιττή.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940-1950
Η
περίοδος 1941-1944 ήταν περίοδος αναστολής της εθνοκρατικής
ανεξαρτησίας της Ελλάδας, πρόβλημα που αφορούσε την εργατική τάξη και
την αγροτιά από τη σκοπιά των δικών τους συμφερόντων, ενώ την αστική
τάξη και το θρόνο από τη σκοπιά των συμφερόντων της ιδιοκτησίας και
νομής της αστικής εξουσίας. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας η αστική τάξη
είχε πρώτο της καθήκον την ανασυγκρότηση του κράτους, με κύριο όπλο την
κρατική βία, την καταστολή, την καταδίωξη του ΚΚΕ παντού, την εκμηδένιση
της δράσης του. Παραβιάστηκε και αυτή η απαράδεκτη για το ΚΚΕ Συμφωνία
της Βάρκιζας, που αποτελούσε το νομικό βάθρο της αποκαλούμενης
«συνταγματικής τάξης». Η όποια διάταξή της αφορούσε τις ατομικές και
συλλογικές ελευθερίες δεν τηρήθηκε, ενώ τα άρθρα για την αποστράτευση
εφαρμόστηκαν μόνο για τον ΕΛΑΣ. Από εκείνη τη στιγμή έμεινε ορθάνοικτη η
πόρτα για την αμείλικτη καταδίωξη των κομμουνιστών και των ΕΑΜιτών.
Μετά
τη Συμφωνία της Βάρκιζας, μάλιστα, δεν καταργήθηκε κανένας
περιοριστικός νόμος κληροδοτημένος από το παρελθόν, παρά μόνο ορισμένοι
νόμοι της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου –όπως ο α.ν. 1075/1938 που
αντικατέστησε το «Ιδιώνυμο». Τα περισσότερα από τα κατασταλτικά μέτρα
της δεκαετίας του 1920 και του 1930 παρέμειναν τυπικά σε ισχύ. Ήταν η
περίοδος της «Λευκής Τρομοκρατίας». Τα μέτρα αυτά ενισχύθηκαν με τη λήψη
νέων από το Μάρτη του 1946. Συγκεκριμένα έγινε: Επαναφορά της
διοικητικής εκτόπισης, λειτουργία της Μακρονήσου, εκκαθαρίσεις και
έλεγχος φρονημάτων, στέρηση της ιθαγένειας και δήμευση περιουσιών,
ποινική καταστολή και απαγόρευση του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ το 1947.
Με
το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτέμβρη 1946 και με το 68% των έγκυρων ψήφων
αποφασίστηκε η επάνοδος του βασιλιά Γεωργίου Β΄. Το σχέδιο Συντάγματος
του 1948 περιλάμβανε την ψήφο των γυναικών, τη δυνατότητα εθνικοποίησης
επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας ή «μονοπωλιακού ουσιαστικού χαρακτήρα», τη
λειτουργία της Βουλής σε Ολομέλεια και σε τμήματα, την απαγόρευση της
ισχύος του εκλογικού νόμου στις αμέσως, μετά από την ψήφισή του,
διεξαγόμενες εκλογές, τον περιορισμό των αναδρομικών και των
ψευδοερμηνευτικών νόμων, τη δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος από
μία και μόνο Βουλή (με πλειοψηφία των 2/3), το ανώτατο όριο
προφυλάκισης. Το σχέδιο Συντάγματος απορρίφθηκε από τη Δ΄ Αναθεωρητική
Βουλή.
Την περίοδο του ηρωικού ταξικού Εμφυλίου 1946-1949, η αστική πολιτική
εξουσία, προκειμένου να αντιμετωπίσει και από τα πάνω και από τα κάτω
κάθε κίνδυνο που την απειλούσε, προχωρούσε σε παράκαμψη της Βουλής στο
νομοπαραγωγικό της έργο, ενώ νομιμοποιούσε τη θεσμοθετημένη ανάμιξη του
«συμμαχικού» παράγοντα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων τόσο στα
στρατιωτικά ζητήματα όσο και σε έναν ευρύτατο κύκλο θεμάτων, με
κυριότερο τη σταδιακή αυτονόμηση των Ενόπλων Δυνάμεων έναντι της
πολιτικής εξουσίας. Αναβίωσε η πρακτική της αυτόνομης κυβερνητικής
νομοθεσίας, μέσω αναγκαστικών νόμων που εκδίδονταν χωρίς προηγούμενη
εξουσιοδότηση. Τα νομοθετήματα εκδίδονταν συνήθως κατά τη διάρκεια της
διακοπής των εργασιών της Βουλής, ίσχυαν από την έκδοσή τους και
υποβάλλονταν εκ των υστέρων στη Βουλή για κύρωση. Συνολικά από το 1946
έως το 1952 εκδόθηκαν 536 αναγκαστικοί νόμοι, που κάλυπταν ένα ευρύτατο
φάσμα θεμάτων, όπως την απαγόρευση του ΚΚΕ (α.ν. 509/1947). Αναβίωσε η
επίσης αντισυνταγματική πρακτική της συστηματικής παροχής ευρύτατων
εξουσιοδοτήσεων προς την εκτελεστική εξουσία να νομοθετεί επί παντός
επιστητού με νομοθετικά διατάγματα (συνήθως με απλή γνώμη της λεγόμενης
«επιτροπής εξουσιοδοτήσεως» της Βουλής, που συγκροτούνταν επί τούτου).
Η
βρετανική και, μετά το Δόγμα Τρούμαν, η αμερικανική στρατιωτική
αποστολή δεν περιορίστηκαν σε ζητήματα εκπαίδευσης και εξοπλισμού, όπως
αρχικά επίσημα προβλεπόταν, αλλά είχαν λόγο και στο επίπεδο της κρατικής
διοίκησης (προαγωγές, μεταθέσεις και τοποθετήσεις αξιωματικών), αφού
εκπρόσωπός τους συμμετείχε (τυπικά χωρίς ψήφο) στο Ανώτατο Συμβούλιο
Εθνικής Άμυνας (ΑΣΕΑ), καθώς και στα ανώτατα συμβούλια των τριών κλάδων.
Την ίδια εποχή, ο αστικός στρατός ανέλαβε και μια σειρά αποστολών που
ξέφευγαν κατά πολύ από την αμιγώς στρατιωτική αποστολή του, όπως η
κατασκευή δημόσιων έργων ή η λειτουργία δικού τους ραδιοφωνικού σταθμού.
Η
θεσμική μεταβολή που επέδρασε και στη μεταπολεμική συνταγματική ιστορία
της χώρας ως το 1975 ήταν η βαθμιαία αυτονόμηση των Ενόπλων Δυνάμεων
από την πολιτική εξουσία.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ 1950-1968
Κατά
την περίοδο 1950-1968 βγήκαν στην επιφάνεια οι προϋπάρχουσες –πριν την
τριπλή Κατοχή– αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, που
είχαν περάσει σε φάση ύφεσης και συναίνεσης προκειμένου να
αντιμετωπιστεί ενιαία η δράση του ΔΣΕ. Ο κοινός στόχος των αντιμαχόμενων
μερίδων για την ενίσχυση της αστικής πολιτικής εξουσίας εκφραζόταν με
διαφορετικό τρόπο, δυνάμωνε η αμφισβήτηση στους κόλπους των αστικών
κομμάτων απέναντι στο διαμορφωμένο μετεμφυλιακό καθεστώς που θεωρούνταν
ως παρωχημένο για να εξυπηρετηθούν η πιο ομαλή χειραγώγηση και η
ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών μαζών, με βάση και τις απαιτήσεις της
καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι αντιθέσεις δε γεφυρώθηκαν και αποτέλεσαν το
βασικό παράγοντα για την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας
1967-1974.
Το
μετεμφυλιακό Σύνταγμα του 1952 διατήρησε τα «έκτακτα μέτρα» και
συνιστούσε μια συντηρητικότερη εκδοχή του Συντάγματος του 1911 με τις
εξής διαφορές: Υποβάθμιζε αρχικά τη Βουλή στο νομοθετικό της έργο,
ορίζοντας ότι η εκτελεστική εξουσία μπορούσε να εκδίδει νομοθετικά
διατάγματα με ισχύ (τυπικού) νόμου, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη 60μελούς
κοινοβουλευτικής επιτροπής, έτσι που έγινε συνήθης τρόπος νομοθετήσεως.
Θεσμοθετούσε τη διευρυμένη εκδοχή της «κατάστασης πολιορκίας», με την
παροχή στην εκτελεστική εξουσία της δυνατότητας να αναστέλλει την ισχύ
των σπουδαιότερων ελευθεριών και να συστήνει στρατοδικεία και για
εσωτερικούς λόγους χωρίς προηγούμενη έγκριση της Βουλής. Προέβλεπε τη
δυνατότητα αυξημένης προστασίας των κεφαλαίων εξωτερικού που θα
επενδύονταν στην Ελλάδα, με «εφάπαξ» εκδιδόμενο νόμο, δηλαδή νόμο που δε
θα μπορούσε να τροποποιηθεί παρά μόνο με τη διαδικασία της αναθεώρησης
του Συντάγματος. Στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων έθετε τους
περισσότερους περιορισμούς, σε αντιπαράθεση με τις αστικοφιλελεύθερες
συνταγματικές παραδόσεις: Απαγόρευε την απεργία των δημόσιων υπαλλήλων,
προσδιόριζε το περιεχόμενο της εκπαίδευσης («επί τη βάσει των
ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»), απέκλειε
το διορισμό «μη εθνικοφρόνων» καθηγητών στα ανώτατα εκπαιδευτικά
ιδρύματα, ενώ το ίδιο άρθρο ίσχυε για τους δημόσιους υπαλλήλους.
Πολλαπλασιάζονταν οι περιπτώσεις για τις οποίες επιτρεπόταν η κατάσχεση
εφημερίδων και άλλων εντύπων, προβλεπόταν η δυνατότητα προσωρινής ή και
οριστικής παύσης εφημερίδων, καθώς και η απαγόρευση της άσκησης του
δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Τέλος, οι ιδιώτες μπορούσαν να υπαχθούν
στα στρατιωτικά δικαστήρια και σε καιρό ειρήνης «δι’ αξιοποίνους πράξεις
κατά της ασφαλείας των Ενόπλων Δυνάμεων». Παράλληλα, με το ν.
2159/1952, καθιέρωσε το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι των
γυναικών χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό, εκτός από τον ηλικιακό (21ο
έτος), που ίσχυε και για τους άνδρες. Στο άρθρο 70 του Συντάγματος του
1952 είχε προστεθεί σχετική ερμηνευτική δήλωση.
Για
τις αρμοδιότητες του βασιλιά, το Σύνταγμα του 1952 επαναλάμβανε
διατάξεις των παλαιότερων Συνταγμάτων, δηλαδή η εκτελεστική εξουσία
«ανήκε» μεν στο βασιλιά, αλλά ενεργούνταν από τους αρμόδιους υπουργούς
τους οποίους ο βασιλιάς διόριζε και έπαυε. Το πρόσωπο του βασιλιά ήταν
ανεύθυνο και απαραβίαστο, ενώ καμία πράξη του δεν ίσχυε, ούτε
εκτελούνταν χωρίς την υπογραφή του αρμόδιου υπουργού. Το Σύνταγμα του
1952 αναγνώριζε ρητά στο άρθρο 31 ότι ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ενεργεί
μόνος, ούτε να ασκεί προσωπική πολιτική· διατηρούσε μια κρίσιμη
αρμοδιότητα, το διορισμό και την παύση του πρωθυπουργού –και, ύστερα από
πρόταση του τελευταίου, ορισμένων τουλάχιστον υπουργών– κατά παράβαση
του Συντάγματος.
Το
Σύνταγμα του 1952 νομιμοποιούσε την εκτροπή από τον αστικό
κοινοβουλευτισμό, δίνοντας δικαίωμα στο βασιλιά να αναλάβει τέτοια
πρωτοβουλία μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ
Το
χουντικό στρατιωτικό καθεστώς στηρίχτηκε στο μετεμφυλιακό θεσμικό
πλαίσιο που διατηρούσαν διαδοχικά όλες οι κυβερνήσεις, της Εθνικής
Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ), της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), καθώς και οι
κυβερνήσεις με τη συμμετοχή των λεγόμενων «αποστατών» μετά από τον Ιούλη
του 1965. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του ήταν η ισχύς των «εκτάκτων
μέτρων», ενώ μέχρι το 1962 τα «έκτακτα μέτρα» δικαιολογούνταν στο όνομα
της «ανταρσίας των κομμουνιστοσυμμοριτών».
Απέναντι
στον ελληνικό λαό στήθηκε ο αστυνομικός και στρατιωτικός μηχανισμός του
αστικού κράτους, που είχε στα χέρια του δεκάδες χιλιάδες φακέλους, όχι
μόνο δραστήριων έως τότε κομμουνιστών, αριστερών, ριζοσπαστών, αλλά
ακόμη και εκείνων που είχαν δράσει στα χρόνια της Κατοχής και του ΔΣΕ,
αν και αργότερα είχαν αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση. Η
πρωτοπορία του εργατικού-λαϊκού κινήματος, χιλιάδες έμπειροι αγωνιστές,
βρέθηκαν κρατούμενοι σε όλη την Ελλάδα. Στη συνέχεια εξορίστηκαν στη
Γυάρο, στη Λέρο, στην Αλικαρνασσό, στον Ωρωπό και αλλού.
Με
την επιβολή του στρατιωτικού νόμου συστάθηκαν 10 έκτακτα στρατοδικεία
σε ισάριθμες πόλεις, ενώ επιβλήθηκαν και άλλα μέτρα, όπως η απαγόρευση
των συγκεντρώσεων, η αυστηρή λογοκρισία στον Τύπο κλπ. Στις 29 Απρίλη
1967 τέθηκαν και τυπικά εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα και στη συνέχεια
ακολούθησε η κατάργηση 161 μαζικών οργανώσεων και σωματείων στην
περιοχή της πρωτεύουσας και 113 στην υπόλοιπη χώρα. Πραγματοποιήθηκαν
μαζικές εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία και
άλλους κλάδους της Δημόσιας Διοίκησης.
Τα Συντάγματα της δικτατορίας εμπνέονταν από ένα κοινό πολιτειακό πρότυπο, με κύριο χαρακτηριστικό την αναγόρευση του στρατού ως φορέα της πολιτικής εξουσίας. Μια σειρά ρυθμίσεις εξαιρούσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις από τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, επίσης γινόταν συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Συγκρότησε το συνταγματικό δικαστήριο
με ισόβια μέλη, που θα τα επέλεγε η «κυβέρνηση». Στις αρμοδιότητές του
περιλαμβάνονταν η στέρηση των ατομικών δικαιωμάτων απ’ όσους θα τα
ασκούσαν «καταχρηστικά», ο έλεγχος των εκλογών, η επίλυση συγκρούσεων
μεταξύ των κυριότερων άμεσων οργάνων της πολιτείας, ο «διαρκής έλεγχος»
και, εν τέλει, η διάλυση πολιτικών κομμάτων «των οποίων οι σκοποί ή η
δράσις αντιτίθενται εκ του εμφανούς ή συγκεκαλυμμένου προς το πολίτευμα,
ή τείνουν εις ανατροπήν του υφισταμένου κοινωνικού καθεστώτος ή
εκθέτουν εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα του κράτους ή την
δημοσίαν ασφάλειαν» (άρθρο 58 παρ. 5).
Ταυτόχρονα,
στο πλαίσιο της στρατηγικής τους για «ομαλή μετάβαση στην αστική
κοινοβουλευτική δημοκρατία», αστικές πολιτικές δυνάμεις κράτησαν
ευέλικτη τακτική απέναντι στις διακηρύξεις της Χούντας περί
«φιλελευθεροποίησης» μετά το 1972.
Το
ΚΚΕ καταδίκασε τη «φιλελευθεροποίηση» και τις μορφές που έπαιρνε ως
«δημοψήφισμα» και «κοινοβουλευτικές εκλογές». Ανέδειξε ως κύριο ζήτημα
την ανάπτυξη της λαϊκής πάλης από τα κάτω και με όλες τις μορφές –αν
απαιτούνταν και την ένοπλη– ενώ ως άμεσο κοινό στόχο έθεσε την απόκρουση
του ελιγμού της στρατιωτικής δικτατορίας και τη δράση για την ανατροπή
της.
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 (7 ΙΟΥΝΗ)
Είχε προηγηθεί στις 8 Δεκέμβρη 1974 δημοψήφισμα για το ζήτημα της βασιλευόμενης δημοκρατίας14,
στο οποίο κυριάρχησε το ΟΧΙ στο θρόνο, με αποτέλεσμα να μπει τέρμα στο
θεσμό της μοναρχίας στην Ελλάδα με ποσοστό 78,43% ΝΑΙ και 21,57% ΟΧΙ.
Η
στρατιωτική δικτατορία των χρόνων 1967-1974 και η συναινετική πτώση της
είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του θρόνου, την ένταξη των Ενόπλων
Δυνάμεων στην εκτελεστική εξουσία και γενικά εκείνων των μέσων και
μηχανισμών καταστολής που δεν ανταποκρίνονταν πια στις ανάγκες
ενσωμάτωσης ευρύτατων λαϊκών δυνάμεων. Κινητήριος παράγοντας αστικού
εκσυγχρονισμού ήταν και η προετοιμαζόμενη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Συνυπήρχε η ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών, που είχε επέλθει
κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η υποχώρηση του αντικομμουνισμού.
Σημείο
τριβής στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή ήταν η ρύθμιση της εκτελεστικής
εξουσίας. Όλες οι πλευρές συμφωνούσαν ότι το πολίτευμα της χώρας θα
έπρεπε να είναι και να παραμείνει κοινοβουλευτικό, με την κυβέρνηση να
είναι υπεύθυνη για «τη γενική πολιτική της χώρας» (άρθρο 82 παρ. 1Σ),
αλλά και να διαθέτει τα αναγκαία μέτρα για να ξεπερνά προσκόμματα και
κωλυσιεργίες. Ο Κ. Καραμανλής, ως πρωθυπουργός της κυβέρνησης «εθνικής
ενότητας», ήταν υποστηρικτής της «λελογισμένης ενίσχυσης» της
εκτελεστικής εξουσίας, κάτι στο οποίο αρχικά διαφωνούσε η αντιπολίτευση
απέναντι στη ΝΔ, αλλά τελικά συμφώνησε.
Τελικά,
στο Σύνταγμα του 1975 εκφράστηκε η επιδίωξη να συνταιριαστεί η ελληνική
κοινοβουλευτική παράδοση με τους αστικούς εκσυγχρονισμούς στα
Συντάγματα των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών. Είχε περιορισμένο
χαρακτήρα αστικοδημοκρατικών προσαρμογών, ενώ κύριος στόχος ήταν η
θωράκιση ενός πολιτικού συστήματος με άρθρα αυταρχικού χαρακτήρα κατά
των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών, τη δυνατότητα
απαγόρευσης συγκεντρώσεων σε ανοιχτό χώρο, τον περιορισμό στο δικαίωμα
της απεργίας. Οι υπερεξουσίες του Προέδρου της, παρά τις ορισμένες
υποχωρήσεις στην τελική διατύπωση κάποιων άρθρων, δεν άλλαζαν το
χαρακτήρα του θεσμού, προστέθηκε μάλιστα και άρθρο για την αναγνώριση
των δικαιωμάτων της έκπτωτης μοναρχίας.
Το
Σύνταγμα του ’75 «συμπληρωνόταν» από μια σειρά νόμων στη συνέχεια και
τα επόμενα χρόνια, όπως το νόμο περί «κατάστασης πολιορκίας», την
επαναφορά του καταδικασμένου θεσμού της εξορίας και της «πειθαρχημένης»
διαβίωσης, διατήρηση του φακελώματος και του πιστοποιητικού κοινωνικών
φρονημάτων. Ξεχωριστή θέση κατείχε ο νόμος 330/1976, οι διώξεις κατά
συνδικαλιστών και απεργών, η χρησιμοποίηση των σωματείων-σφραγίδων για
τον έλεγχο της σύνθεσης της ΓΣΕΕ, των Ομοσπονδιών και των Εργατικών
Κέντρων, σε συνδυασμό με την υπόθαλψη ανταπεργιών και τη συγκρότηση
απεργοσπαστικών μηχανισμών. Επίσης ο νόμος για τη στράτευση των
γυναικών, για τους δημόσιους υπαλλήλους, το διάταγμα για τα
πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων όπως για τους υποψήφιους μαθητές
στις σχολές αξιωματικών, το καθεστώς αστυνόμευσης και τρομοκρατίας, η
διατήρηση παρακρατικών οργανώσεων όπως τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης
(ΤΕΑ), ο καλπονοθευτικός εκλογικός νόμος και η άρνηση καθιέρωσης στο
Σύνταγμα της απλής αναλογικής.
Με βάση το άρθρο 48 του Συντάγματος, την «κατάσταση πολιορκίας» την κήρυσσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Το συγκεκριμένο άρθρο 48 μεταβλήθηκε από τις μετέπειτα αναθεωρήσεις, με
κυριότερη αυτή του 1986 που ορίζει ότι η αρμοδιότητα κήρυξης της χώρας
σε κατάσταση πολιορκίας ανήκει στη Βουλή και ότι ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας διατηρεί μόνο την αρμοδιότητα να δημοσιεύει τη σχετική
απόφαση της Βουλής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και να προβαίνει έτσι
στον έλεγχο της νομιμότητάς της. Η «κατάσταση πολιορκίας» κηρύσσεται σε
τρεις περιπτώσεις: α) Πολέμου β) ένοπλου κινήματος για ανατροπή του
δημοκρατικού πολιτεύματος και γ) επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών
κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας.
Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Με
την αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας τέθηκε ως
βασικός στόχος της αστικής τάξης η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην υπό
διαμόρφωση «Ενωμένη» Ευρώπη. Η επιδίωξη αυτή συνδεόταν άμεσα με την
ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού δικαίου στο ελληνικό. Η διείσδυση του
«ευρωπαϊκού συνταγματικού δικαίου» στο ελληνικό επιτεύχθηκε με την
ένταξη της χώρας ως πλήρους μέλους στις δύο σημαντικότερες ευρωπαϊκές
διακρατικές ενώσεις, το Συμβούλιο της Ευρώπης και την ΕΟΚ. Για να γίνει
αυτό, η Ελλάδα, όπως έπραξαν και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, όχι μόνο
αναγνώρισε την υπεροχή των ευρωπαϊκών κανόνων έναντι των εθνικών, αλλά
εκχώρησε στα όργανα των δυο αυτών οργάνων δικαιώματα που, κατά το
κλασικό συνταγματικό δίκαιο, μπορούσαν να ανήκουν στον στενό πυρήνα της
εθνικής κρατικής κυριαρχίας της.
Η
αναγνώριση της υπεροχής των ευρωπαϊκών κανόνων έναντι των εθνικών
αποτυπώθηκε στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος
του 1975, σύμφωνα με την οποία «…οι διεθνείς συμβάσεις, από την
επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους
της καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού
δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου».
Η
εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς
πραγματοποιήθηκε με δυο συνταγματικές διατάξεις, τις παραγράφους 3 και 2
του άρθρου 28. Η παράγραφος 3 καθιερώνει την αρχή ότι η Ελλάδα μπορεί
να περιορίσει ελεύθερα «την άσκηση της κυριαρχίας της» (αν συντρέχουν οι
προβλεπόμενες προϋποθέσεις) με νόμο που ψηφίζεται από το 50% + 1 του
όλου αριθμού των βουλευτών. Η παράγραφος 2 όριζε ότι, με νόμο που
ψηφίζεται με πλειοψηφία των 3/5 τουλάχιστον του όλου αριθμού των
βουλευτών, μπορεί να αναγνωριστούν σε όργανα των διεθνών οργανισμών
«αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα», προκειμένου «να
εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με
άλλα κράτη», εκχωρούνται δηλαδή αρμοδιότητες τόσο της εκτελεστικής όσο
και της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1975
Η
περίοδος 1975-2008, ιδιαίτερα κατά την τελευταία 10ετία του 20ού αιώνα,
σηματοδοτείται από σημαντικές εξελίξεις, με κορύφωση την καπιταλιστική
παλινόρθωση του 1989-1990 στις χώρες του σοσιαλισμού που συνοδεύτηκε από
μια νέα, οξυμένη κούρσα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η ΕΟΚ
μετεξελίχτηκε σε ΕΕ, ενώ αποφασίστηκε η «νέα δομή» και στρατηγική του
ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η οικονομική
καπιταλιστική κρίση εκδηλώθηκε κατά κύματα και συγχρονισμένα, άσκησε
επίδραση σε μεγαλύτερο κύκλο καπιταλιστικών κρατών, εμφανίστηκαν νέα
καπιταλιστικά ανερχόμενα κράτη που προκάλεσαν ανακατατάξεις στις κορυφές
της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας», ενώ ξέσπασαν αλλεπάλληλοι τοπικοί
ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Εκτός των άλλων που δεν είναι δυνατό να
συμπεριληφθούν στο συγκεκριμένο άρθρο, εμφανίστηκαν δυσκολίες σε
ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη στη συγκρότηση σταθερών αστικών
κυβερνήσεων. Σε άλλα κράτη έγινε αναδόμηση του αστικού πολιτικού
συστήματος με τη δημιουργία νέων φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων, αλλά και ακροδεξιών, ενώ σε άλλα, όπως και στην Ελλάδα, έχει
ξεκινήσει μια ορισμένη προσπάθεια από την αστική τάξη και τα κόμματά
της. Ενισχύθηκε ποσοτικά και ποιοτικά ο ρόλος και η σημασία διάφορων
νομιμοποιημένων ή και άτυπων διεθνών και περιφερειακών μηχανισμών που
επιδιώκουν τη ρύθμιση των ανταγωνισμών και των αντιθέσεων και επιδρούν
και στο αστικό πολιτικό σύστημα, στο Δίκαιο και το Σύνταγμα.
Η
στρατηγική ταύτιση των φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών ή πρώην ΚΚ και
άλλων πολιτικών δυνάμεων που εμφανίζονταν ως εναλλακτικά αριστερά
κόμματα, αν και είναι ισχυρή, παρόλ’ αυτά δε διασφαλίζει την
επιδιωκόμενη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος, δεν οδηγεί
αναγκαστικά σε σύγκλιση σε ζητήματα τακτικής απέναντι στον
εργατικό-λαϊκό παράγοντα που παρά τη γενικότερη υποχώρηση παραμένει
–δικαιολογημένα– ως απειλή και κίνδυνος. Η σταθερότητα διαταράσσεται
στον έναν ή τον άλλο βαθμό είτε κάτω από διαφορές διαχείρισης στο μίγμα
της κυρίαρχης πολιτικής ή σε περιπτώσεις δυσκολίας σχηματισμού σταθερής
κυβέρνησης συνεργασίας κλπ.
Στη
διαδικασία της επεξεργασίας νομοσχεδίων και της συνταγματικής
αναθεώρησης εμφανίζονταν –και εμφανίζονται και σήμερα– δυσκολίες,
ιδιαίτερα εκεί που χρειάζεται αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ
καραδοκεί ανά πάσα στιγμή ο φόβος της αναμέτρησης με παραδοσιακές και
απαρχαιωμένες αντιλήψεις που τα ίδια τα αστικά κόμματα καλλιεργούσαν για
πολλά χρόνια στη λαϊκή συνείδηση. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα η φοβική στάση απέναντι στο ώριμο –και
για τα αστικά ευρωπαϊκά δεδομένα– ζήτημα του διαχωρισμού της Εκκλησίας
από το κράτος και σε αρκετά άλλα ζητήματα που συνδέονται με αστικούς
θεσμούς όπως είναι η οικογένεια.
Οι
αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά πολιτικά κόμματα, κατά τη διαδικασία
προετοιμασίας της αναθεώρησης, δεν οφείλονταν και δεν οφείλονται μόνο
στον ανταγωνισμό τους για τη διακυβέρνηση. Έπαιξαν και παίζουν ρόλο οι
επιδράσεις των αντιθέσεων στο εσωτερικό της αστικής τάξης, η σύνθεση και
οι αναδιατάξεις στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Παίζουν ρόλο
οπωσδήποτε και ορισμένες ιδεολογικές διαφορές που καθορίζονται από την
ιστορική προέλευση του κάθε κόμματος, την κοινωνική σύνθεση της
εκλογικής του βάσης σε συνδυασμό με τις τρέχουσες κομματικές ανάγκες.
Κατά την ενδοαστική αντιπαράθεση αξιοποιήθηκε και η διαπάλη του Κόμματος
με τον οπορτουνισμό και τους φορείς με τους οποίους εμφανίστηκε, ως ΚΚΕ
«εσωτερικού», στη συνέχεια ΕΑΡ, αργότερα Συνασπισμός της Αριστεράς.
Ένας
παράγοντας που καθορίζει τις διαφορές τακτικής και επιλογών ανάμεσα στα
αστικά κόμματα, όσον αφορά το Σύνταγμα, είναι ότι στην επεξεργασία και
γενικότερα στη μελέτη των προβλημάτων του αστικού πολιτικού συστήματος
και των μεθόδων καταστολής και εξαγοράς του λαού παίρνουν μέρος νέες
γενιές επιστημόνων, τους οποίους παράγουν συστηματικά ξένα πανεπιστήμια
και ορισμένα ελληνικά. Πρόκειται για νομικούς, συνταγματολόγους ως και
πολιτικούς επιστήμονες, που ενδιαφέρονται για το ίδιο το σύστημα και
αισθάνονται λιγότερο δεσμευμένοι από την κομματική τους ένταξη ή
προτίμηση, ζητούν με μεγαλύτερη απαίτηση αστικούς εκσυγχρονισμούς και
προσαρμογές σε σχέση με τα κόμματα που ανήκουν ή συνεργάζονται στον έναν
ή τον άλλο βαθμό.
Κατά
κανόνα στις αναθεωρήσεις του Συντάγματος του ’75 και με ακόμα
μεγαλύτερη σαφήνεια στους νόμους που ψηφίστηκαν από τότε ως σήμερα,
πήραν προβάδισμα οι επιλογές των πιο δυναμικών τμημάτων του κεφαλαίου,
που συνειδητοποιούσαν την ανάγκη εκσυγχρονιστικών αστικών
μεταρρυθμίσεων, π.χ. στις κρατικοποιήσεις αρχικά και στις
αποκρατικοποιήσεις στη συνέχεια, τον «προγραμματισμό» και «συντονισμό»
της οικονομίας από το κράτος, τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική
ασφάλιση, την Παιδεία κλπ. Ποτέ δεν έλειψε από τις συζητήσεις περί
Συντάγματος και δε θα λείψει η συζήτηση για την πιο αποτελεσματική
ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών αγώνων, άλλοτε με τη λογική του καρότου,
άλλοτε με τη λογική του μαστίγιου ή και των δύο μεθόδων ταυτόχρονα.
Εξετάζοντας
την πορεία των αναθεωρήσεων, επιβεβαιώνεται αυτό που έχει συμβεί
σταδιακά και σταθερά από το 1975 ως το 2008, η τάση προγραμματικής
σύγκλισης και ταύτισης ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, η οποία έφτασε στο
αποκορύφωμά της στην κυβερνητική συνεργασία το 2012, για τη διάσωση της
σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, τη διέξοδο από την κρίση
προς όφελος του κεφαλαίου. Εξαερώθηκε η όποια «διαχωριστική γραμμή»
εμφανιζόταν στα συνθήματα μεταξύ τους, π.χ. στις κοινωνικές παροχές και
στις εξαγγελίες για άμβλυνση των πιο οξυμένων κοινωνικών ανισοτήτων,
όπως έλεγαν από κοινού ώστε να αποφευχθούν «κοινωνικές αναταράξεις».
Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟ ΜΑΡΤΗ ΤΟΥ 1986
Κατά
την περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (έναρξη το 1981) έγιναν
ορισμένες προσπάθειες να προωθηθούν ώριμοι, καθυστερημένοι αστικοί
εκσυγχρονισμοί, σε σύγκριση με την καπιταλιστική Ευρώπη, κυρίως σε
θεσμούς και λειτουργίες του αστικού κράτους που υπηρετούσαν και τη
δημιουργία νέων ιδεολογικών και πολιτικών αυταπατών, π.χ. αναγνώριση της
Εθνικής Αντίστασης, επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων, κατάργηση
των α.ν. 375/1936 και 942/1946 κ.ά. Η επί ΠΑΣΟΚ αναθεώρηση του 1986
ενίσχυσε ένα από τα σταθερότερα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής
ιστορίας, τον πρωθυπουργοκεντρισμό, εξασθένησε τα θεσμικά εκείνα
αντίβαρα που θα υποχρέωναν τον ηγέτη της εκάστοτε κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας να λογοδοτεί.
Τα παραπάνω συνέβαλαν στη χάραξη των αναγκαίων για το σύστημα τεχνητών
διαχωριστικών γραμμών και διλημμάτων, το γνωστό «Δεξιά-Αντιδεξιά»,
σήμερα «Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά».
Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 αφορούσε κυρίως τις
αρμοδιότητες –«υπερεξουσίες» όπως είχε επικρατήσει να επικαλούνται– του
Προέδρου της Δημοκρατίας, π.χ., όσον αφορά την αρμοδιότητα της
«προεδρικής» διάλυσης της Βουλής. Με τη νέα ρύθμιση του 1986, τη διάλυση
της Βουλής μπορούσε να προκαλέσει –είτε ευθέως είτε παραιτούμενη– μόνο η
κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο ρόλος του Προέδρου
περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση της καταψήφισης δυο κυβερνήσεων, αν ο
ίδιος έκρινε ότι η σύνθεση τη Βουλής «δεν εξασφαλίζει κυβερνητική
σταθερότητα». Τυποποιήθηκε η διαδικασία διορισμού της κυβέρνησης σε
περίπτωση που κανένα κόμμα δε διαθέτει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική
πλειοψηφία (διερευνητικές εντολές στους αρχηγούς των τριών πρώτων
κομμάτων –και όχι μόνο στους δυο, όπως προβλεπόταν προηγουμένως– σύσκεψη
των αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σχηματισμός κυβέρνησης
συνεργασίας, αλλιώς υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή εκλογών).
Η
προτεινόμενη αναθεώρηση δεν συνιστούσε βαθιά τομή, όπως διατυμπάνιζε η
κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ –ως παράδειγμα ήταν το άρθρο 107 που συνέχιζε την
αυξημένη τυπική ισχύ του νόμου 2687/53 που αφορούσε «προνόμια στο ξένο
κεφάλαιο και στο εφοπλιστικό». Επίσης δεν καθιέρωνε ως εκλογικό νόμο το
σύστημα της απλής αναλογικής. Δεν έθιγε τα στεγανά στις Ένοπλες Δυνάμεις
και στην εξωτερική πολιτική, επίσης δεν καθιέρωνε την ανεξαρτησία της
Δικαιοσύνης, αφού το υπουργικό συμβούλιο διατηρούσε το δικαίωμα να
εκλέγει την ηγεσία της. Δε διασφάλιζε –σε αντίθεση με τις διακηρύξεις–
τα απεργιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα με την υιοθέτηση της
επιστράτευσης που φαλκίδευε το απεργιακό δικαίωμα. Το άρθρο 12 περιόριζε
το δικαίωμα στο συνεταιρίζεσθαι και το άρθρο 29 άφηνε ανοιχτή την
απαγόρευση της πολιτικής δραστηριότητας των δημόσιων υπαλλήλων.
Τα
άρθρα 27 και 28 «περιόριζαν την εθνική κυριαρχία» με το προβάδισμα των
αρμοδιοτήτων των οργάνων της ΕΟΚ. Ειδικότερα το άρθρο 27 κατοχύρωνε την
παραχώρηση στρατιωτικών βάσεων με απλή πλειοψηφία της Βουλής.15 Η συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών εξαρτιόταν από τη θέληση της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ενώ
από τη μια το ΠΑΣΟΚ διακήρυσσε την κατάργηση των υπερεξουσιών του
Προέδρου της Δημοκρατίας, την ίδια ώρα υποστήριζε την πράξη νομοθετικού
περιεχομένου που πάγωνε τους μισθούς και στηριζόταν σε νομοθετική
εξουσία του ΠτΔ. Παρά τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από τον ΠτΔ στο
υπουργικό συμβούλιο, παρέμεναν υπερεξουσίες, όπως το θέμα της κήρυξης
στρατιωτικού νόμου «για λόγους εθνικής ασφάλειας από εσωτερικούς
κινδύνους». Το γεγονός ότι προβλεπόταν ένα διάστημα 15 έως και 35 ημερών
για να υπάρχει απόφαση της Βουλής άφηνε παράθυρο κήρυξης του
στρατιωτικού νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εν τω μεταξύ, ήταν
δυνατό να έχουν γίνει συλλήψεις, εκτοπίσεις κλπ. Η δε διεξαγωγή
δημοψηφισμάτων καθοριζόταν από το υπουργικό συμβούλιο και τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας, σε σχέση με τις συνθήκες και τους όρους διεξαγωγής τους
γινόταν χρήση παραπλανητικών ερωτημάτων.16
Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 2001
Ήδη
είχε ωριμάσει –προ πολλού– η ανάγκη εγκατάλειψης της διαχείρισης του
συστήματος με την εκτεταμένη κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία στη
βιομηχανία, στις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες, στο χρηματοπιστωτικό
τομέα και στον τουρισμό, όπως και η εγκατάλειψη της πολιτικής
γενικευμένων παροχών που εφαρμόστηκε, μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως
στην Ευρώπη και την περίοδο αναμέτρησης με τις κατακτήσεις στο
σοσιαλιστικό σύστημα. Είχε επίσης επιβεβαιωθεί ότι η σοσιαλδημοκρατία
αναδείχτηκε σε ικανό διαχειριστή του συστήματος με την προώθηση
φιλελεύθερης πολιτικής διαχείρισης, με μεγαλύτερη ορμή μετά τη νίκη της
αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, και την αξιοποίηση της ενίσχυσης του ρεύματος του
οπορτουνισμού και συμβιβασμού στο ΔΚΚ.
Τον
Απρίλη του 2001, η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε την αναθεώρηση 79
άρθρων του Συντάγματος με πλειοψηφίες που συχνά ξεπερνούσαν τα 4/5 του
όλου αριθμού βουλευτών. Τις νέες ρυθμίσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις,
ψήφισαν όλοι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, γεγονός πρωτοφανές μετά
τη Μεταπολίτευση, συνταγματικές διατάξεις να ψηφίζονται με τόσο ευρεία
συναίνεση.
Σε
αντίθεση με την αναθεώρηση του 1986, η αναθεώρηση του 2001 εκτεινόταν
σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που προπαγανδίστηκαν ως πρωτοποριακές ιδέες
για τα ατομικά δικαιώματα και την εξυγίανση της λειτουργίας του
συστήματος. Συγκεκριμένα:
Εμπλουτίστηκε
ο κατάλογος των τυπικών συνταγματικών δικαιωμάτων όπως: Η αναγνώριση
του δικαιώματος στην προστασία της υγείας και της γενετικής ταυτότητας,
του δικαιώματος στην πληροφόρηση και στη συμμετοχή στην κοινωνία της
πληροφορίας. Η εξολοκλήρου ανάθεση του κρατικού ελέγχου της ραδιοφωνίας
και της τηλεόρασης σε μια ανεξάρτητη αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο
Ραδιοτηλεόρασης. Η απαγόρευση της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν
συλλεγεί με παράνομο τρόπο.
Αναγορεύτηκε
σε κρατική υποχρέωση ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής
πολιτικής, μέτρων υπέρ των ατόμων με αναπηρία, είτε επιβεβαιώνοντας την
κατοχύρωση άλλων που είχαν ήδη αναγνωριστεί από το νομοθέτη και το
δικαστή, όπως: H αναγνώριση της δυνατότητας εναλλακτικής θητείας για
τους αντιρρησίες συνείδησης, η κατάργηση της θανατικής ποινής, η
αναγνώριση του δικαιώματος πληροφοριακού αυτοκαθορισμού, καθώς και του
δικαιώματος για απάντηση σε αιτήματα παροχής πληροφοριών και χορήγησης
εγγράφων.
Αναγορεύτηκε σε κρατική υποχρέωση ο σεβασμός στην αρχή της «αειφορίας».
Τη
συζήτηση στην Αναθεωρητική Βουλή σχεδόν μονοπώλησαν το άρθρο 14 και οι
αλλαγές που προτάθηκαν για την «πάταξη της διαπλοκής», που κατέληξε στην
παρ. 9 του άρθρου 14, με την πολυσχολιασμένη ρύθμιση για το «βασικό
μέτοχο», η οποία ποτέ δεν εφαρμόστηκε, καθώς οι κρίσιμες απαγορεύσεις
θεωρήθηκε ότι προσέκρουαν στο κοινοτικό δίκαιο.
Στο
κεφάλαιο της εκτελεστικής εξουσίας, η αναθεώρηση του 2001 ασχολήθηκε με
τη ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών. Ο έλεγχος των οικονομικών
των κομμάτων και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών συνδέθηκε με την
αναγκαιότητα εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος, με κύριο στόχο την
εξάλειψη της διαφθοράς και διαπλοκής.
Από
την περίοδο αυτή η εκστρατεία κατά της διαφθοράς και διαπλοκής
αναβαθμίζεται ως βασικό κριτήριο της ενδοαστικής αντιπαράθεσης,
παρουσιάζεται από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η οικονομική κρίση σε
κυρίαρχη αιτία της, στρώνεται το έδαφος για να εξελιχτεί σε βασική
παραπλανητική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα αστικά κόμματα ως στοιχείο
του δίπολου που αναδείχτηκε τα χρόνια της κρίσης,
«Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά» «συντήρηση-πρόοδος».
Τα
πιο σημαντικά στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν θέμα συζήτησης με
πρωτοβουλία του ΚΚΕ και τεκμηριώνουν την τάση αντιδραστικοποίησης μέσω
και της αναθεώρησης, ήταν: Η άρνηση κατοχύρωσης του δικαιώματος της
απεργίας αλληλεγγύης, της συνταγματικής κατοχύρωσης της πολιτικής
απεργίας, απαγόρευση ή περιορισμός μέχρι εξαφάνισης του δικαιώματος της
απεργίας στα «σώματα ασφαλείας» και στους δικαστικούς, η σκόπιμα αόριστη
αναφορά ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορεί να τάσσονται υπέρ του ενός
ή του άλλου κόμματος σε εκδηλώσεις που έχουν σχέση με τα καθήκοντά
τους. Ενώ καταργούνταν ο θεσμός της εκτόπισης, διατηρούνταν ως
επικουρικός σε μια περίοδο μάλιστα που, με αφορμή τις αγροτικές
κινητοποιήσεις, εμφανίζονταν από την κυβέρνηση και άλλα αστικά κόμματα
συγκεχυμένα τα όρια στην αντίληψη αν η παράταξη των τρακτέρ στους
εθνικούς δρόμους ήταν πράξη αγωνιστικού χαρακτήρα, δηλαδή πολιτικού ή
ποινικού αδικήματος. Άλλα σχετικά στοιχεία ήταν: Η θέσπιση των λεγόμενων
Ανεξάρτητων Αρχών –σε αντιπαράθεση με τους όποιους θεσμούς μπορεί να
αξιοποιήσει το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην πάλη του– οι οποίες
λειτουργούν ως όργανα νομιμοποίησης της εξουσίας και των συμφερόντων του
κεφαλαίου. Η λεγόμενη αποκέντρωση της «Τοπικής Αυτοδιοίκησης», που
εντασσόταν στη μεταφορά του οικονομικού βάρους κοινωνικών λειτουργιών
στις πλάτες του λαού μέσω της αύξησης της φορολογίας και μέσω της
ιδιωτικοποίησης. Η σύσταση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
(ΟΚΕ) απέβλεπε στη θεσμοθέτηση της «ταξικής συνεργασίας» με το
προσχηματικό επιχείρημα της ισότιμης συμμετοχής των εκπροσώπων της
εργοδοσίας και των εργαζόμενων.
Η ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΟΥ 2008
Τόσο
οι προτάσεις της κυβέρνησης της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ απέβλεπαν στο να
φύγουν από τη μέση όποια εμπόδια είχαν απομείνει στην προηγούμενη
αναθεώρηση προκειμένου να διευκολυνθεί η επιχειρηματική δράση, η ακόμα
μεγαλύτερη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια μεγάλων επιχειρήσεων, η
πορεία βαθύτερης ενσωμάτωσης της Ελλάδας στις διαδικασίες της
καπιταλιστικής ενοποίησης και η πορεία ιδιωτικοποιήσεων και
εμπορευματοποίησης. Οι προτάσεις τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ είχαν
κοινή γραμμή τις ιδιωτικοποιήσεις, την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων,
τις ιδιωτικοποιήσεις στην Παιδεία και στην Υγεία-Πρόνοια. Χαρακτηριστική
ήταν η πρόταση στο άρθρο 16 για τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ, «μη
κερδοσκοπικών». Κοινός τόπος επίσης ήταν η μεταφορά αρμοδιοτήτων του
κράτους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που οδηγούσε στην ακόμα βαρύτερη
φορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων.
Το
ΠΑΣΟΚ ήταν αντίθετο στην αναθεώρηση του άρθρου 24 που αφορούσε το
δασικό πλούτο, όχι γιατί ήταν αντίθετο στις επιδιώξεις υπηρέτησης των
επιχειρηματιών, αλλά γιατί θεωρούσε ότι ήταν επαρκής η αναθεώρηση επί
των ημερών του για το συγκεκριμένο σκοπό.
Η
ΝΔ πρότεινε την αναθεώρηση του άρθρου 28, ζητώντας να επικυρώνονται οι
συμφωνίες της ΕΕ με μικρότερη πλειοψηφία σε σύγκριση με τον ελάχιστο
αριθμό της αυξημένης πλειοψηφίας που είχε θεσπίσει το ΠΑΣΟΚ.
Τελικά,
το Μάη του 2008 αναθεωρήθηκαν μόνο τρία από τα άρθρα του Συντάγματος:
Το άρθρο 57 παρ. 1, από το οποίο απαλείφθηκε το επαγγελματικό
ασυμβίβαστο των βουλευτών, το άρθρο 79 παρ. 1 που αφορά την ψήφιση του
προϋπολογισμού και την παρακολούθηση της εκτέλεσής του, και το άρθρο 101
που επιτρέπει πλέον τη λήψη θετικών μέτρων όχι μόνο υπέρ των
νησιωτικών, αλλά και υπέρ των ορεινών περιοχών της χώρας. Η μη επίτευξη
της αναθεώρησης του Συντάγματος οδήγησε τα αστικά κόμματα σε
προβληματισμούς για την αναγκαιότητα τροποποίησης του άρθρου 110 του
Συντάγματος, που καθορίζει τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για να
ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης.
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΕΝΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ
Η
καπιταλιστική οικονομική κρίση που υπέβοσκε και ξέσπασε στην επιφάνεια
το 2009 και η εξέλιξή της στη συνέχεια προκάλεσε ρωγμές στο αστικό
πολιτικό σύστημα, μια ορισμένη δυσλειτουργία σε μηχανισμούς του
καπιταλιστικού κράτους, επιδεινώθηκε η κατάσταση στα ασφαλιστικά ταμεία,
στη δημόσια εκπαίδευση, ενώ προκάλεσε σε ορισμένους κλάδους –ιδιαίτερα
της μεταποίησης– μείωση της παραγωγής, εκτόξευσε τη σχετική και απόλυτη
εξαθλίωση μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης, των αυτοαποκαλούμενων
βιοπαλαιστών στις πόλεις και της φτωχής αγροτιάς. Έπαψαν να λειτουργούν
με την ίδια αποτελεσματικότητα εκείνα τα μέσα που συνέβαλαν στη
χειραγώγηση και ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών μαζών, παρόλο που αυτό
δεν αποκρυσταλλώνεται στην πορεία ανάκαμψης του εργατικού κινήματος και
των κοινωνικών συμμάχων του.
Η
αστική διακυβέρνηση με τη μορφή της δικομματικής εναλλαγής
αναπροσαρμόστηκε με το σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, ιδιαίτερα
ύστερα από τη μαζική αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ και την εμφάνιση ως διάδοχου
σχήματος του ΣΥΡΙΖΑ, με τη θεαματική του άνοδο στις εκλογές του 2012.
Ξεκίνησε με μια έννοια η προσπάθεια αναδόμησης του αστικού πολιτικού
συστήματος με την αξιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας,
ενώ οι συνθήκες ανάδειξης του αντικομμουνισμού ως κρατικής πολιτικής που
ξεκίνησε από τα μέσα της 10ετίας του ’90, συνέβαλε –μαζί με άλλους
συναφείς παράγοντες– και στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του
εθνικοσοσιαλισμού-φασισμού. Εμφανίστηκαν νέα πολιτικά κόμματα, έτοιμα να
συμμετάσχουν στην αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων και στην ανάδειξη
σταθερών κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης προς όφελος του
κεφαλαίου.
Οι
κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που αναδείχτηκαν ύστερα από τις δύο διαδοχικές
εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματικές για το
κεφάλαιο, για την αστική τάξη, την ΕΕ και τις ΗΠΑ, κυρίως λόγω της
δυνατότητάς τους να αμβλύνουν τις λαϊκές αντιστάσεις, να χειραγωγούν το
ριζοσπαστισμό, να εκμαυλίζουν συνειδήσεις.
Μετά
τις εκλογές του 2015, στη στρατηγική σύμπλευση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ
ενσωματώθηκε απολύτως και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ –συνεργαζόμενος μάλιστα
με τους ΑΝΕΛ– που κατέλαβε το κοινωνικό έδαφος που έχασε κυρίως το
ΠΑΣΟΚ, αλλά και ως ένα βαθμό και η ΝΔ. Η διακυβέρνησή του σχεδόν 4
χρόνια οδήγησε στην εξαέρωση της για χρόνια προβαλλόμενης αντίθεσης
«Δεξιά-Αριστερά», που σήμερα αναπαλαιώνεται στο νέο διαχωρισμό
«Κεντροδεξιά - Κεντροαριστερά», «παλαιό» και «νέο» πολιτικό κομματικό
σύστημα.
Παρά
την καθολική σύμπλευση σήμερα όλων των κοινοβουλευτικών ομάδων των
κομμάτων διαχείρισης σε ζητήματα στρατηγικής υπεράσπισης του
καπιταλιστικού συστήματος και της ενσωμάτωσης στις ιμπεριαλιστικές
διακρατικές ενώσεις και συμφωνίες, παρά το γεγονός ότι το εργατικό-λαϊκό
κίνημα δεν έχει καταφέρει να περάσει σε οργανωμένη, κλιμακωμένη
αντεπίθεση, η αστική τάξη ανησυχεί κατά πόσο είναι διασφαλισμένη η
πολυπόθητη πολιτική-κυβερνητική σταθερότητα. Ελλοχεύει η ανησυχία της
ανάκαμψης του εργατικού-λαϊκού κινήματος (που βεβαίως θα ήταν αδύνατη αν
είχαν βάλει στο χέρι και το ΚΚΕ, το ταξικό εργατικό κίνημα).
Το
τελευταίο διάστημα η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ, η
στάση απέναντι στο νέο φορέα που προέκυψε με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, το
Κίνημα Αλλαγής (ΚΑ), έχει πάρει και σχετικά νέα χαρακτηριστικά, που δεν
αναιρούν την κοινή τους προγραμματική κατεύθυνση. Η ΝΔ, καθώς
συνειδητοποιεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την έχει υποκαταστήσει ως δύναμη διαχείρισης
της κρίσης και της ανάκαμψης προς όφελος των μονοπωλίων, ότι
απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, του ασκεί
πολεμική κριτική από τη σκοπιά της μαρξιστικής δήθεν ιδεοληψίας του, ως
τάχα εχθρού της ιδιωτικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των
καπιταλιστικών επενδύσεων, ως «καθεστώς»-υπερασπιστή του κομματικού
μεγάλου κράτους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει την ενίσχυση της
αντικομμουνιστικής εκστρατείας και τη συκοφάντηση της επιστημονικής
κοσμοθεωρίας του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, εμφανίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ ως
πολιτικό φορέα της στη διακυβέρνηση, συσκοτίζοντας τη στρατηγική τους
σύμπλευση.
Από
την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από την αποπροσανατολιστική εκστρατεία
ταύτισης της ΝΔ με τη διαφθορά και τη διαπλοκή, της ασκεί κριτική ότι
έχει εγκαταλείψει τις φιλελεύθερες κοινωνικές ιδέες του γαλλικού –κατά
βάση– διαφωτισμού του 18ου αιώνα, μη διστάζοντας να εμφανίζει τον εαυτό
του ως το συνεπή εκφραστή και διάδοχο των ιδεών και των συνθημάτων της
αστικής τάξης την περίοδο που πάλευε για να πάρει όλη την εξουσία από τη
φεουδαρχία και να εδραιωθεί ως τάξη εξουσίας. Ταυτόχρονα επιδιώκει να
κυριαρχήσει στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, απορροφώντας το Κίνημα
Αλλαγής μέσω της συνεργασίας της «Αριστεράς» με το «ριζοσπαστικό» τμήμα
(της σοσιαλδημοκρατίας), στο βαθμό που διακηρύξει το τέλος της
συνεργασίας με τη ΝΔ. Η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει το βασικό
εκπρόσωπο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, μέσω της προσέγγισης ή
απορρόφησης ό,τι απέμεινε από το ΠΑΣΟΚ, εκφράστηκε και στον πρόσφατο
ανασχηματισμό, στον οποίο επίσης επιδίωξε και την ενίσχυση της
απορρόφησης και του «κεντροδεξιού» πολιτικού χώρου.
Η
εξέλιξη αυτή αποκαλύπτει πόσο απελπιστικά στενά είναι τα όρια και η
φραστική ακόμα ευελιξία του οπορτουνισμού που αρχικά εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Με μαθηματική ακρίβεια και πολύ γρήγορα από τη στιγμή που ανέλαβε
κυβερνητικές ευθύνες, οδηγήθηκε στη μετατροπή του σε αστικό
σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ ο ιδεολογικοπολιτικός του κατήφορος δεν
έχει ακόμα τελειώσει. Όσο εξελίσσεται σε μια απόλυτα συνεργάσιμη δύναμη
με την αστική τάξη και ιδιαίτερα με τα πιο δυναμικά και επιθετικά
τμήματά της, όσο επιβεβαιώνεται ως δύναμη απόλυτης στήριξης των
ιμπεριαλιστικών εξοπλισμών και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, όσο προχωρά
ακάθεκτα στην πλήρη υιοθέτηση των πιο εκφυλιστικών ιδεών και επιλογών
του σάπιου συστήματος, τόσο νιώθει την ανάγκη να περιβάλλει την πολιτική
του με το αναχρονιστικό και οριστικά παρωχημένο πλαίσιο των ιδεών του
Διαφωτισμού.
Ο
Α. Τσίπρας εξάγγειλε διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης με το
ψευδεπίγραφο σύνθημα «διεύρυνσης της δημοκρατίας» και με προπαγανδιστικό
εργαλείο το άνοιγμα του δημόσιου διαλόγου.17
Στα
ντοκουμέντα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΕ αναφέρεται ότι ο πολιτικός
στόχος του ΣΥΡΙΖΑ «είναι η προσαρμογή του αστικού πολιτικού συστήματος
στα νέα δεδομένα της καπιταλιστικής κρίσης, των γενικότερων προβλημάτων
διαχείρισής της και κυρίως θωράκισης του συστήματος σε περίοδο
ανάκαμψης, ώστε να επιταχύνεται η στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας
σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Να διασφαλίζονται ευρύτερες συναινέσεις
μεταξύ των αστικών κομμάτων, σταθερές κυβερνήσεις συνεργασίας, με
προϋπόθεση πάντα την ανάκτηση της ικανότητας της αστικής τάξης και των
αστικών κομμάτων, παλαιών και νέων, στην ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών
στρωμάτων, στη χειραγώγηση και εξαγορά τους με πιο σύγχρονα μέσα».
Σε
αυτό το πλαίσιο ήταν και η επιλογή του να φέρει στη Βουλή ένα σύστημα
αναλογικότερο του υπάρχοντος, προκειμένου να γίνεται εφικτή η κυβέρνηση
αστικής συνεργασίας, κατά τα πρότυπα των κυβερνήσεων συνεργασίας που
αναδεικνύονται σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ. Προκειμένου μάλιστα να
υποβοηθείται ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας, επέλεξε τη θέση για
την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των αρμοδιοτήτων
του όταν εμφανίζονται δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς το αστικό
κοινοβούλιο να χάνει το ρόλο του έναντι του θεσμού της Προεδρίας.
Με
βάση τα ως τώρα δεδομένα, δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί το εύρος των
άρθρων που θα τεθούν σε αναθεώρηση, ούτε η συναίνεση που θα επιτευχθεί. Η
ΝΔ, αν και έχει ταχτεί υπέρ ευρείας αναθεώρησης, παραπέμπει τη συζήτηση
στη νέα Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές. Το Κίνημα Αλλαγής
(ΚΙΝΑΛ), αμέσως μετά τη συγκρότησή του ως ενιαίου φορέα, επέλεξε έναν
πολύ περιορισμένο αριθμό άρθρων προς αναθεώρηση, με το επιχείρημα ότι
μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση στην παρούσα Βουλή, ώστε να γίνει η
αναθεώρηση από την επόμενη Βουλή.
Ο
πολιτικός στόχος της διασφάλισης της σταθερότητας του αστικού πολιτικού
συστήματος είναι κοινός, διακριτός στις θέσεις της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ,
καθώς επικεντρώνουν –με διαφορές μεταξύ τους– στο θέμα του τρόπου
εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, στις αρμοδιότητές του, αλλά και
στον προβαλλόμενο λόγο διάλυσης της Βουλής. Στο φόντο της επικείμενης
συνταγματικής αναθεώρησης εκδηλώνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη ΝΔ και
το ΣΥΡΙΖΑ ποιος θα έχει την πρωτοβουλία σχηματισμού κυβέρνησης με
προσεταιρισμό του ΚΙΝΑΛ, ενώ το τελευταίο επιδιώκει να επιδείξει την
αυτονομία του ως τις εκλογές, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα για
κυβερνητική συνεργασία, με κυρίαρχη επιλογή στα ηγετικά του όργανα τη
συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ. Εύκολα βέβαια εννοείται ότι η επιδίωξη για την
πολιτική σταθερότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διασφάλιση της
ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, της προσέλκυσης επενδύσεων με
κράχτη τη μακροημέρευση των εκατοντάδων αντεργατικών-αντιλαϊκών
μνημονιακών νόμων και το πακέτο των μέτρων που συνεχώς διευρύνεται για
τη διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής κερδοφορίας του κεφαλαίου σε
συνθήκες διεθνούς αβεβαιότητας για την πορεία της καπιταλιστικής
οικονομίας, οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.18
Από
την ως τώρα συζήτηση που έχει ξεκινήσει, παρά τις επιμέρους διαφορές,
δεν είναι τυχαίο ότι έχει συγκεντρωθεί η προσοχή σε ορισμένα ζητήματα
που αφορούν τις αρμοδιότητες του ΠτΔ και την αποτροπή διενέργειας
πρόωρων εκλογών αν δεν είναι δυνατή η εκλογή του από τη Βουλή, ζητήματα
που αφορούν το αστικό κράτος και κυρίως την κρατική υπαλληλία, το νόμο
περί ευθύνης υπουργών, τη βουλευτική ασυλία, τον αριθμό των βουλευτών
και τις θητείες τους, όπως και των υπουργών, τον έλεγχο των κομμάτων,
που εμφανίζονται ως δήθεν στοιχεία της ηθικοποίησης και εξυγίανσης του
συστήματος. Πέρα από τη δημαγωγική αξιοποίηση μέτρων που στρέφονται κατά
της διαφθοράς και της διαπλοκής, δεν μπορεί να αποκλειστεί και ο στόχος
να περιοριστούν –όσο γίνεται– οι επιπτώσεις από τον αδυσώπητο
ανταγωνισμό των μονοπωλιακών ομίλων που χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, χωρίς
φραγμό, προκειμένου να επιτύχει ο ένας τον εκτοπισμό του άλλου ομίλου
από διαγωνισμούς, διείσδυση σε κερδοφόρες αγορές. Άλλωστε είναι
πασίγνωστο ότι οι καταγγελίες για σκάνδαλα, χρηματισμό πολιτικών
προσώπων, διάβρωσης ακόμα και του κρατικού μηχανισμού προέρχονται όχι
από τα δήθεν συστήματα διαφάνειας, αλλά από τους ίδιους τους
καπιταλιστές.
Ένα
από τα ζητήματα που έχει ανακύψει τα τελευταία χρόνια και από τη ΝΔ και
από το ΚΙΝΑΛ, λιγότερο από το ΣΥΡΙΖΑ (αν και πρέπει να είναι στον
προβληματισμό του, αφού αφορά και μνημονιακές κατευθύνσεις), είναι το
ζήτημα της κρατικής υπαλληλίας στις ανώτερες βαθμίδες των υπουργείων ή
άλλων οργανισμών που βρίσκονται υπό κρατική εποπτεία ή άμεσου
ενδιαφέροντος. Ανέκαθεν η κρατική υπαλληλία αποτελούσε αντικείμενο
διαπάλης από τα διάφορα αστικά κόμματα για τον προσεταιρισμό της. Το
εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα, αμέσως μετά την εκλογική του νίκη, καθόριζε
τους γενικούς γραμματείς, διευθυντές, διοικητές, συμβούλους, τις
συνθέσεις επιτροπών και επιτελείων κλπ. Το κομματικό κριτήριο ανάδειξης
και μάλιστα σε καίριες θέσεις της κρατικής διοίκησης δεν εναρμονιζόταν
πάντα με τα αστικά κριτήρια αξιολόγησης, ενώ δεν εξασφαλιζόταν η
συνέχεια της πολιτικής, προκαλούνταν δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις.
Η
προγραμματική ταύτιση κομμάτων διαφορετικής ιστορικής και κοινωνικής
προέλευσης κάνει δυνατή τη σταθεροποίηση του κρατικού μηχανισμού από τις
κορυφές ως και κάτω, πολύ περισσότερο που τα ξένα και ελληνικά
πανεπιστήμια μορφώνουν ένα δυναμικό να υπηρετεί το σύστημα ανεξάρτητα
της κομματικής ένταξης ή προτίμησης.
Ανάμεσα
στα θέματα που έχουν τεθεί ως προβληματισμός, έστω, απ’ όλα τα κόμματα
είναι το ζήτημα της αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ο έλεγχος
των κομμάτων, η επιβολή θητειών στους βουλευτές, ακόμα και σκέψεις για
ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας με την υπουργική, η μείωση των
βουλευτών κλπ. Ορισμένες από τις παραπάνω προτάσεις, ιδιαίτερα για τον
αριθμό των βουλευτών, ο καθορισμός χρονικού ορίου θητείας τους κ.ά.
χρησιμοποιούνται και ως παραπλάνηση του λαού ότι έτσι αναβαθμίζεται ο
ρόλος του αστικού κοινοβουλίου, γίνεται δήθεν πιο δημοκρατικό. Η μείωση
του αριθμού των βουλευτών είναι πολύ πιθανό να εκφράζει την τάση
συγκεντροποίησης, μείωσης των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ιδιαίτερα
εκείνων που είναι ενοχλητικά για το σύστημα, όπως το ΚΚΕ, αλλά και
δυνάμεων που λειτουργούν εκβιαστικά στο ενδεχόμενο αδυναμίας σχηματισμού
αστικής κυβέρνησης.
Η
λεγόμενη μάχη κατά της διαπλοκής που έχουν σημαία τους όλα τα αστικά
κόμματα, το ένα εναντίον του άλλου, αξιοποιείται οπωσδήποτε για τη
διάδοση της άποψης ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ηθικοποιηθεί, να
εξυγιανθεί. Φαίνεται όμως ότι επιδιώκεται να αμβλυνθούν οι συνέπειες του
αδυσώπητου ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων που προκαλούν και
τριγμούς ή αβεβαιότητα στη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος,
οδηγούν σε χρονοτριβή έως και διακοπή επιχειρηματικών επενδύσεων και
απαραίτητων για το σύστημα έργων υποδομής, ενώ σε αρκετές, αν όχι στις
περισσότερες περιπτώσεις, προκαλούν διενέξεις ανάμεσα στις ελληνικές
κυβερνήσεις και εκείνες άλλων καπιταλιστικών κρατών, αφού οι διεθνικοί
μονοπωλιακοί όμιλοι έχουν τη βασική τους έδρα, την αφετηρία
διεθνοποίησης της δράσης τους σε ένα εθνικό κράτος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σήμερα
υπάρχουν περισσότερες προϋποθέσεις, αλλά και πείρα και ωριμότητα οι
κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες να αναπτύξουν ιδεολογική, πολιτική
και μαζική δουλειά όχι αποκλειστικά περιορισμένη στην αποκάλυψη των
προτάσεων και των στόχων των άλλων κομμάτων ή στην αντίστοιχη προβολή
των θέσεων και αντιπροτάσεων του ΚΚΕ (είναι αυτονόητα όλα αυτά ότι
πρέπει να γίνουν), αλλά να καταδείξουν τον ταξικό χαρακτήρα του
Συντάγματος, της αστικής πολιτικής εξουσίας, προβάλλοντας την
αναγκαιότητα της πάλης για την εργατική εξουσία, τις αρχές οργάνωσής της
όπως αναφέρονται στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ που ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριό
του, το 2013.
Η
θεωρία μας αλλά και η μακρόχρονη πείρα επιβεβαίωσε πόσο επικίνδυνες
είναι οι αυταπάτες ότι η άνοδος της ταξικής πάλης μπορεί να αλλάξει ή να
διαφοροποιήσει την ταξική φύση του συνταγματικού κειμένου στις συνθήκες
του καπιταλισμού. Ο αντίκτυπος της ταξικής πάλης με την ορμητική άνοδο
του εργατικού κινήματος σε μη επαναστατικές συνθήκες μπορεί να επηρεάσει
προσωρινά μόνο τη μορφή της διακυβέρνησης, και όχι την ταξική της
ουσία. H αστική εξουσία χωράει όλες τις μορφές άσκησης και διαχείρισης
της δικτατορίας του κεφαλαίου, από την προσωρινή κατάργηση του αστικού
κοινοβουλίου, τη φασιστική, δικτατορική μορφή του συστήματος, μέχρι την
τυπική κατοχύρωση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, την τυπική
κατοχύρωση των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών.
Η
Σοσιαλιστική Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917 αποτέλεσε την αφετηρία της
διαμόρφωσης του πρώτου Συντάγματος που κατοχύρωνε την εργατική εξουσία
και τα όργανά της, τα Σοβιέτ Εργατών, Αγροτών και Στρατιωτών, θεσμοί που
αναδείχτηκαν κατά την επαναστατική δραστηριότητα του προλεταριάτου. Τα
Σοβιέτ ήταν το μοναδικό κέντρο εξουσίας και ελέγχου με εκλογική μονάδα,
και βασικό πυρήνα την εργατική συνέλευση στα εργοστάσια και την
αντιπροσωπευτική δημοκρατία μέσω των συνεδριάσεων και συνελεύσεων των
αντιπροσώπων σε ανώτερα επίπεδα ως το πανεθνικό. Η μελέτη των σοβιετικών
Συνταγμάτων και όσο είναι δυνατόν των Συνταγμάτων στις σοσιαλιστικές
χώρες του 20ού αιώνα θα συμβάλει οπωσδήποτε όχι μόνο στην ιδεολογική
αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία και τα παρακλάδια της, αλλά και
στον εμπλουτισμό της πείρας από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
1.
Πρόκειται για τον «Καταστατικό Χάρτη των Δικαιωμάτων» που παραχώρησε το
1215 ο βασιλιάς Ιωάννης ο Ακτήμων μπροστά στην απειλή εμφύλιου πολέμου,
όπου για πρώτη φορά ορίζονταν δικαιώματα των πολιτών κι έμπαιναν
περιορισμοί στη βασιλική εξουσία· στην πραγματικότητα, προστάτευε τους
ευγενείς και τον ανώτερο κλήρο. Το αντικειμενικά προοδευτικό στοιχείο
του ήταν η αναφορά των βασικών δικαιωμάτων των πολιτών.
2. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 39.
3. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», «Άπαντα», τ. 33, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 79-80.
4. Ό.π., σελ. 74.
5. Ό.π., σελ. 80.
6. Ό.π., σελ. 79.
7. Μαρξ - Ένγκελς: «Διαλεχτά έργα», τ. 1, εκδ. «Γνώσεις», σελ. 296-297.
8. Μαρξ - Ένγκελς: «Διαλεχτά έργα», τ. 1, εκδ. «Γνώσεις», σελ. 159.
9.
Β. Ι. Λένιν: «Πισοδρομική κατεύθυνση στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία»,
«Άπαντα», τ. 4, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 276-277. Γράφτηκε στα τέλη
του 1899 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Προλετάσκαγια Ρεβολιούτσιγια»,
τεύχ. 8-9.
10.
Σύνταγμα Επιδαύρου 1822, Σύνταγμα Άστρους 1823, Τροιζήνα 1827, στην
οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα ψήφισμα με το οποίο εκλεγόταν «κυβερνήτης της
Ελλάδας» ο Ι. Καποδίστριας με πολλές υπερεξουσίες.
11. Βλ. Κώστα Μαυριά - Αντώνη Παντελή: «Συνταγματικά Κείμενα», τ. 1, εκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλα», Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ. 59.
12. Βλ. Κώστα Μαυριά - Αντώνη Παντελή: «Συνταγματικά Κείμενα», τ. 1, εκδ. «Αντ. Ν. Σάκκουλα», Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, σελ. 83-90.
13. Σχετική αναφορά γίνεται στις επόμενες σελίδες, που αναφέρονται στο Σύνταγμα του 1975 και στις αναθεωρήσεις του.
14.
Από τη δημιουργία του ελληνικού αστικού κράτους έγιναν 7 δημοψηφίσματα
σχετικά με το βασιλιά και το θρόνο, από τα οποία τα 3 αφορούσαν το
πρόσωπο του βασιλιά (1862, 1920, 1946) και τα 4 τη μορφή του πολιτικού
συστήματος με ερώτημα βασιλευόμενη ή προεδρευόμενη ή αβασίλευτη
δημοκρατία (1924, 1935, 1973, 1974). Το δημοψήφισμα του ’73 σε συνθήκες
στρατιωτικής δικτατορίας δε θεωρήθηκε έγκυρο απ’ όλες τις πολιτικές
δυνάμεις.
15.
Πρακτικά της Βουλής στη συζήτηση για τον ορισμό προθεσμίας υποβολής της
Έκθεσης της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής επεξεργασίας της
«πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος, τόμος ΣΤ, 18.3.1985, σελ. 5460-1.
16.
Πρακτικά συζήτησης για το χρόνο υποβολής στη Βουλή της Έκθεσης της
Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής «ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ», τ. Γ΄, Συνεδρίαση 21.5.85, σελ. 729-730.
17.
Ο πρώτος άξονας περιλαμβάνει την πρόταση για την «εποικοδομητική ψήφο
δυσπιστίας», πρόταση που διασφαλίζει τη δυνατότητα η Βουλή να αποσύρει
την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση
δυσπιστίας θα προτείνεται νέος πρωθυπουργός.
Ο
δεύτερος άξονας είναι η «ενίσχυση της άμεσης δημοκρατίας» και αφορά τη
διενέργεια δημοψηφισμάτων για μεγάλα ζητήματα με τη συγκέντρωση άνω των
500 χιλ. υπογραφών για εθνικά θέματα και άνω του 1 εκατομμύριου
υπογραφών για ψηφισμένο νόμο ή «νομοθετική πρωτοβουλία, από τους
πολίτες».
Ο
τρίτος άξονας έχει τίτλο «ενίσχυση του κράτους δικαίου» και προβλέπει
τη θεσμοθέτηση ειδικού γνωμοδοτικού οργάνου αποτελούμενου από δικαστές
ανώτατων δικαστηρίων, που θα γνωμοδοτεί για ψηφισμένους νόμους.
Προβλέπει ακόμα την κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, την
κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών και να μην εκλέγεται βουλευτής πάνω
από 2 4ετίες ή 8 συνεχόμενα έτη.
Ο
τέταρτος άξονας αφορά τις ανεξάρτητες αρχές και προβλέπει να μη
χρειάζονται αυξημένες πλειοψηφίες για την εκλογή τους. Ταυτόχρονα
προβλέπει τη ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους,
με διατήρηση όμως για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους της αναγνώρισης
της Ορθοδοξίας ως κρατούσας θρησκείας, κατοχύρωση της υποχρεωτικότητας
του πολιτικού όρκου στους δημόσιους λειτουργούς, δικαστές κλπ.
Ο
πέμπτος άξονας είναι «η ανάγκη για ρητή απαγόρευση άρσης του δημόσιου
ελέγχου των αγαθών του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας», την ίδια ώρα
που έχουν προχωρήσει και θα διευρυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και η
απελευθέρωση των αντίστοιχων αγορών. «Σαφή και αποτελεσματική κατοχύρωση
των συλλογικών διαπραγματεύσεων για προσδιορισμό του μισθού», ενώ έχει
επιταχυνθεί –και δεσμευτεί και για τα επόμενα χρόνια– ολομέτωπη επίθεση
στους μισθούς και τις συντάξεις, τις εργασιακές σχέσεις, το δικαίωμα
στην απεργία.
18.
Η πρόταση αναθεώρησης άρθρων από το ΚΙΝΑΛ αφορά την αύξηση των
αρμοδιοτήτων του ΠτΔ. Την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Τον τρόπο
και τα κριτήρια επιλογής γενικών γραμματέων υπουργείων, προέδρων
οργανισμών, συμβούλων και ειδικών συμβούλων, το ασυμβίβαστο μεταξύ
κομματικών αξιωμάτων και δημόσιων λειτουργών, που συνιστά γενικότερη
μνημονιακή κατεύθυνση. Την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου. Τον έλεγχο
της λειτουργίας και δράσης των κομμάτων με πρόσχημα τον έλεγχο της
χρηματοδότησης. Το νόμο «περί ευθύνης υπουργών» και το ζήτημα της
βουλευτικής ασυλίας.