15 Ιαν 2018

«Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροί! Οι δολοφονημένοι ζούν!»


«Ο Καρλ και η Ρόζα – Αναμνήσεις» της Κλάρας Τσέτκιν

99 χρόνια συμπληρώνονται από την δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ

Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροίΣτις 15 Γενάρη 1919, δολοφονούνται οι ηγέτες του γερμανικού προλεταριάτου και συνιδρυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ.
Δολοφονήθηκαν άγρια από μέλη της στρατοκρατικής κλίκας του Χίντεμπουργκ, σε συμφωνία με μέλη της πολιτικής ηγεσίας του κυβερνώντος οπορτουνιστικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Αυτό το έγκλημα των εκπροσώπων των καπιταλιστών έγινε στην προσπάθεια να πνιγεί η επανάσταση στη Γερμανία που είχε ξεσπάσει ήδη από το Νοέμβρη του 1918.
Πολλά τα διδάγματα κι η πείρα – θετική κι αρνητική – από εκείνη την περίοδο για το επαναστατικό κίνημα:
«Τα χέρια των δολοφόνων μπόρεσαν να σκοτώσουν μόνο το σώμα των φλογερών αγωνιστών. Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροί.
Η καρδιά τους συνεχίζει να χτυπάει στην Ιστορία και το πνεύμα τους φωτίζει πέρα από τούτες τις σκοτεινές, κι όμως όχι ανέλπιδες ημέρες.
Το προλεταριάτο θα πάρει την πλούσια κληρονομιά που του άφησαν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ με λόγια και πράξεις, με το έργο της ζωής και το παράδειγμά τους. Οι δολοφονημένοι ζουν, θα είναι οι νικητές του μέλλοντος. Από τα κόκαλά τους θα βγουν οι εκδικητές τους, οι φορείς και ολοκληρωτές της επανάστασης».
Στις 15 Γενάρη του 1919, στις 9 το βράδυ, μια ομάδα στρατιωτών συλλαμβάνει τους ηγέτες του νεοϊδρυμένου ΚΚ Γερμανίας, Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ, στο τελευταίο παράνομο καταφύγιό τους, στην οδό Μανχάιμ 53, στα δυτικά του Βερολίνου.
Οι συλληφθέντες θα οδηγηθούν στο επιτελείο του ιππικού της φρουράς και στη συνέχεια θα δολοφονηθούν από τους στρατιωτικούς με κτηνώδη τρόπο.
Οι δολοφόνοι θα παραδώσουν το πτώμα του Καρλ σ’ ένα σταθμό πρώτων βοηθειών ως «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το πτώμα της Ρόζας θα το πετάξουν από τη γέφυρα της Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβερχ.
Ο εντοπισμός του θα γίνει δυνατός μόλις στις 31 Μάη του 1919, όταν τα νερά θα το βγάλουν στην ακτή.

Αποσπάσματα από το άρθρο «Ο Καρλ και η Ρόζα – Αναμνήσεις» [1]
της Κλάρας Τσέτκιν, συνιδρύτρια της Ομάδας «Σπάρτακος»:

«Η αντεπανάσταση που ευλογήθηκε κι υποστηρίχτηκε από τους Έμπερτ, Σάιντεμαν και τους συνενόχους τους έφτασε στην κορυφή του εγκλήματος. Προχώρησε στο Βερολίνο από τη μαζική δολοφονία επαναστατών προλεταρίων στη δολοφονία των καλύτερων ηγετών.
Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροίΟ σύντροφος Λίμπκνεχτ, η συντρόφισσα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν μετά τη σύλληψή τους κατά τρόπο κακοήθη, δειλό.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, κάτω από τόσο φριχτές, βάρβαρες συνθήκες, που θα μείνουν ανεξίτηλη ντροπή για τους Γερμανούς, που μιλάνε τόσο αλαζονικά για την ανώτερη κουλτούρα τους και τη χρηστοήθειά τους.
Οι δολοφονημένοι υπήρξαν ως το τελευταίο νεύρο της ύπαρξής τους επαναστάτες αγωνιστές, πεπεισμένοι, φλογεροί επαναστάτες αγωνιστές.
Η ύπαρξή τους αναλωνόταν ολοκληρωτικά στον τεράστιο στόχο που η Ιστορία έχει θέσει στον ταξικό αγώνα του προλεταριάτου:
Στην απελευθέρωση των εκμεταλλευόμενων με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού.
Με σώμα και ψυχή, μεγαλόψυχα, σπάταλα ρίχνονταν διαρκώς στην πυκνότατη ταραχή του ταξικού αγώνα. Διαποτισμένοι βαθιά από την πεποίθηση ότι οι αποφασιστικές μάχες του δε θα διεξαχθούν σε κοινοβουλευτικά σώματα, αλλά στα πεδία της επανάστασης.
Η επιλογή τους, ανάμεσα σ’ ένα θάνατο στο κρεβάτι του αρρώστου και του σκοτωμού τους μπροστά στον εχθρό, στην αναπόφευκτη ώρα δεν ήταν αμφίβολη.
Αυτοί οι επαναστάτες του πνεύματος και της πράξης πολέμησαν πάντα με ανοιχτό στόχαστρο, με έντιμα, ιπποτικά όπλα. Και είναι η πικρή τραγικότητα του τέλους τους ότι δεν έπεσαν σε ανοιχτό αγώνα, αλλά ότι δολοφονήθηκαν μετά τον αγώνα άοπλοι, αβοήθητοι από κτηνώδεις λεηλάτες, από κοινούς εγκληματίες.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν υπάρχουν πια!

Η επαναστατική προφυλακή της γερμανικής εργατικής τάξης έχασε τους πιο αποφασιστικούς, τους πιο τολμηρούς, τους πιο δυναμικούς ηγέτες της. Το προλεταριάτο όλων των χωρών, ο διεθνής σοσιαλισμός δέχτηκαν βαρύτατο πλήγμα μ’ αυτήν την απώλεια.
Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροίΓιατί από τον Αύγουστο του 1914, όταν η πλειοψηφία των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Γαλλία και την Αγγλία συνθηκολόγησε άτιμα μπροστά στον ιμπεριαλισμό, μάλιστα έζεψε τις εργατικές μάζες στο αιματηρό κάρο του πολέμου,
ο Καρλ Λίμπκνεχτ κι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν η ελπίδα, η εμπιστοσύνη όλων, που όχι μόνο οι ίδιοι έμεναν δυνατοί στην πίστη στο διεθνή σοσιαλισμό, αλλά σε αρμονία με την πεποίθησή τους επιδίωκαν να κινητοποιήσουν τις μάζες στον αγώνα.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, τα ονόματά τους ήταν πρόγραμμα, το πρόγραμμα του διεθνούς σοσιαλισμού, ένα πρόγραμμα, όχι μαραμένων, αποκαμωμένων κούφιων λόγων, αλλά μιας θέλησης για δράση, γεμάτης σφρίγος, έτοιμης για θυσία.
[…] Ο Καρλ Λίμπκνεχτ κι η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανήκαν στους ελάχιστους ηγέτες σοσιαλιστές στη Γερμανία – δε χρειάζονται τα δάχτυλα ενός χεριού για να τους μετρήσεις – που σχετικά με τη θέση τους για τα γεγονότα, από την έκρηξη του ιμπεριαλιστικού αγώνα μέχρι την τελευταία ημέρα του, δεν υπήρξε ποτέ η πνοή μιας αμφιβολίας.
Το πώς οι δύο αντιμετώπιζαν τα πράγματα, το ήξεραν όλοι κι εκτιμήθηκε κι από τους συντρόφους στο εξωτερικό.
[…] Σ’ όλες τις χώρες, οι σοσιαλπατριώτες που υπηρετούσαν τον ιμπεριαλισμό επικαλούνταν τον Σάιντεμαν και τον Δαβίδ. Οι ταλαντευόμενες μορφές της πειθήνιας, αβέβαιης στις αρχές, αντιπολίτευσης επικαλούνταν τον Κάουτσκι.
Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροί
Ο Καρλ σε μία από τις ομιλίες του
Οταν όμως στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Ρωσία οι προλετάριοι εκφράζανε το αίσθημα της αλληλεγγύης τους στα αδέλφια όλου του κόσμου και προπάντων στα αδέλφια τους στη Γερμανία, όταν ήθελαν να εκφραστούν σαν διεθνείς σοσιαλιστές, τότε ηχούσε η φωνή:
Ζήτω ο Λίμπκνεχτ!
Ποιος μπορεί να λησμονήσει ότι ο Καρλ Λίμπκνεχτ στη Γερμανία ήταν ο πρώτος, κι επί μεγάλο διάστημα, ο μόνος σοσιαλδημοκράτης που τόλμησε να σπάσει την καταστροφική τροχιά της κομματικής πειθαρχίας…
Ο πρώτος, κι επί μεγάλο διάστημα, ο μοναδικός που στο Γερμανικό Ράιχσταγκ μίλησε κι ενήργησε σαν διεθνιστής σοσιαλιστής και έτσι πραγματικά προστάτευσε τη «γερμανική τιμή», την τιμή του γερμανικού σοσιαλισμού;
Η πλειοψηφία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας ενέκρινε τις πολεμικές πιστώσεις για τον αδελφοκτόνο πόλεμο, θόλωνε και δηλητηρίαζε την κρίση των μαζών με το να αρνείται τα σοσιαλιστικά ιδεώδη και να οικειοποιείται τα αστικά κούφια λόγια και συνθήματα.
[…] Η 9η Νοέμβρη (1918) άνοιξε επιτέλους την πόρτα της φυλακής για την Ρόζα Λούξεμπουργκ, της ξανάδωσε την πλήρη αγωνιστική ελευθερία κι αυτό μάλιστα στον πολυπόθητο χρόνο της επανάστασης. Λίγο νωρίτερα, μια αμνηστία είχε απελευθερώσει τον φυλακισμένο Καρλ Λίμπκνεχτ.
Μέσα στη φλόγα της επανάστασης, σφυρηλατήθηκε στέρεα η αγωνιστική αδελφοσύνη των δύο. Η επανάσταση χρειαζόταν μια φωνή που να αφύπνιζε τις μάχες, που να τους έδειχνε την κατεύθυνση και το στόχο του αγώνα τους και να αποκάλυπτε τις επικίνδυνες ενέργειες της αντεπανάστασης κάτω από σοσιαλιστική σημαία.
Χρειαζόταν μια φωνή, που να τις προειδοποιεί από ασυνέπειες και στασιμότητες και να τις διδάσκει να οικοδομούν στις δικές τους δυνάμεις αγωνιζόμενες.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ κι η Ρόζα Λούξεμπουργκ μαζί έφεραν στη ζωή τη «Ρότε Φάνε». [2]
Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροί
Σπαρτακιστές πολεμούν
[…] Στη «Ρότε Φάνε» ένιωθες το γεμάτο πάθος σφυγμό της επανάστασης, από τη «Ρότε Φάνε» φύσαγε σε μας η φλογερή αναπνοή. Η «Ρότε Φάνε» ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Το επιτελείο των συνεργατών της ήταν μικρό, καθένας απ’ αυτούς είχε και ένα άλλο πόστο στον επαναστατικό αγώνα. Ετσι, το κύριο βάρος της δουλιάς στηριζόταν στην Ρόζα Λούξεμπουργκ κι η καλά εξοπλισμένη με πάθος αγωνίστρια της επανάστασης έβαζε στο φύλλο τη σφραγίδα της.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ επιδρούσε περισσότερο με τους λόγους του. Ζούσε και κινούνταν σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Αυτό που αισθάνονταν οι μάζες, αυτό που τις συγκινούσε σαν αδικία και επιθυμία, αυτά τα εξέφραζε και τα έδειχνε σαν στόχο της θέλησης.
Χωρίς να κουράζεται, χωρίς να κάμπτεται, προωθούσε τη σημαία της επανάστασης, του διεθνούς σοσιαλισμού.
Είναι σχεδόν απίστευτο, αδύνατο, αυτό που οι δύο δολοφονημένοι πρόσφεραν στους δύο μήνες της επανάστασης. Κοντά στις δουλιές της σύνταξης, του γραψίματος προκηρύξεων, στις διαλέξεις, στη σύμπραξη των διαδηλώσεων ήταν κι οι συνδιασκέψεις, οι συνεδριάσεις οργανώσεων και σωματείων, οι συνομιλίες με ξεχωριστά πρόσωπα και πολλά άλλα.
[…] Το ότι δεν κατέρρευσαν πριν τους θερίσει η δολοφονία, ότι, αντίθετα, η δύναμή τους αυξήθηκε με τις απαιτήσεις, αυτό είναι ένα από εκείνα τα «θαύματα» που το δημιουργούν το ισχυρότατο, αγνότατο επαναστατικό πάθος, η ύψιστη πίστη στην πεποίθηση μέσα στη μαστιγωτική ατμόσφαιρα της επανάστασης.
[…] Πόσο αδύναμα είναι τα ξερά στοιχεία, για να δείξουν τον πλούσιο, όμορφο ανθρωπισμό του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Αλλά απ’ αυτόν τον ανθρωπισμό, οι δύο πρωταγωνιστές του σοσιαλισμού αντλούσαν την καλύτερη δύναμή τους, αυτός ήταν που έδινε στη ζωή τους και την κίνησή τους λάμψη, χρώμα και προθυμία…
Ο θρήνος για τους δολοφονημένους γίνεται «κατηγορώ»:
  • Κατηγορούμε τους αντεπαναστάτες ότι δολοφόνησαν τον Καρλ Λίμπκνεχτ και την Ρόζα Λούξεμπουργκ σύμφωνα με ένα καλοπροετοιμασμένο σχέδιο.
  • Κατηγορούμε ότι το αίμα των φριχτά δολοφονημένων είναι κολλημένο στις ψυχές του Έμπερτ, του Σάιντεμαν, του Λάντσμπεργκ και του Νόσκε.
Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροί
Οι νεκροί μας θυμίζουν – Επιγραφή από τον Τάφο της Ρόζας και του Καρλ
Αυτοί, με τις εγκληματικές τους πράξεις και παραλείψεις, προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο.
Αυτοί δημιούργησαν κι άφησαν να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα από την οποία έπρεπε να προκύψει η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ…
Ανέχθηκαν να κυκλοφορήσουν εκατοντάδες χιλιάδες φυλλάδια με την απαίτηση:
– Σκοτώστε τον Καρλ Λίμπκνεχτ και την Ρόζα Λούξεμπουργκ!
– Κρεμάστε τον Καρλ Λίμπκνεχτ και την Ρόζα Λούξεμπουργκ στα φανάρια!
Τα χέρια των δολοφόνων μπόρεσαν να σκοτώσουν μόνο το σώμα των φλογερών αγωνιστών. Οι δολοφονημένοι δεν είναι νεκροί… Οι δολοφονημένοι ζούν!».

Σημειώσεις:

[1]. Από το βιβλίο: «Ο Καρλ και η Ρόζα – Αναμνήσεις» του εκδοτικού Οίκου «Dietz Verlag», Βερολίνο 1978. Στο βιβλίο περιέχονται αναμνήσεις 34 συναγωνιστών του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ανάμεσά τους και της Κλάρας Τσέτκιν.
[2]. «Ρότε Φάνε» («Rote Fahne») = Κόκκινη σημαία. Εφημερίδα των Σπαρτακιστών.
Μετάφραση – Επιμέλεια: Θανάσης Βόρειος
Τα αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη»
(14/01/2007), με φιλική έγκριση του εκδοτικού Οίκου
Print Friendly, PDF & Email
(Visited 31 times, 4 visits today)

«Το ΚΚΕ καταδίκαζε παλιότερα τέτοιες ενέργειες ως τυχοδιωκτικές»!!!

 

«Οι αγωνιστές δεν έκαναν τέτοια παλιότερα! Οι αγωνιστές δεν εισέβαλαν παλιότερα στα υπουργεία»! Αυτά ξεσκίστηκαν να φωνάζουν οι Αριστεροί της πλάκας με αφορμή την εισβολή του ΠΑΜΕ στο Υπουργείο Εργοδοσίας του Τσίπρα και της Αχτσιόγλου!
Ο Συριζαίος Γιάννης Μπαλάφας, δήλωσε ότι σε άλλες εποχές η καθοδήγηση του ΚΚΕ χαρακτήριζε τέτοιες πράξεις «τυχοδιωκτισμούς». 
Ο Γιάννης Μπαλάφας, όπως κι όλοι οι Συριζαίοι, έχει επιλεκτική μνήμη. Θυμούνται ότι θέλουν και όποτε το θέλουν. 
Παραθέτουμε παρακάτω έναν ενδεικτικό κατάλογο με αγωνιστικές ενέργειες τις οποίες το ΚΚΕ όχι μόνο δεν καταδίκασε ως τυχοδιωκτικές αλλά τις επικρότησε:

  • 4 Οκτώβρη του 2012, απεργοί από το Ναυπηγείο Σκαραμαγκά μπούκαραν κυριολεκτικά όχι όπου κι όπου, αλλά στο γραφείο του υπουργού Άμυνας, μέσα στο ίδιο το Πεντάγωνο.
  • 6 Μάη του 2011, υγειονομικοί μπαίνουν στο γραφείο του υπουργού Υγείας.
  • 30 Απρίλη 2005, δυναμική παρέμβαση στο υπουργείο Οικονομικών για την Κοινωνική Ασφάλιση.
  • 23 Μάη του 1996 οι συνταξιούχοι κατέλαβαν το γραφείο του υπουργού Οικονομικών, Αλ. Παπαδόπουλου.
  • 30 Δεκέμβρη του 2005 συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ κρέμασαν κοτόπουλα έξω από τα γραφεία του ΣΕΒ.
  • 26 Απρίλη του 2005 είχαν αναγκάσει τις ηγεσίες του ΣΕΒ και της κυβέρνησης να τρέχουν να κρυφτούν στο κτίριο της Σταδίου, ενώ είχαν ορίσει συνάντηση στο κτίριο της οδού Πειραιώς.
  • 30 Γενάρη του 2013 παρέμβαση στο γραφείο του Βρούτση.

Άρα οι αγωνιστές δεν έκαναν την πρώτη τους αγωνιστική ενέργεια επί αυτοκρατορίας του ΣΥΡΙΖΑ! Υπάρχει πλήθος αγωνιστικών ενεργειών που έγιναν και στο παρελθόν που επικροτήθηκαν  και στηρίχτηκαν από το ΚΚΕ! 
Ούτε αγωνιστές έκαναν αγωνιστική ενέργεια για πρώτη φορά, ούτε το ΚΚΕ υποστήριξε αγωνιστικές ενέργειες για πρώτη φορά όπως προβοκατόρικα λένε οι επαγγελματίες ψεύτες του ΣΥΡΙΖΑ!
Αλλά όλες οι παραπάνω αγωνιστικές ενέργειες φαίνονται μικρές και λίγες μπροστά σ’ αυτήν που έγινε στις 18 Μάρτη του 1983 όταν εργάτες πήγαν στο γραφείο του τότε υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Γ. Κατσιφάρα διαμαρτυρόμενοι για τους θανάτους εργατών στο βωμό του εφοπλιστικού κέρδους. Τότε οι εργάτες πήγαν στον Κατσιφάρα έχοντας μαζί τους τον νεκρό κομμουνιστή ναύτη Γιώργο Ζαρέντη!! 

Από εκείνην την αγωνιστική παρέμβαση με τον νεκρό κομμουνιστή ναύτη ξαπλωμένο στο διάδρομο του Υπουργείου είναι η φωτογραφία! 
Και τότε η καθοδήγηση του ΚΚΕ δεν κατηγόρησε την ενέργεια ως τυχοδιωκτική, ούτε κατηγόρησε τον νεκρό ναύτη ως τυχοδιώκτη!
Αυτά για τους άθλιους ψεύτες και συκοφάντες Συριζαίους!
***
Τις προάλλες επίσης, κατά τη συζήτηση ενός ακόμα "αριστερού" αντιλαϊκού πολυνομοσχεδίου, ένας Συριζαίος βολευτής  από την Λάρισα επιτέθηκε χυδαία στο ΚΚΕ με αφορμή την εισβολή του ΠΑΜΕ στο Υπουργείο Εργοδοσίας. 
Ο Λαρισαίος βολευτής ξεστόμισε φοβερές χυδαιότητες εναντίον του ΚΚΕ, επειδή δήθεν το ΚΚΕ κατηγορεί ψευδώς τον ΣΥΡΙΖΑ για άσκηση αντιλαϊκής πολιτικής, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο ασκεί φιλολαϊκή πολιτική αλλά σοσιαλιστική!!!!!!!!

Την απάντηση στον ξεφτελισμένο Συριζαίο βολευτή, έδωσαν οι αγρότες της Λάρισας, καιρό πριν από την συζήτηση του αντιλαϊκού πολυνομοσχεδίου, όταν τον πήραν στο κυνήγι γιατί προεκλογικά τους υποσχέθηκε ότι όταν ο Συριζα έρθει στην κυβέρνηση θα ανέτρεπε την πολιτική ξεκληρίσματος της αγροτιάς των προηγούμενων, αλλά μόλις έγινε κυβέρνηση πήρε φόρα και δεν άφησε μικρομεσαίο αγρότη που να μην τον ξεκληρίσει!

Αυτό λοιπόν το ΣΥΡΙΖΑΥΓΟΥΛΟ, που έφαγε το γιούχα από τους συντοπίτες του και έφυγε με την ουρά στα σκέλια, βγήκε σαν ξεπεσμένος νταβαντζής, με ύφος Γκαιμπελίσκου και γλώσσα Χρυσαυγίτη στη Βουλή, για να βρίσει, να συκοφαντήσει και να προβοκάρει το ΚΚΕ!!!!


,,100,, από θυσίες και όνειρα χαραγμένα, συντροφικάτα χρόνια,,


ΣΤΟ ΚΚΕ
 
ΚΚΕ –
τρία γράμματα 
χαραγμένα στους τοίχους των φυλακών
μέσα στις νύχτες της παρανομίας
χαραγμένα στις μάντρες των εργοστασίων
σταθερά δυνατά πάνω απ’ το θάνατο,
εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας
εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός,
πρωί με τα πουλιά, με τις σημαίες, με τα φύλλα,
πρωί με την τίμια κραυγή.


ΚΚΕ –
τρία κόκκινα γράμματα –
πολύ πονέσαμε, σύντροφοι,
πολύ ξαγρυπνήσαμε
πολύ μακριά κοιτάξαμε·
από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο.
δικό μας αίμα·
τρία κόκκινα γράμματα
σεμνή υπογραφή του λαού μας
στις λεωφόρους του μέλλοντος 
ο δρόμος φεύγει γρήγορα
η Ιστορία δε γυρίζει πίσω.


ΚΚΕ –
σύντροφοι, σύντροφοι, πόσα συντροφικάτα χρόνια
πολλαπλασιασμένα από θυσίες και όνειρα
σε αιώνες
το παρελθόν, το μέλλον, το παρόν,
εσύ κι εσύ, ο εργάτης και ο αγρότης
εσύ κι ο σπουδαστής κι ο εργάτης
σύντροφοι, σύντροφοι,
η Ελλάδα, ο κόσμος,
πλάι-πλάι
ωραία συντροφική φωνή
εδώ, εδώ, εδώ,
με τα πλακάτ, με την ελπίδα, με τα λάβαρα,
οι αγωνιστές παρόντες
κοντά, κοντά, μέσα στον κόσμο
για όλο τον κόσμο.


ΚΚΕ –
πόσα συντροφικάτα χρόνια
πόσοι αιώνες
αντρώθηκες μπροστάρης στους αγώνες
μπροστάρης στις θυσίες
παιδί της Μεγάλης Επανάστασης
παιδί της Ελλάδας
παιδί του 21
γενάρχης της κατοχικής Αντίστασης
αντρώθηκες
μες στα μαρτύρια και στο θάνατο –
σύντροφοι, σύντροφοι,
μαζί, μαζί αντρωθήκαμε,
τραγουδήστε το πάλι:
«ας μη λείψει κανείς»
μαζί, μαζί –
όπως μαζί σηκώσαμε στους ώμους μας
τις γκρεμισμένες πολιτείες
σηκώσαμε τις τσακισμένες πόρτες
σηκώσαμε τη φωτιά.


Κι εγώ μαζί σας, αντρώθηκα, σύντροφοι,
στις φυλακές, στα κρατητήρια, στα ξερονήσια,
παιδί κι εγώ της Ελλάδας, παιδί του ΚΚΕ,
πολεμώντας μαζί και τραγουδώντας –
ω, σύντροφοι, σύντροφοι,
το πιο τρανό τραγούδι που έμαθα
το πιο πλατύ τραγούδι που έπραξα
το πιο βαθύ τραγούδι που τραγούδησα
ήταν αυτό που τραγουδάω και τώρα
αυτό που τραγουδάμε όλοι μαζί:
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ,
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ.

ΑΘΗΝΑ, 14.ΧΙ.75

Γ. Ρίτσος


https://www.rizospastis.gr/




Μας το θύμισε η σφσα εδώ 



Αναρχισμός και οικολογία – Η ταραχώδης πορεία του Μάρεϋ Μπούκτσιν

O Μάρεϋ Μπούκτσιν γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης το 1921. Η επαφή με τις αναρχικές ιδέες έρχεται εξ απαλών ονύχων, καθώς ανατράφηκε κυρίως από τη γιαγιά του, ρωσοεβραϊκής καταγωής, Τζάιτελ Καλούσκαγια, η οποία είχε αποφύγει χάρη στη μετανάστευση τις τσαρικές διώξεις, λόγω του ότι προμήθευε Ρώσους αναρχικούς με όπλα. Αρχικά ωστόσο ο Μπούκτσιν επηρεάζεται από τον κομμουνισμό, και στα 13 του γίνεται ηγέτης της Ένωσης Νέων Κομμουνιστών του ΚΚ ΗΠΑ. Μετά την απόλυση της μητέρας του, κοιμόταν κάτω από μια γέφυρα στην 149η Οδό και πουλούσε την κομματική εφημερίδα Daily Worker. Η κριτική του στο σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ οδήγησε στη διαγραφή του από την Ένωση Νέων Κομμουνιστών και τον έφερε κοντά στον τροτσκισμό. Την ίδια περίοδο διακόπτει το σχολείο, ενώ δυο χρόνια αργότερα μπαίνει στο Εμπορικό Ναυτικό, στο οποίο δεν μακροημερεύει λόγω της τάσης του να μεθάει εν όψει υπηρεσίας. H αποτυχία του να κερδίσει πάνω από έναν εργάτη για λογαριασμό του τροτσκιστικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialist Workers Party) στα χρόνια που δούλευε στη Τζένεραλ Μότορς, τον οδηγεί στη διαπίστωση πως το προλεταριάτο δεν ήταν επαναστατικό, άρα και ο προλεταριακός σοσιαλισμός ήταν μια ψευδαίσθηση.
Το 1950 έγινε μέλος μιας λογοτεχνικής συλλογικότητας με επικεφαλής έναν επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, το Γιόζεφ Βέμπερ, ο οποίος τον ενθαρρύνει να γράψει για τον αστικό σχεδιασμό, τη γεωργία και τη φυσική ιστορία. Ως το τέλος της δεκαετίας, οπότε κι απεβίωσε ο Βέμπερ, είχε επέλθει ρήξη των δύο ανδρών για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους.
Οι οικολογικές ευαισθησίες του Μπούκτσιν είναι εμφανείς στο έργο του “Το συνθετικό μας περιβάλλον” (1962), όπου το βασικό το επιχείρημα είναι πως οι πόλεις είχαν μεγαλώσει τόσο που ήταν δύσκολο να τραφούν υγιεινά και να κυβερνηθούν με δημοκρατικό τρόπο. Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός είχε αποξενώσει τους ανθρώπους τόσο από την εργασία, όσο και από την πολιτική και τη φύση.
Στο δοκίμιο του “Οικολογία και Επαναστατική σκέψη” (1964) αναπτύσσει την ιδέα της “κοινωνικής οικολογίας”: “Δε γίνεται να υπερτονιστεί πως οι αναρχικές έννοιες της ισορροπημένης κοινότητας, μιας πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατίας, μιας ανθρωπιστικής τεχνολογίας και μιας αποκεντρωμένης κοινωνίας… δεν είναι μόνο επιθυμητές, αλλά και απαραίτητες. Δεν ανήκουν μόνο στα μεγάλα οράματα για το μέλλον του ανθρώπου, αλλά αποτελούν πλέον τις προϋποθέσεις για την ανθρώπινη επιβίωση”. Για εκείνον η οικολογία συνιστούσε το νέο κίνητρο για την επανάσταση, με τον αναρχισμό ως πιθανό πολιτικό πρόταγμα της τελευταίας.
Τη δεκαετία του ’60 ο Μπούκτσιν βοήθησε Πορτορικανούς καταπατητές στο Μανχάταν στην ίδρυση βιολογικών ιχθυοτροφείων σε υπόγεια, πρωτοστάτησε στην παρεμπόδιση ανέγερσης πυρηνικών εργοστασίων μαζί με άλλους οικολόγους καθώς και Ινδιάνους, ενώ ταξίδεψε και στη Βαρκελώνη παίρνοντας συνεντεύξεις από αναρχικούς βετεράνους του ισπανικού εμφυλίου. Η Νέα Αριστερά βρέθηκε στο στόχαστρό του κατά την περίοδο του αντιπολεμικού και φοιτητικού κινήματος των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας, με το δοκίμιό του “Άκου Μαρξιστή”, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: “Πότε θα αρχίσουμε να μαθαίνουμε από αυτό που γεννιέται κι όχι από αυτό που πεθαίνει;”. Ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ σοβαρή επιρροή μεταξύ των διαμαρτυρόμενων φοιτητών.
Το 1973 μετακόμισε στο Βερμόντ, για να παραδώσει διαλέξεις στο κολλέγιο Γκοντάρντ, το οποίο του παραχώρησε αυτό που ο ίδιος ονόμασε “Αγρόκτημα Cate“. Εκεί δημιουργήθηκε μια κομμούνα από φοιτητές και προσωπικό του κολλεγίου, που επιδόθηκαν μεταξύ άλλων στην κατασκευή ενυδρείων, ανεμογεννητριών και του πρώτου ηλιακά τροφοδοτούμενο κτιρίου στο Βερμόντ. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το έργο του “Αναρχισμός στην εποχή της αφθονίας”, όπου διατυπώνει την άποψη πως “η αντίληψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχεί στη φύση αναδύεται ευθέως από την κυριαρχία του ανθρώπου σε άνθρωπο. […] Η μακροχρόνια αυτή τάση ανά τους αιώνες βρίσκει την πιο οξεία της εξέλιξη στο σύγχρονο καπιταλισμό. Εξαιτίας της εγγενώς ανταγωνιστικής της φύσης, η αστική κοινωνία όχι μόνο βάζει τους ανθρώπους τον έναν απέναντι στον άλλον, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας κατά της φύσης”. Οραματιζόταν ένα μέλλον όπου η αυτοματοποίηση και η οικολογία θα απήλασσαν τους ανθρώπους από τα δεσμά της εργασίας, την οποία κατηγορούσε το Μαρξ πως εξιδανίκευε όσο και οι καπιταλιστές. Το 1974 ιδρύθηκε εντός του κολλεγίου το Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας, στο οποίο δίδαξε ως το τέλος της ζωής του.
Στο βιβλίο “Η οικολογία της ελευθερίας” (1982) υποστηρίζει πως οι κοινωνίες τροφοσυλλεκτών ήταν πολύ πιο ευημερούσες απ’ ό,τι πιστευόταν, σε αρμονία με τα ζώα και τη φύση, εμπνεόμενοι από ένα πνεύμα ενότητας στη διαφορετικότητα. Το παραγωγικό πλεόνασμα που δημιουργείται με την ανακάλυψη της γεωργίας κατήργησε αυτή την ισότητα, δημιουργώντας κοινωνίες ανισοτήτων, αντικαθιστώντας την έννοια της ενότητας από ανταγωνιστικά δίπολα: άνδρας-γυναίκα, λογική-συναίσθημα, κοινωνία-φύση.
Από τη δεκαετία του ’80 κι εξής ο Μπούκτσιν αποστασιοποιείται από κάποιες βασικές αρχές του αναρχισμού, καθώς υιοθετεί την αναγκαιότητα της συμμετοχής σε τοπικές εκλογές. Το σκεπτικό του, που αναλύει περαιτέρω στο έργο του “Η επόμενη επανάσταση”, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του (2015), εκθέτει το σκεπτικό ως εξής: Οι κοινωνικοί οικολόγοι έπρεπε να δημιουργήσουν συνελεύσεις στις γειτονιές, ώστε να οργανώσουν δημοκρατικά τις κοινότητες τους, θέτοντας και υποψήφιους στις τοπικές εκλογές. Μόλις κατακτούσαν την πλειοψηφία στα δημοτικά συμβούλια, θα ψήφιζαν υπέρ της κατάργησής τους, παραδίδοντας την τοπική εξουσία στις γειτονιές.
Η ρήξη του με τον αναρχισμό θα γίνει οριστική μετά την έκδοση του βιβλίου “Αναρχισμός ή Lifestyle αναρχισμός” (1995), το οποίο οδήγησε παλιούς του ομοϊδεάτες να τον αποκαλέσουν “δημαγωγό”, “φασίστα” και…”μπολσεβίκο”. Το 1998 αποκήρυξε δημόσια τον αναρχισμό, ισχυριζόμενος πως ήταν πλέον αχρείαστες ιδεολογίες γεννημένες στον ισπανικό εμφύλιο ή τη ρωσική επανάσταση. Ακόμα και η κοινωνική οικολογία, το πνευματικό του τέκνο, τον άφηνε πλέον ασυγκίνητο.
Η παραίτηση που τον κατέλαβε φαίνεται και από τη στάση του κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο Σιάτλ, όταν παλιοί του μαθητές και διαδηλωτές τον κάλεσαν για να πουν πως “τον αγαπούν¨και “τον θεωρούν παππού τους”. Τους απάντησε πως “είχε δει πολύ μεγαλύτερες διαδηλώσεις να έρχονται και να παρέρχονται”. Πεποίθησή του ήταν πως η εποχή των επαναστάσεων είχε παρέλθει, κι ένιωθε πως βρισκόταν “σε μια χερσόνησο που καλυπτόταν σιγά-σιγά από νερό.”
Έφυγε από τη ζωή λόγω καρδιακής ανεπάρκειας στο σπίτι του στο Μπέρλινγκτον, στις 30 Ιούλη 2006. Σήμερα η κληρονομιά του ζει κυρίως εντός των κόλπων του κουρδικού PKK, ο ιστορικός ηγέτης του οποίου, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, είχε ζητήσει να τον επισκεφθεί ο Μπούκτσιν στη φυλακή το 2004, αίτημα που δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της κακής υγείας του τελευταίου. Με ανακοίνωση που εξέδωσε μετά το θάνατό του, το PKK χαιρέτιζε τον Μπούκτσιν ως “έναν από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς επιστήμονες του 20ου αιώνα” και δεσμεύτηκε να υλοποιήσει τις θεωρίες του στοχαστή.

TOP READ