Τα
τελευταία χρόνια οι «ανησυχίες» των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, της ΕΕ,
των κομμάτων του κεφαλαίου, των αστικών επιτελείων, ανάμεσά τους και οι
ΜΚΟ, περιορίζονται μόνο στο ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Αυτή
η επιλεκτική ανησυχία δεν είναι τυχαία. Γιατί αυτή είναι η ατζέντα που
βάζουν μπροστά οι επιχειρηματικοί όμιλοι και από κοντά η ΕΕ και τα
αστικά κόμματα με βάση τα συμφέροντά τους, τους σχεδιασμούς που έχουν
ιεραρχήσει.
Γιατί εκτός
από το ζήτημα της υπερθέρμανσης, το περιβάλλον δέχεται όλο και
μεγαλύτερες καταστροφικές επιδράσεις από τον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής.
Θα
χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο για να καταγράψει κανείς τις περιβαλλοντικές
«επιδόσεις» των μονοπωλίων και των πολιτικών τους εκφραστών, τον
κατάλογο των περιβαλλοντικών εγκλημάτων του σύγχρονου καπιταλισμού σε
βάρος του πλανήτη και των λαών που τον κατοικούν.
Φυσικές
καταστροφές, εξάντληση φυσικών πόρων, καταστροφή δασών, επικίνδυνοι για
την ανθρωπότητα γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, πυρηνικά και τοξικά
απόβλητα, επικίνδυνα διατροφικά προϊόντα, καταστροφή οικοσυστημάτων και
ρύπανση φυσικών αποθεμάτων και ακόμη στρατιωτικές επεμβάσεις, πόλεμοι,
θαλάσσια ρύπανση και καταστροφή θαλάσσιων οικοσυστημάτων, διασυνοριακή
μεταφορά αέριων τοξικών ρύπων, απερήμωση και διάβρωση, τα φονικά
μικροσωματίδια, η ηχορύπανση, οι ραδιενεργές και ηλεκτρομαγνητικές
(κεραίες, υποσταθμοί, γραμμές υπερύψηλης τάσης) ακτινοβολίες, η ρύπανση
και υφαλμύρωση των υπόγειων νερών, η νιτροποίηση εδαφών και νερών, οι
τεράστιες φυσικές καταστροφές, τα βιομηχανικά ατυχήματα μεγάλης έκτασης,
μαζί και το εργασιακό περιβάλλον, είναι μερικά από τα αποτελέσματα του
καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Η
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλισμό, παρά την εξέλιξη
της επιστήμης και της τεχνικής που επιτρέπουν αποτελεσματικά μέτρα
προστασίας της φύσης, γίνεται
με κίνητρο το επιχειρηματικό καπιταλιστικό κέρδος, στο οποίο θυσιάζεται η
μακρόχρονη πρόβλεψη, ακόμη και η βραχυπρόθεσμη όταν το ποσοστό κέρδους
το απαιτεί, των αρνητικών συνεπειών, φυσικών και κοινωνικών.
Στις
συνθήκες της μεγάλης παραγωγής, με τις τεράστιες δυνατότητες των πολύ
αναπτυγμένων τεχνολογικά μέσων παραγωγής, το ανελέητο κυνήγι του κέρδους
από τα μονοπώλια προκαλεί τεράστιες καταστροφές στον πλανήτη,
καταλήστευση των φυσικών πόρων. Παρά τα τεράστια επιστημονικά και
τεχνολογικά επιτεύγματα, το ένα τρίτο του πλανήτη είναι καταδικασμένο να
λιμοκτονεί, να ζει (όσοι επιβιώνουν) σε άθλιες συνθήκες.
Κροκοδείλια δάκρυα για το περιβάλλον
Η ΕΕ και οι
κυβερνήσεις των κρατών - μελών δίνουν συχνά όρκους πίστης για έναν
«βιώσιμο πλανήτη» και εξαγγέλλουν μέτρα για τη «σωτηρία» του. Την
ίδια ώρα, η ΕΕ και τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, που τάχα κόπτονται
για τη διάσωση του περιβάλλοντος, πολλαπλασιάζουν τις πολεμικές δαπάνες
και βομβαρδίζουν όπου Γης για τα συμφέροντά τους, μακελεύοντας λαούς και
προκαλώντας ανεπανόρθωτη καταστροφή στο περιβάλλον.
Τα
κροκοδείλια δάκρυά τους αποκαλύπτονται στους πετσοκομμένους
προϋπολογισμούς και στην αντίληψη «κόστους - οφέλους» σε βάρος των
λαϊκών αναγκών, που θεωρεί «μη επιλέξιμα» τα αντιπλημμυρικά,
αντισεισμικά, αντιπυρικά έργα στη δασοπυρόσβεση και τη δασοπροστασία και
πολλά άλλα, με ολέθριες συνέπειες, όπως είδαμε με τη φονική πυρκαγιά
στο Μάτι και τις θανατηφόρες πλημμύρες στη Μάνδρα, στην Κρήτη και αλλού.
Το
ερώτημα επομένως που τίθεται είναι: Οι πολιτικές της ΕΕ και των αστικών
κυβερνήσεων στοχεύουν στην προστασία του περιβάλλοντος ή στην
πραγματικότητα στοχεύουν στην ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων,
ώστε το κεφάλαιο να βγάλει κέρδος και απ' τα προβλήματα που το ίδιο
προκαλεί;
Από το
1973, η Επιτροπή εκδίδει πολυετή προγράμματα δράσης για το περιβάλλον
(EAP) που καθορίζουν μελλοντικές νομοθετικές προτάσεις και στόχους για
την περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ.
Το 2013, το
Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ενέκριναν το 7ο πρόγραμμα δράσης για το
περιβάλλον για το διάστημα μέχρι το 2020, υπό τον τίτλο «Ευημερία εντός
των ορίων του πλανήτη μας», ένας από τους βασικούς στόχους του οποίου
είναι η λεγόμενη «βιώσιμη ανάπτυξη», δηλαδή το πώς η «αποδοτική χρήση
των πόρων» θα φέρει κέρδη στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Στη
Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα που πραγματοποιήθηκε στο
Παρίσι το Δεκέμβρη του 2015, συμφωνήθηκε ο περιορισμός της αύξησης της
θερμοκρασίας του πλανήτη σε επίπεδα πολύ κατώτερα των 2 βαθμών Κελσίου
πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής. Είναι η γνωστή Συμφωνία
του Παρισιού.
Η ΕΕ
μάλιστα έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου
τουλάχιστον κατά 40% κάτω από τα επίπεδα του 1990 έως το 2030,
προσδιορίζοντας παράλληλα την ενεργειακή απόδοση κατά 27% και αυξάνοντας
το ποσοστό της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο 27% της τελικής
κατανάλωσης. Το πλάνο αυτό εμφανίζεται ως το σημείο καμπής για την
αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα
Η
Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, προϊόν προσωρινών συμβιβασμών, όπως
απέδειξε η στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά
κέντρα και ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, ούτε θέλει ούτε μπορεί στην
πραγματικότητα να αντιμετωπίσει τα οξυμένα περιβαλλοντικά προβλήματα που
προκαλεί ο καπιταλιστικός τρόπος ανάπτυξης, αφού αντιμετωπίζει το
περιβάλλον ως μέσο αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων,
λεηλατεί τους φυσικούς πόρους, ενώ επιδρά καταστροφικά όχι μόνο με την
ανεξέλεγκτη άντλησή τους, αλλά και με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους σε
όλο τον πλανήτη.
Οι
«πράσινες» τεχνολογίες και η λεγόμενη «πράσινη οικονομία», που
προωθούνται στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής,
αποσκοπούν στο να ανοίξουν νέα επενδυτικά πεδία στα μονοπώλια με μεγάλα
και γρήγορα κέρδη.
Στο
επίκεντρο των ευρωενωσιακών επιδιώξεων βρίσκεται η επικράτηση των
ομίλων της στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ - Κίνας - Ρωσίας, ιδίως στο πεδίο
της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης» και των «ανανεώσιμων πηγών
ενέργειας», όπου η ΕΕ έχει σχετικό πλεονέκτημα, έχοντας αναπτύξει
τέτοιες τεχνολογίες. Είναι χαρακτηριστικά και τα φιλόδοξα σχέδια σε
αυτήν την κατεύθυνση που θέτουν ισχυρά μονοπώλια (Κίνας, Γερμανίας
κ.λπ.) στην αυτοκινητοβιομηχανία, για την ευρεία παραγωγή ηλεκτροκίνητων
οχημάτων.
Σημαντική
πτυχή της Συμφωνίας του Παρισιού είναι και η πρόβλεψη για τη
χρηματοδότηση των φτωχών, λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, σε Αφρική, Ασία
κ.α., για να ανταποκριθούν δήθεν στους στόχους που μπαίνουν. Δεν είναι
παρά ένα ακόμη μέσο διείσδυσης των μεγάλων ομίλων σε νέες αγορές, για
τον αυστηρότερο έλεγχο και τη μεγαλύτερη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών
πηγών και των λαών τους.
Παράλληλα, στόχος της ΕΕ και των κυβερνήσεων για την επένδυση
στον τομέα των ΑΠΕ και στη λεγόμενη «πράσινη οικονομία» είναι και η
λεγόμενη «ενεργειακή ασφάλεια», καθώς επιδιώκουν την όσο το δυνατόν
μεγαλύτερη ενεργειακή απεξάρτηση από άλλες δυνάμεις, όπως είναι η Ρωσία,
με φόντο τους εντεινόμενους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Οι
δυσκολίες όμως που καταγράφονται στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής
οικονομίας και οι ανταγωνισμοί που εντείνονται οδήγησαν ορισμένα
ιμπεριαλιστικά κέντρα να εναντιώνονται για τα δικά τους συμφέροντα σε
δήθεν «πράσινες πολιτικές» άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Π.χ. οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Οι
οξύτατοι οικονομικοί ανταγωνισμοί αποκαλύπτονται και από το γεγονός ότι
και μέσα στις ΗΠΑ διάφορες πολιτείες και συγκεκριμένες μεγάλες
εταιρείες είχαν εκφράσει τη σοβαρή αντίρρησή τους στη σχετική
προαναγγελία του Τραμπ, όχι γιατί τους πήρε ο πόνος για το περιβάλλον,
αλλά γιατί, όπως λένε, μπορούν να επωφεληθούν μακροπρόθεσμα από το
συγκριτικά χαμηλότερο κόστος των ΑΠΕ.
Το «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών»
Ως βασικός μηχανισμός για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην ΕΕ παρουσιάζεται το «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», γνωστό ως ΣΕΔΕ. Τέτοια «συστήματα εμπορίου ρύπων» σε παγκόσμιο επίπεδο έχει στο επίκεντρό της και η Συμφωνία του Παρισιού.
Τι είναι το ΣΕΔΕ; Είναι ένα πραγματικό «χρηματιστήριο εκπομπών ρύπων». Βιομηχανίες
και κλάδοι που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου χαμηλότερα από το πλαφόν που
τους έχει τεθεί μπορούν να πωλούν, για την ποσότητα που δεν κάλυψαν,
«δικαιώματα ρύπανσης» αποκτώντας πρόσθετα κέρδη.
Από την
άλλη μεριά, επιχειρηματικοί όμιλοι με ενεργοβόρες εγκαταστάσεις μπορούν
να αγοράσουν το «περίσσευμα» αυτό αποκτώντας το «δικαίωμα» να ρυπαίνουν
κατά το δοκούν. Το λογαριασμό βέβαια πληρώνουν τα λαϊκά νοικοκυριά, στα
οποία οι όμιλοι μετακυλούν το κόστος. Αυτός ο μηχανισμός επικερδούς
αγοραπωλησίας της ίδιας της ρύπανσης όχι απλώς δεν προστατεύει, αλλά
αποδεδειγμένα έχει εντείνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Πέρα από το
ζήτημα ότι στο όνομα της αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης του πλανήτη
ανοίγει ένα κερδοφόρο πεδίο επιχειρηματικής δράσης στον τομέα της
λεγόμενης «πράσινης οικονομίας», όπως προαναφέρθηκε, ένα άλλο ενδεικτικό
στοιχείο είναι ότι - όπως η ίδια η ΕΕ ομολογεί - λαμβάνει
ως κριτήριο «το κόστος της ανάληψης δράσης σε σύγκριση με το κόστος της
αδράνειας», με βάση τη γνωστή πολιτική της περί «κόστους - οφέλους».
Η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας είναι μία δευτερεύουσα πλευρά... Χαρακτηριστικό
ακόμη των κινήτρων ΕΕ και αστικών κυβερνήσεων γι' αυτήν τη στρατηγική,
είναι ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν βλέπουν με κακό μάτι κάποιες
μεταβολές που θα φέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως το λιώσιμο
των «αιώνιων» πάγων στην Αρκτική, δεδομένου ότι μαζί με τους θυελλώδεις
χειμώνες και τα καυτά καλοκαίρια θα μπορούσε να προσφέρει και νέους
δρόμους εμπορίου, ακόμη και νέα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα
υδρογονανθράκων.
Ταυτόχρονα, τμήματα του κεφαλαίου μπορεί και να προσβλέπουν ως επιχειρηματική ευκαιρία ορισμένες από τις προβλεπόμενες συνέπειες (π.χ.
η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα αναγκάσει παράκτιες πόλεις να
δώσουν πολλή δουλειά στον κατασκευαστικό τομέα, είτε για μεταφορά
τμημάτων τους σε υψηλότερα εδάφη είτε για αντιπλημμυρικά μέτρα στο
θαλάσσιο μέτωπο).
Θα
ρωτήσει κάποιος: Δεν πρέπει να μειωθούν οι ρύποι; Η μείωση των εκπομπών
ρύπων που επιδρούν αρνητικά στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον
είναι αναγκαία. Για να επιτευχθεί απαιτείται να λαμβάνονται μέτρα
εγγενούς ασφάλειας, δηλαδή πρόληψης του κινδύνου στην πηγή, αξιοποιώντας
τις δυνατότητες που δίνει η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Τέτοια
μέτρα όμως είναι αδύνατο να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του καπιταλιστικού
δρόμου ανάπτυξης και της ελεύθερης αγοράς, όπου το κριτήριο που
κυριαρχεί για όλα τα παραπάνω είναι η μακρόχρονη διασφάλιση της
κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων και όχι η προστασία της υγείας των
εργαζομένων και του περιβάλλοντος, που έρχεται σε δεύτερο και τρίτο
πλάνο.
Μπορεί αυτός που προκαλεί το πρόβλημα να το λύσει;
Είναι
τουλάχιστον πρόκληση οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων, ΕΕ και
κυβερνήσεις, αυτοί που ανεβάζουν και κατεβάζουν τα όρια των εκπομπών
ρύπων, της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, του εξασθενούς χρωμίου στο
πόσιμο νερό ανάλογα με τα συμφέροντα των βιομηχανιών, να εμφανίζονται ως
«προστάτες» του περιβάλλοντος.
Εκτός από
τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική), που
μόνο στο πλαίσιο μιας οικονομίας σχεδιασμένης για να ικανοποιεί
εργατικές - λαϊκές ανάγκες η αξιοποίησή τους θα μπορούσε να έχει
πραγματικά θετικό για την προστασία του περιβάλλοντος αντίκτυπο, σήμερα,
σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, εμφανίζονται νέες τεχνολογικές
δυνατότητες που δεν ολοκληρώνονται ή
μένουν αναξιοποίητες, είτε λόγω αυξημένου κόστους είτε λόγω του ότι η
έρευνα για το εάν είναι πραγματικά δυνατή και ασφαλής η εφαρμογή τους
δεν συνεχίζεται, είτε και επειδή σχεδιάζεται οι νέες αυτές τεχνολογίες
να αξιοποιηθούν σε ένα νέο γύρο ανταγωνισμών των μονοπωλίων.
Είναι
προφανές (και αναμενόμενο) ότι και νέες επιστημονικά δυνατότητες, όταν
κριτήριο είναι το κέρδος, αντιμετωπίζονται ως πεδία που τα κεφάλαια
μπορεί να βρουν κερδοφόρα διέξοδο. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είναι δύσκολο να ξεχωρίσει και η
επιστημονική αλήθεια.
Αυτό που
πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η πορεία των μέτρων αντιμετώπισης
της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα ήταν πολύ διαφορετική αν στον κόσμο
κυριαρχούσε ο τρόπος παραγωγής που έχει στο επίκεντρο την ικανοποίηση
των εργατικών - λαϊκών αναγκών και γι' αυτό εξορισμού πρέπει να
φροντίζει για το περιβάλλον, ως θεμελιακό παράγοντα της ευημερίας των
εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.
Οι κινητοποιήσεις για το περιβάλλον
Το
τελευταίο διάστημα γνωρίζουν μεγάλη προβολή διάφορες κινητοποιήσεις που
γίνονται για το περιβάλλον, κυρίως από νέους σε ηλικία ανθρώπους, που
παίρνουν χαρακτηριστικά καμπάνιας για τους κινδύνους από την «κλιματική
αλλαγή».
Οι
κινητοποιήσεις αυτές πατάνε πάνω στη δίκαιη αγανάκτηση των λαϊκών
στρωμάτων για την καταστροφή, τη ρύπανση και τη μόλυνση του
περιβάλλοντος. Χρειάζεται, όμως, το περιεχόμενο και τα αιτήματά τους να
βάζουν το μαχαίρι στην καρδιά του προβλήματος.
Μια πλευρά είναι ότι από τους διάφορους διοργανωτές, τα αιτήματα που προβάλλονται (π.χ. για δεσμευτικούς στόχους μείωσης εκπομπών έως το 2030) ταυτίζονται πλήρως με τους στόχους που βάζουν η ΕΕ και οι κυβερνήσεις της με βάση τις πολιτικές προτεραιότητες που προαναφέρθηκαν.
Πρέπει να προβληματίσει κάθε νέο άνθρωπο το ότι πάνω σε αυτό πατάνε οι κυβερνήσεις σε όλα τα κράτη - μέλη, που
καπηλεύονται τη γνήσια αγωνία και ανησυχία των νέων ανθρώπων και
παρουσιάζουν τις κινητοποιήσεις για το περιβάλλον ως «ισχυρή εντολή» να
υλοποιήσουν τις καταστροφικές για το περιβάλλον πολιτικές τους.
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι σε μεγάλο βαθμό, επιχειρείται στις κινητοποιήσεις αυτές να περάσει ως αντίληψη το ζήτημα της «ατομικής ευθύνης». Γιατί
δεν κάνεις ανακύκλωση; Γιατί χρησιμοποιείς πλαστικές σακούλες; Γιατί
εκτυπώνεις στο σχολείο και τη σχολή σου; Γιατί παίρνεις το αυτοκίνητό
σου; Μέχρι και... γιατί τρως κρέας; Την ίδια αποπροσανατολιστική
κατεύθυνση υπηρετεί και το σύνθημα για την «ευθύνη των γενεών», ότι δηλαδή φταίνε οι πατεράδες και οι μανάδες μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.
Πρόκειται
για προκλητική επιχείρηση μετατόπισης της ευθύνης από τα μονοπώλια και
τις κυβερνήσεις τους στον εργαζόμενο, στις εργατικές - λαϊκές
οικογένειες, όταν, σύμφωνα με αστικές έρευνες, «100 εταιρείες αποτελούν την πηγή άνω του 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988». Αυτή είναι η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί με την πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων.
Αλήθεια,
αυτοί δεν είναι που αδειοδοτούν τη λειτουργία των βιομηχανιών,
κλείνοντας τα μάτια στις καταγγελίες για τις καταστροφικές επιπτώσεις
στο περιβάλλον, βάζοντας τις σφραγίδες τους στις κατά παραγγελία μελέτες
περιβαλλοντικών επιπτώσεων; Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της
«ΑΓΕΤ Ηρακλής» στο Βόλο με την καύση των αποβλήτων.
Ενα ζήτημα που επίσης αποσιωπάται συνήθως και από τους κάθε λογής ακτιβιστές, είναι το ποιος πληρώνει τις «πράσινες οικονομίες» που προωθούνται στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, με βάση την αρχή της ΕΕ «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Τέλη για
τις πλαστικές σακούλες με Οδηγίες της ΕΕ, φόροι στις εργατικές - λαϊκές
οικογένειες για τις ΑΠΕ, όπως και στην Ελλάδα, αναγκαστική απόσυρση των
παλιών αυτοκινήτων για να πιαστούν οι στόχοι της μείωσης των εκπομπών
για τις φτωχές οικογένειες που δεν μπορούν να τα αντικαταστήσουν.
Και από την
άλλη έχουμε φοροαπαλλαγές και μειώσεις στη φορολογία στους
επιχειρηματικούς ομίλους και προκλητικούς πακτωλούς χρηματοδοτικών
ενισχύσεων - χρήματα από όλα τα τέλη που προαναφέραμε και από τη
γενικότερη φορολεηλασία των εργαζομένων - για να επενδύσουν στους
κερδοφόρους τομείς της «πράσινης οικονομίας».
Είναι
χαρακτηριστικό ότι με βάση την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», η ΕΕ
δικαιολογεί μέχρι και τη γενίκευση του χαρατσιού των διοδίων στην
Ελλάδα, αποδεικνύοντας τελικά ότι ο εργαζόμενος πληρώνει πάντα το
μάρμαρο.
Σε αυτό τον
αποπροσανατολισμό των εργαζομένων σημαντικό ρόλο παίζουν και διάφορες
ΜΚΟ, που με ευθύνη των ηγετικών τους ομάδων νοθεύουν το περιεχόμενο των
αιτημάτων, αμβλύνουν το λόγο τους και, ανεξάρτητα από διακηρύξεις για
την προστασία του περιβάλλοντος, συμπλέουν τελικά με τις στρατηγικές
επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου.
Αποδέχονται
τη φιλοσοφία της αντιλαϊκής, βαθιά ταξικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει»,
πιέζουν για το παραπέρα χαράτσωμα των εργαζομένων μέσα από την προώθηση
των περιβαλλοντικών φόρων, αποδέχονται, στο όνομα του «εφικτού»,
αντιπεριβαλλοντικές κατά βάση Συνθήκες (όπως η Συμφωνία του Παρισιού),
αναγνωρίζουν χώρο φιλοπεριβαλλοντικής δράσης στο κεφάλαιο.
Μπροστά σε αυτόν τον αποπροσανατολισμό, αυξάνονται
οι ευθύνες του εργατικού κινήματος για να μην αποκόπτονται ο αγώνας και
κάθε διεκδίκηση που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος από τον
πραγματικό πυρήνα του προβλήματος, τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης, τα
μονοπώλια, τις ενώσεις τους, όπως η ΕΕ, και την εξουσία τους. Η
προστασία του περιβάλλοντος είναι πρώτα απ' όλα υπόθεση των εργαζομένων,
δεδομένου ότι αφορά την ίδια την επιβίωσή τους, την υγεία και τη ζωή
τους.
Οι θέσεις του ΚΚΕ
Στον
αντίποδα αυτής της πολιτικής, το ΚΚΕ προβάλλει τη θέση ότι η προστασία
του περιβάλλοντος, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει έναν ριζικά
διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης.
Ο πλανήτης
κινδυνεύει από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σύνολο και γι'
αυτό η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι αδύνατη κάτω από
τις συνθήκες κυριαρχίας των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.
Γι' αυτό
και η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των εργαζομένων δεν
μπορεί να αφεθεί στα χέρια των καπιταλιστών, αλλά να γίνει στοιχείο της
πάλης του εργαζόμενου λαού για την εργατική εξουσία, την ανατροπή των
μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα υπηρετούν.
Δεν ξεχνάμε
ότι το δρόμο - και προς αυτήν την κατεύθυνση - τον έχει ήδη ανοίξει η
νίκη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Με την
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής από την εργατική εξουσία, στο
πλαίσιο μιας οικονομίας και κοινωνίας που είχαν στο επίκεντρό τους την
ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, εξασφάλισε μια σταθερή,
συμβατή, συνειδητή, προγραμματισμένη και ισόρροπη επίδραση του
εργαζόμενου ανθρώπου στη φύση, στο περιβάλλον, που στηριζόταν στην
κοινωνική ιδιοκτησία όλων των φυσικών πόρων και των μέσων αξιοποίησής
τους, στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, στην παραγωγή
με κίνητρο τη λαϊκή ευημερία.
Μερικά
παραδείγματα: Αμέσως μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ψηφίστηκε
από το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, με πρόταση του Λένιν, το
«Διάταγμα για τη γη» (26 Οκτώβρη 1917). Ακολούθησαν τα διατάγματα «Για
τα δάση» (27 Μάη 1918), «Για τις θεραπευτικές περιοχές κρατικής
σημασίας» (20 Μάρτη 1919), «Για το υπέδαφος» (1η Μάη 1919), «Για την
προστασία ιχθύων και θαλάσσιων ζώων» (24 Μάη 1921), «Για την προστασία
των μνημείων της φύσης» (16 Σεπτέμβρη 1921). Δεν ξεχνάμε την καθοριστική
συμβολή της ΕΣΣΔ και των σύμμαχων σοσιαλιστικών κρατών ενάντια στις
στρατιωτικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Σοσιαλισμός
και προστασία του πλανήτη είναι δύο έννοιες στενά δεμένες. Είτε το
θέλουν είτε όχι, ο πρώτος είναι το μέλλον του δεύτερου.
Για να
ανοίξει αυτός ο μοναδικά ελπιδοφόρος δρόμος, το ΚΚΕ καλεί όλους τους
εργαζόμενους να παλέψουν για όλα όσα δικαιούνται, με συνεχή καθημερινό
αγώνα για την προστασία των δασών, του υδροφόρου ορίζοντα και των
επιφανειακών νερών, για την αποτροπή και την αντιμετώπιση της ρύπανσης,
αντιπαλεύοντας ολοκληρωμένα την αστική πολιτική στη διαχείριση του
περιβάλλοντος, των απορριμμάτων, του νερού και γενικότερα του φυσικού
πλούτου, στη διαχείριση ακτών, δασών και ελεύθερων χώρων, πολιτική που
θυσιάζει τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα στο βωμό του κέρδους.
Για να
ανοίξει αυτός ο ελπιδοφόρος δρόμος θα πρέπει η αγανάκτηση και οι
σημερινοί αγώνες της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, των νέων των
εργατικών - λαϊκών οικογενειών ενάντια στην εμπορευματοποίηση του
νερού, των δασών, των φυσικών πόρων, ενάντια στην «πράσινη οικονομία»
των καπιταλιστικών κερδών, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να
σημαδέψουν τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο και την εξουσία του, που
αποτελεί την αιτία όξυνσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων,
χειροτέρευσης της ίδιας της ζωής.
Χρειάζεται
επομένως αποφασιστική καταδίκη της πολιτικής της ΕΕ και των κυβερνήσεών
της, του συνόλου των κομμάτων που στηρίζουν τα συμφέροντα και την
κερδοφορία του κεφαλαίου.
Να
δυναμώσει η φωνή του ΚΚΕ, της μόνης δύναμης που αταλάντευτα αναδεικνύει
και βάζει στο στόχαστρο τον πραγματικό ένοχο των προβλημάτων των
εργαζομένων και των νέων της εργατικής τάξης, στηρίζει μαχητικά τις
διεκδικήσεις τους, φωτίζει το δρόμο για την πραγματική διέξοδο.