Εισαγωγική νότα
Δονήσεις απο το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Νότια Αφρική, ιδιαίτερα μετά την σφαγή του Μαρικάνα, γίνονται αισθητές σε παγκόσμια κλίμακα. Ιδικό ενδιαφέρον έχει για την μαρξιστική αριστερά, με δοσμένο ότι στην κυβέρνηση της χώρας παίρνει μέρος και το Νότιο-Αφρικάνικο ΚΚ. Η κατάσταση αποτελεί πρόβλημα και πρόκληση για το διεθνές εργατικό κίνημα, και αγγίζει όχι μόνο το ερώτημα του πως άμεσα ανταποκρίνονται διεθνιστικά οι κομμουνιστές στο εργατικό κίνημα εκεί, αλλά και στο πως χειρίζονται πολιτικά, ιδεολογικά και θεωρητικά ζητήματα που η κατάσταση εκεί θέτει επι τάπητος. Στο άρθρο αυτό προσπαθώ να μειώσω όσο είναι δυνατόν τα δικά μου σχόλια και να αποφύγω «ηθικολογίες» (όπως συμβαίνει στο διαδίκτυο) οι οποίες με απόλυτη σιγουριά της «δικής μας πολιτικής ορθότητας» κάπως παίρνουν ένα αυτόκλητο ρόλο ταξικού δικαστή της εκεί κατάστασης, η οποία διαπιστώνω ότι εμφανίζεται πιο σύνθετη, ψάχνοντας την, απο ότι σε πρώτη η σύντομη μάτια. Το ποθητό είναι ότι ο αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα απο παράθεση μιας εικόνας η οποία, όσο φιλότιμη προσπάθεια και να κάνουμε απο απόσταση, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης.
Για διευκόλυνση ανάγνωσης, λόγω του μεγέθους του κειμένου, έχω χωρίσει το κείμενο σε σχετικά αυτοτελή κεφάλαια τα οποία ο αναγνώστης, αν επιλέξει, μπορεί να διαβάσει ξεχωριστά. Μ. Γαλαντόμος, (Ικαρία, Σεπτέμβρης 2012).
***************************************
Πολιτικές Διαστάσεις του Προβλήματος στην Νότια Αφρική
"Ποιοι είναι αυτοί οι ανόητοι που δεν φάνηκαν πουθενά κατά τη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του αγώνα εναντίον του αποικιοκρατικού απαρτχάιντ; Ποιοι είναι αυτοί οι υποκριτέςπου προσποιούνται τώρα πως μας δίνουν ένα μάθημα κουράγιου;"
Αυτά δήλωσε πρόσφατα ο Blade Nzimande, ΓΓ του Nοτιο-Αφρικάνικου Κομμουνιστικού Κόμματος (SACP) επιβεβαιώνοντας την συνέχεια της προσήλωσης του κόμματος στην τριμερή συμμαχία του με το Αφρικάνικο Εθνικό Κονγκρέσο (ANC) και το Κονγκρέσο Νοτιο-Αφρικάνικων Συνδικάτων (COSATU). Κριτική επίσης άσκησε στους «σύγχρονους επικριτές που απο τη ζώνη άνεσης των ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από ξένους και των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων επικρίνουν την συμμαχία αρχών του SACP με το ANC»[1].
Είναι προφανής η άρνηση αναθεώρησης της στάσης του SACP σε σχέση με την εν λόγω συμμαχία, με δεδομένη την πρόσφατη σφαγή μεταλλωρύχων στο Μαρικάνα. Ένας διαχωρισμός της θέσης του κόμματος απο το ANC θα απαιτούσε μια πολυδιάστατη πράξη που προϋποθέτει ιδεολογικές, θεωρητικές, πολιτικές, οργανωτικές, πολιτιστικές, ακόμα και διαπροσωπικές αναπροσαρμογές. Αντικειμενικά δεν φαίνεται μια τόσο εύκολη και άμεση κίνηση. Μια πρώτη ουσία που τα συνδέει είναι, αναμφισβήτητα, ένα ιστορικό κληροδότημα κοινών, συναγωνιστικών αγώνων διάρκειας σχεδόν ενός αιώνα, απο την δεκαετία του 1920, εναντίον αποικιοκρατικών καταβολών, εναντίον του απαρτχάιντ, για την αποφυλετικοποιηση και τον εκδημοκρατισμό της ζωής στην χώρα τους. Ένα κληροδότημα που βρίσκεται σε αυξανόμενα έντονη αντίθεση με την σημερινή πραγματικότητα που θέτει σε αμφισβήτηση την ορθότητα και εν τέλει την σκοπιμότητα της συνέχειας της συνεργασίας του SACP με το ANC.
Αφετηρία κατανόησης της σχέσης του SACP με το ANC, η οποία δικαίως χαρακτηρίζεται ως ιστορική,μπορεί να αποτελέσει μια αναφορά στην ιστορία του κόμματος.
Σύντομο Χρονικό της Ιστορικής διαδρομής του SACP (και η σχέση του με το ANC)[2]
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής (CPSA) ιδρύθηκε το 1921 από Λευκούς ριζοσπάστες και σοσιαλιστές που εμπνεύστηκαν από την επανάσταση των Μπολσεβίκων και την ίδρυση του πρώτου εργατικού κράτους στη Ρωσία το 1917. Ο σχηματισμός του CPSA σηματοδότησε μια αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος στη Νότια Αφρική. Στην δεκαετία του 1920 το CPSAεπικεντρώθηκε στην συνδικαλιστική οργάνωση όλων των εργαζομένων της Αφρικής θέτοντας και αιτήματα κοινωνικών δικαιωμάτων και εθνικής απελευθέρωσης Από το 1925 την πλειοψηφία στο κόμμα συνιστούσαν Μαύρα μέλη. Το 1928, το CPSA διακήρυξε το πρώτο αίτημα για κυριαρχία των Μαύρων της NΑ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ANC και το CPSΑ ξεκίνησαν μια στενή σχέση συνεργασίας, μολονότι υπήρχε μεγάλη αντιγνωμία σε μεθόδους δουλιάς και θέσεις. Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1950 το CPSA οργανώνει μαζικούς αγώνες σε όλη τη χώρα και δημοσιεύει σε διάφορες εφημερίδες του όπως Umsebenzi, και ο Guardian και παράλληλα συνεχίζεται η συνεργασία με το ANC.
Το 1946 το CPSΑ και η Αφρικανική Ένωση Εργαζομένων Μεταλλείων οργάνωσαν τη μεγαλύτερη απεργία κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Smuts. Η απεργία κράτησε τέσσερις ημέρες και στη συνέχεια πάνω από 500 άτομα κατηγορήθηκαν για συνωμοσία και παράβαση της νομοθεσίας που απαγόρευε τις απεργίες Μαύρων. Το 1950 η κυβέρνηση του απαρτχάιντ εισήγαγε το νομοσχέδιο για καταστολή του κομμουνισμού. Τον Μάρτιο του 1950, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (Transvaal), το Ινδικό Κογκρέσο και η Οργάνωση Αφρικάνικου Λαού οργάνωσαν την Συνδιάσκεψη Ελευθερίας Λόγου (Freedom of Speech Convention) στο Γιοχάνεσμπουργκ κατά του νομοσχεδίου καταστολής του κομμουνισμού, την οποία παρακολούθησαν 500 αντιπρόσωποι και στην συνέχεια 10.000 άτομα πήραν μέρος σε συλλαλητήριο. Στην συνδιάσκεψη αποφασίστηκε μια σειρά από πορείες διαμαρτυρίες και συγκεντρώσεις σε ολόκληρη τη χώρα με αποκορύφωμα την έκκληση για "παραμονή στο σπίτι" (Stay at Home), την 1η Μαΐου. Σε απάντηση , η κυβέρνηση απαγόρευσε όλες τις κινητοποιήσεις, ενισχύοντας την καταστολή στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ωστόσο, η διαμαρτυρία συνεχίστηκε και την 1η Μαΐου, η αστυνομία επιτέθηκε σε συγκεντρώσεις των διαδηλωτών. Για πρώτη φορά μετά την σφαγή του Bulhoek το 1921, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 18 και τραυματίζοντας 30 άτομα.
Στις 20 Ιουνίου 1950 το CPSΑ , εν όψει του επερχόμενου νόμου απαγόρευσης του, και για να διασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία του, πριν το πέρασμα του στην παρανομία, τυπικά αυτοδιαλύθηκε. Με περαιτέρω τροποποιήσεις της νομοθεσίας, τον Μάιο του1952 εκδιώχθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο Kahn (το μέλος του CPSΑ), ενώ η εφημερίδα του κόμματος The Guardianείχε ήδη απαγορευτεί. Η εφημερίδα επανεμφανίστηκε αργότερα με άλλα ονόματα, και επανειλημμένα απαγορεύτηκε. Στις αρχές του 1953 το κόμμα υιοθέτησε το όνομα Νοτιο-Αφρικάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα (SACP) και λειτούργησε στην παρανομία και στην εξορία σ’ όλη τη δεκαετία του 1950. Οι ισχυρότεροι δεσμοί του CPSΑ με το ANC δημιουργήθηκαν τότε, στην εξορία μετά το 1950. Το κόμμα συμμετείχε στο συνέδριο των Δημοκρατών (Congress of Democrats) και στην κατάρτιση του Χάρτη Ελευθερίας (Freedom Charter) το 1955. Στη διαβόητη δίκη για προδοσία που ακολούθησε, 156 άτομα, μεταξύ των οποίων μέλη των SACP και ANC, κατηγορήθηκαν για «υποκίνηση άλλων προς ανατροπή της κυβέρνησης με βίαια μέσα».
Το 1960 το ANC και το Pan Africanist Congress (Παν-Αφρικανικό Κογκρέσο) τέθηκαν εκτός νόμου. Τον Νοέμβριο του 1961, ορισμένα μέλη των SACP και ANC συναντήθηκαν μυστικά στην περιοχή τηςKwazulu Natal, και αποφάσισαν να στραφούν σε ένοπλο αγώνα, οπότε ξεκίνησε το Umkhonto we Sizwe(ΜΚ – Δόρυ του Έθνους). Είχε προηγηθεί η σφαγή του Σαρπεβιλ (sharpeville massacre) στις 21 Μαρτίου 1960, όπου η κυβέρνηση αιματοκύλησε μια ειρηνική αντιρατσιστική διαδήλωση, σκοτώνοντας 69 Μαύρους, γεγονός που λειτούργησε σαν καταλύτης στην απόφαση για στροφή σε ένοπλο αγώνα. Το«Δόρυ του Έθνους» ξεκίνησε με μια εκστρατεία βομβιστικών ενεργειών με οικονομικούς στόχους κι όχι πρόσωπα.
Η σχέση μεταξύ του ANC και το SACP στη δεκαετία του 1960 δεν ήταν πάντα στενή. Μετά το 1962, λόγου χάρη, ο Νέλσον Μαντέλα άρχισε να απαξιώνει την σχέση του ANC με το SACP. Απο το 1969 και μετά οι δυο οργανώσεις συνεργάστηκαν στενά. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών υπήρξαν ελάχιστες σημαντικές διαφορές μεταξύ του ANC και SACP, και πολλοί ηγέτες ήταν μέλη και των δύο οργανώσεων.Ο κομμουνιστής Τζο Σλόβο ήταν Αρχηγός του Επιτελείου του Umkhonto. Ωστόσο, μια μερίδα του ANC, το οποίο διατήρησε σε γενικές γραμμές την σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία του, έκφρασε πάντα σκεπτικισμό για την σχέση αυτή.
Παρά το αρχικό ξερίζωμα της ηγεσίας του Δορατος απο το καθεστώς του Απαρτχάιντ, η επιρροή τουSACP μεγάλωσε καθώς και το ANC ξανάχτισε αργά την οργάνωση του μέσα στη Νότια Αφρική και ήταν η συνδυασμένοι δράση των δυο που έκανε δυνατή την εξέγερση του Σοβέτο του 1976.
Το SACP και το ANC παρέμειναν στην παρανομία μέχρι το 1990, οπότε αρχίζει μια περίοδος διαπραγματεύσεων, άρσης της απαγόρευσης της δράσης των, και απόφασης να εγκαταλείψουν τον ένοπλο αγώνα. Ο Κρις Χάνι, Γενικός Γραμματέας του SACP και ηγέτης του MK, μέχρι που δολοφονήθηκε το 1993, έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που επικεντρώθηκαν περισσότερο σε μια δημοκρατική μεταπολίτευση, η οποία υλοποιήθηκε με τον συμβιβασμό του 1994.
Το παραπάνω χρονικό είναι μια σύνοψη που βασίζεται σε ντοκουμέντα[3] του κόμματος που, μάλλον περιγραφικά, παρουσιάζουν την ιστορική πορεία του απο την οποία φαίνεται η μακρά συνεργασία του με το ANC.
Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση» (National Democratic Revolution – NDR)
Όπως προαναφέρθηκε, η συμμαχία αυτή δεν έπαψε ποτέ να είναι προβληματική, κι ο λόγος είναι ότι τοANC ουδέποτε συμμερίστηκε το σοσιαλιστικό όραμα του ΚΚ. Παρ’ όλα αυτά, η διαχρονική συνέχεια της σχέσης αυτής κατανοείται στο φως της προγραμματικής θέσης του κόμματος η οποία καθιστά δυνατή και αναγκαία την συνεχόμενη συμμαχία του με το ANC. Κομβικής σημασίας είναι το κείμενο του κόμματος «Ο δρόμος προς την εξουσία στην Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση» στο οποίο βρίσκουμε την παρακάτω ρητή δήλωση:
«Η Νίκη της Εθνικής Δημοκρατικής Επανάστασης (National Democratic Revolution – NDR)είναι, για την εργατική τάξη μας, η πιο άμεση διαδρομή προς το σοσιαλισμό και τελικά τον κομμουνισμό. Η ύπαρξη στη Νότια Αφρική των υλικών συνθηκών για το σοσιαλισμό - το σχετικά προχωρημένο τεχνικό επίπεδο και μια ισχυρή εργατική τάξη - και η επίτευξη της εθνικής δημοκρατικής επανάστασης, δεν πρόκειται να εγγυηθούν απο μόνες τους μια πρόοδο προς το σοσιαλισμό. Προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια πρόοδο, η εργατική τάξη θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τα εθνικά δημοκρατικά καθήκοντα εκτελούνται με συνέπεια». [4]
Η υιοθέτηση ενός σταδίου που υποχρεώνει το ΚΚ να αναλάβει την εργολαβία αποπεράτωσης εθνικο-δημοκρατικών στόχων σημαίνει διαχείριση του καπιταλισμού και έλεγχο της εξέλιξης του, θεωρητικά, με τρόπο που να προετοιμάζει την μετάβαση στον σοσιαλισμό. Όμως η πρακτική πείρα απο την συμμετοχή του ΚΚ στην διαδικασία που ονομάζει NDR, μέχρι στιγμής, δικαιολογεί την αμφισβήτηση της θέσης ότι αυτό το στάδιο θα δημιουργήσει ποτέ τις συνθήκες για μετάβαση στο σοσιαλισμό, ακόμα κι αν το ΚΚ καταφέρει να ανταποκριθεί στο καθήκον που μπαίνει απο το ίδιο κείμενο σαν προϋπόθεση της μετάβασης στον σοσιαλισμό – κάτι που προφανώς δεν έχει καταφέρει να κάνει το κόμμα:
«Η εργατική τάξη πρέπει να κερδίσει για την ίδια κυρίαρχο ρόλο στη νέα κυβέρνηση, και να μεριμνήσει ώστε ο χαρακτήρας του εθνικού δημοκρατικού κράτους να συνάδει με τα πραγματικά συμφέροντα του λαού Το πρόγραμμα εξάλειψης του μονοπωλιακού έλεγχου πάνω στην οικονομία θα πρέπει να εξασφαλίζει σχολαστικά το σχεδιασμό των οικονομικών πολιτικών σύμφωνα με για τις ανάγκες του λαού». [5]
Μέρος του προβλήματος που οδήγησε στον συμβιβασμό αφορά και την εκτίμηση του κόμματος, με την οποία συμφωνούσαν κι οι σύμμαχοι του, κατά την οποία ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν τέτοιος που δεν επέτρεπε την νίκη του «Δόρατος του Λαού» και την βιαία ανατροπή του καθεστώτος του Απαρτχάιντ. Η άποψη ότι η πλέον πραγματιστική λύση ήταν αυτή της αλλαγής μέσω διαπραγματεύσεων έγινε προοδευτικά κυρίαρχη. Ένας παράγοντας που ενίσχυσε αυτή την άποψη ήταν και η δραματική αλλαγή σε διεθνή γεωπολιτική κλίμακα με την ανατροπή των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και το σπάσιμο του ομφάλιου λώρου που τροφοδοτούσε τα εθνικοαπελευθερωτικά, αντιαποικιοκρατικά κινήματα της Αφρικής.
Στο ίδιο ντοκουμέντο (Οι Προοπτικές Μετάβασης Στην Εξουσία Με Διαπραγμάτευση, μέρος 6), το SACPεκλογικεύει την στάση του ως εξής:
«Δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ αυτής της εξεγερσιακής προοπτικής και της δυνατότητας διαπραγμάτευσης για μετάβαση στη εξουσίας. Δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση από τη στρατηγική που απαιτείται για να συμβάλει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη νίκη της εξουσίας με την ακριβή μορφή της τελικής επανάστασης. Ο ένοπλος αγώνας δεν μπορεί να αντιπαρατίθεται στην διαπραγμάτευση και τον δικαιολογήσιμο συμβιβασμό, σαν να ήταν αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες. Οι απελευθερωτικοί αγώνες έχουν σπάνια καταλήξει στην άνευ όρων παράδοση των στρατιωτικών δυνάμεων του εχθρού. Κάθε τέτοια προσπάθεια στην ήπειρό μας είχε στο αποκορύφωμά της το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, συμπεριλαμβάνοντας περιστασιακούς συμβιβασμούς που κρίνονται ότι είναι προς το συμφέρον της επαναστατικής προόδου. Αλλά είτε υπάρχει μια ένοπλη κατάληψη της εξουσίας είτε διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων, αυτό που είναι αναντικατάστατο κι αναμφισβήτητο και στις δυο περιπτώσεις είναι η ανάπτυξη των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων της επανάστασης». [6]
Μετά το Απαρτχάιντ
Το SACP συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε συνεργασία με τοANC, με σκοπό την αντικατάσταση του καθεστώτος Απαρτχάιντ με κοινοβουλευτική δημοκρατία και προς το σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.
Στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές το 1994, η μεγάλη πλειοψηφία των Νοτιοαφρικανών Μαύρων, αλλά και μεγάλης μερίδα Λευκών, δέχτηκαν με υπέρμετρο ενθουσιασμό κι ελπίδες την αλλαγή που σημαδεύτηκε απο σαρωτική νίκη του ANC. Σε μια πιο διαπεραστική θεώρηση των εξελίξεων ήταν ήδη αναμενόμενο ότι οι ελπίδες του Νοτιοαφρικανικού λαού θα προδίδονταν – πράγμα που άρχισε να φαίνεται απο την περίοδο της διακυβέρνησης Μαντέλα. Η εισαγωγή του ψευδεπίγραφου προγράμματοςGEAR (Growth, Employment and Redistribution – Ανάπτυξη Απασχόληση και Ανακατανομή) σήμανε την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οι ευρεία προσδοκία για το άνοιγμα της σοσιαλιστικής προοπτικής εξανεμίστηκε. Το κυβερνητικό σχήμα της τριμερούς συμμαχίας ANC, COSATU, SACP, σήμανε ένα είδος «ιστορικού συμβιβασμού» με Αφρικάνικα χρώματα, ο οποίος έδωσε έμφαση στην αμφίβολη ιδέα του «χτισίματος του έθνους», που στην πράξη δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός για την απρόσκοπτη δράση των μονοπωλίων και το τέλμα διαιώνισης της αθλιότητας του πληθυσμού που επιβάλουν.
Στο κατά πόσο η συμμετοχή του SACP και της αριστεράς επηρέασε «το σχεδιασμό των οικονομικών πολιτικών σύμφωνα με για τις ανάγκες του λαού» δίνει μια απάντηση ο Dale T. McKinley:
«Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί (και όντως συνέβη) , ότι η «μεταβατική» παρουσίατου COSATU και του SACP, τόσο ως μέρη της επίσημης συμμαχίας με το κυβερνόν ANCκόμμα, όσο και της «ευρείας αριστεράς» στη Νότια Αφρική, θα μεταφραζόταν σε μια ζωντανήσυμπαράταξη των αντι-καπιταλιστικών δυνάμεων ικανών και διατεθειμένων να αμφισβητήσουν ριζικά τις πολιτικές και τη συνολική αναπτυξιακή ατζέντα τόσο του κεφαλαίου όσο και του κράτους. Ωστόσο, η μεταβατική πραγματικότητα ήταν η αποδοχή μιας άνισης και ουσιαστικάυποταγμένης πολιτικής σχέσης μέσα σε μια συμμαχία κυριαρχούμενη απο το ANC». [7]
Παράλληλα, παρατηρεί ο Dale T. McKinley, με δέσμευση της αριστεράς στο κυβερνητικό σχήμα, μια σειρά απο πολιτειακές και κοινοτικές οργανώσεις που, μαζί με τα συνδικάτα, συνιστούσαν το σώμα της πάλης ενάντια στο απαρτχάιντ, απορροφήθηκαν στο κυβερνητικό σχήμα SANCO (South African NationalCivics Organisation - Νοτιοαφρικανικη Εθνική Οργάνωση Πολιτών).
Σωρευτικά, οι εξελίξεις σήμαναν ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η συντριπτικήπλειοψηφία αυτών που στο παρελθόν αποτελούσαν μια ζωντανή και κυρίως ανεξάρτητηνοτιοαφρικανική ευρεία αριστερά, ριζωμένη στους πολιτικούς αγώνες της εργατικής τάξης που διατηρούσαν την ελπίδα εκατομμυρίων για αντι-καπιταλιστικό μετασχηματισμό τηςνοτιοαφρικανικής κοινωνίας, είχε πρακτικά ευνουχιστεί». [8]
Η διαδοχή του Νέλσον Μαντέλα απο τον Μπέκι αποτέλεσε συνέχεια και εντατικοποίηση μιας νεοφιλελεύθερης γραμμής απο το Εθνικό Αφρικάνικο Κογκρέσο, που συνέχισε πειθήνια την οικονομική και κοινωνική πολιτική του ύστερου απαρτχάιντ - με μια διαφορά: το πολιτικό προσωπικό των μονοπωλίων άλλαξε χρώμα. Όχι μόνο δεν άγγιξαν τις σχέσεις αφαίμαξης της χώρας αλλά ενίσχυσαν την εντατικοποίηση στην εκμετάλλευση του πλουτοπαραγωγικού πλούτου και του εργατικού δυναμικού της, με περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις πηγών του δημόσιου, με διευκόλυνση διακίνησης και εξόδου κεφαλαίων απο την χώρα. [9]
Εστιάζοντας στην απαράδεκτη οικονομική πολιτική του ANC, δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες σημαντικές αλλαγές που έγιναν στις οποίες πρωτοστάτησε το ΚΚ. Η αποφυλετικοποιηση του κράτους ήταν άλμα για τον Μαύρο πληθυσμό της Ν. Αφρικής, όπως και η μεταπολίτευση απο μια στυγνή ρατσιστική δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό. Το βίωμα του θεσμοποιημένου ρατσισμού δεν πρέπει να υποτιμάται, ήταν φρικτά επαχθές για τον Μαύρο πληθυσμό της χώρας. Σημαντικό ήταν επίσης το ξεπέρασμα φραγμών στην παιδεία και την υγεία, κι η αναγνώριση δικαιωμάτων με συνταγματική κατοχύρωση. Γεγονός είναι επίσης ότι εξασφαλίζοντας πολιτική ισοτιμία, η αριστερά κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες άνοιξε μια δυνητική προοπτική για σημαντικές αλλαγές προς την βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών όρων ζωής του λαού, άσχετα αν αυτές μπλοκαρίστηκαν απο τοANC.
Κάποιοι στο ANC εχουν λόγους να αισθάνονται ικανοποιημένοι με την εξέλιξη της κατάστασης. Έχοντας βάλει πλάτες στην ισχυροποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, στην πρωτοκαθεδρία του οποίου βρίσκεται το διεθνές χρηματιστικό κεφαλαίο, εχουν καταφέρει να δώσουν στους υποστηριχτές τους τον πολιτικό μοχλό για την πραγματοποίηση του στόχου της ανερχόμενης μαύρης μπουρζουαζίας. Η πολικήαναδιανομής και μαύρης ενδυνάμωσης σήμανε άνοιγμα του ορίζοντα και ενίσχυση της ανάπτυξης δραστηριοτήτων Μαύρων επιχειρηματιών. Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτοί που δεν εχουν κανένα πολιτικό ηθικό φραγμό (μια ορδή απο καριερίστες, αριβίστες, φίλαρχους, απατεώνες και δημαγωγούς), πολύ συχνά μετατρέπουν τον κυνισμό τους σε ένα κυνήγι για άμεσο προσωπικό πλουτισμό με κάθε μέσο.
εναντίον της διαφθοράς [10]
Ο Κρόνιν στο άρθρο του The Roots οf South Africa's Corruption Crisis (οι ρίζες της κρίσης διαφθοράς της Ν.Α) φωτίζει την ουσιαστική , δομική πλευρά της κρίσης, σκιαγραφώντας παράλληλα και σημαντικές πλευρές του κοινωνικού γίγνεσθαι στην Ν. Αφρική. Γράφει:
«Η μάστιγα της διαφθοράς στη Νότια Αφρική έχει σφίξει τον κλοιό γύρω από την κοινωνία μας κατά την τελευταία δεκαετία, απειλώντας τις δημοκρατικές κατακτήσεις μας, διαβρώνοντας την ικανότητα του κράτους να προωθήσει σοβαρούς κοινωνικο-οικονομικούς μετασχηματισμούς, και συχνά υπονομεύοντας την κουλτούρα αλληλεγγύης του ευρείου κινήματος μας».
Σημειωτέον ότι το SACP ήταν μεταξύ των πρώτων σχηματισμών που έκαναν μαζική εκστρατεία ενεργά κατά της διαφθοράς και είχαν και μάρτυρες σ’ αυτόν τον αγώνα - όπως οι Ntshangase και Phakoe που δολοφονήθηκαν για την στάση κατά της διαφθοράς. Ο Κρόνιν Αναφέρεται σε διάφορες εξηγήσεις που επικεντρώνονται σε κακή ατομική συμπεριφορά, στα λεγόμενα "σάπια μήλα", και συμπληρώνει.
«Η ιδέα ότι οι πολιτικοί και το κράτος, λίγο ως πολύ, είναι εξ ορισμού διεφθαρμένοι ενδέχεται να υπονομεύσει την αποφασιστικότητά μας να χρησιμοποιηθεί η κρατική εξουσία (μαζί με το κοινωνικό ακτιβισμό) ώστε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τη διαφθορά. Βοηθά επίσης να συσκοτίσει το γεγονός ότι, εκεί που η διαφθορά εμφανίζεται στον δημόσιο τομέα, υπάρχει ανεξαιρέτως και ένας διαφθορέας απο τον ιδιωτικό τομέα».
Κατά την εξήγηση του Ndebele, ένα αίτιο της κρίσης διαφθοράς έγκειται στο γεγονός ότι η ‘νέα ελίτ’ που αναδείχτηκε μετά το 1994, βρίσκεται σε μια διελκυστίνδα μεταξύ ανταγωνιστικών τάσεων – η ατομική αποκατάσταση σε βάρος μιας ουσιαστικής κοινωνικής ανάπτυξης, η αναδιανομή σε βάρος ενός συστημικού μετασχηματισμού. Ο Κρόνιν λεει:
«"Ο μετασχηματισμός", για παράδειγμα, έφτασε να σημαίνει όχι τον ριζικό μετασχηματισμό των συστημικών χαρακτηριστικών του αποικιοκρατικού απαρτχάιντ, αλλά μια δόση φυλετικής αντιπροσωπευτικότητας μέσα στις ίδιες ουσιαστικά αμετάβλητες πραγματικότητες - τις ίδιες αίθουσες διευθυντικών διαβουλεύσεων (boardrooms), τα ίδια πλούσια προάστια, τα ίδια ελιτίστικα γκολφ κλαμπς».
Ο Joel Netshitenzhe εξηγεί τη διαφθορά επικαλούμενος την «αυξανόμενη κοινωνική απόσταση» μεταξύ της νέας πολιτικής ελίτ και της μαζικής βάσης. Σ’ αυτό το χάσμα κινείται μια «αναδυόμενη μεσαία τάξη» που επιθυμεί ένα στυλ ζωής χωρίς να έχει το ιστορικό οικονομικό υπόβαθρο και προσπαθεί να το αποκτήσει με δόλο και απάτη...
Όλα αυτά, εξηγεί ο Κρόνιν, παραμένουν μονόπλευρες περιγραφές του προβλήματος, και δεν συνιστούν θεωρητικό βοήθημα για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Ειδικότερα, αδυνατούν να αναγνωρίσουν ότι η καθιερωμένη λευκή αστική τάξη δεν στέκεται αδιάφορη απέναντι στο πρόσωπο της νέας (μετά το1994) πολιτικής πραγματικότητας. Επιδιώκει την συγκρότηση των μαύρων μεσαίων στρωμάτων σε σχετικά ρυθμιστικό παράγοντα των εξελίξεων. Την περίοδο των διαπραγματεύσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο στόχος του μεγάλου κεφαλαίου ήταν να διασφαλίσει στους μετριοπαθείς του ANC ισχύ και ηγεμονική θέση, αποστασιοποιώντας τους απο μια πιο ριζοσπαστική βάση τους.
Ο Κρόνιν επισημαίνει τη τακτική εγχώριων και διεθνών κύκλων του μεγάλου κεφαλαίου να αναδείξουν στελέχη, σ’ όλη την περίοδο προ-και-μετά το 1994. Στελέχη σε θέσεις κλειδιά του ANC, στα μουλωχτά προσλήφθηκαν για πρακτική εκπαίδευση απο εταιρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η GoldmanSachs για παράδειγμα, και γύρισαν για να επανδρώσουν κομβικές θέσεις στην κυβέρνηση, για την χάραξη οικονομικών πολιτικών.
Απο τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μια βασική στρατηγική για την δόμηση της λεγόμενης «κοινωνικής απόστασης» ήταν η εδραίωση ενός ρυθμιστικού μαύρου στρώματος, μιας ελίτ, μέσω της πολιτικής της "μαύρης οικονομικής ενδυνάμωσης". Αυτή κατέστη ένα κοινωνικό συμφωνητικό μεταξύ των στοιχείων της νέας μαύρης πολιτικής και οικονομικής ελίτ και του ήδη εγκαθιδρυμένου μεγάλου λευκού κεφαλαίου. Για το μεγάλο κεφάλαιο εξασφαλίσθηκε μια «αναπαράσταση» του τρόπου με τον οποίο είχε στο παρελθόν επιβληθεί ο τρόπος λειτουργίας κυρίως της εξόρυξης και του τραπεζικού κεφαλαίου. Η νέα ελίτ, (‘the new BEE’, όπως αποκαλείται) που αποτελεί το οικονομικό υπόβαθρο του ANC, επωάσθηκε σαν σύμμαχος του μεγάλου κεφαλαίου και σαν αντίβαρο στην επιρροή του SACP και COSATU και της βάσης του ANC στις πόλεις και την ύπαιθρο. Λειτούργησε σαν «μαξιλάρι» απορρόφησης δονήσεων που προξενούσε η ανάγκη για μια ισότιμη κοινωνία μέσω ενός γνήσια ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Το μεγάλο κεφάλαιο δημιούργησε μια ενδιάμεση ζώνη που απ’ την μια άμβλυνε την αντίθεση μέρους του πληθυσμού διευκολύνοντας τον πλουτισμό του, επιφέροντας συνάμα την ταξική αφομοίωση του, απο την άλλη έκανε χρήση αυτού του μέρους του πληθυσμού σαν αποδέκτη των δονήσεων που προέρχονταν απο το άλλο μέρος. Σαν προφυλακτήρα ή «προστατευτικό μαξιλάρι».
Ιδεολογικό εργαλείο αποτέλεσαν βασικά ντοκουμέντα του ANC, που προωθούσαν έναν εκχυδαϊσμό της έννοιας «επαναστατικές κινητήριες δυνάμεις» - στις οποίες συμπεριέλαβε την ανερχόμενη ελίτ, και η ιδέα ότι «η εγωιστική επιδίωξη της ατομικής ικανοποίησης οδηγεί αναπόφευκτα στο ευρύτερο καλό όλων» μέσω της ελεύθερης αγοράς με το "αόρατο χέρι".
Φτάνοντας στο Μαρακάνα
Με δοσμένη την παραπάνω ανάλυση, η οποία ως επί το πλείστον βασίζεται σε κείμενα του κόμματος και του Τζέρεμυ Κρονιν – του σημαντικότερου θεωρητικού του – εικάζω πως η εξέλιξη στο Μαρικανα δεν φαίνεται κεραυνός εν αιθρία. Με δοσμένη επίσης την θέση του κόμματος στην συμμαχία που κυβερνά την χώρα, η αντίδραση του σ’ αυτήν την τραγωδία δεν φάνετε παράδοξη. Με τα ίδια τα λόγια του Κρονιν:
«Η αντίδραση του SACP στην τραγωδία Marikana υπήρξε σκόπιμα προσεκτική - όχι γιατί δεν έχουμε αισθανθεί απόλυτη οργή και αγανάκτηση. Οι αντιδράσεις μας ήταν μελετημένες, όχι επειδή πιστεύουμε ότι μια ριζοσπαστική απάντηση είναι ακατάλληλη - το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο, ποτέ δεν έχουμε μπερδέψει την δημαγωγική αναζωπύρωση της λαϊκής οργής για προσωπικούς βραχυπρόθεσμους στόχους με ένα γνήσιο μετασχηματιστικό ριζοσπαστισμό. Ακριβώς όπως δεν έχουμε ποτέ συγχύσει κοινοβουλευτικό εκλογικό οπορτουνισμό («απολύστε τους υπουργούς", "διώξτε τον επίτροπο της αστυνομίας", "τσακίστε τα συνδικάτα") με μια εναργή συμβολή στην κατανόηση των συλλογικών ευθυνών και τις προκλήσεων που έχουμε ως χώρα».
Ο Κρόνιν στο παραπάνω άρθρο του (Συστημικοί Παράγοντες Πίσω απ’ την Τραγωδία του Μαρικανα),[11]χαρακτηρίζει «τραγική παραφροσύνη» την οργανωμένη προσπάθεια να υπονομευτούν τα παγιωμένα συνδικάτα. Η δράση του AMCU είναι, εξηγεί ο ίδιος, μόνο ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτής της διαχρονικής τακτικής των αφεντικών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στην ζώνη πλατίνας του Ραστενβεργκ χρηματοδοτήθηκε το λεγόμενο WMPU (Workers MouthPiece Union, συνδικάτο Φερέφωνο Εργατών) για να διασπάσει και να αποδυναμώσει το NUM, προξενώντας κύμα βίας και αναταραχής.
Ένα αίτιο της βίας αποδίδεται στο γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες των ορυχείων αντιτίθενται σε συλλογικές συμβάσεις και προωθούν αποσπασματικές συμφωνίες, συχνά ευνοώντας κάποια τμήματα εργαζόμενων για να δημιουργήσουν ένα κλίμα όπου οι εργάτες να αντιμάχονται εργάτες. Φέρνει σαν παράδειγμα την εταιρία Implats όπου, στην αρχή της χρονιάς, εξ αιτίας μιας τέτοιας συμφωνίας, το AMCUεκμεταλλεύτηκε την οργή εργατών που θεώρησαν ότι είχαν αδικηθεί και τους έστρεψε εναντίον του NUM, υποδαυλίζοντας βία εναντίον των στελεχών του.
O Κρονιν αναγνωρίζει ότι οι άθλιες κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες ζουν οι εργαζόμενοι στα ορυχεία είναι «το πλέον απαράδεκτο» σε όλη την ζώνη παραγωγής της πλατίνας, όπου πολλά δισεκατομμύρια ράντς κέρδη έχουν εξασφαλισθεί για το κεφάλαιο, ενώ συνεχίζεται μια φρικτή υποβάθμιση των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν οι κοινότητες των εργατών. Οι συνθήκες αυτές εχουν καταστεί φυτώριο για την ανάπτυξη του οργανωμένου Εγκλήματος στο οποίο κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι κατά περιοχές πολέμαρχοι και οι φρουρές τους (vigilanteς) των οποίων τα δίκτυα εχουν διεισδύσει στις παραγκουπόλεις των μεταλλωρύχων. Οι συμμορίες αυτές λυμαίνονται τις παραγκουπόλεις, ελέγχοντας την ιεροδουλία, την διακίνηση οινοπνευματωδών και «ντάγκα» (Μαριχουάνα), ενώ μέλη τους εμπλέκονται σαν επ’ αμοιβή δολοφόνοι (hit men) στον συνδικαλιστικό χώρο. O Κρονιν αναφέρεται στην έκθεση τουDavid Bruce η οποία στοιχειοθετεί την διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ενδο-συνδικαλιστών δολοφονιών.
«αυτό που είναι επίσης προφανές είναι ότι η σειρά των δολοφονιών αποτέλεσε μέρος μιας εκστρατείας για την εγκαθίδρυση του κύρους της WMPU ως συνδικάτο για τα ορυχείαAmplats, καθώς και για να εδραιώσει την εξουσία του εντός των άτυπων οικισμών. Το WMPUλειτούργησε όχι μόνο μέσα από μια κεντρική εκτελεστική επιτροπή, αλλά και με μια σειρά από άλλες επιτροπές που είχαν σαν βάσεις τους σε μεγάλο βαθμό τους άτυπους οικισμούς. Φαίνεται ξεκάθαρο ότι πολλοί από τους φόνους δεν διαπράχτηκαν μόνο από "επαγγελματίες δολοφόνους" (hit-men), αλλά αρχικά είχαν εγκριθεί από μερικές από αυτές τις επιτροπές, ή τουλάχιστον απο κάποια από τα άτομα που συνδέονται με αυτές. [...] Παρ 'όλα αυτά, φαίνεται ότι εκτός από τους"hit-men" υπήρχε επίσης μια ομάδα ανθρώπων, που σχετίζονται με κάποιες από τις επιτροπές του WMPU, ο οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενορχήστρωση της βίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επίσης, πρέπει να έχει υπάρξει μια κοινή τομή μεταξύ αυτών των κατηγοριών με αρχισυμμορίτες που ενδεχομένως εμπλέκονται άμεσα στη διεξαγωγή αυτών των φόνων ( David Bruce). [12]
Δεν λείπει απο τις ερμηνείες του Τζερεμυ Κρόνιν η διαπίστωση ότι οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εργατών τους καθιστούν ευάλωτους σε καλλιέργεια εχθρότητας προς τα «παγιωμένα» συνδικάτα. Στην ανάλυση αυτή όμως δύνεται ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι τμήματα των εργατών χειραγωγούνται απο δυνάμεις που στρέφονται εναντίον των παγιωμένων συνδικάτων και, ειδικά στον χώρο των ορυχείων, εναντίον του ΝUΜ. Αυτό φαίνεται σαν μια απολογητική προσπάθεια για να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι η τριμερής συμμαχία δεν έχει επιχειρήσει να αλλάξει τις κρατικές δομές που εξακολουθούν να συμπεριφέρονται όπως στην περίοδο του απαρτχάιντ. Τελικά, υπεκφεύγει την κραυγαλέα διαπίστωση ότι παρά την αποφυλετικοποιηση της κρατική μηχανής, με πρόσληψη μαύρου προσωπικού σε εκτελεστικές θέσεις, η μόνη εξέλιξη του μηχανισμού αυτού είναι επιφανειακή και αφορά το χρώμα, δηλαδή ότι σαν βραχίονας της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης τώρα υπηρετεί και τα συμφέροντα της αναδυόμενης μαύρης νέο-μπουρζουαζίας με μαύρα όργανα της τάξης.
Το SACP δεν παραβλέπει επίσης ότι το ANC, (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο) είναι κάτω από έλεγχοτης άρχουσας τάξης, όπως μαρτυρούν κι άλλα κείμενα και του ίδιου του Κρονιν. Αυτή η δύσπεπτη αλήθεια όμως αφομοιώνεται με την εκλογίκευση ότι το ANC ήταν πάντα μια πλατφόρμα διαφορετικών και αντικρουόμενων τάσεων και ότι η συναγωνιστική σχέση των δυο κομμάτων αφήνει περιθώρια επιρροής του ΚΚ στις ζυμώσεις που γίνονται στο ANC. Το ερώτημα είναι αν αυτή η επιρροή είναι αποτελεσματική και η απάντηση, απο την μέχρι τώρα πείρα, είναι πολυ περισσότερο «όχι» παρά «ναι».
Ένα πρόβλημα είναι ότι η ενσωμάτωση του στην συμμαχία αυτή το οδηγεί να δίνει ίσως περισσότερα βάρος στις εσωτερικά τεκταινόμενα του ANC και λιγότερο στην ανάπτυξη του αγώνα κοινωνικών δυνάμεων, με κορμό το εργατικό κίνημα, για ώθηση ριζοσπαστικών λύσεων που θα αμφισβητούν δραστικά την εξουσία των μονοπωλίων και δίπλα σ’ αυτά την νέα εκμεταλλεύτρια τάξη της Μαύρης μπουρζουαζίας. Ένα παράδειγμα είναι η εμπλοκή του κόμματος στην στήριξη του Ζούμα κατά του Μπέκι – ο τελευταίος ήταν απροκάλυπτος θιασώτης της νεοφιλελεύθερης πλοκής εξελίξεων στην Ν. Αφρική. Ο Ζούμα όμως, παρά την στήριξη του απο το ΚΚ, δεν έδειξε προθέσεις να «ανταποδώσει» ενισχύοντας την επιρροή του στην συμμαχία, ούτε και να υιοθετήσει μια πιο ριζοσπαστική ατζέντα για την οποία μάχεται το ΚΚ. Αντίθετα αυτό που είναι αξιοπρόσεκτο είναι ότι το ΚΚ παίρνει θέσεις που μπορεί να δείχνουν προσαρμογή των απαιτήσεων του στις διαθέσεις του Ζούμα - όπως στο θέμα των εθνικοποιήσεων του ορυκτού πλούτου της Ν. Αφρικής, όπου ο Ζουμα απέρριψε την απαίτηση της Νεολαίας του ANC για εθνικοποίηση των ορυχείων. Σε πρόσφατη δήλωση του, ο Nzimande, ΓΓ του Νοτιο-Αφρικάνικου ΚΚ, λίγο ως πολύ χαρακτήρισε το αίτημα ως «λαϊκίστικο»
«το κάλεσμα για την εθνικοποίηση από στοιχεία της Ένωσης Νεολαίας ANC, είναι για την διάσωση στοιχείων της μαύρης οικονομικής ενδυνάμωσης που βρίσκονται σε κρίση, κι όχι γιανα καλύψει τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών," [...] Σε δέκα χρόνια από τώρα,θα ζητούν την ιδιωτικοποίηση, αφού το κράτος κληρονομήσει το χρέος» [13]
Βεβαίως, το παιχνίδι εθνικοποίησης των χρεών και ιδιωτικοποίησης των κερδών παίζεται κι εκεί. Και σίγουρα η αναδυόμενη μαύρη μπουρζουαζία έχει βάλει χέρι σε κάποια απο τα ορυχεία που νοσούν. Παράδειγμα: ο εγγονός του Μαντέλα που μαζί με τον εγγονό του προέδρου Ζουμα έστησαν την εταιρίαAurora για την εκμετάλλευση παλιών ορυχείων[14] και κατέληξαν σε επιχειρηματικό φιάσκο. «Ιδανικό» για αυτούς και για παρόμοιους τους θα ήταν το ξελάσπωμα τους απο το κράτος με εθνικοποίηση ζημιοφορων ορυχείων και με αποζημιώσεις που θα τους κάνουν πολύ πλουσιότερους σε χρόνο ρεκόρ. Και καλά κάνει το κόμμα να βλέπει κριτικά τέτοιες εκκλήσεις. Ωστόσο αυτό δεν ακυρώνει ένα ερώτημα που αφορά την αναγκαιότητα να περάσει στα χέρια της κοινωνίας συλλογικά η κυριότητα των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, όχι μόνο με αυτά που είναι γραμμένα στα χαρτιά ή σε κομματικά ντοκουμέντα, αλλά στη πράξη, είναι καθοριστική για τι είδος «όν» είναι το ΚΚ, αλλά και για το προς τα που οδεύει η εργατική τάξη που αυτό πρέπει να εκπροσωπεί και να καθοδηγεί.
Σημειώσεις
2, 3 Έκθεση με βάση τα ντοκουμέντα του CPSA:
α) Founding and development of the CPSA, 1921-1949
β) A banned organisation, 1950-1959
4, 5, 6 The Path to Power in the National Democratic Revolution. Part 4)
7, 8, Dale T. McKinley, The Crisis of the Left in Contemporary South Africa
12 David Bruce, The Operation of the Criminal Justice System in Dealing with the Violence at Amplats
13 Communists slam calls to nationalise S. Africa mines
14 Nelson Mandela's Grandson Comes Under Fire for Failed Mining Deal