ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Το αστικό πολιτικό σύστημα συγκροτείται από ένα σύνολο αστικών θεσμών (κόμματα, κοινοβούλιο, Πρόεδρος της Δημοκρατίας), στους οποίους στηρίζεται η διαμόρφωση της αστικής διακυβέρνησης, ως οργάνου της καπιταλιστικής εξουσίας.
Η αστική αντίληψη θεωρεί ότι όλα τα κόμματα που συμμετέχουν στο αστικό κοινοβούλιο ή στις εκλογές γι’ αυτό, μεταξύ αυτών και το ΚΚ, είναι αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού συστήματος.
Τα ΚΚ ως επαναστατικά εργατικά κόμματα επιδιώκουν τη συμμετοχή τους στις εκλογές και την εκπροσώπησή τους στη Βουλή, ως στοιχείο που αξιοποιείται στην ταξική πάλη, δηλαδή στην επικοινωνία με ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, στη στήριξη αιτημάτων και διεκδικήσεών τους πρώτ’ απ’ όλα σε βιομηχανικές μονάδες, εργασιακούς χώρους, στην αποκάλυψη της αστικής πολιτικής. Αξιοποιούν το κοινοβούλιο για τη διάδοση των σοσιαλιστικών σκοπών του Κόμματος. Βέβαια η δυνατότητα τέτοιας συμμετοχής είναι ζήτημα της ιστορικής εξέλιξης στην ανάπτυξη του καπιταλισμού σε κάθε κράτος, του συσχετισμού δυνάμεων, της πορείας του εργατικού κινήματος και της πολιτικής του έκφρασης, που ποικίλουν από χώρα σε χώρα και κατά χρονική περίοδο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να αποκλείονται τυπικά νόμιμα ΚΚ από τη συμμετοχή στις εκλογές ή γενικότερα να θεωρείται παράνομη η πολιτική τους δράση ή, αντίθετα, ΚΚ να ενσωματώνονται στο σύνολο των αστικών θεσμών, ακόμα και με τη συμμετοχή τους στην αστική διακυβέρνηση.
Στην ιστορία των αστικών κομμάτων και στη χώρα μας βλέπουμε με ταχύτερους ή βραδύτερους ρυθμούς κινητικότητα στα αστικά κόμματα, τόσο της φιλελεύθερης όσο και της γνωστής ως σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας, κόμματα που τα κατατάσσουν στα «άκρα» των αστικών ιδεολογικών ρευμάτων, όπως αφενός ο εθνικοσοσιαλισμός-φασισμός, αφετέρου ο σύγχρονος σοσιαλδημοκρατισμός ως νέο οπορτουνιστικό ρεύμα προερχόμενο από το κομμουνιστικό κίνημα.
Η ποικιλία στην ύπαρξη αστικών κομμάτων ή και οπορτουνιστικών εξαρτάται από παράγοντες που σχετίζονται με τις εσωτερικές και διεθνείς συμμαχίες της καπιταλιστικής εξουσίας σε κάθε δοσμένο κράτος, το διεθνή συσχετισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, ειδικότερα το συσχετισμό τους σε μια ήπειρο ή γεωγραφική περιφέρεια, το μεταξύ τους ανταγωνισμό και τις μορφές με τις οποίες αυτός διεξάγεται, π.χ. πριν τον πόλεμο, σε εμπόλεμη μορφή και πλήθος άλλων παραγόντων.
Ενδιαφέρον έχει η ιστορία του αστικού πολιτικού συστήματος στο ελληνικό καπιταλιστικό κράτος από την ίδρυσή του, ειδικότερα στον 20ό αιώνα, ακόμα πιο συγκεκριμένα από την απελευθέρωση το 1944 κι έπειτα, ζήτημα που ξεφεύγει από το αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Ωστόσο είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε τη μεγάλη κινητικότητα των αστικών κομμάτων κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, καθώς και το ότι η ΕΔΑ, που η ίδρυσή της αποτέλεσε επιλογή του ΚΚΕ και στην οποία δούλευαν τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος, «συσπείρωσε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις που ενίσχυαν τον οπορτουνισμό στις γραμμές του ΚΚΕ»1.
Αλλά και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η διαμόρφωση του διπόλου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ πέρασε και από κάποια διαδικασία αποσύνθεσης κομμάτων όπως της Ενωσης Κέντρου, της ΕΔΑ, του «ΚΚΕ εσωτερικού» κλπ., ενώ στη συνέχεια υπήρξαν τάσεις απόσχισης (π.χ. ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ) από τα δύο αστικά κυβερνητικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που εναλλακτικά εξασφάλιζαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πριν να φτάσουμε στη σημερινή σύνθεση του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλίου προηγήθηκε η απόσχιση από τη ΝΔ και η εμφάνιση του ΛΑ.Ο.Σ., στη συνέχεια των ΑΝΕΛ. Από το χώρο του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αποσχίστηκαν δυνάμεις που συγκρότησαν τη ΔΗΜΑΡ, ενώ στις εκλογές του Μάη 2012 εμφανίστηκαν περισσότερα κόμματα απ’ ό,τι στις εκλογές του Ιούνη.
Σε κάθε περίπτωση τις εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα, στη μορφή της αστικής εξουσίας, οφείλουμε να τις αναλύσουμε εξετάζοντας τις εξελίξεις στην οικονομία, επομένως τις εξελίξεις στο εσωτερικό των δύο βασικών κοινωνικών τάξεων, της αστικής και της εργατικής καθώς και στα μεσαία στρώματα.
Την εμφάνιση ή εξαφάνιση, τη συρρίκνωση ή ανάπτυξη κομμάτων πρέπει να τη βλέπουμε σε σχέση με τις κοινωνικές δυνάμεις που εκφράζουν, την εξέλιξη της αντικειμενικής θέσης τους στην οικονομία κλπ., δηλαδή προσηλωμένοι στη σχέση οικονομίας - πολιτικής, με καθοριστικό το ρόλο της οικονομίας στη διαμόρφωση της πολιτικής. Η καθοριστική επίδραση που έχει η οικονομική βάση δεν αφορά μόνο το γεγονός ότι η αστική εξουσία εξυπηρετεί γενικά την ενίσχυση και υπεράσπιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αφορά και το πώς μπορεί να επιτευχθεί σε σχέση με πλήθος παραγόντων που ήδη αναφέραμε. Με αυτό το κριτήριο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι αλλαγές στο αστικό πολιτικό σύστημα εκφράζουν πάντα αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία, συνδέονται με αναγκαίες αλλαγές στη διαχείριση του καπιταλισμού, που συνδέονται με την αναγκαιότητα εσωτερικών και εξωτερικών συμμαχιών της αστικής τάξης, ανανέωσης των μηχανισμών καθυπόταξης της εργατικής τάξης, των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων.
Εδώ χρειάζεται να σημειώσουμε ακόμα το εξής: Το αν θα αλλάξει το μίγμα της οικονομικής διαχείρισης δεν εξαρτάται από τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά από τις γενικότερες και ειδικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη δεδομένη φάση. Κοιτώντας τα τελευταία 30 χρόνια μπορούμε να δούμε ότι η εναλλαγή στο μίγμα της διαχείρισης δεν έχει «χρώμα», κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί εφάρμοσαν το ίδιο, νεοκεϋνσιανή και νεοφιλελεύθερη πολιτική, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος, χωρίς ιδεολογικούς δογματισμούς.
Με αυτά τα κριτήρια θα πρέπει να δούμε και το πώς επιδρά η σημερινή φάση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και τα προβλήματα συνοχής στην Ευρωζώνη στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος.
ΣΕ ΠΟΙΟ ΕΔΑΦΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΤΑΙ Η ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ
Εδώ και μια δεκαετία τα επιτελεία της άρχουσας τάξης είχαν διαβλέψει τα φαινόμενα κρίσης του πολιτικού συστήματος και είχαν εντοπίσει τον κίνδυνο διατάραξης της «κοινωνικής συνοχής», επομένως αστάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος. Σε αυτή την εκτίμηση καθοριστική επίδραση είχε το γεγονός ότι στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (σε άλλα καπιταλιστικά κράτη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980) εγκαταλείπεται σταδιακά η κεϋνσιανή διαχείριση που είχε ως χαρακτηριστικά της: Την εκτεταμένη κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία και την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στις αγορές, στις τιμές, τις σχετικά πιο διευρυμένες κρατικές κοινωνικές υπηρεσίες για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (πρόνοιας, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης), την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης μέσω ενός διευρυμένου συστήματος εξαγοράς, αξιοποιώντας ακόμα και δικαιώματα και κατακτήσεις που πραγματοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της πάλης σε έναν πιο ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.
Το ΚΚΕ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποκάλυψε ότι η επιστροφή στο φιλελευθερισμό, γνωστή ως νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή η διαδικασία εγκατάλειψης της κεϋνσιανής διαχείρισης, ήταν μια νομοτελειακή διαδικασία που ανταποκρινόταν στις ανάγκες του κεφαλαίου για διευρυμένη αναπαραγωγή του. Είχαν πλέον εκλείψει οι οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν στην κεϋνσιανή διαχείριση (εκτεταμένη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύπαρξη σοσιαλιστικών κρατών στην Ευρώπη), ενώ ήδη είχε εκδηλωθεί γενικευμένη οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Το ΚΚΕ δεν αποπροσανατολίστηκε να διαχωρίσει την πάλη του απέναντι στην αντιλαϊκή καπιταλιστική εξουσία στη βάση της ψευδεπίγραφης γραμμής του αντινεοφιλελευθερισμού, αλλά πρωτοστάτησε στην ανάδειξη των αιτιών και των συνεπειών των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στην υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων και συμφερόντων (υγεία, πρόνοια, κοινωνική ασφάλιση, εργασιακές σχέσεις). Βέβαια, οι αναδιαρθρώσεις πήγαζαν από τις ίδιες τις ανάγκες και τις νομοτέλειες του καπιταλισμού, γι’ αυτό και προωθήθηκαν τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ. Εκφραζαν κοινές ανάγκες του κεφαλαίου που εξυπηρέτησε η συγκρότηση της ΕΕ και της ΟΝΕ (στις αρχές και τα τέλη της δεκαετίας του 1990). Γι’ αυτό η αντίθεση με την ΕΕ και την ΟΝΕ τότε ήταν ουσιαστικά ζήτημα αντίθεσης με τα μονοπώλια, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, τον καπιταλισμό. Ετσι εξηγείται ότι το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε ήταν το ΚΚΕ, ενώ ο ΣΥΝ υπερθεμάτισε. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 2000 έγινε πιο πιεστική η ανάγκη των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων λόγω αλλαγών στη διεθνή καπιταλιστική αγορά με την είσοδο της Κίνας, την αναβάθμιση της Ρωσίας, της Ινδίας, της Βραζιλίας κλπ.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκδηλώθηκε το φαινόμενο που σε επίπεδο ΕΕ ονομάστηκε «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας». Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που σε μεγάλο βαθμό είχαν συνδέσει την ταυτότητά τους με τη μεταπολεμική διαχείριση, ως αστικά κόμματα, ως δυνάμεις εναλλαγής της αστικής διακυβέρνησης ανέλαβαν να προωθήσουν την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Το γεγονός αυτό έπληξε τη σχέση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με την παραδοσιακή τους βάση, καθώς στηρίζονταν κυρίως σε τμήματα της κρατικής υπαλληλίας, της εργατικής αριστοκρατίας, αλλά και ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες. Στην Ελλάδα είχαμε την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, όπως αυτή κορυφώθηκε ιδιαίτερα μετά την κυβερνητική εναλλαγή του 2004, η οποία βεβαίως αντανακλούσε βαθύτερες διεργασίες. Ηδη ορισμένοι μελετητές της εκλογικής συμπεριφοράς του διαστήματος 2000-2007 (βουλευτικές εκλογές 2000, τοπικές 2002, βουλευτικές και ευρωεκλογές 2004, τοπικές 2006 και βουλευτικές 2007) διέβλεψαν τάσεις αποδυνάμωσης του δικομματισμού, ενίσχυσης του λευκού-άκυρου, αποχής, αναφέρθηκαν σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος στα μάτια των «πολιτών», σε απαξίωση της πολιτικής κλπ.
Η καπιταλιστική οικονομική κρίση είναι βαθιά, διεθνής, συγχρονισμένη, συνδέεται με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, κλονίζοντας τη συνοχή της, όσο κυρίως ανάμεσα σε Γερμανία - ΗΠΑ - Ρωσία - Κίνα κ.ά. Οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας Ντ. Κάμερον για δημοψήφισμα για τη παραμονή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ είναι χαρακτηριστική των τάσεων που διαμορφώνονται και των αντιθέσεων που οξύνονται. Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου εκδηλώνεται περιοδικά και είναι γνήσιο τέκνο ενός συστήματος του οποίου σκοπός και κίνητρο της παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο και το κέρδος του, η διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του. Η Ιστορία έχει επιβεβαιώσει την αδυναμία της αστικής διαχείρισης σε όλες της τις εκδοχές να ματαιώσει την εκδήλωση της κρίσης.
Σήμερα εντείνεται η συζήτηση σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του μίγματος διαχείρισης. Μια σειρά δυνάμεις μιλάνε για κρίση του «νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» και προτείνουν την επιστροφή σ’ ένα νεοκεϋνσιανό μίγμα. Ακόμα και οι ίδιοι οι καπιταλιστές συχνά επίσης ρίχνουν τις ευθύνες στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Η κεϋνσιανή διαχείριση ήταν γέννημα της μεγάλης κρίσης του 1929, της επέκτασής της στη δεκαετία του 1930 που οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πήρε τη μορφή του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και μεταγενέστερα εκφράστηκε στη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική επεκτατική διαχείριση στη Δυτική Ευρώπη.
Αποδείχθηκε ότι η κεϋνσιανή πολιτική δεν μπορεί να εξαλείψει τις αντιφάσεις και τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής. Ηταν η πολεμική παραγωγή για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την απαξίωση κεφαλαίου που επέφερε, οι παράγοντες που έδωσαν ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη και όχι οι κεϋνσιανές επιλογές των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία και του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα τα κεϋνσιανά προγράμματα εκείνης της περιόδου ήταν άμεσα συνδεδεμένα με την προετοιμασία και την πορεία του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Αντίστοιχα, η διεθνής κρίση της περιόδου 1973-1975 ανέδειξε για μια ακόμα φορά την αδυναμία της κεϋνσιανής διαχείρισης στην αποτροπή της κρίσης.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βγει απ’ τις αντιφάσεις του. Η διέξοδος από την καπιταλιστική οικονομική κρίση υπακούει στους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας απαιτώντας μεγάλη απαξίωση κεφαλαίων και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων.
Στην Ελλάδα, το βάθος της κρίσης, η απώλεια ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, ο συνεχής δανεισμός και η ανεπαρκής απαξίωση κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης, η σημαντική απώλεια δημοσιονομικής ευελιξίας, η όξυνση του ανταγωνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αυξάνουν τις δυσκολίες και οξύνουν τις αντιφάσεις της αστικής πολιτικής.
Σε αυτές τις συνθήκες αντικειμενικά ενισχύεται ο προβληματισμός τμημάτων της άρχουσας τάξης για το αν η παραμονή στην Ευρωζώνη ή γενικότερα η λειτουργία της Ευρωζώνης υπό τους σημερινούς όρους εξακολουθεί να υπηρετεί αποτελεσματικά το αστικό στρατηγικό συμφέρον της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Είναι δεδομένο ότι όλα τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου δεν έχουν τις ίδιες προτεραιότητες ούτε τους ίδιους προσανατολισμούς σχετικά με τις διεθνείς συμμαχίες της Ελλάδας. Αντικειμενικά λοιπόν οξύνονται οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής αστικής τάξης.
Εντείνονται οι προβληματισμοί που επικεντρώνονται στο «κράτος δικαίου», στο κράτος που υπερασπίζεται την ατομική ιδιοκτησία και πάνω σε αυτή την «ελευθερία» υπερασπίζεται την αγορά, αλλά διαφυλάσσει όλη την κοινωνία από «παράπλευρες συνέπειες» που μπορούν να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτη κοινωνική αντίθεση, σύγκρουση. Με αυτό το σκεπτικό απομονώνουν τις ευθύνες της πολιτικής (των κομμάτων, των βουλευτών, των υπουργών και των επιτελείων τους) από τα συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης δύναμης, της τάξης των καπιταλιστών.
Δεν πρόκειται για καινοτομία. Είναι παλιό φαινόμενο η απαξίωση κομμάτων του κοινοβουλίου, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε συνθήκες παρατεταμένης και βαθιάς κρίσης.
Αυτό είναι το έδαφος πάνω στο οποίο αναμορφώνεται το αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση αστικής πηγής: «Είναι η κρίση τόσο βαθιά και οι μεταβολές που επιβάλλει τόσο γρήγορες, ώστε οι επιλογές που χρειάζεται να κάνουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις είναι τόσο μεγάλες και καθοριστικές που κανέναν δεν αφήνουν και δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστο. Το επόμενο διάστημα θα είναι πολιτικά εκρηκτικό. Τα μέτρα θα ληφθούν, όπως φαίνεται, γιατί κανείς δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος των συνεπειών μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με την Ευρώπη. Και η λήψη τους αναγκαστικά θα επιδράσει στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Οι επιλογές που θα γίνουν προσεχώς θα διαμορφώσουν τα νέα πολιτικά μέτωπα και θα συγκροτήσουν τη βάση των νέων συμμαχιών, νέων συμπράξεων και, γιατί όχι, νέων σχηματισμών. Η κρίση αλλάζει ταχύτατα τον πολιτικό χάρτη της χώρας, ήδη έχει καταναλώσει τρεις κυβερνήσεις και ίσως να χρειαστούν άλλες τόσες μέχρι να βρει η χώρα σταθερή βάση ανάκαμψης. Σε κάθε περίπτωση ο βίαιος μετασχηματισμός του οικονομικού μοντέλου δεν μπορεί παρά να επιβάλλει αντίστοιχα και το βίαιο μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος. Είναι απλώς θέμα χρόνου»2.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ
Διανύουμε σήμερα μια μεταβατική περίοδο στη διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος με βασικό στοιχείο την εμφάνιση των νέων κομμάτων τα οποία διεκδικούν ή και ήδη συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Το φαινόμενο αυτό υπήρχε σε πολλά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης. Στην Ελλάδα πήρε τη μορφή της κυβέρνησης Παπαδήμου (ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΛΑ.Ο.Σ.) και συνεχίστηκε με την κυβέρνηση Σαμαρά (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ).
Η σύνθεση των δύο κυβερνήσεων, κινούμενη στην εξυπηρέτηση της ανάγκης της αστικής διακυβέρνησης για διεύρυνση της δυνατότητας εκλογικής στήριξης της αντιλαϊκής πολιτικής της πέραν των επί μέρους διαφορών των κομμάτων που τις στηρίζουν, δημιούργησε νέα κενά και ανάγκες για αστική αντιπολίτευση, εναλλακτική διαδοχή: «Η θεσμοποιημένη αντιπολιτευτική παρουσία, ως το αντίπαλο δέος, δυσχεραίνει μεν τη διακυβέρνηση, προσφέρει όμως την εγγύηση ότι, εάν και όταν επέλθει η στιγμή της κρίσης ή της παρακμής, η πολιτική διαδοχή θα πραγματοποιηθεί σχετικά ομαλά. Ο επιθυμητός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, λοιπόν, μόνον δευτερευόντως η βελτίωσης της κυβερνητικής πολιτικής μέσω της εποικοδομητικής κριτικής. Η ουσιαστική λειτουργία της ανάγεται στην προετοιμασία της εναλλακτικής πολιτικής λύσης, μέσα από την αντιπαράθεση με την υφισταμένη. […]
Οσο πιο ώριμη είναι η δημοκρατία σε έναν τόπο, τόσο καλύτερα συμβιβάζονται οι δυο φαινομενικά αντιφατικοί στόχοι, δηλαδή η εύρυθμη κυβερνητική λειτουργία και, ταυτοχρόνως, η εξασφάλιση μιας ομαλής διαδοχής, με την συνεπακόλουθη ανανέωση. Αντιθέτως, η πλημμελής αφομοίωση των αξιών της δυτικής δημοκρατίας οδηγεί σε παλινδρομήσεις μεταξύ ακραίων καταστάσεων. […]
Στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, είναι φυσικό η κυβέρνηση να ζητά συναίνεση, ώστε να απαλλαγεί από όσο το δυνατόν περισσότερα εμπόδια, πραγματικά ή υποθετικά, αλλά και να μοιραστεί με άλλους την ευθύνη για την ενδεχόμενη αποτυχία. Εναντι της οριακής αύξησης των πιθανοτήτων επιτυχίας, μέσω της συναίνεσης, δημιουργείται ένας σοβαρός κίνδυνος. Απειλείται η προοπτική για ομαλή διαδοχή και ανανέωση. Οταν, δηλαδή, η αντιπολίτευση θα χρειαστεί να ανταποκριθεί στο θεσμικό της ρόλο, θα έχει η ίδια ναρκοθετήσει τη δυνατότητά της να εξασφαλίσει πολιτική διέξοδο»3.
Η ίδια η αναμόρφωση είναι επίσης δείκτης ότι παρά κάποιες ρωγμές και δυσλειτουργίες στην αστική διακυβέρνηση, η αστική εξουσία δεν έχει βρεθεί σε κατάσταση συνολικής κρίσης, αδυναμίας να καταστέλλει και να ενσωματώνει όπως πριν, δηλαδή κατάσταση που θα αντιστοιχούσε στην επιστημονική έννοια της επαναστατικής κρίσης ή κρίσης κορυφών. Το αντίθετο συμβαίνει, η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος με την εμφάνιση νέων και δυναμικών κομμάτων στην απορρόφηση της εκλογικής επιρροής των παλιών υποδηλώνει μια νέα περίοδο ομαλοποίησης της διαδικασίας κυβερνητικής εναλλαγής, χωρίς να επηρεάζεται ο συσχετισμός των δυνάμεων. Δηλαδή ουσιαστικά να παραμείνει σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος προσφέρει νέα δυνατότητα προσέλκυσης δυσαρεστημένων τμημάτων εργαζόμενων του κρατικού μηχανισμού και της εργατικής αριστοκρατίας, μεσαίων στρωμάτων. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ούτε ότι θα προχωρήσει απρόσκοπτα ούτε ότι πρόκειται για αυθόρμητη εκλογική μεταπήδηση από το ένα κόμμα στο άλλο ή ότι οι εξελίξεις κυρίως θα κριθούν από τα κατάλληλα ηγετικά πρόσωπα. Προχωρούν και στη βάση σχεδιασμών επιτελείων του κεφαλαίου, των βιομηχάνων, κρατικών μηχανισμών (φανερών και κρυφών), της δραστηριότητας μηχανισμών διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών και ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων συμμάχων της Ελλάδας. Υπάρχουν πλήθος στοιχείων για τις φανερές ή κρυφές συζητήσεις τμημάτων μονοπωλιακών ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων, των εκπροσώπων τους στα πανεπιστημιακά και άλλα ερευνητικά κέντρα, με συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις. Είναι επίσης χαρακτηριστικό στοιχείο η δραστηριότητα συγκεκριμένων εκδοτικών συγκροτημάτων, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του αστικού «αντιμνημονιακού ρεύματος» και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο τρίχρονο με χαρακτηριστικότερη τη δραστηριότητα που ανέπτυξε ο εκδοτικός οίκος «Λιβάνη» (με ανάλογες εκδόσεις βιβλίων, του περιοδικού «Επίκαιρα» κλπ.) σε αυτή την κατεύθυνση. Σήμερα μπορούμε να καταγράψουμε έναν αριθμό ημερήσιων εφημερίδων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο αστικών συγκροτημάτων του Τύπου και αυτή τη στιγμή αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, στηρίζουν είτε ανοιχτά το ΣΥΡΙΖΑ είτε το ενδεχόμενο συγκρότησης «αντιμνημονιακής κυβέρνησης» («6 ημέρες», «Εφημερίδα των Συντακτών», «Η Ελλάδα αύριο»).
Οι διεργασίες στο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να είναι ανεπίδραστες από τις εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στα συμφέροντα των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ρωσίας στην Ελλάδα. Πρόσφατα εκδηλώθηκε ανοιχτή παρέμβαση των ΗΠΑ ενάντια στο ενδεχόμενο πώλησης των ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ σε ρωσικών συμφερόντων επιχειρήσεις (π.χ. ΓΚΑΖΠΡΟΜ).
Στον αστικό Τύπο πυκνώνουν ειδήσεις σχετικά με την αναμόρφωση των αστικών πολιτικών χώρων συνολικά της σοσιαλδημοκρατίας και της λεγόμενης «κεντροδεξιάς», ενώ επανέρχονται σχέδια και προθέσεις για άμεση εμπλοκή φυσικών φορέων της αστικής τάξης (βιομηχάνων, εφοπλιστών κλπ.) στη διαμόρφωση νέων πολιτικών σχημάτων σε άμεση συνεννόηση με πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται πέραν του Ατλαντικού.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η αναγκαιότητα ανασύνταξης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για το αστικό πολιτικό σύστημα: «Αν υπάρχει ένα πρόβλημα σήμερα στην πολιτική ζωή της χώρας είναι ο κατακερματισμός της κεντροαριστεράς, της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης η οποία αποτέλεσε τον κορμό των μεγάλων αλλαγών που συντελέστηκαν σε αυτή τη χώρα τα τελευταία 20 χρόνια. Οι σεισμικές μεταβολές που επήλθαν στην πολιτική σκηνή εξαιτίας της πολυεπίπεδης κρίσης και των Μνημονίων επέφεραν την πολυδιάσπασή της και ταυτόχρονα την κυβερνητική αστάθεια. Διότι είναι πλέον βέβαιο ότι μια ισχυρή δύναμη στο χώρο της κεντροαριστεράς θα μπορούσε να αποτελέσει το δεύτερο απαραίτητο πυλώνα για την στήριξη της κυβερνητικής προσπάθειας να αναζητηθεί μια διέξοδος στην κρίση»4.
Η παραπάνω τοποθέτηση δεν υποδηλώνει μονοσήμαντα ότι προκρίνει το ΣΥΡΙΖΑ ως κύριο φορέα της συσπείρωσης της κεντροαριστεράς.
Γύρω από την ανασυγκρότηση του «κεντροαριστερού πόλου» παραμένουν ακόμα μια σειρά αβεβαιότητες της αστικής τάξης, των εξελίξεων μέσα σε αυτήν που σχετίζονται με το συσχετισμό εντός ΕΕ και Ευρωζώνης, το μίγμα μεταξύ νομισματικής - δημοσιονομικής πολιτικής, το γνωστό «η ΕΚΤ να κόψει χρήμα και να εγκαταλείψει τη γραμμή του σκληρού ευρώ που πλήττει την ανταγωνιστικότητα», προχωρώντας βέβαια στις απαιτούμενες αναδιαρθρώσεις.
Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος της σοσιαλδημοκρατίας, έχει στελεχωθεί από δυνάμεις συνδεδεμένες με διεθνή κέντρα, εκφράζει ένα ισχυρό ρεφορμιστικό ρεύμα, που απορροφά ισχυρές αυταπάτες για δυνατότητα φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση χωρίς σύγκρουση με το σύστημα.
Η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί πόλο προσέλκυσης ενός ισχυρού ρεφορμιστικού ρεύματος σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις «κομμουνιστογενείς»-οπορτουνιστικές δυνάμεις του. Αυτές γίνονται βαρίδι στην αποδοχή του ως κύριου φορέα της κεντροαριστεράς για τη διακυβέρνηση.
Το ταξίδι του Α. Τσίπρα στις ΗΠΑ φανερώνει τις σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί με την πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη του κόσμου. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε να σπάσει επιφυλάξεις και δισταγμούς σε τμήματα του αμερικάνικου κεφαλαίου σχετικά με τη στήριξή τους στο ενδεχόμενο ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμης διακυβέρνησης.
Η ομιλία του Α. Τσίπρα στο Ιδρυμα Brookings είναι χαρακτηριστική: «Υπάρχει κάτι να φοβηθεί κανείς από την Αριστερά στην Ελλάδα; Με ποιο τρόπο είμαστε ριζοσπαστικοί; Οι κινδυνολόγοι θα σας πουν ότι το κόμμα μας, αν έρθει στην κυβέρνηση, θα σκίσει τη δανειακή σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΔΝΤ, θα βγάλει τη χώρα έξω από την ευρωζώνη, θα διακόψει τους δεσμούς της Ελλάδας με την πολιτισμένη Δύση, ότι η Ελλάδα θα γίνει μια νέα Βόρεια Κορέα.
Αυτό είναι κινδυνολογία στα χειρότερά της. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα μου, δε θέλει τίποτα από αυτά. Ημασταν πάντα, και πάντα θα παραμείνουμε, ένα ευρωπαϊκό κόμμα»5.
Αφού διαβεβαίωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «θα κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη» σημείωσε το τι σημαίνει «ριζοσπαστική Αριστερά»: «Σημαίνει το ότι είμαστε έτοιμοι για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, ώστε να δημιουργηθεί ένα σταθερό περιβάλλον δικαιοσύνης, αναδιανομής του πλούτου, και επενδύσεων». Ολοκλήρωσε την ομιλία του με το εξής μήνυμα: «Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, το μήνυμά μου σε αυτό το κοινό, εδώ στο Brookings, είναι ότι το κόμμα μας θέλει να καθιερώσει έναν αμοιβαία επωφελή διάλογο με καλοπροαίρετους, προοδευτικούς στοχαστές από τη δική σας πλευρά του Ατλαντικού. Θέλω να σας πω ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα, ακόμη και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, σας θεωρούν συνοδοιπόρους στην πολύπλευρη, αλλά σημαντική επιχείρηση για την αποκατάσταση της ευημερίας και της ελπίδας στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».6
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στη ΝΕΤ (εκπομπή «NETWEEK», 28 Γενάρη 2013) ο Αλ. Τσίπρας σημείωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κυβερνήσει σε συνεργασία με δυνάμεις από το λαϊκό χώρο του Κέντρου, της Δεξιάς και της Κεντροαριστεράς, εγκαταλείποντας επί της ουσίας όποιες διακηρύξεις για κυβέρνηση της Αριστεράς.
Το επόμενο χρονικό διάστημα πύκνωσαν τα δημοσιεύματα στον αστικό Τύπο που αναφέρονταν στο ζήτημα της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ για τη διαμόρφωση κυβέρνησης, ενδεχόμενο που άλλωστε σχολίαζαν θετικά εδώ και καιρό διάφοροι αστοί αναλυτές, πράγμα το οποίο προϋποθέτει και άλλες μετακινήσεις. Επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε το γεγονός ότι στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ έχει συγκροτηθεί αντιπολίτευση με το όνομα «Αριστερό Δίκτυο», που διαφωνεί στις κυβερνητικές επιλογές του κόμματος. Δημοσιεύματα αναφέρουν ότι υπάρχουν σκέψεις για αποχώρηση από τη ΔΗΜΑΡ, ενώ οι πρώην βουλευτές της Βουδούρης, Μουτσινάς και Μιχελογιαννάκης φέρεται να προσεγγίζουν το ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο όλο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος στις εργατικές λαϊκές μάζες δεν έχει καμία σχέση με αυτά που υπόσχεται στους διάφορους εκπροσώπους του ελληνικού και ξένου κεφαλαίου.7 Το γεγονός αυτό επισημαίνεται και από στελέχη του που αναφέρονται σε πρόβλημα αξιοπιστίας (π.χ. ομιλία της Σ. Σακοράφα στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ).
Παράλληλα με τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ διεργασίες συντελούνται και στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η γραμμή που προωθεί η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πηγαίνοντας στο 9ο τακτικό συνέδριό του είναι ότι, παρά τη μεγάλη εκλογική ήττα και τις απώλειες, το ΠΑΣΟΚ παραμένει ο κύριος πυλώνας της κεντροαριστεράς, δηλώνεται η επιδίωξη να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς, προβάλλεται ως η δύναμη που μπορεί να εκφράσει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η πρόσφατη επίσκεψη του υποψήφιου του SPD για την καγκελαρία Peer Steinbrück και η συνάντηση με τον Ελ. Βενιζέλο ως δείγμα στήριξης της προσπάθειας του ΠΑΣΟΚ.
Εχουν διαμορφωθεί μια σειρά κινήσεις που απαρτίζονται από πρώην και νυν στελέχη του ΠΑΣΟΚ που θέτουν ως προτεραιότητά τους την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς. Τέτοιες κινήσεις είναι η «Πρωτοβουλία 80» που απαρτίζεται από στελέχη της νεολαίας του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, οι «Νέοι Μεταρρυθμιστές», κίνηση που συσπειρώνει στελέχη που βρίσκονταν στο κύκλο της Αν. Διαμαντοπούλου, η πρωτοβουλία «Μπροστά, σήμερα», η κίνηση «Πρωτοβουλία Β΄», η κίνηση πολιτών «Πολιτεία 2012», καθώς και ο «Κοινωνικός Σύνδεσμος» με επικεφαλής τον Γ. Φλωρίδη, ιδρυτικό στέλεχος του οποίου ήταν και ο Γ. Στουρνάρας.
Οι κινήσεις αυτές αναπτύσσουν πρωτοβουλίες για ανασύνθεση του λεγόμενου κεντροαριστερού χώρου όχι με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ. Η αντίληψη που προβάλλεται είναι η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου χώρου με πυρήνα τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά και δυνάμεις που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο ΣΥΡΙΖΑ και στους Οικολόγους Πράσινους. Η ΔΗΜΑΡ κινείται σε αντίστοιχη κατεύθυνση για την ανασύνταξη της σοσιαλδημοκρατίας.
Σημειώνουμε τη σχετικά πρόσφατη εκδήλωση με τη συμμετοχή των παραπάνω κινήσεων, η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση χώρου διαλόγου για την κεντροαριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία με πρωταγωνιστές πρώην και νυν στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ (Μπίστης, Φλωρίδης, Ροκόφυλος κ.ά.), καθώς και την ίδρυση νέου φορέα, τη Ριζοσπαστική Κίνηση Σοσιαλδημοκρατικής Συμμαχίας (ΡΙΚΣΣΥ) με επικεφαλής τον Αν. Λοβέρδο. Σε αυτές τις διεργασίες παρεμβαίνει με αρθρογραφία και εκδόσεις και ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης.
Ταυτόχρονα, παρά τη μικρή εκλογική της επίδοση, παραμένει εν ενεργεία η «Κοινωνική Συμφωνία» με επικεφαλής τη Λ. Κατσέλη, στην οποία συμπαρατάσσονται μια σειρά πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Η «Κοινωνική Συμφωνία» προγραμματίζει για τον προσεχή Μάρτη φόρουμ με τη συνεργασία του αμερικανικού ιδρύματος «Levy Ιnstitute» και το «Ινστιτούτο Ερευνών Πολιτικής και Στρατηγικής για την Ανάπτυξη και τη Διακυβέρνηση» με πρόεδρο τον Γ. Αρσένη. Με την κίνηση αυτή επιδιώκει επίσης να προωθήσει τη συνεργασία των δυνάμεων της κεντροαριστεράς.
ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Οι εξελίξεις στη σοσιαλδημοκρατία επιδρούν στη συγκρότηση των οπορτουνιστικών δυνάμεων. Είναι ενδεχόμενο η «ρεαλιστική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ», η προετοιμασία του για την ανάδειξή του στην αστική διακυβέρνηση, με την ανάλογη προσαρμογή που αυτή απαιτεί, να οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός νέου οπορτουνιστικού πόλου πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές. Παρ’ όλο που ο αστικός Τύπος έγραφε για αναμονή σφοδρής σύγκρουσης στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά την επίσκεψη στις ΗΠΑ και τις δηλώσεις Τσίπρα από την «Αριστερή Πλατφόρμα» που υποτίθεται ότι ασκεί αριστερή κριτική στην επίσημη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρξε τέτοια, αλλά ένας χλιαρός κριτικός σχολιασμός.
Η «Αριστερή Πλατφόρμα» κατέθεσε 8 τροπολογίες στο σχέδιο Πολιτικής Απόφασης της ΚΕ στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ στις 2-3 Φλεβάρη 2013, από τις οποίες η μία ανέφερε ότι η «ΚΕ πρέπει να αποτιμήσει αναλυτικότερα τα αποτελέσματα των συναντήσεων σε Γερμανία και ΗΠΑ» και άλλη ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν μπορεί να βρει στήριξη στις δυνάμεις που ηγούνται σήμερα σε επίπεδο Γερμανίας και ΕΕ ή ΔΝΤ και ΗΠΑ».8 Οι τροπολογίες αυτές άλλες αποσύρθηκαν και άλλες καταψηφίστηκαν.
Κριτική στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ο Αλέκος Αλαβάνος με άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία», στο οποίο σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δυστυχώς, σήμερα βιώνουμε ένα μεγάλο πολιτικό παράδοξο σχετικά με την Αριστερά. Ποτέ δεν έχει ξανασυμβεί αυτό. Ενα κόμμα αριστερής καταγωγής είναι στην κυβέρνηση. Ενα άλλο κόμμα αριστερής καταγωγής είναι αξιωματική αντιπολίτευση. Και χρησιμοποιώ τον όρο “αριστερής καταγωγής” όχι για να προσβάλω κανένα. Σε μια εποχή που έχουν έρθει τα πάνω κάτω ισχύει για όλους. Το “τι” και “ποιοι” και “αν” υπάρχει Αριστερά ως δύναμη σωτηρίας του κόσμου της εργασίας είναι προς απόδειξη. Το πρώτο από αυτά τα κόμματα έχει φτάσει στο σημείο εκ των πραγμάτων να είναι συνένοχο στις ανατροπές των εργασιακών κατακτήσεων, σε αστυνομοκρατικές πρακτικές, ακόμη και σε επιστρατεύσεις. Το δεύτερο έχει επιτύχει να αναδειχθεί στον υπ' αριθμόν ένα κομματικό αντίπαλο της κυβέρνησης. Οχι όμως σε προγραμματικό ούτε σε ιδεολογικό αντίπαλο. Το αντίθετο. Εχει πλήρως αποδεχθεί το πλαίσιο δράσης του συστήματος: με κάθε όρο παραμονή στην Ευρωζώνη. Η καλή Αμερική. Ο Σόιμπλε που το συζητάει. Το νέο διαπραγματευτικό πλαίσιο, επειδή έγινε αναφορά για το κατοχικό δάνειο και τη Siemens. Οι νοικοκυραίοι. Οι συμμαχίες με τη λαϊκή Δεξιά»9.
Σημειώνουμε επίσης την απόφαση της τελευταίας Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ για τη συγκρότηση «αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου», όπου αναφέρεται ότι θέλοντας να συμβάλουν «στις νέες δυνατότητες διαφοροποίησης από ΣΥΡΙΖΑ - ΚΚΕ (σε αυτές που ήδη υπάρχουν και πολύ περισσότερο σε αυτές που θα γεννηθούν πολιτικά και κοινωνικά) θεωρούμε αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πάρει πρωτοβουλία για την αγωνιστική και πολιτική συμπόρευση όλων των μαχόμενων αντικαπιταλιστικών, αντι-ΕΕ αντιιμπεριαλιστικών και αντιδιαχειριστικών δυνάμεων». Ποιες είναι τέτοιες δυνάμεις το εξηγεί: «δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΕΠΑΜ».10
Ολο το προηγούμενο διάστημα έχει προηγηθεί μια συστηματική ζύμωση σε αυτή την κατεύθυνση με κοινές εμφανίσεις σε εκδηλώσεις στελεχών του «Αριστερού Ρεύματος» με στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ιδιαίτερα του ΝΑΡ, καθώς και στελέχη του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, κοινή αρθρογραφία σε ιστοσελίδες (π.χ. «Ισκρα», «Αριστερό Βήμα Διαλόγου»). Η κοινή παρουσία των Αλαβάνου, Λαφαζάνη, Χάγιου στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Ρούση και η αναφορά του τελευταίου (αστειευόμενου) στις συναντήσεις στο σπίτι του «για μακαρονάδες» είναι χαρακτηριστικές.
Οι δυνάμεις αυτές βασικά συσπειρώνονται γύρω από το λεγόμενο σχέδιο Β΄, δηλαδή το αίτημα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Το ΚΚΕ κατηγορείται από αυτές τις δυνάμεις ότι εγκαταλείπει την μετωπική λογική που είχε στο 15ο Συνέδριό του και ότι θεωρητικοποιεί τη σεχταριστική στάση που είχε κρατήσει όλο το προηγούμενο διάστημα.
Επίσης το ΚΚΕ θεωρείται υπεύθυνο ότι με τη στάση του δε διευκολύνει «θετικές διεργασίες» που μπορεί να υπάρξουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, δε διευκολύνει είτε τη ριζοσπαστικοποίησή του είτε την απόσπαση εργατικών και λαϊκών μαζών από την επιρροή της ηγετικής του ομάδας. Επί της ουσίας πρόκειται για τη λογική ότι η συνεργασία από τα πάνω με δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές θα διευκολύνει την απόσπαση της εργατικής - λαϊκής τους βάσης, το κέρδισμά της με την επαναστατική γραμμή. Αυτή η λογική δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ και πουθενά όσες φορές δοκιμάστηκε στην πράξη. Αυτό που αντίθετα έγινε ήταν απαράδεκτες υποχωρήσεις των ΚΚ από την πολιτική τους, καλλιέργεια αυταπατών για τη σοσιαλδημοκρατία, διάβρωση εργατικών και λαϊκών μαζών με οπορτουνιστικές ψευδαισθήσεις.
Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια συγκρότησης ενός νέου πόλου δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει το ΚΚΕ λόγω της μεγάλης του επιρροής στο εργατικό κίνημα. Ουσιαστικά απευθύνουν κάλεσμα σε μέλη και στελέχη του Κόμματος να πιέσουν για να ανατραπεί η επαναστατική στρατηγική του.
Από αυτή την πλευρά επιχειρείται να ασκηθεί η μεγαλύτερη πίεση προς το ΚΚΕ προκειμένου να υιοθετήσει και να στηρίξει πολιτική διαχείρισης της κρίσης που καμουφλάρεται με το επιχείρημα των «άμεσων μεταβατικών αιτημάτων που συμβάλλουν στην προσέγγιση της επανάστασης». Αξιοποιούνται πρώην στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που επιχειρείται να γίνουν γέφυρα πίεσης σε μέλη και στελέχη του Κόμματος, χρησιμοποιώντας τη διαδικτυακή ενημέρωση και επικοινωνία κυρίως με ψευδώνυμα μέσα από ιστοσελίδες.
ΟΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΚΕΝΤΡΟΔΕΞΙΑΣ»
Το φθινόπωρο του 2012 δημοσιογραφικές πληροφορίες υποστήριζαν ότι ο ηγετικός πυρήνας της ΝΔ με επικεφαλής τον Αντ. Σαμαρά επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός νέου κόμματος που θα συσπειρώνει στελέχη του παραδοσιακού κεντροδεξιού αστικού χώρου με σαφή «ευρωπαϊκό προσανατολισμό». Αυτές οι ειδήσεις ουδέποτε διαψεύστηκαν από τη ΝΔ, ενώ ενισχύθηκαν πολύ περισσότερο από δηλώσεις του Χρ. Λαζαρίδη, σύμβουλου του πρωθυπουργού, ότι η ΝΔ βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «το όνομα θα κριθεί». Υπάρχουν αναφορές στον Τύπο ότι δρομολογείται η συγκρότηση νέου πολιτικού σχήματος μέχρι το τέλος του 2013.
Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει και την αξιοποίηση δυνάμεων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ, ενώ έχει γίνει αναφορά στον Μ. Χρυσοχοΐδη, ο οποίος στην πραγματικότητα θέτει το ίδιο ζήτημα, της συσπείρωσης των λεγόμενων «φιλευρωπαϊκών αστικών πολιτικών δυνάμεων». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μ. Χρυσοχοΐδης σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών»: «Στη φάση αυτή, μεγαλύτερο πρόβλημα και από την εκλογική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, είναι η επικράτηση ισοπεδωτικών αντιλήψεων που αμφισβητούν συνολικά το πολιτικό σύστημα και σε κάποιο ανησυχητικό βαθμό και την ίδια την δημοκρατία με το καρκίνωμα της Χρυσής Αυγής. Σε ένα τέτοιο τοπίο τα περιθώρια για την επανασυσπείρωση των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων είναι μικρά. Ακριβώς γι’ αυτό πρότεινα τη μετάθεση του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ και για τον ίδιο λόγο θεωρώ απόλυτη προτεραιότητα την κοινωνική και πολιτική ενότητα των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων»11.
Σε αυτή τη διαδικασία κρίνεται ότι σημαντικό ρόλο παίζει η παρουσία του Γ. Στουρνάρα στην κυβέρνηση, στην κατεύθυνση συσπείρωσης στελεχών από το σοσιαλδημοκρατικό εκσυγχρονιστικό χώρο όπως ο Κ. Σημίτης και ο Λ. Παπαδήμος που μπορούν να παίξουν ρόλο στην πολιτική στήριξη του Υπουργού Οικονομικών: «Η διάσωση του στρατιώτη Στουρνάρα είναι λοιπόν, κάτι που επείγει… Την ίδια ώρα ο Σαμαράς ξέρει ότι η διεύρυνση της ΝΔ σε ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο και η έξοδος προς μια προοδευτική κεντροδεξιά δεν μπορεί να βρει πολλούς συμμάχους εντός Βουλής. Το δε ΠΑΣΟΚ, που αλληθωρίζει προς τα αριστερά μάλλον, δεν είναι ο κατάλληλος εταίρος. Αρα ένας αστερισμός από επώνυμα εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα, με κύρος και κυβερνητική εμπειρία, θα μπορούσε να είναι και ομάδα πολιτικής προστασίας του Στουρνάρα αλλά και το πολιτικό προγεφύρωμα που αναζητεί ο Σαμαράς»12.
Σε πολλά δημοσιεύματα αναδεικνύεται το ζήτημα του ρόλου του Κ. Καραμανλή και των λεγόμενων «καραμανλικών» στις διεργασίες που συντελούνται στη ΝΔ σχετικά με το μέλλον της.
Συστηματική δραστηριότητα με παρεμβάσεις έχουν δυνάμεις που εντάσσονται στην κεντροδεξιά και αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθερες, όπως π.χ. «Δημιουργία Ξανά», ο Στέφανος Μάνος, η «Φιλελεύθερη Συμμαχία», οι οποίες παρά τη μικρή τους εκλογική επιρροή πρωτοστατούν στην προώθηση μιας σειράς αντιδραστικών πολιτικών επιλογών, όπως π.χ. ο περιορισμός των απεργιών.
Ταυτόχρονα αξιοσημείωτες είναι οι διεργασίες που συντελέστηκαν το προηγούμενο διάστημα στο κόμμα των «Ανεξάρτητων Ελλήνων». Από την ίδρυσή του εμφανίστηκε ως κόμμα πατριωτικό, αντικατοχικό, αντιμνημονιακό, ενάντια στη διαφθορά, τη φαυλοκρατία, την κομματοκρατία, την υποδούλωση στους ξένους και τα φερέφωνά τους στην Ελλάδα, θεωρώντας ως αναχρονιστικό το διαχωρισμό σε αριστερά, κέντρο και δεξιά. Οι ακόλουθες δύο δηλώσεις του Π. Καμμένου είναι χαρακτηριστικές για το στίγμα του κόμματος, όπως το έδωσε σε πρόσφατες συνεντεύξεις του:
α) «το κόμμα είναι πολυσυλλεκτικό και σε αυτό χωρούν οι κεντροδεξιοί που προδόθηκαν από τον Σαμαρά, οι ψηφοφόροι του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ και όσοι ανήκουν στην πατριωτική Αριστερά […] οι ΑΝΕΛ δεν θα λειτουργήσουν με τους κλασικούς μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργούν όλα τα κόμματα από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα»13.
β) «Οι ΑΝΕΛ θα αποτελέσουν μέρος της αντιμνημονιακής κυβέρνησης της χώρας… Για όσους θέλουν να μας κατατάξουν “δεξιά”, “αριστερά”, “στο κέντρο” λέμε ότι ανήκουμε στην Ελλάδα»14.
Στην ίδια συνέντευξη στην «Καθημερινή» ο Π. Καμμένος σημείωσε ότι οι ΑΝΕΛ θα αποτελέσουν μέρος της αντιμνημονιακής κυβέρνησης που θα σώσει τη χώρα.
Προσδίδοντας αυτό το χαρακτήρα στο κόμμα του αφήνει «ανοιχτά παράθυρα» σε αρκετές πιθανές μορφές διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, με γνώμονα πάντα τη «μη δογματική υπεράσπιση της πατρίδας». Το άνοιγμα των επιλογών της «διαχειριστικής βεντάλιας» δεν πρέπει ωστόσο να κρύψει τη σταθερή -αν και προσαρμοσμένη ανάλογα με τις συνθήκες- επιμονή στην προπαγάνδα του κόμματος -και ιδιαίτερα του Καμμένου- στο ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ και επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, στον αναπροσανατολισμό των συμμαχιών της Ελλάδας προς την κατεύθυνση κυρίως της Ρωσίας αλλά και των ΗΠΑ (και δευτερευόντως κάποιων άλλων ανερχόμενων σε δύναμη καπιταλιστικών κρατών).
Τα παραπάνω αντανακλώνται και στις σχέσεις των ΑΝΕΛ με τα υπόλοιπα κόμματα. Σε επίπεδο σχέσεων μεταξύ κομμάτων, η παραπάνω λογική εκφράζεται σε ανοίγματα πότε προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ (στη βάση της στήριξης-συμμετοχής σε κάποια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση, η οποία θα κρατά ανοιχτή την επιλογή αναπροσανατολισμού των διεθνών συμμαχιών της χώρας) και πότε προς την πλευρά της «Χρυσής Αυγής» (περισσότερο στη βάση χτυπήματος της φαυλοκρατίας και της διαφθοράς, βλ. επιθέσεις στον Παπούλια και κοινή πρόταση για παραπομπή Παπανδρέου - Βενιζέλου).
Με την παραπάνω γενική κατεύθυνση των ΑΝΕΛ συγκρούστηκαν κάποια πρώην κεντρικά στελέχη του κόμματος (με πιο γνωστούς τους Μαρκόπουλο, Ζώη, Γιαννάκη, Κουράκο και Μανώλη). Αυτά τα στελέχη αναφέρονται πιο στοχευμένα στην αναγκαιότητα συγκρότησης ενός «κεντροδεξιού αντιμνημονιακού φορέα», χτίζοντας γέφυρες με δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, του ΛΑ.Ο.Σ. και ιδιαίτερα της ΝΔ. Οπως οι ίδιοι σημειώνουν, αυτό που απαιτείται είναι ένα κόμμα που «θα κινείται στα δεξιά της ΝΔ και θα εκφράζει την αντιμνημονιακή κεντροδεξιά παράταξη». Σε αυτή τη βάση τα στελέχη αυτά προσεγγίζουν και προσεγγίζονται από άλλους αστούς πολιτικούς, όπως οι Ν. Νικολόπουλος, Γ. Καρατζαφέρης, Π. Ψωμιάδης και Σ. Παπαθεμελής. Επίσης, τα αποχωρήσαντα στελέχη κατηγορούν τον Π. Καμμένο ότι έχει δημιουργήσει ένα «ερμαφρόδιτο κόμμα», χωρίς καθαρή ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα, που κινείται γύρω από το πρόσωπό του και τις «παραστάσεις» που αυτός δίνει κάθε λίγο και λιγάκι, κατηγορώντας τον και για έλλειψη σοβαρότητας. Αναδεικνύουν την αναγκαιότητα διαμόρφωσης ενός κόμματος της «πατριωτικής δεξιάς» που θα μπορεί να παίξει ρόλο στην κυβερνητική εναλλαγή.
Ορισμένα δημοσιεύματα έφεραν τον πρώην αρχηγό ΓΕΕΘΑ Φραγκούλη Φράγκο ως ενδεχόμενο επικεφαλής μιας ανάλογης τέτοιας κίνησης.
Ενα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι η συγκρότηση της οργάνωσης «Ελλήνων Πρωτοβουλία» με επικεφαλής τον πρώην βουλευτή των Ανεξάρτητων Ελλήνων» Δημήτρη Σταμάτη και με τη συμμετοχή 20 ακόμα πρώην στελεχών των ΑΝΕΛ και της ΝΔ. Ωστόσο ορισμένα στελέχη όπως ο Κ. Μαρκόπουλος φέρονται να κρατούν αποστάσεις.
Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΩΝ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ»
Πέρα από τα παραπάνω, σήμερα συσπειρώνονται και ενισχύονται εθνικοσοσιαλιστικές-φασιστικές δυνάμεις κυρίως μέσα από τη «Χρυσή Αυγή». Η διαμόρφωση αυτού του ρεύματος δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο, αλλά εκφράζει την ενίσχυση της αντιδραστικής τάσης με κύρια χαρακτηριστικά τον ακραίο εθνικισμό, το ρατσισμό και τον αντικομμουνισμό, το ανοιχτά διακηρυγμένο μίσος και την εχθρότητα απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Συνδέεται με τη δράση κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών καταστολής, αλλά και ενεργεί με τρόπο που ανοίγει το δρόμο για ένταση της κρατικής καταστολής και του κρατικού αντικομμουνισμού. Ολο το προηγούμενο διάστημα μεθοδεύτηκε συστηματικά η διαμόρφωση ενός αντιδραστικού ρεύματος, στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων ενάντια στο μνημόνιο με τα εξής χαρακτηριστικά: απέχθεια προς το ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης, εθνικισμό και προγονοπληξία, υιοθέτηση της θέσης ότι η Ελλάδα είναι υπό κατοχή, ότι η επιλογή αυτής της πολιτικής είναι αποτέλεσμα εθνικής προδοσίας, αντικομμουνισμό, τσουβάλιασμα του ΚΚΕ μαζί με τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις ως κόμματος συστημικού, προδοτικού (π.χ. βλέπε συνθήματα: «ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΚΚΕ και Σία όλοι είναι συνένοχοι στην προδοσία»!) κ.ά. Θέσεις που κυριαρχούσαν σε δυνάμεις που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις των λεγόμενων «αγανακτισμένων στις πλατείες», κινητοποιήσεις που στηρίχτηκαν από ένα μέρος των αστικών δυνάμεων και των μέσων που διαθέτουν.
Στην επιρροή της «Χρυσής Αυγής» σε εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, ανέργους, επέδρασαν η απόδοση, εκ μέρους της, της ανεργίας και της εγκληματικότητας στη μετανάστευση και στη συνέχεια οι δράσεις ενσωμάτωσης εξαθλιωμένων σε συστήματα χειραγώγησης («προστασία», φιλανθρωπία, λειτουργία δουλεμπορικού «γραφείου ευρέσεως εργασίας» με μεροκάματα πείνας για ανέργους, χτύπημα του «παραεμπορίου» κλπ.). Παράλληλα αναζωπύρωσε τον ωμό αντικομμουνισμό που έφερε στην επιφάνεια όλα τα παλιά εμφυλιοπολεμικά επιχειρήματα, δρόμο που είχαν ήδη ανοίξει ο ΛΑ.Ο.Σ., στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, συγκροτήματα του Τύπου, καλοπληρωμένοι δημοσιογράφοι που πρωταγωνιστούν στο λαϊκισμό και την αντικομμουνιστική συκοφαντία. Αιχμή του δόρατος έγιναν τα οικονομικά του ΚΚΕ, η υπαγωγή της «Τυποεκδοτικής» στο άρθρο 99, το κλείσιμο της τηλεόρασης του «902» κλπ. Το αντιδραστικό εθνικιστικό-ρατσιστικό-φασιστικό ρεύμα αντικειμενικά ενισχύθηκε από άλλης αφετηρίας απόψεις περί απώλειας της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας και περί κατοχής, θέσεις που συσκοτίζουν την πραγματικότητα, δηλαδή τις σχέσεις ανισοτιμίας που υπάρχουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η κυριαρχία των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών είναι γεγονός υπαρκτό, και όταν η Ελλάδα σημείωνε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και σήμερα σε συνθήκες κρίσης. Ζήτημα που μόνο το ΚΚΕ είχε θίξει, όταν όλοι οι άλλοι αναφέρονταν στη σύγκλιση των οικονομιών.
Η μεγάλη εκλογική επιρροή της «Χρυσής Αυγής» σε δυνάμεις καταστολής αποδεικνύει ότι είναι κόμμα του συστήματος, ότι η «αντισυστημική ρητορεία της στοχεύει στη θωράκιση του συστήματος. Στον πυρήνα των θέσεων της «Χρυσής Αυγής» βρίσκεται η αλλαγή του μίγματος διαχείρισης της κρίσης με έμφαση στον προστατευτισμό, τη διέξοδο μέσω της πολεμικής προετοιμασίας και τις αλλαγές στις προτεραιότητες των διεθνών συμμαχιών της Ελλάδας, ιεραρχώντας ψηλά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Το τελευταίο είναι άλλωστε χαρακτηριστικό στοιχείο όλου του λεγόμενου εθνικιστικού χώρου, όπως αυτός διαμορφώνεται.
Συνολικά στον εθνικιστικό φασιστικό χώρο συντελούνται διεργασίες. Οι αποχωρήσεις στελεχών από το ΛΑ.Ο.Σ. και ιδιαίτερα της νεολαίας του, η επανεμφάνιση πολιτικών οργανώσεων του εθνικιστικού χώρου (π.χ. Εθνικό Μέτωπο) είναι χαρακτηριστικές εξελίξεις. Στη στήριξη του Εθνικού Μετώπου έχουν προχωρήσει πρώην στελέχη του ΛΑ.Ο.Σ. που προέρχονταν από την ΕΝΕΚ, τα στελέχη που προέρχονται από το Ελληνικό Μέτωπο του Μ. Βορίδη, στελέχη της Νεολαίας ΛΑ.Ο.Σ. που αυτοαποκαλούνται εκφραστές του «κοινωνικού εθνικισμού». Σε αυτή την κατεύθυνση συστρατεύεται και η εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» του πρώην στελέχους της «Χρυσής Αυγής» Δημήτρη Ζαφειρόπουλου.
Η διαπάλη στο χώρο ανάμεσα στη «Χρυσή Αυγή» και άλλες εθνικιστικές κινήσεις εντείνεται με πιο χαρακτηριστικό γεγονός τον πρόσφατο πόλεμο ανακοινώσεων ανάμεσα στη «Χρυσή Αυγή» και την «Πατριωτική Κίνηση Πολιτών Καβάλας»15 σχετικά με τα επεισόδια που προκάλεσε η τελευταία ενάντια στον Τούρκο Πρόξενο στην Ξάνθη.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Στην κατεύθυνση της αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος θα πρέπει να εντάξουμε και προβληματισμούς για την ανάγκη να υπάρξουν πολιτειακές αλλαγές, αλλαγές στο Σύνταγμα και τον εκλογικό νόμο ως βασικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της κρίσης του πολιτικού συστήματος, όπως διαμορφώθηκε μετά τη μεταπολίτευση.
Πολύ πριν από τις εκλογές του 2012 είχε αναπτυχθεί συζήτηση στο εσωτερικό της αστικής τάξης σχετικά με τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η σταθερότητα της αστικής διακυβέρνησης. Κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας θέσεις σχετικά με την αλλαγή του Συντάγματος. Σε αυτά περιλαμβάνεται και το ζήτημα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, προτάσεις για συγκρότηση ενός συμβουλευτικού σώματος τύπου Γερουσίας, παλιότερες θέσεις για εκλογικό νόμο γερμανικού τύπου κ.ά. Συχνά αιτιολογούνται ως απάντηση στην αυθαιρεσία, τη διαφθορά, το χρηματισμό των πολιτικών, των βουλευτών. Οι εξελίξεις με το σκάνδαλο της Ζήμενς, τη Λίστα Λαγκάρντ, την υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ, την πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για το διεφθαρμένο δημόσιο τομέα στην Ελλάδα ενισχύουν αυτή την επιχειρηματολογία.
Από την άλλη βεβαίως υπάρχει και ο αντίλογος από μέρος εκπροσώπων της αστικής τάξης που υποστηρίζουν ότι δε χρειάζεται καμιά συνταγματική αλλαγή, ότι το υπάρχον Σύνταγμα επαρκεί για την αντιμετώπιση προβλημάτων, αρκεί να εφαρμοστούν απαρέγκλιτα οι διατάξεις του και οι νόμοι. Επιφυλάξεις σχετικά με την αναγκαιότητα συνταγματικών αλλαγών έχουν εκφραστεί και από την πλευρά του ΔΝΤ.
Στις συζητήσεις για αλλαγές στο Σύνταγμα είχε πρωτοστατήσει το ΙΟΒΕ (Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών που «υπάγεται» στον ΣΕΒ) με Γενικό Διευθυντή το σημερινό υπουργό Οικονομίας Γιάννη Στουρνάρα, σε συντονισμό με άλλα επιμελητήρια όπως το Ελληνοβρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο κ.ά.
Οι βασικοί προβληματισμοί κινούνταν στις εξής κατευθύνσεις:
- Σταθερή και αποτελεσματική διακυβέρνηση. Εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής αποκλειστικά κάθε 4 ή 5 χρόνια. Οι βουλευτές να μην μπορούν να είναι υπουργοί και οι υπουργοί να μην μπορούν να είναι υποψήφιοι βουλευτές στη λήξη της θητείας της κυβέρνησης που υπηρέτησαν. Να υπάρχει ανώτατο όριο δυο συνεχών θητειών για κάθε αιρετό, λαμβάνοντας σωρευτικά υπόψη την εκλογή σε κάθε αιρετό αξίωμα.
- Ενδεχόμενο ενίσχυσης του ρόλου του Προέδρου Δημοκρατίας με μεταβολή του πολιτεύματος σε Προεδρική Δημοκρατία (π.χ. σχετική ημερίδα οργάνωσε το Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο στην Παλαιά Βουλή το 2011).
- Κατάργηση κάθε ειδικής αρμοδιότητας της Βουλής κατά τον έλεγχο της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης και της ειδικής παραγραφής της ποινικής ευθύνης τους. Χορήγηση συνταγματικής αστικής και ποινικής αμνηστίας σε όσους ιδιώτες χορηγήσουν αποδεικτικά στοιχεία για κακουργηματική δωροδοκία πολιτικών προσώπων και κομμάτων από το 1995 και μετά.
Το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι υπάρχουν διεργασίες ανάμεσα στα κόμματα της συγκυβέρνησης για να επεξεργαστούν σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης και νέου εκλογικού νόμου. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ε. Βενιζέλος σε πρόσφατη αρθρογραφία του σημείωσε ότι μετά το 2013 είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση και η αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Σύμφωνα με δημοσίευμα ημερήσιας εφημερίδας16 φαίνεται ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν και αποκλίνουν σε ορισμένα ζητήματα:
- Και τα δύο κόμματα προτείνουν την άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, χωρίς όμως να αναφέρονται σε αλλαγή του πολιτεύματος.
- Η ΝΔ προτείνει τη μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200 και ταυτόχρονα το σπάσιμο των εκλογικών περιφερειών. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι διαφωνεί με το πρώτο. Υπάρχει και σχετική αρθρογραφία του Πάγκαλου στην εφημερίδα «Το Βήμα» που εξηγεί ότι είναι υποχώρηση στο λαϊκισμό η υιοθέτηση της άποψης ότι είναι κρατική σπατάλη η λειτουργία της Βουλής με 300 βουλευτές, ενώ αντίθετα με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά μειώνεται η ισχύς της ψήφου. Το ΠΑΣΟΚ συμφωνεί όμως με το δεύτερο σκέλος της πρότασης.
- Η ΝΔ προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, ενώ το ΠΑΣΟΚ δεν έχει πάρει σαφή θέση.
- Και τα δύο κόμματα προτείνουν αλλαγή της διαδικασίας εκλογής της ηγεσίας του δικαστικού σώματος στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης δήθεν αυτοτέλειας.
- Τέλος προβληματισμοί υπάρχουν σχετικά με το αν θα πρέπει να παραμείνει το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα. Με δεδομένο ότι οι επόμενες κυβερνήσεις θα είναι συνεργασίας, το ΠΑΣΟΚ προτείνει να μοιράζονται ένα μπόνους εδρών τα κόμματα που έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Αντίστοιχα τις δικές της θέσεις ανακοίνωσε η ΔΗΜΑΡ σε ημερίδα που οργάνωσε στις 30 Γενάρη 2013 στο Κάραβελ. Συγκεκριμένα η ΔΗΜΑΡ θεωρεί ότι η συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής ζητήματα:
- Τη σαφέστερη διάκριση των εξουσιών με αναβάθμιση του ρόλου του κοινοβουλίου.
- Την ενίσχυση των δημοψηφισμάτων.
- Την καθιέρωση απλής αναλογικής.
- Τον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας αποκλειστικά στην άσκηση των βουλευτικών - πολιτικών καθηκόντων.
Επίσης ζήτησε την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών, τη μείωση της χρηματοδότησης των κομμάτων, τη μείωση της βουλευτικής αποζημίωσης και την κατάργηση της αποζημίωσης για τη συμμετοχή των βουλευτών σε επιτροπές.
Πολλοί από τους συμμετέχοντες στην ημερίδα επισήμαναν την ανάγκη διαμόρφωσης ενός θεσμικού πλαισίου για την εσωτερική λειτουργία των κομμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη εμφανίζεται υπέρμαχος του «εκδημοκρατισμού» του αστικού κράτους, υποστηρίζοντας κατευθύνσεις εκσυγχρονισμού με «αριστερό» περιτύλιγμα, μιλώντας για κλεπτοκρατία και όχι για καπιταλισμό.
Στην πρόσφατη Πολιτική Απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (6 Φλεβάρη 2013) αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Παίρνουμε την πρωτοβουλία για να αναδείξουμε την ανάγκη ενός νέου θεσμικού και πολιτειακού πλαισίου. Ενα νέο πλαίσιο που να εξασφαλίζει την πραγματική δημοκρατία, την ουσιαστική συμμετοχή, τον κοινωνικό έλεγχο και την κοινωνική λογοδοσία. Προχωράμε στην ανοιχτή συγκρότηση ενός “Φόρουμ” πλατειάς κοινωνικής διαβούλευσης. Απευθυνόμαστε στον κόσμο των “Πλατειών”, στα κινήματα, τους καλλιτέχνες και τους προοδευτικούς διανοούμενους, στους επιστημονικούς φορείς, σε όλους τους πολίτες, να συμβάλλουν με τη συμμετοχή τους»17.
Στη διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη αναφέρεται: «Να καταργήσουμε τα αυταρχικά και κατασταλτικά νομοθετήματα και να αναδιοργανώσουμε εις βάθος το πολιτικό σύστημα, εξαλείφοντας πλήρως κάθε εστία διαφθοράς και διαπλοκής, τηρώντας με συνέπεια τη διάκριση των εξουσιών και τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους και αποκαθιστώντας την εύρυθμη και έντιμη λειτουργία όλων των συναφών θεσμών. Να αναβαθμίσουμε τη δημοκρατική δομή και λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε επίπεδο τόσο κεντρικής διοίκησης όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης, εισάγοντας μορφές άμεσης δημοκρατίας και θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις βαθμίδες […] Η αναθεώρηση του Συντάγματος προς δημοκρατική κατεύθυνση και η συναφής πολιτειακή αναθεμελίωση αποτελούν στόχους μας»18.
Ο Αλ. Τσίπρας, στην ομιλία του στο Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, μιλώντας πιο καθαρά εμφάνισε τις αλλαγές στη λειτουργία του αστικού κράτους ως ικανές να εξυπηρετήσουν εξίσου τους καπιταλιστές και τους εργαζόμενους: «Θα προχωρήσουμε στην πλήρη οργανωτική αναδιάρθρωση του κράτους. Με όρους κοινωνικής ανταποδοτικότητας και αντιγραφειοκρατικής και αποτελεσματικής εξυπηρέτησης του πολίτη. Αλλά και της υγιούς και παραγωγικής ιδιωτικής επιχειρηματικότητας»19.
Πρόκειται για κατευθύνσεις που βεβαίως δε θα αλλάξουν τον καπιταλιστικό αντιλαϊκό χαρακτήρα των αστικών θεσμών και μηχανισμών, ούτε βεβαίως θα αντιμετωπίσουν φαινόμενα όπως η διαφθορά, τα σκάνδαλα κλπ. Ετσι ουσιαστικά καλλιεργεί αυταπάτες σχετικά με τη δυνατότητα το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του να τεθούν στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων.20
Χαρακτηριστικό του γεγονότος ότι πίσω από χαρακτηρισμούς και προτάσεις βρίσκεται η αποδοχή της εξουσίας του κεφαλαίου από όλα τα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα από την ιδεολογική τοποθέτησή τους, τα δεξιά ή αριστερά πρόσημα, είναι και οι πανομοιότυπες προτάσεις της «Χρυσής Αυγής» για μια νέα Ελληνική Πολιτεία και την Συνταγματική Αναθεώρηση: «Κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας και του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Σύσταση ειδικών ελεγκτικών ομάδων που θα αναζητήσουν τους υπευθύνους για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος σε όλα τα υπουργεία και τους κρατικούς οργανισμούς. Παραπομπή τους σε ειδικό δικαστήριο, φυλάκιση των ενόχων και δήμευση της περιουσίας τους.[…]
Διεξαγωγή δημοψηφίσματος για όλα τα μείζονα εθνικά ζητήματα.[…]
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εκλέγεται κατευθείαν από τον λαό. Ο Πρωθυπουργός δύναται να είναι και βουλευτής, όμως οι Υπουργοί και οι υφυπουργοί δεν θα επιτρέπεται να είναι βουλευτές (διάκριση εξουσιών) και ορίζονται βάσει γνώσεων και εμπειρίας. Οι βουλευτές να μειωθούν σε 200 και να συνταξιοδοτούνται από τα επαγγελματικά τους ταμεία. Καταργούνται όλες οι ασυλίες και τα προνόμια βουλευτών και υπουργών. Γενναία μείωση στο σύνολο των αποδοχών τους. Τα κόμματα δεν θα χρηματοδοτούνται από το δημόσιο και θα ελέγχονται τα οικονομικά τους»21.
Πρόκειται για μέτρα που αφορούν τη θωράκιση της αστικής εξουσίας, για την οποία θα αξιοποιηθεί και η δράση της «Χρυσής Αυγής», αλλά και η δράση ομάδων που διασυνδέονται ή αξιοποιούνται από κρατικούς μηχανισμούς και εμφανίζονται ως δήθεν επαναστατικές. Οι αλλαγές θα προωθηθούν με πρόσχημα τη θωράκιση της αστικής δημοκρατίας από δυνάμεις που την επιβουλεύονται. Αλλωστε τέτοια συζήτηση είχε αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης εδώ και πολλά χρόνια.
Η συζήτηση περί κομμάτων του «συνταγματικού τόξου» που άνοιξε με πρωτοβουλία των κομμάτων της συγκυβέρνησης δεν είναι τυχαία. Γίνεται προσπάθεια κατάταξης των κομμάτων με κριτήριο τη στάση τους απέναντι στην αστική δημοκρατία, στο αστικό Σύνταγμα. Αυτή η προσπάθεια από τη μια έχει ως σκοπό να προετοιμάσει για νέα κατασταλτικά μέτρα ενάντια στο εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ, από την άλλη ζυμώνει τη θεωρία «των δύο άκρων» που βάζει στο ίδιο τσουβάλι την άρνηση του ΚΚΕ να αποδεχτεί ως θέσφατα τα όρια της αστικής νομιμότητας και τον αντικοινοβουλευτισμό της «Χρυσής Αυγής», ο οποίος έχει ως αφετηρία την υπεράσπιση και στήριξη της αστικής εξουσίας.
Σε ό,τι αφορά τον αμεσότερο έλεγχο της δράσης των κομμάτων, έχουν ξεκινήσει από το 2003 από το Συμβούλιο της Ευρώπης συγκεκριμένες παρεμβάσεις με τη μορφή Συστάσεων και Ψηφισμάτων (το ψήφισμα 1344 του 2003 έχει θέμα «απειλές για τη δημοκρατία από τα εξτρεμιστικά κόμματα και κινήματα στην Ευρώπη»), που κατέληξαν σε «Κώδικα καλών πρακτικών στον τομέα των πολιτικών κομμάτων» που μάλιστα εγκρίθηκε από την Πολιτική Επιτροπή και από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση. Ο Κώδικας μιλάει ξεκάθαρα για «απαγόρευση ή διάλυση των κομμάτων που συνηγορούν υπέρ της χρήσης βίας ή κάνουν χρήση βίας ως μέσο ανατροπής της δημοκρατικής συνταγματικής τάξης». Καθορίζει τις κατευθυντήριες αρχές από τις οποίες πρέπει να διέπονται τα πολιτικά κόμματα ως εξής: «κράτος δικαίου, δημοκρατία, απαγόρευση διακρίσεων, διαφάνεια και ανοικτές διαδικασίες. Συγκεκριμένα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση στα προγραμματικά και ιδεολογικά τους ντοκουμέντα και τις συζητήσεις, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στα οικονομικά τους». Κάνει ειδική αναφορά στη χρηματοδότηση που πρέπει να διέπεται από τις αρχές της λογοδοσίας και της διαφάνειας, ενώ τα οικονομικά τους πρέπει να υπόκεινται σε λογιστικούς ελέγχους από τις αρχές. Συνδέεται το εκλογικό σύστημα (π.χ. αν είναι σταυρός ή λίστα) με την εσωτερική λειτουργία των κομμάτων. Τίθεται θέμα ελέγχου των σχέσεων ενός κόμματος με αδελφά κόμματα τρίτων (εκτός Ευρώπης) χωρών, από την άποψη ότι τα κόμματα αυτά πρέπει να είναι συμβατά με την εθνική νομοθεσία, ευθυγραμμισμένα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τα ευρωπαϊκά στάνταρντ.
Παρόλο που στο κείμενο αναφέρεται ότι ο Κώδικας δεν έχει το χαρακτήρα υποχρεωτικών κανόνων (έτσι ξεκινούν πριν φτάσουν σε υποχρεωτικούς κανόνες), σε άλλα σημεία το αναιρεί, ενώ αναφέρει ρητά ότι σκοπός του είναι να «προσφέρει στις δημόσιες αρχές και τα δικαστήρια ένα μέτρο αξιολόγησης των πρακτικών των κομμάτων». Ξεκαθαρίζεται ότι σκοπός του Κώδικα είναι «να συμβάλει στην οικοδόμηση κοινών κανόνων στον τομέα της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων και να ενθαρρύνει την επανεκτίμηση και πιθανά την αναθεώρηση των εσωτερικών τους κανόνων και πρακτικών». Στην ίδια κατεύθυνση το Δεκέμβρη του 2008 υιοθετήθηκε το ψήφισμα για «έναν Κώδικα καλής πρακτικής των κομμάτων» που πρότεινε η λεγόμενη «Επιτροπή Σοφών της Βενετίας».
Τον Οκτώβρη του 2010 η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (συμμετέχουν βουλευτές από 47 χώρες της Ευρώπης) υιοθέτησε ψήφισμα με «συστάσεις» προς τα όργανα της ΕΕ και τα εθνικά κοινοβούλια.
Το 2011 συγκροτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της ΕΕ το «Δίκτυο Ευαισθητοποίησης για τη Ριζοσπαστικοποίηση». Το δίκτυο αυτό, που σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής αποτελείται από «επαγγελματίες […] ερευνητές, κοινωνιολόγους, θρησκευτικούς ηγέτες, ηγέτες της νεολαίας και αστυνομικές αρχές» των κρατών - μελών της ΕΕ, προορίζεται να αποτελέσει ένα όργανο ανταλλαγής και συντονισμού «ιδεών, εμπειριών, πληροφοριών και πρακτικών» για την καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης και του «βίαιου εξτρεμισμού».
Τις κατευθύνσεις αυτές επανέφερε ο Υπουργός Εσωτερικών Ευριπίδης Στυλιανίδης, εξαγγέλλοντας το Σεπτέμβρη του 2012 νομοθετική πρωτοβουλία για τη χρηματοδότηση και τη λειτουργία των κομμάτων που θα παίρνει υπόψη του τα ευρωπαϊκά δεδομένα με βάση τις επεξεργασίες του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εξάλλου πριν από λίγες ημέρες, στις 29 Γενάρη του 2013, πραγματοποιήθηκε διάσκεψη υψηλού επιπέδου της ΕΕ με θέμα την αντιμετώπιση του εξτρεμισμού, με σκοπό κατευθύνσεις όπως οι παραπάνω να περάσουν ουσιαστικά ως επίσημη πολιτική της ΕΕ και των κρατών-μελών της.
Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Το ερώτημα είναι τι μπορεί να περιμένει η εργατική τάξη, οι φτωχοί αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι από την αντικατάσταση του δικομματισμού από ένα διπολισμό κεντροδεξιάς - κεντραριστεράς που και στους δυο πόλους του θα λειτουργεί με κόμματα και κυβερνήσεις συνεργασίας. Ως αντικειμενική βάση διαφοροποίησης μεταξύ των δυο αυτών πόλων εμφανίζεται το διαφορετικό μίγμα μεταξύ νομισματικής - δημοσιονομικής και εισοδηματικής-φορολογικής πολιτικής. Και οι δυο σήμερα εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της ανάπτυξης. Οι διαφορές τους συνίστανται στο αν μπορεί και πώς να προηγηθεί η δημοσιονομική σταθερότητα ή η καπιταλιστική παραγωγική ανάπτυξη. Δε διαφέρουν ως προς τη στρατηγική του κεφαλαίου για αναδιαρθρώσεις υπεράσπισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας που οδηγούν σε νέες θυσίες τους μισθωτούς, τα λαϊκά στρώματα της πόλης και του χωριού.
Καμιά αλλαγή στο μίγμα διαχείρισης δεν μπορεί να αντιστρέψει την τάση μείωσης του διαθέσιμου εργατικού και λαϊκού εισοδήματος που επιβάλλει ο διεθνής ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας ως αποτέλεσμα της μαζικής εισόδου εργατικής δύναμης στην παγκόσμια αγορά από χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία.
Είναι λοιπόν καθαρό ότι οι μισθωτοί, οι φτωχοί αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι δεν πρέπει να περιμένουν τίποτα από ένα νεοκεϋνσιανό μίγμα διαχείρισης. Η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος υπηρετεί την προσπάθεια διατήρησης ή και ενίσχυσης του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της εργατικής τάξης.
Η διαδικασία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος έχει ειδικό στόχο όσον αφορά το ΚΚΕ: την αποδυνάμωση, περιθωριοποίησή του, ακόμα και την απώλεια της δυνατότητας κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης ή την ακύρωση του ρόλου του με ενσωμάτωσή του στο αστικό πολιτικό σύστημα με άμεση ή έμμεση στήριξη της «κυβέρνησης της αριστεράς».
Στις συνθήκες του αναμορφωμένου αστικού πολιτικού συστήματος τίθενται αντικειμενικά νέα και περισσότερα εμπόδια σε εργατικά και λαϊκά στρώματα να εκφράζουν τη συμπόρευσή τους με το ΚΚΕ μέσω των βουλευτικών εκλογών. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικά αναχώματα «δεξιά» και «αριστερά», την ένταση της τρομοκρατίας και της απατηλής διεξόδου.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι κρίσιμο το ΚΚΕ να μπορέσει να αντεπιτεθεί ιδεολογικά-πολιτικά, να προσανατολιστεί καλύτερα στο να δουλεύει μέσα σε ευρύτερες ανοργάνωτες και ανώριμες εργατικές και λαϊκές μάζες.
Το ΚΚΕ έχει αυτοτελή πολιτική απέναντι στην αστική πολιτική και στις εναλλακτικές μορφές της. Βάση της αυτοτέλειάς του είναι ότι εκφράζει τα ανεξάρτητα και διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα της εργατικής τάξης σε σχέση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Είναι αντικειμενικό η όξυνση των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η όξυνση της ταξικής πάλης να φέρει στο μέλλον μια κατάσταση όχι απλώς κρίσης του αναμορφωμένου αστικού πολιτικού συστήματος, κρίσης των νέων αστικών κομμάτων, αλλά κρίσης της ίδιας της αστικής εξουσίας, αδυναμίας λειτουργίας των μηχανισμών της, δυσκολίας επιτέλεσης των βασικών λειτουργιών τους. Αυτό το ενδεχόμενο το αντιλαμβάνεται και το φοβάται και η ίδια η αστική τάξη. Αλλωστε υπάρχει ελληνική και διεθνής πείρα γι’ αυτό. Οσο κι αν προσπαθήσει, οποιαδήποτε μέτρα και αν πάρει, δε θα μπορέσει να αποφύγει μια τέτοια κατάσταση, καθώς δεν εξαρτάται από τη θέλησή της. Τέτοιες συνθήκες δεν κατασκευάζονται ούτε δημιουργούνται με σχέδιο κάποιου κόμματος, επιδρά όμως στη διαμόρφωσή τους η στάση που κρατά το ΚΚ σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα, όπως π.χ. το ζήτημα της αστικής διακυβέρνησης, η γραμμή πάλης και σε συνθήκες κρίσης, πολέμου. Πολύ περισσότερο που η σημερινή δράση του Κόμματος παίζει σημαντικό ρόλο ώστε η εργατική τάξη να βρεθεί σε ετοιμότητα για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Ακόμα περισσότερο μετά το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που με βάση τις Θέσεις της ΚΕ αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ικανότητας του Κόμματος για τη διεύρυνση και μαχητικοποίηση της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος και της προώθησης της λαϊκής συμμαχίας.
Είναι υπόθεση της ταξικής πάλης να αποδυναμώσει, παρεμποδίσει μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Βέβαια είναι ένας αγώνας δρόμου που σίγουρα θα περάσει από πολλές φάσεις, θα εναλλάσσει μορφές. Μονόδρομος όμως είναι να σπάσει την ακινησία, την αναμονή, τη φοβία να στραπατσάρει την αστική πολιτική σε κάθε βήμα της, ο λαός να δείξει το ανάστημά του, τη δύναμή του, βήμα-βήμα, μάχη-μάχη, μέχρι τη μάχη της εξουσίας. Τέτοια χαρακτηριστικά έχουν οι πρόσφατες αγωνιστικές κινητοποιήσεις (απεργίες στα ΜΜΜ, ναυτεργάτες, αγροτικές κινητοποιήσεις) πέρα από τα προβλήματα προσανατολισμού σε αρκετές περιπτώσεις.
Ωστόσο επιβεβαιώνεται η ανάγκη και η δυνατότητα εργατοϋπάλληλοι, φτωχοί αγρότες και αυταπασχολούμενοι, άνεργοι και γυναίκες της εργατικής λαϊκής οικογένειας να βρεθούν στον κοινό αγώνα ενάντια στα μονοπώλια και την εξουσία τους με όποια φορεσιά της.
Το καθήκον των κομμουνιστών είναι ο προσανατολισμός στην κατεύθυνση, για πρωτοβουλίες ισχυροποίησης του εργατικού κινήματος, διαμόρφωσης της λαϊκής συμμαχίας, σταθερότητας στην προοπτική της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, για την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, για τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας με έξοδο από την ΕΕ και οριστική μονομερή διαγραφή του χρέους. Απαιτεί σταθερή ιδεολογική και οργανωτική δουλειά για την εξουδετέρωση των προκαταλήψεων, του φόβου, της συνήθειας, της επιφυλακτικότητας απέναντι στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής, αλλά και της δράσης μηχανισμών εξαγοράς και ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης
Πρέπει σήμερα να διαμορφωθούν τέτοιες προϋποθέσεις ώστε ακόμα και αν προκύψει μια «κυβέρνηση της αριστεράς» ή «αντιμνημονιακών δυνάμεων», να μην οδηγήσει στον παροπλισμό και την πλήρη ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Το εργατικό-λαϊκό κίνημα να αντιμετωπίσει και να απομονώσει την αντιδραστική σαβούρα του ακραίου εθνικισμού, του ρατσισμού, του σωβινισμού, τη «Χρυσή Αυγή» και άλλες παρεμφερείς δυνάμεις ως δύναμη κρούσης της αστικής εξουσίας ενάντια του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής.
1. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 408.
2. Από κύριο άρθρο της εφημερίδας «Το Βήμα», 2 Αυγούστου 2012.
3. Περιοδικό «Φιλελεύθερη Εμφαση», τ. 45, 12/2010, άρθρο-μελέτη του Γεωργίου Στυλιανού Πρεβελάκη, καθηγητή Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο Σορβόννης.
4. Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 23 Δεκέμβρη 2012, σελ. 7.
5. Ιστοσελίδα www.syriza.gr.
6. Ιστοσελίδα www.syriza.gr.
7. Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ: «ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ: Σοσιαλδημοκρατική γραμμή με ριζοσπαστικό περιτύλιγμα», ΚΟΜΕΠ, τ. 1/2013.
8. Ιστοσελίδα www.iskra.gr.
9. Εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 3 Φλεβάρη 2013.
10. Εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 3 Φλεβάρη 2013.
11. «Εφημερίδα των Συντακτών», 1 Δεκέμβρη 2012.
12. Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 23 Δεκέμβρη 2012, σελ. 19.
13. Εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο», 21-23 Δεκέμβρη 2012, σελ. 19.
14. Εφημερίδα «Καθημερινή», 25 Δεκέμβρη 2012, σελ. 4.
15. Πρόκειται για δίκτυο τέτοιων οργανώσεων στην Β. Ελλάδα: Πατριωτική Κίνηση Καβάλας, Πατριωτική Κίνηση Ξάνθης, Πατριωτική Κίνηση Θεσσαλονίκης, Πατριωτικός Σύνδεσμος κλπ., οι οποίες, ενώ έχουν το ίδιο ιδεολογικό στίγμα με τη «Χρυσή Αυγή», λειτουργούν ανταγωνιστικά ως προς αυτή.
16. «Εφημερίδα των Συντακτών», 30 Γενάρη 2013.
17. Ιστοσελίδα www.syriza.gr.
18. Ιστοσελίδα www.syriza.gr.
19. Ιστοσελίδα www.syriza.gr.
20. Κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ: «ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ: Σοσιαλδημοκρατική γραμμή με ριζοσπαστικό περιτύλιγμα», ΚΟΜΕΠ τ. 1/2013.
21. Ιστοσελίδα www.xryshavgh.gr.