-
του Μπ. M. Κεντρόφ
Το
ζήτημα της ενότητας της επιστημονικής γνώσης, συμπεριλαμβανομένου του
ζητήματος της ενότητας των φυσικών και των ανθρωπιστικών (κοινωνικών και
φιλοσοφικών) επιστημών, κατέχει σημαντική θέση στα γραπτά του Μαρξ. Ως
συνεπής υλιστής, ο Μαρξ έδειξε ότι η σύνδεση ανάμεσα στις επιστήμες
εδράζεται στην αντικειμενική σύνδεση ανάμεσα στα φαινόμενα της φύσης και
της κοινωνίας. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος παρέχει το
κλειδί για την ανακάλυψη της ενότητας των επιστημών στις μέρες μας. Ας
δούμε πώς έθεσε ο Μαρξ το ζήτημα και πώς τίθεται σήμερα.
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ
Η
επιστημονική μέθοδος που καθιερώθηκε από τον Μαρξ και η ανακάλυψη των
βασικών νόμων της υλιστικής διαλεκτικής κατέστησε δυνατή, από το 19ο
αιώνα κιόλας, την απόδειξη της ενότητας όλων των επιστημών. Αυτοί οι
νόμοι, οι οποίοι δρουν σε όλες τις σφαίρες του αντικειμενικού κόσμου και
της κατανόησής του από τον άνθρωπο, διέπουν τη βαθιά σύνδεση ανάμεσα
στην επιστημονική φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες και τις κοινωνικές
επιστήμες.
Η
διαλεκτική μέθοδος του Μαρξ είναι καθολικής σημασίας κι εφαρμόσιμη σε
όλους τους κλάδους της γνώσης και σε όλα τα επίπεδα μελέτης ενός
αντικειμένου. Φυσικά, η μέθοδος πρέπει να εξειδικεύεται σε αντιστοιχία
με τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένου υπό μελέτη αντικειμένου. Η
γενική της θεμελίωση, ωστόσο, η σημασία της για όλους τους κλάδους
εκδηλώνεται σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει στο
μεγαλύτερο βαθμό τη συνένωση όλων των επιστημών σε μία. Αν τα πάντα στον
κόσμο διέπονται από ιστορισμό, τότε στην ουσία πρέπει να υπάρχει μόνο
μία επιστήμη –η Ιστορία– η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θεωρία της φύσης
όσο και τη θεωρία του ανθρώπου.
Η
ενότητα της επιστήμης ανακαλύφτηκε και διατυπώθηκε από τον Μαρξ με
ιδιαίτερη ακρίβεια αναφορικά με τις δύο βασικές ομάδες επιστημών: Τις
φυσικές και τις κοινωνικές. Εδώ, η θέση της ενότητας του κόσμου, η οποία
συνίσταται στην υλικότητά του, αποτελεί το σημείο αφετηρίας.
Από
την αναγνώριση της ενότητας της φύσης και της κοινωνίας, απορρέει ότι
είναι απαραίτητο να αποκαλύψουμε την καταγωγή της κοινωνικής οργάνωσης
από τις συνθήκες που υπάρχουν στη φύση ως το κατώτατο επίπεδο ανάπτυξης
του κόσμου. Στη «Γερμανική Ιδεολογία», ο Μαρξ σημειώνει: «Η πρώτη
προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης ιστορίας είναι ασφαλώς η ύπαρξη των ζωντανών
ανθρώπινων ατόμων. Έτσι, το πρώτο γεγονός που πρέπει να προσδιοριστεί
είναι η σωματική οργάνωση αυτών των ατόμων και η σχέση που αυτή τους
δημιουργεί με την υπόλοιπη φύση. Ασφαλώς δεν μπορούμε εδώ να ασχοληθούμε
σε βάθος ούτε με την πραγματική φύση του ανθρώπου, ούτε με τις φυσικές
συνθήκες που βρίσκει έτοιμες ο άνθρωπος –τις γεωλογικές, τις
ορογραφικές, υδρογραφικές, κλιματικές κτλ. Το γράψιμο της ιστορίας
πρέπει να ξεκινάει πάντα από αυτές τις φυσικές βάσεις και τις αλλαγές
τους στην πορεία της ιστορίας μέσω της δράσης των ανθρώπων»1.
Από
την ενότητα ολόκληρου του κόσμου, οργανωμένου ως ποικιλομορφία πεδίων,
απορρέει η ενότητα των επιστημών, κάθε μία από τις οποίες μελετά μια
διαφορετική πλευρά του κόσμου. Η ενότητα των φυσικών και κοινωνικών
επιστημών καθορίζεται επίσης, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Μαρξ, από το
γεγονός ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας αποτελεί μια διαδικασία που
διέπεται εξίσου από νόμους όπως και η φύση και ότι, κατ’ επέκταση, το
καθήκον που αντιμετωπίζει η επιστήμη και στις δύο περιπτώσεις είναι να
ανακαλύψει το νόμο ανάπτυξης του υπό μελέτη πεδίου. Συνεπώς, ο Μαρξ
έγραφε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του τόμου Ι «Του Κεφαλαίου»: «Η δική μου άποψη που αντιλαμβάνεται την εξέλιξη των οικονομικών κοινωνικών σχηματισμών σαν φυσικοϊστορικό προτσές...»2.
Σε αυτήν τη βάση, έβλεπε ως τελικό σκοπό του έργου του «ν’ αποκαλύψει τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας...»3.
Αυτό
που είναι κοινό στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες περιορίζεται,
ωστόσο, αποκλειστικά στο γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις οι υπό
μελέτη διαδικασίες καθορίζονται και διέπονται από νόμους, ενώ η ανάπτυξή
τους έχει το χαρακτήρα των διαλεκτικών μεταβολών. Την ίδια στιγμή,
όμως, οι νόμοι που τους διέπουν είναι μοναδικοί για κάθε ιδιαίτερη τάξη
φαινομένων. Επιπλέον, μέσα στην ίδια τη φύση, όπως και μέσα στην ίδια
την κοινωνία, οι νόμοι ενός σταδίου ή μορφής ανάπτυξης διαφέρουν από
αυτούς άλλων σταδίων ή μορφών.
Ο
Μαρξ παραθέτει αποσπάσματα από κριτικές στις οποίες, όπως λέει,
περιγράφεται πετυχημένα η διαλεκτική μέθοδος που χρησιμοποιείται «Στο
Κεφάλαιο». Σε μια τέτοια κριτική βρίσκουμε, για παράδειγμα, τα εξής: «Μόλις
όμως η ζωή ξεπεράσει μια δοσμένη περίοδο ανάπτυξης, μόλις βγει από ένα
ορισμένο στάδιο και μπει σ’ ένα άλλο, αρχίζει πια να διέπεται από άλλους
νόμους. Με δυο λόγια, η οικονομική ζωή μάς παρουσιάζει στην περίπτωση
αυτή ένα φαινόμενο πέρα για πέρα ανάλογο μ’ αυτό που παρατηρούμε σ’
άλλες κατηγορίες των βιολογικών φαινομένων»4.
Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι δυνατό να θεωρήσουμε τους νόμους των
κοινωνικών επιστημών ως εντελώς ίδιους με αυτούς των φυσικών επιστημών,
δηλαδή της Φυσικής και της Χημείας.
Η
σύνδεση ανάμεσα στις δύο ομάδες ή συμπλέγματα επιστημών –των φυσικών
και των κοινωνικών– γίνεται μέσω των επιστημονικών κλάδων της μηχανικής,
δηλαδή μέσω της τεχνικής και της τεχνολογίας. Όπως σημείωνε ο Μαρξ «Η
τεχνολογία αποκαλύπτει την ενεργό στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση,
το άμεσο προτσές παραγωγής της ζωής του και επομένως και των κοινωνικών
συνθηκών της ζωής του και των πνευματικών παραστάσεών του που πηγάζουν
από αυτές»5. Αυτός είναι ο τρόπος με
τον οποίο καθορίζεται, μέσα στο γενικό σύστημα των επιστημών, η θέση των
επιστημών της μηχανικής ως τομέων που στέκονται ανάμεσα στις επιστήμες
που μελετάνε τη φύση και αυτές που μελετάνε την κοινωνία.
Μιλώντας
για τη σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση, ο Μαρξ ξεχωρίζει ως
ειδική κατηγορία την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την οποία η κοινωνική
ζωή δεν υπάρχει καθόλου και χάρη στην οποία ο ίδιος ο άνθρωπος ανεφύη ως
κοινωνικό και σκεπτόμενο πλάσμα. «Η εργασία είναι πρώτα ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση» έγραφε ο Μαρξ «ένα
προτσές όπου ο άνθρωπος με τη δική του πράξη μεσολαβεί, ρυθμίζει και
ελέγχει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον εαυτό του και τη φύση [...]
Επενεργώντας με την κίνηση αυτή πάνω στη φύση που βρίσκεται έξω από
αυτόν και αλλάζοντάς την, αλλάζει ταυτόχρονα και τη δική του φύση»6.
Στις σημερινές συνθήκες, είναι εξαιρετικά σημαντικό –για την κατανόηση
της σύνδεσης ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό– να λάβουμε υπόψη τη
βιομηχανική δραστηριότητα του ανθρώπου. Με τα λόγια του Μαρξ, η
βιομηχανία αποτελεί μια πραγματική ιστορική σχέση της φύσης και, κατά
συνέπεια, των φυσικών επιστημών, με τον άνθρωπο. Αλλά η ανακάλυψη της
ενότητας της επιστήμης (όταν αναφερόμαστε σε αυτήν τη ενότητα εννοούμε
πάνω απ’ όλα την ενότητα ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές
επιστήμες) κατέστη δυνατή μόνο όταν οι κοινωνικές επιστήμες ανυψώθηκαν
στην πορεία της ανάπτυξής τους ως το επίπεδο των φυσικών επιστημών. Αυτό
έγινε πραγματικότητα με τον Μαρξ, ο οποίος απέδειξε ότι κατά την
κοινωνική και ιστορική ανάπτυξη δρουν αντικειμενικοί νόμοι που είναι
εξίσου άκαμπτοι με αυτούς που δρουν κατά την ανάπτυξη της φύσης, καθώς
και ότι αυτοί οι νόμοι μπορούν να μελετηθούν με την ίδια επιστημονική
ακρίβεια με την οποία μελετούνται και οι νόμοι της φύσης στις φυσικές
επιστήμες. Χάρη σε αυτό ανακαλύφτηκαν το κοινό έδαφος και η ενότητα των
επιστημών (με την έννοια της ανακάλυψης των νόμων όχι μόνο της φύσης,
αλλά και της κοινωνίας).
Επιπλέον,
ο ιστορικός υλισμός που δημιουργήθηκε από τον Μαρξ (από κοινού με τον
Ένγκελς) μας έδωσε το κλειδί για την κατανόηση της αμοιβαίας
αλληλοσύνδεσης των κοινωνικών επιστημών και, συνεπώς, για τη δημιουργία
του συστήματος των κοινωνικών επιστημών.
Όσα
αναφέραμε μέχρι τώρα αναδεικνύουν το γενικό χαρακτήρα της τεράστιας
δουλειάς που έγινε από τον Μαρξ, η οποία κατευθύνθηκε στην ανακάλυψη της
εσωτερικής ενότητας των επιστημών. Η ιδέα της κίνησης του κόσμου, όπως
αναπτύσσεται από το χαμηλότερο στο ανώτερο, από το απλό στο σύνθετο και,
παράλληλα με αυτό, η ιδέα της ενότητας του κόσμου, έγιναν η βάση του
συνολικού συστήματος της επιστημονικής γνώσης.
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ «ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»
Στα
85 χρόνια από το θάνατο του Μαρξ, η επιστήμη έχει κάνει ένα τεράστιο
άλμα προς τα μπροστά σε όλους τους τομείς. Έτσι, το γεγονός ότι η
ενότητα όλης της επιστημονικής γνώσης τίθεται σήμερα με νέο τρόπο είναι
εντελώς κατανοητό. Παρόλ’ αυτά, η επιστημονική μέθοδος που δημιουργήθηκε
από τον Μαρξ, και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Β. Ι. Λένιν στο έδαφος
των ιστορικών συνθηκών της εποχής μας, διατηρεί τη σημασία της. Μπορούμε
να πειστούμε γι’ αυτό αν εξετάσουμε τις αμοιβαίες συνδέσεις ανάμεσα
στις διάφορες επιστήμες στην παρούσα κατάστασή τους, συμπεριλαμβανομένων
αυτών που βρίσκονται ανάμεσα στις κοινωνικές-ανθρωπιστικές επιστήμες
από τη μία και τις φυσικές-τεχνολογικές επιστήμες από την άλλη.
Το
πρώτο πράγμα που χτυπάει αμέσως στο μάτι του ερευνητή που συγκρίνει το
γενικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των επιστημών τον περασμένο αιώνα και στο
δικό μας είναι το γεγονός ότι σήμερα η τάση ενοποίησης των επιστημών
έχει αναπτυχθεί ασύγκριτα περισσότερο συγκριτικά με την εποχή του Μαρξ. Η
ιστορία της επιστήμης δεν είχε γνωρίσει ποτέ μέχρι τώρα τόσο μεγάλη
όξυνση της εξειδίκευσης και τόσο βαθιά διαίρεση της επιστήμης σε
ξεχωριστούς κλάδους όσο αυτή που παρατηρείται σήμερα. Την ίδια στιγμή,
ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό διακριτό χαρακτηριστικό σε αυτήν τη
συνεχιζόμενη διαφοροποίηση.
Το
19ο αιώνα, και ακόμα περισσότερο τις προηγούμενες εποχές, η
διαφοροποίηση της επιστήμης οδηγούσε στην αμοιβαία απομόνωση των κλάδων
της. Αφότου δημιουργούνταν μέσω της απόσχισής τους από άλλες, πολλές
επιστήμες οριοθετούσαν την περιοχή τους ενισχύοντας τις διαχωριστικές
γραμμές από τις υπόλοιπες επιστήμες. Ένας αριθμός κλάδων της επιστήμης
που εξαρτιόνταν μέχρι τότε από τις βασικές επιστήμες οι οποίες είχαν
προκύψει σε προηγούμενες εποχές πήραν το δρόμο της ανεξάρτητης
ανάπτυξης. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, μέσα από τη συνεχόμενη
διαδικασία διαφοροποίησης της επιστήμης, άρχισε να διαφαίνεται ένα νέο
χαρακτηριστικό. Άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους νέα επιστημονικά
πεδία, που διευκόλυναν το σχηματισμό «γεφυρών» ανάμεσα στις μέχρι τότε
απομονωμένες επιστήμες. Τέτοιες «γέφυρες» ανέκυψαν είτε με τη μορφή των
μεταβατικών ή ενδιάμεσων επιστημονικών πεδίων, στα οποία συνδυάζονταν
στοιχεία δύο ή περισσοτέρων προηγουμένων διακριτών επιστημών, είτε με τη
μορφή των επιστημών γενικού χαρακτήρα που διέτρεχαν, σαν μία κοινή
ραχοκοκαλιά, άλλες επιστήμες που φαινομενικά δε συνδέονταν μεταξύ τους.
Ως
αποτέλεσμα, η διαφοροποίηση των επιστημών στις μέρες μας συχνά όχι μόνο
δεν οδηγεί σε περαιτέρω αμοιβαία απομόνωση, αλλά, εντελώς αντίθετα,
οδηγεί σε αμοιβαία προσέγγιση, σε κάλυψη των «χασμάτων» που τις χώριζαν
προηγουμένως ή, εν ολίγοις, στην ενοποίησή τους. Όλη αυτή η κίνηση
αποτελεί ένα ιδιαίτερο παράδειγμα διαλεκτικής: Μια τάση ανάπτυξης (σ.μ.:
η τάση διαφοροποίησης των επιστημών) βρίσκεται σε αντιφατική ενότητα με
την αντίθετή της (σ.μ.: την τάση ενοποίησης των επιστημών) και,
επιπλέον, την επηρεάζει άμεσα και της δίνει ώθηση. Ωστόσο, η απομόνωση
των επιστημών δε βρίσκεται κοντά στο να ξεπεραστεί, ενώ σε ορισμένα
πεδία της επιστημονικής γνώσης γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Παρόλ’ αυτά,
όμως, η τάση για ενοποίηση, για σύνθεση των επιστημών δε γίνεται απλώς
όλο και πιο εμφανής στις μέρες μας, αλλά ακόμα και κυρίαρχη. Είναι
ακριβώς αυτές οι τάσεις στην επιστήμη που προϋποθέτουν τη διάδραση
ανάμεσα στις διαφορετικές επιστήμες, το σχηματισμό αυτών που θα
μπορούσαν να ονομαστούν διακλαδικές ομάδες επιστημών (inerdisciplinary
groups of sciences), το «ζευγάρωμα» ανάμεσα σε επιστήμες που μέχρι
πρότινος εμφανίζονταν ως εντελώς ξένες η μία προς την άλλη.
Όλα
αυτά αποδεικνύουν το γεγονός ότι, στις μέρες μας, η ενότητα της
επιστήμης αποδεικνύεται ασύγκριτα βαθύτερη και εγκολπώνεται μια
ασύγκριτα πλατύτερη σφαίρα επιστημονικής γνώσης συγκριτικά με την εποχή
του Μαρξ. Έτσι, η επιστημονική μέθοδος του Μαρξ αποκτά σήμερα ιδιαίτερα
μεγάλη σημασία για την επίλυση καθηκόντων που έχουν ανακύψει στην πορεία
αποκάλυψης της ενότητας της επιστήμης.
Στο
πεδίο των φυσικών επιστημών, η διαδικασία της ενοποίησης άρχισε
σημαντικά νωρίτερα και έχει διαβεί πολύ μεγαλύτερη απόσταση συγκριτικά
με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από το
γεγονός ότι στις φυσικές επιστήμες –ως συνέπεια της σημαντικά
μεγαλύτερης απλότητας7 του αντικειμένου–
όλες οι σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα υπό μελέτη αντικείμενα και, κατ’
επέκταση, ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες, ξεχωρίζουν πιο καθαρά σε σχέση
με τη μελέτη της ζωής της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της
διανοητικής ζωής του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στις
φυσικές επιστήμες χαράχτηκε καθαρά ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο
δρόμος προς τη δημιουργία νέων επιστημών ενδιάμεσου ή μεταβατικού τύπου,
που έχουν το χαρακτήρα του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στις προηγουμένως
απομονωμένες βασικές φυσικές επιστήμες, τη φυσική, τη χημεία, τη
βιολογία, τη γεωλογία και άλλες. Έτσι, η αστροφυσική –που δημιούργησε
μια «γέφυρα» ανάμεσα στη φυσική και την αστρονομία– προέκυψε πριν από
έναν και πλέον αιώνα, ως συνέπεια της δημιουργίας της φασματικής
ανάλυσης. Είκοσι εφτά χρόνια αργότερα, σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση
της θεωρίας της ηλεκτρολυτικής διάστασης, διαμορφώθηκε σε τελική μορφή η
φυσικοχημεία δημιουργώντας ακριβώς το ίδιο είδος «γέφυρας» ανάμεσα στη
φυσική και τη χημεία. Μια «γέφυρα» ανάμεσα σε αυτές τις επιστήμες και τη
μηχανική άρχισε να ορθώνεται ακόμα νωρίτερα, χάρη στην εμφάνιση της
χημικής θερμοδυναμικής. Η βιοχημεία –που συνέδεσε τη χημεία και τη
βιολογία– δημιουργήθηκε κατά την αλλαγή του αιώνα και ούτω καθεξής.
Οι
νέες, «ενδιάμεσες» επιστήμες, που κάλυπταν τα «κενά» που υπήρχαν
προηγουμένως ανάμεσα στους βασικούς κλάδους της φυσικής επιστήμης,
αναδείχτηκαν ως τα πιο σημαντικά «σημεία ανάπτυξης» όλης της γνώσης στις
φυσικές επιστήμες. Προηγουμένως, η κύρια προσοχή των επιστημόνων
κατευθυνόταν στα προβλήματα που προέκυπταν στο εσωτερικό της κάθε
–απομονωμένης από τις άλλες– επιστήμης. Όμως αυτό το οποίο δεν τράβαγε
παλιότερα καθόλου την προσοχή των επιστημόνων, βρέθηκε τώρα ακριβώς στο
επίκεντρο της προσοχής τους. Ως αποτέλεσμα, αναπτύχθηκε μια εντελώς νέα,
ουσιωδώς και βαθιά διαλεκτική προσέγγιση της διασύνδεσης ανάμεσα στις
επιστήμες, καθώς και της αμοιβαίας αλληλοδιείσδυσής τους.
Στις
φυσικές επιστήμες, αυτή η νέα προσέγγιση έχει ήδη επιτύχει μια μάλλον
πλήρη ανάπτυξη και νομιμοποίηση. Από την άλλη μεριά, η διείσδυσή της στη
σφαίρα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών καθυστέρησε. Πολλοί
επιστήμονες αυτών των κλάδων την αντιμετώπισαν με διστακτικότητα και
έλλειψη κατανόησης, μερικές φορές ακόμα και με ξεκάθαρα αρνητική στάση.
Το γεγονός αυτό μαρτυρά μια συγκεκριμένη καθυστέρηση των κοινωνικών
επιστημών –σε αντίθεση με τις φυσικές– στο ζήτημα της εφαρμογής νέων,
προοδευτικών μεθόδων επιστημονικής κατάκτησης της γνώσης και των
συγκεκριμένων και αποτελεσματικών μεθόδων εξάλειψης της προηγούμενης
αμοιβαίας απομόνωσης των επιστημών. Ως συνέπεια, προέκυψαν δυσκολίες στη
μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, δεδομένου ότι κανένα από αυτά δεν
μπορούσε να εμπίπτει πλήρως σε μία μόνο από τις βασικές κοινωνικές
επιστήμες που είχαν δημιουργηθεί στο –περισσότερο ή λιγότερο– μακρινό
παρελθόν και είχαν καταστεί παραδοσιακές στο σύστημα των επιστημών του
ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό αφορά και την ίδια την
επιστήμη, η οποία αποτελεί έναν εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλευρο
κοινωνικό θεσμό.
Συχνά,
κατά τη μελέτη κάποιου κοινωνικού φαινομένου, ετίθετο το ερώτημα σε
ποια κατηγορία κοινωνικών φαινομένων πρέπει να ταξινομηθεί· με άλλα
λόγια, ποια από τις κοινωνικές επιστήμες θα έπρεπε να το μελετήσει; Στις
φυσικές επιστήμες, αυτό το ερώτημα χάνει σήμερα όλο και πιο γρήγορα τη
σημασία και την ισχύ του. Όταν, για παράδειγμα, προκύπτει το ερώτημα για
την περίπτωση της μελέτης, ας πούμε, των φαινομένων της ζωής, το
καθήκον δεν ανατίθεται σήμερα μόνο στη βιολογία, όπως γινόταν τον
προηγούμενο αιώνα, αλλά σε μια ολόκληρη σειρά αλληλεπιδρώντων επιστημών:
Βιολογία και μοριακή βιολογία, χημεία, βιοοργανική χημεία και
βιοχημεία, φυσική και βιοφυσική, μαθηματικά και βιομαθηματικά,
κυβερνητική και βιοκυβερνητική.
Συνεπώς,
ένα και μόνο φυσικό φαινόμενο –η ζωή– μελετάται όχι από μία μοναδική
επιστήμη που απολαμβάνει δήθεν μονοπωλιακά δικαιώματα σε αυτό, αλλά από
ένα ολόκληρο πλέγμα αλληλεπιδρώντων επιστημών, στο πλαίσιο του οποίου
κάποια μεμονωμένη επιστήμη προβάλλει, κατά κανόνα, ως η βασική επιστήμη
που δίνει τον τόνο (σε ολόκληρο το πλέγμα επιστημών). Μόνο ως αποτέλεσμα
αυτού του είδους της διεπιστημονικής μελέτης των φαινομένων της ζωής
είναι δυνατό να διεισδύσουμε στην ουσία τους, να καταλάβουμε και να
ερμηνεύσουμε τη ζωή, να γίνουμε κύριοι των νόμων που τα διέπουν.
Μια
παρόμοια τάση αναδύεται και στο κοινωνικό πεδίο. Όλο και πιο έντονα
γίνεται αισθητή η ανάγκη να εγκαταλείψουμε την παραδοσιακή –και από
πολλές απόψεις ήδη αναχρονιστική– προσέγγιση στα κοινωνικά φαινόμενα,
σύμφωνα με την οποία το κάθε φαινόμενο πρέπει να μελετάται από κάποια
συγκεκριμένη ανθρωπιστική επιστήμη σε απομόνωση από τις άλλες. Και εδώ
έχει ανακύψει –με την ίδια αναγκαιότητα και ορμή όπως και στις φυσικές
επιστήμες– το καθήκον της μελέτης του κάθε μεμονωμένου κοινωνικού
φαινομένου ως ενιαίου όλου, δηλαδή της μελέτης του με την αξιοποίηση
κατάλληλων συνδυασμών αλληλοσυνδεόμενων επιστημών.
Στην
πραγματικότητα, το κοινωνικό φαινόμενο που αποκαλούμε επιστήμη, όντας
ευρύ και ποικιλόμορφο, έρχεται στις πιο διαφορετικές σχέσεις με άλλα
κοινωνικά φαινόμενα, ενώ και το ίδιο έχει πολυάριθμες διαφορετικές
εκδηλώσεις και ουσίες. Γι’ αυτό, μπορεί και πρέπει να μελετηθεί στις πιο
διαφορετικές πλευρές του, από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Όταν θέλουμε
να μελετήσουμε τη λογική της επιστημονικής γνώσης και τη θέση της
επιστήμης στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων, πρέπει να αξιοποιήσουμε τη
φιλοσοφία, τη λογική και την κοινωνιολογία. Αλλά αυτό το ίδιο φαινόμενο
μελετάται και από την Ιστορία, όταν το ζήτημα τίθεται από την πλευρά
της ανάπτυξης της επιστήμης σε σύνδεση με την ιστορία ολόκληρης της
κοινωνίας και την ιστορία του πολιτισμού της, τόσο του διανοητικού όσο
και του υλικού. Η επιστήμη μπορεί να γίνει –και ήδη έχει γίνει– και
αντικείμενο οικονομικής έρευνας, όταν προσεγγίζεται από την πλευρά της
σχέσης της με την οικονομία, την υλική παραγωγή, τη μηχανική και τις
παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Σε αυτήν την περίπτωση, ιδιαίτερα
σημαντικά είναι ζητήματα όπως οι δυνατότητες ανάπτυξης της επιστήμης, τα
συγκεκριμένα μέσα σχεδιασμού της επιστήμης, η πρόβλεψη της ανάπτυξης
της επιστήμης, η πρόσδοση σε αυτήν κατεύθυνσης και οργάνωσης, η
χρηματοδότησή της, η εκπαίδευση νέου προσωπικού γι’ αυτήν κλπ. Αυτοί οι
παράγοντες βρίσκονται πίσω από τον καθορισμό των κρατικών κατευθύνσεων
για όλες τις επιστήμες. Από τις απαρχές της εμφάνισης του σοσιαλιστικού
σοβιετικού κράτους και της σχεδιασμένης ανάπτυξής του, η επιστήμη
αποτελεί κομβικό σημείο της δραστηριότητας ολόκληρου του κυβερνητικού
οργανισμού. Αυτή η κρατική πρόνοια για την επιστήμη δεν αφορά μόνο την
επιστημονική έρευνα, αλλά και ζητήματα όπως η δημόσια εκπαίδευση και η
καθοδήγηση-εκπαίδευση των μελλοντικών επιστημόνων.
Η επιστήμη μπορεί να αποτελέσει πεδίο μελέτης όχι μόνο των
παιδαγωγικών, αλλά και των ψυχολογικών επιστημών, αφού η ίδια η πορεία
της προωθητικής κίνησής της σχετίζεται με τα πιο σύνθετα είδη
δραστηριότητας του ανθρώπινου μυαλού και της ανθρώπινης ψυχής, που
φτάνουν στο ανώτατο σημείο υπερέντασης κατά τη στιγμή της δημιουργικής
δραστηριότητας ενός επιστήμονα, για παράδειγμα τη στιγμή που γίνεται μια
επιστημονική ανακάλυψη. Αλλά ακόμα και στις πιο «ήρεμες» στιγμές της
επιστημονικής δραστηριότητας, δηλαδή στο έργο της δραστηριότητας των
ανθρώπων που ασχολούνται περιστασιακά με την επιστήμη, η ψυχολογική
πλευρά αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο στην επιστήμη και
πρέπει να υπόκειται σε εμβριθή και εξαντλητική μελέτη. Δυστυχώς, μέχρι
τώρα αυτό δε γίνεται συστηματικά και είναι μόλις τώρα που επιχειρούνται
έρευνες αυτού του είδους.
Ο
προσδιορισμός των κινήτρων του επιστημονικού έργου –για παράδειγμα, ο
δρόμος μέσω του οποίου φτάνει ο επιστήμονας να αισθάνεται την ανάγκη να
επιλέξει έναν επιστημονικό κλάδο έναντι ενός άλλου ή να θέσει ένα
συγκεκριμένο επιστημονικό πρόβλημα– είναι μεγάλης σημασίας. Στη μελέτη
αυτών των κινήτρων δεν απαιτείται μόνο η αξιοποίηση της ψυχολογίας που
βρίσκεται πίσω από την επιστημονική έρευνα, αλλά και η εμπειρική
κοινωνιολογική διερεύνηση της διαδικασίας ανάπτυξης της επιστήμης.
Επίσης, η επιστήμη μελετάται ως κοινωνικός θεσμός, ως ιδιαίτερη μορφή
της ανθρώπινης δραστηριότητας, ως μορφή κατανόησης του κόσμου από τον
άνθρωπο. Η κοσμοθεωρητική πλευρά του ζητήματος μελετάται από τη
φιλοσοφία, στην οποία εμπίπτει και το πρόβλημα της γενικής μεθόδου κάθε
ιδιαίτερου επιστημονικού κλάδου.
Ακριβώς
επειδή η επιστήμη είναι τόσο ποικιλόμορφη και πολύπλευρη ως κοινωνικό
φαινόμενο, είναι αδύνατο να την ορίσουμε στη βάση μίας ή μερικών μόνο
από τις πλευρές της. Ένας τέτοιος ορισμός αναγκαστικά δε θα εγκόλπωνε
ολόκληρη την επιστήμη, αλλά μόνο ορισμένες μεμονωμένες πλευρές της. Αυτή
είναι και η βάση για την εμφάνιση δύο ορισμών της επιστήμης οι οποίοι
είναι αμοιβαία αποκλειόμενοι: «Η επιστήμη είναι μια μορφή κοινωνικής
συνείδησης» και «η επιστήμη είναι μια άμεση παραγωγική δύναμη της
κοινωνίας». Στην πραγματικότητα, κάθε ένας από αυτούς τους ορισμούς
αντανακλά μόνο μία πλευρά του υπό προσδιορισμό αντικειμένου (δηλαδή της
επιστήμης) και δεν μπορεί να αξιώσει τον ολοκληρωμένο προσδιορισμό της.
Και οι δύο ορισμοί έχουν ισχύ εντός καθορισμένων ορίων: Ο πρώτος ορισμός
αφορά κυρίως τις κοινωνικές επιστήμες και αυτές που συνδέονται με τη
μελέτη της δομής της σύγχρονης κοινωνίας, τη βάση και το εποικοδόμημά
της, ενώ ο δεύτερος ορισμός αφορά κυρίως τις φυσικές και ιδιαίτερα τις
τεχνικές (εφαρμοσμένες) επιστήμες, που συνδέονται άμεσα με την παραγωγή,
το μηχανικό εξοπλισμό και γενικότερα τις παραγωγικές δυνάμεις της
κοινωνίας.
Τα
παραπάνω αποδεικνύουν το γεγονός ότι η μελέτη της επιστήμης ξεχωριστά
από τους ιδιαίτερους κλάδους των ανθρωπιστικών επιστημών, σε απομόνωση
μεταξύ τους, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματική κατανόηση του
συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομένου και κατ’ επέκταση στην αξιοποίησή
του προς όφελος της κοινωνικής ανάπτυξης. Μόνο η συνδυασμένη μελέτη της
επιστήμης ως ενιαίου πλέγματος, ως ιδιαίτερου αντικειμένου μελέτης από
πολλές –αν όχι απ’ όλες χωρίς εξαίρεση τις– ανθρωπιστικές επιστήμες, και
μάλιστα στην πιο στενή αλληλεπίδρασή τους, μπορεί να αποφέρει θετικά
αποτελέσματα στην επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος.
Η
καθυστέρηση στη μεθοδολογία των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών
σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες ήταν τόσο έντονη, ώστε για πολύ καιρό
πολλοί ακαδημαϊκοί δεν αναγνώριζαν καν την ύπαρξη του προβλήματος. Μόλις
στο πολύ πρόσφατο παρελθόν ξεκίνησε η διεπιστημονική μελέτη της
επιστήμης και σε έναν αριθμό χωρών πήρε τη μορφή μιας προσπάθειας
δημιουργίας μιας ξεχωριστής «επιστήμης της επιστήμης» (ΗΠΑ, Αγγλία) ή
ενός νέου κλάδου επιστημονικής γνώσης που ονομάζεται «επιστημογνωσία»
[naukoznanie] στην Πολωνία ή «επιστημολογία» [naukovedenie] στην ΕΣΣΔ.
Κατά
τη γνώμη μας, το ζήτημα δεν είναι να δημιουργηθεί κάποιος νέος
επιστημονικός κλάδος, ανεξάρτητος από τις κοινωνικές επιστήμες που ήδη
έχουν δημιουργηθεί, αλλά να διερευνηθούν οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε
όλες αυτές τις ήδη υπάρχουσες επιστήμες, με στόχο τη διεξοδική,
διακλαδική μελέτη της επιστήμης ως ενιαίου αντικειμένου έρευνας. Οι
μορφές και οι «μηχανισμοί» της διάδρασης ανάμεσα στους διάφορους κλάδους
των κοινωνικών επιστημών με στόχο τη μελέτη ενός ενιαίου αντικειμένου
από διαφορετικές οπτικές γωνίες δε γνώρισαν μέχρι τώρα καμία απολύτως
διερεύνηση και ανάπτυξη, και αυτό μαρτυρά το γεγονός ότι αυτοί οι
επιστημονικοί κλάδοι έχουν ακόμα μπροστά τους την επίλυση προβλημάτων
που έχουν επιλυθεί εδώ και καιρό επιτυχώς από τις φυσικές επιστήμες στην
πορεία της προοδευτικής ανάπτυξής τους. Για τις τελευταίες, η μελέτη
των διαδικασιών της διάδρασης των επιστημών μέσω της διακλαδικής έρευνας
για τη ζωή του πλανήτη μας ή του κόσμου δεν είναι καθόλου νέα.
Συμπερασματικά,
ως αποτέλεσμα της διάδρασης ανάμεσα στις επιστήμες, δημιουργούνται
πολλοί νέοι ειδικοί κλάδοι, αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό είναι η
διάδραση των επιστημών που μέχρι πρότινος ήταν απομονωμένες μεταξύ
τους, η ανάπτυξη ειδικών τεχνικών και μεθόδων για το ξεπέρασμα των
δυσκολιών και, συχνά, των σοβαρών αντιθέσεων που προκύπτουν από το
γεγονός ότι οι μέθοδοι μιας επιστήμης –η οποία εφαρμόζεται στη μελέτη
ενός συγκεκριμένου πεδίου– οδηγούν εμφανώς σε αποτελέσματα που
αντιφάσκουν με τα ευρήματα των τεχνικών που εφαρμόζονται από μια άλλη
επιστήμη που μελετά το ίδιο πεδίο.
Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΟΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ορισμένοι
εκπρόσωποι των κοινωνικών επιστημών (οι οποίοι προέρχονται από
επιστημονικούς κλάδους εδραιωμένους από παλιά) προτιμούν ακόμα να
μελετάνε –στο μεγαλύτερο μέρος– τα φαινόμενα με τον παλιό, παραδοσιακό
τρόπο, σε απόλυτη απομόνωση μεταξύ τους, κατατάσσοντάς τα στην πρώτη, τη
δεύτερη ή την τρίτη επιστήμη. Όμως, έτσι αποτυγχάνουν να τα δουν ως
αντικείμενα ενιαίας μελέτης, διεπιστημονικής έρευνας, η οποία
προϋποθέτει την οργανική ενότητα και τη διάδραση ανάμεσα στις διάφορες
επιστήμες για το σκοπό της από κοινού έρευνας του συγκεκριμένου πεδίου
και της σύνθεσης όλων των ευρημάτων στα οποία καταλήγουμε με τη χρήση
διάφορων μεθόδων και τεχνικών. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες πρέπει να
διδαχτούν σε αυτόν τον τομέα από τις φυσικές επιστήμες. Δεν υπάρχει
τίποτα το ατιμωτικό σε αυτό, τίποτα που να τους στερεί αυτό που είναι
ιδιαίτερο σε αυτές, αφού το ζήτημα δεν είναι να «περιορίσουμε» τις
κοινωνικές επιστήμες στις μεθόδους των φυσικών επιστημών και των
μαθηματικών, αλλά, ουσιαστικά, να εφαρμόσουμε πλήρως στο κοινωνικό πεδίο
την επιστημονική μέθοδο του Μαρξ, από την οποία απορρέει –τόσο λογικά
όσο και πρακτικά– το καθήκον της δημιουργίας της πιο πλήρους ενότητας
των σύγχρονων επιστημών, όπως έχει γίνει εδώ και καιρό στις φυσικές
επιστήμες. Αυτή η ενότητα της επιστήμης αποκαλύπτεται ακριβώς στην ίδια
τη διαδικασία της διεπιστημονικής μελέτης σύνθετων κοινωνικών
φαινομένων, στη διαδικασία της πιο στενής οργανικής διάδρασης των
διαφορετικών επιστημών που επιστρατεύονται για τη μελέτη ενός και του
ίδιου αντικειμένου στις διάφορες πλευρές που το συναποτελούν.
Αυτό
που λέμε ισχύει, φυσικά, όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά και σε μια
απεριόριστη ποικιλία άλλων κοινωνικών φαινομένων, ουσιαστικά στην
ολότητα των κοινωνικών φαινομένων παρμένων μαζί, αφού όλα αποτελούν
απλώς διαφορετικές εκφάνσεις ενός και του ίδιου φαινομένου: Της ενιαίας
ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό το φαινόμενο συνδέεται άρρηκτα με το φυσικό
περίγυρό του, τον οποίο αξιοποιεί ο άνθρωπος με στόχο την επιδίωξη των
πρακτικών του συμφερόντων και στόχων.
Σκεφτείτε,
για παράδειγμα, τέτοια αντικείμενα κοινωνικής έρευνας, όπως ο πληθυσμός
μιας χώρας, η οικογένεια, η αστική ζωή, η αγροτική ζωή κλπ. Τα
φαινόμενα αυτής της τάξης μπορούν να μελετηθούν μόνο με διεπιστημονικό
τρόπο. Δεν μπορούν να μελετηθούν αφηρημένα, δηλαδή από τη σκοπιά μίας
και μόνο κοινωνικής επιστήμης. Μπορεί, για παράδειγμα, να φαίνεται ότι
το πρόβλημα του εγκλήματος είναι ένα καθαρά νομικό πρόβλημα. Ωστόσο, η
προσέγγισή του απαιτεί την από κοινού εμπλοκή όχι μόνο της νομικής, αλλά
και ενός αριθμού άλλων κλάδων των κοινωνικών επιστημών, ξεκινώντας από
την επιστήμη της οικονομίας και τελειώνοντας με την επιστήμη της
φιλοσοφίας, συμπεριλαμβάνοντας την επιστήμη της ηθικής και άλλες. Εδώ,
ιδιαίτερης σημασίας είναι η μελέτη των οικογενειακών σχέσεων, του
ζητήματος της αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, της διαμόρφωσης του
χαρακτήρα και της δημόσιας (σχολικής) εκπαίδευσης.
Όταν
γίνεται λόγος για μια ορισμένη μεθοδολογική καθυστέρηση των
ανθρωπιστικών επιστημών σε σχέση με τις φυσικές επιστήμες στο ζήτημα της
ικανότητας διεκπεραίωσης διεπιστημονικής έρευνας, εφαρμογής ενιαίας
μεθόδου ως προς το υπό μελέτη αντικείμενο και ανάδειξης της προφανούς
διάδρασης ανάμεσα σε όλα τα επιστημονικά πεδία, δηλαδή της εφαρμογής
στην πράξη της εσωτερικής τους ενότητας, είναι αναγκαίο να σημειώσουμε
και πάλι ότι η αιτία αυτής της καθυστέρησης δε βρίσκεται στα προσωπικά
χαρακτηριστικά των επιστημόνων που εμπλέκονται στη μελέτη της σύγχρονης
κοινωνίας, αλλά στον αντικειμενικό χαρακτήρα του ίδιου του υπό μελέτη
αντικειμένου (δηλαδή της κοινωνίας), το οποίο είναι αφάνταστα πιο
σύνθετο ακόμα και από τα πιο σύνθετα φαινόμενα της φύσης. Ωστόσο, από τη
στιγμή που η ανάγκη της επίτευξης ενότητας των επιστημών και της
μέγιστης αλληλοδιείσδυσης μεταξύ τους έχει ήδη αρχίσει να αναγνωρίζεται
από τις ανθρωπιστικές επιστήμες ως ζήτημα που απαιτεί επιτακτικά την
προσοχή τους, είναι ακριβώς τώρα που πρέπει να δοθεί έμφαση στην
τεράστια σημασία της επιστημονικής μεθόδου του Μαρξ ακριβώς γι’ αυτόν το
σκοπό.
Εννοείται
ότι η τάση προς τη διεπιστημονική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων θα
βρει –με τον έναν ή άλλον τρόπο– το δρόμο της στη σύγχρονη επιστήμη και
θα καταλαμβάνει έναν όλο και πιο εξέχοντα ρόλο. Όλη η σύγχρονη
κοινωνιολογία –με τις εμπειρικές κοινωνιολογικές έρευνές της να
προϋποθέτουν την ολιστική ή διεπιστημονική προσέγγιση για τη μελέτη κάθε
κοινωνικού φαινομένου– «σπρώχνει» πέρα από το πλαίσιο των παραδοσιακών
πεδίων, τα οποία συχνά συνεχίζουν να μελετάνε τα σύγχρονα κοινωνικά
φαινόμενα όπως και στο παρελθόν, με την αξιοποίηση εργαλείων
χαρακτηριστικών για τις αμοιβαία απομονωμένες επιστήμες. Η ανάπτυξη της
κοινωνιολογίας στη χώρα μας γεμίζει εκείνα τα κενά που ανακύπτουν ως
συνέπεια της συνεχιζόμενης αμοιβαίας απομόνωσης των διάφορων κοινωνικών
επιστημονικών πεδίων. Και η ίδια η κοινωνιολογία πρέπει –μαζί με τις
άλλες επιστήμες– να πάρει το δρόμο της διακλαδικής εργασίας με άλλες
επιστήμες.
Μιλώντας
για κοινωνιολογία, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ραγδαία ανάπτυξή της
συνδέθηκε, εν μέρει, με τη διείσδυση των ποσοτικών μαθηματικών μεθόδων
έρευνας στη σφαίρα των κοινωνικών φαινομένων. Μερικοί ερευνητές των
κοινωνικών επιστημών υιοθέτησαν μια αποδοκιμαστική στάση απέναντι σε
αυτό το φαινόμενο, κάνοντας το ίδιο και απέναντι στην πολύ πρόσφατη
διείσδυση των τεχνικών της πληροφορικής στις κοινωνικές επιστήμες. Οι
επιστήμονες που κράτησαν αποστάσεις και φοβήθηκαν τη διάδοση των
μαθηματικών και της επεξεργασίας δεδομένων στα επιστημονικά τους πεδία
πιθανώς σκέφτονταν ότι αυτό συνεπαγόταν τη μείωση της σημασίας και,
ίσως, την άρνηση της αναγκαιότητας της ποιοτικής (σημ. μετ.: έναντι της
ποσοτικής) ανάλυσης, π.χ. στην οικονομία. Στο μυαλό τους, επικρεμόταν
απειλητικά ο περιβόητος κίνδυνος της «μείωσης» των κοινωνικοοικονομικών
σχέσεων σε απλώς ποσοτικές, μαθηματικές σχέσεις. Φοβούνταν δηλαδή τον
κίνδυνο του «μηχανικισμού», ο οποίος αναφέρεται συχνά από συντηρητικούς
που φοβούνται την εισαγωγή νέων μεθόδων –που προέρχονται από άλλα πεδία
επιστημονικής γνώσης– στα δικά τους επιστημονικά πεδία.
Αυτό
το φαινόμενο συναντάται και στις φυσικές επιστήμες. Γνωρίζουμε με πόση
οργή πολέμησαν ορισμένοι απογοητευμένοι βιολόγοι και ανθρωπολόγοι –που
παρουσιάζονταν ως «οι πιο προοδευμένοι ακαδημαϊκοί»– ενάντια στην ιδέα
της μελέτης των φαινομένων της ζωής, ιδιαίτερα αυτών της
κληρονομικότητας, από τις τεχνικές της φυσικής, της χημείας, της
επεξεργασίας δεδομένων και των μαθηματικών. Εξαπέλυαν μύδρους περί
«μηχανικισμού» ενάντια σε κάθε προσπάθεια ερμηνείας της ζωής με μέσα
διαφορετικά από εκείνα που αξιοποιούνταν στη στενή σφαίρα συγκεκριμένων
κλάδων της βιολογίας και της αγροβιολογίας. Η ιστορία της πάλης ενάντια
στις νέες μεθόδους έρευνας των φυσικών φαινομένων πρέπει να τραβήξει την
προσοχή όχι μόνο των φυσικών, αλλά και των κοινωνικών επιστημόνων, έτσι
ώστε να μην παρουσιάζεται ως προοδευτικό αυτό που στην πραγματικότητα
σπρώχνει την επιστήμη προς τα πίσω και παρεμποδίζει την προοδευτική
ανάπτυξή της.
Παρόλ’
αυτά, ακριβώς επειδή τα φυσικά φαινόμενα είναι πιο απλά από τα
κοινωνικά φαινόμενα, η αξιοποίηση μαθηματικών μεθόδων με στόχο την
ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων συστηματικής μελέτης άρχισε σημαντικά
νωρίτερα σε σχέση με τις κοινωνικές επιστήμες. Στο εσωτερικό των φυσικών
επιστημών, η σειρά της διείσδυσης αυτής της μεθόδου στους διάφορους
κλάδους καθορίστηκε σε τελευταία ανάλυση από το γεγονός ότι τα υπό
μελέτη φαινόμενα γίνονταν όλο και πιο σύνθετα. Στη «Διαλεκτική της
φύσης», ο Ένγκελς έγραφε ότι στην εποχή του η εφαρμογή των μαθηματικών
μπορεί να περιγραφεί ως εξής: «Απόλυτη στη μηχανική των στερεών,
κατά προσέγγιση στη μηχανική των αερίων, ακόμα πιο δύσκολη στη μηχανική
των υγρών. Περισσότερο δοκιμαστική και σχετική στη φυσική. Στη χημεία,
απλές εξισώσεις πρώτου βαθμού, από τις πιο στοιχειώδεις – στη βιολογία =
0»8.
Από
εκείνη την εποχή, η επιστήμη έχει κάνει τεράστια άλματα προς τα μπρος
και οι πόρτες όλων των φυσικών επιστημών, χωρίς εξαίρεση, έχουν ανοίξει
διάπλατα στα μαθηματικά, ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης απαιτεί όλο και
πιο επίμονα τη διάδοση των μαθηματικών μεθόδων και των μεθόδων
επεξεργασίας δεδομένων ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελέτη των
κοινωνικών φαινομένων.
Σήμερα,
οι μαθηματικές μέθοδοι έχουν διεισδύσει όχι μόνο στην κοινωνιολογία,
αλλά και στα οικονομικά, ιδιαίτερα στα πρακτικά οικονομικά, καθώς και σε
μια ολόκληρη σειρά άλλων πεδίων των κοινωνικών επιστημών. Ωστόσο, αυτή η
διαδικασία είναι, αν την προσεγγίσουμε στην ολότητά της, ακόμα στο
στάδιο της γέννησής της. Έτσι, η αξιοποίηση στις κοινωνικές επιστήμες
της τεράστιας εμπειρίας των φυσικών επιστημών σε αυτόν τον τομέα θα έχει
τεράστια οφέλη στη συνολική διαδικασία της επιστημονικής γνώσης.
Γνωρίζουμε
τη δήλωση του ίδιου του Μαρξ (η οποία παρατίθεται στις αναμνήσεις του
Λαφάργκ) για τη σημασία της διείσδυσης των μαθηματικών στους διάφορους
κλάδους της επιστήμης, η οποία, με τη σειρά της, συνδέεται με το πέρασμα
σε ένα ανώτερο επίπεδο γνώσης –το επίπεδο των ποσοτικών ερευνών. Αλλά
οι προσεκτικά οργανωμένες ποσοτικές έρευνες δεν αναιρούν τη σημασία των
ποιοτικών ερευνών, αντίθετα, βασίζονται ολοκληρωτικά πάνω στις
τελευταίες και αποτελούν τη λογική ανάπτυξή τους. Γι’ αυτό και ό,τι
συμβαίνει σήμερα με τη διείσδυση των μαθηματικών μεθόδων όχι μόνο στις
φυσικές, αλλά και στις κοινωνικές επιστήμες, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία
με τις απόψεις του Μαρξ. Από την άλλη, οι απόψεις και η μέθοδος του Μαρξ
βρίσκονται σε βαθιά αντίθεση με τις απόπειρες παρεμπόδισης της
διαδικασίας μαθηματικοποίησης διάφορων κλάδων της επιστημονικής γνώσης
και τη διαδικασία της διείσδυσης των μαθηματικών μεθόδων, αλλά και αυτών
της επεξεργασίας μεθόδων έρευνας.9
Η διαδικασία που σημειώσαμε αποτελεί, την ίδια στιγμή, ζωντανή απόδειξη
της ενότητας της επιστήμης, αφού μία μοναδική κοινή μέθοδος έχει
αποδειχτεί εφαρμόσιμη στη μελέτη εντελώς διαφορετικών ποιοτικά
φαινομένων. Αυτό κατέστη εφικτό ακριβώς γιατί σε αυτές υπάρχει μια κοινή
πλευρά που μπορεί να μελετηθεί και να εκφραστεί με τις μεθόδους των
μαθηματικών ή της επεξεργασίας δεδομένων. Για παράδειγμα, οι διαδικασίες
ελέγχου και αυτόματου ελέγχου που ανακαλύφτηκαν στα βιολογικά φαινόμενα
και μελετώνται από τις φυσικές επιστήμες είναι παρούσες και στα
κοινωνικά φαινόμενα και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Στις μηχανικές
συσκευές, ιδιαίτερα στους υπολογιστές, αυτές οι διαδικασίες βρίσκουν την
τεχνική τους ενσάρκωση και μορφή ως αποτέλεσμα της συνειδητής
δραστηριότητας των ανθρώπων (και συγκεκριμένα των εφευρετών). Κατά
συνέπεια, η επεξεργασία δεδομένων διεισδύει στη σφαίρα τόσο των
ανθρωπιστικών όσο και των τεχνολογικών επιστημών, καθώς και σημαντικού
μέρους των φυσικών επιστημών, και με αυτόν τον τρόπο προωθεί την
ενοποίηση των επιστημών.
Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Ό,τι
έχουμε πει μέχρι τώρα ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό για την
επιστημονική φιλοσοφία, για τη μαρξιστική διαλεκτική. Όπως έλεγε ο Μαρξ,
η διαλεκτική είναι η επιστήμη των πιο γενικών νόμων κίνησης της φύσης,
της κοινωνίας και της σκέψης μας. Ως αποτέλεσμα, η φιλοσοφία –της οποίας
η μέθοδος διεισδύει σε όλους τους κλάδους της επιστημονικής γνώσης
χωρίς εξαίρεση– αποδεικνύεται ως εκείνος ο επιστημονικός κλάδος που
συνδέει όλες τις υπόλοιπες επιστήμες. Δε στέκεται πάνω από αυτές ως μια
«επιστήμη των επιστημών», όπως ίσχυε στο παρελθόν για τη Φυσική
Φιλοσοφία έναντι των φυσικών επιστημών και για την κοινωνιολογία έναντι
των κοινωνικών επιστημών, αλλά σχετίζεται με αυτές όπως σχετίζεται το
γενικό με το ειδικό και το συγκεκριμένο. Το γενικό και το ειδικό
συνιστούν σε όλα τα πεδία μια εσωτερική διαλεκτική ενότητα και, κατ’
επέκταση, η φιλοσοφία και όλες οι ειδικές επιστήμες συνιστούν κι αυτές
μια εσωτερική ενότητα.
Και
αν οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν σήμερα κάτι να μάθουν από τις
φυσικές επιστήμες στο πεδίο της μεθοδολογίας, όλες οι ειδικές επιστήμες
–τόσο οι φυσικές όσο και οι κοινωνικές– μπορούν και πρέπει να μάθουν από
τη φιλοσοφία πώς πρέπει να τίθενται και να απαντιούνται τα πιο γενικά
και γι’ αυτό εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα μεθοδολογίας και
κοσμοαντίληψης, τα οποία προέκυψαν κατά την πορεία ανάπτυξης των ίδιων
των ειδικών επιστημών. Αλλά, για να συμβεί αυτό, πρέπει η ίδια η
φιλοσοφία να είναι σε θέση να κατανοεί αυτά τα ζητήματα και να είναι
ικανή να τα εντοπίζει, να τα διατυπώνει και να τα μελετά με το σωστό
τρόπο. Σε αυτόν τον τομέα, έχουν εμφανιστεί δύο ακραίες απόψεις που
αποτελούν εμπόδιο στις προσπάθειες της φιλοσοφίας να παίξει αυτόν το
ρόλο έναντι των ειδικών επιστημών, απειλώντας να της στερήσουν κάθε
τέτοια δυνατότητα. Η μία από αυτές συνίσταται στην προσπάθεια να
σκαρφιζόμαστε διακριτές φιλοσοφίες στις οποίες διαιρείται δήθεν η
φιλοσοφία ως όλον. Όχι πολύ καιρό πριν, προτεινόταν και συζητιόταν η
ανάγκη της εύρεσης μιας «διαλεκτικής της φύσης» ως ειδικό, ανεξάρτητο
φιλοσοφικό επιστημονικό πεδίο, με στόχο τη μελέτη των υποτιθέμενων πιο
γενικών νόμων της φύσης, μεταξύ αυτών και του νόμου της διατήρησης και
της μετατροπής της ενέργειας. Αυτό το είδος «οντολογικοποίησης» της
διαλεκτικής δε συνεπάγεται τίποτα λιγότερο από τη διάλυση της
φιλοσοφίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η φιλοσοφία στην ουσία θα
εξαφανιζόταν και η λέξη «φιλοσοφία» θα χρησιμοποιούνταν για να
υποδηλώνει τη σφαίρα της ολιστικής θεωρίας στη φυσική επιστήμη και τους
κλάδους της, εν προκειμένω στη φυσική.
Η
άλλη ακραία άποψη συνίσταται στην έκκληση για απομάκρυνση της
φιλοσοφίας (κάποιου μέρους της ή ακόμα και ολόκληρης) από τις ειδικές
επιστήμες. Οι οπαδοί αυτής της άποψης χαρακτηρίζουν τον «επιστημονισμό»
ως φαινόμενο ακραίου εξτρεμισμού, ενώ με την ίδια λογική προσπαθούν να
αντιπαρατεθούν σε οποιαδήποτε προσπάθεια σύνδεσης της φιλοσοφίας με τις
φυσικές ή ακόμα και με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. «Η φιλοσοφία πρέπει
να είναι αντι-επιστημονική», ισχυρίζονται οι υποστηρικτές αυτής της
δεύτερης ακραίας άποψης, οι οποίοι δε βλέπουν ότι με αυτόν τον τρόπο
μετατρέπουν τη φιλοσοφία σε πεδίο άνευ περιεχομένου.
Από
την άποψη της φιλοσοφίας, και οι δύο αυτές ακραίες απόψεις εδράζονται
στη μονόπλευρη και γι’ αυτό λαθεμένη προσέγγιση του ζητήματος της
διαλεκτικής του γενικού και του ειδικού. Στην περίπτωση της πρώτης
ακραίας άποψης, το γενικό (η φιλοσοφία) αντικαθίσταται εσφαλμένα από το
ειδικό (τις ειδικές επιστήμες) και ανάγεται σε αυτό. Στην περίπτωση της
δεύτερης ακραίας άποψης, από την άλλη, το γενικό αντιπαρατίθεται
αδικαιολόγητα στο ειδικό. Η λανθασμένη προσέγγιση της διαλεκτικής του
γενικού και του ειδικού παραβιάζει και καταστρέφει την ενότητα της
επιστήμης. Σε καμία από αυτές τις δύο ακραίες απόψεις δεν υπάρχει τίποτα
που να μοιάζει στον τρόπο με τον οποίο έθεσε το ζήτημα ο Μαρξ.
Η
φιλοσοφία, ωστόσο, δεν αποτελεί το μοναδικό στήριγμα των ειδικών
επιστημών. Οι κοινωνικές επιστήμες ως σύνολο μπορούν και πρέπει να
παίξουν σημαντικό ρόλο στις φυσικές επιστήμες, οι οποίες έχουν να μάθουν
από τις πρώτες. Αυτό ισχύει, πάνω απ’ όλα, ως προς την κατανόηση του
κοινωνικού ρόλου και της κοινωνικής λειτουργίας της επιστήμης, το ρόλο
της στη ζωή της σύγχρονης κοινωνίας. Από μόνες τους, οι φυσικές
επιστήμες –που ασχολούνται με τα φαινόμενα της φύσης όπως υπάρχουν έξω
και ανεξάρτητα από τον άνθρωπο– αναγκαστικά αγνοούν τα κοινωνικά
ζητήματα, ενώ συνήθως αγνοούν και το κοινωνικό ζήτημα που έχει την πιο
εξαιρετική σημασία στη σύγχρονη ζωή, το πραγματικά «καταραμένο ερώτημα»:
Δεν μπορούν τα επιτεύγματα της επιστήμης, από τη στιγμή που βρεθούν στα
χέρια μισάνθρωπων, να αξιοποιηθούν όχι για το καλό των ανθρώπων, αλλά
να τους βλάψουν;
Κανένας
επιστήμονας, κανένας ερευνητής που ψάχνει νέες αλήθειες, που
ανακαλύπτει νέους νόμους της φύσης, που βρίσκει νέες φυσικές δυνάμεις,
που συνθέτει νέες ουσίες –που διεισδύει, εν ολίγοις, ακόμα περισσότερο
στα μυστήρια της φύσης– δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται να υπεκφύγει αυτό το
ερώτημα ή άλλα κοινωνικά ερωτήματα που συνδέονται με την πρόοδο των
σύγχρονων φυσικών επιστημών. Η άμεση σχέση ανάμεσα σε αυτήν την πρόοδο
και στην ανάπτυξη όλης της σύγχρονης κοινωνίας είναι υπερβολικά εμφανής
για να προσπαθήσει κάποιος να την αποφύγει.
Για
να υιοθετήσεις, όμως, συνειδητή στάση απέναντι σε τέτοια ζητήματα,
απαιτείται η βοήθεια των κοινωνικών επιστημών, που βασίζονται στη μέθοδο
του Μαρξ, γιατί είναι ακριβώς αυτή που παρέχει το κλειδί της κατανόησης
των διακριτών χαρακτηριστικών της ανάπτυξης της επιστήμης και της θέσης
του επιστήμονα στη σύγχρονη κοινωνία, ακριβώς όπως η μέθοδος και τα
γραπτά του Μαρξ παρείχαν το ίδιο κλειδί στους επιστήμονες του περασμένου
αιώνα. Οι κοινωνικές επιστήμες –οι οποίες πρέπει να αναπτύσσουν τις
ιδέες του Μαρξ στη βάση των σύγχρονων συνθηκών ζωής της κοινωνίας–
καθιστούν για τους επιστήμονες της εποχής μας εφικτό να καταλάβουν από
την οπτική της επιστημονικής μεθόδου του Μαρξ την κοινωνική πλευρά της
ίδιας της δραστηριότητάς τους, να προσανατολιστούν μέσα στον κυκεώνα των
σύνθετων και συχνά εξαιρετικά συγκεχυμένων ζητημάτων της σύγχρονης
κοινωνικής ζωής. Οι μαρξιστές κοινωνικοί επιστήμονες θα τους κατευθύνουν
σε αντιστοιχία με τα κοινωνικά ιδεώδη και θα βοηθήσουν τους φυσικούς
επιστήμονες μέσω της επεξεργασίας κριτηρίων εκτίμησης που θα
ενδυναμώσουν το σοσιαλιστικό ανθρωπισμό ως μέσο υπεράσπισης αυτών των
ιδεωδών.
Υπάρχουν
πολλές πλευρές σε αυτό το ζήτημα, όχι μόνο πολιτικές και ιδεολογικές,
αλλά και αξιολογικές (αξιακό σύστημα), ηθικές, αισθητικές και άλλες. Αν
εξετάσουμε βαθιά αυτές τις πλευρές, θα είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε
τη ζωντανή διαλεκτική σύνδεση ανάμεσα σε έννοιες όπως η αλήθεια, η
φιλαλήθεια, η αξία, η χρησιμότητα, η καλοσύνη, η ομορφιά και,
αντίστοιχα, ανάμεσα σε έννοιες όπως το ψεύδος, η σύγχυση, η αχρηστία, η
κακία και η ασχήμια. Στην πραγματική ζωή, όμως, συναντάμε συχνά αυτές
τις έννοιες σε αντιφατικούς συνδυασμούς και μεταβάσεις, τους οποίους
είναι δύσκολο να κατανοήσουμε αν παραμείνουμε αποκλειστικά εντός των
ορίων των φυσικών επιστημών.
Από
τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι στο συνολικό πλέγμα των
αλληλοσχετιζόμενων επιστημών, το οποίο συνιστά την ενότητά τους, οι
σχέσεις ανάμεσα στις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες είναι
αμοιβαίες: Η κάθε μία έχει κάτι να μάθει από την άλλη. Αυτό εκδηλώνεται
και στη μελέτη της σημερινής επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης. Η
ανάλυσή της δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στα όρια των ζητημάτων της
τεχνολογίας και των φυσικών επιστημών. Η κοινωνική πλευρά παίζει εδώ
έναν όχι λιγότερο σημαντικό ρόλο από τη φυσική-τεχνολογική. Τα ελατήρια
της ίδιας της (σημ. μετ.: επιστημονικο-τεχνικής) δραστηριότητας αυτής
της επανάστασης, οι κοινωνικές της συνέπειες, ο χαρακτήρας και οι μορφές
της διάδρασης της επιστήμης και της τεχνολογίας στις σημερινές συνθήκες
και, τελικά, το ζήτημα που τέθηκε πιο πάνω, δηλαδή αυτό των στόχων προς
τους οποίους κατευθύνουν τα αποτελέσματα αυτής της επανάστασης οι
διάφορες ομάδες ανθρώπων, ακόμα και ολόκληρα κράτη –όλα αυτά απαιτούν
διεπιστημονική έρευνα, στην οποία όλες οι επιστήμες (φυσικές, τεχνικές
και ανθρωπιστικές, δηλαδή φιλοσοφικές και κοινωνικές) θα συμμετέχουν από
κοινού στην πιο στενή διάδραση μεταξύ τους.10
Όλα
αυτά αποδεικνύουν ξανά και ξανά ότι σήμερα η ενότητα των επιστημών δεν
αποτελεί ένα αφηρημένο ζήτημα καθαρά γνωστικής φύσης, αλλά ένα από τα
πλέον επιτακτικά ζητήματα που θέτει η ανάπτυξη των σύγχρονων επιστημών
και της ανθρωπότητας ως συνόλου.
Αυτό
το ζήτημα ανακύπτει επίσης σε πιο ειδικές περιπτώσεις –μερικές φορές σε
πολύ στενά υποσύνολα της επιστήμης και της τεχνολογίας– όπου
αναδεικνύεται η τεράστια σημασία του με συγκεκριμένο τρόπο. Ο κλάδος της
επεξεργασίας δεδομένων μάς δίνει πολλά παραδείγματα του τρόπου με τον
οποίο κλάδοι γνώσης και ανθρώπινης δραστηριότητας, που ήταν προηγουμένως
εντελώς χωριστοί, έρχονται τώρα στην πιο στενή διάδραση και
διαπλέκονται οργανικά μεταξύ τους. Τέτοιοι κλάδοι περιλαμβάνουν, για
παράδειγμα, τις επιστήμες τις μηχανικές, από τη μία πλευρά, και τη
φυσιολογία του ανθρώπινου μυαλού σε συνδυασμό με ολόκληρη τη σφαίρα της
ψυχολογικής δραστηριότητάς του, από την άλλη πλευρά. Είναι ακριβώς πάνω
σε αυτήν τη βάση που δημιουργήθηκε ο νέος ενδιάμεσος, «γεφυροποιός»
επιστημονικός κλάδος της βιονικής, όπου διασταυρώνονται η βιολογία και η
τεχνολογία. Έτσι, η ενότητα της επιστήμης εκδηλώνεται ορισμένες φορές
με εντελώς μοναδικό και αναπάντεχο τρόπο, με έναν τρόπο που μπορεί
πραγματικά να προσλάβει χαρακτηριστικά που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο στη
σφαίρα της φαντασίας.
Έχοντας
στο μυαλό μας τα παραπάνω, συνειδητοποιούμε ότι οι διαθέσεις και οι
εκκλήσεις που στρέφονται προς μια βαθιά αμοιβαία απομόνωση και αντίθεση
των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών σε οποιονδήποτε κλάδο της
επιστημονικής γνώσης αποτελούν τρανταχτή έκφραση ενός τερατώδους
αναχρονισμού. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε ακόμα η άποψη ότι η στατιστική
σήμαινε μόνο ένα πράγμα, την κοινωνικοοικονομική στατιστική και ότι
κανένα άλλο είδος στατιστικής δεν υπήρχε και δεν μπορούσε να υπάρχει.
Κάθε απόπειρα διασύνδεσης της κοινωνικής και της μαθηματικής στατιστικής
θεωρούνταν ότι βρίσκεται σε βαθιά σύγκρουση με τις απόψεις και τη
μέθοδο του Μαρξ.
Εννοείται
ότι αυτή η διαίρεση της στατιστικής σε πεδία που είναι εντελώς
διαχωρισμένα και αντιτιθέμενα μεταξύ τους –το κοινωνικό και το
μαθηματικό (φυσικό)– βασίζεται αποκλειστικά σε μια παρανόηση. Το γεγονός
ότι και τα δύο είδη στατιστικής έχουν κοινά θεωρητικά θεμέλια δε
σηματοδοτεί, όπως λαθεμένα θεωρούνταν από κάποιους, άρνηση του γεγονότος
ότι η κοινωνικοοικονομική στατιστική διαθέτει ποιοτικά ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, η αποδοχή της κάθετης διαίρεσης ανάμεσα στα
δύο είδη στατιστικών θα σήμαινε την άρνηση της ενότητας των κοινωνικών
και των φυσικών επιστημών και την αποτυχία κατανόησης ότι αυτό που
έχουμε μπροστά μας είναι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της ενότητας της
ποικιλομορφίας. Αυτή η ενότητα, ωστόσο, δεν είναι αφηρημένη (σημ. μετ.:
απόλυτη), κάτι που θα στερούσε εντελώς κάθε επιστήμη από τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της, θα έσβηνε τα όρια ανάμεσά τους και θα διέχεε κάποιες
επιστήμες σε κάποιες άλλες.
Σχεδόν
ίδια είναι η περίπτωση που δημιουργήθηκε, για τον ίδιο ακριβώς λόγο,
στη γεωγραφία, όπου τραβήχτηκε μια γραμμή που διαχώριζε κάθετα την
οικονομική και τη φυσική γεωγραφία. Κάθε επαφή ανάμεσα στις δύο
θεωρούνταν αθέμιτη και υποδήλωνε, υποτίθεται, την εξάλειψη των ποιοτικών
διαφορών ανάμεσα στα κοινωνικά και τα φυσικά φαινόμενα. Σε αυτήν την
περίπτωση, διατυπώθηκαν λαθεμένα και εντελώς αστήριχτα επιχειρήματα,
σύμφωνα με τα οποία ο συνδυασμός των δύο γεωγραφιών, ακόμα και η
αμοιβαία προσέγγισή τους ήταν, δήθεν, σε αντίθεση με τις απόψεις και την
επιστημονική μέθοδο του Μαρξ. Στην πραγματικότητα, αυτές οι αναφορές
στον Μαρξ δε δείχνουν τίποτε άλλο παρά την παρανόηση, αφού και σε αυτήν
την περίπτωση η ενότητα της επιστήμης πρέπει να κατανοηθεί συγκεκριμένα
ως ενότητα στην ποιοτική ποικιλομορφία και όχι αφηρημένα ως εξάλειψη των
διαφορών ανάμεσα στις διάφορες επιστήμες.
Η
επιστημονική μέθοδος του Μαρξ –η οποία κινούνταν στην κατεύθυνση της
διατύπωσης και επίλυσης του γενικού προβλήματος της ενότητας των
επιστημών με νέο τρόπο στις νέες ιστορικές συνθήκες– διατηρεί σήμερα τη
σημασία της και μπορεί να προσφέρει αποτελεσματική βοήθεια στους
σύγχρονους επιστήμονες κατά την άσκηση του σημαντικού καθήκοντός τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο
Μπ. Μ. Κεντρόφ ήταν μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, διευθυντής
του Ινστιτούτου της Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας. Το άρθρο
είχε δημοσιευτεί στο σοβιετικό περιοδικό «Voprosy filosofii»
(«Προβλήματα Φιλοσοφίας»), τ. 5/1968.
1. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς: «Η Γερμανική Ιδεολογία», τ. 1, εκδ. «Gutenberg», σελ. 61, Αθήνα, 1997.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 16.
3. Ό.π.
4. Ό.π., σελ. 24.
5. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2002, σελ. 387 (υποσημείωση 89).
6. Ό.π., σελ. 190.
7.
Με τη λέξη «απλότητα» υπονοείται εδώ ότι η φύση αποτελεί μια κατώτερη
μορφή κίνησης της ύλης σε σχέση με την ανθρώπινη κοινωνία.
8. Φρ. Ένγκελς: «Η διαλεκτική της φύσης», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2005, σελ. 249.
9.
Φυσικά, δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τη σημασία των ποσοτικών μεθόδων
στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται άκριτα, μόνο
και μόνο προς χάριν της πραγματοποίησης μετρήσεων και υπολογισμών. Στο
βαθμό που συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι έρευνες μετατρέπονται σε ένα
«παιχνίδι αριθμών» (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Λένιν). Οι
ποσοτικές μελέτες αποκτάνε επιστημονική σημασία μόνο όταν συνδέονται
αδιάρρηκτα με την ποιοτική ανάλυση των υπό μελέτη φαινομένων και,
συνεπώς, όταν η ποσοτική (μετρήσιμη) πλευρά ενός φαινομένου παίρνεται σε
σύνδεση με την ποιοτική του πλευρά. Δεν είναι τυχαίο που «Στη
διαλεκτική της φύσης» ο Ένγκελς προειδοποιούσε για τον κίνδυνο της
απερίσκεπτης χρήσης των μαθηματικών, λέγοντας ότι η συνήθεια να μετράμε
μπορεί μερικές φορές να μας οδηγήσει στο να ξεχάσουμε να σκεφτόμαστε.
10.
Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας διεπιστημονικής προσέγγισης μας δόθηκε στη
συνδιάσκεψη με θέμα: «Ο άνθρωπος και η κοινωνία στην Επιστημονική και
Τεχνολογική Επανάσταση», που έλαβε χώρα στις αρχές Απρίλη φέτος στο
Μαρίενμπαντ (Marianske Lazne) της Τσεχοσλοβακίας. Οι Σοβιετικοί
ακαδημαϊκοί, συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα αυτού του κειμένου,
συμμετείχαν σε αυτό. Η συνδιάσκεψη βασίστηκε στην ενδιαφέρουσα εργασία
μιας μεγάλης ομάδας Τσεχοσλοβάκων ακαδημαϊκών υπό τη διεύθυνση του
καθηγητή Ράντοβαν Ρίχτα (Radovan Richta). Η εργασία τιτλοφορείται: «Ο
πολιτισμός στο σταυροδρόμι» (αναμένεται η ρωσική μετάφραση αυτού του
βιβλίου). Στη συζήτηση και την επεξεργασία διάφορων πλευρών αυτού του
θέματος συμμετείχαν φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, ιστορικοί
(συμπεριλαμβανομένων των ιστορικών της επιστήμης και της τεχνολογίας),
κοινωνιολόγοι, φοιτητές της επιστήμης ως επιστημονικού πεδίου,
αρχιτέκτονες, γιατροί, δάσκαλοι και εκπρόσωποι άλλων επιστημονικών
κλάδων. Έτσι, κατέστη δυνατό να λάβει χώρα στην πράξη μια διεπιστημονική
εξέταση των πιο σύνθετων ζητημάτων της τρέχουσας επανάστασης στην
επιστήμη και την τεχνολογία.