Οι
εκλογές στις ΗΠΑ, η σφοδρή ενδοαστική διαπάλη που αποτυπώνεται και στο
αμφίρροπο αποτέλεσμα, φέρνουν αντικειμενικά στην επιφάνεια το ερώτημα:
Ποια είναι η επόμενη μέρα για τις ΗΠΑ; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα
πρέπει να έχει ορισμένα ως δεδομένα. Πρώτα απ' όλα ότι το επόμενο
διάστημα θα ενταθεί η αμφισβήτηση των ΗΠΑ ως πρώτης ιμπεριαλιστικής
δύναμης και κυρίως από την Κίνα.
Ταυτόχρονα, εξαιτίας της διεθνούς
όξυνσης των ανταγωνισμών γύρω από μια βεντάλια ζητημάτων (ενεργειακά,
δρόμοι μεταφοράς εμπορευμάτων, «δίκτυα» κ.λπ.) θα συνεχίζει να
δοκιμάζεται η συνοχή ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και ενώσεων, όπως το ΝΑΤΟ
και η ΕΕ, με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν στενές διασυνδέσεις και σχέσεις.
Η
καπιταλιστική οικονομία και διεθνώς και στην ίδια τη χώρα θα συνεχίσει
να βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και
δυσκολίες αντιμετώπισής τους. Θα συνεχίζεται η όξυνση των κοινωνικών
αντιθέσεων στο εσωτερικό της χώρας, που επιδεινώνονται και εξαιτίας της
πανδημίας.
Ολα αυτά τα σύνθετα στοιχεία κάνουν φανερό ότι οι
αιτίες της διαπάλης ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης για το πώς θα
αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ αυτά τα ζητήματα είναι βαθύτερες και δεν πρόκειται
να λυθούν με το εκλογικό αποτέλεσμα, όπως και αν αυτό διαμορφωθεί
τελικά.
Ολα αυτά τα στοιχεία δεν έχουν βεβαίως καμία σχέση με τις
θεωρίες περί «απόσυρσης των ΗΠΑ» από τη διεθνή σκηνή, από περιοχές όπως η
Μ. Ανατολή. Αλλωστε, οι εξελίξεις συνηγορούν για το αντίθετο, αν δει
κανείς την ενεργειακή στροφή που συντελείται από μεγάλους
επιχειρηματικούς ομίλους στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της Ανατολικής
Μεσογείου.
Οι ΗΠΑ επομένως προσπαθούν να διατηρήσουν την
πρωτοκαθεδρία τους, να ξεπεράσουν τα προβλήματα στην οικονομία τους κι
αυτό σημαίνει ένταση της επιθετικότητας στην εξωτερική πολιτική, αλλά
και της επίθεσης στην εργατική τάξη στο εσωτερικό της χώρας.
Από
αυτήν την άποψη φαντάζουν ακόμα πιο ανυπόστατες και αίολες οι θέσεις που
διατυπώνουν αστοί πολιτικοί στην Ελλάδα και δημοσιολόγοι, με διάφορες
αφορμές και επιχειρήματα, παρουσιάζοντας ως το «καλύτερο σενάριο» να
υπάρξει κυβερνητική εναλλαγή στις ΗΠΑ. Σε αυτήν την προσπάθεια
πρωτοστατούν κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας,
συντάσσονται όμως και στελέχη της ΝΔ και άλλων κομμάτων.
Αξιοποιώντας
υπαρκτές διαφορές στην πολιτική και τη ρητορική των δύο υποψηφίων, τον
έντονα ρατσιστικό και προκλητικό λόγο του Τραμπ αλλά και την εξόφθαλμη
ευθύνη της κυβέρνησής του στην εγκληματική διαχείριση της πανδημίας,
εμφανίζουν τον Μπάιντεν ως τον «προοδευτικό» υποψήφιο, που μπορεί να
«σώσει την τιμή της Αμερικής», να «αποκαταστήσει τον διεθνή της ρόλο»,
ακόμα και να «υπερασπιστεί καλύτερα τις θέσεις της Ελλάδας στην
αντιπαράθεση με την Τουρκία».
Υπάρχει πείρα από το πώς έδρασαν
Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί Πρόεδροι στις εποχές μάλιστα
παντοδυναμίας των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, οι Δημοκρατικοί Κλίντον και
Ομπάμα συνέχισαν από εκεί που άφησαν οι προκάτοχοί τους Ρεπουμπλικάνοι
τις δολοφονικές επεμβάσεις, διεκδικώντας τη μερίδα του λέοντος σε
αγορές, πηγές και δρόμους Ενέργειας, αλλά και σφαίρες επιρροής.
Επί
Κλίντον έγινε η επέμβαση και διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, επί
Ομπάμα συνεχίστηκε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», με αιματοκύλισμα
των λαών σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Ουκρανία κ.α.
Στο
εσωτερικό των ΗΠΑ είναι κοινό τους έργο η διεύρυνση των ταξικών
ανισοτήτων, της ρατσιστικής βίας, του εμπορευματοποιημένου συστήματος
Υγείας, που το πληρώνει με τη ζωή του και με ομαδικούς τάφους σήμερα ο
λαός, η καταλήστευση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Ακόμα
και στα ζητήματα του φυλετικού ρατσισμού και της καταστολής είναι
δύσκολο να βρει κανείς μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα που
εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση.
Οσοι πάλι ψάχνουν ουσιαστικές
διαφορές στην πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων των ΗΠΑ για τα
Ελληνοτουρκικά, μόνο τέτοιες δεν πρόκειται να βρουν. Με «πυξίδα» τα
αμερικανοΝΑΤΟικά συμφέροντα στην περιοχή και σε στενή συνεργασία με όλα
τα αστικά κόμματα και τις κυβερνήσεις στη χώρα μας, Ρεπουμπλικάνοι και
Δημοκρατικοί προωθούν τη βαθύτερη πρόσδεση της Ελλάδας στα επικίνδυνα
ευρωατλαντικά σχέδια, αξιοποιώντας και τον ανταγωνισμό των αστικών
τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Πέρα από το να υποθάλπουν με τη στάση
τους την επιθετικότητα και τις διεκδικήσεις της τουρκικής αστικής
τάξης, στο όνομα της «ΝΑΤΟικής συνοχής» και του «συμμαχικού πνεύματος»,
οι ΗΠΑ πρωταγωνιστούν σε συμφωνίες που σταδιακά ενσωματώνουν υποχωρήσεις
από τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Αυτά συνέβαιναν τότε. Οπως
έχει διδάξει πολλές φορές η Ιστορία, καμιά μεγάλη και πρώτη δύναμη δεν
αποσύρεται οικειοθελώς, θα παλέψει με νύχια και με δόντια για να
κρατήσει το ρόλο της υπερδύναμης απέναντι στους αντιπάλους της. Και αυτό
μόνο δεινά μπορεί να προμηνύει για όλους τους λαούς και το λαό των ΗΠΑ.
Δ. Π.