21 Αυγ 2012

Το κονάκι


Το κονάκι

Αναρτήθηκε από τον/την redship









Τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα η αστική τάξη της Ελλάδας είχε αρχίσει να αποκτά πλούτο και δύναμη μέσα και έξω από τα σύνορα της χώρας. Κατ’ αναλογία, οι φιλοδοξίες της μεγάλωσαν και η Μεγάλη Ιδέα της εποχής – μια ελληνική αυτοκρατορία στη θέση της Οθωμανικής – μετατράπηκε από αόριστο όραμα σε πολιτικό σχέδιο. Το τελευταίο εκφράστηκε κυρίως μέσα από τις πρωθυπουργίες του Σπυρίδωνα Τρικούπη.

Για να πάρουν σάρκα και οστά οι φιλόδοξοι πολιτικοί σχεδιασμοί χρειάζονταν προσαρμογές στο κράτος και την κοινωνία. Το μεν πρώτο έπρεπε να «εκσυγχρονιστεί», να είναι δηλαδή σε θέση να αποσπά από την παραγωγή, από το μόχθο των πολλών, τα κεφάλαια που χρειάζονταν για να ισχυροποιηθεί η αστική τάξη και οι μηχανισμοί, τα εργαλεία εφαρμογής της πολιτικής της: τα στρατιωτικά κυρίως εργαλεία και οι υποδομές που τα συνόδευαν. Η δε δεύτερη έπρεπε να υποταχθεί και να ταπεινωθεί, έτσι ώστε να δεχτεί τα πρόσθετα βάρη χωρίς αντίσταση, χωρίς αντίρρηση, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς αγώνες…

Για να γίνουν λοιπόν τα σχέδια πραγματικότητα ξεκίνησαν κυβερνητικές προσπάθιες «επιβολής και εμπέδωσης της τάξης». Η ληστεία έγινε βασικός στόχος, έτσι ώστε να μην αποτελεί εναλλακτική διέξοδο για τους φτωχούς και τους απελπισμένους. Οι ανυπότακτοι – που δεν παρουσιάζονταν στα στρατολογικά αποσπάσματα – και οι «φοροφυγάδες» – όχι οι πλούσιοι φυσικά, οι φτωχοί που δεν μοιράζονταν το λιγοστό ψωμί των παιδιών τους με την εξουσία – έγιναν στόχος όσων με στολή και με στέμμα στο πηλίκιο εκπροσωπούσαν την κατά τόπους κρατική πυγμή. Οι χωροφύλακες ανέλαβαν τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας.
Για την υποταγή των αγροτικών πληθυσμών χρησιμοποιήθηκαν πολλές μέθοδοι και εργαλεία. Ο ξυλοδαρμός και ο περιβόητος «φάλαγγας»1 ήταν το πιο πρόχειρο μέσο. Το «κονάκι» αποτελούσε την πλέον εξεζητημένη πρακτική. Την πλέον απεχθή, επίσης, αλλά το αστικό κράτος ποτέ δεν είχε πρόβλημα με την ηθική των πρακτικών που εξυπηρετούσαν τους στόχους του.

Το «κονάκι», λοιπόν, ήταν το εξής: Το απόσπασμα της Χωροφυλακής, του στρατού ή απλά των «πρόθυμων» κυνηγών επικηρυγμένων, αντί να καταδιώκει τον φυγόδικο πήγαινε στο σπίτι του και εγκαθίστατο εκεί. Εάν το σπίτι του φυγά δεν ήταν αρκετά πλούσιο και σημαντικό τότε μοιράζονταν στα σπίτια των συγγενών, των γειτόνων του ή και στο χωριό ολόκληρο. Εκεί στρατοπέδευαν και άρχισαν να κατασπαράσσουν το βιος του καταζητούμενου. Εσφαζαν και έτρωγαν τα ζώα του, άνοιγαν τα κελάρια και τις αποθήκες του, κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν μέσα και έξω από το σπίτι.

Η οικογένεια του φυγά υποχρεωνόταν να υπηρετεί το απόσπασμα και να υπακούει σε όλες τις εντολές του. Εάν υπήρχαν γυναίκες στο σπίτι, οι ίδιοι οι χωροφύλακες, οι στρατιώτες ή οι «πρόθυμοι» κόμπαζαν για τα παθήματα που προκάλεσαν στις πρώτες. Η τιμή των γυναικών και όλης της οικογένειας ελάχιστα ζύγιζε μετά από μια τέτοια εμπειρία. Εξυπακούεται ότι όσο περνούσε ο καιρός και ο φυγόδικος δεν παρουσιαζόταν, τόσο ολοκληρωνόταν η καταστροφή της περιουσίας του, του ίδιου και των γύρω, και η ατίμαση της οικογένειάς του. Οι χωροφύλακες, οι κληρωτοί των αποσπασμάτων ή οι εθελοντές κυνηγοί επικηρυγμένων δεν ήσαν δα και τα καλύτερα παιδιά.

Με τον τρόπο αυτό, ο λαός της Ελλάδας «εκσυγχρονιζόταν». Μάθαινε, δηλαδή, να σέβεται την εξουσία, να πληρώνει τους φόρους που του ζητούσε η τελευταία, να παρουσιάζεται πρόθυμα στα στρατολογικά γραφεία και να ακούει προσεκτικά την επιθυμία κάθε ενωμοτάρχη και κάθε λοχία.
***
Πώς και τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Μα επειδή συναντήσαμε τη μοντέρνα εκδοχή της μεθόδου! Σε επαρχιακή ΔΟΥ, το προσωπικό διατάχθηκε από τις ανώτερες αρχές να συντάξει δύο καταλόγους με φορολογούμενους τους οποίους η εξουσία μπορεί εύκολα να εκβιάσει. Ο πρώτος κατάλογος περιλαμβάνει μισθωτούς του Δημοσίου των οποίων ο μισθός είναι εύκολο να κατασχεθεί στην πηγή. Ο δεύτερος κατάλογος αφορά φορολογούμενους που έχουν στο όνομά τους ακίνητα επί των οποίων μπορεί να ασκηθεί πίεση μέσα από διαδικασία κατάσχεσης υπέρ του Δημοσίου. Οι υπάλληλοι της ΔΟΥ έχουν εντολές να εκβιάζουν όσους βρίσκονται στους δύο αυτούς καταλόγους κατά προτεραιότητα επισείοντας διαρκώς την απειλή της κατάσχεσης. Η νομική υπηρεσία της ΔΟΥ μάλιστα προειδοποιεί ότι, ακόμα και αν ανασχεθεί η διαδικασία – και διασωθεί ο μισθός ή το σπίτι -, ο φορολογούμενος επιβαρύνεται με τα «δικαστικά» έξοδα, που είναι κάτι παραπάνω από σημαντικά.

Με τον τρόπο αυτό, η μεν δημόσια διοίκηση – της οποίας την ανάπλαση έχει αναλάβει «εκσυγχρονιστής» υπουργός καθόλα «αριστερός και δημοκράτης» – εθίζεται στην ιδέα της διά του εκβιασμού επιβολής της, οι δε «υπήκοοι» συνηθίζουν στη γενική ιδέα ότι όλο τους το βιος ανήκει, κατά προτεραιότητα, στο αστικό κράτος – αφέντη και στους όποιους τοκογλύφους και «επενδυτές» αυτό εξυπηρετεί.

Με βάση την ιστορική πείρα, μετά το «κονάκι» της τρικουπικής περιόδου, ακολούθησαν στο μεσοπόλεμο τα «περί ληστοτρόφων» μέτρα, οι απαγωγές – εκτοπίσεις, τα πενταμελή εφετεία και η συλλογική ευθύνη…. Η τρέχουσα προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» έχει μπροστά της ένα πλούσιο σε ιδέες μέλλον!

1. Τρόπος βασανισμού αραβικής μάλλον προέλευσης που συνίσταται σε χτυπήματα στο πέλμα των ποδιών.


Του Γιώργου ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ
 Ο Γ. Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Apple. Η εικόνα της κρίσης


Apple. Η εικόνα της κρίσης 




Η Apple έγινε η μεγαλύτερη σε κεφαλαιοποίηση εταιρεία όλων των εποχών με αποτίμηση της αξίας της στα 623 δισ. δολάρια. Το ρεκόρ της εταιρίας με την μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση όλων των εποχών το κατέρριψε στις 20/8/2012, ξεπερνώντας τη Microsoft, την EXXON κ.α.!

Η κεφαλαιοποίηση της Apple είναι περίπου 2,8 φορές μεγαλύτερη από το ΑΕΠ της Ελλάδας και υπερδιπλάσιο από το ελληνικό χρέος σήμερα.

Αν διαβάσουμε ανάποδα την είδηση και τη γενικεύσουμε, δεδομένου ότι οι άλλες πολυεθνικές δεν πάνε πίσω, θα έχουμε όλο το πανόραμα της κρίσης. Υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, άγρια ή «νόμιμη» αφαίρεση πλούτου από τους λαούς από τη μια και υπερσυσσώρευση φτώχειας από την άλλη, εκεί από όπου αντλείται ο πλούτος των πολυεθνικών. Αυτό είναι το κλειδί της κρίσης και ας λένε ό,τι θέλουν οι αστοί αναλυτές για γκόλντεν μπόϊς, κρίση χρέους, κρίση ακινήτων, τοξικά ομόλογα, λάθος πολιτικές, κακούς πολιτικούς, διαφθορά, «μαζί τα φάγαμε» κλπ, κλπ.

Τα κράτη έχουν καταντήσει φτωχότερα από τις εταιρείες γιατί τις υπηρετούν τυφλά μέσα από τις πολιτικές τους, ιδίως τις νεοφιλελεύθερες. Με κάθε τρόπο μεταφέρουν πλούτο από τους λαούς στο κεφάλαιο και ύστερα διαπιστώνουν… «έλλειμμα»!



Σήμερα οι άυλοι τίτλοι του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου παγκοσμίως ανέρχονται περί το 1 τετράκις τρισεκατομμύρια ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι στα 60 τρισεκατομμύρια. Η σχέση αυτή (16:1) είναι η θηλιά στο λαιμό των λαών. Δεν θα αναλύσουμε πως απέκτησαν 16 φορές το ΑΕΠ του κόσμου υποθηκεύοντας και κλέβοντας τον μελλοντικό του πλούτο, είναι γνωστό.

Πόσο από το ΑΕΠ που παράγουν οι λαοί πρέπει να διαθέσουν στο κεφάλαιο για να έχει αυτό βιώσιμα κέρδη και το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει βιώσιμη αναπαραγωγή και του χρόνου; Αν το ανώτερο ποσοστό του ΑΕΠ που μπορεί να διατεθεί χωρίς πρόβλημα για το κεφάλαιο, ως κέρδη, είναι το 2,5% και το ελάχιστο ποσοστό κέρδους του κεφαλαίου για να είναι βιώσιμο και να μην υποτιμηθεί, είναι το 1% (και λίγα λέω) τότε έχουμε ένα χάσμα-έλλειμμα κάθε έτος 8,5 τρισεκατομμυρίων! Αυτό πρέπει να καλυφθεί ή με υποθήκευση μελλοντικών εσόδων (νέα δάνεια και τίτλοι) ή με ευθεία αφαίρεση υπάρχοντος αντικειμενικοποιημένου πλούτου από τους λαούς, όπως καταθέσεις, σπίτια, γη, αέρας, ορυκτός πλούτος, ήλιος, θάλασσα, νερό κλπ. 

Περιττό βέβαια να πω ότι για να αποπληρωθούν (εξαγοραστούν) αυτοί οι άυλοι τίτλοι από τους λαούς, όπως κάποιοι νομοταγείς «σοσιαλιστές» προτείνουν, θα χρειάζεται να πληρώνουν με ίδιο ποσοστό επί του ΑΕΠ 2,5%, περί τα 666 χρόνια (!!!) χωρίς να δανειστούν, στο μεταξύ, καθόλου (οι υπολογισμοί είναι γενικοί και λαμβάνουν τα δεδομένα ως σταθερά)!

Δάνεια έναντι μελλοντικών εσόδων δεν υπάρχουν πια γιατί το μέλλον των χωρών έχει ήδη πουληθεί για δεκαετίες. Κοντά 60 χρόνια θέλει η Ελλάδα να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος με απόδοση στο κεφάλαιο του 2,5% του ΑΕΠ, με προϋπόθεση ότι στα 60 χρόνια δεν θα δανειστεί ούτε ένα ευρώ(!) ενώ αν δανείζεται τα μισά από αυτά που αποπληρώνει θα χρειαστεί 120 χρόνια, αν δανείζεται τα ίδια και δίνει μόνο τους τόκους, όπως πάνε να το κάνουν, δεν ξεπληρώνει ούτε σε 1.000 χρόνια! 



Αυτή η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που φαίνεται νόμιμη είναι ακριβώς η θηλιά που πνίγει τους λαούς. Είναι ο κλεμμένος δικός τους πλούτος που μετατράπηκε σε βρικόλακας στα χέρια του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Είναι η βίαιη αναστροφή του Δικαίου και η ανεστραμμένη αντανάκλαση της πραγματικότητας στο νομικό μας Δίκαιο και στις συνειδήσεις που υποτάσσονται στην κυρίαρχη ιδεολογία του κεφαλαίου. Έπειτα εμείς τρέχουμε να καλύψουμε αυτά που χρωστάμε στα κλεμμένα κεφάλαια που μας πήραν! Αυτό και αν είναι η μεγαλύτερη διαστροφή του Δικαίου και της ιστορίας των λαών.

Έτσι μόνο μια λύση υπάρχει. Επαναστατική απαλλοτρίωση του κεφαλαίου και επαναφορά του πλούτου στους πραγματικούς δημιουργούς και ιδιοκτήτες του. Όποια άλλη λύση, χωρίς αυτή την απαλλοτρίωση, απλώς αναπαράγει τη θηλιά στο λαιμό μας και γιγαντώνει τον βρικόλακα που λέγεται κεφάλαιο! 



Αν κάποιος διέστρεφε το πραγματικό νόημα και χαμογελούσε ειρωνικά ακούγοντας το σύνθημα «Νόμος είναι το Δίκαιο του Εργάτη» ας το ξανασκεφτεί γιατί η αφελής ή ανεύθυνη άρνησή του σημαίνει ότι «Νόμος είναι το Δίκαιο του Κεφαλαίου»! http://aristeripolitiki.blogspot.gr/2011/12/blog-post_27.html

Μέση λύση δεν υπάρχει και ας το βάλουν καλά το μυαλό τους οι κάθε λογίς γεφυροποιοί, σοσιαλίζοντες, «αριστεροί» και «αριστερούτσικοι». 


 Αναρτήθηκε από  symastev

Σπίτι μου Σπιτάκι μου και Φτωχοκαλυβάκι μου…


Σπίτι μου Σπιτάκι μου και Φτωχοκαλυβάκι μου… 




(Σπίτια στο Σφυρί; Ποιανού κι απο Ποιους;)
Κείμενο: Μ Γαλαντόμος
Εικόνα: (digitally modified from original - source)


Διάβάσα τις γραμμές, κι «ανάμεσα στις γραμμές», ενός πρόσφατου άρθρου εις Τα Νέα που είναι ενημερωτικό και συνάμα, χωρίς αυτό να είναι ο σκοπός του, αποκαλυπτικό.

Να βγουν στο σφυρί 100.000 ακίνητα ιδιοκτητών που δεν εξοφλούν τα στεγαστικά τους δάνεια ζητά η τρόικα με στόχο να πέσουν οι τιμές.  Ήδη ασκούνται πιέσεις από την πλευρά των δανειστών, ώστε να επιτραπούν εκ νέου οι πλειστηριασμοί ακινήτων, ακόμα και για μικρά ποσά οφειλών από δάνεια. Δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν περισσότερα από 100.000 ακίνητα προς πλειστηριασμό, αν βγουν μαζικά προς πώληση στην αγορά αναμένεται να οδηγήσουν σε πτώση των τιμών φέρνοντας επίσης μεγάλες ανατροπές στην κτηματαγορά.

 Αυτή τη στιγμή απαγορεύονται μέχρι το τέλος του 2012 οι πλειστηριασμοί ακινήτων από τις τράπεζες για ποσά οφειλών έως 200.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν βγαίνουν στο σφυρί σπίτια για χρέη από στεγαστικά δάνεια.

 Η τρόικα δεν θέλει να δοθεί νέα παράταση, εξέλιξη που -αν τελικά συμβεί- σημαίνει ότι από την αρχή του 2013 θα αρχίσουν να βγαίνουν στον πλειστηριασμό ακίνητα κάθε είδους με ιδιαίτερα χαμηλή τιμή πρώτης προσφοράς.

Ένα απο τα πιο γνωστά, πλεον χυδαία και με πλατιά απήχηση στην «μάζα», μοτίβα του αντικομουνισμού ήταν και είναι ότι «αν έρθουν οι κομμουνιστές στην εξουσία θα μας πάρουν τα σπίτια». Το μοτίβο αυτό βασίζεται στην ψυχολογία του έλληνα που θεωρεί την ιδιοκτησία της στέγης ως απαραίτητο όρο οικογενειακής ασφάλειας και σιγουριάς και, προκειμένου να την αποκτήσει, είναι διατεθειμένος να υποστεί μεγάλες θυσίες.

Ο τίτλος είναι ενδεικτικός του παιχνιδιού που παίζεται: «Πρόταση-σοκ της τρόικας, στο «σφυρί» 100.000 κατοικίες». Δηλαδή, το πρώτο που μας λεει, η αστο-φυλλάδα, είναι ότι το σχέδιο αυτό δεν είναι της κυβέρνησης την οποία στηρίζει, αλλά του «εξωτερικού ζυγού» μας – ονομαστικά της τρόικας. Αμέσως μετά, αναγκάζεται να πει ότι «Ήδη ασκούνται πιέσεις από την πλευρά των δανειστών» και αν και δεν μας λεει σε ποια τάξη και σε ποια  εθνότητα ανήκουν οι «δανειστές», εύκολα εννοείται. Οι «δανειστές» που «κοιλοπονούν» για να βγουν τα σπίτια στο σφυρί είναι οι τράπεζες κυρίως της χώρας μας, των οποίων οι ιδιότητες είναι κυρίως Έλληνες. Οι δανειστές λοιπόν είναι μια κάστα με συγκεχυμένη εθνική ταυτότητα, αλλά με απόλυτα συγκεκριμένη οικονομική φυσιογνωμία που τους ενώνει, ανεξάρτητα απο την γλώσσα στην οποία κάνουν τις προσευχές τους και ανεξάρτητα απο το «έθνος» για το οποίο καλούν λαϊκά στρώματα να θυσιάζονται και στο οποίο ορκίζονται χωρίς ουσιαστικά ποτέ να ανήκουν σ’ αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, το κράμα συμφερόντων έχει ένα χρώμα γαλανόλευκο αλλά είναι πλέρια ενσωματωμένο με την στρατηγική της ΕΕ και της τρόικας που λειτουργεί σαν εντολοδόχος τους. Δεν είναι λοιπόν η τρόικα μόνο που μας φταιει αλλά το γεγονός ότι η τρόικα αυτή, η οποιαδήποτε τρόικα, είναι όργανο της τάξης τους.

Και τι ζητάει απο την Ελλάδα αυτή τάξη την οποία σπεύδει να εξυπηρετήσει σύσσωμο το ταξικό όργανο της, δηλαδή η υπερεθνική τρόικα σε ανήθικο εναγκαλισμό με τα «εθνικά» πολιτικά πρακτορεία του ευρο-μονόδρομου που μας κυβερνούν εδώ και τώρα, ή προορίζονται να μας κυβερνήσουν σε αυριανή αλλαγή βάρδιας;

Η στρατηγική της τάξης αυτής για την χώρα μας στοχεύει στη συγκεντροποίηση της ακίνητης περιουσίας της χώρας μας στα δικά της χέρια, αφαιρώντας την ιδιοκτησία της απο τα λαϊκά στρώματα που κατέχουν τα μικρά-μικρά κομματάκια της πίτας. Ο τρόπος που έχει μεθοδευτεί να πραγματοποιηθεί αυτό είναι, γενικά τα μέτρα εξωφρενικής λιτότητας και, ειδικότερα, μέσω μιας φρικώδους φορολογίας που πρώτον καθιστά αδύνατη (όχι απλά ασύμφορη) τη διατήρηση ακίνητων στα χέρια εργατικών οικογενειών, η οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα. Δεύτερον, και σαν αποτέλεσμα του πρώτου, με την καταστροφή της αγοράς ακίνητων που οδηγεί σε απαξίωση τους, η αστική τάξη βάζει στο χέρι τα μικρο-ακίνητα της εργατικής τάξης με όσο γίνεται μικρότερο τίμημα. Βεβαίως ελπίζουν ότι η καταστροφή της αγοράς ακίνητων θα έχει κάποια χρονικά όρια, μετά τα οποία θα ανακάμψει ώστε θα ανέβει κι η ανταλλακτική άξια τους.

Αυτό που γίνεται σήμερα ουσιαστικά είναι η καταλήστευση και του τελευταίου αισθήματος ασφάλειας που έχει ο έλληνας εργαζόμενος σε σχέση με την ιδιοκτησία της στέγης του. Δηλαδή το αδήλωτο σύνθημα τους είναι «όλη η ακίνητη περιουσία στους αστούς». Τελικά να μείνει ο έλληνας εργαζόμενος χωρίς τίποτε άλλο εκτός απο την εργατική του δύναμη.

Μαντεύετε και έναν άλλο στόχο, καθαρά πολιτικό αυτή την φορά: με δεδομένο ότι η καμπύλη της «ζήτηση εργασίας» συναντιέται σε χαμηλότερο επίπεδο με την «καμπύλη της προσφοράς της εργασίας», που σημαίνει ανεργία, οι εκβιασμοί και η τρομοκρατία των αστών προς τους εργάτες θα είναι πιο πρόσφοροι, και η χειραγωγησή τους πιο σίγουρη, αν όχι δεδομένη.  

Συμπέρασμα? Αν δεν τους σταματήσουμε θα μας γυρίσουν πίσω, στις σπηλιές!


Υ.γ.
(Διαβάστε και τούτο)


 Posted by  do.b4tool8

ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ


ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ 
του Ούλριχ Χούαρ 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Το ζήτημα της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό συζητιέται σε κλίμα αντιπαραθέσεων σε συνάρτηση με αναλύσεις της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, καθώς και της επεξεργασίας των αντιλήψεων σχετικά με το σοσιαλισμό. Η συζήτηση αυτή διεξάγεται ήδη από τη δεκαετία του ’20 στη Σοβιετική Ενωση ανάμεσα σε σοβιετικούς οικονομολόγους και άλλους επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών. Από τότε που δημιουργήθηκαν σοσιαλιστικά κράτη στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη συζητιέται και από οικονομολόγους εκείνων των κρατών. Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση -από τη δεκαετία του ’20- επικαλούνταν και εξακολουθούν να επικαλούνται στην επιχειρηματολογία τους το Μαρξ και τον Ενγκελς, εν μέρει και το Λένιν. Το ζήτημα αυτό παρέμεινε επίκαιρο στη διάρκεια των δεκαετιών σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, καθώς και στα σοσιαλιστικά κράτη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης , μέχρι την καταστροφή τους.
Κάτι εκ των προτέρων: Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση είναι στην πλειοψηφία τους επιστήμονες και δημοσιογράφοι του οικονομικού τομέα, που είναι γνώστες του αντικειμένου και μπορεί κανείς να τους πάρει στα σοβαρά. Παρ’ όλα αυτά, κατέληξαν σε εκτιμήσεις της κατάστασης που δεν είναι μόνο διαφορετικές, αλλά και αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες.
Δύο χρόνια μετά την καταστροφή του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ και την προσάρτησή της από την ΟΔΓ, ο Ρόμπερτ Κουρτς (Robert Kurz) στο βιβλίο του «Η επιστροφή του Ποτέμκιν» παρέπεμψε «στην αναγκαιότητα μιας ρήξης με το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα καθεαυτό...» .
Ο Κούρτς δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή εμπορευμάτων στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό. «Η οικονομική «αξία» και το εμπόρευμα, η τιμή και το κέρδος είναι οι βασικές κατηγορίες αυτού του συστήματος, που χαρακτηρίζουν στον ίδιο βαθμό τις γραφειοκρατικές σχεδιασμένες, αλλά και τις Δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς». (σελ. 24).
Ετσι, σύμφωνα με τη γνώμη του, η κατάρρευση του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ το 1989 δεν ήταν μόνο ήττα, αλλά και «ρήξη εποχών», η οποία περιλαμβάνει επίσης την καπιταλιστική Δύση (σελ. 24).
Ο «κρατικός σοσιαλισμός δεν ήταν παρά μια παραλλαγή στην ιστορία της επιβολής του σύγχρονου συστήματος της οικονομίας της αγοράς», που το «τέλος του ανακοινώνει ίσως την κρίση των κοινών θεμελίων όλων των σύγχρονων εμπορευματοπαραγωγών κοινωνιών» (σελ. 221, οι υπογραμμίσεις είναι του Κουρτς).
Η Σοβιετική Ενωση, όπως και ο Τρίτος Κόσμος είναι ««αργοπορημένες κοινωνίες» ενός αναπληρωματικού εκσυγχρονισμού» (σελ. 28). Δηλαδή και η ΛΔΓ και η CSSR (Λ.Δ.Τσ.) ανήκαν στις «αργοπορημένες κοινωνίες»;
Το γεγονός ότι και η άλλη πλευρά κατανοεί την Οκτωβριανή Επανάσταση σαν επανάσταση του Τρίτου Κόσμου, δεν κάνει ακόμα σωστή την εξίσωση της Σοβιετικής Ενωσης με τον Τρίτο Κόσμο.
Στο μεταξύ η θέση σχετικά με τον αναπληρωματικό «εκσυγχρονισμό» στη Σοβιετική Ενωση έχει ηλικία πάνω από 30 χρόνων και έχει ήδη αρχίσει να παλαιώνει και έπειτα την εφάρμοσαν στις συνθήκες της ΟΔΓ καθοριστικά οι Γκελέν (Gehlen), Φράγιερ (Freyer), Κόντσε (Conze), Σίντερ (Schieder) και Ερτμαν (Erdmann). Ετσι, μπήκαν τελικά στη δυτικογερμανική ιστοριογραφία.
Ο Κουρτς, για να αποφύγει την από το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα προγραμματισμένη καταστροφή, μας προσανατολίζει «στη βήμα με βήμα, πραγματική αποδέσμευση -στη διαμορφωμένη παγκόσμια κοινωνία- της αναπαραγωγής από τη μορφή των εμπορευμάτων και το χρήμα... Πρέπει να τεθεί το ερώτημα, πώς εν όψει της ιστορικής κρίσης του συστήματος μπορεί να διοργανωθεί μια κοινωνική ζωή πέρα από τα ανώνυμα τυφλά φετίχ της αγοράς και της κρατικής μηχανής...» (σελ. 223).
 Ο Κουρτ βλέπει μια δυνατότητα γι’ αυτή την «αποδέσμευση» στις εταιρίες - ανταλλαγής στη βάση του είδους, όπως τις παρατηρήσαμε σαν μεμονωμένα φαινόμενα στην εξωτερική οικονομία στην ΚΑΚ, καθώς και ανάμεσα στα ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη, μετά από την κατάρρευση του σοσιαλισμού λόγω της έλλειψης συναλλάγματος (σελ. 63. κ.ο.κ.). Ο Κουρτς θέλει με αυτό τον τρόπο να κάνει την ανάγκη αρετή. Αυτή η «αποδέσμευση» θα ήταν «χωρίς αμφιβολία μια δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία...» (σελ. 225).
Αλλά γιατί «να μην αξιοποιήσουμε με άλλο και νέο τρόπο αυτή την ανάγκη; Αν τις φυσικές σχέσεις, που γεννιούνται από το γεγονός ότι μια κανονική αγορά δεν μπορεί να κρατηθεί, τις πάρουμε στα σοβαρά, τις θεωρήσουμε οικείες προοπτικές και τις αναπτύξουμε παραπέρα, σαν συστημικό κύκλο αναπαραγωγής με δικό του τρόπο, τότε θα μπορούσαν να παράγουν στοιχεία ενός νέου μετασχηματισμού του συστήματος της αγοράς...».
Θα μπορούσε να ήταν «ένα σύστημα, το οποίο μέσα στα πλαίσια των δικών του κύκλων δε λειτουργεί καθόλου πια σε κατηγορίες χρήματος σύμφωνα με τα κριτήρια ισοδυναμίας της ανταλλαγής εμπορευμάτων, αλλά που λειτουργεί σε φυσικά μεγέθη σύμφωνα με σωστά κριτήρια της ανάγκης και της οικολογικής ανεκτικότητας. Αν, ούτως ή άλλως, οι φυσικές μορφές αναφοράς είναι το σημείο εκκίνησης, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή να ταξινομηθεί μεταφορά των πόρων -που συμπεριλαμβάνονται σε αυτές- επίσης με τρόπο φυσικό και σύμφωνα με οικολογικά κριτήρια» (σελ. 234).
Πέρα από τις αφηρημένες - ουτοπικές αντιλήψεις του, ο Κουρτς δεν αναρωτιέται ούτε για το υποκείμενο που θα πρέπει να πραγματοποιήσει αυτή την «αποδέσμευση». Αυτός ο «κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να είναι «μη-ιδεολογικός, πραγματιστικός, περιπτωσιακός, διαφοροποιημένος στο χρόνο και το χώρο» (σελ. 234).
Ο Κουρτς σωστά βλέπει την κρίση του «συστήματος της οικονομίας της αγοράς», αλλά διαχωρίζει την «οικονομία της αγοράς» από τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, καταχωρώντας το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό στην ίδια φόρμουλα της «εμπορευματοπαραγωγικής κοινωνίας».
Απορρίπτει το να σκέπτεται κανείς σε όρους «υπολειμμάτων της ιδεολογίας του εργατικού κινήματος» (σελ. 71). Η «λεγόμενη ταξική πάλη» έχει γίνει «αντίκα» ακόμα και αν προκύψουν κοινωνικοί αγώνες και αναταραχές (σελ. 221). Αλλά, τότε, ποιοι είναι οι αυτουργοί των «κοινωνικών αγώνων»; Ο Κουρτς θέλει να διεξάγει έναν «συνειδητά μη-ιδεολογικό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα» (σελ. 229).
Η νέα βαρβαρότητα, όπως εκφράζεται στο δεξιό ριζοσπαστισμό, ναι μεν «παράγεται συστημικά από την αντικειμενικότητα της κρίσης», αλλά δε βγαίνει «από τους υποκειμενικούς στρατηγικούς υπολογισμούς της τάξης των καπιταλιστών». Πρόκειται για μια «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο», η οποία παράγει «μια τέτια βαρβαρική παρακμή της συνείδησης» (σελ. 230).
Αν ακολουθήσουμε αυτή την επιχειρηματολογία του Κουρτς, τότε θα ’πρεπε να εξηγούμε το φασισμό από την «αντικειμενικότητα» της «κρίσης του συστήματος». Αν ο Κούρτς καταλαβαίνει την «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο» σαν αυθόρμητη λειτουργία αντικειμενικών οικονομικών νόμων που υπάρχουν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και με αυτόν τον τρόπο και ανεξάρτητα από τη συνείδηση της τάξης των καπιταλιστών μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε. Ομως, αφήνει έξω από το συλλογισμό του το ότι οι αντικειμενικοί ιστορικοί νόμοι είναι η συναρτημένη δράση ανθρώπων, στη δική μας περίπτωση καπιταλιστών και μισθωτών εργατών, καθώς και άλλων από το μισθό εξαρτημένων ατόμων, στο βαθμό που δεν είναι ανεξάρτητοι από ένα υποκείμενο. Η κρίση που καθορίζεται από την αυθόρμητη δράση αντικειμενικών οικονομικών νόμων, είναι κρίση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και γι’ αυτό έχει ταξικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αρθεί χωρίς την επαναστατική ταξική πάλη.
Ο Κουρτς, για άλλη μια φορά, αποδείχνει ότι χωρίς το ταξικό ζήτημα δεν εξηγούνται ούτε το ιστορικό προτσές και τελικά ούτε οι επιδράσεις των κατηγοριών αξίας.
Ο Μάνφρεντ Ζάμαϊτατ  αντικρούει τον τρόπο λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό ... «δεν ήταν νόμος, αλλά αξίωμα και στο βαθμό που ήταν νόμος, δεν ήταν σοσιαλιστικός» .
Ο Ζάμαϊτατ αντικρούει γενικά, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί κοινωνικοί νόμοι: «...οι δήθεν οικονομικοί νόμοι, όπως για παράδειγμα ο νόμος της αξίας ή η αρχή της αποδοτικότητας, δεν είναι -τουλάχιστον δεν ήταν στον έως τώρα υπαρκτό σοσιαλισμό- αντικειμενικοί νόμοι, αλλά αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να οργανωθεί η οικονομική ζωή. Εκ τούτου είναι μάλλον νομικοί νόμοι. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μορφές κοινωνικοποίησης της παραγωγής, που τις εφαρμόζει συνειδητά η κοινωνία».
«Η ανατροπή των σχέσεων παραγωγής από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό πραγματοποιείται ... ακριβώς για να αντιπαραταχθεί στο νόμο της αξίας, που λειτουργεί τυφλά ... η συνειδητή δράση των εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός μόνο τότε είναι σοσιαλισμός, εφόσον υποτάσσεται στους νόμους «της φύσης». Πράγματι μόνο στη σχέση του προς τη φύση και όχι εφόσον πρόκειται για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πρέπει να δημιουργήσει μόνος του τους οικονομικούς νόμους (καλύτερα: κανόνες). Οι παραγωγοί στο καπιταλιστικό προτσές εργασίας, μπορούν να ιδιοποιηθούν και να εσωτερικεύσουν αυτούς τους κανόνες, μόλις αποκτήσουν «ισχύ», όπως και τους νομικούς νόμους και κανόνες, αλλά ωστόσο δε γίνονται με αυτό αντικειμενικοί νόμοι. Παραμένουν (με πολιτικές αποφάσεις) μέτρα συμπεριφοράς, στα οποία υποτάσσονται οι παραγωγοί, επειδή είναι συνετοί. Αντιστοιχούν στους κανόνες της κυκλοφορίας. Είναι οι κανόνες της οικονομικής κίνησης των ανθρώπων μεταξύ τους».
Ακολουθώντας τον Ζάμαϊτατ, δεν υπάρχει ούτε οικονομική θεωρία του σοσιαλισμού, διότι μια οικονομική θεωρία διερευνά αντικειμενικούς νόμους και νομοτέλειες. Με αυτόν τον τρόπο όμως παραιτείται από την επεξεργασία μιας «θεωρίας του σοσιαλισμού» η οποία απαιτείται στον τίτλο, καθώς και στο κείμενο.
Και να που έχουμε το πρώτο πρόβλημα: Στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί νόμοι ή όχι;
Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ήδη, διεξαγόταν μια σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους σοβιετικούς οικονομολόγους για το αν στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι -ανάμεσα σε αυτούς ο νόμος της αξίας- ή όχι. Ακόμα αμφισβητήθηκε η ύπαρξη μιας πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμη για τη σοσιαλιστική κοινωνία. Οι αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι δρουν αυθόρμητα, πίσω από την πλάτη των ανθρώπων. Αυτό ισχύει για τον καπιταλισμό. Η πολιτική οικονομία, όπως την επεξεργάστηκε ο Μαρξ, είχε σαν αντικείμενο τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ετσι, η πολιτική οικονομία σαν επιστήμη για το σοσιαλισμό, δεν έχει αντικείμενο. Το σοσιαλιστικό κράτος καθοδηγεί συνειδητά την οικονομία. Ο ρυθμιστής της οικονομίας είναι η θέληση του προλεταριακού κράτους, του κομμουνιστικού κόμματος, που επιβάλλεται μέσω του σχεδιασμού.
Στην ακραία του μορφή η δικτατορία του προλεταριάτου χαρακτηρίστηκε σαν βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, υπήρχαν μόνο νομικοί νόμοι, με βάση τους οποίους καθοδηγιόταν η οικονομία . Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Σ. Πάρτιγκουλ (Partigul) νόμιζε, ότι «η βάση για την καθιέρωση των τιμών ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο δεν είναι η αφηρημένη ισοδυναμία, δεν είναι η ισότητα των δαπανών εργασίας, αλλά η πολιτική του προλεταριακού κράτους. Η οικονομική πολιτική του κράτους πρέπει να εγγυηθεί τη συνοχή της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και γεωργίας, καθώς και ένα αντίστοιχο επίπεδο συσσώρευσης για τη σοσιαλιστική βιομηχανία (...). Βάση των τιμών μας δεν είναι ο νόμος της αξίας» .
Σύμφωνα με τον Μπουχάριν «δε χωράει μια επιστήμη, που μελετάει τους «τυφλούς νόμους» της αγοράς, διότι η ίδια η αγορά λείπει. Με αυτό τον τρόπο το τέλος της κοινωνίας που στηρίζεται στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή σημαίνει και το τέλος της πολιτικής οικονομίας». Ο Λένιν σημείωσε στο περιθώριο, σχετικά με αυτό: «Ανακριβές. Ακόμα και στον καθαρό κομμουνισμό τουλάχιστον η σχέση Ι v + m προς ΙΙ c ; Και η συσσώρευση;» .
Οι σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν υιοθετήσει την αντίληψη, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι, ανάμεσα στους οποίους και ο νόμος της αξίας, που τους εκμεταλλεύεται συνειδητά το κράτος και που βρήκαν την απήχησή τους στο σχεδιασμό, σαν ρυθμιστής της οικονομίας. Αυτή η περίοδος επιστημονικών οικονομικών ερευνών στη Σοβιετική Ενωση έκλεισε με τη σημαντική αναγνώριση του γεγονότος ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στους αντικειμενικούς νόμους και τον τρόπο αυθόρμητης λειτουργίας τους στον καπιταλισμό. Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Ναντιέσντιν (Nadeshdin) νόμιζε ότι: «Ο νόμος της αξίας, σε μερικές περιπτώσεις, δε θα παρουσιαστεί σαν εχθρική προς το σοσιαλισμό δύναμη, αλλά σαν μια υποταγμένη δύναμη η οποία, σε τελευταία ανάλυση, υπηρετεί την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής...» .
Ο Κρίμαν, παρομοίως, είχε τη γνώμη ότι «στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας διατηρούνται ακόμα κάποια υπολείμματα εμπορευματικών σχέσεων».
Σαν ένθετο έχει ένα απόσπασμα από την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας. Οι λέξεις «έσοδο της εργασίας», που και σήμερα είναι απορριπτέες εξαιτίας της διφορούμενης έννοιάς τους, χάνουν έτσι κάθε νόημα.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχτεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, επομένως, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε. Επομένως ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός - ύστερα από τις κρατήσεις - παίρνει πίσω ακριβώς ό,τι δίνει. Αυτό που της έδοσε είναι η ατομική του ποσότητα εργασίας. Για παράδειγμα, η κοινωνική εργάσιμη μέρα αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας. Ο ατομικός εργάσιμος χρόνος του μεμονωμένου παραγωγού είναι το τμήμα της κοινωνικής εργάσιμης μέρας που πρόσφερε ο ίδιος, είναι το μερτικό του σε αυτή. Παίρνει απ’ την κοινωνία μια απόδειξη ότι πρόσφερε τόση εργασία (ύστερα από αφαίρεση της εργασίας του για τα κοινά αποθέματα) και μ’ αυτή την απόδειξη παίρνει από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα, όσα αντιστοιχούν στη δουλιά που ξόδεψε. Την ίδια ποσότητα εργασίας, που έδοσε στην κοινωνία με μια μορφή, την παίρνει πίσω με άλλη μορφή.
Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή άλλαξαν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο εκτός από την εργασία του και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν μπορεί να περάσει στην ιδιοκτησία των μεμονωμένων προσώπων, εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης. Ομως, σε ό,τι αφορά στη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους μεμονωμένους παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων (Warenaquivalenten), ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή με ίση εργασία σε άλλη μορφή» .
Το χρωστάμε στον Μποριλίν (Borilin), ότι ο νόμος αξίας διαχωρίστηκε από την αυθόρμητη μορφή εμφάνισής του. Ο αγώνας ενάντια στον αυθορμητισμό στην οικονομία είναι κάτι άλλο από τον αγώνα ενάντια στην ισοδύναμη ανταλλαγή . Ο Ζάμαϊτατ επαναλαμβάνει δηλαδή το ίδιο θεωρητικό μεθοδολογικό λάθος, την ταύτιση του νόμου της αξίας με τον αυθόρμητο τρόπο εμφάνισής του στον καπιταλισμό; Αν οι οικονομικοί νόμοι περιοριστούν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό τους, τότε μπορούν να επιφέρουν μεγάλη ζημιά στο σοσιαλισμό, ακόμα να οδηγήσουν στην καταστροφή του, αν δε ρυθμιστούν και αξιοποιηθούν από το κράτος, δηλαδή αν δεν περιοριστεί ο αυθορμητισμός τους (δε θα μπορέσει να παραμεριστεί τελείως). Η συνέπεια της διάψευσης της λειτουργίας αντικειμενικών οικονομικών νόμων θα ήταν αναγκαστικά μια απολυτοποίηση του ρόλου του σοσιαλιστικού κράτους, της σοσιαλιστικής συνείδησης, της «βούλησης» που «όλα τα μπορεί». Με την αντίληψη αυτή δεν αντιπαρατάσσεται μηχανιστικά ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους και της συνείδησης στους αντικειμενικά λειτουργούντες νόμους; Δε βγαίνει από αυτό ο κίνδυνος της βουλησιαρχίας στην οικονομική πολιτική; Υπήρξαν βουλησιαρχικές αποφάσεις στην οικονομική πολιτική και εδώ βλέπω μια από τις βασικότερες αιτίες της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού.
Κομματικές ηγεσίες, όπως με τον Χρουστσιόφ, τον Γκορμπατσόφ και στις δεκαετίες ’70 και ’80 το ΕΣΚΓ με τους Χόνεκερ - Μίταγκ, πήραν βουλησιαρχικά οικονομικές πολιτικές αποφάσεις, για την υλοποίηση των οποίων έλειπαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή, δε λήφθηκαν υπόψη οι αντικειμενικά λειτουργούντες οικονομικοί νόμοι, ιδίως ο νόμος της αξίας. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Ετσι, η αντίληψη του Ζάμαϊτατ βρήκε αντικρούσεις. «Ακριβώς το αντίστροφο» της γνώμης του Ζάμαϊτατ αντιπροσωπεύει ο Χανς Καλτ τονίζοντας ότι ο σοσιαλιστικός κοινωνικός σχηματισμός στην πρώτη του φάση, «δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, από ένα σύστημα αναπαραγωγής, που ρυθμίζεται από την εμπορευματική ανταλλαγή» . Ο Καλτ βλέπει στις «συνέπειες της άγνοιας του νόμου της αξίας από τα μέσα» σαν κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού . Ο Καλτ, το 1993, ήδη στα βιβλία του «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ» (’93) και «Η μακριά σκιά του Στάλιν» (’94), είχε παρουσιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, σχετικά με τη σοβιετική πολιτική και θεωρία της οικονομίας (μόνο σύντομα αναφέρει την οικονομία των άλλων σοσιαλιστικών χωρών). Παρέπεμψε στο «σε πολλά σημεία» αντιφατικό χωρίο του Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», το οποίο ερμηνεύεται από τους διαψευστές της λειτουργίας των κατηγοριών της αξίας στο σοσιαλισμό μέχρι σήμερα ως εξής: Ηδη στο σοσιαλισμό σαν πρώτη, κατώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν υπάρχει πια εμπορευματική παραγωγή. Ο Καλτ ερμηνεύει αντίστροφα το ίδιο απόφθεγμα του Μαρξ: «Οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα αγαθά τους (αφού δεν είναι ατομική ιδιοκτησία) ούτε εμφανίζεται η εργασία που ενσωματώθηκε σε αυτά, σαν αξία αυτών των προϊόντων, αλλά, όμως, σύμφωνα με την εδώ γνώμη του Μαρξ, σε αυτή τη φάση της νέας κοινωνίας, «που πάνω της έχει ακόμα τα σημάδια των παλαιών κοινωνιών», επικρατεί για τα καταναλωτικά αγαθά «η ίδια αρχή, που ρυθμίζει την εμπορευματική ανταλλαγή». Αυτή η αρχή, όμως, είναι ο νόμος της αξίας» .
Ο Καλτ επίσης προειδοποιεί εμφατικά για τις επικίνδυνες επιδράσεις των ουτοπιών σχετικά με την αντικατάσταση της εμπορευματικής παραγωγής από την εφαρμογή της ανταλλαγής προϊόντων με την προοπτική μιας «οποιασδήποτε μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας» και κριτικάρει την προαναφερόμενη αντίληψη του Ρόμπερτ Κουρτς . Η παράβλεψη των κατηγοριών του νόμου της αξίας οδήγησε, κατά τον Καλτ, στην ανάπτυξη του γραφειοκρατισμού και στο ότι «όλο και περισσότερες αποφάσεις πήραν υποκειμενικό, βουλησιαρχικό χαρακτήρα» . «Αυτό το σύστημα δεν κατάρρευσε επειδή είχαν άδικο ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Δεν μπορούσε παρά να καταρρεύσει ακριβώς γιατί και σε αυτό το σύστημα λειτουργούσαν οι αντικειμενικοί νόμοι της κίνησης της ιστορίας, που είχαν ανακαλυφθεί από τους Μαρξ-Ενγκελς» .
Η κύρια αιτία της κατωτερότητας του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου «ήταν η επί δεκαετίες αγνόηση των οικονομικών νόμων, που ενεργούν αυθόρμητα και στο σοσιαλισμό». Αυτοί οι «αντικειμενικά λειτουργούντες νόμοι της κοινωνίας» θα μπορούσαν «να είχαν ρυθμιστεί και ελεγχθεί ακόμα και με την έννοια των ανθρωπιστικών σοσιαλιστικών αντιλήψεων περί αξιών...» .
Ωστόσο, ο Καλτ δε συσχετίζει την κριτική του της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας αδιαφοροποίητα με τη συνολική ιστορία της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Παραπέμπει ιδιαίτερα στις παραλείψεις της «τελευταίας φάσης», ιδίως της δεκαετίας του ‘80 . Για τον Καλτ είναι φανερό, ότι η σοσιαλιστική κοινωνία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη βρισκόταν ακόμα στο αρχικό της στάδιο.
«Οσο οι κομμουνιστικές αντιλήψεις σχετικά με την αξία, η αλληλεγγύη, η ανάγκη από εργασία που έχει νόημα και είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας, δεν έχουν φτάσει στο να ηγεμονεύουν φανερά στην κοινωνία, καμιά γραφειοκρατία -ούτε η πιο πολυάριθμη - και κανένας μηχανισμός εξουσίας δεν μπορεί να εμποδίσει την επενέργεια του νόμου της αξίας» .
Οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία του νόμου της αξίας μπορούν να νεκρώσουν μόλις στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Αλλά μέχρι τότε πρέπει να διανυθεί ένας πολύ μακρύς, γεμάτος από πέτρες δρόμος.
Ο Βίλι Γκερνς, στην κριτική του της άποψης του Ζάμαϊτατ σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό, επισημαίνει ότι η πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν πρέπει να βλέπεται σαν κάτι το στατικό, αλλά στη διαδικασία της ανάπτυξής της. Αυτό, λέει, ισχύει και για «τις μορφές της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την έκταση και τους τομείς στους οποίους εξακολουθεί να υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και μαζί με αυτή και η επενέργεια του νόμου της αξίας» . Ο Γκερνς στηριζόμενος στις εμπειρίες του έως τώρα σοσιαλισμού, θεωρεί λάθος, «την ιδέα, ότι ήδη στο σοσιαλισμό θα μπορούσε να υπάρχει σε γενικές γραμμές μια γενική κοινοκτημοσύνη και να ξεπεραστεί η εμπορευματική παραγωγή. Αν, π.χ. η ΛΔΓ, παρακάμπτοντας τις συνεταιριστικές μορφές ιδιοκτησίας στην αγροτική οικονομία, θα είχε περάσει γενικά στην παλλαϊκή κρατική ιδιοκτησία (κι αυτό θα σήμαινε απαλλοτρίωση των αγροτών), τότε η αντεπανάσταση πιθανά θα είχε νικήσει πολύ νωρίτερα» .
Ο Γκερνς γνωρίζει ότι στη ΛΔΓ ο νόμος της αξίας λαμβάνονταν υπόψη στις βασικές γραμμές του. Κάτω από τους συγκεκριμένους όρους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπου «υπάρχουν διάφορες συλλογικές ιδιοκτησίες και ακόμα και μικροί ατομικοί ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργατική δύναμη, καθώς και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν αποφεύγεται, ωστόσο, ούτε η ανταλλαγή ανάμεσα στους παραγωγούς εμπορευμάτων και μαζί με αυτά και οι επενέργειες του νόμου της αξίας (συμπεριλαμβανομένων των αντιφάσεων, που συνδέονται με αυτά).
Στην εμβέλεια της επίδρασης του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό μπορούν να τεθούν «όλο και πιο στενά όρια». Η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας μπορούν να εξαφανιστούν μόνο στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, όταν πια υπάρχουν οι υλικές και συνειδησιακές προϋποθέσεις γι’ αυτό .
Ο Ζάμαϊτατ, όμως, επισημαίνει και ένα άλλο πρόβλημα ακόμα: «Η διαμόρφωση της θεωρίας σχετικά με τις δικές του οικονομικές βάσεις έμεινε, στο βαθμό που μπορούμε να το κρίνουμε σήμερα, στενοκέφαλη και τυφλή» . Ο Καλτ συμφωνεί «πλήρως» με την αντίληψη αυτή . Ο Καλτ, βεβαίως, περιορίζει την κριτική του της διαμόρφωσης θεωρίας στην «τελευταία φάση» -ακολουθώντας τα συμφραζόμενα του άρθρου του- και μάλιστα στη δεκαετία του ’80 έχοντας υπόψη του προπαντός τη σοβιετική εξέλιξη.
Κατά το Ζάμαϊτατ «οι σκέψεις σχετικά με την αποτυχία των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού... πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν σημείο εκκίνησης την κριτική της πολιτικής οικονομίας τους, αν θέλουν να κάνουν πραγματικές ιστορικές - υλιστικές αναλύσεις. Είναι ευκολότερο να το πεις αυτό παρά να το κάνεις. Διότι είναι αυτονόητο, ότι οι πολιτικοοικονομικές θεωρίες των κυρίαρχων σε αυτές τις χώρες κομμάτων σχετικά με τις ίδιες τις δικές τους κοινωνίες είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς για να διεισδύσουμε στην καρδιά της υπόθεσης». Ο Ζάμαϊτατ νομίζει ότι η «θεωρία αυτή αποδείχθηκε ακατάλληλη για τη δράση». Η πολιτική οικονομία δεν είχε «σκοπό... να ασκήσει βασική κριτική» των υπαρκτών σχέσεων, αλλά να «χρησιμεύσει σαν υπόδειξη για δράση». Επειδή οι θεωρίες αυτές είχαν αποδειχθεί τελικά σαν «όχι κατάλληλες» για δράση, δεν ήταν ούτε κατάλληλες «για την ανάλυση της αποτυχίας» . Αν ο Ζάμαϊτατ εννοεί τη δεκαετία του ’80, τότε μπορούμε να συμφωνήσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, με την κριτική του. Ομως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θεωρητική του ανάπτυξη του συνολικού χρονικού διαστήματος της ύπαρξης των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κρατών. Αυτό δε σημαίνει, ότι δεν υπήρχαν πλάνες στη θεωρητική ανάπτυξη πριν από τη δεκαετία του ’80.
Ποια ανάπτυξη θεωρίας, άλλωστε, ήταν ποτέ της απαλλαγμένη από πλάνες; Εδώ τίθεται αμέσως το ερώτημα, σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να κριθεί η θεωρητική ανάπτυξη στις σοσιαλιστικές χώρες.
Σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις; Αυτές προχώρησαν ήδη -σε ορισμένους συγγραφείς (!)- οκτώ χρόνια μετά από την ήττα και δεν μπορούσαν καν να υπάρχουν πριν, δηλαδή την εποχή της πρακτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάτω από τις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, που διεξήγαγαν τα ιμπεριαλιστικά ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη, και τη θεωρητική ανάπτυξη που ήταν η συνέπειά του.
Από την άλλη όμως: Πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανάλυση της ήττας ή από το ερώτημα, πώς ήταν δυνατόν ότι ο σοσιαλισμός μπόρεσε να υπάρξει επτά δεκαετίες στη Σοβιετική Ενωση και τέσσερις δεκαετίες στη ΛΔΓ, ότι μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα του στον 20ό αιώνα, ότι η Σοβιετική Ενωση μπόρεσε σε ένα εξαιρετικά μικρό ιστορικό διάστημα να μετατρέψει ένα καθυστερημένο αγροτικό κράτος με έναν, ως επί το πλείστον αγροτικό πληθυσμό και 85% αναλφάβητους, περίπου, σε ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος, σε μια παγκόσμια δύναμη, που πέτυχε σε επί μέρους τομείς της Επιστημονικής Τεχνικής Επανάστασης κορυφαίες αποδόσεις και καθόριζε την κατάσταση στον κόσμο; Ολα αυτά έγιναν με μια «τυφλή και στενοκέφαλη οικονομική θεωρία;»
Οι αναμφισβήτητες επιτυχίες της Σοβιετικής Ενωσης δεν μπορούν να εξηγηθούν και μόνο από το μέγεθος της χώρας, από τον πλούτο των υλικών πόρων και την εκτατικά διευρυμένη αναπαραγωγή, που ευνοείται από αυτές. Σίγουρα, αυτά τα δεδομένα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Για τη ΛΔΓ, ούτως ή άλλως, οι όροι αυτοί για την αναπαραγωγή δεν ισχύουν. Πώς τότε, όμως, εξηγούνται οι επιτυχίες της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής) στη δεκαετία του ’60, τις οποίες μάλλον δεν αμφισβητεί πια κανένας σοβαρός οικονομολόγος;
Ετσι, φτάσαμε στο δεύτερο πρόβλημα - ερώτημα: Σύμφωνα με ποια κριτήρια ασκείται η κριτική της έως τώρα θεωρητικής ανάπτυξης;
Ο Ζάμαϊτατ έχει δίκιο σε ένα σημείο: Πρέπει να πάρουμε σαν σημείο εκκίνησης για την ανάλυση, την κριτική της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και αυτό «είναι ευκολότερο να το πεις παρά να το κάνεις», ακόμα περισσότερο, εφόσον, πάντα πρέπει να λαμβάνεις υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνταν η ανάπτυξη της θεωρίας. Θα έπρεπε να επεξεργαστεί κανείς το τι έχει απαντηθεί θεωρητικά και τι όχι, ποια γνωσιακή πρόοδο έκανε και ποιες παραλείψεις, ποια λάθη διέπραξε.
Το να αξιολογήσει κανείς, μια και καλή, την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν «τυφλή και στενοκέφαλη» είναι εξίσου λάθος από ό,τι μια άκριτη εξήγηση.
Παρεμπιπτόντως: Ο Καλτ δε μιλάει για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, αλλά για μια μαρξιστική πολιτική οικονομία σε διάκριση από την αστική πολιτική οικονομία. Αν υπάρχει μια «πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού», δηλαδή η υποδιαίρεση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας σε μια πολιτική οικονομία του καπιταλισμού και σε μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν σχετικά αυτοτελείς ξεχωριστές επιστήμες, ήταν το θέμα αντιπαραθέσεων στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομίας στο Βερολίνο, τις δεκαετίες ’60 και ’70.
Στο βαθμό που η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία, καθώς και η διαλεκτική υλιστική μέθοδος, εφαρμόζεται στη διερεύνηση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, συμπεριλαμβανομένης της μεταβατικής περιόδου, το θεωρώ δικαιολογημένο να μιλάμε για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, σαν μια σχετικά αυτοτελή, ξεχωριστή επιστήμη.  Ακολουθώντας την αντίληψη του Καλτ στα προαναφερόμενα βιβλία και άρθρα του αντίστοιχα, τότε βλέπουμε ότι η κριτική του, της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης, αφορά σαφώς τη δεκαετία του ’80. Σε σχέση με τα λάθη της γκορμπατσοφικής οικονομικής πολιτικής παρατηρεί: «Ρόλο-κλειδί παίζει η μιζέρια, στην οποία κατέληξε η επιστήμη «μαρξιστική» πολιτική οικονομία σοβιετικού τύπου» . Κύρια αδυναμία της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας χαρακτηρίζεται «η μη κατανόηση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο προτσές της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής» .
Στο νόμο της αξίας αποδόθηκε σημασία μόνο με τη στενή έννοια της επενέργειάς του στη διαμόρφωση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών που παράγονται σαν εμπορεύματα.
Ομως, με το πέρασμα στο χονδρεμπόριο μετατράπηκαν και οι πηγές της παραγωγής σε εμπορεύματα και, με αυτόν τον τρόπο, υποτάχθηκαν στο νόμο της αξίας. Αυτό, όμως, δεν το κατάλαβαν. «Ούτε κατανοήθηκε» το «ότι ο νόμος της αξίας λειτουργούσε επίσης, όταν σε ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των τιμών, που επιτεύχθηκαν, δεν αντιστοιχούσε στην κοινωνική αξία» .
Ο Καλτ ρωτάει επίσης, για ποιο λόγο τόσο πολλοί «έξυπνοι άνθρωποι» πτοήθηκαν μπροστά στην αναγνώριση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στη μεταβατική κοινωνία. Πιστεύει ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί, «μόνο από μια επιπόλαια κατανόηση της αντίληψης του Μαρξ σχετικά με τη λειτουργία αυτού του νόμου της αξίας». Η αλυσίδα των επιπτώσεων λόγω της λειτουργίας του νόμου της αξίας θα ήταν γι’ αυτούς τους ανθρώπους «αδιάρρηκτες και αμετάβλητες». Νόμος της αξίας σημαίνει και λειτουργία του νόμου της υπεραξίας και αυτός μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω της επίτευξης καπιταλιστικού κέρδους. Αυτό σημαίνει, όμως, αναπόφευκτα εκμετάλλευση εκείνων που δημιουργούν όλες τις αξίες... Επειδή κανείς δεν μπόρεσε να «καταργήσει» τη λειτουργία αυτών των αντικειμενικών οικονομικών νόμων, η διάψευσή τους το έκανε δυσκολότερο και τελικά και αδύνατο, να ελέγχουν και να επηρεάζουν τις συνέπειες» . Συνεπώς, σύμφωνα με τον Καλτ ο νόμος της υπεραξίας λειτουργεί και στη σοσιαλιστική κοινωνία σαν μεταβατική κοινωνία. Ωστόσο η κριτική του Καλτ δεν ισχύει για όλους τους σοβιετικούς οικονομολόγους. Υπήρχαν γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στα μέσα παραγωγής. Αλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο μπόρεσαν οι γνώσεις αυτές να επιβληθούν στην οικονομική πολιτική. Ο όρος, που χρησιμοποιεί ο Καλτ για μια «επίσημη» σοβιετική οικονομική θεωρία είναι αμφισβητήσιμος.
Με αυτό μπορούν να εννοούνται το πολύ οι οικονομικο-πολιτικές αποφάσεις και οι «θεωρητικές» αιτιολογήσεις τους εκ μέρους κομματικών ηγεσιών. Ομως, δε σημαίνει ότι όλες οι θεωρητικές αιτιολογήσεις των κομματικών ηγεσιών ήταν εκ των προτέρων εσφαλμένες. Ο Ούλμπριχτ είχε αναγνωρίσει εντελώς τις επενέργειες του νόμου της αξίας, καθώς και του νόμου της υπεραξίας και επίσης ο Κοσίγκιν είχε καταλάβει τη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τις οικονομικές τους στρατηγικές. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Στη θεωρία δεν υπάρχουν «επίσημες» απόψεις. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι υπήρξαν κομματικοί αξιωματούχοι που αξίωναν την επισημότητα για τις αντιλήψεις τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση των πραγμάτων.
Ετσι, ο Καλτ παραπέμπει στις κατακτήσεις του μαρξιστικού πολιτικο-οικονομικού στοχασμού στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα στην αρχική περίοδο. «Για το επίπεδο της νεαρής σοβιετικής πολιτικής οικονομίας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στον κόσμο, σοβιετικοί οικονομολόγοι επεξεργάστηκαν έναν απολογισμό, για τα έτη 1923-1924, του καταμερισμού του συνολικού κοινωνικού προϊόντος ανάμεσα στους ξεχωριστούς κλάδους της οικονομίας» . Κατονομάζει μερικούς σημαντικούς σοβιετικούς οικονομολόγους της δεκαετίας του ’20, που δεν είναι και πολύ γνωστοί σήμερα , επισημαίνει επίσης τις καταπιέσεις του Στάλιν, θύματα των οποίων έπεσαν οικονομολόγοι, όπως ο Νικολάι Βοσνεσσένσκι (1950). Λεπτομέρειες των περιστάσεων, στις οποίες έγιναν αυτά τα τραγικά γεγονότα δεν έχουν αποσαφηνιστεί μέχρι σήμερα.
Ηταν οπωσδήποτε πολύ περισσότεροι σοβιετικοί οικονομολόγοι που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και όχι μόνο αυτό: Που την ίδρυσαν κιόλας, αλλά δεν αναφέρονται από τον Καλτ και αυτό δεν το καταλαβαίνω. Για παράδειγμα: Οι Σκβόρζοφ - Στεπάνοφ, Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, Βορίλιν και άλλοι. Οι Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, και Βορίλιν μάλιστα, κατάφεραν σημαντικά πράγματα ακριβώς σε ό,τι αφορά τις γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη μεταβατική περίοδο. Πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη τη συνολική κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης, στην οποία πραγματοποιούνταν, τις δεκαετίες ’20 και ’30, η ανάπτυξη της θεωρίας .

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας στη ΛΔΓ έγινε σε στενή συνεργασία με σοβιετικούς οικονομολόγους - επιστήμονες. Αλλά εκ των προτέρων θα πούμε το εξής: Η επιστήμη της ΛΔΓ δεν ήταν καθόλου κακή απομίμηση της σοβιετικής θεωρητικής ανάπτυξης. Η πολιτική εξάρτηση της ΛΔΓ από τη Σοβιετική Ενωση - που προσωρινά άφησε σημαντικό περιθώριο στην αυτοτελή εξέλιξη της ΛΔΓ -  δεν μπορεί απλώς να μεταφερθεί στον τομέα της επιστημονικής ανάπτυξης. Η επίδραση αυτή ήταν όλο και περισσότερο αμοιβαία. Δεν ήταν λίγοι οι οικονομολόγοι της ΛΔΓ που έλαβαν την εκπαίδευσή τους σε σοβιετικές Ανώτατες Σχολές, αλλά ούτε λίγοι ήταν οι νέοι σοβιετικοί πολίτες στις Ανώτατες Σχολές της ΛΔΓ.
Γι’ αυτό υπήρχαν στενές σχέσεις ανάμεσα σε επιστήμονες και επιστημονικά Ιστιτούτα της ΕΣΣΔ και της ΛΔΓ, καθώς και μια συνεχής ανταλλαγή εμπειριών, συζητήσεις για επίμαχα προβλήματα, στις οποίες έλαβα μέρος κι εγώ, μέσω των δραστηριοτήτων μου στην Ανώτατη Σχολή Οικονομίας «Μπρούνο Λόισνερ». Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η επίδραση της οικονομίας της ΛΔΓ στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση ήταν ισχυρότερη παρά το αντίστροφο. Επίσης, υπήρχαν τέτιες σχέσεις με επιστήμονες και Ανώτατες Σχολές στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ανώτατη Σχολή για την Οικονομία στο Βερολίνο - Κάρλσχορστ είχε σχέσεις με τις Ανώτατες Σχολές για την Οικονομία στην Μπρατισλάβα, στην Κρακοβία, το Πανεπιστήμιο Καρλς στην Πράγα και άλλα. Οταν παρακάτω παραπέμπω στη θεωρητική συζήτηση για το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό στη ΛΔΓ, πρέπει να περιληφθεί αυτή η διεθνής ανταλλαγή εμπειριών σαν μια από τις πηγές, παρ’ όλο που δε θα σταθούμε σε αυτές για λόγους χώρου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση άσκησε επίδραση στην οικονομικό-επιστημονική συζήτηση στη ΛΔΓ, σε σχέση με το σχέδιο ενός νέου εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Επειδή αυτό αφορούσε ιδιαίτερα την εργασία του Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», στην οποία παραπέμπουν και σήμερα ακόμα μέσα στις εργασίες της ιστορίας της οικονομικής θεωρίας, σκιαγραφούμε εδώ σύντομα τις αντιλήψεις του Στάλιν σχετικά με το νόμο της αξίας.
Οπως έχει επισημανθεί ήδη συχνά και από άλλες πλευρές, ο Στάλιν απλοποίησε τις επιπτώσεις του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό και τις περιόρισε στην κυκλοφορία των καταναλωτικών εμπορευμάτων. Σωστό αυτό. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτού του ζητήματος από το Στάλιν είναι αντιφατική. Σωστά ξεκινάει από τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων - συμπεριλαμβανομένου του νόμου της αξίας - που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση, αλλά που μπορούν να τους εκμεταλλευτούν και που η εμβέλεια της λειτουργίας τους μπορεί να περιοριστεί, χωρίς όμως, να μπορούν να αρθούν οι ίδιοι .
Η εμπορευματική παραγωγή δεν είναι ταυτόσημη με την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, λέει. Η εμπορευματική παραγωγή μπορεί να είναι χρήσιμη για μια ορισμένη περίοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας χωρίς να οδηγήσει στον καπιταλισμό. Στη Σοβιετική Ενωση υπήρχε μια εμπορευματική παραγωγή, «ειδικής φύσης», δηλαδή χωρίς καπιταλιστές . Ταυτόχρονα, όμως, ο Στάλιν στράφηκε ενάντια σε «κείνους τους συντρόφους» που «είχαν τελείως άδικο», επειδή ήθελαν να αποκαταστήσουν τις οικονομικές κατηγορίες του καπιταλισμού, όπως την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, την υπεραξία, το κεφάλαιο, το κέρδος κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους κλπ.  Πρέπει να αφήσω ανοιχτό το τι έχουν πει πράγματι οι σύντροφοι που τους έγινε κριτική και αν ο Στάλιν τους είχε καταλάβει και τους είχε παραθέσει σωστά. Γίνεται, όμως, φανερό ότι οι σύντροφοι που τους ασκήθηκε κριτική, αντιλαμβάνονταν την εμβέλεια επενέργειας του νόμου της αξίας ευρύτερα απ’ ό,τι ο Στάλιν. Αν λειτουργεί ο νόμος της αξίας, τότε λειτουργούν και οι κατηγορίες του νόμου της αξίας. Το ζήτημα που έπρεπε να διερευνηθεί δεν ήταν αν στην σοσιαλιστική φάση σαν μεταβατική περίοδο παραγόταν υπεραξία στην παραγωγή, αλλά ποιος την ιδιοποιούταν και πώς και για ποιο σκοπό επενδυόταν, ποιο μέρος της υπεραξίας, αντιστοίχως, μπορούσε να ρεύσει στο κοινωνικό ταμείο κατανάλωσης.
«Δεύτερο, ύστερα από την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρουμένης όμως της κοινωνικής παραγωγής, παραμένει κυρίαρχος ο καθορισμός της αξίας με την έννοια, ότι γίνεται ουσιαστικότερη από κάθε άλλη φορά η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παραγωγής, τέλος η λογιστική για όλα αυτά» .
Κατά το Στάλιν, η εμβέλεια επενέργειας εκτεινόταν «προπαντός» στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, στην ανταλλαγή «κυρίως» εμπορευμάτων προσωπικής ανάγκης. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιδράσεις του νόμου της αξίας δεν περιορίζονταν στην κυκλοφορία εμπορευμάτων. Ο νόμος της αξίας μπορεί να μην είχε ρυθμιστική επίδραση, αλλά ωστόσο επηρέαζε την παραγωγή.
«Αν αναγάγει βέβαια κανείς το μισθό εργασίας στη γενική του βάση, δηλαδή στο μέρος του προϊόντος της δικής του δουλιάς, που μπαίνει στην ατομική κατανάλωση του εργάτη - αν το μέρος αυτό το απαλλάξει κανείς από τον κεφαλαιοκρατικό φραγμό και το διευρύνει ως την έκταση της κατανάλωσης που, από τη μια μεριά, επιτρέπει η υπάρχουσα παραγωγική δύναμη της κοινωνίας (δηλαδή η κοινωνική παραγωγική δύναμη της δικής του εργασίας, σαν εργασίας πραγματικά κοινωνικής) και που από την άλλη μεριά, απαιτεί η πλήρης ανάπτυξη του ατόμου - αν παραπέρα αναγάγει κανείς την υπερεργασία και το υπερπροϊόν στο μέτρο που απαιτείται κάτω από τους δοσμένους όρους παραγωγής της κοινωνίας, από τη μια μεριά, για τη δημιουργία ενός κεφαλαίου (Fonds) ασφάλειας και εφεδρείας, και, από την άλλη μεριά, για τη συνεχή διεύρυνση της αναπαραγωγής στο βαθμό που καθορίζεται από την κοινωνική ανάγκη - αν τέλος συμπεριλάβει κανείς στη στήλη υπ’ αριθμ. 1 της αναγκαίας εργασίας και στην υπ’ αριθμ. 2 στήλη της υπερεργασίας την ποσότητα της εργασίας που τα ικανά για εργασία μέλη της κοινωνίας είναι υποχρεωμένα να συνεισφέρουν για τα μέλη εκείνα της κοινωνίας, που δεν είναι ακόμα ή που δεν είναι πια ικανά για εργασία, δηλαδή αν αφαιρέσει κανείς και από τον μισθό εργασίας και από την υπεραξία, από την αναγκαία εργασία και από την υπερεργασία τον ειδικό κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα, τότε μένουν όχι ακριβώς οι μορφές εκείνες, αλλά μόνο οι βάσεις τους, που είναι κοινές σε όλους τους κοινωνικούς τρόπους παραγωγής» .
Αυτές τις σκέψεις, όμως, τις παίρνει αμέσως πίσω με τον ισχυρισμό ότι τα καταναλωτικά αγαθά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της εργατικής δύναμης στη διαδικασία παραγωγής, παράγονται και υλοποιούνται σαν εμπορεύματα τα οποία υποτάσσονται στη λειτουργία του νόμου της αξίας. «Εδώ ακριβώς φαίνεται η επίδραση του νόμου της αξίας στην παραγωγή». Σε αυτά τα πλαίσια, ζητήματα όπως η οικονομική λογιστική, η αποδοτικότητα, το ίδιο κόστος, οι τιμές και τα παρόμοια, θα είχαν επίκαιρη σημασία για τις επιχειρήσεις .
Μέχρι σήμερα αριστεροί συγγραφείς και αρθρογράφοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή, τη σχέση του σχεδιασμού και του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή της οικονομίας. Η σχέση σχεδιασμού και νόμου της αξίας, σχεδιασμού και αγοράς στο σοσιαλισμό, ως μεταβατική κοινωνία, ήταν το τρίτο πρόβλημα-ερώτημα σαν διαλεκτικά αντιφατική σχέση.
Μερικοί σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν στη συζήτηση για το σχέδιο - εγχειριδίου φανερά τη γνώμη, ότι ο νόμος της αξίας στη δεύτερη, ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα έχει χάσει τη δύναμή του ως ρυθμιστής των σχέσεων ανταλλαγής, αλλά θα εξακολουθήσει να λειτουργεί σαν ρυθμιστής των σχέσεων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Κατά τρόπο συνεπή είχαν και τη γνώμη ότι ο νόμος της αξίας ρυθμίζει στην πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού τις αναλογίες του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Μπορούσαν να στηριχθούν γι’ αυτό σε μερικά αποφθέγματα του Μαρξ.
Ομως, ο Στάλιν, θεώρησε αυτές τις αντιλήψεις εσφαλμένες. Σαν επιχείρημα έλεγε ότι το σοσιαλιστικό κράτος προς το συμφέρον της διατήρησης αναγκαίων επιχειρήσεων για τη λαϊκή οικονομία, θα διέθετε επίσης στις καθόλου αποδοτικές επιχειρήσεις εργατική δύναμη και αντίστοιχους πόρους, εφόσον ο νόμος της αξίας δεν μπορούσε να ήταν ρυθμιστής . Αυτό, όμως, είναι άλλο ζήτημα. Και το καπιταλιστικό κράτος κρατάει στη ζωή με τις αντίστοιχες επιδοτήσεις, συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την απόκτηση του καπιταλιστικού κέρδους. Και δε μιλάμε καν για την κρατική ρύθμιση σε καιρούς πολέμου. Ο νόμος της αξίας περιορίζεται με αυτόν τον τρόπο στη λειτουργία του, αλλά δεν τίθεται καθόλου εκτός ισχύος. Ο Στάλιν, σε μια πολεμική ενάντια στο σοβιετικό οικονομολόγο Α. Ι. Νότκιν, έβγαλε εμφατικά μέσα παραγωγής, προπαντός εργαλεία παραγωγής, από την κυκλοφορία εμπορευμάτων και, με αυτόν τον τρόπο από την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου του αξίας . Ο Στάλιν αναγνώριζε εντελώς «ότι τα μαρξιστικά σχήματα της αναπαραγωγής με κανέναν τρόπο δεν εξαντλούνται με την αντανάκλαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ότι περιέχουν μαζί μ’ αυτό ολόκληρη σειρά βασικών θέσεων της αναπαραγωγής, που ισχύουν για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, και ανάμεσά τους  ειδικά και για το σοσιαλιστικό κοινωνικό σχηματισμό» . Δεν μπόρεσε όμως, να συσχετίσει τις λειτουργίες των κατηγοριών αξίας στη σοσιαλιστική οικονομία με την περιπλοκότητα που τη χαρακτηρίζει. Η ανάπτυξη του Στάλιν, καθώς και η πολεμική του ενάντια στους σοβιετικούς οικονομολόγους σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό καθιστούν σαφές ότι οι οικονομολόγοι που τους ασκείται η κριτική, ιδίως ο Νότκιν, καθώς και ο Σανίνα και ο Βένσερ, που πουλάνε τη γεωργική τεχνική στις συλλογικές οικονομικές εκμεταλλεύσεις, φόρτωσαν στις ίδιες τις εκμεταλλεύσεις τις επενδύσεις για την αγορά και τη συντήρηση της τεχνικής και ήθελαν να απαλλάξουν τον κρατικό προϋπολογισμό από επενδύσεις δισεκατομμυρίων προς όφελος άλλων επιχειρήσεων . Ετσι, αντιλαμβάνονταν τη θεωρία της αξίας του Μαρξ, καθώς και την εφαρμογή της στη σοσιαλιστική κοινωνία, σαν μεταβατική κοινωνία, πολύ ευρύτερα από το Στάλιν. Δεν μπορούσαν να επιβληθούν. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ο Στάλιν που έβλεπε έτσι περιορισμένα την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου της αξίας. Εκείνη την εποχή ήταν η άποψη πολλών σοβιετικών οικονομολόγων. (Η πλειοψηφία; «Επίσημη άποψη;»). Ταυτόχρονα ο Στάλιν απόρριψε αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες θα ακολουθούσε ένα γρήγορο πέρασμα στην ανταλλαγή προϊόντων. Το τελευταίο έλεγαν, είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο βαθμιαία με το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δεν ήταν ακόμα γνωστά όλα τα έργα του Μαρξ και του Ενγκελς και δεν είχαν μεταφραστεί όλα ακόμα στα Ρώσικα. Σε αυτά ανήκε και ένα μέρος της αλληλογραφίας που περιλάμβανε 13 τόμους. Από τις «θεωρίες για την υπεραξία» κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος στα ρώσικα μόλις το 1954, ο δεύτερος το ’57 και το ’61, μετά από το θάνατο του Στάλιν δηλαδή.
Είναι δικαιολογημένη, καθώς φαίνεται, η ερώτηση, κατά πόσο ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου», στον οποίο λέγονται ουσιώδη πράγματα για το νόμο της αξίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ήταν γνωστός στο Στάλιν αλλά και σε άλλους οικονομολόγους. Στη διάρκεια του πολέμου η οικονομικο-επιστημονική έρευνα έφυγε από το προσκήνιο, αν δεν σταμάτησε και τελείως. Φυσικά, αυτές οι συνθήκες που αποτέλεσαν τροχοπέδη για τη θεωρητική ανάπτυξη, δεν ίσχυαν για το Στάλιν. Σε αυτό το βαθμό η «μακρινή σκιά» δεν περιορίζεται μονάχα στο Στάλιν, το αυταρχικό καθοδηγητικό στιλ του οποίου έχει, φυσικά, συμβάλλει στο ότι εσφαλμένες απόψεις -δίπλα σε εντελώς σωστές γνώσεις- αποδείχτηκαν ανθεκτικές και μακρόβιες. Στη ΛΔΓ αμφισβητήθηκαν ήδη τη δεκαετία του ’50, στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση. Τη δεκαετία του ’60 ξεπεράστηκαν με την επεξεργασία της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής).

KERKYΡΑ- 24ωρη απεργία στις 31/8


Ο απολογισμός των κινητοποιήσεων των ξενοδοχ/λων – 24ωρη απεργία στις 31/8






Το δικό του απολογισμό δράσης γνωστοποίησε ο σύνδεσμος ξενοδοχοϋπαλλήλων Κέρκυρας, μετά τις κινητοποιήσεις στις οποίες προχώρησε το τελευταίο διάστημα. 
Ενώ, στην ίδια ανακοίνωση υπογραμμίζουν πως ήδη ξεκίνησαν οι εργασίες για την 24ωρη απεργία, που προγραμματιζόυν στις 31 Αυγούστου.

Η ανακοίνωση - απολογισμός

Oι ξενοδοχοϋπάλληλοι πραγματοποίησαν την εβδομάδα που πέρασε πολύμορφες αγωνιστικές κινητοποιήσεις στα ξενοδοχεία της Κέρκυρας διεκδικώντας την υπογραφή της τοπικής συλλογικής σύμβασης χωρίς μειώσεις, την ανάκληση της απόφασης για διακοπή της επιδότησης ανεργίας των εποχιακών , την εξόφληση δεδουλευμένων και την βελτίωση των συνθηκών εργασίας , την ανάκληση απολύσεων. 
Μέσα σε αυτές τις κινητοποιήσεις ξεχωρίζει η συνέχιση της επίσχεσης εργασίας στο IONIAN PRINCESS , η παράσταση διαμαρτυρίας στο ξενοδοχείο ΜΠΕΛΒΕΝΤΕΡΕ(συμφερόντων Γεωργούλη) για την καταβολή δεδουλευμένων του 2009 στους απολυμένους του ΑΚΤΗ ΜΕΣΟΓΓΗΣ, η παράσταση διαμαρτυρίας στο ξενοδοχείο REGENCY με αίτημα την υπογραφή τοπικής σύμβασης. 
Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα ξενοδοχεία κορυφώθηκαν γι αυτή την εβδομάδα με την 24ωρη απεργία, την συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο αεροδρόμιο και την διανομή ξενόγλωσσης ανακοίνωσης στους επισκέπτες της Κέρκυρας. 
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του σωματείου , η συμμετοχή στην απεργία κρίνεται ικανοποιητική . 
Ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή είχε η απεργία στα ξενοδοχεία KONTOKALI BAY, ΚOPΚYRA ,SUNSHINE,GELINA, IONIAN PRINCESS, ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΙΤΣΑ, ενώ και σε άλλα ξενοδοχεία απήργησε ικανοποιητικός αριθμός εργαζομένων . 
Ο Σύνδεσμος Ξενοδοχοϋπαλλήλων συνεχίζει την οργάνωση του αγώνα για την επιτυχία της 24ωρης απεργίας τις 31 Αυγούστου.


     



Ντελάλης του ευρωμονόδρομου ο ΣΥΡΙΖΑ


Ντελάλης του ευρωμονόδρομου ο ΣΥΡΙΖΑ
Ο ψευτοκαυγάς με τη ΝΔ στόχο έχει να κρύψει ότι η πραγματική τους αντίθεση βρίσκεται στο ποιος είναι καλύτερος συνομιλητής της ΕΕ και της τρόικας
Τις αντιφάσεις που γεννά η στρατηγική του υπέρ της ΕΕ από τη μια και η προσπάθειά του να κοροϊδέψει το λαό ότι υπάρχουν φιλολαϊκές λύσεις στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης, αναδεικνύουν οι αντικρουόμενες απόψεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για τα ζητήματα της οικονομίας και των εξελίξεων στην Ευρωζώνη. Τις διαφορετικές απόψεις εκμεταλλεύεται η ΝΔ για να παρουσιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν δύναμη δήθεν ενάντια στην ΕΕ.
Με αυτόν τον τρόπο και με τη συνδρομή του ΣΥΡΙΖΑ, το αστικό πολιτικό σύστημα ενισχύει την καταστροφική για το λαό λογική του ευρωμονόδρομου. Ταυτόχρονα, συντηρεί ένα δικομματικό καυγά που στόχο έχει να συγκαλύψει το γεγονός ότι με ευθύνη της ΕΕ και των ντόπιων υποστηρικτών της ο λαός οδηγείται σταθερά στην ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.
Αφορμή για το νέο γύρο ανακοινώσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ έδωσε η δήλωση, την Πέμπτη, του Π. Λαφαζάνη ότι «η χρεοκοπία δεν είναι απαραίτητα καταστροφή». Ακολούθησε την Παρασκευή συνέντευξη του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τ. Κουράκη, ο οποίος διαπίστωσε ότι «οδεύουμε σε άτακτη χρεοκοπία με τους χείριστους όρους», συμπληρώνοντας ότι δεν είναι σίγουρος πως είναι λάθος όσα είπε ο Π. Λαφαζάνης.
«Αυτό που είπε, σε τελευταία ανάλυση, στους ξένους ηγέτες είναι μη μας παραζορίζετε», είπε ο Τ. Κουράκης, επιβεβαιώνοντας ότι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αναφανδόν υπέρ της ΕΕ και ότι βλέπει την αποπληρωμή του χρέους σαν «διαπραγματευτικό όπλο» - όπως είπε - για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Καυγάς εντός και εκτός
Συμπληρωματικά στους παραπάνω, ο επίσης βουλευτής Δ. Στρατούλης, μιλώντας το Σάββατο στο ραδιοσταθμό «Flash», δήλωσε πως «για εμάς δεν είναι φετίχ το νόμισμα, για εμάς φετίχ είναι η επιβίωση του ελληνικού λαού και η οικονομική ανάκαμψη και ανόρθωση της χώρας μας».
Εξηγώντας και αυτός πως η θέση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά ενάντια στην καπιταλιστική ΕΕ είναι, συμπλήρωσε ότι η χώρα έχει τη δυνατότητα «να κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης με βάση τις κανονιστικές ρυθμίσεις του ΟΗΕ, τη διεθνή εμπειρία και τι έχουν αποδεχθεί άλλες χώρες σύμφωνα με τη διεθνή νομολογία διεθνών δικαστηρίων».
Καλεί, δηλαδή, το λαό να στοιχισθεί πίσω από νομικίστικες λύσεις για την παραγραφή μέρους του χρέους, συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι τα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα είναι επίσημη στρατηγική της ΕΕ ανεξάρτητα από τα χρέη και τα ελλείμματα και ότι η «ανάπτυξη με λιτότητα» είναι σιδερένιος νόμος των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ενάντια στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δε λέει κουβέντα.
Αντιδρώντας στις παραπάνω δηλώσεις, ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Α. Μητρόπουλος απέστειλε επιστολή στον Αλέξη Τσίπρα, ζητώντας τη σύγκληση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος, προκειμένου να συζητηθεί το θέμα.
Οι δηλώσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσαν τις καταγγελίες της ΝΔ ότι επιδιώκει τη χρεοκοπία της χώρας και την επιστροφή στη δραχμή. Απαντώντας, ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τον Αντ. Σαμαρά«πρωθυπουργό της δραχμής», συντηρώντας σκόπιμα τον αποπροσανατολιστικό καυγά για το ποιος θέλει την Ελλάδα έξω από την ΕΕ.
Με τα μπούνια υπέρ της ΕΕ
Τα πράγματα ως προς τις πραγματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε να βάλει στη θέση τους η βουλευτής του σχήματος Ρ. Δούρου. Μιλώντας στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ έχρισε τον ΣΥΡΙΖΑ μοναδικό αληθινό υπέρμαχο της «διαπραγμάτευσης» με την τρόικα και την ΕΕ, λέγοντας ότι«εμείς λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας την υπόθεση της διαπραγμάτευσης. Αυτό για το οποίο ακριβώς κατηγορούμε τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών είναι ότι ουδέποτε κατανόησαν το νόημα της διαπραγμάτευσης».
Η ίδια περιέγραψε «λεπτομερειακά» - όπως είπε - την αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαπραγμάτευση, λέγοντας ότι το κόμμα της επιδιώκει «τη μετατροπή των επιμέρους δημοσίων χρεών των χωρών σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος, την αλλαγή του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, τη δημιουργία ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, τη δημιουργία ευρωπαϊκού αναδιανεμητικού προϋπολογισμού (...) να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση σύγκληση συμβουλίου κορυφής, όπου με αφορμή το ελληνικό πρόβλημα θα αναγκάζονταν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να υιοθετήσουν μια ατζέντα για την επίλυση αυτής της τρομακτικής κρίσης που δοκιμάζει τα όρια όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά κι εκείνα του υπόλοιπου κόσμου, των ΗΠΑ, της Κίνας, κ.ά.».
Η ίδια διαβεβαίωσε ότι «εμείς θα διαπραγματευόμασταν με τους Ευρωπαίους ηγέτες αλλά με μία συγκεκριμένη ατζέντα. Αντίθετα, η επιστολή που απέστειλε, με αφορμή το πρόβλημα υγείας του, κατά το Συμβούλιο Κορυφής, ο κ. Σαμαράς, κατέδειξε, όπως διαπίστωσε και ο πιο αφελής πολίτης, ότι ο κ. πρωθυπουργός δεν ήθελε να επαναδιαπραγματευθεί».
Ο πιο καλός «διαπραγματευτής»
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που προεκλογικά έσκουζε για ακύρωση τάχα του μνημονίου, παραδέχεται ότι η διαφορά του με την κυβέρνηση περιορίζεται στο ποιος μπορεί να διαπραγματευθεί καλύτερα με τους Ευρωπαίους εταίρους. Ταυτόχρονα, αναμασά προτάσεις που έχουν ρίξει στο τραπέζι ανταγωνίστριες καπιταλιστικές δυνάμεις, στο πλαίσιο της διαμάχης για την αστική διαχείριση της κρίσης. Επιβεβαιώνει και μ' αυτόν τον τρόπο ότι είναι κόμμα του ευρωμονόδρομου, που τσακίζει τους λαούς στα κράτη - μέλη, με ή χωρίς μνημόνιο.
Από αυτή τη σκοπιά, η διαμάχη με την κυβέρνηση είναι ψευδεπίγραφη και σε καμιά περίπτωση δεν απαντά στα πραγματικά συμφέροντα του λαού, που στενάζει στην κυριολεξία και μπορεί να βρει διέξοδο μόνο σε σύγκρουση με την ΕΕ και τα κόμματά της, για αποδέσμευση από τη λυκοσυμμαχία με λαϊκή εξουσία και μονομερή διαγραφή του χρέους.
Καταλήγοντας, η Ρ. Δούρου κάλεσε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να εκφράζονται με ενιαίο τρόπο, ώστε να μην μπαίνει σε δοκιμασία η κυβερνητική προοπτική του σχήματος. Είπε επί λέξει:
«Απευθύνω λοιπόν έκκληση σε όλους μας, σε όλα τα στελέχη μας: Υπάρχουν τα όργανα κι ας μη σπεύδουν στην αποστολή προσωπικών επιστολών ή την έκδοση Δελτίων Τύπου και τη διατύπωση προσωπικών δηλώσεων. Εχουμε από τη μια τη ΝΔ να ασκεί, σε μια κρίσιμη συγκυρία, μια επικίνδυνη πολιτική. Από την άλλη, συλλογικά επεξεργασμένες εναλλακτικές προτάσεις θα πρέπει πρωτίστως να κατατίθενται στα συλλογικά όργανα και στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ γιατί είναι πολλοί αυτοί που αγωνίστηκαν, σήμερα και στο παρελθόν, για να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ - ΕΚΜ το 27% και να αναλάβει αύριο τη διακυβέρνηση του τόπου».

ΕΥΡΩΖΩΝΗ Σενάρια και αντιθέσεις στη σκιά της κρίσης



ΕΥΡΩΖΩΝΗ
Σενάρια και αντιθέσεις στη σκιά της κρίσης
Ο ρόλος της ΕΚΤ και το βάθεμα της πολιτικής ενοποίησης στο επίκεντρο των παζαριών για έναν ακόμα ενδοϊμπεριαλιστικό συμβιβασμό
Οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη αναμένονται να πυκνώσουν το αμέσως επόμενο διάστημα, με δεδομένα τα ζόρια που μεγαλώνουν στη διαχείριση της κρίσης
Εντονη κινητικότητα στο διπλωματικό πεδίο ξεκινάει ξανά στην Ευρωζώνη, σε μια προσπάθεια των ισχυρότερων οικονομικά κρατών - μελών να πετύχουν νέους συμβιβασμούς για την ελεγχόμενη διαχείριση της κρίσης, εν μέσω κλιμακούμενων ανταγωνισμών και συγκρουόμενων συμφερόντων.
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται σταθερά ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και η δυνατότητά της να παρεμβαίνει στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, προκειμένου να «ανακουφίζει» από το υψηλό κόστος δανεισμού τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση και καταγράφουν υψηλό χρέος. Ισπανία και Ιταλία «καίγονται» για μια τέτοια «αναβάθμιση» της ΕΚΤ, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η ανταγωνιστικότητα της οποίας θα πληγεί από την εξίσωση του κόστους δανεισμού με τις ανταγωνίστριες καπιταλιστικές οικονομίες.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, η ΕΚΤ εξετάζει το ενδεχόμενο να αγοράζει τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν«οικονομικά προβλήματα», προκειμένου να εμποδίζει τα επιτόκιά τους να ξεπερνούν ένα συγκεκριμένο όριο σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα. Το όριο αυτό θα έχει οριστεί εκ των προτέρων.
Για το συγκεκριμένο σχέδιο, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών δήλωνε χτες άγνοια, ενώ και η γερμανική κεντρική τράπεζα Bundesbank εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις. «Σε καθαρά θεωρητικούς, αφηρημένους όρους, ένα τέτοιο εργαλείο θα ήταν ασφαλώς πολύ προβληματικό. Ωστόσο, δεν γνωρίζω καμία πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση», δήλωσε ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης.
Από την πλευρά της, η Bundesbank αναφέρει στη μηνιαία έκθεσή της ότι «παραμένει επικριτική σχετικά με την αγορά κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, η οποία ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη σταθερότητα», προκαλώντας τη μήνη της Ιταλίας, το κόστος δανεισμού της οποίας σημείωσε νέα άνοδο τη Δευτέρα. Ο Ιταλός υπουργός Βιομηχανίας Κ. Πάσερα επέκρινε την αντίθεση της Bundesbank στα σχέδια της ΕΚΤ, λέγοντας πως «τέτοιες δηλώσεις διαταράσσουν τις αγορές».
Μέσα σ' αυτό το κλίμα, με τα ζόρια της διαχείρισης της κρίσης να μεγαλώνουν, συναντιούνται την Πέμπτη στο Παρίσι η Γερμανίδα καγκελάριος Α. Μέρκελ και ο Γάλλος Πρόεδρος Φ. Ολάντ, πριν τις διαδοχικές συναντήσεις που θα έχει μαζί τους ο Α. Σαμαράς,την Παρασκευή και το Σάββατο, σε Βερολίνο και Παρίσι, αντίστοιχα.
Ακολουθεί στις 6 Σεπτέμβρη η συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ. Για τις 3 του Σεπτέμβρη έχει οριστεί η άτυπη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) και στις 14-15 του ίδιου μήνα η τακτική συνεδρίαση των συμβουλίων Eurogroup/Ecofin. Την ατζέντα συμπληρώνουν η συνεδρίαση του Eurogroup για την Ελλάδα στις 8 Οκτώβρη και στις 18-19 Οκτώβρη η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Οι κόντρες, οι αντιθέσεις, αλλά και τα βάρβαρα μέτρα που ενιαία προωθούν οι αστικές κυβερνήσεις στα κράτη - μέλη, επιβεβαιώνουν ότι ανεξάρτητα από την εξέλιξη των μεταξύ τους παζαριών, οι λαοί της Ευρωζώνης θα συνεχίσουν να βιώνουν με τον πιο άγριο τρόπο τις συνέπειες από τη διαχείριση της κρίσης υπέρ των μονοπωλίων της ΕΕ.
Διεργασίες και σενάρια
Τις διεργασίες που κορυφώνονται στο παρασκήνιο επιβεβαιώνει και η δήλωση της Α. Μέρκελ από την Οττάβα του Καναδά ότι στηρίζει τη δέσμευση της ΕΚΤ πως πρέπει να γίνει «το παν για τη σωτηρία του ευρώ», με την προϋπόθεση ότι θα ενισχυθεί η Κομισιόν και θα αυστηροποιηθεί ο κοινοτικός έλεγχος σε χώρες - μέλη με υπέρογκο χρέος και παραβίαση των δημοσιονομικών.
Με άλλα λόγια, η Γερμανία ζητάει βάθεμα της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ σαν προαπαιτούμενο για κάθε αλλαγή στους όρους με τους οποίους τα κράτη - μέλη αντλούν χρήμα για τα μονοπώλιά τους. Οπως δήλωσε η Μέρκελ, ο χρόνος για την επιτακτική πορεία προς την πολιτική ένωση «τελειώνει».
Ο Καναδός πρωθυπουργός Στ. Χάρπερ δήλωσε από την πλευρά του πεπεισμένος ότι οι διακηρύξεις της ΕΚΤ «είναι αυτό που πιστεύουν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις», πιέζοντας κι αυτός στην κατεύθυνση που υποδεικνύουν οι ΗΠΑ για τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη σε βάρος των άμεσων συμφερόντων της Γερμανίας.
Με δεδομένες τις παραπάνω αντιθέσεις, κλιμακώνεται η συζήτηση για το μέλλον της Ευρωζώνης. Μιλώντας την Κυριακή στο Ρίμινι, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μ. Μόντι είπε ότι«για την Ιταλία, για την Ευρώπη, η μεγαλύτερη τραγωδία θα είναι να δούμε το ευρώ να γίνεται, εξαιτίας της ανικανότητάς μας, ένας διασπαστικός παράγοντας, που θα αφυπνίσει τις προκαταλήψεις που ο Βορράς έχει για το Νότο, και αντιστρόφως», παραδεχόμενος ωστόσο ότι «ο κίνδυνος αυτός ελλοχεύει».
Από την πλευρά του, το μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ Γ. Ασμουσεν, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau, διαπιστώνει ότι ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν διαχειρίσιμη, αλλά όχι τόσο συντεταγμένη όσο φαντάζονται κάποιοι.
Ο ίδιος, σύμφωνα με την Deutsche Welle, επαναλαμβάνει ότι θα μπορούσαν να περιοριστούν οι συνέπειες ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ, η οποία ωστόσο «θα συνοδευόταν από συρρίκνωση της ανάπτυξης και υψηλή ανεργία, ενώ θα ήταν και πολύ ακριβή για την Ελλάδα, για όλη την Ευρώπη και τη Γερμανία».
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα σενάρια που διαρρέονται για επικείμενο νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, αυτή τη φορά από την ΕΚΤ. Το πρακτορείο Reutersυποστηρίζει ότι αν η ΕΚΤ αποδεχόταν μια απομείωση της αξίας των ελληνικών κρατικών ομολόγων που διακρατεί, θα βοηθούσε την Αθήνα και θα καθησύχαζε τους επενδυτές που φοβούνται ότι θα υποστούν νέες ζημίες, αλλά μια τέτοια κίνηση συναντά σφοδρή αντίσταση στο εσωτερικό της.
Οπως σημειώνει το σχετικό ρεπορτάζ, στελέχη της ΕΚΤ απορρίπτουν την ιδέα να υποστεί η τράπεζα ζημιές και να κατηγορηθεί για πολιτικό ρόλο και άμεσο επηρεασμό της νομισματικής πολιτικής.
Αυτό ίσως οδηγήσει στην αναζήτηση πιο «δημιουργικών» λύσεων, εκτιμά το Reuters. Ενα σενάριο προβλέπει τα ευρωπαϊκά ταμεία να δώσουν εγγυήσεις στην ΕΚΤ για τις περαιτέρω αγορές κρατικών ομολόγων, να προσφέρουν δηλαδή ασφάλιστρα κινδύνου για το ενδεχόμενο ζημιών. Ενα ακόμα σενάριο προβλέπει την απομείωση, ή «κούρεμα», άλλων 100 δισ. ευρώ από το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Η ΕΚΤ έχει δαπανήσει περίπου 38 δισ. ευρώ για να αγοράσει ελληνικά κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 50 δισ. ευρώ. Ελληνικά ομόλογα διακρατούν και κεντρικές τράπεζες κρατών - μελών της Ενωσης, η αξία των οποίων εκτιμάται σε περίπου 12 δισ. ευρώ.
Αλλεπάλληλα κύματα μέτρων
Παράλληλα με τα σενάρια για την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στο ευρώ, κλιμακώνονται και οι πιέσεις στο λαό να αποδεχτεί την πτώχευσή του για να σωθεί η ντόπια και ξένη πλουτοκρατία. Η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση περαιτέρω οικονομικής βοήθειας στην Ελλάδα, είπε τη Δευτέρα ο Φινλανδός υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Α. Στουμπ, κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε.
«Δεν θα υπάρξει τρίτο πακέτο διάσωσης εάν δεν προχωρήσει (σ.σ. η Ελλάδα) σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», δήλωσε ο Στουμπ, σύμφωνα με το Reuters, επισημαίνοντας ότι η στήριξη της Ελλάδας συνοδευόταν πάντα από προϋποθέσεις.
Ο Β. Σόιμπλε είχε δηλώσει και αυτός σε συνέντευξή του ότι η Ελλάδα δεν θα πρέπει να περιμένει ένα νέο «πρόγραμμα στήριξης», καθώς υπάρχουν όρια στη βοήθεια που μπορεί να δοθεί στη χώρα. «Δεν είναι υπεύθυνο να ρίχνουμε λεφτά σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο», είχε πει το περασμένο Σάββατο. Γερμανία, Φινλανδία, Εσθονία και Σλοβακία αντιτίθενται στην παροχή νέων δανείων προς την Ελλάδα, ρίχνοντας νερό στο μύλο των αντιθέσεων με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία.
«Μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι τεχνικά δυνατή, αλλά ο πολιτικός κίνδυνος μιας τέτοιας εξέλιξης είναι ανυπολόγιστος», αναφέρει από την πλευρά του σε συνέντευξη στην αυστριακή εφημερίδα «Tiroler Tageszeitung» ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, που θα επισκεφθεί αύριο την Αθήνα για να συνδράμει την κυβέρνηση στον εκβιασμό και στα τελεσίγραφα προς το λαό.
Ρίχνοντας τροχιοδεικτικές βολές, ο ίδιος προσθέτει με νόημα ότι «αν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τα αιτήματα οικονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών αλλαγών, τότε μπορεί να πρέπει να ληφθεί υπόψη το συγκεκριμένο ενδεχόμενο», αλλά πιστεύει ότι τελικά η χώρα «θα παραμείνει εντός ευρώ, διότι θα εντατικοποιήσει τις προσπάθειές της για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της». Η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί αναγκασμένη να εγκαταλείψει το ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα «μόνο αν δεν σεβαστεί καμία συμφωνία και καταστρατηγήσει όλους τους κανόνες», είπε ο ίδιος.
Σύμφωνα, εξάλλου, με την Deutsche Welle, η εφημερίδα Suddeutsche Zeitung του Μονάχου κάνει λόγο για πρωτοβουλίες θωράκισης της Ευρωζώνης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Το νέο πλαίσιο μέτρων θα μπορούσε να προβλέπει και μία μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, έτσι ώστε να διευκολυνθεί ένα νέο ξεκίνημα για τη χώρα εκτός Ευρωζώνης, εκτιμά η εφημερίδα.
Η Ελλάδα είναι πιθανό να χρειασθεί να προχωρήσει σε επιπλέον περικοπές δαπανών ύψους 2,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2013-2014, ανεβάζοντας το συνολικό «λογαριασμό» των μέτρων στα 14 δισ. ευρώ, ισχυρίζεται σε δημοσίευμά του το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, το οποίο επικαλείται προσωρινή έκθεση της τρόικας. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα θα χρειαστεί να περικόψει δαπάνες 14 δισ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια, προκειμένου το έλλειμμα να υποχωρήσει κάτω από το 3% του ΑΕΠ έως τα τέλη του 2014.
Το αυξανόμενο κενό στη χρηματοδότηση της χώρας αποδίδεται στις καθυστερήσεις του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και στη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση.
Το ενδεχόμενο διάλυσης της Ευρωζώνης δεν περιλαμβάνει όμως μόνο το σενάριο αποχώρησης της Ελλάδας ή και άλλων χωρών με οικονομικά προβλήματα, αλλά και της Γερμανίας. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που θα δημοσιευθεί την Κυριακή στην εβδομαδιαία εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, το 1/3 των Γερμανών θα έλεγε «όχι» στην παραμονή της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας εντός της Ζώνης του Ευρώ, ενώ το 50% των Γερμανών θα τάσσονταν υπέρ της παραμονής της χώρας τους στην Ευρωζώνη.

TOP READ