ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
του Ούλριχ Χούαρ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Το ζήτημα της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό συζητιέται σε κλίμα αντιπαραθέσεων σε συνάρτηση με αναλύσεις της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, καθώς και της επεξεργασίας των αντιλήψεων σχετικά με το σοσιαλισμό. Η συζήτηση αυτή διεξάγεται ήδη από τη δεκαετία του ’20 στη Σοβιετική Ενωση ανάμεσα σε σοβιετικούς οικονομολόγους και άλλους επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών. Από τότε που δημιουργήθηκαν σοσιαλιστικά κράτη στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη συζητιέται και από οικονομολόγους εκείνων των κρατών. Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση -από τη δεκαετία του ’20- επικαλούνταν και εξακολουθούν να επικαλούνται στην επιχειρηματολογία τους το Μαρξ και τον Ενγκελς, εν μέρει και το Λένιν. Το ζήτημα αυτό παρέμεινε επίκαιρο στη διάρκεια των δεκαετιών σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, καθώς και στα σοσιαλιστικά κράτη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης , μέχρι την καταστροφή τους.
Κάτι εκ των προτέρων: Οσοι συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση είναι στην πλειοψηφία τους επιστήμονες και δημοσιογράφοι του οικονομικού τομέα, που είναι γνώστες του αντικειμένου και μπορεί κανείς να τους πάρει στα σοβαρά. Παρ’ όλα αυτά, κατέληξαν σε εκτιμήσεις της κατάστασης που δεν είναι μόνο διαφορετικές, αλλά και αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες.
Δύο χρόνια μετά την καταστροφή του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ και την προσάρτησή της από την ΟΔΓ, ο Ρόμπερτ Κουρτς (Robert Kurz) στο βιβλίο του «Η επιστροφή του Ποτέμκιν» παρέπεμψε «στην αναγκαιότητα μιας ρήξης με το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα καθεαυτό...» .
Ο Κούρτς δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στην παραγωγή εμπορευμάτων στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό. «Η οικονομική «αξία» και το εμπόρευμα, η τιμή και το κέρδος είναι οι βασικές κατηγορίες αυτού του συστήματος, που χαρακτηρίζουν στον ίδιο βαθμό τις γραφειοκρατικές σχεδιασμένες, αλλά και τις Δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς». (σελ. 24).
Ετσι, σύμφωνα με τη γνώμη του, η κατάρρευση του σοσιαλισμού στη ΛΔΓ το 1989 δεν ήταν μόνο ήττα, αλλά και «ρήξη εποχών», η οποία περιλαμβάνει επίσης την καπιταλιστική Δύση (σελ. 24).
Ο «κρατικός σοσιαλισμός δεν ήταν παρά μια παραλλαγή στην ιστορία της επιβολής του σύγχρονου συστήματος της οικονομίας της αγοράς», που το «τέλος του ανακοινώνει ίσως την κρίση των κοινών θεμελίων όλων των σύγχρονων εμπορευματοπαραγωγών κοινωνιών» (σελ. 221, οι υπογραμμίσεις είναι του Κουρτς).
Η Σοβιετική Ενωση, όπως και ο Τρίτος Κόσμος είναι ««αργοπορημένες κοινωνίες» ενός αναπληρωματικού εκσυγχρονισμού» (σελ. 28). Δηλαδή και η ΛΔΓ και η CSSR (Λ.Δ.Τσ.) ανήκαν στις «αργοπορημένες κοινωνίες»;
Το γεγονός ότι και η άλλη πλευρά κατανοεί την Οκτωβριανή Επανάσταση σαν επανάσταση του Τρίτου Κόσμου, δεν κάνει ακόμα σωστή την εξίσωση της Σοβιετικής Ενωσης με τον Τρίτο Κόσμο.
Στο μεταξύ η θέση σχετικά με τον αναπληρωματικό «εκσυγχρονισμό» στη Σοβιετική Ενωση έχει ηλικία πάνω από 30 χρόνων και έχει ήδη αρχίσει να παλαιώνει και έπειτα την εφάρμοσαν στις συνθήκες της ΟΔΓ καθοριστικά οι Γκελέν (Gehlen), Φράγιερ (Freyer), Κόντσε (Conze), Σίντερ (Schieder) και Ερτμαν (Erdmann). Ετσι, μπήκαν τελικά στη δυτικογερμανική ιστοριογραφία.
Ο Κουρτς, για να αποφύγει την από το εμπορευματοπαραγωγό σύστημα προγραμματισμένη καταστροφή, μας προσανατολίζει «στη βήμα με βήμα, πραγματική αποδέσμευση -στη διαμορφωμένη παγκόσμια κοινωνία- της αναπαραγωγής από τη μορφή των εμπορευμάτων και το χρήμα... Πρέπει να τεθεί το ερώτημα, πώς εν όψει της ιστορικής κρίσης του συστήματος μπορεί να διοργανωθεί μια κοινωνική ζωή πέρα από τα ανώνυμα τυφλά φετίχ της αγοράς και της κρατικής μηχανής...» (σελ. 223).
Ο Κουρτ βλέπει μια δυνατότητα γι’ αυτή την «αποδέσμευση» στις εταιρίες - ανταλλαγής στη βάση του είδους, όπως τις παρατηρήσαμε σαν μεμονωμένα φαινόμενα στην εξωτερική οικονομία στην ΚΑΚ, καθώς και ανάμεσα στα ανατολικά ευρωπαϊκά κράτη, μετά από την κατάρρευση του σοσιαλισμού λόγω της έλλειψης συναλλάγματος (σελ. 63. κ.ο.κ.). Ο Κουρτς θέλει με αυτό τον τρόπο να κάνει την ανάγκη αρετή. Αυτή η «αποδέσμευση» θα ήταν «χωρίς αμφιβολία μια δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία...» (σελ. 225).
Αλλά γιατί «να μην αξιοποιήσουμε με άλλο και νέο τρόπο αυτή την ανάγκη; Αν τις φυσικές σχέσεις, που γεννιούνται από το γεγονός ότι μια κανονική αγορά δεν μπορεί να κρατηθεί, τις πάρουμε στα σοβαρά, τις θεωρήσουμε οικείες προοπτικές και τις αναπτύξουμε παραπέρα, σαν συστημικό κύκλο αναπαραγωγής με δικό του τρόπο, τότε θα μπορούσαν να παράγουν στοιχεία ενός νέου μετασχηματισμού του συστήματος της αγοράς...».
Θα μπορούσε να ήταν «ένα σύστημα, το οποίο μέσα στα πλαίσια των δικών του κύκλων δε λειτουργεί καθόλου πια σε κατηγορίες χρήματος σύμφωνα με τα κριτήρια ισοδυναμίας της ανταλλαγής εμπορευμάτων, αλλά που λειτουργεί σε φυσικά μεγέθη σύμφωνα με σωστά κριτήρια της ανάγκης και της οικολογικής ανεκτικότητας. Αν, ούτως ή άλλως, οι φυσικές μορφές αναφοράς είναι το σημείο εκκίνησης, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή να ταξινομηθεί μεταφορά των πόρων -που συμπεριλαμβάνονται σε αυτές- επίσης με τρόπο φυσικό και σύμφωνα με οικολογικά κριτήρια» (σελ. 234).
Πέρα από τις αφηρημένες - ουτοπικές αντιλήψεις του, ο Κουρτς δεν αναρωτιέται ούτε για το υποκείμενο που θα πρέπει να πραγματοποιήσει αυτή την «αποδέσμευση». Αυτός ο «κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να είναι «μη-ιδεολογικός, πραγματιστικός, περιπτωσιακός, διαφοροποιημένος στο χρόνο και το χώρο» (σελ. 234).
Ο Κουρτς σωστά βλέπει την κρίση του «συστήματος της οικονομίας της αγοράς», αλλά διαχωρίζει την «οικονομία της αγοράς» από τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, καταχωρώντας το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό στην ίδια φόρμουλα της «εμπορευματοπαραγωγικής κοινωνίας».
Απορρίπτει το να σκέπτεται κανείς σε όρους «υπολειμμάτων της ιδεολογίας του εργατικού κινήματος» (σελ. 71). Η «λεγόμενη ταξική πάλη» έχει γίνει «αντίκα» ακόμα και αν προκύψουν κοινωνικοί αγώνες και αναταραχές (σελ. 221). Αλλά, τότε, ποιοι είναι οι αυτουργοί των «κοινωνικών αγώνων»; Ο Κουρτς θέλει να διεξάγει έναν «συνειδητά μη-ιδεολογικό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα» (σελ. 229).
Η νέα βαρβαρότητα, όπως εκφράζεται στο δεξιό ριζοσπαστισμό, ναι μεν «παράγεται συστημικά από την αντικειμενικότητα της κρίσης», αλλά δε βγαίνει «από τους υποκειμενικούς στρατηγικούς υπολογισμούς της τάξης των καπιταλιστών». Πρόκειται για μια «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο», η οποία παράγει «μια τέτια βαρβαρική παρακμή της συνείδησης» (σελ. 230).
Αν ακολουθήσουμε αυτή την επιχειρηματολογία του Κουρτς, τότε θα ’πρεπε να εξηγούμε το φασισμό από την «αντικειμενικότητα» της «κρίσης του συστήματος». Αν ο Κούρτς καταλαβαίνει την «κρίση του συστήματος χωρίς υποκείμενο» σαν αυθόρμητη λειτουργία αντικειμενικών οικονομικών νόμων που υπάρχουν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και με αυτόν τον τρόπο και ανεξάρτητα από τη συνείδηση της τάξης των καπιταλιστών μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε. Ομως, αφήνει έξω από το συλλογισμό του το ότι οι αντικειμενικοί ιστορικοί νόμοι είναι η συναρτημένη δράση ανθρώπων, στη δική μας περίπτωση καπιταλιστών και μισθωτών εργατών, καθώς και άλλων από το μισθό εξαρτημένων ατόμων, στο βαθμό που δεν είναι ανεξάρτητοι από ένα υποκείμενο. Η κρίση που καθορίζεται από την αυθόρμητη δράση αντικειμενικών οικονομικών νόμων, είναι κρίση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και γι’ αυτό έχει ταξικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να αρθεί χωρίς την επαναστατική ταξική πάλη.
Ο Κουρτς, για άλλη μια φορά, αποδείχνει ότι χωρίς το ταξικό ζήτημα δεν εξηγούνται ούτε το ιστορικό προτσές και τελικά ούτε οι επιδράσεις των κατηγοριών αξίας.
Ο Μάνφρεντ Ζάμαϊτατ αντικρούει τον τρόπο λειτουργίας του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό ... «δεν ήταν νόμος, αλλά αξίωμα και στο βαθμό που ήταν νόμος, δεν ήταν σοσιαλιστικός» .
Ο Ζάμαϊτατ αντικρούει γενικά, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί κοινωνικοί νόμοι: «...οι δήθεν οικονομικοί νόμοι, όπως για παράδειγμα ο νόμος της αξίας ή η αρχή της αποδοτικότητας, δεν είναι -τουλάχιστον δεν ήταν στον έως τώρα υπαρκτό σοσιαλισμό- αντικειμενικοί νόμοι, αλλά αρχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να οργανωθεί η οικονομική ζωή. Εκ τούτου είναι μάλλον νομικοί νόμοι. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μορφές κοινωνικοποίησης της παραγωγής, που τις εφαρμόζει συνειδητά η κοινωνία».
«Η ανατροπή των σχέσεων παραγωγής από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό πραγματοποιείται ... ακριβώς για να αντιπαραταχθεί στο νόμο της αξίας, που λειτουργεί τυφλά ... η συνειδητή δράση των εργαζομένων. Ο σοσιαλισμός μόνο τότε είναι σοσιαλισμός, εφόσον υποτάσσεται στους νόμους «της φύσης». Πράγματι μόνο στη σχέση του προς τη φύση και όχι εφόσον πρόκειται για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πρέπει να δημιουργήσει μόνος του τους οικονομικούς νόμους (καλύτερα: κανόνες). Οι παραγωγοί στο καπιταλιστικό προτσές εργασίας, μπορούν να ιδιοποιηθούν και να εσωτερικεύσουν αυτούς τους κανόνες, μόλις αποκτήσουν «ισχύ», όπως και τους νομικούς νόμους και κανόνες, αλλά ωστόσο δε γίνονται με αυτό αντικειμενικοί νόμοι. Παραμένουν (με πολιτικές αποφάσεις) μέτρα συμπεριφοράς, στα οποία υποτάσσονται οι παραγωγοί, επειδή είναι συνετοί. Αντιστοιχούν στους κανόνες της κυκλοφορίας. Είναι οι κανόνες της οικονομικής κίνησης των ανθρώπων μεταξύ τους».
Ακολουθώντας τον Ζάμαϊτατ, δεν υπάρχει ούτε οικονομική θεωρία του σοσιαλισμού, διότι μια οικονομική θεωρία διερευνά αντικειμενικούς νόμους και νομοτέλειες. Με αυτόν τον τρόπο όμως παραιτείται από την επεξεργασία μιας «θεωρίας του σοσιαλισμού» η οποία απαιτείται στον τίτλο, καθώς και στο κείμενο.
Και να που έχουμε το πρώτο πρόβλημα: Στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί νόμοι ή όχι;
Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ήδη, διεξαγόταν μια σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στους σοβιετικούς οικονομολόγους για το αν στο σοσιαλισμό ενεργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι -ανάμεσα σε αυτούς ο νόμος της αξίας- ή όχι. Ακόμα αμφισβητήθηκε η ύπαρξη μιας πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμη για τη σοσιαλιστική κοινωνία. Οι αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι δρουν αυθόρμητα, πίσω από την πλάτη των ανθρώπων. Αυτό ισχύει για τον καπιταλισμό. Η πολιτική οικονομία, όπως την επεξεργάστηκε ο Μαρξ, είχε σαν αντικείμενο τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ετσι, η πολιτική οικονομία σαν επιστήμη για το σοσιαλισμό, δεν έχει αντικείμενο. Το σοσιαλιστικό κράτος καθοδηγεί συνειδητά την οικονομία. Ο ρυθμιστής της οικονομίας είναι η θέληση του προλεταριακού κράτους, του κομμουνιστικού κόμματος, που επιβάλλεται μέσω του σχεδιασμού.
Στην ακραία του μορφή η δικτατορία του προλεταριάτου χαρακτηρίστηκε σαν βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, υπήρχαν μόνο νομικοί νόμοι, με βάση τους οποίους καθοδηγιόταν η οικονομία . Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Σ. Πάρτιγκουλ (Partigul) νόμιζε, ότι «η βάση για την καθιέρωση των τιμών ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο δεν είναι η αφηρημένη ισοδυναμία, δεν είναι η ισότητα των δαπανών εργασίας, αλλά η πολιτική του προλεταριακού κράτους. Η οικονομική πολιτική του κράτους πρέπει να εγγυηθεί τη συνοχή της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και γεωργίας, καθώς και ένα αντίστοιχο επίπεδο συσσώρευσης για τη σοσιαλιστική βιομηχανία (...). Βάση των τιμών μας δεν είναι ο νόμος της αξίας» .
Σύμφωνα με τον Μπουχάριν «δε χωράει μια επιστήμη, που μελετάει τους «τυφλούς νόμους» της αγοράς, διότι η ίδια η αγορά λείπει. Με αυτό τον τρόπο το τέλος της κοινωνίας που στηρίζεται στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή σημαίνει και το τέλος της πολιτικής οικονομίας». Ο Λένιν σημείωσε στο περιθώριο, σχετικά με αυτό: «Ανακριβές. Ακόμα και στον καθαρό κομμουνισμό τουλάχιστον η σχέση Ι v + m προς ΙΙ c ; Και η συσσώρευση;» .
Οι σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν υιοθετήσει την αντίληψη, ότι στο σοσιαλισμό λειτουργούν αντικειμενικοί οικονομικοί νόμοι, ανάμεσα στους οποίους και ο νόμος της αξίας, που τους εκμεταλλεύεται συνειδητά το κράτος και που βρήκαν την απήχησή τους στο σχεδιασμό, σαν ρυθμιστής της οικονομίας. Αυτή η περίοδος επιστημονικών οικονομικών ερευνών στη Σοβιετική Ενωση έκλεισε με τη σημαντική αναγνώριση του γεγονότος ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στους αντικειμενικούς νόμους και τον τρόπο αυθόρμητης λειτουργίας τους στον καπιταλισμό. Ετσι, ο σοβιετικός οικονομολόγος Ναντιέσντιν (Nadeshdin) νόμιζε ότι: «Ο νόμος της αξίας, σε μερικές περιπτώσεις, δε θα παρουσιαστεί σαν εχθρική προς το σοσιαλισμό δύναμη, αλλά σαν μια υποταγμένη δύναμη η οποία, σε τελευταία ανάλυση, υπηρετεί την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής...» .
Ο Κρίμαν, παρομοίως, είχε τη γνώμη ότι «στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας διατηρούνται ακόμα κάποια υπολείμματα εμπορευματικών σχέσεων».
Σαν ένθετο έχει ένα απόσπασμα από την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα»: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας. Οι λέξεις «έσοδο της εργασίας», που και σήμερα είναι απορριπτέες εξαιτίας της διφορούμενης έννοιάς τους, χάνουν έτσι κάθε νόημα.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχτεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, με μια κομμουνιστική κοινωνία, επομένως, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε. Επομένως ο κάθε μεμονωμένος παραγωγός - ύστερα από τις κρατήσεις - παίρνει πίσω ακριβώς ό,τι δίνει. Αυτό που της έδοσε είναι η ατομική του ποσότητα εργασίας. Για παράδειγμα, η κοινωνική εργάσιμη μέρα αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας. Ο ατομικός εργάσιμος χρόνος του μεμονωμένου παραγωγού είναι το τμήμα της κοινωνικής εργάσιμης μέρας που πρόσφερε ο ίδιος, είναι το μερτικό του σε αυτή. Παίρνει απ’ την κοινωνία μια απόδειξη ότι πρόσφερε τόση εργασία (ύστερα από αφαίρεση της εργασίας του για τα κοινά αποθέματα) και μ’ αυτή την απόδειξη παίρνει από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα, όσα αντιστοιχούν στη δουλιά που ξόδεψε. Την ίδια ποσότητα εργασίας, που έδοσε στην κοινωνία με μια μορφή, την παίρνει πίσω με άλλη μορφή.
Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή άλλαξαν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο εκτός από την εργασία του και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν μπορεί να περάσει στην ιδιοκτησία των μεμονωμένων προσώπων, εκτός από ατομικά μέσα κατανάλωσης. Ομως, σε ό,τι αφορά στη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους μεμονωμένους παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων (Warenaquivalenten), ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή με ίση εργασία σε άλλη μορφή» .
Το χρωστάμε στον Μποριλίν (Borilin), ότι ο νόμος αξίας διαχωρίστηκε από την αυθόρμητη μορφή εμφάνισής του. Ο αγώνας ενάντια στον αυθορμητισμό στην οικονομία είναι κάτι άλλο από τον αγώνα ενάντια στην ισοδύναμη ανταλλαγή . Ο Ζάμαϊτατ επαναλαμβάνει δηλαδή το ίδιο θεωρητικό μεθοδολογικό λάθος, την ταύτιση του νόμου της αξίας με τον αυθόρμητο τρόπο εμφάνισής του στον καπιταλισμό; Αν οι οικονομικοί νόμοι περιοριστούν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό τους, τότε μπορούν να επιφέρουν μεγάλη ζημιά στο σοσιαλισμό, ακόμα να οδηγήσουν στην καταστροφή του, αν δε ρυθμιστούν και αξιοποιηθούν από το κράτος, δηλαδή αν δεν περιοριστεί ο αυθορμητισμός τους (δε θα μπορέσει να παραμεριστεί τελείως). Η συνέπεια της διάψευσης της λειτουργίας αντικειμενικών οικονομικών νόμων θα ήταν αναγκαστικά μια απολυτοποίηση του ρόλου του σοσιαλιστικού κράτους, της σοσιαλιστικής συνείδησης, της «βούλησης» που «όλα τα μπορεί». Με την αντίληψη αυτή δεν αντιπαρατάσσεται μηχανιστικά ο ρόλος του σοσιαλιστικού κράτους και της συνείδησης στους αντικειμενικά λειτουργούντες νόμους; Δε βγαίνει από αυτό ο κίνδυνος της βουλησιαρχίας στην οικονομική πολιτική; Υπήρξαν βουλησιαρχικές αποφάσεις στην οικονομική πολιτική και εδώ βλέπω μια από τις βασικότερες αιτίες της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού.
Κομματικές ηγεσίες, όπως με τον Χρουστσιόφ, τον Γκορμπατσόφ και στις δεκαετίες ’70 και ’80 το ΕΣΚΓ με τους Χόνεκερ - Μίταγκ, πήραν βουλησιαρχικά οικονομικές πολιτικές αποφάσεις, για την υλοποίηση των οποίων έλειπαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή, δε λήφθηκαν υπόψη οι αντικειμενικά λειτουργούντες οικονομικοί νόμοι, ιδίως ο νόμος της αξίας. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Ετσι, η αντίληψη του Ζάμαϊτατ βρήκε αντικρούσεις. «Ακριβώς το αντίστροφο» της γνώμης του Ζάμαϊτατ αντιπροσωπεύει ο Χανς Καλτ τονίζοντας ότι ο σοσιαλιστικός κοινωνικός σχηματισμός στην πρώτη του φάση, «δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, από ένα σύστημα αναπαραγωγής, που ρυθμίζεται από την εμπορευματική ανταλλαγή» . Ο Καλτ βλέπει στις «συνέπειες της άγνοιας του νόμου της αξίας από τα μέσα» σαν κυριότερη αιτία της κατάρρευσης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού . Ο Καλτ, το 1993, ήδη στα βιβλία του «Να ξαναρχίσουμε με το Μαρξ» (’93) και «Η μακριά σκιά του Στάλιν» (’94), είχε παρουσιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς του, σχετικά με τη σοβιετική πολιτική και θεωρία της οικονομίας (μόνο σύντομα αναφέρει την οικονομία των άλλων σοσιαλιστικών χωρών). Παρέπεμψε στο «σε πολλά σημεία» αντιφατικό χωρίο του Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», το οποίο ερμηνεύεται από τους διαψευστές της λειτουργίας των κατηγοριών της αξίας στο σοσιαλισμό μέχρι σήμερα ως εξής: Ηδη στο σοσιαλισμό σαν πρώτη, κατώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν υπάρχει πια εμπορευματική παραγωγή. Ο Καλτ ερμηνεύει αντίστροφα το ίδιο απόφθεγμα του Μαρξ: «Οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα αγαθά τους (αφού δεν είναι ατομική ιδιοκτησία) ούτε εμφανίζεται η εργασία που ενσωματώθηκε σε αυτά, σαν αξία αυτών των προϊόντων, αλλά, όμως, σύμφωνα με την εδώ γνώμη του Μαρξ, σε αυτή τη φάση της νέας κοινωνίας, «που πάνω της έχει ακόμα τα σημάδια των παλαιών κοινωνιών», επικρατεί για τα καταναλωτικά αγαθά «η ίδια αρχή, που ρυθμίζει την εμπορευματική ανταλλαγή». Αυτή η αρχή, όμως, είναι ο νόμος της αξίας» .
Ο Καλτ επίσης προειδοποιεί εμφατικά για τις επικίνδυνες επιδράσεις των ουτοπιών σχετικά με την αντικατάσταση της εμπορευματικής παραγωγής από την εφαρμογή της ανταλλαγής προϊόντων με την προοπτική μιας «οποιασδήποτε μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας» και κριτικάρει την προαναφερόμενη αντίληψη του Ρόμπερτ Κουρτς . Η παράβλεψη των κατηγοριών του νόμου της αξίας οδήγησε, κατά τον Καλτ, στην ανάπτυξη του γραφειοκρατισμού και στο ότι «όλο και περισσότερες αποφάσεις πήραν υποκειμενικό, βουλησιαρχικό χαρακτήρα» . «Αυτό το σύστημα δεν κατάρρευσε επειδή είχαν άδικο ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Δεν μπορούσε παρά να καταρρεύσει ακριβώς γιατί και σε αυτό το σύστημα λειτουργούσαν οι αντικειμενικοί νόμοι της κίνησης της ιστορίας, που είχαν ανακαλυφθεί από τους Μαρξ-Ενγκελς» .
Η κύρια αιτία της κατωτερότητας του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου «ήταν η επί δεκαετίες αγνόηση των οικονομικών νόμων, που ενεργούν αυθόρμητα και στο σοσιαλισμό». Αυτοί οι «αντικειμενικά λειτουργούντες νόμοι της κοινωνίας» θα μπορούσαν «να είχαν ρυθμιστεί και ελεγχθεί ακόμα και με την έννοια των ανθρωπιστικών σοσιαλιστικών αντιλήψεων περί αξιών...» .
Ωστόσο, ο Καλτ δε συσχετίζει την κριτική του της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας αδιαφοροποίητα με τη συνολική ιστορία της ΕΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Παραπέμπει ιδιαίτερα στις παραλείψεις της «τελευταίας φάσης», ιδίως της δεκαετίας του ‘80 . Για τον Καλτ είναι φανερό, ότι η σοσιαλιστική κοινωνία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη βρισκόταν ακόμα στο αρχικό της στάδιο.
«Οσο οι κομμουνιστικές αντιλήψεις σχετικά με την αξία, η αλληλεγγύη, η ανάγκη από εργασία που έχει νόημα και είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας, δεν έχουν φτάσει στο να ηγεμονεύουν φανερά στην κοινωνία, καμιά γραφειοκρατία -ούτε η πιο πολυάριθμη - και κανένας μηχανισμός εξουσίας δεν μπορεί να εμποδίσει την επενέργεια του νόμου της αξίας» .
Οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία του νόμου της αξίας μπορούν να νεκρώσουν μόλις στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Αλλά μέχρι τότε πρέπει να διανυθεί ένας πολύ μακρύς, γεμάτος από πέτρες δρόμος.
Ο Βίλι Γκερνς, στην κριτική του της άποψης του Ζάμαϊτατ σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό, επισημαίνει ότι η πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν πρέπει να βλέπεται σαν κάτι το στατικό, αλλά στη διαδικασία της ανάπτυξής της. Αυτό, λέει, ισχύει και για «τις μορφές της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την έκταση και τους τομείς στους οποίους εξακολουθεί να υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και μαζί με αυτή και η επενέργεια του νόμου της αξίας» . Ο Γκερνς στηριζόμενος στις εμπειρίες του έως τώρα σοσιαλισμού, θεωρεί λάθος, «την ιδέα, ότι ήδη στο σοσιαλισμό θα μπορούσε να υπάρχει σε γενικές γραμμές μια γενική κοινοκτημοσύνη και να ξεπεραστεί η εμπορευματική παραγωγή. Αν, π.χ. η ΛΔΓ, παρακάμπτοντας τις συνεταιριστικές μορφές ιδιοκτησίας στην αγροτική οικονομία, θα είχε περάσει γενικά στην παλλαϊκή κρατική ιδιοκτησία (κι αυτό θα σήμαινε απαλλοτρίωση των αγροτών), τότε η αντεπανάσταση πιθανά θα είχε νικήσει πολύ νωρίτερα» .
Ο Γκερνς γνωρίζει ότι στη ΛΔΓ ο νόμος της αξίας λαμβάνονταν υπόψη στις βασικές γραμμές του. Κάτω από τους συγκεκριμένους όρους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπου «υπάρχουν διάφορες συλλογικές ιδιοκτησίες και ακόμα και μικροί ατομικοί ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργατική δύναμη, καθώς και ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δεν αποφεύγεται, ωστόσο, ούτε η ανταλλαγή ανάμεσα στους παραγωγούς εμπορευμάτων και μαζί με αυτά και οι επενέργειες του νόμου της αξίας (συμπεριλαμβανομένων των αντιφάσεων, που συνδέονται με αυτά).
Στην εμβέλεια της επίδρασης του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό μπορούν να τεθούν «όλο και πιο στενά όρια». Η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας μπορούν να εξαφανιστούν μόνο στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, όταν πια υπάρχουν οι υλικές και συνειδησιακές προϋποθέσεις γι’ αυτό .
Ο Ζάμαϊτατ, όμως, επισημαίνει και ένα άλλο πρόβλημα ακόμα: «Η διαμόρφωση της θεωρίας σχετικά με τις δικές του οικονομικές βάσεις έμεινε, στο βαθμό που μπορούμε να το κρίνουμε σήμερα, στενοκέφαλη και τυφλή» . Ο Καλτ συμφωνεί «πλήρως» με την αντίληψη αυτή . Ο Καλτ, βεβαίως, περιορίζει την κριτική του της διαμόρφωσης θεωρίας στην «τελευταία φάση» -ακολουθώντας τα συμφραζόμενα του άρθρου του- και μάλιστα στη δεκαετία του ’80 έχοντας υπόψη του προπαντός τη σοβιετική εξέλιξη.
Κατά το Ζάμαϊτατ «οι σκέψεις σχετικά με την αποτυχία των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού... πρέπει να προσπαθήσουν να κάνουν σημείο εκκίνησης την κριτική της πολιτικής οικονομίας τους, αν θέλουν να κάνουν πραγματικές ιστορικές - υλιστικές αναλύσεις. Είναι ευκολότερο να το πεις αυτό παρά να το κάνεις. Διότι είναι αυτονόητο, ότι οι πολιτικοοικονομικές θεωρίες των κυρίαρχων σε αυτές τις χώρες κομμάτων σχετικά με τις ίδιες τις δικές τους κοινωνίες είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς για να διεισδύσουμε στην καρδιά της υπόθεσης». Ο Ζάμαϊτατ νομίζει ότι η «θεωρία αυτή αποδείχθηκε ακατάλληλη για τη δράση». Η πολιτική οικονομία δεν είχε «σκοπό... να ασκήσει βασική κριτική» των υπαρκτών σχέσεων, αλλά να «χρησιμεύσει σαν υπόδειξη για δράση». Επειδή οι θεωρίες αυτές είχαν αποδειχθεί τελικά σαν «όχι κατάλληλες» για δράση, δεν ήταν ούτε κατάλληλες «για την ανάλυση της αποτυχίας» . Αν ο Ζάμαϊτατ εννοεί τη δεκαετία του ’80, τότε μπορούμε να συμφωνήσουμε, εν μέρει τουλάχιστον, με την κριτική του. Ομως, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θεωρητική του ανάπτυξη του συνολικού χρονικού διαστήματος της ύπαρξης των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κρατών. Αυτό δε σημαίνει, ότι δεν υπήρχαν πλάνες στη θεωρητική ανάπτυξη πριν από τη δεκαετία του ’80.
Ποια ανάπτυξη θεωρίας, άλλωστε, ήταν ποτέ της απαλλαγμένη από πλάνες; Εδώ τίθεται αμέσως το ερώτημα, σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να κριθεί η θεωρητική ανάπτυξη στις σοσιαλιστικές χώρες.
Σύμφωνα με τις σημερινές γνώσεις; Αυτές προχώρησαν ήδη -σε ορισμένους συγγραφείς (!)- οκτώ χρόνια μετά από την ήττα και δεν μπορούσαν καν να υπάρχουν πριν, δηλαδή την εποχή της πρακτικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού κάτω από τις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, που διεξήγαγαν τα ιμπεριαλιστικά ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη, και τη θεωρητική ανάπτυξη που ήταν η συνέπειά του.
Από την άλλη όμως: Πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανάλυση της ήττας ή από το ερώτημα, πώς ήταν δυνατόν ότι ο σοσιαλισμός μπόρεσε να υπάρξει επτά δεκαετίες στη Σοβιετική Ενωση και τέσσερις δεκαετίες στη ΛΔΓ, ότι μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα του στον 20ό αιώνα, ότι η Σοβιετική Ενωση μπόρεσε σε ένα εξαιρετικά μικρό ιστορικό διάστημα να μετατρέψει ένα καθυστερημένο αγροτικό κράτος με έναν, ως επί το πλείστον αγροτικό πληθυσμό και 85% αναλφάβητους, περίπου, σε ένα σύγχρονο βιομηχανικό κράτος, σε μια παγκόσμια δύναμη, που πέτυχε σε επί μέρους τομείς της Επιστημονικής Τεχνικής Επανάστασης κορυφαίες αποδόσεις και καθόριζε την κατάσταση στον κόσμο; Ολα αυτά έγιναν με μια «τυφλή και στενοκέφαλη οικονομική θεωρία;»
Οι αναμφισβήτητες επιτυχίες της Σοβιετικής Ενωσης δεν μπορούν να εξηγηθούν και μόνο από το μέγεθος της χώρας, από τον πλούτο των υλικών πόρων και την εκτατικά διευρυμένη αναπαραγωγή, που ευνοείται από αυτές. Σίγουρα, αυτά τα δεδομένα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Για τη ΛΔΓ, ούτως ή άλλως, οι όροι αυτοί για την αναπαραγωγή δεν ισχύουν. Πώς τότε, όμως, εξηγούνται οι επιτυχίες της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής) στη δεκαετία του ’60, τις οποίες μάλλον δεν αμφισβητεί πια κανένας σοβαρός οικονομολόγος;
Ετσι, φτάσαμε στο δεύτερο πρόβλημα - ερώτημα: Σύμφωνα με ποια κριτήρια ασκείται η κριτική της έως τώρα θεωρητικής ανάπτυξης;
Ο Ζάμαϊτατ έχει δίκιο σε ένα σημείο: Πρέπει να πάρουμε σαν σημείο εκκίνησης για την ανάλυση, την κριτική της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και αυτό «είναι ευκολότερο να το πεις παρά να το κάνεις», ακόμα περισσότερο, εφόσον, πάντα πρέπει να λαμβάνεις υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνταν η ανάπτυξη της θεωρίας. Θα έπρεπε να επεξεργαστεί κανείς το τι έχει απαντηθεί θεωρητικά και τι όχι, ποια γνωσιακή πρόοδο έκανε και ποιες παραλείψεις, ποια λάθη διέπραξε.
Το να αξιολογήσει κανείς, μια και καλή, την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν «τυφλή και στενοκέφαλη» είναι εξίσου λάθος από ό,τι μια άκριτη εξήγηση.
Παρεμπιπτόντως: Ο Καλτ δε μιλάει για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, αλλά για μια μαρξιστική πολιτική οικονομία σε διάκριση από την αστική πολιτική οικονομία. Αν υπάρχει μια «πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού», δηλαδή η υποδιαίρεση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας σε μια πολιτική οικονομία του καπιταλισμού και σε μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού σαν σχετικά αυτοτελείς ξεχωριστές επιστήμες, ήταν το θέμα αντιπαραθέσεων στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομίας στο Βερολίνο, τις δεκαετίες ’60 και ’70.
Στο βαθμό που η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία, καθώς και η διαλεκτική υλιστική μέθοδος, εφαρμόζεται στη διερεύνηση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού, συμπεριλαμβανομένης της μεταβατικής περιόδου, το θεωρώ δικαιολογημένο να μιλάμε για μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, σαν μια σχετικά αυτοτελή, ξεχωριστή επιστήμη. Ακολουθώντας την αντίληψη του Καλτ στα προαναφερόμενα βιβλία και άρθρα του αντίστοιχα, τότε βλέπουμε ότι η κριτική του, της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης, αφορά σαφώς τη δεκαετία του ’80. Σε σχέση με τα λάθη της γκορμπατσοφικής οικονομικής πολιτικής παρατηρεί: «Ρόλο-κλειδί παίζει η μιζέρια, στην οποία κατέληξε η επιστήμη «μαρξιστική» πολιτική οικονομία σοβιετικού τύπου» . Κύρια αδυναμία της σοβιετικής πολιτικής οικονομίας χαρακτηρίζεται «η μη κατανόηση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στο προτσές της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής» .
Στο νόμο της αξίας αποδόθηκε σημασία μόνο με τη στενή έννοια της επενέργειάς του στη διαμόρφωση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών που παράγονται σαν εμπορεύματα.
Ομως, με το πέρασμα στο χονδρεμπόριο μετατράπηκαν και οι πηγές της παραγωγής σε εμπορεύματα και, με αυτόν τον τρόπο, υποτάχθηκαν στο νόμο της αξίας. Αυτό, όμως, δεν το κατάλαβαν. «Ούτε κατανοήθηκε» το «ότι ο νόμος της αξίας λειτουργούσε επίσης, όταν σε ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των τιμών, που επιτεύχθηκαν, δεν αντιστοιχούσε στην κοινωνική αξία» .
Ο Καλτ ρωτάει επίσης, για ποιο λόγο τόσο πολλοί «έξυπνοι άνθρωποι» πτοήθηκαν μπροστά στην αναγνώριση της λειτουργίας του νόμου της αξίας στη μεταβατική κοινωνία. Πιστεύει ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί, «μόνο από μια επιπόλαια κατανόηση της αντίληψης του Μαρξ σχετικά με τη λειτουργία αυτού του νόμου της αξίας». Η αλυσίδα των επιπτώσεων λόγω της λειτουργίας του νόμου της αξίας θα ήταν γι’ αυτούς τους ανθρώπους «αδιάρρηκτες και αμετάβλητες». Νόμος της αξίας σημαίνει και λειτουργία του νόμου της υπεραξίας και αυτός μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω της επίτευξης καπιταλιστικού κέρδους. Αυτό σημαίνει, όμως, αναπόφευκτα εκμετάλλευση εκείνων που δημιουργούν όλες τις αξίες... Επειδή κανείς δεν μπόρεσε να «καταργήσει» τη λειτουργία αυτών των αντικειμενικών οικονομικών νόμων, η διάψευσή τους το έκανε δυσκολότερο και τελικά και αδύνατο, να ελέγχουν και να επηρεάζουν τις συνέπειες» . Συνεπώς, σύμφωνα με τον Καλτ ο νόμος της υπεραξίας λειτουργεί και στη σοσιαλιστική κοινωνία σαν μεταβατική κοινωνία. Ωστόσο η κριτική του Καλτ δεν ισχύει για όλους τους σοβιετικούς οικονομολόγους. Υπήρχαν γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στα μέσα παραγωγής. Αλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο μπόρεσαν οι γνώσεις αυτές να επιβληθούν στην οικονομική πολιτική. Ο όρος, που χρησιμοποιεί ο Καλτ για μια «επίσημη» σοβιετική οικονομική θεωρία είναι αμφισβητήσιμος.
Με αυτό μπορούν να εννοούνται το πολύ οι οικονομικο-πολιτικές αποφάσεις και οι «θεωρητικές» αιτιολογήσεις τους εκ μέρους κομματικών ηγεσιών. Ομως, δε σημαίνει ότι όλες οι θεωρητικές αιτιολογήσεις των κομματικών ηγεσιών ήταν εκ των προτέρων εσφαλμένες. Ο Ούλμπριχτ είχε αναγνωρίσει εντελώς τις επενέργειες του νόμου της αξίας, καθώς και του νόμου της υπεραξίας και επίσης ο Κοσίγκιν είχε καταλάβει τη θεωρία της αξίας του Μαρξ. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τις οικονομικές τους στρατηγικές. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Στη θεωρία δεν υπάρχουν «επίσημες» απόψεις. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι υπήρξαν κομματικοί αξιωματούχοι που αξίωναν την επισημότητα για τις αντιλήψεις τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση των πραγμάτων.
Ετσι, ο Καλτ παραπέμπει στις κατακτήσεις του μαρξιστικού πολιτικο-οικονομικού στοχασμού στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα στην αρχική περίοδο. «Για το επίπεδο της νεαρής σοβιετικής πολιτικής οικονομίας είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στον κόσμο, σοβιετικοί οικονομολόγοι επεξεργάστηκαν έναν απολογισμό, για τα έτη 1923-1924, του καταμερισμού του συνολικού κοινωνικού προϊόντος ανάμεσα στους ξεχωριστούς κλάδους της οικονομίας» . Κατονομάζει μερικούς σημαντικούς σοβιετικούς οικονομολόγους της δεκαετίας του ’20, που δεν είναι και πολύ γνωστοί σήμερα , επισημαίνει επίσης τις καταπιέσεις του Στάλιν, θύματα των οποίων έπεσαν οικονομολόγοι, όπως ο Νικολάι Βοσνεσσένσκι (1950). Λεπτομέρειες των περιστάσεων, στις οποίες έγιναν αυτά τα τραγικά γεγονότα δεν έχουν αποσαφηνιστεί μέχρι σήμερα.
Ηταν οπωσδήποτε πολύ περισσότεροι σοβιετικοί οικονομολόγοι που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και όχι μόνο αυτό: Που την ίδρυσαν κιόλας, αλλά δεν αναφέρονται από τον Καλτ και αυτό δεν το καταλαβαίνω. Για παράδειγμα: Οι Σκβόρζοφ - Στεπάνοφ, Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, Βορίλιν και άλλοι. Οι Μιλιούτιν, Ναντιέστιν, Κρίμαν, και Βορίλιν μάλιστα, κατάφεραν σημαντικά πράγματα ακριβώς σε ό,τι αφορά τις γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία του νόμου της αξίας στη μεταβατική περίοδο. Πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη τη συνολική κατάσταση της Σοβιετικής Ενωσης, στην οποία πραγματοποιούνταν, τις δεκαετίες ’20 και ’30, η ανάπτυξη της θεωρίας .
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας στη ΛΔΓ έγινε σε στενή συνεργασία με σοβιετικούς οικονομολόγους - επιστήμονες. Αλλά εκ των προτέρων θα πούμε το εξής: Η επιστήμη της ΛΔΓ δεν ήταν καθόλου κακή απομίμηση της σοβιετικής θεωρητικής ανάπτυξης. Η πολιτική εξάρτηση της ΛΔΓ από τη Σοβιετική Ενωση - που προσωρινά άφησε σημαντικό περιθώριο στην αυτοτελή εξέλιξη της ΛΔΓ - δεν μπορεί απλώς να μεταφερθεί στον τομέα της επιστημονικής ανάπτυξης. Η επίδραση αυτή ήταν όλο και περισσότερο αμοιβαία. Δεν ήταν λίγοι οι οικονομολόγοι της ΛΔΓ που έλαβαν την εκπαίδευσή τους σε σοβιετικές Ανώτατες Σχολές, αλλά ούτε λίγοι ήταν οι νέοι σοβιετικοί πολίτες στις Ανώτατες Σχολές της ΛΔΓ.
Γι’ αυτό υπήρχαν στενές σχέσεις ανάμεσα σε επιστήμονες και επιστημονικά Ιστιτούτα της ΕΣΣΔ και της ΛΔΓ, καθώς και μια συνεχής ανταλλαγή εμπειριών, συζητήσεις για επίμαχα προβλήματα, στις οποίες έλαβα μέρος κι εγώ, μέσω των δραστηριοτήτων μου στην Ανώτατη Σχολή Οικονομίας «Μπρούνο Λόισνερ». Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η επίδραση της οικονομίας της ΛΔΓ στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση ήταν ισχυρότερη παρά το αντίστροφο. Επίσης, υπήρχαν τέτιες σχέσεις με επιστήμονες και Ανώτατες Σχολές στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ανώτατη Σχολή για την Οικονομία στο Βερολίνο - Κάρλσχορστ είχε σχέσεις με τις Ανώτατες Σχολές για την Οικονομία στην Μπρατισλάβα, στην Κρακοβία, το Πανεπιστήμιο Καρλς στην Πράγα και άλλα. Οταν παρακάτω παραπέμπω στη θεωρητική συζήτηση για το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό στη ΛΔΓ, πρέπει να περιληφθεί αυτή η διεθνής ανταλλαγή εμπειριών σαν μια από τις πηγές, παρ’ όλο που δε θα σταθούμε σε αυτές για λόγους χώρου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η συζήτηση στη Σοβιετική Ενωση άσκησε επίδραση στην οικονομικό-επιστημονική συζήτηση στη ΛΔΓ, σε σχέση με το σχέδιο ενός νέου εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας. Επειδή αυτό αφορούσε ιδιαίτερα την εργασία του Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», στην οποία παραπέμπουν και σήμερα ακόμα μέσα στις εργασίες της ιστορίας της οικονομικής θεωρίας, σκιαγραφούμε εδώ σύντομα τις αντιλήψεις του Στάλιν σχετικά με το νόμο της αξίας.
Οπως έχει επισημανθεί ήδη συχνά και από άλλες πλευρές, ο Στάλιν απλοποίησε τις επιπτώσεις του νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό και τις περιόρισε στην κυκλοφορία των καταναλωτικών εμπορευμάτων. Σωστό αυτό. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτού του ζητήματος από το Στάλιν είναι αντιφατική. Σωστά ξεκινάει από τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων - συμπεριλαμβανομένου του νόμου της αξίας - που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση, αλλά που μπορούν να τους εκμεταλλευτούν και που η εμβέλεια της λειτουργίας τους μπορεί να περιοριστεί, χωρίς όμως, να μπορούν να αρθούν οι ίδιοι .
Η εμπορευματική παραγωγή δεν είναι ταυτόσημη με την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, λέει. Η εμπορευματική παραγωγή μπορεί να είναι χρήσιμη για μια ορισμένη περίοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας χωρίς να οδηγήσει στον καπιταλισμό. Στη Σοβιετική Ενωση υπήρχε μια εμπορευματική παραγωγή, «ειδικής φύσης», δηλαδή χωρίς καπιταλιστές . Ταυτόχρονα, όμως, ο Στάλιν στράφηκε ενάντια σε «κείνους τους συντρόφους» που «είχαν τελείως άδικο», επειδή ήθελαν να αποκαταστήσουν τις οικονομικές κατηγορίες του καπιταλισμού, όπως την εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, την υπεραξία, το κεφάλαιο, το κέρδος κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους κλπ. Πρέπει να αφήσω ανοιχτό το τι έχουν πει πράγματι οι σύντροφοι που τους έγινε κριτική και αν ο Στάλιν τους είχε καταλάβει και τους είχε παραθέσει σωστά. Γίνεται, όμως, φανερό ότι οι σύντροφοι που τους ασκήθηκε κριτική, αντιλαμβάνονταν την εμβέλεια επενέργειας του νόμου της αξίας ευρύτερα απ’ ό,τι ο Στάλιν. Αν λειτουργεί ο νόμος της αξίας, τότε λειτουργούν και οι κατηγορίες του νόμου της αξίας. Το ζήτημα που έπρεπε να διερευνηθεί δεν ήταν αν στην σοσιαλιστική φάση σαν μεταβατική περίοδο παραγόταν υπεραξία στην παραγωγή, αλλά ποιος την ιδιοποιούταν και πώς και για ποιο σκοπό επενδυόταν, ποιο μέρος της υπεραξίας, αντιστοίχως, μπορούσε να ρεύσει στο κοινωνικό ταμείο κατανάλωσης.
«Δεύτερο, ύστερα από την κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, διατηρουμένης όμως της κοινωνικής παραγωγής, παραμένει κυρίαρχος ο καθορισμός της αξίας με την έννοια, ότι γίνεται ουσιαστικότερη από κάθε άλλη φορά η ρύθμιση του χρόνου εργασίας και ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες παραγωγής, τέλος η λογιστική για όλα αυτά» .
Κατά το Στάλιν, η εμβέλεια επενέργειας εκτεινόταν «προπαντός» στην κυκλοφορία εμπορευμάτων, στην ανταλλαγή «κυρίως» εμπορευμάτων προσωπικής ανάγκης. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιδράσεις του νόμου της αξίας δεν περιορίζονταν στην κυκλοφορία εμπορευμάτων. Ο νόμος της αξίας μπορεί να μην είχε ρυθμιστική επίδραση, αλλά ωστόσο επηρέαζε την παραγωγή.
«Αν αναγάγει βέβαια κανείς το μισθό εργασίας στη γενική του βάση, δηλαδή στο μέρος του προϊόντος της δικής του δουλιάς, που μπαίνει στην ατομική κατανάλωση του εργάτη - αν το μέρος αυτό το απαλλάξει κανείς από τον κεφαλαιοκρατικό φραγμό και το διευρύνει ως την έκταση της κατανάλωσης που, από τη μια μεριά, επιτρέπει η υπάρχουσα παραγωγική δύναμη της κοινωνίας (δηλαδή η κοινωνική παραγωγική δύναμη της δικής του εργασίας, σαν εργασίας πραγματικά κοινωνικής) και που από την άλλη μεριά, απαιτεί η πλήρης ανάπτυξη του ατόμου - αν παραπέρα αναγάγει κανείς την υπερεργασία και το υπερπροϊόν στο μέτρο που απαιτείται κάτω από τους δοσμένους όρους παραγωγής της κοινωνίας, από τη μια μεριά, για τη δημιουργία ενός κεφαλαίου (Fonds) ασφάλειας και εφεδρείας, και, από την άλλη μεριά, για τη συνεχή διεύρυνση της αναπαραγωγής στο βαθμό που καθορίζεται από την κοινωνική ανάγκη - αν τέλος συμπεριλάβει κανείς στη στήλη υπ’ αριθμ. 1 της αναγκαίας εργασίας και στην υπ’ αριθμ. 2 στήλη της υπερεργασίας την ποσότητα της εργασίας που τα ικανά για εργασία μέλη της κοινωνίας είναι υποχρεωμένα να συνεισφέρουν για τα μέλη εκείνα της κοινωνίας, που δεν είναι ακόμα ή που δεν είναι πια ικανά για εργασία, δηλαδή αν αφαιρέσει κανείς και από τον μισθό εργασίας και από την υπεραξία, από την αναγκαία εργασία και από την υπερεργασία τον ειδικό κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα, τότε μένουν όχι ακριβώς οι μορφές εκείνες, αλλά μόνο οι βάσεις τους, που είναι κοινές σε όλους τους κοινωνικούς τρόπους παραγωγής» .
Αυτές τις σκέψεις, όμως, τις παίρνει αμέσως πίσω με τον ισχυρισμό ότι τα καταναλωτικά αγαθά που είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της εργατικής δύναμης στη διαδικασία παραγωγής, παράγονται και υλοποιούνται σαν εμπορεύματα τα οποία υποτάσσονται στη λειτουργία του νόμου της αξίας. «Εδώ ακριβώς φαίνεται η επίδραση του νόμου της αξίας στην παραγωγή». Σε αυτά τα πλαίσια, ζητήματα όπως η οικονομική λογιστική, η αποδοτικότητα, το ίδιο κόστος, οι τιμές και τα παρόμοια, θα είχαν επίκαιρη σημασία για τις επιχειρήσεις .
Μέχρι σήμερα αριστεροί συγγραφείς και αρθρογράφοι βρίσκονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους σχετικά με το ζήτημα του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή, τη σχέση του σχεδιασμού και του νόμου της αξίας σαν ρυθμιστή της οικονομίας. Η σχέση σχεδιασμού και νόμου της αξίας, σχεδιασμού και αγοράς στο σοσιαλισμό, ως μεταβατική κοινωνία, ήταν το τρίτο πρόβλημα-ερώτημα σαν διαλεκτικά αντιφατική σχέση.
Μερικοί σοβιετικοί οικονομολόγοι είχαν στη συζήτηση για το σχέδιο - εγχειριδίου φανερά τη γνώμη, ότι ο νόμος της αξίας στη δεύτερη, ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα έχει χάσει τη δύναμή του ως ρυθμιστής των σχέσεων ανταλλαγής, αλλά θα εξακολουθήσει να λειτουργεί σαν ρυθμιστής των σχέσεων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Κατά τρόπο συνεπή είχαν και τη γνώμη ότι ο νόμος της αξίας ρυθμίζει στην πρώτη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού τις αναλογίες του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Μπορούσαν να στηριχθούν γι’ αυτό σε μερικά αποφθέγματα του Μαρξ.
Ομως, ο Στάλιν, θεώρησε αυτές τις αντιλήψεις εσφαλμένες. Σαν επιχείρημα έλεγε ότι το σοσιαλιστικό κράτος προς το συμφέρον της διατήρησης αναγκαίων επιχειρήσεων για τη λαϊκή οικονομία, θα διέθετε επίσης στις καθόλου αποδοτικές επιχειρήσεις εργατική δύναμη και αντίστοιχους πόρους, εφόσον ο νόμος της αξίας δεν μπορούσε να ήταν ρυθμιστής . Αυτό, όμως, είναι άλλο ζήτημα. Και το καπιταλιστικό κράτος κρατάει στη ζωή με τις αντίστοιχες επιδοτήσεις, συγκεκριμένες επιχειρήσεις οι οποίες είναι αναγκαίες για την απόκτηση του καπιταλιστικού κέρδους. Και δε μιλάμε καν για την κρατική ρύθμιση σε καιρούς πολέμου. Ο νόμος της αξίας περιορίζεται με αυτόν τον τρόπο στη λειτουργία του, αλλά δεν τίθεται καθόλου εκτός ισχύος. Ο Στάλιν, σε μια πολεμική ενάντια στο σοβιετικό οικονομολόγο Α. Ι. Νότκιν, έβγαλε εμφατικά μέσα παραγωγής, προπαντός εργαλεία παραγωγής, από την κυκλοφορία εμπορευμάτων και, με αυτόν τον τρόπο από την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου του αξίας . Ο Στάλιν αναγνώριζε εντελώς «ότι τα μαρξιστικά σχήματα της αναπαραγωγής με κανέναν τρόπο δεν εξαντλούνται με την αντανάκλαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ότι περιέχουν μαζί μ’ αυτό ολόκληρη σειρά βασικών θέσεων της αναπαραγωγής, που ισχύουν για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, και ανάμεσά τους ειδικά και για το σοσιαλιστικό κοινωνικό σχηματισμό» . Δεν μπόρεσε όμως, να συσχετίσει τις λειτουργίες των κατηγοριών αξίας στη σοσιαλιστική οικονομία με την περιπλοκότητα που τη χαρακτηρίζει. Η ανάπτυξη του Στάλιν, καθώς και η πολεμική του ενάντια στους σοβιετικούς οικονομολόγους σχετικά με το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό καθιστούν σαφές ότι οι οικονομολόγοι που τους ασκείται η κριτική, ιδίως ο Νότκιν, καθώς και ο Σανίνα και ο Βένσερ, που πουλάνε τη γεωργική τεχνική στις συλλογικές οικονομικές εκμεταλλεύσεις, φόρτωσαν στις ίδιες τις εκμεταλλεύσεις τις επενδύσεις για την αγορά και τη συντήρηση της τεχνικής και ήθελαν να απαλλάξουν τον κρατικό προϋπολογισμό από επενδύσεις δισεκατομμυρίων προς όφελος άλλων επιχειρήσεων . Ετσι, αντιλαμβάνονταν τη θεωρία της αξίας του Μαρξ, καθώς και την εφαρμογή της στη σοσιαλιστική κοινωνία, σαν μεταβατική κοινωνία, πολύ ευρύτερα από το Στάλιν. Δεν μπορούσαν να επιβληθούν. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο ο Στάλιν που έβλεπε έτσι περιορισμένα την εμβέλεια λειτουργίας του νόμου της αξίας. Εκείνη την εποχή ήταν η άποψη πολλών σοβιετικών οικονομολόγων. (Η πλειοψηφία; «Επίσημη άποψη;»). Ταυτόχρονα ο Στάλιν απόρριψε αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες θα ακολουθούσε ένα γρήγορο πέρασμα στην ανταλλαγή προϊόντων. Το τελευταίο έλεγαν, είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο βαθμιαία με το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δεν ήταν ακόμα γνωστά όλα τα έργα του Μαρξ και του Ενγκελς και δεν είχαν μεταφραστεί όλα ακόμα στα Ρώσικα. Σε αυτά ανήκε και ένα μέρος της αλληλογραφίας που περιλάμβανε 13 τόμους. Από τις «θεωρίες για την υπεραξία» κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος στα ρώσικα μόλις το 1954, ο δεύτερος το ’57 και το ’61, μετά από το θάνατο του Στάλιν δηλαδή.
Είναι δικαιολογημένη, καθώς φαίνεται, η ερώτηση, κατά πόσο ο τρίτος τόμος του «Κεφαλαίου», στον οποίο λέγονται ουσιώδη πράγματα για το νόμο της αξίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, ήταν γνωστός στο Στάλιν αλλά και σε άλλους οικονομολόγους. Στη διάρκεια του πολέμου η οικονομικο-επιστημονική έρευνα έφυγε από το προσκήνιο, αν δεν σταμάτησε και τελείως. Φυσικά, αυτές οι συνθήκες που αποτέλεσαν τροχοπέδη για τη θεωρητική ανάπτυξη, δεν ίσχυαν για το Στάλιν. Σε αυτό το βαθμό η «μακρινή σκιά» δεν περιορίζεται μονάχα στο Στάλιν, το αυταρχικό καθοδηγητικό στιλ του οποίου έχει, φυσικά, συμβάλλει στο ότι εσφαλμένες απόψεις -δίπλα σε εντελώς σωστές γνώσεις- αποδείχτηκαν ανθεκτικές και μακρόβιες. Στη ΛΔΓ αμφισβητήθηκαν ήδη τη δεκαετία του ’50, στην οικονομικο-επιστημονική συζήτηση. Τη δεκαετία του ’60 ξεπεράστηκαν με την επεξεργασία της NOS (Νέας Οικονομικής Στρατηγικής).