Η διδασκαλία της
σύγχρονης ιστορίας στα ελληνικά
Πανεπιστήμια
Μαζάουερ, Σκοτεινή
Ηπειρος: ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας,
Αθήνα, 2001 (1998)
Φίλες και φίλοι,
συντρόφισσες και σύντροφοι,
Σε εποχές όπου το
κυρίαρχο οικονομικό, κοινωνικό και
πολιτικό σύστημα κλονίζεται, σε εποχές
κρίσης, οι άρχουσες τάξεις αλλά και οι
άλλοι συντελεστές της πολιτικής έχουν
την τάση να στρέφονται στην ιστορία.
Είναι κάτι το αυτονόητο. Τα ερωτήματα,
τα διλήμματα που το προβληματικό σήμερα
θέτει στρέφουν, σχεδόν αναγκαστικά, την
αναζήτηση προς το παρελθόν. Αυτό που
τους συμβαίνει σήμερα, οι άνθρωποι, οι
κοινωνίες, θέλουν να το συγκρίνουν με
ό, τι ανάλογο συνέβη στο χθές, και
συνακόλουθα να το κατανοήσουν, στο βαθμό
που αυτό είναι δυνατό, νά αποκτήσουν,
τέλος πάντων, ένα είδος γνώσης από την
πείρα ανθρώπων και κοινωνιών που έζησαν
παρόμοιες καταστάσεις σε προγενέστερες
εποχές.
Η στροφή στην ιστορία,
μπορούμε να το φανταστούμε, δεν γίνεται
με κάποια αμιγώς «επιστημονικά κριτήρια»
κεκαθαρμένα από οποιαδήποτε επιρροή
του γύρω κόσμου και ανεξάρτητα από τη
θέση, από τη σκοπιά, από τους στόχους,
σε τελευταία ανάλυση, που υπηρετεί
όποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτή.
Η «αντικειμενικότητα» και η
«επιστημονικότητα» τονίζονται ακριβώς
όταν καταπατιούνται περισσότερο. Η
επιστήμη της ιστορίας γνωρίζει άριστα
τη σχετικότητα των πραγμάτων, την
διαλεκτική τους σχέση με ο,τιδήποτε
υπάρχει ή συμβαίνει γύρω τους, την
αλληλουχία του σήμερα με το χθές: τις
διαρκώς μεταβαλλόμενες παραμέτρους
του χρόνου, του χώρου, για να αρχίσω από
τα βασικά, των παραγωγικών σχέσεων και
των συντελεστών τους για να προχωρήσω
στα πλέον σύνθετα.
Η άρχουσα τάξη γνωρίζει
πολύ καλά ετούτη την φυσιολογική
διαδικασία. Κρατά με φανατισμό, σε κάθε
εποχή, για τον εαυτό της, τη θέση του
«Κριτή της Ιστορίας» του θεματοφύλακα
της κωδικοποιημένης εμπειρίας του
παρελθόντος. Αυτή την εμπειρία την
μετατρέπει σε αφήγηση και πάνω σε αυτή
νομιμοποιεί τόσο τη σημερινή της θέση
στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας,
όσο και τις πράξεις της - τις πολιτικές
της αποφάσεις - τις οποίες δικαιολογεί
στο όνομα του χθές αν και αυτό που την
ενδιαφέρει είναι η διαμόρφωση του αύριο.
Τα μεγάλα αφηγηματικά
κείμενα που προβάλει σήμερα η άρχουσα
τάξη στη χώρα μας - και σε ολόκληρο τον
κόσμο - έχουν ήδη μια δομική αδυναμία.
Εδράζονται στην εποχή του θριάμβου ενώ
ήδη βρισκόμαστε σε νέα εποχή αμφιβολίας
και προβλημάτων. Το περιεχόμενό τους,
η ιδεολογία τους, έχουν στηριχθεί στην
θριαμβευτική - από την πλευρά του
καπιταλιστικού συστήματος - δεκαετία
του 1990-2000, την περίοδο της παλινόρθωσης
του καπιταλιστικού συστήματος σε
ολόκληρο πρακτικά τον κόσμο και προπαντός
στην Λαϊκές Δημοκρατίες και την ίδια
τη Σοβιετική Ενωση: ήταν τότε που η
«ιστορία τελείωνε» ακριβώς διότι η
αστική τάξη μπορούσε εύκολα να
νομιμοποιήσει - εκμεταλλευόμενη το
σάστισμα των καιρών - μέσα από την
ιστορική αφήγηση εξελίξεις που φαίνονταν
νομοτελειακές και θεμελίωναν αυτό που
πολύ συχνά ακούμε από τους πολιτικούς
ταγούς του αστισμού σήμερα: δεν υπάρχει
άλλος δρόμος. Δεν χρειαζόταν τότε η
ιστορία ως εμβάθυνση, ως εμπειρία, ως
προϋπόθεση για την πολιτική. Αρκούσε
πλέον μια ρηχή νομιμοποιητική αφήγηση.
Αυτό διδάσκουμε σήμερα
στα Πανεπιστήμια. Τα εγχειρίδια της
ιστορίας τα οποία διαβάζουν οι φοιτητές
είναι γραμμένα στην προ-προηγούμενη
ήδη δεκαετία μέσα στο σκηνικό που
περιγράψαμε. Ας το κρατήσουμε αυτό για
τη συνέχεια.
Ομως οι καιροί έχουν
αλλάξει και η αμηχανία πέρασε στην άλλη
όχθη του ποταμού. Πως είναι δυνατό, μόλις
δέκα ή είκοσι χρόνια από τον καιρό του
απόλυτου θριάμβου του το καπιταλιστικό
σύστημα να παραδέρνει πάλι μέσα σε
κρίση. Πώς είναι δυνατό η μεγάλη υπόσχεση
για απρόσκοπτη πρόοδο της δημοκρατίας
και της ευημερίας που ο καπιταλισμός
υποσχέθηκε - μαζί και το ευρωπαϊκό όνειρο
που μας έταξαν οι καθ' ημάς αστοί
κυβερνήτες - να ακυρώνονται, να
διαψεύδονται, να μας γυρίζουν πίσω στον
καιρό του δαδιού και του μαγγαλιού (σε
εμάς) ή στον καιρό της απόλυτης εργασιακής
και ασφαλιστικής αβεβαιότητας (για τους
άλλους που ζουν στα πιο πετυχημένα κράτη
του ισχύοντος συστήματος).
Οι βεβαιότητες με τις
οποίες γράφτηκε η ιστορική αφήγηση στην
δεκαετία του ενενήντα ανατράπηκαν
πλέον. Στη θέση τους ήρθε ένας διάχυτος
φόβος για την ιστορία. Η τελευταία -
ανησυχούν - μπορεί να μεταβληθεί σε
εργαλείο πολιτικής αφύπνισης των
εργαζόμενων, των δημιουργών, των πολλών,
των πρελεταρίων. Εξοβελισμός της, άρνησή
της. Να τους συνδέσει με όσα φαίνεται
πως τελείωσας το 1989: με τους εργατικούς
αγώνες, τις προλεταριακές επαναστάσεις,
την κομμουνιστική ιστορία και παράδοση,
την αντιφασιστική Αντίσταση και τους
αγώνες για μια λαϊκή δημοκρατία. Η
ιστορία γίνεται εχθρός του συστήματος
εκεί που το τελευταίο την θεωρούσε
ιδεολογικό του θεμέλιο.
Ηδη ζούμε λοιπόν την
επίθεση στην ιστορία, την αποκαθήλωση
της ιστορίας, τον ευτελισμό της. Στον
χώρο της εκπαίδευσης οι νέες αυτές
τάσεις ξετυλίγονται ολοένα και πιο
γρήγορα: καταιγισμός «ιστορίας» στη
μέση εκπαίδευση. / εξοβελισμός των
ιστορικών σπουδών στην τριτοβάθμια. /
συρρίκνωση της έρευνας και της επιστήμης.
Η διδασκαλία της
επιστήμης της ιστορίας στα Πανεπιστήμιο
διαχέεται σε πλήθος ασυνάρτητων μεταξύ
τους δεξιοτήτων - κακή αρχειοδιφία,
υποκειμενισμός - προφορική ιστορία -,
«ψιχουλοποίηση» της γνώσης, εκτροπή σε
αυτό που ονομάζεται «μνημονικές μελέτες».
Η ιστορία απέθανε - ζήτω η μνήμη. Οπου
μνήμη υπονοείται μια τεχνική «πολιτικής
- κοινωνικής επικοινωνιακής προσέγγισης»
όπου σημασία δεν έχει αυτό που έγινε,
το πραγματικό, υλικό και μετρήσιμο, αλλά
το τι μαθαίνουν οι ανθρώποι, τι θεωρούν
και τι πιστεύουν ότι έγινε στο χθές. Μια
μεταφυσική προσέγγιση που ανοίγει τον
δρόμο στις αφηγήσεις περί καπιταλιστικού
μονόδρομου.
Προϋπόθεση ο στιγματισμός
της ιστορίας των λαίκών αγώνων. Εάν οι
λαοί «θυμούνται» αυτούς τους αγώνες ως
ατυχήματα, ως τερατογενέσεις, ως λάθη,
τότε ο στόχος έχει εκπληρωθεί.
Θα με συγχωρήσετε,
ελπίζω, για την μακροσκελή ετούτη
εισαγωγή, τώρα που θα σας αποκαλύψω τον
στόχο της. Οταν κλήθηκα να σχολιάσω τα
συγγράμματα που δίδονται στις
πανμεπιστημιακές αίθουσες για να
εντρυφήσουν οι φοιτητές στα ζητήματα
της επιστήμης της ιστορίας, σκέφτηκα
να ιεραρχήσω λίγο τον χρόνο που θα είχα
στη διάθεσή μου σε τούτη εδώ την εκδήλωση
για να επικεντρώσω στο πιο σημαντικό
από αυτά. Σημαντικό γιατί μιλά για τον
κόσμο μας και γιατί «δίνει γραμμή» όχι
μόνο σε Ελληνες πανεπιστημιακούς αλλά
γενικώτερα στην Ευρώπη και στον
καπιταλιστικό κόσμο ολόκληρο. Ολοι
έχουν χάσει τον λογαριασμό ως προς την
παγκόσμια κυκλοφορία του βιβλίου αυτού,
οπωσδήποτε όμως μιλούμε για πολλές
δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα σε πολλές
γλώσσες του κόσμου: Αναφέρομαι φυσικά
στο βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή
ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας.
Ο Μαρκ Μαζάουερ είναι
ένας σχετικά νέος και πολύπλευρα
προικισμένος ιστορικός. Θα έλεγα ότι
είναι κάτι περίσσότερο, κάτι που ο
αστισμός είχε απόλυτη ανάγκη σε αυτή
την περίοδο που διανύει: είναι ΑΦΗΓΗΤΗΣ.
Συνθέτει δηλαδή τα σπαράγματα, το υλικό
του παρελθόντος με τρόπο που να δίνει
απαντήσεις για το σήμερα. Οχι το σήμερα
του οποιουδήποτε, όχι το σήμερα του
εργάτη, του εργαζόμενου, του κατεστραμμένου
μικροαστού, του φτωχού ή νεόπτωχου
(ορολογίες της αστικής τάξης για τα
θύματά της). Για το σήμερα του μονοπωλιακού
καπιταλισμού μιλούμε. Ο Μαζάουερ δίνει
απαντήσεις, ιεραρχεί, εξηγεί ή ερμηνεύει,
τα παρελθόντα σε τρόπο ώστε να
προσδιορίζονται οι αρετές του σημερινού
συστήματος αλλά και οι κίνδυνοι που το
απειλούν. Είναι βιβλίο «κεντρώο» και
αποσκοπεί στην παγίωση ενός δεδομένου
συστήματος. Είναι βιβλίο - επιστέγασμα
- του κόσμου που δημιούργησε η καταλυτική
δεκαετία 1990-2000. Θυμάστε - τότε που η
«ιστορία τελείωνε»...
Για το λόγο αυτό αρέσει
σε όλους. Γοήτευσε τους καθ' ημάς
αντικομμουνιστές - γνωστούς αναθεωρητές
της ιστορίας - τον κο Καλύβα και τους
συν αυτώ. [Το όποιο επιστημονικό τους
κύρος στην ιστορία το οφείλουν στις
άμεσες ή έμμεσες ευλογίες του Μαζάουερ].
Αρέσει στη δεξιά, οι επίσημοι ταγοί της
δεξιάς ιστοριογραφίας των Ιδρυμάτων
«Κωνσταντίνος Καραμανλής» ομνύουν στο
όνομά του. Αρέσει στην Κεντρο-αριστερά,
στην σκέτη αριστερά και στην αριστερίστικη
αριστερά. Μόνο στους κομμουνιστές δεν
αρέσει και αυτό φαίνεται σε όλους τους
υπόλοιπους εξαιρετικά παράξενο. Το
γεγονός δε ότι ο Μαζάουερ γνωρίζει
ελληνικά και ότι έχει συγγράψει πολλά
βιβλία για την ιστορία της Ελλάδας (από
την διατριβή του για την κρίση του
μεσοπολέμου και την Ελλάδα ως το πόνημα
που λέγεται ότι ετοιμάζει σήμερα και
που αναφέρεται στην επανάσταση του
1821) τον έχει καταστήσει ένα είδος «εθνικού
ιστορικού» αν όχι του επιπέδου του
Παραρρηγόπουλου, σίγουρα περισσότερο
απ' ό,τι ο «εθνικός» ιστορικός της
μετεμφυλιακής Ελλάδας: αναφέρομαι στον
γνωστό βρετανό πράκτορα Κρις Γουντχάουζ....
Πρακτικά είναι αδύνατο
να υπάρξει τμήμα ιστορίας / πολιτικής
επιστήμης ή ό, τι το συναφές που να
αγνοήσει ετούτο το βιβλίο. Δίνεται σε
όλα τα προγράμματα σπουδών ιστορίας -
τόσο τα δεξιά όσο και τα αριστερά ( όπως
ορίζουν τον εαυτό τους - οι σχετικοί
όροι ελάχιστη σημασία έχουν πλέον). Δεν
είναι ίσως κακή η διάδοσή τους. Πρόκειται
για τη ναυαρχίδα των αντικομμουνιστικών
δυνάμεων και δεν είναι καθόλου κακό να
μελετάς τον εχθρό σου. Με άλλα λόγια,
δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, δεν
μπορούμε να το προσπεράσουμε, δεν
μπορούμε να το παραγκωνίσουμε - είναι
πολύ μεγάλο. Πρέπει αναγκαστικά να
αναμετρηθούμε με αυτό.
Η συγγραφή του βιβλίου
ολοκληρώθηκε στα 1998 - στα ελληνικά - και
συνακόλουθα στις πανεπιστημιακές
αίθουσες - εμφανίστηκε στα 2001. Εχει
σημασία η εποχή: ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός
μόλις είχε επιλύσει μια τελευταία
εκκρεμότητα - τη περιπλοκή της
γιουγκοσλαβικής διαδοχής - ενώ στην
τότε ισχυρή (τρομάρα μας) Ελλάδα ο
ελληνικός αστισμός θριαμβολογούσε για
την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, στον
σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης -
«ισότιμοι πλέον εταίροι» (και πάλι
τρομάρα μας).
Το βιβλίο δεν είναι μια
παράθεση / παράταξη γεγονότων. Αποθησαυρίζει
και εκθέτει «ιστορικά», όλες τις αστικές
θεωρίες που εκπορεύθηκαν/ακολούθησαν
τον μεγάλο θρίαμβο του καπιταλισμού:
την παλινόρθωσή του στα σοσιαλιστικά
κράτη της κεντρικής - ανατολικής Ευρώπης
και τελικά στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση.
Να έχουμε υπόψη ότι
πάντοτε στην ιστορία τα ερωτήματα που
θέτουμε στο παρελθόν είναι ερωτήματα
που πηγάζουν από τη σημερινή μας
κατάσταση, από τη συγκυρία που διασχίζουμε
: ο Μαζάουερ δεν ξεφεύγει από αυτόν τον
κανόνα - και φροντίζει να απαντήσει
ετούτα τα ερωτήματα με τον τρόπο που οι
«νικητές» της δεκαετίας του 1990-2000
επιθυμούν.
Ας έρθουμε όμως στη
δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου.
Πρώτη εντύπωση. Η Σκοτεινή Ηπειρος
Ευρώπη δεν έχει προϊστορία. Προκύπτει
ένας αγρίοτατος Πρώτος Παγκόσμιος
Πόλεμος σκοτώνονται 8.000.000 Ευρωπαίοι
στα πεδία των μαχών και άλλα 4-5.000.000 στις
παρενέργειες και τις «ουρές» του πολέμου,
γεννιούνται μα΄υρα σύννεφα - φασισμός
και κομμουνισμός - και η κοινοβουλευτική
δημοκρατία κινδυνεύει. Πώς έγιναν όλα
αυτά;
Για τον Μαζάουερ η
ιστορία της Ευρώπης φαίνεται να είναι
ανεξάρτητη από την ιστορία του καπιταλισμού
- διαπίστωση που ηχεί παράξενα για έναν
ακαδημαϊκό που γνωρίζει καλά την
οικονομική ιστορία και ξεκίνησε την
σταδιοδρομία του με διατριβή πάνω
ακριβώς σε μια καπιταλιστική κρίση.
Ασχετα όμως από τις δικές του επιστημονικές
καταβολές το ζήτημα έχει συζητηθεί
ευρύτατα στην κοινότητα των πανεπιστημιακών
έτσι ώστε να μην μπορεί να αγνοηθεί. Τι
λέει αυτή η προϊστορία;
Είναι γνωστό Η άγνωστη
προϊστορία της Ευρώπης: η σύνδεση των
ισχυρών δυνάμεων της ηπείρου με τον
καπιταλισμό - και η εξυπηρέτηση της
ανόδου του - και ταυτόχρονα της ανόδου
των ευρωπαικών δυνάμεων στο παγκόσμιο
στερέωμα.
Παρένθεση: το σύστημα
των κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων από το
1880 ως το 1905 χονδρικά συνδέθηκε με τον
καπιταλισμό και του πρόσφερε μια καίρια
εξυπηρέτηση. Την εξάπλωσή του σε ολόκληρο
τον κόσμο.
Το 1873 η κρίση κτύπησε
για πρώτη φορά σε μεγάλη - δομική - έκταση
το ανερχόμενο καπιταλιστικό σύστημα.
Η αιτία της κρίσης προσδιορίστηκε
(επιγραμματικά το επισημαίνω) στην μικρή
γεωγραφική έκταση όπου εφαρμοζόταν και
λειτουργούσε το σύστημα αυτό: η θεραπεία,
η έξοδος από την κρίση, κρίθηκε ότι
απαιτούσε εκτατική αντιμετώπιση: την
εξάπλωση του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι
μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν οι
μόνες εκείνο τον καιρό που μπορούσαν
να προσδέσουν ολόκληρο τον κόσμο στο
άρμα του καπιταλισμού καθώς ήσαν οι
μόνες που διέθεταν τα προς τούτο εργαλεία:
τους στρατούς, τα κράτη και τους
δοικητικούς μηχανισμούς , τα συστήματα
ενσωμάτωσης - δίκαιο και εκπαιδευτικό
σύστημα κλπ. - αυτό που συνοπτικά
περιγράφηκε τότε ως «πολιτισμός» και
που όφειλε δια πυρός και σιδήρου να
επιβληθεί στους απολίτιστους.
Από τη δεκαετία του
1870 και μετά, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, οι
ισχυροί της Ευρώπης κατέκτησαν
κυριολεκτικά τον κόσμο στο όνομα των
αναγκών και των λειτουργιών του
καπιταλισμού. Αυτό σήμαινε, μεταξύ άλλων
ανείπωτο καταναγκασμό και βία. Σε
ελάχιστο χρόνο οι παραδοσιακές λειτουργίες
έπρεπε να καταστραφούν εκ θεμελίων για
ν΄ανοίξουν τον δρόμο στον καπιταλιστικό
τρόπο εκμετάλλευσης και συνάμα τρόπο
ζωής. Αυτό ακριβώς σήμαινε η σύγκρουση
μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων.
Ο Αποικισμός χάρισε στο ευρωπαϊκό
σύστημα δυνάμεων την παγκόσμια κυριαρχία
αλλά και ταυτόχρονα τις παρέσυρε στη
δίνη των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών
ανταγωνισμών και τελικά στον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όσα ακολούθησαν.
Η απουσία προϊστορίας
δημιουργεί τεράστια κενά τα οποία δεν
απασχολούν τον συγγραφέα. Πώς είναι
δυνατό, για παράδειγμα, να αποξενώσουμε
τον ρατσισμό - τις φυλετικές θεωρίες
και πρακτικές - από την αποικιακή τους
πηγή και λειτουργία. Η καταδίκη σε
συνοπτικό θάνατο παραδόσεων και τρόπων
ζωής με μακρόχρονες ρίζες εμπεριείχε
την απόλυτη απαξίωση ανθρώπων, φυλών
και χώρων. Οι υπάνθρωποι έπρεπε να
δεχτούν όσα ο καπιταλισμός - δια του
λευκού ανώτερου ανθρώπου - τους υποσχόταν
με το καλό, ή συνήθως με το άγριο. Και οι
Ευρωπαίοι - το απέδειξε ο επερχόμενος
πόλεμος - εκβαρβαρίστηκαν σε αυτή την
υπερπόντια αναζήτηση βέλτιστων αποδόσεων
του επενδυμένου κεφαλαίου!!!
Αλλά εάν τα περιλάβουμε
αυτά σε ένα βιβλίο σύγχρονης ευρωπαϊκής
ιστορίας τότε πως είναι δυνατό να
αποδείξουμε ότι η βαρβαρότητα - η βία -
ήρθε στη Γηραιά Ηπειρο μέσα από «εκτροπές»,
«συνωμοσίες» και «στρεβλώσεις» που
προκάλεσε ο κομμουνισμός και ο φασισμός.
Οπότε τα παραλείπουμε και είμαστε
ευτυχισμένοι. Αυτό κάνει ο Μαζάουερ.
(Θυμίζω ότι οι μαθητές
του Ελληνες ιστορικοί των ιδρυμάτων
Καραμανλής εκθειάζουν στα σχολικά
βιβλία με ενθουσιασμό την έλευση του
πολιτισμού - διάβαζε καπιταλισμού - στον
κόσμο. Και φυσικά εδώ δεν μιλάμε για
θύματα και βία... Αμα είναι άγιος ο σκοπός
τότε όλα είναι αγιασμένα).
Κεντρικό ζήτημα στο
βιβλίο του Μαζάουερ δεν είναι η ιστορία
της Ευρώπης και ως εκ τούτου ο τίτλος
του μπορεί να χαρακτηριστεί παραπλανητικός.
Η κεντρική του ιδέα είναι η αποτίμηση
των «ατυχημάτων» που έπληξαν το ιδανικό
πολιτικό σύστημα της αστικής
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε μεγάλο
μέρος του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα.
Τα ατυχήματα αυτά ήσαν δύο: ο κομμουνισμός
και ο φασισμός / ναζισμός. Δεν πρόκειτα
για την εξέταση των δύο αυτών ατυχημάτων:
στόχος είναι να στιγματιστούν και να
εξορκιστούν ώστε να μην επανεμφανιστούν
πλέον. Για το λόγο αυτό το βιβλίο δίνει
ιδιαίτερο βάρος στην εξέταση των Λαϊκών
Δημοκρατιών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Προσπαθεί, όπως δηλώνει ο συγγραφέας
του, να βρει τους λόγους για τους οποίους
ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός
διατηρήθηκε περισσότερο και - συγκριτικά
τα πήγε πολύ καλύτερα από τον ναζισμό,
αναδεικνυόμενος έτσι σε κυριώτερη
απειλή για τη δημοκρατική διακυβέρνηση
της Ευρώπης.
Το ίδιο το πολιτικό
σύστημα που υμνεί και προασπίζει ο
συγγραφέας φαίνεται να ανάγεται σε
απόλυτη ανιστορική αξία, πέρα από τις
συγκυρίες και τις ανάγκες των καιρών:
απλά είναι μεταφυσικά τέλειο ή έστω το
καλύτερο από τα υπάρχοντα. Η κοινοβουλευτική
δημοκρατία όμως δεν είναι ανεξάρτητη
από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής
και τη λειτουργία του τελευταίου. Ο
κοινοβουλευτισμός - προϊόν του 19ου αιώνα
- είναι ένα πολιτικό σύστημα αναγκαίο
στην εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού
καθώς αμβλύνει και οργανώνει τις
εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος
- τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ισχυρών
παραγόντων της μονοπωλιακής οικονομίας
- και καθιστά - σε κάποιο βαθμό - συνεργό
μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Καθώς τα
μέσα παραγωγής στον καπιταλισμό ανήκουν
σε πολύ λίγους, ενώ για την λειτουργία
τους χρειάζονται πάρα πολλοί, οι
τελευταίοι παίρνουν ως αντάλλαγμα των
υπηρεσιών τους «ελευθερίες» - δηλαδή
μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στις πολιτικές
αποφάσεις που τους εκτρέπει από το
σημαντικό: από την πραγματική πολιτική
εξουσία. Οι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής
μπορούν και παραμένουν έτσι και άρχοντες
της πολιτικής.
Το αντιπροσωπευτικό
κοινοβουλευτικό σύστημα της αστικής
τάξης και του καπιταλισμού γίνεται
ενίοτε ενοχλητικό. Αυτό συμβαίνει σε
εποχές καπιταλιστικής κρίσης όταν οι
ανάγκες συγκέντρωσης του κεφαλαίου -
καταστροφής των μη «ανταγωνιστικών»
τμημάτων του και η επανασυσσώρευση σε
άλλες βάσεις - καθιστούν ενοχλητικές
τις κατευναστικές διαστάσεις της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε αυτά
τα σημεία οι ίδιοι οι ταγοί και υμνητές
του συστήματος δεν διστάζουν να το
στιγματίσουν, να το καταδικάσουν και
να το παραμερίσουν από το πολιτικό
προσκήνιο: οι δικτατορίες και τα
φασιστικά/ναζιστικά κινήματα είναι οι
καλύτερες αποδείξεις για το πώς γίνεται
αυτό. Μόλις οι πρόσκαιρες και στοιχειώδεις
ισορροπίες του καπιταλισμού επανέλθουν
τότε το σύστημα υιοθετείται, επιβάλλεται
και εξυμνήται ως η απόλυτη προσφορά της
αστικής τάξης στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Τίποτε από αυτά δεν
απασχολεί τον Μαζάουερ: η κοινοβουλευτική
δημοκρατία είναι μια απόλυτη αξία με
μεταφυσικά ανιστορικά χαρακτηριστικά.
ΔΕν μπορεί να τεθεί υπό κρίση, άρα δεν
μπορεί να τεθεί κάτω από τη μεθοδολογία
και τα εργαλεία της ιστορίας.
Η αρχική εκτροπή από
τον επιστημονικό τρόπο εξέτασης των
γεγονότων οδηγεί σε μεθοδολογικές
παρενέργειες. Πρόκειται για ένα συνεχές
παιχνίδι ανάμεσα στη λεπτομέρεια και
την γενίκευση. Ανάμεσα στη φήμη και δη
την μονομερή και την γενική κατάσταση.
Η μεμονωμένη μαρτυρία του ενός (προφορική
ιστορία) ενίοτε αρκεί για να στηρίξει
μια γενικώτερη θέση και να ιχνογραφήσει
μια ολόκληρη κατάσταση ή εποχή. Δεν
χρειάζεται να προστρέξουμε σε επίσημες
σοβιετικές πηγές, σε επίσημα κείμενα
για να δούμε τι λέει ο Στάλιν. Αρκεί η
μαρτυρία του Ντζίλας γι αυτό (σ. 221).
Το γνωστό «κολπάκι»
για την «μοιρασιά της Ευρώπης» φυσικά
είναι εδώ (σ. 223). Στη γνωστή «ιστορική»
διαμάχη για την κατανομή σφαιρών επιρροής
στα Βαλκάνια μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης
και Μεγάλης Βρετανίας στη συνάντηση
Τσώρτσιλλ - Στάλιν στη Μόσχα τον Οκτώβριο
του 1944, ο Μαζάουερ, φυσικά, τάσσεται με
το μέρος του Τσώρτσιλλ. Το γεγονός ότι
οι Σοβιετικοί αρνούνταν πάγια τον
διακανονισμό των μεταπολεμικών πραγμάτων
με κατανομές «ζωνών επιρροής» δεν
ενδιαφέρει τον συγγραφέα μας όπως δεν
τον προβληματίζει η απουσία αποδεικτικών
στοιχείων πέρα από τον λόγο του Τσώρτσιλλ
(η επιμονή του οποίου στην πριν από τη
λήξη του πολέμου χάραξη ζωνών επιρροής
στην Ευρώπη είναι πασίγνωστη, όπως
επίσης πασίγνωστη είναι και η σταθερή
άρνηση της ΕΣΣΔ όπως και των ΗΠΑ σε μια
τέτοια πρακτική) και από το περίφημο
πρόχειρο σημείωμα (τσιγαρόχαρτο) των
βρετανικών αρχείων, το οποίο όμως φέρει
μόνο τα γράμματα του Τσώρτσιλλ.
Η ασάφεια του γεγονότος
δεν εμποδίζει τον Μαζάουερ να ισχυριστεί
ότι η συμφωνία αυτή ήταν ισάξια (SIC) της
αντίστοιχης στη Γιάλτα (σ. 224) - όπου
επίσης δεν τίθεται κανένα ζήτημα «ζωνών
επιρροής». Επιπρόσθετα η βρετανο-σοβιετική
«συμφωνία» συνοδεύεται από παραπομπή
που όμως είναι άσχετη με το ίδιο το
γεγονός.
Το παιχνίδι του γενικού
άκριτου ανακατώματος των πάντων και
της ανατροπής των μεγεθών είναι επίσης
εδώ. Σε ολόκληρο το βιβλίο των 400 περίπου
σελίδων δεν θα βρούμε ιδιαίτερη
ενασχόληση, ούτε μνεία στο εργατικό
κίνημα, τις οργανώσεις του, τα συνδικάτα
του, τις απεργίες του, τους αγώνες του,
τα θύματά του, τις πολιτικές εκφράσεις
του, την τέχνη που ενέπνευσε, τις αξίες
που γέννησε τα μαζικά - μοναδικά στη
σύγχρονη ιστορία - πολιτικά κινήματα
που δημιούργησε - το δικό μας Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, για
παράδειγμα. Τίποτε ! Σιγή ιχθύος ! Αντίθετα
το κίνημα των ευρωπαίων φεντεραλιστών,
ολότελα ανυπόστατο στην ιστορία, από
την εμφάνισή του την επομένη του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου απασχολεί σελίδες
του βιβλίου με επαύξηση των ασήμαντων
λεπτομερειών σε κοσμογονικά γεγονότα.
(όταν στο δικό μας
σχολικό βιβλίο της Γ' Λυκείου ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος φαίνεται να οραματίζεται
στα 1942 σε πλήρη ναζιστική Νέα Ευρώπη
την μετέπειτα Νέα Νέα Ευρώπη, ο ένοχος
είναι ο δικός μας - ο Μαζάουερ!).
Οπωσδήποτε κομμουνισμός
και ναζισμός - απειλές για την Θεία
Αστική Δημοκρατία - είναι σχεδόν το
ίδιο. Για την ακρίβεια ο κομμουνισμός
είναι λίγο χειρότερος. Ανθολόγηση; (σ.
51-52) Στα ναζιστικά στρατόπεδα της
δεκαετίας του 1930 βρέθηκαν 25-50.000 κρατούμενοι
σε αντιδιαστολή με τα εκατομμύρια που
στάλθηκαν στα Γκουλάγκ στην περίοδο
του Στάλιν. (σ. 52) «Ο ναζισμός ήρθε στην
εξουσία με μαζική εκλογική υποστήριξη,
ο κομμουνισμός με πραξικόπημα» (σ. 52
επίσης) Στόχος του NSDAP το «φυλετικό
κράτος πρόνοιας» όπου «Τα κυριώτερα
εσωτερικά του θύματα (του ναζισμού) ήταν
μια μικρή μειονότητα (σς. Εβραίοι;
Μπολσεβίκοι;) σε αντίθεση με τα εκατομμύρια
των χωρικών που είχαν βάλει στόχο οι
Μπολσεβίκοι» και επιστέγασμα (σ. 63) «...ο
κομμουνισμός αποδείχθηκε το τελευταίο,
και ίσως το ανώτερο στάδιο του
ιμπεριαλισμού» - επειδή επεξέτεινε τη
ζωή μιας Αυτοκρατορίας / προφανώς το
τέλος της τελευταίας κατέστησε
αναχρονιστικό και μη αναγκαίο τον
ιμπεριαλισμό - οι σημερινές ιμπεριαλιστικές
επεμβάσεις/εισβολές/βομβαρδισμοί κλπ.
δεν είναι παρά ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες
της Διεθνούς Κοινότητας.
Ακόμα (σ. 214) η προέλαση
του Κόκκινου Στρατού στο τέλος του
Παγκόσμιου Πολέμου παρουσιάζεται με
τα πιο μελανά χρώματα: σφαγές, αρπαγές,
βιασμοί, καταστροφές. Σε μερικά σημεία
αναρωτιέται κανείς που ακριβώς διαφέρει
η περιγραφή της απελευθερωτικής για
τους λαούς της Ευρώπης προέλασης των
Σοβιετικών από τον τρόπο που την
παρουσίαζαν οι ναζί εκείνη την εποχή -
λ.χ. ο Γκαίμπελς.
Μέσα σε αυτό το γενικό
κλίμα αντικομμουνιστικού φανατισμού
το βιβλίο αλληλοαναιρείται σε πολλά
σημεία. Στη (σ. 244) προσδιορίζει, «Και οι
δύο (ναζισμός και κομμουνισμός) βασίστηκαν
στο στρατό και στην αστυνομία για να
υποτάξουν ένα κατά βάση εχθρικό πληθυσμό».
Είναι απλά λάθος ακόμα και πραγματολογικά
«τεχνικά» - οι μαζικές οργανώσεις του
ναζιστικού κόμματος, τα Ες Α και τα Ες
Ες δεν ήταν ούτε στρατός, ούτε αστυνομία.
Είναι δε παράδοξο πώς
την ώρα της κατά Μαζάουερ ιμπεριαλιστικής
κατάκτησης της ανατολικής Ευρώπης από
την ΕΣΣΔ, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,
ο Κόκκινος Στρατός, το εργαλείο αυτής
της κατάκτησης απλά εξαφανίζεται: (σ.
245) Από 12.000.000 το 1945 περιορίζεται σε
3.000.000 το 1948. Στη Γερμανία από 1.500.000 το
1945 περνά σε 350.000 τον Ιούλιο του 1947 ενώ
αποσύρεται πλήρως από την Τσεχοσλοβακία,
την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία.
Πολύ παράξενη αυτή η κατά Μαζάουερ
καθυπόταξη των «εχθρικών πληθυσμών»
από ένα στρατό που, πολύ απλά - δεν
βρίσκεται εκεί.
Σαν συμπέρασμα για να
κλείσω. Η αστική τάξη στο πέρασμά της
από την θέση του οργανωτή της ανθρωπότητας
έδωσε πολύ μεγάλους ιστορικούς και
έκτισε μια επιβλητική επιστήμη της
ιστορίας. Ο Μισελέ, ο Ακτον, ο Μίλλερ, ο
Ράνκε, ο Μπρωντέλ έχουν προσφέρει γερά
θεμέλια στην ανθρώπινη αυτογνωσία.
Αυτοί ιστόρησαν την άνοδο της αστικής
τάξης και ανθολόγησαν στο έργο τους όσα
αυτή πρόσφερε στην εξέλιξη του πολιτισμού.
Τώρα, δεν είμαστε σε εποχή ανόδου, ο
καπιταλισμός έδωσε ό, τι είχε - μόνο να
παίρνει μπορεί από εδώ και στο εξής.
Αυτό που ο Μαζάουερ θεωρεί ιστορικό του
θρίαμβο - το 1989 - πιστοποίησε απλά το
μέγεθος των αδιεξόδων του. Σε αυτή την
φάση η Σκοτεινή Ηπειροςείναι το μέγιστο
των έργων που η απολογητική ιστοριογραφία
του αστισμού μπορεί να δώσει. Συγκρίνετέ
το με την Μεσόγειο του