Δεκαετίες τώρα η εξάπλωση της
τεχνολογίας των πληροφοριών, του βιομηχανικού αυτοματισμού και άλλων
καινοτομιών έχει εμπνεύσει ουτοπίες για μια ερχόμενη μεταβιομηχανική
κοινωνία υπηρεσιών, στην οποία το προλεταριάτο, όπως υπήρχε σε
προηγούμενες εποχές, θα εξαφανιζόταν. Ωστόσο, ακόμη και η πιο σύντομη
έρευνα για την πραγματικότητα των σύγχρονων παγκόσμιων αγορών εργασίας
αρνείται αυτόν τον μύθο.
Γιατί αν ο κυρίαρχος λόγος μπορεί να εστιάζει στην εμφάνιση μιας νέας
κατηγορίας μορφωμένων μισθωτών εργαζομένων σε τομείς υψηλής τεχνολογίας
για να πείσει για την εξαφάνιση του προλεταριάτου, αυτό βασίζεται στο
ότι οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε τομείς που εκτείνονται από
τηλεφωνικά κέντρα και ηλεκτρονικό εμπόριο έως ξενοδοχεία και εταιρείες
καθαρισμού και υπηρεσίες λιανικής πώλησης, γρήγορου φαγητού, φροντίδας
κλπ. είναι αόρατοι, τουλάχιστον μέχρι η μακρά καραντίνα λόγω της
πανδημίας να τους φέρει στο προσκήνιο. Και αν η πλειονότητα αυτών των
θέσεων που είναι επισφαλείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλ. με εργασία
εποχιακή, μερικής απασχόλησης, προσωρινή, με ελάχιστη ή καθόλου
ασφάλεια, είναι ενδεικτική των δυσμενών εργασιακών συνθηκών που έχουν
διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, με την αύξηση της εκμετάλλευσης
της εργασίας, ο διαχωρισμός αυτών που εργάζονται στον τομέα των
υπηρεσιών από εκείνους που εργάζονται στον τομέα της πνευματικής
εργασίας κολακεύει τους τελευταίους ως μέλη της μεσαίας τάξης, για να
αποκρύπτει την σταθερά και εμφανή διαδικασία προλεταροποίησής τους σε
μεγάλα τμήματα από αυτούς. Έτσι όμως συνεχίζεται η αποδοχή και ο
καθορισμός τους από την ιδεολογία, τις πολιτιστικές αξίες, τις επιλογές
κατανάλωσης της κυρίαρχης τάξης και σιωπηρά ο ευθυγραμμισμός τους με
την τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Επιπλέον, το γεγονός ότι όλο
και περισσότερη εργασία γίνεται μέσω διαδικτύου έχει καταστήσει σχεδόν
αδύνατο να διαχωριστεί η εργασία από τον ελεύθερο χρόνο, με τους
εργαζόμενους να αναμένεται όλο και περισσότερο να είναι διαθέσιμοι για
εργασία ανά πάσα στιγμή. Και έτσι, μέσω αυτών των μορφών επισφαλούς
εργασίας, που έχουν επεκταθεί σε παγκόσμια κλίμακα, εξασφαλίζεται η
δημιουργία περισσότερου κέρδους και η αύξηση της αξίας του κεφαλαίου,
που στη χώρα μας η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το νομοσχέδιο του υπουργού
Εργασίας Κ. Χατζηδάκη φροντίζει να νομιμοποιήσει, συμπληρώνοντας το
έργο, σ’ αυτόν τον τομέα, των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Καθώς λοιπόν η σημερινή εργατική τάξη είναι πολύ λιγότερο ορατή και
πολύ περισσότερο διασπασμένη και διαχωρισμένοι σε ατομικές περιπτώσεις,
που δεν έρχονται πια σε επαφή μεταξύ τους όσο οι παραδοσιακοί εργάτες
στο εργοστάσιο έχει μειωθεί σημαντικά η ικανότητα οργάνωσής της. Εξάλλου
η ίδια η εργατική τάξη δεν είναι ομοιογενής. Τα διαφορετικά της τμήματα
φθάνουν στην ταξική συνείδηση με διαφορετικά μονοπάτια και σε
διαφορετικούς χρόνους. Η αστική τάξη συμμετέχει ενεργά σε αυτή τη
διαδικασία, προς όφελός της. Μέσα στην εργατική τάξη δημιουργεί τα δικά
της θεσμικά όργανα ή χρησιμοποιεί αυτά που ήδη υπάρχουν, (εμφανές
παράδειγμα η ΓΣΕΕ) προκειμένου να αντιπαραθέσει ορισμένα στρώματα
εργαζομένων σε άλλα. Γιατί το κεφάλαιο και το κράτος που εξυπηρετεί τα
συμφέροντά του θέλουν την εργατική τάξη με ασταθή εργασία και ζωή,
αδύναμη να οργανωθεί, για να μην αποκτήσει δύναμη και διεκδικήσει τη ζωή
της.
Η εργατική τάξη
είναι οι ιδιοκτήτες της εργατικής δύναμης, χωρίς άλλους πόρους εκτός
από την ικανότητα να εργάζονται με τα χέρια, το σώμα και το μυαλό τους.
Αυτοί εργάζονται για έναν καπιταλιστή-εργοδότη σε μια εκμεταλλευτική
κοινωνική σχέση, δηλαδή, ο εργαζόμενος εργάζεται επιπλέον χρόνο για έναν
καπιταλιστή. Αυτή η εκμεταλλευτική σχέση εργασίας αναδημιουργείται και
αναπαράγεται συνεχώς. Ο ανταγωνιστικός και αντιφατικός χαρακτήρας αυτού
του συστήματος είναι εμφανής καθώς οι καπιταλιστές προσπαθούν να
μειώσουν τους μισθούς και να κάνουν τους εργαζόμενους να εργάζονται πιο
εντατικά, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν ακριβώς το αντίθετο σύνολο
συμφερόντων. Όλα αυτά λοιπόν για ρεπό και διευθέτηση του χρόνου εργασίας
που θρασύτατα υποστηρίζει ο υπουργός Κ. Χατζηδάκης πως είναι προς
όφελος των εργαζομένων μόνο τους εργοδότες ωφελούν, γι’ αυτό ο αγώνας
ενάντια στο νομοσχέδιο είναι μονόδρομος για τους εργαζόμενους. Η
επισφάλεια των εργαζομένων προκύπτει από αυτόν τον αγώνα μεταξύ των
τάξεων, ο οποίος αγώνας με τη σειρά του μπορεί να επεκταθεί ή να
μειωθεί, ανάλογα με τη σχετική δύναμη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης
και κυρίως της ικανότητας της εργατικής τάξης για αγώνα και εξέγερση.
Κι ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα το προλεταριάτο ήταν στην
πρώτη γραμμή των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, η επικράτηση ενός
ατομικισμού με έμφαση σε προβλήματα ταυτότητας και δικαιωμάτων
επιχείρησε να μειώσει τη δύναμη ή την προοδευτική προοπτική του για να
εκπληρώσει αυτό το ρόλο από τη δεκαετία του 1980.
Το καθοριστικό χαρακτηριστικό μάλιστα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής
αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας που απέρριψε τον κομμουνισμό, ήταν ο
αγώνας για τα δικαιώματα των εργαζομένων με τους κανόνες και τα μέσα της
αστικής δημοκρατίας και μέχρις εκεί. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της
χρυσής εποχής της μεταπολεμικής ανάπτυξης, η σοσιαλδημοκρατία συμμετείχε
στην οικοδόμηση ευρωπαϊκών αστικών κρατών πρόνοιας. Σε αυτήν την
οικοδόμηση, η αριστερά βασίζονταν κυρίως σε μια σημαντική και σχετικά
ομοιογενή ομάδα ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Μαζί με τα συνδικάτα των
εργαζομένων που οργανώνουν το έργο σε εργοστάσια και αργότερα στα
γραφεία, οικοδομήθηκε μια εργασιακή αντίληψη για τους όρους και τις
συνθήκες εργασίας που διαπέρασε τόσο την κοινωνική όσο και την
πολιτική, και που εξασφάλισε την εκλογική σταθερότητα της ευρωπαϊκής
αριστεράς.
Επιπλέον
όλο και περισσότερο συνδέονταν ομοιόμορφα και συνεχώς με πολιτικές που
δεν είχαν σύνδεση πια με ταξικές διεκδικήσεις όσο με διαπραγματεύσεις
στον οικονομικό τομέα, ενώ κέρδιζαν έδαφος μετά τις εξεγέρσεις του ’68
ζητήματα όπως το περιβάλλον, ο καθορισμός ταυτοτήτων, τα δικαιώματα των
γυναικών και των μειονοτήτων κλπ. Ιδιαίτερα μετά την ήττα του
σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τη διάλυσή της, η επικράτηση του
δικαιωματισμού στις διεκδικήσεις της αριστεράς τη διέλυσε κι αυτή με
…διαλεκτικό τρόπο. Η επιμονή της αριστεράς στην απόρριψη των ταξικών
αγώνων και στην αναζήτηση δικαιωμάτων ώθησε τις νεότερες γενιές
εργαζομένων να αναζητήσουν προσωπική απελευθέρωση από τις παραδοσιακές
ιεραρχίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της αριστεράς, η οποία ξεκάθαρα
συμμαχώντας με την κυρίαρχη τάξη στις καπιταλιστικές κρίσεις συναινούσε
στη δημιουργία του νέου δυσμενούς εργασιακού περιβάλλοντος. Και η
εργατική τάξη γινόταν ολοένα και λιγότερο ορατή σαν τάξη με τους
εργαζόμενους να εξατομικεύουν τα εργασιακά προβλήματα. Κι έτσι φάνηκε το
πολιτικό και κυρίως το ταξικό κενό που η σοσιαλδημοκρατία έσυρε τους
εργαζόμενους.
Στα καθ’
ημάς, μετά το ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ της οικονομικής κρίσης
με την επαναστατική ρητορική θέλησε να σφετεριστεί το αγωνιστικό
κομμουνιστικό παρελθόν και παρόν με τη ΝΔ να συμμετέχει ασμένως
χρεώνοντάς το σ’ αυτόν και ανακηρύσσοντάς τον ψευδώς τον κύριο
αντίπαλο, για να είναι εύκολη η αντιπαράθεση. Μόνο που υπάρχει το ΚΚΕ η
μόνη αντίπαλη δύναμη στην καπιταλιστική λαίλαπα των αστικών κομμάτων.
Και είναι αυτό το κόμμα της εργατικής τάξης που βρίσκεται τώρα στην
πρωτοπορία για την οργάνωση των αγώνων ενάντια στο αντεργατικό
νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο αποτυπώνει την ταξική σύγκρουση, που όλο
και κορυφώνεται.